Υπεύθυνοι Καθηγητές: Πλάκας Ηλίας Γιώτα Ευαγγελία



Σχετικά έγγραφα
12/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Παραμυθιάς

Μόδα και ενδυμασία από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους.

Δημιουργία Υφασματογραφίας

ΑΡΧΑΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ. Ερατώ Αϊδίνη Χρύσα Βουλιστιώτη Κωνσταντίνος Κονδύλης Εύη Ξουρή Θεοδώρα Τελάκη

Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΦΤΣΑΣ

Κοινωνιολογία της Μόδας από ιστορική σκοπιά

ΟΜΑΔΑ 3 Ιμάτιο-Εξωμίδα-Χλαμύδα. Κώστας Μπάρτζης και Έλενα Τασίου 1 ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο Θεσ/νίκης Τμήμα Δ

Πάνελ καμβά με ενσωματωμένο κούμπωμα και καμβά για εσωτερική επένδυση

Οι ενδυμασίες της Αφρικής

Ενδυμασία και Μόδα από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεώτερους χρόνους

Γ-1. Ανήκει στη Διακήρυξη Υπ αριθμό 07/16 ΣΝΔ από ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟΛΩΝ ΕΙΔΩΝ ΡΟΥΧΙΣΜΟΥ CPV : ΑΘΗΝΑ 2018

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

Τα ρούχα του Βασιλιά

Παλαιολιθική και Νεολιθική Εποχή

Η φορεσιά ενός λαού, εκφράζει άμεσα όπως είναι γνωστό- το αισθητικό επίπεδο και τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες τις οποίες βιώνει σε κάθε

ΣΤΟΛΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

ΜΟΔΑ ΚΑΙ VINTAGE ΑΝΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ

Ερευνητική Εργασία Β Τετραμήνου. 4 ο Γενικό Λύκειο Λαμίας Τμήμα: Β 4

ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΟΛΩΝ ΟΠΛΙΤΩΝ. Στολή Εξόδου

ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ. Ερευνητική Εργασία Α Τετραμήνου 4ο Γενικό Λύκειο Λαμίας Τμήμα: Α 6 Σχ. Έτος :

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ: ΥΦΑΣΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΝ ΥΜΑΣΙΑΣ ΕΧΟΕ

ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΣΤΟΛΗΣ

MYSTICO Βαμβακερή Φόρμα - Πυτζάμα

ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΑΝΤΑ

ΙΑΠΩΝΙΑ. Κατσιφής Ανδρέας Κατσίκας Κωνσταντίνος Αλιάι Εργκίσα Βουτυριάδη Σοφία

ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΑΝΤΑ

Ρούχα κουζίνας / παραγωγής Σακάκια Παντελόνια Σκούφοι/Μπαντάνες Ρούχα παραγωγής Ποδιές κρεοπώλη

ΒΑΣΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 4. ΠΡΟΣ: Όλα τα Μέλη του Σ.Ε.Π. ΘΕΜΑ: Κανονισμός Στολών. Αγαπητοί μου,

Η Στολή. Τιμοκατάλογος ειδών Στολής

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ

Διαστάσεις: ύψος 35 εκ., πλάτος 32 εκ., βάθος 10 εκ., περίμετρος ανοίγματος 78 εκ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑΣ

401 LW12 Πρωτεύουσα Γυναικεία Πουκαμίσα 24 Kingsmill 210 g Μαύρο, Μπλέ σκούρο, Λευκό XS - 3XL Λιλά S - XXL LW13 Μοντέρνα Πουκαμίσα 24

Κατσούνα, σαρίκι και στιβάνια -Τα αξεσουάρ των αγροτών της Κρήτης

ΜΟΔΑ ΣΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 60

Ένας οδηγός για τη σωστή κάλτσα

fι:χνοi1 ο γ1κ ό εκποι~ιυτικ ο ' Ι δ ρυμcι τ.ε.ι. ΠΕΙΡΑΙΑ Τμήμα Κλωστοϋφαντουργ(ας Παραδοσιακές ενδυμασίες της Χίου και

vassiliki handmade clothing LOOKBOOK

ΙΖ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού

1 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΡΕΒΕΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΧ. ΕΤΟΥΣ ΤΑΞΗ Α. Τα Ρούχα μας αυτοί οι Άγνωστοι!!!!

ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Τηλ

ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΡΟ ΙΑΓΡΑΦΩΝ ΕΙ ΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΣΤΟΛΗΣ

Χριστουγεννιάτικα στολίδια από ανακυκλώσιμα υλικά!

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΛΥΣΗ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

The sea speaks to me της Αθανασίας Ανδρίτσου

ΤΜΗΜΑ XII ΚΕΦΑΛΑΙΟ 64 ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ, ΓΚΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΕΙΔΗ. ΜΕΡΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΥΤΩΝ

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΟΥ 20 ου αιωνα

περιεχόμενα Σκουφιά Καπέλα Πασμίνες - Κασκόλ Γάντια Σετ γυναικεία - παιδικά Αξεσουάρ...

Βυζαντινά Χρόνια. Τι έτρωγαν, Τι έπιναν Οι συνήθειες τους, Ενδυμασία

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 62 ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΚΤΑ

Ιούλιος αποκλειστικά στο

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΣΑΚΑΚΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ ΜΕ ΤΙΡΑΝΤΕΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Η Στολή. Τιμοκατάλογος ειδών Στολής

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟΛΩΝ, ΣΗΜΑΤΩΝ & ΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ

ΥΦΑΝΣΗ ΚΑΙ ΓΝΕΣΙΜΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Πρωτεύουσα σειρά ενδυμασίας αναψυχής

Αύγουστος αποκλειστικά στο

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2010 ΛΥΣΕΙΣ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ-ΡΟΥΧΑ (υπερκατηγορία)

Οπωσδήποτε η μόδα αποτελεί αντανάκλαση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και ενσαρκώνει το πνεύμα της κάθε εποχής.

Το μικρό εγχειρίδιο για. Κόμπους και Συνδέσεις

Γενικό Λύκειο Αρχαγγέλου

ΤΜΗΜΑ XII ΚΕΦΑΛΑΙΟ 64 ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ, ΓΚΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΕΙΔΗ. ΜΕΡΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΥΤΩΝ

ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ ΓΙΑ TZAKET ΒΑΜΒΑΚΕΡΟ ΜΕ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Κως: ΝΟΜΟΣ ΔΩΔ/ΣΟΥ Αρ. Πρωτ. :432 ΔΗΜΟΣ ΚΩ ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ & ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΑΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΔΗΜΟΥ ΚΩ

2. Την Απόφαση της Επιτροπής των ΕΚ με αριθμό Ε (2007) 6402/ που αφορά την έγκριση του Ε.Π. «ΑΛΙΕΙΑΣ».,

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

Ομάδα κατασκευών. του Συνδέσμου Νέων της Ι.Μ.Δ.

Καπέλα Σκουφιά Σετ γυναικεία - παιδικά Γάντια Πασμίνες - Κασκόλ Αξεσουάρ

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α Στ 6 (ως συνέχεια του Παραρτήματος Στ της υπ αρ. 16/2016 Διακήρυξης / Α.Ε.Α.)

Υπεύθυνη δασκάλα: Γεωργία Σάββα

E.E. Παρ. ΙΪΙ(Ι) 710 Κ.Δ.Π. 101/2002 Αρ. 3578, Αριθμός 101 Ο ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2000

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61 ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ, ΠΛΕΚΤΑ. γ) τις συσκευές ορθοπεδικής, όπως κηλεπίδεσμους, ιατροχειρουργικές ζώνες (κλάση 9021).

