ψÛË ÙÔ ÀappleÔ ÚÁÔ ÚÁ Û Î È ÔÈÓˆÓÈÎÒÓ ÛÊ Ï ÛÂˆÓ Ú ÓÙÒÓË µ ÛÈÏÂ Ô π ƒπ ª π ƒ ƒ À π π º ƒ ª À π ƒ ( À ƒ À) π À Όπως γνωρίζετε το πόρισµα που θα σας παραδώσω είναι το αποτέλεσµα µιας µακράς διαδικασίας που ξεκίνησε από τον περασµένο Ιούλιο µε το διορισµό Επιτροπής Έρευνας για τη γνωστή διαφορά στην Εθνική Τράπεζα. Το Υπουργείο µου ως ο θεµατοφύλακας των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο, αλλά και στο πλαίσιο των προσπαθειών του για διατήρηση της εργατικής ειρήνης, κατέληξε ότι η µόνη προσφερόµενη, υπό τις περιστάσεις, διαδικασία στη συγκεκριµένη περίπτωση, ήταν ο διορισµός Επιτροπής αποτελού- µενης από προσωπικότητες εγνωσµένου κύρους και γνώσεων. Μάλιστα και προκει- µένου να διασφαλίσει στο µεγαλύτερο δυνατό βαθµό την αποδοχή του πορίσµατος, φρόντισε ώστε µέλη της Επιτροπής να είναι άτοµα αποδεκτά από όλες τις πλευρές. Είµαι στην ευχάριστη θέση να δηλώσω ότι το πόρισµα της Επιτροπής είναι οµόφωνο, κάτι που ασφαλώς θα διευκολύνει, ελπίζω, την υιοθέτηση των συστάσεων που διατυπώνονται σ'αυτό και από τις δύο πλευρές. Πιστεύω ότι τα συµπεράσµατα και οι συστάσεις/εισηγήσεις της Επιτροπής θα αποβούν ιδιαίτερα χρήσιµα για τη διευθέτηση της διαφοράς µεταξύ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) και της ΕΤΥΚ, αλλά και γενικότερα στις σχέσεις της ΕΤΥΚ µε όλες τις Τράπεζες. Μέσω συγκεκριµένων συστάσεων η Επιτροπή εισηγείται σειρά διαδικασιών/πρακτικών που θα µπορούσαν να υιοθετηθούν, ώστε να συνδυαστεί η υφιστάµενη πρακτική που ισχύει στην Κύπρο µε τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την εφαρ- µογή του Ευρωπαϊκού Κεκτηµένου. Θέλω, τέλος, να ευχαριστήσω και δηµόσια τόσο τα µέλη της Επιτροπής για το µακρύ και επίµονο έργο που διεκπεραίωσαν, όπως επίσης και τους εκπροσώπους και νοµικούς συµβούλους των δύο πλευρών που µε την εποικοδοµητική και δηµιουργική συµµετοχή τους συνέβαλαν στην επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής. 20 εκεµβρίου, 2007. Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08 28
π ƒ ƒ À συσταθείσα δυνάµει του άρθρου 8 (γ) του περί Εµπορικών ιαφορών (Συνδιαλλαγή, ιαιτησία και Έρευνα) Νόµου, Κεφ. 187. ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Λευκωσία, 3 εκεµβρίου, 2007. 1. Η Επιτροπή Έρευνας, η οποία συστάθηκε µε απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου ηµερ. 11.7.2007, υποβάλλει περιληπτική έκθεση σχετικά µε τους όρους εντολής που το Υπουργικό Συµβούλιο έθεσε ενώπιον της Επιτροπής προς διερεύνηση. 2. Τα συµπεράσµατα της Επιτροπής, όπως εκτίθενται στο παρόν σηµείωµα, είναι τα ίδια µε τα συµπεράσµατα, που περιέχονται στην πλήρη έκθεση, και αν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά θα υπερισχύουν τα εκτιθέµενα στην πλήρη έκθεση. O À H Y π ƒ H 3. Το Υπουργικό Συµβούλιο προέβη στη σύσταση της Επιτροπής σχετικά µε διαφορά που προέκυψε µεταξύ της Ένωσης Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου (ΕΤΥΚ) και της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ., (ΕΤΕΚ). Η σύσταση της Επιτροπής έγινε δυνάµει του άρθρου 8(γ) του περί Εµπορικών ιαφορών (Συνδιαλλαγή - ιαιτησία και Έρευνα) Νόµου, Κεφ. 187. 4. Τα αίτια της διαφοράς ήταν η απόσπαση δύο υψηλόβαθµων υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ., η οποία είναι θυγατρική εταιρεία της πρώτης. 5. Η θέση της Συντεχνίας είναι ότι δυνάµει πρακτικής, που έχει καθιερωθεί και η οποία εφαρµόζεται για χρόνια µε κοινή συναίνεση, έχει δικαίωµα να ενηµερώνεται για οποιαδήποτε απόσπαση και να παρέχει την έγκρισή της για το σκοπό αυτό. 29 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08
