Στέφανος Λίβος Όσα χωράει μια στιγμή



Σχετικά έγγραφα
ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Το παραμύθι της αγάπης

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Modern Greek Beginners

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Modern Greek Beginners

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

«Ο ξεχωριστός κόσμος των διδύμων», η Εύη Σταθάτου μιλά στο Mothersblog, για το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα!

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

Transcript:

Στέφανος Λίβος Όσα χωράει μια στιγμή μυθιστόρημα

Tο παρόν βιβλίο εκδόθηκε σε πλατφόρμα αυτοέκδοσης και διατίθεται είτε ως e-book (δωρεάν), είτε ως χαρτόδετη έκδοση, κατόπιν παραγγελίας στην ιστοσελίδα Lulu.com copyright Στέφανος Λίβος. All rights reserved. ISBN 978-1-4477-1576-4 Έτος έκδοσης 2011 Το παρόν έργο διατίθεται σύμφωνα με την άδεια CC BY-NC-ND 3.0, και γι' αυτό είναι ελεύθερη η διανομή (για αναπαραγωγή, διανομή, παρουσίαση του Έργου στο κοινό), υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Αναφορά δημιουργού: Θα πρέπει να κάνετε την αναφορά στο έργο με τον τρόπο που έχει οριστεί από το δημιουργό ή το χορηγούντο την άδεια (χωρίς όμως να εννοείται με οποιονδήποτε τρόπο ότι εγκρίνουν εσάς ή τη χρήση του έργου από εσάς). Μη Εμπορική Χρήση Δε μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το έργο αυτό για εμπορικούς σκοπούς. Όχι Παράγωγα Έργα Δε μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Το εξώφυλλο είναι ένα κολλάζ με περισσότερες από εκατό φωτογραφίες του συγγραφέα. Η μακέτα και η επιμέλεια έγιναν από τον ίδιο. Σε ευχαριστώ πολύ που κατέβασες ή αγόρασες αυτό το βιβλίο! Θα σε ευχαριστήσω ακόμα περισσότερο αν, μετά την ανάγνωσή του, αφήσεις ένα σχόλιο -θετικό ή αρνητικό- στο blog μου. Καλή ανάγνωση! Στέφανος Λίβος

Ο Στέφανος Λίβος γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Ζάκυνθο, ζει στην Αγγλία, και μάλλον θα πεθάνει στην ψάθα. Έχοντας σπουδάσει Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και με ένα μεταπτυχιακό στην πλάτη του, κατέληξε πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης, αφού δεν έχει καταφέρει να στεριώσει σε τίποτα απ ό,τι έχει καταπιαστεί. Το 2003 έλαβε έναν έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, για το διήγημα Στιγμές, το οποίο συμπεριέλαβε στην πρώτη του εκδοτική απόπειρα, τη συλλογή διηγημάτων Κλεφτές Ματιές. Το Όσα Χωράει Μια Στιγμή είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, ενώ παράλληλα, με την ιστορία Τράπουλα Σημαδεμένη, συμμετέχει στη συλλογική έκδοση Δήγμα Γραφής: μια ντουζίνα και τρία διηγήματα...

Όσο κι αν κρατήσει αυτή η αφήγηση, στην πραγματικότητα κρατάει μόνο μια στιγμή...

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ ΚΑΝΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΚΡΥΜΜΕΝΟ. Σιωπηλά και υπομονετικά, περιμένει στο σκοτάδι. Σ' αφήνει να χτίσεις την ζωή σου, να στοιχίσεις με προσοχή τα τούβλα σου, και μετά φανερώνεται. Δίνει μία και στα γκρεμίζει όλα. Γι' αυτό και διατηρείται άφθαρτο στο χρόνο, γιατί η μοίρα του είναι στο τέλος να αποκαλυφθεί. Έτσι όπως θα αποκαλυπτόταν και το μυστικό της οικογένειάς μου. Μεγάλωσα χωρίς γονείς. Δεν ήξερα πού βρίσκονταν ή τι είχαν απογίνει. Ένας άνθρωπος μόνο ήξερε αυτό το μυστικό, και αυτή ήταν η θεία Ουρανία. Αυτή που με μεγάλωσε. Αυτή που έγινε μάνα μου, η γυναίκα του θείου Χαράλαμπου, που έγινε πατέρας μου, και η μάνα της Ναταλίας, που από ξαδέρφη έγινε αδερφή μου. Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια κατάφερε να κρύψει αυτό το μυστικό. Δεν ήταν και δύσκολο. Κάτι το σιωπηλό της χαμόγελο όποτε την ρωτούσα, κάτι η δική μου παραίτηση από ένα σημείο και μετά, άρχισε το σκοτάδι να πυκνώνει, και το μυστικό να χάνεται στο βάθος. Θα ερχόταν όμως η μέρα που θα εκπλήρωνε το σκοπό του. Τα πρώτα χρόνια, το συγκαταβατικό της βλέμμα και το 8

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ μειλίχιο χαμόγελό της με μπέρδευαν πάντα, και νόμιζα ότι είχε έρθει η στιγμή να μου μιλήσει. Όμως αυτή απλά χαμογελούσε κι έφευγε. Χωρίς να πει κάτι. Μεγαλώνοντας, αποφάσισα να αφήσω κάτω τα όπλα και να παραιτηθώ από το κυνήγι της αλήθειας. Κάθισα κάτω από το δέντρο της σιωπής, ξέροντας ότι στη σκιά του παραμόνευε και το μυστικό που με αφορούσε. Κάπως έτσι όμως, είχα αρχίσει να νιώθω ξένος. Ξένος μέσα στην ίδια την οικογένεια που με είχε μεγαλώσει. Δεν τους το εκμυστηρεύτηκα ποτέ. Αυτό θα ήταν το δικό μου μυστικό. Ζούσαμε στο κέντρο της πόλης, στο δεύτερο όροφο μιας ιδιόκτητης πολυκατοικίας. Ο πρώτος ήταν ένα οροφοδιαμέρισμα, που η θεία προόριζε για προίκα της Ναταλίας, αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, το νοίκιαζε, ενώ στο ισόγειο βρισκόταν η οικογενειακή επιχείρηση. Ένα εστιατόριο με το όνομα Ορίζοντες. Ήταν μικρό, αλλά ως ένα από τα πιο παλιά και γνωστά της πόλης, ήταν αρκετό για να μας συντηρεί αξιοπρεπώς. Η θεία Ουρανία μαγείρευε, ο θείος Χαράλαμπος είχε αναλάβει τη διαχείριση, αλλά εμένα και της Ναταλίας δεν μας ζητήθηκε ποτέ να βοηθήσουμε. Η θεία προφασιζόταν ότι είχαμε όλη τη ζωή μπροστά μας για να δουλέψουμε, αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στις ικανότητές μας. Βολεμένος με αυτή την εκδοχή, δεν επέμεινα ποτέ. Περνούσα τις περισσότερες ώρες διαβάζοντας. Όχι για το σχολείο. Δεν ήμουν καλός μαθητής. Είχα διαβάσει όμως όλη την κλασική λογοτεχνία. Όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στις πλατείες, εμένα μου κρατούσαν συντροφιά ο Βερν, ο 9

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας, ο Ντίκενς και ο Γουάιλντ. Η μοναδική γυναίκα που είχαμε επιτρέψει στην παρέα ήταν η Τζέιν Ώστιν. Τους έπαιρνα και πηγαίναμε στο παραθαλάσσιο σπίτι, αυτό που θα κληρονομούσα με την ενηλικίωσή μου. Ήταν το πατρικό σπίτι της θείας και της μητέρας μου. Έξω από την πόλη, σχεδόν απομονωμένο, διώροφο, με μια ξύλινη σοφίτα, που χρησιμοποιούσα για αναγνωστήριο όταν δεν έκανε καλό καιρό. Από το παράθυρό της, έβλεπα στο βάθος αριστερά την πόλη, ενώ λίγα χιλιόμετρα μακριά, στα δεξιά, έβλεπα το φάρο, που μου κρατούσε συντροφιά όταν έπεφτε το σκοτάδι. Πόσες φορές δεν είχαμε συνομιλήσει... Εγώ του έλεγα τα δικά μου κι αυτός, αφού με άκουγε σιωπηλός για δέκα δευτερόλεπτα, μου έστελνε τρεις λευκές αναλαμπές, για να μου δείξει ότι συμφωνούσε. Όταν οι μέρες ήταν ζεστές, καθόμουν έξω, στη βεράντα. Μια μεγάλη βεράντα με μαρμάρινα κολωνάκια και θέα στο πέλαγο. Αν στηριζόσουν στην κουπαστή κι έσκυβες, μπορούσες να δεις από κάτω τη θάλασσα. Τόσο κοντά που αν άπλωνες το χέρι σου, ίσως και να τα κατάφερνες να χαϊδέψεις τους αφρούς των μικρών κυμάτων που σμίλευαν τα ογκώδη βράχια, πάνω στα οποία ήταν χτισμένο το σπίτι. Η βεράντα αυτή έγινε σύντομα η καλύτερη μου φίλη, αφού στην πραγματικότητα ήταν το μόνο μέρος όπου δεν ένιωθα ξένος. Κάποια στιγμή, όταν εξάντλησα πλέον τους κλασικούς συγγραφείς, έβαλα στη ζωή μου αληθινούς ανθρώπους, της ηλικίας μου, που μπορεί να μην είχαν κάνει το γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, μπορεί να μην ήξεραν ποιος ήταν ο 10