κοστούμι θα φωτιστεί από ένα ροζ φουλάρι και θα δείξει η γυναίκα πιο ξεκούραστη από ότι εάν επέλεγε ένα φουλάρι πορτοκαλί, κίτρινο ή πράσινο.

Η φορεσιά. Contributed by Administrator Wednesday, 11 October :13 - Last Updated Sunday, 16 March 2008

Σκουφιά Καπέλα Πασμίνες - Κασκόλ Γάντια Σετ γυναικεία - παιδικά Αξεσουάρ

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Sportswear MODERN WOMAN MODERN WOMAN. 1. Ζακέτα 69, Φόρμα 69,99

MODERN WOMAN. 1. Τοπ 2σε1 69,99

Ομάδα κατασκευών. του Συνδέσμου Νέων της Ι.Μ.Δ.

ΕΛΛΑΔΑΣ» «Η ΤΟΠ 1 Κ Η ΕΝ Δ Τ ΜΑ Σ 1 Α Σ Ε ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΛΩ Σ ΤΟ?ΦΑΝΤΟ Τ Ρ Γ 1 Α Σ ΤΙΤΛΟΣ: Τ.Ε. 1. ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΟΜΕΑΣ ΠΛΕΚΤ 1 ΚΗΣ ...

Γενικά για την ελληνική φορεσιά

SAMPLE VISI CORSE by 45 th Primary School of Heraklion 4 th Primary School of Nea Alikarnassos ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

ΓΡΑΒΑΤΕΣ & ΠΟΔΙΕΣ. SOL S BEL-AIR ΑΝΔΡΙΚΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΑΛ ΒΑΜΒΑΚΙ ΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΝΙΚΙΑ 100% βαμβάκι διαγωνάλ μερσεριζέ (απαλή υφή)

MODERN WOMAN MODERN WOMAN. 1. Πουκάμισο 69, Παντελόνι 54,99

ΘΕΜΑ: «Πρόσκληση ενδιαφέροντος για κατάθεση Οικονομικής Προσφοράς».

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Project A Λυκείου. Ασημακοπούλου Όλγα Διαμαντοπούλου Λώρα Καραφύλλη Ελένη Τζεβελεκάκη Μαρία. Θέμα: Ιστορική συνέχεια στους παραδοσιακούς χορούς

ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΝΔ ΥΜΑΣΙΕΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΥΠΟ:ΙΩΑΝΝΑ ΖΕΡΒΑ ΒΙΒΛ Ι ΟΘΗΚΗ

4. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

Μια μέρα στη ζωή μιας γυναίκας που φτιάχνει «μαρτενίτσες»

PROWEAR σελίδα SOL S ΡΟΥΧΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ρούχα εργασίας ANTOXH SOL S PROWEAR

ΜΠΛΟΥΖΕΣ ΙΑΤΡΙΚΟΥ & ΠΑΡΑΙΑΤΡΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

1. Προστατευτικά κεφαλής και προσώπου

Transcript:

2 Ο ΛΥΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ Τάξη :Β Λυκείου Σχολικό έτος: 2012 2013 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Παραδοσιακή ενδυμασία Στερεάς Ελλάδος ΟΜΑΔΑ1 Μέλη ομάδας : 1. Βαρούτη Παρασκευή 2. Γιαταγάνα Ασπασία 3. Παπαθανασίου Κωνσταντίνος Υπεύθυνοι Καθηγητές: Πλάκας Ηλίας Γιώτα Ευαγγελία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η πρακτική,αρχικά, ανάγκη του ανθρώπου να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα διευκόλυναν την επιβίωσή του, καθόριζε και τον τρόπο που χρησιμοποιούσε και εκμεταλλευόταν το περιβάλλον και τα προϊόντα του. Επινόησε μάλιστα τεχνικές και εργαλεία (πέρασμα των ινών, πλέξιμο της ψάθας, αργαλειό, υφαντική) που του επέτρεψαν να καλύψει με μεγαλύτερη ευκολία και τις πρακτικές και τις αισθητικές του ανάγκες. Οι ελληνικές τοπικές ενδυμασίες έχουν πιθανά τις ρίζες τους στο Βυζάντιο. Η μορφή τους και η αφάνταστη ποικιλία τους μαρτυρά και τα διάφορα στοιχεία που δέχτηκαν από τις ξένες επιδράσεις κυρίως κατά το 17 ο, 18 ο αιώνα. Παράλληλα όμως αυτή η ποικιλία σε υλικά, σχήματα και χρώματα καθορίσθηκε και από δυο σημαντικές παραμέτρους, το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και δεσμεύτηκε από αυτές. Σε πολλές περιπτώσεις οι φυσικές συνθήκες επέβαλλαν τη χρήση χοντρών μάλλινων υφασμάτων (ορεινές φορεσιές), σε άλλες βαμβακερών και μεταξωτών (νησιώτικες φορεσιές) και σε άλλες συνδυασμός αυτών των πρώτων υλών (πεδινές φορεσιές). Εξίσου, η κοινωνική τάξη, η ηλικία καθόρισαν τον τρόπο που ραβόταν και κεντιόταν κάθε κομμάτι της φορεσιάς. Άλλη για τους πιο ευκατάστατους, άλλη για τους ηλικιωμένους, άλλη για τις παντρεμένες. Με όλα αυτά τα στοιχεία έζησε και εξελίχτηκε η καθημερινή, η γιορτινή και η νυφική φορεσιά. Ειδικότερα η περιοχή των χωριών της Οίτης και γενικότερα της Φθιώτιδας σαν αναπόσπαστο κομμάτι της Ρούμελης, έχει μια κοινή πολιτιστική κληρονομιά, όχι μόνο στους χορούς και στα τραγούδια, αλλά και στις εκδηλώσεις της καθημερινής τους ζωής και τον τρόπο ενδυμασίας. Η ομάδα μας λοιπόν, έχει αναλάβει να σας παρουσιάσει αυτό τον τρόπο ενδυμασίας της περιοχής της Ρούμελης αλλά και ορισμένων γειτονικών περιοχών. Μέσα από την εργασία αυτή θα γνωρίσετε την παραδοσιακή μας στολή (αντρική και γυναικεία) με την βοήθεια μίας αναλυτικής παρουσίασης των επιμέρους κομματιών που την αποτελούν. Θα μάθετε επίσης τον τρόπο με τον οποίο φοριόταν αλλά και τα αντικείμενα με τα οποία την στόλιζαν τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες (κοσμήματα, όπλα

κα.). Ελπίζουμε η εργασία αύτη να σας φέρει, όπως και εμάς σε επαφή με την παράδοση του τόπου μας και κατ επέκταση με τον πολιτισμό της χώρας μας αναπόσπαστο κομμάτι του οποίου αποτελεί αναμφισβήτητα και η παραδοσιακή στολή. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Η εξέλιξη της παραδοσιακής φορεσιάς στην Ελλάδα 2. Είδη παραδοσιακών στολών Στερεάς Ελλάδας 3. Η γυναικεία παραδοσιακή στολή 4. Η αντρική παραδοσιακή στολή 5. Παραδοσιακή στολή Αράχωβας 6. Παραδοσιακή στολή Δεσφίνας 7. Φωτογραφίες και σχόλια 8. Έργα Θεόφιλου 9. Παραδοσιακές στολές Θεσσαλίας 10. Παραδοσιακή στολή Ηπείρου 11. Ενδυμασία 1821 ΕΙΔΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΛΩΝ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Αμαλία η κλασσική ενδυμασία για όλη την Ελλάδα. Εύζωνας η στολή της προεδρικής φρουράς. Τσολιάς η πιο διαδεδομένη φορεσιά από την Πελοπόννησο μέχρι τη Ρούμελη. Βλάχους και Βλάχα παραδοσιακή φορεσιά. Σαρακατσάνοι λαϊκή φορεσιά του Τσέλιγκα και της Τσελιγκοπούλας.