6. Η θέση της Τράπεζας είναι ότι, δυνάµει του περί Απόσπασης Εργαζοµένων στο πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών Νόµου του 2002 (Αρ. 137(1) του 2002) και του Κοινοτικού Κεκτηµένου, δικαιούται να προβαίνει σε αποσπάσεις χωρίς περιορισµούς. Περαιτέρω η Τράπεζα ισχυρίζεται ότι η έγκριση, που η Συντεχνία θέτει ως απαραίτητη για αποσπάσεις, συνιστά περιορισµό στο δικαίωµα της παροχής υπηρεσιών και της απόσπασης που διασφαλίζονται από το κοινοτικό κεκτηµένο. Αµφισβητεί, επίσης, την ύπαρξη πρακτικής βάσει της οποίας η Συντεχνία στηρίζει την απαίτησή της, για να εγκρίνει κάθε απόσπαση υπαλλήλου. 7. Τέλος η Τράπεζα ισχυρίζεται ότι η διαφορά είναι θέµα νοµικό, ενώ η άποψη της συντεχνίας είναι ότι η διαφορά είναι εργασιακή και η επίλυση θα πρέπει να αναζητηθεί µε βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Βιοµηχανικών Σχέσεων. 8. Το 2004 υπεγράφη συλλογική σύµβαση µεταξύ Ε.Τ.Υ.Κ. και Κ.Ε.Σ.Τ. (Κυπριακός Εργοδοτικός Σύνδεσµος Τραπεζών). Η ΕΤΕ(Κ) ήταν τότε µέλος του Συνδέσµου. Στη Σύµβαση δεν υπάρχει καµιά πρόνοια για υφιστάµενη πρακτική περί ενηµέρωσης της Συντεχνίας και έγκρισης από αυτή για προσλήψεις και αποσπάσεις υπαλλήλων. Όταν υπεγράφη η Σύµβαση, ο Νόµος 137(1) του 2002 ήταν ήδη σε ισχύ. Παρά το γεγονός αυτό, ο ΚΕΣΤ συνέχισε να συµµορφώνεται µε την πρακτική ενηµέρωσης και εξασφάλισης έγκρισης από τη Συντεχνία. 9. Η ΕΤΕΚ αποχώρησε από το Σύνδεσµο λόγω διαφωνίας της µε αυτόν αναφορικά µε την απόφασή του να µην καταγγείλει την ακολουθούµενη πρακτική της έγκρισης των αποσπάσεων από τη Συντεχνία. 10. Το Μάιο/Ιούνιο του 2007 η διαφορά οξύνθηκε και λήφθηκαν απεργιακά µέτρα από τη Συντεχνία και ανταπεργιακά από την τράπεζα. 11. Προσπάθειες επίλυσης της διαφοράς µε την παραποµπή της σε διαιτησία απέτυχαν και τελικά ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προέβη στη Σύσταση Επιτροπής Έρευνας, δυνάµει του Κεφ. 187, αφού ενηµέρωσε για το σκοπό αυτό τα ενδιαφερόµενα µέρη. Για τη σύσταση της Επιτροπής τα µέρη δεν έφεραν ένσταση. 12. ƒ π π ƒ Οι όροι εντολής της Επιτροπής, σύµφωνα µε την απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου, είναι: Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08 30
1. Κατά πόσον η εργατική διαφορά που προέκυψε τον Ιούλιο/Αύγουστο του 2006 αναφορικά µε την απασχόληση δύο στελεχών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) αφορά στην απασχόληση/ απόσπαση εργαζοµένων σύµφωνα µε το κοινοτικό κεκτηµένο. 2. Να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται πρακτική/ συµφωνία µεταξύ ΕΤΥΚ- Κυπριακού Εργοδοτικού Συνδέσµου Τραπεζών αναφορικά µε την απόσπαση/απασχόληση εργαζοµένων και αν ναι, κατά πόσον αυτή συγκρούεται µε το κοινοτικό κεκτηµένο. 3. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι υπάρχει παραβίαση του κοινοτικού κεκτηµένου ή της υφιστάµενης πρακτικής/ συµφωνίας να εισηγηθεί µέτρα θεραπείας. 4. Να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει δυσµενής µεταχείριση σε βάρος µελών της ΕΤΥΚ που εργοδοτούνται από την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (Κύπρου) λόγω της συµµετοχής τους σε απεργιακά µέτρα και αν ναι, να εισηγηθεί µέτρα θεραπείας. 