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Πιπ ή ο Ντόριαν Γκρέι, ήξεραν όμως ποδόσφαιρο, κρυφτό και κυνηγητό. Όταν μεγαλώσαμε λίγο ακόμα, και η γονεϊκή άδεια κυκλοφορίας των ποδηλάτων μας κάλυπτε την απόσταση μέχρι το παραθαλάσσιο σπίτι, μαζευόμασταν στη βεράντα και καθόμασταν, συζητώντας, παίζοντας και μεγαλώνοντας. Σιγά σιγά, όσο μεγαλώναμε, άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί θα συνεχίζαμε να τα παίζουμε και μεγάλοι, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Έτσι, στο κρυφτό δεν ψάχναμε πλέον κρυψώνες για μας, αλλά για τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας, ενώ στο κυνηγητό δεν τρέχαμε για να μην μας πιάσουν, αλλά για να ξεφύγουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό και τα προβλήματα. Τέτοια παιχνίδια θα παίζαμε μετέπειτα με το Μιχάλη, το Θάνο και τη Ναταλία. Ο Μιχάλης και ο Θάνος είχαν μεγαλώσει μαζί, αλλά εγώ τους είχα γνωρίσει στο τέλος του δημοτικού, όταν με άλλαξαν τμήμα και το καινούριο μου θρανίο γειτόνευε με το δικό τους. Κάθε πρωί απλώναμε τις συζητήσεις και τα πνιχτά μας γέλια σαν μπουγάδες μεταξύ των θρανίων μας, προσπαθώντας να τα κρύψουμε από το δάσκαλο που παραμόνευε σαν μπουγαδοκλέφτης. Η Ναταλία ήταν η Τζέιν Ώστιν της παρέας. Την είχαμε υπό την προστασία μας, καθότι ήταν ένα χρόνο μικρότερη από μας, και αυτή σε αντάλλαγμα, μας έδινε συμβουλές για τις κοπέλες. Ήταν αγοροκόριτσο, ένα αγρίμι που ημέρευε μόνο ο χρόνος, αλλά ακόμα και σαν τίγρης είχε μέσα της κάτι από το νάζι της γάτας, γι' αυτό και οι συμβουλές της αποδεικνύονταν πάντα σωστές. Κάπως έτσι θα συμβούλευε κι εμένα όταν θα έμπαινε 11

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ στη ζωή μας η Έλλη, στα δεκαπέντε μου χρόνια. Ο μόνος που την ήξερε από πριν ήταν ο Θάνος, μια και οι γονείς τους ήταν οικογενειακοί φίλοι από το παρελθόν. Θα μετακόμιζαν στην πόλη μας λόγω της μετάθεσής του πατέρα της, που ήταν διευθυντής σε τράπεζα, και τελικά θα νοίκιαζαν το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Ήταν η πρώτη φορά που μου πέρασε από το μυαλό ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο. Ήταν μια ψηλή και αδύνατη κοπέλα με μαύρα μαλλιά, ίσια και μακριά. Τα μάτια της ήταν επίσης μαύρα, ενώ το βλέμμα που ξεχείλιζε από μέσα τους εκφραστικό και ανήσυχο. Κομψή και γοητευτική, φάνηκε να μου αρέσει από το πρώτο κιόλας βλέμμα που ανταλλάξαμε. «Ελάτε, πάμε να σας δείξω το διαμέρισμα», είπε η θεία μου και σηκώθηκε, αφού πρώτα τους είχε κεράσει καφέ και τα μπισκότα που είχε φτιάξει η Ναταλία. Την ακολουθήσαμε όλοι μέχρι τον πρώτο όροφο. Ξεκλείδωσε την εξώπορτα του διαμερίσματος και μπήκαμε σε ένα φωτεινό σπίτι που καμία σχέση δεν είχε με τα υπόλοιπα «βρωμερά διαμερίσματα της πόλης», όπως είπε και η μητέρα της Έλλης. Ανοίξαμε όλα τα παράθυρα και μια υπέροχη δροσιά κατέκλυσε το χώρο. Όσο οι δύο γυναίκες έβλεπαν το διαμέρισμα, εγώ με την Ναταλία και την Έλλη καθόμασταν όρθιοι στο χωλ του διαμερίσματος, προσπαθώντας να σπάσουμε τον πάγο, μέχρι που η φωνή της θείας μου διέκοψε τη συζήτηση που δεν είχε προλάβει να αρχίσει. «Ναταλία, σε παρακαλώ, πήγαινε επάνω να μου φέρεις τη μεζούρα». 12

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Η Ναταλία μας κοίταξε και με ένα απολογητικό νεύμα Με συγχωρείτε, βγήκε από το διαμέρισμα κι ανέβηκε τις σκάλες. Η Έλλη με κοίταξε αμήχανη. «Ήρθε η ώρα της μεζούρας...» Και όταν έδειξα ότι δεν κατάλαβα, συνέχισε: «Έχουμε ένα ψυγείο αρκετά μεγάλο και θέλει να βεβαιωθεί ότι χωράει στην κουζίνα. Δυο τρία άλλα σπίτια που κοιτάξαμε τα απέρριψε επειδή δεν υπήρχε αρκετός χώρος». Χαμογέλασα, και αφού δεν έβρισκα κάτι για να συνεχίσω τη συζήτηση, μείναμε κολλημένοι στο πικρόμελο της αμηχανίας. «Ο Θάνος μου έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για όλη την παρέα, αλλά ειδικά εσένα σε έχει ξεχωρίσει. Νομίζω ότι, πέρα απ' το ότι είστε φίλοι, σε θαυμάζει κιόλας». Χαμογέλασα, αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα. Χιλιάδες σκέψεις για πράγματα που θα μπορούσα να πω περνούσαν από το μυαλό μου, αλλά καμία δεν έπεφτε στο στόμα. Το πόσο μαμούχαλος φαινόμουν στα μάτια της εκείνη την ώρα είναι κάτι που απέφυγα να σκεφτώ και τότε και τώρα. «Πάντως, ακόμα και αν δεν πιάσουμε το διαμέρισμα, χρειάζομαι καινούριους φίλους τώρα που θα μετακομίσουμε εδώ, οπότε μάλλον θα τα λέμε συχνά». Δεν ήξερα αν περίμενε απάντηση, αλλά ούτε τότε της έκανα τη χάρη. Το μόνο που πήρε ήταν μερικές κλεφτές ματιές και δυο αμήχανα χαμόγελα. Ήμουν γενναιόδωρος, τρομάρα μου. Ευτυχώς, γρήγορα φάνηκε ξανά η Ναταλία. Μας 13

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ προσπέρασε γρήγορα, με τη μεζούρα στα χέρια, και επέστρεψε μετά από δύο λεπτά με τα ευχάριστα νέα. «Απ ότι κατάλαβα, μάλλον θα το νοικιάσετε το διαμέρισμα». «Θα χωράει το ψυγείο, φαίνεται», αστειεύτηκε η Έλλη και χαμογέλασε. Ανταποκρίθηκα στο αστείο της, αλλά η Ναταλία μας κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει, μέχρι που της εξήγησα. Όταν το ψυγείο έφτασε στο διαμέρισμα, όλοι εκπλαγήκαμε. Ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο, μια ντουλάπα με ψυκτικό μηχανισμό. Ήταν το δώρο του θείου της Έλλης για το γάμο των γονιών της. Δεκάξι χρονών ψυγείο, αλλά δούλευε σαν καινούριο, και αφού χωρούσε τα ψώνια ενός ολόκληρου μήνα, είχε γίνει κι αυτό μέλος της οικογένειας. Δεν τους έκανε καρδιά να το αποχωριστούν. Για να διαπιστώσουμε πόσο μεγάλο ήταν, μπήκαμε οι ίδιοι μέσα ένας ένας, εκτός από το Θάνο, ο οποίος μάλλον φοβόταν, αλλά περίτεχνα δικαιολογήθηκε πως ήμασταν αρκετά μεγάλοι για τέτοιες βλακείες. Με τη σιγουριά που μου δίνει τώρα ο χρόνος, μπορώ να πω ότι σ' εκείνο το ψυγείο οφείλω όλη την πορεία της ζωής μου... Καθώς περνούσαν οι μέρες, καταλάβαινα ότι την είχα πατήσει άσχημα με εκείνη την κοπέλα. Πρώτη φορά που ένιωθα κάτι τέτοιο, ήμουν και μπουνταλάς από τη φύση μου, ήταν κι αυτή ερωτεύσιμη, δεν ήθελε πολύ το πράγμα. Όταν γνώρισε το Μιχάλη, άρχισα να ζηλεύω. Ήξερα 14

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ότι ο Μιχάλης είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο με τις κοπέλες, ενώ εγώ, όσα κι αν μου είχε πει ο Ντίκενς για την Εστέλλα ή η Τζέιν Ώστιν για την Ελίζαμπεθ, δεν ένιωθα αρκετά δυνατός στη διεκδίκηση του κάστρου της Έλλης. Κι έτσι, γεννημένος ηττοπαθής, παραιτήθηκα εξαρχής. Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε όλοι μαζί στο παραθαλάσσιο σπίτι, ενώ αυτός προσφέρθηκε αυθαίρετα να την ξεναγήσει, εγώ κάθισα άπραγος, αντιμέτωπος με το απορημένο της βλέμμα. Ανακατεύτηκε η ζήλεια με ντροπή, έριξε και η δειλία μερικές σταγόνες στο μείγμα, και όσο κι αν έγινε πικρό, εγώ το ήπια. Αυτό που 'ναι να 'ρθει 'θε να 'ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει, πίστευα. Και πρόκοψα. Ευτυχώς, την έβλεπα αρκετά συχνά, αφού πολλές φορές ανέβαινε στο σπίτι μας και καθόταν με τη Ναταλία στο δωμάτιό της. Ενώ αυτές τα λέγανε σαν δυο καλές φίλες, εγώ, έχοντας ήδη ακούσει τη φωνή της, χτυπούσα την πόρτα και δήθεν ξαφνιαζόμουν που δεν έβρισκα την ξαδέρφη μου μόνη της. Τις περισσότερες φορές με καλούσαν να καθίσω μαζί τους. Πάντα το έκανα, αλλά κάποιες φορές, για να κρατήσω χαρακτήρα, προσποιούμουν πως τάχα είχα δουλειά. Κάπως έτσι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα με την Έλλη και κάπου τότε άρχισα να παρατηρώ ότι τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν συχνά. Στεκόμουν μπροστά από το γραφείο του υπεύθυνου δανεισμού της βιβλιοθήκης. Του είχα δώσει το βιβλίο που επέστρεφα μαζί με τη δανειστική μου κάρτα και αυτός, χωρίς να πει οτιδήποτε, άνοιξε το βιβλίο με τις καταχωρήσεις των 15