ΕΙΚΟΝΕΣ

Παραδοσιακή στολή, φορεσιά που αποτελείται από: σεγκούνι και ποδιά από τσόχα, φόρεμα (πουκάμισα) μαντήλα Κεφαλής. Ο πολιτιστικός μας πλούτος είναι τόσο μεγάλος και με ποικιλία που ξεπερνά την φαντασία, σε κάθε περιοχή υπάρχουν πολλές παραλλαγές για την ιδία φορεσιά. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές. Ίσως να μη ντύνονται ακόμα όλοι

«ευρωπαϊκά» αλλά και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές. Οι στολές της προεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες «παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής. Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος. Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Ας κάνουμε αρχή από το κεφάλι. Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά. Η μαντυλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα. Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση. Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους και χαλκογραφίες εκείνης της εποχής φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά. Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κι ο Πανουργιάς. Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγκιόρος

ταγματάρχης του εγγλέζικου στρατού στα Επτάνησα το 1808 και την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ αυτό και στέκονταν στην κορφή. Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσαν αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνήθιζαν. Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (βασιλικής παλαιότερα). Και γενικότερα η στολή της προεδρικής φρουράς ακολουθεί την στολή των Σουλιωτών σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του. Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά. ΝΤΥΣΙΜΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Μαλλιά Απ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ αφήνανε περήφανα σαν χαίτη να

ξανεμίζουν στους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνήθιζαν πιο μακριά τα μαλλιά τους απ τους Ρουμελιώτες. Κι απόμειναν ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων. Γελέκι Στο κορμί φορούσαν εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια,κορδόνια.

Φουστανέλα Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσους έρχονταν απ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες. Η φουστανέλα μ όλο που ήταν καμωμένη με άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι! Πολλοί

επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το απόφευγαν μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλα τους. Υποδήματα Τα πόδια τους τα σκέπαζαν ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι ύστερα κόκκινες μοιάζανε με τις γκέτες σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά. Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί τις θηλιές και το λουρί αυτό το έπιαναν απ την κάλτσα τους κάτω απ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Υπήρχε και άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, ενώ τ' άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.

Ντουλαμάς Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι έφταναν ως κάτω απ το γόνατο. Τις ύφαιναν με «φλόκο» - κρόσια που τον φορούσαν από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο. Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.

Σελλάχι Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το έζωναν στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα - φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσαν τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια άκρη πάντα θα βρισκόταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα. Στολίδια Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του

κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες και κάλυπτε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλικωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό και στη μέση το κουτσέκι σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα. Απ το αριστερό τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του και το Βαγγελισμό ή την Ανάσταση. Στην δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά. Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά μεριά κρεμόνταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα σε δυο σε τρεις αράδες κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ή τοκάδες. Δυο όμοια γαντζούδια σκέπαζαν τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνήθιζαν πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γέρο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ Η περιγραφή της φορεσιάς των γυναικών επιχειρείται εδώ κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε φορά να προβάλλεται

καθένα κομμάτι της πρώτα σαν κατεξοχήν καλλωπιστικό εξάρτημα της τοπικής λαϊκής γυναικείας φορεσιάς και στη συνέχεια σαν πρακτικό κυρίως συμπλήρωμα της καθημερινής γυναικείας αμφίεσης. Η γυναικεία λαϊκή φορεσιά απαρτιζόταν από το πουκάμισο, το μαντίλι, το γελέκι, τη φούστα, το φόρεμα, την ποδιά, το σεγκούνι, τη ζώνη, τις πατούνες και τα τσαρούχια. Από τα κομμάτια αυτά, άλλα πλέκονταν ή κεντιόνταν στο χέρι ή υφαίνονταν στον αργαλειό ή ράβονταν στη μηχανή από τις γυναίκες του χωριού ή επιτηδεύονταν με αυτά ντόπιοι ή ξένοι αξιόλογοι τεχνίτες, άλλα πάλι σαν υφάσματα ή έτοιμα έμπαιναν στο χωριό από τις Βαλκανικές ή τις Ευρωπαϊκές χώρες. Τέλος η ύπαρξη ακόμα και σήμερα τέτοιων παλιών κομματιών της γυναικείας λαϊκής φορεσιάς, που φυλάσσονται επιμελώς στις κασέλες των γυναικών του χωριού, οι μαρτυρίες γι' αυτά γεροντισσών που τα γνώρισαν από κοντά και τα φόρεσαν κι η αναφορά τους στα προικοσύμφωνα όπου απαριθμούνται σαν επιμέρους αντικείμενα της προίκας, ήταν βασικές προϋποθέσεις, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η πληρότητα κι η αξιοπιστία της παρακάτω περιγραφής τους. 1. Το γυναικείο πουκάμισο, μακρύ ως το γόνατο ήταν κατά κανόνα χειριδωτό, δηλαδή με μανίκια, που έφταναν

ως τον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν με ένα ασημόκουμπο. Άσπρο, κάτασπρο ήταν γενικά ή μεταξωτό ή συνήθως φτιαγμένο από χασέ (άσπρο βαμβακερό ύφασμα). Το πουκάμισο που προοριζόταν για συμπλήρωμα γυναικείας φορεσιάς, ήταν κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές (κλωστές) στη λαιμαργιά και τις μανσέτες του. Το πουκάμισο σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, γινόταν επίσης από έτοιμο πανί ποικίλης προέλευσης, όπως από Γιαννιώτικο, Αμερικάνικο και Φραγκόπανο, δηλαδή Ευρωπαϊκό πανί, που ήταν λεπτό και εκλεχτής ποιότητας. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο πουκάμισο, γνωστό με το όνομα χερίσιο, δηλ. φτιαγμένο με το χέρι, στον αργαλειό, που ήταν για καθημερινή χρήση, μάλλινο για το χειμώνα, λινό για το καλοκαίρι. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η όλη εμφάνιση του γιορτινού πουκάμισου κοσμείτο από μια πρόσθετη δαντέλα περασμένη γύρω από τη λαιμαργιά και τις μανσέτες του, όπου επίτηδες προεξείχε για να προβάλλεται ή από τη λαιμαργιά, είδος κεντημένου περιλαίμιου, που φάνταζε στο στήθος σαν εγκόλπιο. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως ονομαστό ήταν το πουκάμισο της Βράνιας, αξιομνημόνευτο το ξενθυμενίσιο πουκάμισο που ήταν φτιαγμένο από είδος ομώνυμου βαμβακομέταξου

υφάσματος και ασύγκριτο το γιορτινό ή νυφιάτικο πουκάμισο φτιαγμένο από πιμπιζάρι, είδος βαμβακομέταξου υφάσματος, που ήταν μακρύ ως τα πόδια, με φαρδιά μανίκια και χρυσοκέντητες φυτικές διακοσμήσεις στο άνοιγμα του λαιμού και τα μανίκια. 2. Το μαντίλι της κεφαλής, απαραίτητο συμπλήρωμα της γυναικείας φορεσιάς, ήταν μαύρο εκλεκτής ποιότητας, συνήθως από τσίπα, πολύ λεπτό, σχεδόν διάφανο και σταμπάτο, δηλαδή έφερνε στην τετράγωνη άκρη του ολόγυρα σταμπαρισμένο κέντημα, συνήθως κλάρα με λουλούδια σε απαλές και αχνές αποχρώσεις χρώματος κόκκινου, πράσινου και γαλάζιου. Το μαντίλι αυτό, πέρα από το σταμπάτο κέντημά του είχε στον κόθρο του, πρόσθετο ποικίλο κέντημα, που γινόταν με λογιαστά μπρισίμια σε ένα έως τρία κάτια. Το πρόσθετο αυτό κέντημα, που συνδετικός του κρίκος με το μαντίλι ήταν ο καγκελάς, είδος προκαταρκτικού κεντήματος σε σχήμα ποντικόδοντου, ανάλογα με το είδος του σχεδίου του ονομαζόταν μπαρμπαρόζα, όταν είχε το σχήμα φύλλου μοσχομολόχας, βασιλικό, όταν είχε το σχήμα φύλλου βασιλικού, μακεδονήσι, όταν είχε το σχήμα φύλλου μαϊντανού, ανθάκι, όταν είχε το σχήμα λουλουδιού, πεταλούδα, όταν είχε το σχήμα πολύχρωμης πεταλούδας,