13. π π ª Στο κοινοτικό κεκτηµένο σχετικά µε αποσπάσεις υπαλλήλων εµπίπτουν: (α) Η Οδηγία 96/71 και ο Νόµος 137(1) του 2002, στον οποίο ενσωµατώθηκε η Οδηγία στη νοµοθεσία της ηµοκρατίας. (β) Τα άρθρα 39, 43 και 49 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφορικά µε την ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση, απασχόληση και παροχή υπηρεσιών από πολίτες ή επιχειρήσεις κρατών µελών της Ένωσης. (γ) Η σχετική νοµολογία. 14. π Σκοπός της Οδηγίας είναι: (α) Η άρση των εµποδίων και αβεβαιοτήτων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, δεδο- µένου ότι η Οδηγία εξασφαλίζει µεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και καθιστά δυνατόν 31 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08
τον καθορισµό των όρων εργασίας των εργαζοµένων που απασχολούνται σε κράτος µέλος διαφορετικό από το κράτος από το οποίο ρυθµίζεται η εργασιακή τους σχέση. (β) Η οδηγία προσπαθεί να συγκεράσει δικαιώµατα προστασίας της εργασίας και θεµελιώδεις ελευθερίες ελεύθερης µετακίνησης εργαζοµένων και ελεύθερης µετακίνησης υπηρεσιών και αρχές ανταγωνιστικότητας του κοινοτικού δικαίου. Αυτή διευκολύνει τις επιχειρήσεις για την προσωρινή απόσπαση, ώστε να δικαιούνται να αποσπούν εργαζοµένους χωρίς να απαιτούνται οι διατυπώσεις που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο για κάποιον που θέλει να προσφέρει εργασία σε µόνιµη βάση. (γ) Η διασφάλιση ορισµένων δικαιωµάτων των εργαζοµένων που αποσπώνται για ορισµένο χρονικό διάστηµα από µια εταιρεία που εδρεύει σε ένα κράτος µέλος σε άλλο κράτος µέλος και, παράλληλα, λόγω της προσωρινής µετακίνησης, να διευκολύνεται ο παροχέας υπηρεσιών (δ) Η Οδηγία, όπως και το υπόλοιπο Κοινοτικό ίκαιο, ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει τα δικαιώµατα του µετακινούµενου εργαζοµένου και όχι τα δικαιώµατα άλλων τρίτων. 15. ƒπ ƒπ π ª ƒ Σχετικό µε τον τρόπο εφαρµογής της πρακτικής είναι και το είδος του περιοριστικού µέτρου που εφαρµόζεται ειδικότερα για τα άρθρα 39, 43 και 49 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ). Μέτρο, που ενδέχεται να παρακωλύει ή να καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της θεµελιώδους ελευθερίας, πρέπει να πληροί τις πιο κάτω προϋποθέσεις: (α) Να µή δηµιουργεί διάκριση µεταξύ ηµεδαπών και αλλοδαπών. (β) Να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δηµοσίου συµφέροντος. (γ) Να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού. (δ) Το µέτρο να µήν ξεπερνά το βαθµό που είναι αναγκαίος για επίτευξη του σκοπού. ( εν επιτρέπονται περιορισµοί απόλυτοι. Απαιτείται συγκεκριµένη αιτιολόγηση). 16. π π À π Σε περίπτωση διακοπής της απόσπασης εφαρµόζονται τα άρθρα 43 και 49 της ΣΕΚ. Οι συνέπειες της διακοπής είναι: ο υπάλληλος µετατρέπεται από αποσπασµένο της µητρικής επιχείρησης σε υπάλληλο διαρκείας της θυγατρικής επιχείρησης. Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08 32
η οδηγία δεν εφαρµόζεται οι συντεχνίες έχουν άποψη. 17. Àª ƒ ª Όρος εντολής 1 Η απάντηση στον όρο εντολής 1 κατά πόσον η επίµαχη εργατική διαφορά αφορά την απασχόληση/ απόσπαση εργαζοµένων σύµφωνα µε το κοινοτικό κεκτηµένο είναι κατά βάση καταφατική. Ο Νόµος 137(1) του 2002 εφαρµόζεται από τη στιγµή που πραγµατοποιείται απόσπαση εντός του πεδίου εφαρµογής του Νόµου, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαφορά αναφορικά µε συµµόρφωση του αποσπώντος µέρους µε υφιστάµενη πρακτική µεταξύ Συντεχνίας και Εργοδοτικού Συνδέσµου Τραπεζών. Όρος εντολής 2 (1) Στο πρώτο µέρος του ερωτήµατος, αν υφίσταται πρακτική/συµφωνία µεταξύ ΕΤΥΚ και ΚΕΣΤ αναφορικά µε την απόσπαση εργαζοµένων, η απάντηση είναι καταφατική. Η πρακτική υφίστατο και το 2004, όταν ανανεώθηκε η συλλογική