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ δανεισμών και άρχισε να ψάχνει. Καθώς τον κοιτούσα, μου ήρθε η ανάγκη να γελάσω, ανάγκη που ένιωθα κάθε φορά που παρατηρούσα τον τρόπο που λειτουργούσε αυτός ο άνθρωπος. Οι κινήσεις του ήταν αργές, βασανιστικά αργές, σαν να ήθελε όπως όπως να γεμίσει τις κενές ώρες που περνούσε εκεί μέσα. Δεν πήγαινε κατευθείαν στην ημερομηνία που έγραφε η κάρτα δανεισμού. Ξεκινούσε με τις καταχωρίσεις των δεκαπέντε προηγούμενων ημερών και κατέβαινε μια γραμμή το λεπτό, μέχρι να φτάσει στη σωστή ημερομηνία. Μετά άνοιγε το συρτάρι του, έβγαζε ένα στυλό, σημείωνε αργά αργά αυτά που έπρεπε, έβαζε πάλι το στυλό στο συρτάρι, το έκλεινε, ξανακοιτούσε όσα είχε γράψει, μήπως έβρισκε κανένα φοβερό λάθος, και μόλις επιβεβαίωνε ότι είχε αποτρέψει σαν υπερήρωας την καταστροφή του κόσμου, μου έδινε πίσω την κάρτα. Με δυσκολία συγκράτησα τα γέλια μου, όταν με κοίταξε μέσα από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας και ανοιγόκλεισε τα μάτια του που έμοιαζαν έτοιμα να αυτονομηθούν. «Είμαστε εντάξει». Εγώ ναι, αλλά για εσάς δεν ορκίζομαι, σκέφτηκα να του πω. Πήρα πίσω την ταυτότητα και προχώρησα προς τις τεράστιες βιβλιοθήκες, σε αναζήτηση κάποιου άλλου βιβλίου, παρόλο που γνώριζα εκ των προτέρων ότι η νέα καταχώριση για δανεισμό ήταν ακόμα πιο χρονοβόρα, αφού έπρεπε να γράψει και τον τίτλο του βιβλίου και το όνομα του δανειστή. Πήγα πρώτα στο τμήμα της κλασικής λογοτεχνίας, πέρασα στα ιστορικά μυθιστορήματα, μέχρι που έφτασα στις πιο πρόσφατες εκδόσεις. 16

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Καθώς ξεφύλλιζα το μοναδικό βιβλίο που μου είχε φανεί ενδιαφέρον, άκουσα μια φωνή να μου ψιθυρίζει: «Μήπως μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» Η Έλλη με κοιτούσε χαμογελαστή. «Έλλη!» αναφώνησα. «Πώς από 'δω;» «Ε, αφού δεν κάνω τίποτα όλη μέρα μέχρι να αρχίσουν τα σχολεία, σκέφτηκα να έρθω να πάρω κανένα βιβλίο», μου απάντησε χαμηλόφωνα. Κοίταξα τον τίτλο του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια της. Στην αγκαλιά του ορίζοντα. Τ όνομα του συγγραφέα μου ήταν άγνωστο. «Έχεις ακούσει αν είναι καλό;» την ρώτησα. «Όχι, αλλά μ αρέσει ο τίτλος του». «Χμ, να μην τους εμπιστεύεσαι τους ωραίους τίτλους. Γι αυτό τους βάζουν, για να σε δελεάζουν. Το ίδιο και τα ωραία εξώφυλλα». «Δηλαδή έπεσα σε παγίδα;» «Πολύ πιθανό». Η Έλλη από τη μία χαμογελούσε και από την άλλη κοιτούσε το βιβλίο, σαν να αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Τελικά, αποφάσισε να το πάρει. «Πού να τρέχω τώρα πίσω στο ράφι που το πήρα; Δεν θυμάμαι και πού είναι...» «Καλά, μόλις γνωρίσεις αυτόν που δουλεύει εδώ, θα μετανιώσεις που δεν γύρισες πίσω». «Γιατί;» Δεν της είπα τίποτα παραπάνω. Την οδήγησα απλά στον υπεύθυνο δανεισμού. Αφού συμπλήρωσε την κάρτα με τα στοιχεία της, του την έδωσε πίσω, μαζί με το βιβλίο. Αυτός σήκωσε το βλέμμα του, το έσυρε μέχρι την Έλλη, ξεκρέμασε το χέρι 17

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ του, έπιασε το βιβλίο καταχωρήσεων των δανεισμών, το άνοιξε, πέρασε μία μία τις σελίδες μέχρι να φτάσει στη σωστή, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το στυλό του και άρχισε να γράφει. Έβαλε το στυλό πίσω στο συρτάρι, έκλεισε το συρτάρι, πήρε το βιβλίο, το έτεινε στην Έλλη και με βασάνισε άλλη μια φορά κοιτάζοντάς με με τα μεγάλα μάτια της μύγας που είχε. «Εσείς θα πάρετε κάποιο άλλο βιβλίο;» με ρώτησε. «Μπα, με έχουν καλέσει σ' ένα τραπέζι το βράδυ και δεν θέλω να το χάσω...», απάντησα σίγουρος ότι δεν θα καταλάβαινε την ειρωνεία μου. «Δεκαπέντε μέρες μπορείτε να το κρατήσετε το βιβλίο». «Ναι, το ξέρω. Δεν πειράζει, άλλη φορά. Γεια σας», απάντησα και άρχισα με την Έλλη να τρέχω βιαστικά προς την έξοδο. Μόλις βγήκαμε έξω, ξεσπάσαμε σε γέλια. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε να δανειζόμαστε τακτικά δυο τρία βιβλία, κι ας μην είχαμε σκοπό να τα διαβάζουμε, μόνο και μόνο για να απολαμβάνουμε το κωμικό μονόπρακτο αυτού του ανθρώπου. Αρχίσαμε να περπατάμε στην πόλη συζητώντας, παίρνοντας τη διαδρομή που έπρεπε να κάνει κανείς για να δει τα πιο όμορφα σημεία της. Μιλήσαμε για διάφορα θέματα, για τη ζωή της πριν τη μετακόμιση, για το παλιό της σχολείο, τους φίλους που είχε αφήσει, το Θάνο, την οικογένεια που με μεγάλωνε, τη Ναταλία, το Μιχάλη, το σπίτι στη θάλασσα και άλλα πολλά που δεν συγκράτησα, αφού, όταν μου μιλούσε, εγώ πρόσεχα περισσότερο την ομορφιά της παρά τα λόγια της. 18

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Μπορεί να ήμουν άβγαλτος στη ζωή, μπορεί οι περισσότερες εμπειρίες μου να εξαντλούνταν σε περίτεχνες περιγραφές συγγραφέων, αλλά μπορούσα να καταλάβω ότι κάτι υπήρχε μεταξύ μας. Μια ιδιαίτερη χημεία, που αποκλείεται να μην ένιωθε κι εκείνη. «Περνάω πολύ ωραία μαζί σου», της είπα ξαφνικά. Εκείνη δεν είπε τίποτα, αλλά μ αγκάλιασε. Αναρωτήθηκα αν η στιγμή ήταν αρκετά δυνατή για να σηκώσει ένα φιλί. Το 'φερα από εδώ, το 'φερα από εκεί, αλλά τελικά δίστασα, και η φλογερή μου σκέψη έσβησε στο μυαλό, όπως το τσιγάρο που πέφτει στο νερό. Δεν μείναμε πολλή ώρα έτσι. Άλλωστε, οι όμορφες στιγμές πρέπει να κρατάνε λίγο, για να μην προλαβαίνει να εκτονωθεί η φλόγα τους, όπως θα μου έλεγε κάποια στιγμή η Έλλη. Όταν πια τα σώματά μας απομακρύνθηκαν, πήγαμε και καθίσαμε σ ένα παγκάκι που έβλεπε στο λιμάνι, λίγα μέτρα μακριά από τη θάλασσα. Ήμασταν δίπλα δίπλα, αλλά μας χώριζε ακόμα η σιωπή. «Αλήθεια, οι γονείς σου πού βρίσκονται;» με ρώτησε διστακτικά, και μόλις είδε τα σύννεφα να μαζεύονται στο πρόσωπό μου, έσπευσε να τους ανοίξει τρύπα για μια ηλιαχτίδα: «Αν βέβαια θες να μου πεις...» Την κοίταξα συγκαταβατικά. «Ούτως ή άλλως, δεν έχω κάτι συγκεκριμένο να σου απαντήσω. Ό,τι ξέρεις εσύ για τους γονείς μου, ξέρω κι εγώ». «Τι εννοείς;» Ήξερε τι εννοούσα, αλλά έπαιζε ένα μικρό θέατρο. Η 19