πέταλο όταν είχε το σχήμα πετάλου, που κατέληγε μάλιστα σε φούντα. Τα μαντίλια ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους διακρίνονταν στης Πόλης (Πολίτικα), της Ραιδεστού (Ροδοστιανά), της Βιέννας (Βιεννέζικα), της Φραγκιάς (Φραντζέζικα), των Ιωαννίνων (Γιαννιώτικα), της Βράνιας, της Βλαχιάς, της Τριέστης (Τεργέστης), της Κάρλοβας (Καρλόβου) και της Λιβόρνας (Λιβόρνου). Εξάλλου τα μαντίλια ανάλογα με το κόστος τους σε γρόσια ονομάζονταν δεκαρίσια, όσα στοίχιζαν δέκα γρόσια κι είχαν για κέντημα κλάρα πράσινη ή κίτρινη και οχτάρια, όσα στοίχιζαν οχτώ γρόσια κι ήταν συνήθως κλαρωτά με λουλούδια. Υπήρχαν ακόμα και τα πρόστυχα χοντρά μαντίλια της πένας, που στοίχιζαν πέντε γρόσια, είχαν για κέντημα ψάνα και τα φορούσαν οι γυναίκες στις δουλειές. Το μαντίλι ή τσεμπέρι που φορούσαν οι κοπέλες κι οι γυναίκες του χωριού σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης ήταν άσπρο ή μαύρο, μάλλινο για το χειμώνα, βαμπακερό για το καλοκαίρι και μεταξωτό για τις γιορτές. Τα κορίτσια μόλις ξεσκολούσαν, φορούσαν στο κεφάλι τους, σύμφωνα με την επιχώρια συνήθεια, άσπρο μαντίλι, το χρώμα της αγνότητας και της χαράς, σκέτο, δηλαδή χωρίς κέντημα, που για στολίδια του κρέμονταν στην

άκρη της μπάλας του παλιότερα χάντρες κι αργότερα αστραφτερές χρυσαφένιες πούλιες. Ίδια κι απαράλλαχτα άσπρα μαντίλια, σύμβολα της χαράς και του ξεφαντώματος, φορούσαν ευκαιριακά οι κοπέλες, αλλά και οι γυναίκες, όταν το χωριό έμπαινε στον τρύγο. Οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν μαύρα μαντίλια, που έφεραν στο γύρω τους σταμπαρισμένα, ποικίλα, αχνά κεντήματα σε απαλές αποχρώσεις χρώματος κόκκινου, πράσινου, κίτρινου και γαλάζιου. Οι χήρες κι οι γριές φορούσαν επίσης μαύρα μαντίλια, αλλά σκέτα, δηλ. χωρίς κέντημα. Το πιο απλό και συγχρόνως πρακτικό, πρόσθετο κέντημα όλων των μαντιλιών ήταν το ποντικόδοντο, όμοιο με πριονάκι, που περιοριζόταν μονάχα στον κόθρο της προσόψής του και γινόταν για να στέκεται και να μην ξεφτίζει το μαντίλι. Το τετράγωνο αυτό μαντίλι, αφού διπλωνόταν στα δύο και έπαιρνε το σχήμα τριγώνου, δενόταν στο κεφάλι. Έξι ήταν οι κυριότεροι τρόποι δεσίματος του μαντιλιού: 1) Ουρά ή τζουβρές: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι δενόταν ανάλαφρα πίσω στο λαιμό, ώστε να αφήνει ξεσκέπαστο το πρόσωπο, ανέγγιχτη τη μπάλα του και οι δύο άκρες του να σχηματίζουν πίσω στον αυχένα ουρά. 2) Ουρανός: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι δενόταν σφιχτά πίσω στον αυχένα, ώστε να

σχηματίζει μπροστά στην μπάλα θόλο, ενώ οι δύο άκρες του ρίχνονταν μπροστά. 3) Φουρτζές: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, οι δύο άκρες του μαντιλιού περνούσαν σταυρωτά πίσω στον αυχένα και κατόπι δένονταν πάνω στο ζερβό ή δεξιό πλάι του κεφαλιού. 4) Κατσώτα: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, το μαντίλι με δύο ειδικές καρφίτσες, μακριές με κεφάλι, σκαλωνόταν ψηλά και πίσω στον κότσο των μαλλιών και μετά, δενόταν ανάποδα πάνω στο κεφάλι. 5) Τζαντάρ: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό το μαντίλι δενόταν ελαφρά υψηλά στα μαλλιά σε σχήμα φεσιού. Αυτός ο τρόπος δεσίματος του μαντιλιού συνηθιζόταν ιδιαίτερα στο κεντροδυτικό Ζαγόρι. 6) Μπαρμπούλωμα: Σύμφωνα με τον τρόπο αυτό, οι δύο άκρες του μαντιλιού περνούσαν σταυρωτά κάτω και μπροστά από το λαιμό και δένοντανστη συνέχεια πάνω στην κορφή του κεφαλιού. Αυτός ο τρόπος δεσίματος του μαντιλιού, συνηθιζόταν τις καθημερινές από τις γυναίκες, που ήταν απασχολημένες με τις δουλειές του σπιτιού. 3. Το γιλέκι ή ιλέκι μακρύ μόλις ως τη μέση, χωρίς μανίκια, ήταν ή μεταξωτό ή φτιαγμένο από ύφασμα εκλεχτής ποιότητας, γυαλιστερό, λεπτό κι ελαφρύ, μια που φοριόταν την άνοιξη και το καλοκαίρι.

Μονόχρωμο συνήθως, αλλά και εμπριμέ, χρώματος κατά κανόνα καφέ ή μπλε ή βυσσινί, ήταν κεντημένο στα δύο φύλλα της μόστρας του με χρυσές μεταξωτές οτρές σε οδοντωτά ή κοχλυωτά, δηλ. σε σχήμα σαλιγκαριού με λουλουδάτα σχέδια, γνωστά με τ' όνομα γκουργκλάδες. Καθώς κούμπωνε από τη λαιμαργιά ως την ούγια του με μια πυκνή σειρά από ζάβες(κόπιτσες), άφηνε επίτηδες να φανεί ένα φανταχτερό ρέλι, που το χτυπητό του χρώμα ερχόταν σε εντυπωσιακή αντίθεση με το χρώμα του γιλέκου. Πάνω από το ρέλι αυτό, κατέληγε ένα κέντημα με δοντάκια, γνωστό για το λόγο αυτό με το όνομα πριονάκι. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα, μαθαίνουμε πως το γιλέκι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από τζανφέ είδος μεταξωτού υφάσματος, από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από κουτνί είδος μεταξωτού υφάσματος, από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος και από ρούχο, είδος χοντρού υφάσματος. 4. Η φούστα ξεκινούσε από τη μέση, όπου κούμπωνε στο πλάι με μια κόπιτσα και κατέληγε κάτω από το γόνατο. Μάλλινη ή