σύµβαση και, παρά το αίτηµα του Συνδέσµου για διαφοροποίησή της, η Συντεχνία δεν συµφώνησε και η πρακτική συνέχισε και συνεχίζει να εφαρµόζεται ακόµη και παρά το γεγονός ότι το 2004 είχε τεθεί σε ισχύ ο Νόµος 137(1) του 2002, προτού συνοµολογηθεί η νέα συλλογική σύµβαση. (2) Η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήµατος αν η εν λόγω πρακτική συγκρούεται µε το κοινοτικό κεκτηµένο, δεν είναι ούτε καταφατική ούτε αρνητική για τους πιο κάτω λόγους: (α) Αν ο περιορισµός της εύλογης µικρής χρονικής διάρκειας έγκρισης εφαρµόζεται κατ απόλυτο τρόπο χωρίς διακρίσεις για εύλογη µικρή χρονική διάρκεια της απόσπασης, η πρακτική της έγκρισης ενδεχοµένως να µη συµβιβάζεται µε το κεκτηµένο. Από τα γεγονότα προκύπτει ότι η έγκριση εφαρµόζεται αδιακρίτως διάρκειας της απόσπασης. (β) Αν ο περιορισµός της έγκρισης εφαρµόζεται: 33 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08
(Ι) χωρίς διακρίσεις µεταξύ αλλοδαπών και ηµεδαπών (ΙΙ) Με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωµάτων ανέλιξης των άλλων υπαλλήλων της τράπεζας και (ΙΙΙ) εν υπερβαίνει το βαθµό που είναι αναγκαίο για επίτευξη του σκοπού, τότε ο περιορισµός είναι θεµιτός και δεν συγκρούεται µε το κοινοτικό κεκτηµένο. Με βάση τα γεγονότα, οι προϋποθέσεις που αναφέρονται πιο πάνω φαίνεται ότι πληρούνται, ίσως, όµως, όχι σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις. (γ) Και αν ακόµη ο περιορισµός της έγκρισης δεν εφαρµόζεται κατά τον επιτρεπτό τρόπο, εν τούτοις το γεγονός ότι ο περιορισµός εφαρµόζεται δυνάµει ισχύουσας πρακτικής, που δεν αναθεωρήθηκε, όταν συνοµολογήθηκε η συλλογική σύµβαση, τυχόν µονοµερής ακύρωσή της έστω και αν αυτό συνάδει µε την Οδηγία, θα δηµιουργούσε εργατική αναταραχή πράγµα που δεν θα συµβιβαζόταν µε το δηµόσιο συµφέρον. 18. π π (α) Στο ερώτηµα, αν η υφιστάµενη πρακτική συνιστά παραβίαση του κοινοτικού κεκτηµένου, η απάντηση είναι δύσκολη, γιατί η πρακτική αυτή της έγκρισης έχει ως σκοπό τη διασφάλιση εύλογων συµφερόντων των εργαζοµένων σε µια τράπεζα, που συνίσταται στην προσδοκία σταδιοδροµίας και εξέλιξης σε ανώτερους βαθ- µούς. Από την άλλη, όταν µια τέτοια ρύθµιση αποκλείει παντελώς την απασχόληση τρίτων και επιτρέπει µόνο την εσωτερική πρόσληψη στους ανώτερους βαθµούς, εύλογα µπορεί να τεθεί το ερώτηµα αν µια τέτοια ισοπεδωτική ρύθµιση, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, οδηγεί κατ' αποτέλεσµα στον αποκλεισµό απασχόλησης οποιουδήποτε τρίτου, και πρωτίστως αλλοδαπών και ηλικιωµένων. (β) Η πρακτική σχετικά µε την παρεχόµενη έγκριση της συντεχνίας εφαρµόζεται για χρόνια σχεδόν από όλα τα µέλη του ΚΕΣΤ, παρά το γεγονός ότι ο Σύνδεσµος δεν είναι ικανοποιηµένος από την πρακτική αυτή. Το ερώτηµα όµως είναι αν η πρακτική συνιστά αθέµιτο περιορισµό της εφαρµογής της Οδηγίας. (γ) Κύριος παράγων για την απάντηση του ερωτήµατος είναι ο τρόπος µε τον οποίο εφαρµόζεται η πρακτική. Αν εφαρµόζεται κατά απόλυτο τρόπο, εξουδετερώνοντας το δικαίωµα που παρέχει η Οδηγία, τότε θα µπορούσε να συναχθεί ότι συγκρούεται µε την Οδηγία. Αν όµως εφαρµόζεται χωρίς διακρίσεις ιθαγένειας µε κύριο σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωµάτων ανέλιξης των υπαλλήλων της τράπεζας Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08 34