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ ίδια θα μου το εξομολογούσε κάποια στιγμή αργότερα, ότι δηλαδή είχε ήδη κάνει αυτή την ερώτηση και στη Ναταλία. Η απάντηση όμως που είχε πάρει, για αυτό το μεγάλο μυστικό που γνώριζε μόνο η θεία Ουρανία, της είχε ακουστεί τόσο απίστευτη, που είχε αποφασίσει να ρωτήσει και εμένα προσωπικά. «Σου λείπουνε;» «Μπα... Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν να μου λείπουν δυο άνθρωποι που δεν γνώρισα ποτέ. Αυτό που μου λείπει είναι η αλήθεια για το τι απέγιναν. Αν ήξερα ότι ζουν, θα τους αναζητούσα. Αν ήξερα ότι έχουν πεθάνει, θα άναβα ένα κερί γι αυτούς. Όμως, η θεία μου επιμένει να μην μου λέει τίποτα». «Και το μόνο που έχεις απ' αυτούς είναι το σπίτι στη θάλασσα;» «Κι ένας τραπεζικός λογαριασμός, στον οποίο η θεία εξακολουθεί να καταθέτει κάποια χρήματα κάθε μήνα. Είναι για το μέλλον μου, λέει». «Γιατί δεν πας να μείνεις εκεί, στο σπίτι;» «Μόνος μου; Δεν μπορώ όσο ακόμα πηγαίνω σχολείο. Μόλις κλείσω τα δεκαοχτώ όμως, θα το κάνω, το 'χω βάλει σκοπό», είπα βάζοντας τελεία σε αυτό το θέμα. Συνεχίσαμε να καθόμαστε σ εκείνο το παγκάκι και να κοιτάμε τα καράβια. Θα ταν καμιά εικοσαριά πλοία αραγμένα στο λιμάνι εκείνη την ημέρα. Δεκάδες λιμενεργάτες πηγαινοέρχονταν, καΐκια μπαινόβγαιναν, άγκυρες ανεβοκατέβαιναν, και οι γλάροι από ψηλά έκραζαν, σαν να ήταν αυτοί που καθοδηγούσαν όλη την κίνηση. «Πόσα ταξίδια να έχουν κάνει αυτά τα καράβια...» 20

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ αναρωτήθηκε. Κούνησα το κεφάλι μου για να δείξω ότι συμμεριζόμουν την απορία της. «Μου 'χει περάσει απ' το μυαλό να γίνω καπετάνιος. Κάνεις τόσα ταξίδια, γνωρίζεις άλλους πολιτισμούς, συναντάς ανθρώπους με παράξενες ιστορίες... Εκτός κι αν δεν είναι έτσι όπως τα περιγράφει ο Καρκαβίτσας». Αυτός ήταν πάντα ο φόβος μου, ότι τα βιβλία μού είχαν μάθει μια ζωή που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα. «Κι εγώ θα μπορούσα να είμαι υπάλληλος σ ένα προξενείο, σε κάποιο μακρινό λιμάνι, όπου θα ερχόσουν για να σφραγίσω το διαβατήριό σου. Και, αφού σάλπαρες από εκεί, θα μετρούσα τις ώρες, μέχρι να δω ξανά το πλοίο σου να δένει στο λιμάνι». Εκείνη η χημική έλξη που είχα νιώσει νωρίτερα ήταν όντως εκεί, έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μου, σαν μια χημική αντίδραση που προκαλεί ανάφλεξη σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα. Πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον και αισθάνθηκα τους άτακτους χτύπους της καρδιάς της. Ή μήπως ήταν οι δικοί μου; Ή μήπως, οι καρδιές μας είχαν ήδη ενωθεί και χτυπούσαν πια σαν μία; Δεν αργήσαμε να αγγίξουμε τα χείλη μας και να δοκιμάσουμε τη γεύση του πρώτου μας φιλιού, μια γεύση που με είχε μεθύσει, πριν καν την γευτώ. Και πάλι όμως δεν αφήσαμε τη φλόγα να εκτονωθεί. Κοιταχτήκαμε χαμογελαστοί, αμίλητοι και αμήχανοι. «Θυμήθηκα ένα κομμάτι από ένα ποίημα που έχω διαβάσει: καθένας σκοτώνει αυτό που αγαπάει, κι ας ακουστεί αυτό απ' όλους, κάποιοι το κάνουν με βλέμμα φαρμακερό, κι άλλοι 21

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ με κολακεία, ο δειλός το κάνει με φιλί, και ο γενναίος με σπαθί *». Η Έλλη σούφρωσε τα φρύδια της και χαμογέλασε. «Μας αποκαλείς δειλούς;» Όχι. Δεν ήταν αυτό. Δεν ήξερα πώς μου είχε έρθει. Όταν όμως, μερικά χρόνια αργότερα, θα της επαναλάμβανα έναν από τους παραπάνω στίχους, τότε θα καταλάβαινα. Ήταν κάτι σαν προαίσθημα, ένα προαίσθημα που ίσως από λάθος είχε βγει στην επιφάνεια πολύ νωρίς. Η Ναταλία ήταν το πρώτο και το μοναδικό άτομο, για αρκετό καιρό, που θα μάθαινε τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα. Είχε χαρεί πολύ τόσο για μένα όσο και για την Έλλη. Εμένα με αγαπούσε σαν αδερφό της και την Έλλη την ένιωθε ήδη σαν καλή της φίλη. Λίγες μέρες αργότερα, μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο σπίτι στη θάλασσα. Ζευγάρι πλέον εγώ με την Έλλη, προσπαθούσαμε και καταφέρναμε να το κρύβουμε καλά από το Μιχάλη και το Θάνο, αφήνοντας το Μιχάλη να εκτίθεται κάθε φορά, προσπαθώντας να εντυπωσιάσει την Έλλη. Ο Θάνος είχε φέρει την καινούρια του φωτογραφική μηχανή. Του την είχε κάνει δώρο ο πατέρας του, που σαν φωτογράφος, ήθελε ο γιος του να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. «Λοιπόν, άντε, στηθείτε να βγάλουμε όλοι μαζί μια φωτογραφία», είπε και σηκώθηκε. Ακούμπησε τη μηχανή στο τραπέζι, ρύθμισε κάτι κουμπάκια και ήρθε μαζί μας. Το κλικ θα αποτύπωνε μια αστεία γκριμάτσα του Θάνου, το γέλιο της Ναταλίας για την γκριμάτσα του, το Μιχάλη να *από το ποίημα του Oscar Wilde «Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ» (The ballad of Reading gaol) 22

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ κοιτάει την Έλλη, που κοιτούσε εμένα, που ήμουν ο μόνος που κοιτούσε το φακό. Όταν θα την έβλεπα τυπωμένη, αρκετά χρόνια αργότερα, θα μου έκανε εντύπωση πόση ειρωνεία έκρυβε εκείνη η φωτογραφία.. Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Είχαμε μεγαλώσει, σαν οπωρικά που είχαν φτιάξει το χρώμα τους, είχαν μαλακώσει και ήταν έτοιμα να πέσουν από το δέντρο της ζωής. Μόνο που εμείς, αντί να πέσουμε, κρατηθήκαμε πιο γερά. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε προς την κορυφή, όπως μας είχαν μάθει ότι είναι το σωστό. Είχαμε όλοι τελειώσει το σχολείο, εκτός από τη Ναταλία που ήταν τελειόφοιτη. Ο Θάνος είχε αποφασίσει τελικά να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Είχε ξεκινήσει να παρακολουθεί μαθήματα σε μια ιδιωτική σχολή, ενώ τα απογεύματα τα περνούσε στο φωτογραφείο βλέποντας στην πράξη αυτά που μάθαινε. Έχοντας αθετήσει αυτά που μας έλεγε πάντα, ο Μιχάλης παρέμεινε στην Ελλάδα και τελικά πέρασε στο Πολυτεχνείο της πόλης μας, στη σχολή Μηχανολόγων Μηχανικών. Η Έλλη είχε μπει στη Φιλοσοφική όπως πάντα ήθελε, Συνεχίζαμε τη σχέση μας, έχοντας και οι ίδιοι εκπλαγεί από το πόσο ωραία περνούσαμε ακόμα, μετά από τρία χρόνια. Ωστόσο, η σχέση αυτή δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, καθότι 23

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ η Έλλη φοβόταν να κάνει το μεγάλο βήμα, αλλά ήξερα ότι σύντομα θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή και γι' αυτό. Όσο για μένα, τα δύο πράγματα που είχα σημειώσει στο τετράδιο με τα μελλοντικά μου σχέδια ήταν να μετακομίσω στο σπίτι στη θάλασσα και να ανοίξω ένα βιβλιοπωλείο. Αυτό είχα αποφασίσει ότι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Θα αξιοποιούσα έτσι τα λεφτά του λογαριασμού, αλλά και τις γνώσεις που είχα αποκτήσει τόσα χρόνια μέσα στα βιβλία. Δεν είχα κάνει ακόμα κάποια προσπάθεια να βρω χώρο ή να ψάξω για τα διαδικαστικά, αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να ξεκινήσω από χρονιά, αφού περίμενα πρώτα την ενηλικίωσή μου, που θα ερχόταν τέσσερις μέρες πριν απ' τα Χριστούγεννα. Ένα πρωινό στις αρχές Δεκεμβρίου, η θεία μου με φώναξε στην κουζίνα. «Αγόρι μου, θα πας επάνω στην αποθήκη να κατεβάσεις τα στολίδια; Ο θείος σου έχει πάει να αγοράσει δέντρο». Με χαμόγελο, πήρα τα κλειδιά της αποθήκης, ανέβηκα τις σκάλες, ξεκλείδωσα και βρέθηκα μπροστά στη μεγάλη αμαρτία της θείας μου. Ένα δωμάτιο με δεκάδες κούτες, άχρηστα αντικείμενα, χαλασμένα παλιά πράγματα, πεταμένα χαρτιά, όλα σκεπασμένα από ένα μέτρο σκόνη. Χμ, κακώς που δεν την ρώτησα πού είναι. Άρχισα να περπατάω ανάμεσα στα πράγματα, προσπαθώντας να δω κάποιο σημάδι που θα με οδηγούσε στη σωστή κούτα. Μετά από έναν πλήρη γύρο, κοντοστάθηκα ξανά στην είσοδο, κοίταξα ψηλά στα ράφια και τότε είδα κάτι 24