υφαντή στον αργαλειό για το χειμώνα, βαμβακερή από χασέ ή κάμποτο (είδος αλεύκαστου βαμβακερού υφάσματος) για το καλοκαίρι και από φανέλα για τις γιορτές, που ήταν μάλιστα κεντημένη στον ποδόγυρο με κεντήματα φτιαγμένα στον καμβά (καναβάτσα) σε διάφορα σχέδια και χρώματα, ήταν συνήθως φοδραρισμένη για να πέφτει καλύτερα και να μη ζαρώνει. Έφερνε ακόμα κάτω χαμηλά από μέσα ένα κυκλικό τρουκί, γνωστό με το όνομα μαλακόφ, για να κρατάει φουσκωτό το φόρεμα, μια που φοριόταν κάτω από αυτό, αλλά η γυναικεία φιλαρέσκεια δεν παράλειπε να επιδεικνύει τη φούστα ανασηκώνοντας επίτηδες το φόρεμα. Η φούστα, σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης αποτελούσε μαζί με το κοντό ή με μια ζακέτα για πανωκόρμι ένα απλό σύνολο, που προτιμούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού στο καθημερινό σπορ ντύσιμο τους. Εξάλλου, από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως ονομαστή ήταν η φούστα της Βράνιας, περιζήτητη η φούστα της μόδας και ξεχωριστή η καμπρικένια, φούστα φτιαγμένη από καμπρίκ, είδος πολύ λεπτό μάλλινου γαλλικού υφάσματος. 5. Το φόρεμα ή φουστάνι σαν συμπλήρωμα της

γυναικείας φορεσιάς, αλλά συγχρόνως και της γυναικείας αμφίεσης, μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, ήταν μάλλινο για το χειμώνα, βαμβακερό ή λινό για το καλοκαίρι και μεταξωτό για τις γιορτές. Φαρδύ στο πανωκόρμι και τη φούστα του, με μανίκια επίσης φαρδιά που στένευαν, καθώς κατέληγαν στον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν στις μανσέτες με μια ζάβα, ήταν ή με- σάτο ή με σούφρα στη μέση. Κατά κανόνα φοδραρισμένο, αλλά κι αφοδράριστο, έφερνε ακόμα από μέσα κάτω χαμηλά τον ποδόγυρο φτιαγμένο από ύφασμα αντιάνας για να στέκεται καλύτερα. Μονόχρωμο συνήθως χρώματος καφέ ή μοβ ή μπεζ, αλλά κι εμπριμέ, ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα για τις καθημερινές, ή κεντημένο για τις γιορτές. Το κέντημά του γινόταν με μεταξωτές οτρές και το κούμπωμα περιοριζόταν στη λαιμαργιά, όπου μάλιστα τα λοξά κεντήματα τα έλεγαν σπαθιά και τις μανσέτες, γνωστές με τ' όνομα πουλτσέτια. Σε άλλη περίπτωση αντί για κέντημα έφερνε σειρές από ασημόκουμπα, αραδιασμένα κατά μήκος του κουμπώματος.

Από τα προικοσύμφωνα μαθαίνουμε πως το φουστάνι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από τζανφέ είδος μεταξωτού υφάσματος, από κλάσενα είδος μάλλινου χοντρού μπλε υφάσματος, από φασονέ είδος μάλλινου υφάσματος, από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος, από αλατζά είδος βαμβακερού χοντρού υφάσματος, από ατλάζι είδος μεταξωτού υφάσματος, από ινδιάνα είδος υφάσματος από την Ινδία, από κουτνί είδος μεταξωτού υφάσματος κι από δημοκατώνι είδος λινού υφάσματος. Επίσης στα προικοσύμφωνα μνημονεύονται ονομαστικά διάφορα φορέματα, όπως το γκελμέτι ή γκελμέζι, το κιοταπί, το μαντίνι, το μποχαράκι, το νταρακλή ή ταρακλή, το σουλτανί και το τσηκμιέ. Εξάλλου ονομαστά ξένα φουστάνια ήταν το κουτνί της Βιέννης, το μεταξωτό της Βλαχιάς, το κεντητό της Νιγρίτας κι ο Σμυρνιός αλατζάς. Εγχώριο ήταν το γαλάζιο, φουστάνι γνεστικό χρώματος θαλασσί, που πλεκόταν από τις γυναίκες του χωριού στο χέρι κι ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα, ή κεντημένο με χάρτζια το καλό, με σιρίτια ή γαϊτάνια το κατώτερο. Αξιόλογα επίσης φορέματα όταν το γυναικείο αντερί, μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, με μανίκια που κατέληγαν μόλις στον αγκώνα του χεριού, τολμηρό δείγμα νεωτερισμού για την έλλειψη κοντομάνικων γυναικείων

φουστανιών, φτιαγμένο από μονόχρωμο ή ριγωτό ύφασμα, μεταξωτό ή βαμβακερό, κεντημένο με χρυσές μεταξωτές οτρές και το κορδόνι, είδος νυφιάτικου μεταξωτού φορέματος, χρώματος άσπρου και γυαλιστερού, κεντημένου επίσης με χρυσές μεταξωτές οτρές. 6. Η ποδιά σημαντικό καλλωπιστικό συμπλήρωμα της γυναικείας φορεσιάς, ήταν φτιαγμένη από μαύρο ολομέταξο ατλάζι, φοδραρισμένο με εκλεχτό λεπτό ύφασμα για να μη ζαρώνει και να πέφτει καλύτερα. Κάτω κατέληγε σε φεστόνι, δηλ. ένα μικρό στενό λεπτό ανεβατό οδοντωτό κέντημα, που απαρτιζόταν από πολύ μικρά ανθάκια κεντημένα πάνω σε ένα πλισέ, φαρδύ όσο μισό φουρκί, γνωστό με το όνομα φρούτο, από όπου το είδος αυτό της ποδιάς ονομαζόταν «ποδιά με φρούτο». Πιο πάνω φάνταζε το ανεβατό ή γεμιστό κυρίως κέντημα της ποδιάς, φαρδύ όσο ένα φουρκί, που αποτελούνταν από τριαντάφυλλα, διάφορα λουλούδια, κλαριά και φύλλα, κεντημένα πάνω σε τελάρο με μεταξωτές κλωστές, λογιαστών φανταχτερών χρωμάτων, συναρμολογημένα όλα σε μια τέτοια αναλογική σύνθεση κι ένα τέτοιο αρμονικό συνταίριασμα, ώστε να αποτελούν ένα τέλειο σύνολο.

Η ποδιά ήταν κυρίως πρακτικό παρά καλλωπιστικό συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, μια που χρησίμευε περισσότερο, καθώς φοριόταν πάνω από το φόρεμα για να το προφυλάξει από τον καθημερινό κίνδυνο του λερώματος. Οι ποδιές που έζωναν στη μέση οι κοπέλες κι οι γυναίκες του χωριού ήταν άσπρες ή μαύρες, μάλλινες για το χειμώνα, βαμβακερές για το καλοκαίρι, από ντρίλι (είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος) ή ρετσίνα (είδος εγχώριου βαμβακερο τα υφάσματος) οι καθημερινές και από μετάξι ή κατιφέ (βελούδο) οι γιορτινές. Τα κορίτσια μόλις ξεσκολνούσαν, έζωναν στη μέση, σύμφωνα με την επιχώρια συνήθεια, άσπρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, που για μοναδικό στολίδι είχε συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο της φανταχτερό σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη τσεπούλα γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μαντιλάκι τους. Οι γυναίκες δέναν στη μέση τους μαύρη ποδιά σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα, με συρραμμένο ολόγυρα στον κόθρο του, ομοιόχρωμο σιρίτι και πάνω δεξιά ραμμένη μικρή τσέπη γαρνιρισμένη με το ίδιο σιρίτι, όπου φύλαγαν το μανδηλέλι τους. Οι μεταξωτές ή κατιφένιες ποδιές, που φορούσαν οι γυναίκες τις γιορτές ήταν επίσης μαύρες, αλλά κάτω