τότε δεν υπάρχει σύγκρουση. (δ) Αν το δικαίωµα της απόσπασης ασκείται κατά απόλυτο τρόπο (άνευ όρων) η απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας στις συλλογικές συµβάσεις για έγκριση εκ µέρους της Συντεχνίας και η συνέχιση της ακολουθούµενης πρακτικής οδηγεί στο συµπέρασµα ότι οι εργοδότες παρα- µέρισαν το δικαίωµα της άνευ όρων απόσπασης πράγµα θεµιτό, εφόσον δεν επηρεάζονται τα δικαιώµατα άλλου µέρους ή τρίτων. (ε) Επίσης, αν το δικαίωµα της απόσπασης υπόκειται σε πρακτική ή συλλογική σύµβαση, τότε τα µέρη δύνανται να θέσουν όρους στην άσκηση του δικαιώµατος πάντοτε εντός του πλαισίου και των περιορισµών που κρίθηκαν κατά την εφαρµογή της Οδηγίας ως θεµιτοί. Η απουσία οποιασδήποτε µνείας στη συλλογική σύµβαση δύναται να ερµηνευθεί ότι οι κοινωνικοί εταίροι δεν θέλησαν να αλλάξουν την ακολουθούµενη πρακτική της ενηµέρωσης και έγκρισης από τη Συντεχνία για κάθε απόσπαση µέχρι συνοµολόγησης νέας σύµβασης. (στ) Εξετάζοντας τα γεγονότα σχετικά µε τον περιορισµό που τίθεται από το έθιµο υπό το πρίσµα των προϋποθέσεων για θεµιτά περιοριστικά µέτρα, εξάγονται τα πιο κάτω συµπεράσµατα: (i) αν δηµιουργείται από τον περιορισµό διάκριση µεταξύ ηµεδαπών και αλλοδαπών, η απάντηση είναι αρνητική. εν παρουσιάστηκε τέτοια µαρτυρία. Εξ άλλου το στοιχείο της αλλοδαπότητας είναι αναπόσπαστο γνώρισµα της απόσπασης. Από µελέτη των όρων, που κατά καιρούς η ΕΤΥΚ έθετε για παραχώρηση έγκρισης, δεν γίνεται καµιά αναφορά σε αλλοδαπότητα. Οι όροι αφορούν κυρίως έλεγχο της υπηρεσίας και διάρκειας της απόσπασης. (ii) αν ο περιορισµός δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δηµοσίου συµφέροντος, η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική, γιατί µονοµερής και άµεση κατάργηση της πρακτικής που εφαρµόζεται µε κοινή συναίνεση θα ήταν εναντίον του δηµοσίου συµφέροντος που απαιτεί εργατική ειρήνη και επίλυση των εργατικών διαφορών µε διαπραγµατεύσεις και κοινή συναίνεση. 35 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08
(iii) αν ο περιορισµός που τίθεται µε την έγκριση είναι µέτρο κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού, που είναι η διασφάλιση των συµφερόντων των υπαλλήλων για επαγγελµατική ανέλιξη, η απάντηση είναι και πάλι καταφατική. (iv) αν ο περιορισµός ξεπερνά το βαθµό που είναι αναγκαίος για επίτευξη του σκοπού, η απάντηση είναι καταφατική στις περιπτώσεις απόλυτης εφαρµογής της πρακτικής, αρνητική όµως, όταν η πρακτική εφαρµόζεται στις περιπτώσεις που είναι απόλυτα αναγκαία. Αναγκαία θα µπορεί να θεωρηθεί η περίπτωση όπου, αυστηρά οµιλούντες, ο περιορισµός είναι απόλυτος ή άδικος, εν τούτοις όµως η µονοµερής καταγγελία δεν θα συνέβαλλε στην εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος στην περίπτωση που η εφαρµογή της δεν θα γινόταν ανεκτή πριν από την εκπνοή της υφιστάµενης σύµβασης και την ευκαιρία για συναινετική αλλαγή της. Στην προκειµένη περίπτωση η άποψη του ΚΕΣΤ είναι ότι η πρακτική θα πρέπει να διαφοροποιηθεί για το λόγο ότι δεν κρίνεται από πλευράς τραπεζών ικανοποιητική. Ο Πρόεδρος του Συνδέσµου την χαρακτήρισε "κάκιστη", αλλά δεν δύναται να διαφοροποιηθεί µονοµερώς ενόσω υφίσταται η συλλογική σύµβαση, όπως συµπληρώνεται από την πρακτική. Το γεγονός ότι η Τράπεζα αποχώρησε από τον ΚΕΣΤ δεν αλλάζει την κατάσταση και θα θεωρείται δεσµευµένη από τις υποχρεώσεις της έναντι της Συντεχνίας. 19. ƒ 3 - π π Ο όρος εντολής 3 Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι υπάρχει παραβίαση του κοινοτικού κεκτηµένου ή της υφιστάµενης πρακτικής/ συµφωνίας, να εισηγηθεί µέτρα θεραπείας. Ειδικό Ερώτηµα: Καθιστά η προϋπόθεση της έγκρισης από ένα τρίτο της απασχόλησης σε µια τράπεζα εργαζοµένου σε οποιοδήποτε βαθµό πέραν του αρχικού, την απασχόληση µη ελκυστική ή παρακωλύει δυσανάλογα την άσκηση των ελευθεριών αυτών, όπως την εννοεί το ΕΚ.; Απάντηση: 1. Το ερώτηµα είναι δύσκολο και περίπλοκο, γιατί η πρακτική αυτή της έγκρισης έχει ως σκοπό τη διασφάλιση εύλογων συµφερόντων των εργαζοµένων σε µια τράπεζα που είναι η προσδοκία σταδιοδροµίας και εξέλιξης σε ανώτερους βαθµούς Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08 36