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ να ελκύει την προσοχή μου. Ήταν ένα μικρό κουτί από σκούρο, λουστραρισμένο ξύλο. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αντικείμενα εκεί μέσα, αυτό δεν ήταν καλυμμένο από σκόνη. Περίεργος για το περιεχόμενό του, το άνοιξα χωρίς δεύτερη σκέψη. Βρήκα μέσα τέσσερις φωτογραφίες κι ένα βιβλιάριο τράπεζας. Κοίταξα τις φωτογραφίες. Στην πρώτη, απεικονίζονταν δύο νεαρές γυναίκες. Η μία, θα ορκιζόμουν ότι ήταν η θεία Ουρανία στα νιάτα της, αλλά την άλλη δεν την γνώριζα. Στη δεύτερη φωτογραφία ήταν η προηγούμενη άγνωστη γυναίκα μ ένα νυφικό, ενώ ένας κοκκινομάλλης άντρας με μαύρο κοστούμι στεκόταν όρθιος δίπλα της. Στην τρίτη, ήταν το προηγούμενο ζευγάρι, αλλά μαζί μ ένα μωρό αυτή τη φορά, που καθόταν στην αγκαλιά του άντρα. Στην τελευταία φωτογραφία είδα πάλι την προηγούμενη οικογένεια, αλλά μ ένα διαφορετικό μωρό στην αγκαλιά της γυναίκας τώρα κι ένα νεαρό παιδί δίπλα στον άντρα. Κατάλαβα ότι αυτά τα άτομα, αν και σίγουρα δεν τα είχα ξαναδεί, μου ήταν οικεία. Μια παράξενη και παράδοξη σκέψη πέρασε ξυστά από το μυαλό μου, ενώ μια δεύτερη καρφώθηκε στο κέντρο. Άρπαξα το κουτί και τις φωτογραφίες και κατέβηκα στην κουζίνα τρέχοντας. Στη θέα του κουτιού, το βλέμμα της θείας μου άλλαξε. «Θεία, ποιοι είναι αυτοί;» την ρώτησα αυστηρά. Πήγε να μιλήσει, αλλά την πρόλαβα: «Οι γονείς μου δεν είναι;» Με κοίταξε έκπληκτη για το ύφος που είχα πάρει. Δεν πρέπει να με είχε ξαναδεί τόσο αναστατωμένο ούτε εγώ τον 25

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ εαυτό μου. Δεν περίμενα να ακούσω την απάντησή της, μάλλον επειδή ένιωθα ήδη ότι την ήξερα. Άρχισα, χωρίς λόγο, να τρέχω για να φύγω, παίρνοντας μαζί μου το κουτί. Ήθελα να βρεθώ στο σπίτι στη θάλασσα, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο αν γινόταν, ώστε να μην δει η θεία μου τα δάκρυα που ετοιμάζονταν να ξεχυθούν στα μάγουλά μου. Βγαίνοντας από την πολυκατοικία, έπεσα πάνω στην Έλλη. Το αρχικό χαμόγελό της έσβησε στη θέα των βουρκωμένων μου ματιών. Δεν της μίλησα καν, μόνο την κοίταξα στιγμιαία, και απομακρύνθηκα προς το ποδήλατό μου, ενώ την άκουγα να φωνάζει τ όνομά μου. Ούτε εκείνη ήθελα να δει τα δάκρυά μου. Λίγα λεπτά αργότερα, κάνοντας πετάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσα, παρά το απάνθρωπο κρύο που με μαχαίρωνε ως το κόκκαλο, έφτασα στο καταφύγιό μου. Ανέβηκα τρέχοντας στη σοφίτα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Σιγά σιγά, άρχισα να νιώθω καλύτερα. Άνοιξα το κουτί και κοίταξα άλλη μια φορά την τέταρτη φωτογραφία, αυτή με την οικογένεια που ένιωθα οικεία. Τη δική μου οικογένεια. Εστίασα το βλέμμα μου στο μικρότερο παιδί. Ήμουν εγώ στην αγκαλιά της μητέρας μου. Ακόμα και τώρα θυμάμαι εκείνο το παράξενο συναίσθημα που ένιωσα κοιτάζοντας τη φωτογραφία. Δίπλα μου, όρθιο, ένα ψηλό κοντοκουρεμένο αγόρι. Δεν μου είχε περάσει ποτέ απ' το μυαλό ότι μπορεί να είχα αδέρφια. Δεξιά, ήταν ο πατέρας μου. Ένας αγριωπός, κοκκινομάλλης άντρας με βλέμμα βλοσυρό. Στ αριστερά του, η μητέρα μου, μια όμορφη γυναίκα με μακριά, μαύρα μαλλιά. 26

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Τι όμορφη που είναι, σκέφτηκα, αλλά η σκέψη μου κόλλησε στο χρόνο του ρήματος. Είναι; Ήταν; Κοίταξα το βιβλιάριο της τράπεζας. Ανοίγοντάς το και φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, έμεινα έκπληκτος αντικρίζοντας το μεγάλο χρηματικό ποσό που αναγραφόταν ως νέο υπόλοιπο. Αυτά τα λεφτά ήταν πολύ παραπάνω από αυτά που χρειαζόμουν για να ανοίξω το βιβλιοπωλείο. Πού τα έβρισκε η θεία μου τόσα λεφτά κάθε μήνα; Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι, και απ' το παράθυρο κοίταξα το φάρο, για να του πω τα νέα μου. Όμως ήταν ακόμα μέρα, οπότε και να με άκουγε, δεν μπορούσε να μου απαντήσει με τις τρεις αναλαμπές του, όπως έκανε τα βράδια. Παρέμεινα σιωπηλός. Έστρεψα το βλέμμα μου στη θάλασσα, που έμοιαζε με γαλάζιο χαρτόνι, ατάραχη και ακίνητη. Έκανα βάρκες τις παράξενες σκέψεις που στροβίλιζαν το μυαλό μου και τις πέταξα μέσα της, μπας και την τρικυμίσουν λίγο, να αποκτήσει μια ένταση, να νιώσει κι αυτή λίγο την άταχτη καρδιά μου. Πώς να τους έλεγαν; Τι άνθρωποι να ήταν; Τι να απέγιναν; Είδα αυτές τις απορίες σαν νησιά και ακρωτήρια, και τις σκέψεις μου βάρκες να πλέουν γύρω τους, χωρίς να ξέρουν πού να πρωτοαράξουν. Μέχρι να μάθω την αλήθεια, μέχρι να αποκαλυφθεί πλήρως το μυστικό που είχε ξεκαμπίσει απ' το σκοτάδι, αυτές οι βάρκες μόνο αρόδου μπορούσαν να αγκυροβολήσουν. «Βασίλη, ξύπνα», άκουσα μια φωνή να λέει. Προσπάθησα ν ανοίξω τα μάτια μου, αλλά μάταια. Ο 27

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ μεσημεριανός ύπνος με νάρκωνε πάντα. «Η μητέρα μου ανησύχησε και μ έστειλε να δω τι συμβαίνει», εξήγησε η Ναταλία. Μόλις κατάφερα να τα ανοίξω, την κοίταξα και την αγκάλιασα σφιχτά, σαν να 'χα ναυαγήσει για χρόνια σε εκείνη τη σοφίτα και η Ναταλία να ήταν ο διασώστης. Χωρίς να της πω τίποτα, κοίταξα το τραπεζάκι δίπλα μου. Το ξύλινο κουτί βρισκόταν ακόμα εκεί. Ώστε δεν ήταν όνειρο. Πήρα τη φωτογραφία με την τετραμελή οικογένεια και της την έδειξα. «Αυτή είναι η οικογένεια μου, Ναταλία. Αυτό το ζευγάρι είναι η θεία και ο θείος σου, το μωρό είμαι εγώ και το αγοράκι δίπλα μου προφανώς είναι ο αδελφός μου. Ο ξάδερφός σου». Η Ναταλία πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της και την κοίταξε με το ίδιο βλέμμα που την είχα πρωτοαντικρίσει κι εγώ. «Τι όμορφη που είναι η μητέρα σου!» Την κοίταξα και αναρωτήθηκα ξανά: «Είναι ή ήταν;» «Δεν ξέρω, δυστυχώς. Η μητέρα μου ήθελε να μιλήσει πρώτα σε σένα, οπότε σήκω και πάμε σπίτι Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια». Όταν φτάσαμε, είχε ήδη νυχτώσει. Η θεία μας περίμενε στο σαλόνι. «Βασίλη, αγόρι μου, ανησύχησα!» είπε και μ έριξε στην αγκαλιά της. Σε εκείνη την αγκαλιά δεν ήμουν μόνος μου. Είχε χωρέσει μαζί με μένα και τις τύψεις που έκρυβε γι' αυτό το μυστικό που είχε κρατήσει επτασφράγιστο τόσα χρόνια. 28