κατέληγαν σε ανεβατό δαντελωτό κέντημα από άσπρη ή μαύρη δαντέλα ή σε πλισέ. Οι ποδιές αυτές ήταν επίσης στις προτιμήσεις των μετρημένων γυναικών σαν συμπλήρωμα της γυναικείας φορεσιάς. Υπήρχαν ακόμα οι πρόστυχες ποδιές καμωμένες από χοντρό κατώτερο ποιοτικά μαύρο ύφασμα, που φορούσαν οι γυναίκες στις δουλειές κι οι παρδαλές ποδιές, σύμβολα διασκεδαστικής εκτροπής, που φορούσαν ευκαιριακά οι κοπέλες, αλλά κι οι γυναίκες, όταν το χωριό έμπαινε στον τρύγο. Ακόμα από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως οι γυναίκες φορούσαν ποδιές σκέτες ή κεντημένες φτιαγμένες από διάφορα υφάσματα σε ποικίλα χρώματα, πάντοτε ασορτί με τα φορέματα, όπως πελένιες που ήταν από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, μπογασένιες που ήταν από μπουχασί, είδος χρωματιστού υφάσματος κόκκινου ή γαλάζιου, σατενένιες που ήταν από σατέν είδος βαμβακερού ή μάλλινου ή μεταξωτού υφάσματος, ρούχινες που ήταν από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος, φανελένιες που ήταν από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος, αμπέρι που ήταν από πράσινο ύφασμα στο χρώμα των φύλλων της αμπεριάς (γαζίας) κι υφαντές που υφαίνονταν στον αργαλειό κι ήταν μάλλινες

κόκκινου χρώματος, με σχέδια σε σχήμα ψαροκόκαλου χρώματος άσπρου, μαύρου και πράσινου, που φοριόνταν τις καθημερινές κι ήταν μακριές, γνωστές με το όνομα φούτες. 7. Το σεγκούνι, γνωστό και με το όνομα σαγιάκι-σαϊάκι ή φλοκωτό, όπως το έλεγαν στο κεντρικό Ζαγόρι, ήταν το πιο εντυπωσιακό και συγχρόνως το πιο ακριβό κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς. Ήταν ένα είδος μεσάτου πανωφοριού χωρίς μανίκια, ανοιχτό μπροστά και ριχτό πίσω, πού δενόταν στη μέση με ένα εσωτερικό κουμπί. Μακρύ ως τα μισά της άντζας, κατέληγε σε δύο βαθιά κοψίματα, με τα οποία χωριζόταν σε τρία φύλλα, το μεσιανό στενό και τα δύο ακρινά πλατιά. Φτιαχνόταν από δίμητο, μάλλινο χοντρό και κρουστό μαύρο ύφασμα δουλεμένο ειδικά σε όρθιο (αντρομιδίσιο) αργαλειό. Το ανεβατό κέντημά του γινόταν με μεταξωτές οτρές και κόκκινα μπρισίμια, που το χρώμα τους ήταν ανεξίτηλο. Τα είδη του κεντήματος ήταν ποικίλα, αλλά ακολουθούσαν ορισμένα κοχλιωτά, δηλ. σε σχήμα σαλιγκαριού ή κολιαντίνας, δηλ. σε σχήμα κρίκου αλυσίδας, σχέδια (πλάνα), που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά με διάφορες παραλλαγές. Ανάλογα με την έκταση του κεντήματος ή το καπλάντισμα, το σεγκούνι

διακρινόταν σε μισοσάικο ή τσαπαρένιο, σε κλειστό και σε σπατέλα. Στο μισοσάικο ή τσαπαρένιο σεγκούνι, που ήταν φοδραρισμένο με κλαρωτό ύφασμα, το κέντημα περιοριζόταν στις άκρες ολόγυρά του, στις δύο καμάρες του και την πλάτη του. Το κλειστό σεγκούνι, που ήταν φοδραρισμένο με σατέν ή εμπριμέ ύφασμα, ήταν ολοκέντητο. Το σεγκούνι σπατέλα ήταν καπλαντισμένο στα πλευρά του με δύο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με το όνομα σπατέλα, και το υπόλοιπο κέντημά του ήταν περιορισμένο. Ονομαστός υφαντής και κεντητής σεγκουνιών ήταν ο Δημήτριος Α. Φίτσης (1838-2.1.1921) από τον Ελαφότοπο, που διατηρούσε το εργαστήρι του στο μεσοχώρι, ενώ ξακουστός σεγκουνάς ήταν ο Οδυσσέας Πανταζής από το Μονοδέντρι. Εξάλλου τα σεγκούνια ανάλογα με το κόστος τους σε παράδες ονομάζονταν εφταλιρίτικα, όσα στοίχιζαν εφτά λίρες, πενταλιρίτικα, όσα στοίχιζαν πέντε λίρες και τριαλιρίτικα, όσα στοίχιζαν τρεις λίρες. Υπήρχαν ακόμα και τα πρόστυχα, που στοίχιζαν μια λίρα κι ήταν σιριτένια, δηλ. κεντημένα με σιρίτι. Πέρα από το σεγκούνι, που ήταν αποκλειστικό κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς, οι γυναίκες φορούσαν το χειμώνα και την άνοιξη διάφορα άλλα είδη πανωφοριών, κομμάτια της γυναικείας γενικά αμφίεσης,

όπως το φλοκωτό ή φλοκάτα, τη σαλταμάρκα, το σαμαλατζά και το κοντό. Το φλοκωτό ή φλοκάτα ήταν χοντρό μάλλινο για το χειμώνα, ελαφρύ βαμβακερό για την άνοιξη, πανωφόρι, άσπρο ή μαύρο με φλόκια, από όπου και το όνομά του, καλό, δηλ. καλής ποιότητας για τις γιορτές, της αράδας, δηλ. κατώτερης ποιότητας για τις καθημερινές. Χειριδωτό, δηλ. με μανίκια, ήταν ή σκέτο, δηλ. χωρίς κέντημα ή αρματωμένο, δηλ. κεντημένο με τσίφτι ή σιρίτι ή γαϊτάνι ή σιριτογάιτανο. Ονομαστό ήταν το Μοσχοπολιάνικο φλοκωτό ή φλοκάτα, που προερχόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο φλοκωτό ή φλοκάτα, σκέτο ή τσαπαρένιο, που ύφαιναν οι κυρές στον αργαλειό ή έπλεκαν στο χέρι, γνωστό με το όνομα οσπητίσιο ή γνεστικό. Η σαλταμάρκα ήταν κοντογούνι, δηλ. είδος κοντού χοντρού πανωφοριού, μάλλινου για το χειμώνα γουνιασμένου ειδικά με σαμούρι (η γούνα της νυφίτσας) ή γενικά με γούνα στη λαιμαργιά και τα μανίκια ή είδος αλαφρού, βαμβακερού για την άνοιξη αγούνιαστου πανωφοριού. Ακόμα η σαλταμάρκα ήταν σκέτη, δηλ. χωρίς κέντημα ή τσαπαρένια, δηλ. κεντημένη με γαϊτάνια ή σπατέλα, δηλαδή καπλαντισμένη στα δυο φύλλα της μόστρας της, με δύο ορθογώνια κομμάτια κόκκινης τσόχας, γνωστής με το όνομα σπατέλα. Ο σαμαλατζάς