(παραγ.4α21). 2. Από την άλλη µεριά, όταν µια τέτοια ρύθµιση αποκλείει παντελώς την απασχόληση τρίτων και επιτρέπει µόνο την εσωτερική πρόσληψη ή ανέλιξη στους ανώτερους βαθµούς, εύλογα µπορεί να τεθεί το ερώτηµα αν µια τέτοια γενική ρύθµιση χωρίς όρους και προϋποθέσεις οδηγεί κατ αποτέλεσµα στον αποκλεισµό απασχόλησης οποιουδήποτε αναγκαίου τρίτου, και πρωτίστως αλλοδαπών και ηλικιωµένων. 3. Με βάση τα γεγονότα, η αιτούµενη από τη Συντεχνία έγκριση δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως απόλυτη. Στην περίπτωση όµως πρώτης απόσπασης µικρής χρονικής διάρκειας (ίσως µη υπερβαίνουσας το ένα έτος), η έγκριση ίσως να µη απαιτείται. Εισήγηση 1: Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επιτροπή κρίνει σκόπιµο όπως γίνει σύσταση στα δύο µέρη να περιορίσουν τον απόλυτο χαρακτήρα της έγκρισης και να µη αποκλείουν, ενόψει συγκεκριµένων αναγκών σε εξειδικευµένες δεξιότητες εµπειρίες ή αναγκών αναδιάρθρωσης της οργάνωσης µιας τράπεζας, να επιτρέπεται η προσφυγή σε τρίτους είτε για συγκεκριµένο έργο είτε για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα. Εισήγηση 2: Να γίνει σύσταση στα µέρη όπως εξεύρουν µια ισόρροπη λύση που να διαφυλάσσει το δικαίωµα των εργαζοµένων να εξασφαλίσουν την ανέλιξη του προσωπικού και την κατάληψη ανώτερων θέσεων από το υφιστάµενο προσωπικό και, ταυτόχρονα, να ικανοποιεί το συµφέρον µιας τράπεζας να χρησιµοποιεί για ορισµένο χρονικό διάστηµα αριθµό προσώπων εκτός οργανικών θέσεων που είναι απαραιτήτως αναγκαία για την επιτυχία των επιχειρηµατικών της σκοπών. Εισήγηση 3: Η Επιτροπή έχει επίσης την άποψη ότι για ορισµένο µικρής διάρκειας χρονικό διάστη- µα (ίσως µέχρι ένα έτος), που να µη δηµιουργεί την εντύπωση της συνεχούς ή και µόνι- µης απόσπασης, αυτή να γίνεται χωρίς έγκριση, αλλά µόνο µε ενηµέρωση της συντε- 37 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08
χνίας. Εξάλλου τα απαιτούµενα στοιχεία τα υποβάλλει στην αρµόδια αρχή η αποσπώσα επιχείρηση σύµφωνα µε το άρθρο 8 του Νόµου. Ειδικό ερώτηµα: Πώς είναι δυνατή η επίτευξη επίλυσης της διαφοράς και εφαρµογής των εισηγήσεων της Επιτροπής για το σκοπό αυτό, αλλά και για να αποφευχθεί στο µέλλον παρόµοια διαφορά; Απάντηση και Εισήγηση 4: Το σύστηµα που καθιερώθηκε στην Κύπρο από της Ανεξαρτησίας της καταδεικνύει έµπρακτα ότι ο διάλογος και η συνδιαλλαγή, µε ή χωρίς τη βοήθεια της αρµόδιας κρατικής µεσολαβητικής υπηρεσίας, διασφάλισε και διασφαλίζει λύσεις κοινά αποδεκτές µέσα σε πνεύµα κατανόησης και συνεργασίας µε την εξυπηρέτηση των εκατέρωθεν συµφερόντων, αλλά και µε επικράτηση της εργατικής ειρήνης και σταθερότητας προς όφελος της οικονοµίας και της κοινωνίας. Μέσα σ' αυτό το πνεύµα ενδείκνυται να θεαθεί και κριθεί η ανακύψασα διαφορά και να επιχειρηθεί η επίλυσή της. Ο Κώδικας Βιοµηχανικών Σχέσεων και η Υπηρεσία Μεσολάβησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προσφέρουν τα απαραίτητα πλαίσια και παρέχουν τις αναγκαίες δυνατότητες ώστε η διαφορά να επιλυθεί και να εδραιωθεί και πάλι πνεύµα ειρήνης, συναντίληψης και συνεργασίας µεταξύ των εµπλεκοµένων