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ «Θα σου την πω όλη την ιστορία...» Πήρε στα χέρια της το κουτί και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Την ακολούθησα. Ήξερα ότι αυτή η συζήτηση έπρεπε να γίνει μόνο μεταξύ μας. «Σε παρακαλώ, αγόρι μου, κλείσε την πόρτα». Κάθισε στο τραπέζι και με περίμενε να καθίσω απέναντί της. Άνοιξε το κουτί κι έβγαλε έξω όλα τα περιεχόμενά του, τις τέσσερις φωτογραφίες και το βιβλιάριο της τράπεζας, παρατάσσοντάς τα με σειρά επάνω στο τραπέζι. Πήρε τη φωτογραφία όπου ήταν μόνο οι γονείς μου, λίγο μετά το γάμο τους. «Αυτοί οι δύο, όπως το κατάλαβες και μόνος σου, είναι οι γονείς σου. Η μητέρα σου, η Πηνελόπη, και ο πατέρας σου, ο Ρόμπερτ. Δεν ξέρω αν το κατάλαβες ήδη -από τα χαρακτηριστικά του-, αλλά δεν ήταν Έλληνας. Ήταν Άγγλος». Εξεπλάγην, αλλά όχι επειδή είχα μάθει ότι ήμουν Άγγλος κατά το ήμισυ. Η έκπληξή μου είχε να κάνει με το χρόνο του ρήματος που είχε χρησιμοποιήσει. Ήταν. Χωρίς να σταματήσει, πήρε στα χέρια την επόμενη φωτογραφία και συνέχισε την ιστορία της ή μάλλον, την ιστορία μου. «Είμαι σίγουρη ότι το χεις καταλάβει ήδη και αυτό, αλλά, όπως και να χει, αυτό το μωρό είναι ο αδερφός σου, ο Παύλος, μερικούς μήνες μετά τη γέννησή του», είπε και μου έδειξε τη φωτογραφία. Άφησε κι εκείνη την φωτογραφία για να πάρει αυτήν όπου ήμασταν και οι τέσσερις. Σ αυτήν, κοντοστάθηκε λίγο χωρίς να μιλήσει. Μονάχα την κοιτούσε. «Θεία». 29

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ «Ναι», έκανε αυτή και ξερόβηξε. «Εδώ, αγόρι μου, είσαστε όλοι μαζί, ένα μήνα αφότου γεννήθηκες εσύ. Ο Παύλος είναι δεκατριών χρονών». Στη φωνή της διέκρινα μια συγκίνηση, μια νοσταλγία. Ίσως και έναν πόνο. Δεν χρειαζόταν πολύ για να καταλάβω τι είχαν απογίνει οι δικοί μου. Ήθελα όμως να ρωτήσω, απλώς για να μη μείνω με τις υποψίες, έστω για την τελευταία ελπίδα. «Τι απέγιναν;» «Μη βιάζεσαι, Βασίλη μου. Θα ξεκινήσουμε από την αρχή και σιγά σιγά, θα φτάσουμε κι εκεί», μου απάντησε με την ίδια συγκίνηση. Κατάλαβα ότι η ιστορία θα ήταν μεγάλη. Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς. «Λοιπόν, η αδερφή μου, η μητέρα σου, γνώρισε τον πατέρα σου εδώ, όταν αυτός είχε έρθει για διακοπές, πριν από τριάντα δύο χρόνια. Ερωτευθήκανε και παρόλο που ο παππούς σου φοβόταν ότι η Πηνελόπη θα ακολουθήσει το Ρόμπερτ στην Αγγλία και θα την χάσει, τελικά τους έδωσε την ευχή του.»ένα χρόνο αργότερα, γεννήθηκε ο Παύλος, και δυο χρόνια μετά, όταν ο παππούς σου πέθανε, εγώ με τη μητέρα σου και το Ρόμπερτ αναλάβαμε το εστιατόριο. Το θείο σου το Χαράλαμπο δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα.»στην αρχή, τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά. Ήταν και άλλες εποχές τότε. Έντεκα χρόνια αργότερα όμως, όταν παντρεύτηκα το θείο σου, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Δεν μπορούσαμε να συντηρούμαστε δύο οικογένειες από ένα εστιατόριο. Ο πατέρας σου πίεζε συνεχώς τη μητέρα σου να φύγουν για την Αγγλία. Ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του και βλέποντας τις οικονομικές δυσκολίες 30

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ εδώ, θεωρούσε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία για να την πείσει. Της έλεγε ότι με τα χρήματα που είχαν μαζέψει θα μπορούσαν να ανοίξουν εκεί ένα δικό τους μαγαζί, αλλά η μητέρα σου ήταν ανένδοτη. Δε φεύγω εγώ από το σπίτι μου! Όταν είδε όμως ότι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, συμφώνησε. Και τότε ήταν που έμεινε έγκυος σε σένα». Κοντοστάθηκε για λίγο, σαν να σκεφτόταν πώς έπρεπε να συνεχίσει την ιστορία της. Τελικά, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Κοίτα, Βασιλάκη μου, δεν ξέρω πώς θα το πάρεις αυτό που θα σου πω τώρα, αλλά, ούτως ή άλλως, πρέπει να το μάθεις. Ο πατέρας σου, όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη της μητέρας σου, της είπε να κάνει έκτρωση. Δεν ήθελε δεύτερο παιδί. Δεν ξέρω γιατί. Η Πηνελόπη αρνήθηκε, αλλά ο Ρόμπερτ της έδωσε δύο επιλογές: η μία ήταν να σε κρατήσει, κι αφού γεννηθείς να σε δώσουν για υιοθεσία, και η δεύτερη ήταν να χωρίσουν και να επιστρέψει μόνος του στην Αγγλία. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί φέρθηκε έτσι. Βέβαια, η μητέρα σου μου είχε εκμυστηρευθεί ότι, από όταν παντρεύτηκαν, ο πατέρας σου ήθελε μόνο ένα παιδί, και όχι δεύτερο, αλλά δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο αρνητικός. Και τόσο απόλυτος.»η Πηνελόπη όμως ούτε να σε δώσει για υιοθεσία ήθελε, αλλά ούτε και να χαλάσει την οικογένεια που είχε ήδη. Έτσι, μια κι εγώ με το θείο σου δεν είχαμε κάνει δικό μας παιδί, προτείναμε να σε γεννήσει η μητέρα σου και να σε μεγαλώσουμε εμείς. Σε αυτό συμφωνούσε και ο Ρόμπερτ, κι έτσι έγινε τελικά. 31

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ»Δέκα μήνες αργότερα, η μητέρα σου με τον πατέρα σου και τον αδερφό σου, τον Παύλο, μπήκαν σ ένα αεροπλάνο για το Λονδίνο. Μόνο η ίδια, εγώ και ο Θεός ξέραμε πόσο πολύ πονούσε που σε άφηνε πίσω. Αυτό που της είχε κάνει ο Ρόμπερτ ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν θα του συγχωρούσε ποτέ.»δεν ήταν κακός άνθρωπος ο πατέρας σου. Είχε όμως ένα ελάττωμα: ήταν τρομερός εγωιστής. Γι αυτό και ποτέ του δεν παραδέχτηκε ότι μετάνιωσε που σε άφησαν πίσω, αν και όλοι μας γνωρίζαμε ότι το σκεφτόταν συνέχεια. Η μητέρα σου μια φορά τον είχε βρει να κάθεται στο σκοτάδι, κρατώντας ένα αντίγραφο αυτής της φωτογραφίας.»τέλος πάντων, εκεί στην Αγγλία, κατάφεραν ν ανοίξουν μια μπυραρία, με τα λεφτά που είχαν μαζέψει εδώ και κάποια που τους έδωσαν οι γονείς του πατέρα σου. Ευτυχώς για αυτούς, το μαγαζί πήγε πολύ καλά, από την αρχή. Μπορούσαν να ζουν μια ζωή, όχι πλούσια, αλλά άνετη, όπως κι εμείς εδώ.»ένα χρόνο αργότερα, γέννησα τη Ναταλία. Η μητέρα σου, από την ανακοίνωση κιόλας της εγκυμοσύνης μου, προσφέρθηκε αμέσως να σε πάρει πίσω το είχε βρει σαν την καταλληλότερη δικαιολογία για να κάνει αυτό που πάντα ήθελε, όμως, ο πατέρας σου έμεινε αμετάκλητος στην πρώτη του απόφαση. Δεν ξέρω γιατί. Ακόμα και τώρα, όταν το σκέφτομαι, δεν μπορώ να βρω εξήγηση. Παρ όλα αυτά, πρότεινε να μας στέλνουν τα χρήματα για τα έξοδά σου, αλλά εμείς δεν δεχτήκαμε. Θα ήταν σαν να μας πληρώνουν για να σε έχουμε σαν παιδί μας, αλλά για μας ήσουν ήδη παιδί μας, όπως και η Ναταλία. Ποτέ δεν σας ξεχώρισα, να 32

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ το ξέρεις αυτό. Ωστόσο, επειδή οι γονείς σου επέμειναν, βρήκαμε τη λύση του τραπεζικού λογαριασμού. Θα έστελναν τα χρήματα και θα εμείς θα τα αποταμιεύαμε για σένα.»όταν γεννήθηκε η Ναταλία, εσύ είχες γίνει πλέον ενός χρόνου και το εστιατόριο πήγαινε πολύ καλά, όπως και η μπυραρία των γονιών σου. Κάθε μέρα με έπαιρνε τηλέφωνο η αδερφή μου για να ρωτήσει για σένα. Ποτέ δεν μπόρεσε να σε βγάλει απ το μυαλό της. Ήξερε τι έτρωγες, τι παιχνίδια έπαιζες, ποιοι ήταν οι φίλοι σου, ποια μαθήματα σου άρεσαν, ποιο ποίημα θα έλεγες σε κάθε σχολική γιορτή. Σε ήξερε τόσο καλά όσο κι εγώ.»τέσσερα χρόνια αργότερα, έλαβα ένα τηλεγράφημα, που έλεγε ότι θα ερχόταν στην Ελλάδα για να σε δει. Είχες μόλις κλείσει τα πέντε, ενώ ο Παύλος θα ήταν γύρω στα δεκαοχτώ, όσο δηλαδή είσαι εσύ τώρα. Σε είχε αφήσει νεογέννητο, και σε λίγο θα πήγαινες σχολείο.»έπειτα από δική της προτροπή, την σύστησα σαν θεία Πηνελόπη. Δεν ξέρω πόσο πολύ πονούσε που δεν είχε τη δυνατότητα πια να διορθώσει το παρελθόν, ξέρω όμως ότι μια φορά όταν με ρώτησες μπροστά της πού ήταν η μαμά σου, έβαλε τα κλάματα, επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της γι' αυτό που είχε κάνει.»έξι μέρες έμεινε. Όταν σε χαιρετούσε για να επιστρέψει στην Αγγλία, έκλαψε πάλι και ήμουν σίγουρη ότι αυτό θα έκανε ακόμα, αν ζούσε». Αν ζούσε. Η θεία Ουρανία κοντοστάθηκε. Είχε δακρύσει. Αντίθετα εγώ, εκείνη την ώρα, ένιωθα πως κάποιος με είχε 33