ήταν είδος καφτανιού, δηλαδή μακριού ως το κότσι του ποδαριού μεσάτου πανωφοριού με μακριά μανίκια, που έδενε στη μέση με μια ζώνη. Γινόταν από έτοιμο μεταξωτό ή βαμβακερό ριγωτό άσπρο και τρανταφυλλί ύφασμα, γνωστό με το όνομα σαλαματζάς, από όπου και το όνομα του σαμαλατζένιου πανωφοριού. Το κοντό, είδος γυναικείου επενδυτή, ήταν μακρύ μόλις ως τη μέση, γεγονός στο οποίο άλλωστε χρωστούσε το όνομά του. Χειριδωτό, δηλ. με μακριά μανίκια, που κατέληγαν σε κομψά κουμίματα και κούμπωναν στα πουλτσέτια με δύο γυάλινα κουμπιά, ήταν φτιαγμένο από μάλλινα ντουμπλαρισμένα υφάσματα καλής ποιότητας, χρώματος συνήθως καφέ ή μπλε, μια που φοριόταν κυρίως το χειμώνα. Υπήρχε όμως και το βαμβακερό κοντό φτιαγμένο από πέλο ή εμπριμέ, που ήταν ελαφρύτερο και φοριόταν την άνοιξη. Το κοντό είτε μάλλινο είτε βαμβακερό κούμπωνε μπροστά με μια μονάχα ζάβα χαμηλά στη μέση κι έτσι άφηνε ανοιχτό το στήθος επίτηδες για να προβάλλεται το γιλέκο. Ήταν επίσης κεντημένο με καφέ ή μαύρες οτρές στη λαιμαργιά, τις μανσέτες και μπροστά στο στήθος, όπου μάλιστα τα κεντήματα τα έλεγαν σπαθιά. Φοριόταν κατά προτίμηση

από τις μεσόκαιρες γυναίκες με τη φούστα, με την οποία αποτελούσε ένα σπορ σύνολο, παρόμοιο με το σημερινό ταγέρ. Το κοντό που φορούσαν οι γυναίκες τις καθημερινές ήταν φτιαγμένο από ρετσίνα ή άλλα φτηνά υφάσματα. Εξάλλου ονομαστό ήταν το κοντό της Βράνιας και της Βλαχιάς, μια που ιδιαίτερα μνημονεύονται στα προικοσύμφωνα. 8. Η ζώνη ή ζώστρα ήταν προπαντός καλλωπιστικό εξάρτημα της γυναικείας φορεσιάς. Διακρινόταν σε υφασμάτινη, που ήταν ομορφότερη και σε μεταλλική, που ήταν ακριβότερη. Η πρώτη γινόταν από γκρενά βελούδο ή βυσσινί ατλάζι κι ήταν κεντημένη με χρυσές μεταξωτές οτρές και στολισμένη με αστραφτερές πούλιες. Χρυσοκέντητη και ολοκέντητη σχεδόν έκλεινε με μια χειροποίητη ασημένια φλωροκαπνισμένη αγκράφα, από την οποία κρέμονταν τρία ή τέσσερα ασημένια κουδουνάκια. Η δεύτερη, σφυρηλατημένη από ατόφιο ασήμι, ήταν φυσεκωτή, δηλαδή απαρτιζόταν από λεπτά ψιλοδουλεμένα ασημένια θηλυκωτήρια, που είχαν το σχήμα φυσεκιού, από όπου και το όνομά της και συναποτελούσαν είδος φυσιγγιοθήκης. Η

φλωροκαπνισμένη κατά κανόνα κούμπωνε με ένα απλό κρίκο ή με μια ασημένια αγκράφα. Εξάλλου οι μεσόκαιρες φορούσαν κατά προτίμηση ζώνη φτιαγμένη από λεπτό βαμβακερό χρυσοκέντητο ύφασμα, που έκλεινε μπροστά με τσαπράζια πολίτικα. Οι ζώνες που φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού σαν καλλωπιστικό και συγχρόνως πρακτικό εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης ήταν ή σκέτες, δηλαδή χωρίς κέντημα ή κεντημένες, καμωμένες από διάφορα ντουμπλαρισμένα υφάσματα, όπως μάλλινες για το χειμώνα, βαμβακερές για το καλοκαίρι, πρόστυχες για τις καθημερινές και μεταξωτές για τις γιορτές. Στα προικοσύμφωνα μνημονεύεται η ζώνη της μόδας, που ακολουθούσε κάθε φορά το συρμό της εποχής και για τούτο ήταν περιζήτητη. 9. Οι πατούνες που φορούσαν οι γυναίκες είτε σαν συμπλήρωμα της γυναικείας φορεσιάς είτε σαν εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης παλιότερα, ήταν χοντρές άσπρες και χαμηλές ως το γόνατο, όπου δένονταν γύρω στην κλείδωσή του με μάλλινο γνέμα, με το οποίο οι γυναίκες έπλεκαν επίσης στο χέρι τα τσουράπια (κάλτσα). Οι πατούνες αυτές

έφερναν στη μύτη και τη φτέρνα τους κέντημα, που γινόταν συγχρόνως με το πλέξιμό τους με γνέμα βαμμένο κόκκινο, μαύρο, μοβ, και χρυσαφί. Το κέντημα αυτό, γνωστό με το όνομα πλουμί (κεντίδι), ανάλογα με το είδος του σχεδίου του ονομαζόταν, τριφύλλι όταν έμοιαζε με το φύλλο του, γκορτσιά όταν έμοιαζε με το κλαρί της, αϊτός όταν παρίστανε το βασιλιά των πουλιών κ.ά. Στο κατόπι οι γυναίκες φορούσαν μαύρες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι συνήθως σκέτες, μάλλινες το χειμώνα, βαμβακερές το καλοκαίρι. Αλλά και τα προπόδια που φορούσαν οι γυναίκες, ήταν παλιότερα άσπρα, πλεγμένα με γνέμα στο χέρι και κεντημένα στη μύτη και τη φτέρνα τους, κατά τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο που κεντούσαν τις πατούνες. Στο κατόπι τα προπόδια όπως και οι πατούνες, ήταν μαύρα σκέτα, μάλλινα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι. 10. Τα τσαρούχια, βασικό συμπλήρωμα της γυναικείας φορεσιάς τα παλιότερα χρόνια, στις μέρες μας οι γόβες. Τα τσαρούχια ήταν φτιαγμένα από κόκκινο λεπτό πρεσαριστό πετσί, που ονομαζόταν τελατίνι. Χωστά

έπιαναν το ποδάρι ως τα κότσια, για να μη βγαίνουν, όταν μάλιστα η γυναίκα χόρευε. Ακόμα μονά, δηλαδή χωρίς δεύτερο πάτο και χωρίς τακούνι ήταν για αυτό ανάλαφρα και κατάλληλα για το χορό και το σεργιάνι. Φανταχτερά στην εμφάνιση είχαν στην κορυφή του ανοίγματος ολόγυρα συρραμμένο ένα σιρίτι από λεπτό μαύρο λουστρίνι κεντημένο στο χέρι με άσπρο γαζί, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο λουστρίνι. Ακόμα οι μύτες τους έφεραν μαύρες ολοστρόγγυλες φούντες από διαλεχτό μεταξωτό νήμα. Οι γυναίκες αγόραζαν τα τσαρούχια τους στο τούρκικο, όπου υπήρχαν πολλά καλά τσαρουχάδικα και αργότερα στο ελληνικό προμηθεύονταν πια τα τσαρούχια τους έτοιμα ή κατόπιν παραγγελίας, από τα ξακουστά τσαρουχάδικα των Γιαννίνων. Τις καθημερινές οι γυναίκες φορούσαν σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, τσαρούχια με διπλό πάτο και τακούνι, οι μεσόκαιρες τσαρούχια χωρίς φούντες, αλλά με μύτες και οι γριές τις λεγόμενες κορδέλες, είδος μαύρων στρωτών χαμηλών πρόχειρων παπουτσιών όμοιων με τα πατήκια, που έδεναν όμως με κορδέλες, δηλαδή κορδόνια, από όπου και το όνομά τους. Μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο τα τσαρούχια σαν συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης αντικαταστάθηκαν