στην εργασιακή διένεξη µερών. Εισήγηση 5: Ενόψει της υποβολής αιτηµάτων από τις δύο πλευρές προς συνοµολόγηση νέας συλλογικής σύµβασης, όλα τα ζητήµατα, που έχουν εντοπιστεί από την Επιτροπή και χρήζουν µελέτης, διαπραγµάτευσης και διασάφησης, ενδείκνυται να αποτελέσουν µέρος των διαπραγµατεύσεων προς επίτευξη συνολικής λύσης. Η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της ότι, σε περίπτωση που θα παραµείνουν αναποφάσιστα και αρύθµιστα ορισµένα από τα επίµαχα σηµεία, θα ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος κατάρρευσης οποιασδήποτε συµφωνίας η οποία δεν θα είναι καθολική και ολοκληρωµένη. Εισήγηση 6: Κωδικοποίηση - Συγκεκριµενοποίηση της πρακτικής Προς αποφυγήν σύγχυσης, καλό θα ήταν η υφιστάµενη πρακτική να συγκεκριµενοποιηθεί και να τεθούν οι απαραίτητες παράµετροι ούτως ώστε να µετατραπεί από άγραφη και, σε ορισµένα σηµεία, ίσως αόριστη, σε έγγραφη, σαφή και καθορισµένη. Ένας τρόπος επίτευξης της πιο πάνω εισήγησης είναι η ενσωµάτωση της σε συλλογική σύµβαση. 20. ƒ 4 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08 38
Απάντηση: Η Επιτροπή µε βάση αδιαµφισβήτητα γεγονότα και χωρίς να τοποθετείται επί αµφισβητούµενων θεµάτων και θεµάτων αξιοπιστίας διαβλέπει εκδικητικότητα. Όµως το ερώτηµα βασίζεται στην προϋπόθεση ότι η απεργία ήταν νόµιµη, θέµα το οποίο ευρίσκεται ενώπιον του ικαστηρίου. Εισήγηση 7: Η εισήγηση της Επιτροπής είναι ότι το πρόβληµα αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αντικείµενο άµεσης διαβούλευσης και να επιλυθεί στο πλαίσιο της εξεύρεσης συνολικής λύσης. Άλλα θέµατα που εξέτασε η Επιτροπή 21. ƒ ƒ π ªπ ª π 1. Ανάλυση του περί Εµπορικών ιαφορών (Συνδιαλλαγή, ιαιτησία και Έρευνα) Νόµου Κεφ. 187. Η άποψη της Επιτροπής είναι ότι ο Νόµος αυτός είναι εκτός της σηµερινής πραγµατικότητας. Θεσπίστηκε το 1941, όταν ο Κυβερνήτης της Κύπρου, τότε Αγγλικής αποικίας, είχε την ευθύνη της επίλυσης των σοβαρών εργατικών διαφορών. Μετά το 1960 η ευθύνη αυτή ανατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επίσης, πριν το 1960, το εργασιακό σύστηµα ήταν διαφορετικό. Ούτε οι εργαζόµενοι ούτε οι εργοδότες ήταν τότε οργανωµένοι στο βαθµό και στην έκταση που είναι τώρα. 2. Φύση έρευνας δυνάµει του Κεφ. 187 και της διαδικασίας που ακολουθείται. Εκτός από µικρές διαφορές στη διαδικασία που αναφέρονται στο Κεφ. 187, η φύση της έρευνας που διεξάγεται δυνάµει του Κεφ. 187 δεν διαφέρει από τη φύση της έρευνας που διεξάγεται δυνάµει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόµου Κεφ.44. Η διαδικασία έχει και στις δύο περιπτώσεις διερευνητικό χαρακτήρα και, παρά το γεγονός ότι έχουν οιονεί δικαστικό χαρακτήρα, εντούτοις δεν ακολουθείται η διαδικασία της αντιπαράθεσης. 39 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08
Κύριες διαφορές είναι ότι στην έρευνα: δεν υπάρχουν διάδικοι αλλά επηρεαζόµενα µέρη δεν τηρούνται κανόνες απόδειξης η διαδικασία ρυθµίζεται από την Επιτροπή µε κύριο γνώµονα η διαδικασία να είναι δίκαιη οι µάρτυρες κλητεύονται από την Επιτροπή και τυγχάνουν προστασίας από τηνεπιτροπή σε περίπτωση που γίνονται υβριστικές ή επιζήµιες αναφορές σε αυτούς. Σε διαδικασίες αντιπαράθεσης οι µάρτυρες δεν τυγχάνουν τέτοιας προστασίας. 