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ απαλλάξει από τα συναισθήματά μου, σαν να είχε ανοίξει μια καταπακτή και να είχαν όλα χυθεί στο πάτωμα. Δεν ένιωθα ούτε λύπη ούτε χαρά, ούτε πόνο ούτε συμπόνια. Δεν ένιωθα τίποτα. Απλώς περίμενα ν ακούσω τη συνέχεια. Αφού σκούπισε τα δάκρυα της, κάθισε για λίγο αμίλητη. «Την επόμενη ημέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα από το Λονδίνο. Το έστελνε ο Παύλος και μου έλεγε ότι χρειαζόταν τη βοήθεια μου, γιατί... η μητέρα σου και ο πατέρας σου είχαν...», αναστέναξε βαριά, «...είχαν έναν δυστύχημα με το αυτοκίνητό τους. Στην επιστροφή τους από το αεροδρόμιο, είχαν περάσει με κόκκινο μια σιδηροδρομική διάβαση και...», ακολούθησε άλλος ένας βαρύς αναστεναγμός, «...δεν πρόλαβαν να αποφύγουν το τρένο που ερχόταν.»χωρίς δεύτερη σκέψη, ετοίμασα μια βαλίτσα κι έφυγα για την Αγγλία, χωρίς να ξέρω πότε θα επέστρεφα. Δεν ξέρω αν θυμάσαι που κάποτε είχα φύγει για πολύ καιρό. Τρεις εβδομάδες έλειψα συνολικά. Ο πατέρας σου πέθανε στο δυστύχημα, η μητέρα σου όμως αρνιόταν, λες και η ελπίδα να σε ξαναδεί την κρατούσε στη ζωή. Δυστυχώς, όμως, ούτε αυτό ήταν ικανό για να την κάνει δυνατότερη. Τρεις μέρες αργότερα... υπέκυψε κι αυτή». Δεν ένιωσα τίποτα ακούγοντας αυτά τα λόγια. Ίσως αργότερα να ένιωθα τύψεις που είχα πληροφορηθεί το θάνατο των γονιών μου με τόση απάθεια, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθα τίποτα. Ήθελα απλώς να μάθω το τέλος της ιστορίας. «Οι κηδείες τους ήταν ό,τι με πόνεσε περισσότερο σ όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα. Το ίδιο και τον Παύλο. Εκτός 34

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ των άλλων, είχε και τις ευθύνες που έπεφταν πλέον επάνω του. Ήταν δεκαοχτώ χρόνων, μόνος του, έπρεπε να κρατήσει την μπυραρία και σαν να μην έφταναν αυτά, μου υποσχέθηκε ότι τα λεφτά που έστελναν οι γονείς σας για σένα, θα τα έστελνε τώρα αυτός. Προσπάθησα ν αρνηθώ, αλλά επέμεινε.»έμεινα μαζί του άλλες δυο βδομάδες, για να τον βοηθήσω να προσαρμοστεί και, όσο κι αν τον πίεζα να τα αφήσει όλα και να έρθει μαζί μου στην Ελλάδα, αυτός αρνιόταν, λέγοντας ότι είχε υποχρέωση στον εαυτό του να σταθεί στα πόδια του. Είχε πάρει τη μαχητικότητα της Πηνελόπης και τον εγωισμό του Ρόμπερτ. Έκτοτε, έχουμε τακτική επικοινωνία, πήγα κάποιες φορές στο Λονδίνο, αλλά αισθάνομαι ότι ποτέ δεν έκανα γι αυτόν όλα όσα ήθελα και θα μπορούσα. Και αυτό το σκέφτομαι με λύπη και παράπονο.»κάθε μήνα μου στέλνει ένα έμβασμα, το οποίο προορίζεται για σένα και μπαίνει στον τραπεζικό σου λογαριασμό. Σ αγαπάει πολύ, ξέρεις, και ρωτάει συνέχεια για σένα», είπε η θεία και μου χαμογέλασε συμπονετικά, καθώς ακούμπησε το χέρι μου. «Έχεις έναν αδερφό, Βασίλη. Ζει στο Λονδίνο, κι εδώ και δεκατρία χρόνια περιμένει να σε γνωρίσει». Ήταν ένα περίεργο παραμύθι όλη αυτή η ιστορία. Χωρίς μάγισσες, χωρίς δράκους, χωρίς κακές μητριές, χωρίς ήρωες. Το μόνο που είχε ήταν αλήθειες που έπρεπε να συνηθίσω. Ήμουν το εγκαταλειμμένο παιδί ενός ζευγαριού 35

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ που δεν ζούσε πια. Και είχα κι έναν αδερφό, το μοναδικό συνδετικό κρίκο με μια ζωή που δεν έζησα ποτέ. Η ιστορία της θείας μού είχε λύσει αρκετές απορίες. Τον τραπεζικό λογαριασμό, τα ταξίδια της που έλεγε ότι ήταν εκθέσεις εστιατορικής τέχνης και εκείνο το περιβόητο χαμόγελο που πάντα είχε όταν την ρωτούσα για την οικογένεια μου. Δεν ήταν χαμόγελο παρηγοριάς τελικά. Ήταν ένα συμπονετικό χαμόγελο υπομονής. Βέβαια, ήταν όλα τόσο πολύ μπλεγμένα μέσα στο μυαλό μου, που δεν ήξερα πόσο καιρό θα μου έπαιρνε για να βρω την άκρη του κουβαριού και να αρχίσω να το τυλίγω με προσοχή πίσω στο καρούλι του. Είχα μεγαλώσει νιώθοντας ξένος. Και μόνος. Και όμως, κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά βρισκόταν ο αδερφός μου. Αυτό ήταν που προείχε για μένα εκείνη τη στιγμή, ο αδερφός μου ο Παύλος. Ήμασταν σχεδόν στην ίδια θέση. Είχαμε ο ένας τον άλλον, αλλά για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, τόσα χρόνια μεγαλώναμε μόνοι. Τριάντα ενός χρονών. Εγώ ενηλικιωνόμουν κι ο αδερφός μου έμπαινε στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Πήγα στην κουζίνα για να βρω τη θεία μου. «Θα πεις στον Παύλο να έρθει για τα Χριστούγεννα; Θέλω να τον γνωρίσω». Δεν απάντησε. Μόνο χαμογέλασε. Ήταν ένα καινούριο χαμόγελο. Το προτιμούσα. Το ταξίδι του Παύλου κανονίστηκε άμεσα. Αποφάσισε να έρθει πριν τα γενέθλιά μου, ώστε να τα γιορτάσουμε μαζί. Θα μέναμε στο σπίτι των γονιών μας, στη θάλασσα, εκεί που θα μετακόμιζα σύντομα κι εγώ. 36

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Θα θυμάμαι για πάντα τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα και αντίκρισα εκείνον τον ψηλό κοκκινομάλλη άντρα να με κοιτάει χαμογελαστός. Με πλησίασε και στάθηκε μπροστά μου. «Ολόκληρος άντρας έγινες!» μου είπε και μ έσφιξε στην αγκαλιά του. Το συναίσθημα εκείνης της στιγμής το κουβαλάω ακόμα μαζί μου σαν κειμήλιο. Είναι και το μόνο που κράτησα από εκείνη την πρώτη συνάντηση. Δεν θυμάμαι τι άλλο είπαμε, αν με ρώτησε κάτι, τι τον ρώτησα εγώ. Μόνο το καρδιοχτύπι μου θυμάμαι. Αρχίσαμε να περνάμε πολλές ώρες μαζί, κυρίως στο σπίτι μας στη θάλασσα. Το είχε νοσταλγήσει, όπως περίμενα. Την πρώτη φορά όταν μπήκε, άρχισε να τρέχει στα δωμάτια, όπως λογικά θα έκανε ο δεκατριάχρονος Παύλος όταν του είχαν ανακοινώσει ότι θα μετακομίζανε μακριά. Τον έβλεπα να χαίρεται και χαιρόμουν κι εγώ μαζί του. Όταν καθίσαμε για πρώτη φορά μόνο οι δυο μας για να μιλήσουμε, δεν είχαμε τι να πούμε. Ή μάλλον, δεν ξέραμε από πού να αρχίσουμε. Άρχισα να του λέω για τα παιδιά, το Μιχάλη, το Θάνο, την Έλλη, κι εκείνος μου είπε για την κοπέλα του τη Σαμάνθα και για τη ζωή του στην Αγγλία. Δεν είπαμε τίποτα για το παρελθόν. Ίσως κατά βάθος ξέραμε ότι θα μας πλήγωνε και τους δύο. Όταν ήρθαν τα γενέθλιά μου, τα γιορτάσαμε στο εστιατόριο, οικογενειακά. Εκτός από εμάς τους πέντε, είχανε έρθει οι φίλοι μου και φυσικά, η Έλλη. Έσβησα τα 37