3. Εκκρεµούσα αγωγή Επειδή αναφέρθηκε, κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ότι εκκρεµεί ενώπιον του ικαστηρίου αγωγή που ηγέρθη εκ µέρους της Τράπεζας εναντίον της Συντεχνίας και άλλων, µε την οποία οι ενάγοντες αξιώνουν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απεργία που έγινε το Μάιο, Ιούνιο του 2007, ήταν παράνοµη, η Επιτροπή έκρινε σκόπιµο να µελετήσει τυχόν επιπτώσεις επί της έρευνας ή και αντίστροφα επί της αγωγής. Η Επιτροπή κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η εκκρεµότητα της δικαστικής διαδικασίας δεν εµποδίζει τη συνέχιση της έρευνας. Από την άλλη πλευρά η έρευνα, σκοπός της οποίας είναι η συµβολή στην εξεύρεση λύσης της διαφοράς, δυνατόν να έχει ευεργετικά αποτελέσµατα στην τύχη της αγωγής. Η παραποµπή ακόµη και από το δικαστήριο σε διαµεσολαβητικές ή άλλες προσπάθειες προς επίλυση διαφορών είτε πριν είτε µετά την έναρξη δικαστικής διαδικασίας, σύµφωνα µε τις σύγχρονες αντιλήψεις, όχι µόνο ενθαρρύνεται, αλλά και επιβάλλεται. 4. ιαιτησία Οι επιλογές παραποµπής εργατικών σε διαιτησία είναι τρεις. Η µια είναι δυνάµει του κώδικα βιοµηχανικών σχέσεων, η άλλη δυνάµει του Κεφ.187 και η τρίτη δυνάµει του Κεφ.44 (περί ιαιτησίας Νόµου). Η τρίτη επιλογή όµως δεν προσφέρεται, όταν η διαφορά παραπέµπεται σε διαιτησία δυνάµει του Κεφ. 187. Η άποψη της Επιτροπής είναι ότι η παραποµπή της διαφοράς σε διαιτησία δυνάµει του Κεφ. 187 δεν είναι η καλύτερη επιλογή λόγω των αναχρονιστικών διατάξεων του Νόµου. Γίνεται εισήγηση για µελέτη των άλλων επιλογών για τον εκσυγχρονισµό και πλήρωση κενών. Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08 40
22. Àª ƒøª π Η Επιτροπή εξέτασε επίσης τα πιο κάτω σηµεία, τα οποία ηγέρθησαν είτε άµεσα είτε έµµεσα. 1. Αλλοδαπότητα εν διαπιστώθηκε να λήφθηκε υπόψη σε καµιά πτυχή της διαφοράς το στοιχείο της αλλοδαπότητας αναφορικά είτε µε τους αποσπαζόµενους υπαλλήλους είτε µε την αποσπώσα τράπεζα. Στην απόσπαση ο υπάλληλος που αποσπάται δεν έχει ελεύθερη επιλογή τόπου εργασίας. Αυτό το αποφασίζει ο εργοδότης του. Η απαίτηση για έγκριση δηµιουργεί "περιορισµό" στο αποσπών µέρος και όχι στον εργαζόµενο. Εξάλλου στην υπό διερεύνηση περίπτωση η έγκριση για τους ίδιους υπαλλήλους δόθηκε δύο φορές πριν το 2007. 2. Κακοπιστία - Κατάχρηση Η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε επί ισχυρισµών που έγιναν εναντίον αλλήλων για κακοπιστία και κατάχρηση εξουσίας. Ο λόγος που η Επιτροπή ακολούθησε την γραµµή αυτή ήταν, πρώτον, γιατί οι ισχυρισµοί αυτοί δεν έχουν σχέση µε τους όρους εντολής και, δεύτερον, γιατί µια τέτοια τοποθέτηση δεν θα προήγαγε τη δηµιουργία ήπιου κλί- µατος συνδιαλλαγής προς επίτευξη επίλυσης της διαφοράς, αλλά απεναντίας, θα συνέβαλλε στη διατήρησή της. 3. Νοµιµοποίηση της Ε.Τ.Ε. στην επίκληση της Οδηγίας/ Νόµο 137(1)2002 Ένα άλλο σηµείο, το οποίο προεβλήθη κατά τη διάρκεια της ακροάσεως, είναι ότι η Ε.Τ.Ε. δεν δικαιούται να επικαλεσθεί το Νόµο περί αποσπάσεων και ένας από τους λόγους είναι ότι δεν δικαιούται να παρέχει διασυνοριακές τραπεζικές υπηρεσίες. Η άποψη της Επιτροπής είναι ότι ο ισχυρισµός αυτός δεν ευσταθεί και ότι σύµφωνα µε τις σχετικές Οδηγίες και το Νόµο για Πιστωτικά Ιδρύµατα η εν λόγω τράπεζα (µητρική) δικαιούται, µέσω της θυγατρικής τράπεζας (Ε.Τ.Ε.Κ.), να διεξάγει τραπεζικές εργασίες στην Κύπρο. Εξάλλου οι αυστηροί κανόνες πολιτικής δικονοµίας περί των κατάλληλων διαδίκων δεν εφαρµόζονται σε διαδικασία διερευνητικού χαρακτήρα όπου δεν υπάρχουν διάδικοι, τη διαδικασία τη ρυθµίζει η Επιτροπή και τα ευρήµατά της δεν είναι δεσµευτικά. Εκείνο που ενδιαφέρει την Επιτροπή είναι η ουσία και όχι ο τύπος. øƒ π Àƒπ Ãπ À Ãπ À À π À π ( ƒ ƒ ) (ª ) (ª ) 41 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 08
15 Ú appleâ ÈÎfi π -º µ 07