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ κεράκια της τούρτας σχεδόν αδιάφορα. Περίμενα τόσο καιρό να γίνω δεκαοχτώ και να ενηλικιωθώ, αλλά εκείνη η μέρα τελικά δεν έμοιαζε καθόλου διαφορετική απ τις υπόλοιπες. Ύστερα, μου έδωσαν τα δώρα μου. Ο θείος Χαράλαμπος και η θεία Ουρανία ένα φάκελο με αρκετά χρήματα «για το βιβλιοπωλείο». Ο Μιχάλης και ο Θάνος μια φωτογραφική μηχανή, ενώ η Ναταλία ένα βιβλίο με αποφθέγματα, έχοντας σημειώσει αυτά που πίστευε ότι μου ταίριαζαν. Το δώρο του Παύλου όμως ήταν κάπως διαφορετικό. «Είναι ένα συμφωνητικό για να αποκτήσεις το πενήντα τοις εκατό της μπυραρίας», μου εξήγησε χαμηλόφωνα, χαμογελώντας στοργικά. Εντελώς αυθόρμητα έγνεψα αρνητικά. «Η μπυραρία σου ανήκει. Την κράτησες μόνος σου τόσα χρόνια και μου έστελνες και χρήματα. Άλλωστε, δεν πρόκειται ποτέ να έρθω στο Λονδίνο». «Έτσι είναι το σωστό, Βασίλη. Εσύ θα κρατήσεις το σπίτι εδώ, εγώ το σπίτι στο Λονδίνο, αλλά τη μπυραρία θέλω να τη μοιραστούμε». Άρχισα να το σκέφτομαι. «Θα δεχθώ το μισό της μπυραρίας, αν δεχθείς κι εσύ το μισό του βιβλιοπωλείου». «Σύμφωνοι». Αφού υπέγραψα τα χαρτιά, πλησίασα την Έλλη. Οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί στο βάθος του μαγαζιού και ετοίμαζαν το τραπέζι. Άπλωσα το χέρι μου και το πέρασα τρυφερά απ το λαιμό της. «Εσύ, δεν μου πήρες τίποτα;» Με κοίταξε και χαμογέλασε. «Δεν τελείωσε ακόμα η 38

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ βραδιά. Θα στο δώσω αργότερα». Τα λόγια της ξεχείλιζαν από μια υπόσχεση που δυσκολεύτηκα να πιστέψω. Περάσαμε πολύ όμορφα εκείνο το βράδυ. Είχα δίπλα μου τον αδελφό μου, μια υπέροχη κοπέλα, τους πολύτιμους φίλους μου και τους αγαπημένους συγγενείς μου, στους οποίους όφειλα σχεδόν τα πάντα για αυτό που ήμουν εκείνη την ώρα. Τους χάζευα αμίλητος, καθώς όλοι αυτοί έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν, συζητούσαν. Εκείνη την ώρα, ένιωσα να αγαπώ τον καθένα τους ακόμα περισσότερο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν όλα όσα είχα και άξιζαν στη ζωή μου. Ευχήθηκα κρυφά, από μέσα μου, να μην χάσω ποτέ κανέναν τους. Κρίμα που δε θα έπιανε η ευχή μου... Αργότερα το ίδιο βράδυ, μπήκαμε με την Έλλη στη σοφίτα του σπιτιού στη θάλασσα. Με κάποιο μαγικό τρόπο, βρήκαμε εκεί μερικά κεριά, ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια. «Ας πιούμε πρώτα στην υγειά σου», είπε αυτή και γέμισε τα ποτήρια. «Στην υγειά μας», την διόρθωσα. «Σε αυτά που ζούμε». «...Και θα ζήσουμε». Ήπιαμε. Και συνεχίσαμε να πίνουμε. Κάποια στιγμή μου πήρε το ποτήρι από τα χέρια. «Κατάλαβες ακόμα ποιο είναι το δώρο σου;» Προσποιήθηκα τον αφελή. Στάθηκε απέναντί μου. Στο ημίφως των κεριών και του 39

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ φεγγαρόφωτου που έμπαινε από το παράθυρο, άρχισε να ξεκουμπώνει τη ζακέτα της. «Ήρθε η ώρα να σε αποζημιώσω για την αναμονή σου. Και την υπομονή σου». Με τον ίδιο διστακτικό ρυθμό συνέχισε και με τα υπόλοιπα ρούχα της. Μείναμε γυμνοί. Ακούμπησα το ένα χέρι μου στη μέση της, ενώ με το άλλο χάιδευα πότε την καυτή της πλάτη και πότε την περιοχή κάτω απ το στήθος της. Στη συνέχεια, ξάπλωσε στο πάτωμα ανάσκελα και εγώ ανέβηκα επάνω της. Την φιλούσα παθιασμένα στο σημείο όπου ο λαιμός της συναντούσε το στέρνο, ενώ άρχισα να κατευθύνομαι και σε πιο απόκρυφα μέρη. Αλλάξαμε θέσεις. Βρέθηκε εκείνη επάνω μου, να τρέμει, με τα μαλλιά της να πέφτουν ανέμελα στο πρόσωπό της, καθώς είχε παραδοθεί σε μια σειρά ερωτικών κινήσεων, που έδιναν έναν ασταθή ρυθμό στην αναπνοή της. Είχαμε γίνει πια μία σάρκα, πετυχαίνοντας έναν στιγμιαίο δεσμό με όλη τη φύση, σαν να είχαμε ευθυγραμμίσει τα σώματα μας με τα υπόλοιπα κομμάτια του κόσμου. Υποκριθήκαμε τους ρόλους για τους οποίους ήμασταν πλασμένοι. Ένας νέος Αδάμ και μία νέα Εύα. Μόνοι στον Παράδεισο κι ευτυχισμένοι. Μόνο που τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι άλλος ένας απαγορευμένος καρπός περίμενε να φαγωθεί... Ξύπνησα στην ίδια σοφίτα, αλλά σε ένα διαφορετικό σώμα. Η Έλλη ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου, τυλιγμένη πρόχειρα με μια μάλλινη κουβέρτα. 40

ΌΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Την σκέπασα ως το λαιμό και σηκώθηκα απ' το κρεβάτι. Πριν αφήσω το δωμάτιο, την χάζεψα για λίγο ενώ κοιμόταν, και έφτασα να ζηλέψω τον ίδιο μου τον εαυτό. Τα μάτια της ήταν κλειστά, κρατώντας φυλακισμένη μια ζηλευτή ηρεμία. Τα μαλλιά της όμως ήταν ανακατεμένα και τα χείλη της είχαν ξεραθεί ελαφρά. Έσκυψα και την φίλησα, ίσα ίσα για να τα υγράνω λίγο, χωρίς να την ξυπνήσω. Ντύθηκα και κατέβηκα στην κουζίνα. Όταν άνοιξα το ψυγείο και το είδα γεμάτο, παραξενεύτηκα. Δεν ήταν ότι είχε έρθει ο Παύλος για λίγες μέρες. Ήταν ότι πλέον έμενα εγώ σ αυτό το σπίτι. Ίσως τότε το συνειδητοποίησα για πρώτη φορά. Συνειρμικά, πέρασε από το μυαλό μου ένα άλλο ψυγείο. Εκείνο που η μαμά της Έλλης φοβόταν ότι δε θα χωρούσε στο διαμέρισμα που θα της νοίκιαζε η θεία Ουρανία. Κι όμως, είχε χωρέσει. Με πόσες λεπτομέρειες παίζει η ζωή... Λίγη ώρα αργότερα, κατέβηκε και η Έλλη. Αρχίσαμε να μιλάμε μόνο μετά από πολλά φιλιά και χάδια. «Τι θα κάνεις σήμερα;» «Πρέπει να βοηθήσω τους δικούς μου με το σπίτι. Έχουμε καλέσει την οικογένεια του Θάνου για το μεσημέρι των Χριστουγέννων και πρέπει να συγυρίσουμε λίγο. Εσύ τι θα κάνεις;» «Δεν ξέρω ακόμα, προφανώς κάτι με τον Παύλο». Μου χαμογέλασε. Θυμηθήκαμε μερικές στιγμές της προηγούμενης βραδιάς, κι αφού χαζολογήσαμε λίγο σαν σωστοί ερωτευμένοι, μου είπε ότι έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι 41

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ της. «Κιόλας; Κάτσε λίγο ακόμα. Απόλαυσε τη στιγμή». «Οι όμορφες στιγμές πρέπει να κρατάνε λίγο, για να μην προλαβαίνει να εκτονωθεί η φλόγα τους», απάντησε αυτή και μου έκλεισε το μάτι. Άφησε την κουζίνα, επέστρεψε στη σοφίτα, ντύθηκε, και μετά από ένα φιλί, έφυγε. Εγώ φόρεσα κάτι ζεστό και βγήκα έξω. Μια τέτοια μέρα δεν θα μπορούσα να μην την μοιραστώ με τη βεράντα μου, που σαν καλή φίλη τόσες και τόσες φορές με είχε κρατήσει στην αγκαλιά της. Πήγα πρώτα στην άκρη της και έσκυψα πάνω από τα μαρμαρένια κολωνάκια. Κοίταξα μακριά. Ένιωσα ζωντανός. Ήταν ο παγωμένος αέρας που ξύριζε το πρόσωπό μου, ήταν όλες οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, ήταν το δώρο της Έλλης, ήταν όλα μαζί; Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κάτι. Καταλάβαινα ότι δεν ήμουν πια παιδί. Και δεν είχε να κάνει με τα κεράκια που είχα σβήσει το προηγούμενο βράδυ. Βγήκαμε με τον Παύλο να αγοράσουμε δώρα. Πάνω κάτω ξέραμε τι θέλαμε. Δε θα πρωτοτυπούσαμε. Μια καλή ενσάρπα για τη θεία Ουρανία, μια καλή γραβάτα για το θείο Γεράσιμο, ένα λεύκωμα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες για τη Ναταλία. Καθώς όμως προχωρούσαμε, συναντήσαμε ένα γωνιακό μαγαζί με δύο μεγάλες τζαμαρίες. Στην άκρη της μίας υπήρχε ένα ενοικιαστήριο και επάνω ήταν σημειωμένο ένα τηλέφωνο. Μου έκανε κλικ εκείνο το μαγαζί. Ήταν σαν να άστραψε ένα φλας και στη νοερή φωτογραφία που είχε αποτυπωθεί να απεικονιζόταν το βιβλιοπωλείο που είχα στο 42