σιγά, σιγά από τα παπούτσια. Μέσα στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν τα πατ στά, είδος παντοφλών. Η ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Η πρώτη και παλιότερη ενδυμασία των αντρών αποτελούνταν από το αντερί, τη φλοκάτα και το φέσι. Το αντερί είδος ριχτού αντρικού φορέματος με μανίκια ήταν ανοιχτό μπροστά, αλλά κούμπωνε στο πλάι με μια ζάβα, όμοιο με το σημερινό μεσοφόρι των παπάδων. Μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, γινόταν από μάλλινα υφάσματα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι. Η φλοκάτα είδος μακριού πανωφοριού χωρίς μανίκια, χρώματος μαύρου ή άσπρου, γινόταν από σκουτί, μάλλινο χοντρό ύφασμα με φλόκια, δουλεμένο στον αργαλειό. Το φέσι, το πρώτο υποχρεωτικό κάλυμμα της κεφαλής των αντρών, ψηλό και κυλινδρικό, χωρίς γύρο, ήταν φτιαγμένο από μάλλινο κόκκινο ύφασμα, είδος μαλακού χοντρού βελούδου της τσόχας. Με φούντα από μεταξωτό μαύρο νήμα ή χωρίς φούντα. Η λαϊκή αντρική φορεσιά, που διαδέχτηκε την πρώτη παλιότερη αντρική ενδυμασία, αποτελούνταν από εννιά κομμάτια, τη φουστανέλλα, το πουκάμισο, το πισλί, το ντουλαμά, το γελέκι, το ζωνάρι, το φέσι, τις κάλτσες και τα τσαρούχια. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί, όμως μετά από την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές, οπού και κατέληξαν στο γνωστό τους τύπο.

Α) Η φορεσιά του ντουλαμά αποτελείτε από τα εξής κομμάτια : από τον Ντουλαμά, το Πουκάμισο, το Σελλάχι, τη Σκούφια, τις Κάλτσες, τις Φούντες και τα Tσαρούχια. Β) Ενώ η φορεσιά της φουστανέλας αποτελείτε: από την Φουστανέλα, το Πουκάμισο, το Πισλί, το Σελλάχι, τη Σκούφια, τις Κάλτσες, τις Φούντες και τα Tσαρούχια. Ο Ντουλαμάς, είναι παραλλαγή της φλοκάτας, είδος πανωφοριού της πρώτης και παλιότερης αντρικής ενδυμασίας. Ντουλαμάς ονομάζεται κάθε είδος μακρύ επενδύτη, ίσο ή λίγο μακρύτερο από τη φουστανέλα, από μαύρη ή βαθυγάλαζη τσόχα δουλεμένο στον αργαλειό. Είναι oλoκέντητος, με χαμηλό γιακά και τα μπροστινά του φύλλα είναι μονοκόμματα λίγο λοξά, που φτάνει έως πάνω από το γόνατο και έχει περίπου 20 πτυχές (λαγκιόλια όπως τις λένε). Τα μανίκια του ντουλαμά, παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα στο ράψιμο, καθώς ράβονται μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου, ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη και είναι φοδραρισμένα εσωτερικά με μεταξωτό πανί. Στο μπροστινό τους μέρος η ραφή των μανικιών είναι ραμμένη μόνο 10 εκ. περίπου στον καρπό και κρέμονται ελεύθερα πίσω στη ράχη σε σχήμα τριγώνου ή είναι πιασμένα στους ώμους πίσω σταυρωτά. Ο ντουλαμάς εσωτερικά είναι ντουμπλαρισμένος με κόκκινη ή καφέ-χρυσή φόδρα, εξωτερικά καπλαντισμένος με κόκκινη ή καφέ-χρυσή τσόχα κι κεντημένος με σειρίτια, στα φαρδιά πέτα του που καταλήγει στην κορφή τους σε δοντάκια, στα μανίκια που εσωτερικά έχουν κόκκινη ή καφέ-χρυσή τσόχα, στις λοξές τσέπες του που καταλήγει επίσης στο άνοιγμά τους σε δοντάκια και στον ποδόγυρο του. Το καπλάντισμά του το συμπληρώνουν διάφορα σχέδια λαογραφικής σημασίας, στα πέτα, στην κορφή στα μανίκια και κάτω χαμηλά στα μπροστινά φύλλα της φούστας. Ένα από τα πιο συνηθισμένα σχεδία είναι ένας σταυρός πίσω στην πλάτη. Το αρμάτωμά του ντουλαμά συμπληρώνεται με χρυσoποίκιλτα κουμπιά

αραδιασμένα στα πέτα ολόγυρα σε σχήμα πετάλου, στις μανσέτες, στα μανίκια και πίσω στη μέση. Τέλος εσωτερικά κουμπώνει μονάχα στο πανωκόρμι του με μια σειρά ζάβες ή με μια σειρά θηλιές σε πάνινα κουμπιά κι στη μέση μπροστά μέσα και έξω για κούμπωμα έχει από ένα μεγάλο κουμπί. Στην περίοδο της επανάστασης ο ντουλαμάς συμπλήρωνε την φορεσιά της φουστανέλλας και το φορούσαν κυρίως σαν έπιανε κρύο και για τη βαρυχειμωνιά είχανε την φλοκάτα. Η Φουστανέλλα, είναι η βελτίωση της πιο συνηθισμένης αντρικής φορεσιάς, της πουκαμίσας (μακρύ πουκάμισο) από άσπρο χασέ (χονδρό βαμβακερό πανί) που έφτανε κάτω των γονάτων την οποία έζωναν στη μέση και έτσι δημιουργούταν ένα φουστανελοειδής σχήμα. Όταν η φουστανέλλα κατάληξε στο γνωστό τύπο της, ήταν κατ'εξοχήν πολεμικό ένδυμα, αρχικά φορέθηκε από τους Αρματολούς και Κλεφτές και το 17ο και 18ο αιώνα ήταν η πιο συνηθισμένη φορεσιά (αλλά όχι η αποκλειστική) της Ρούμελης κι του Μοριά. Αρκετά αργότερα η φουστανέλλα έπαψε να είναι αποκλειστικά πολεμικό ένδυμα και μετά την απελευθέρωση ο βασιλιάς Όθωνας την καθιέρωσε επίσημη-γιορτινή εθνική ενδυμασία και πολύ αργότερα φορέθηκε ως καθημερινή φορεσιά. Η φουστανέλλα είναι φτιαγμένη από άσπρο χασέ, κομμένο σε πολυάριθμα, ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα, πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λένε και ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και σουρώνουν στη μέση. Όσο πιο πολλά λαγκιόλια έχει, τόσο πιο πολύ δημιουργείται πλούσια σούρα που ξεκινά από το ζωνάκι της μέσης. Συνήθως οι φουστανέλες είναι με 400 λαγκιόλια κατανεμημένες σε μάνες (6 λαγκιόλια, 1 μάνα). Στο ζωνάκι περνιέται κορδόνι για να δημιουργηθεί το φρύλι, ένα είδος στενού και επιμήκους συμπαγούς κυλίνδρου που συγκρατεί τη φουστανέλλα σταθερά στη μέση και οριζόντια διατεταγμένα στο ζωνάκι, τρία λευκά, πλαστικά κουμπιά που εφαρμόζουν σε ισάριθμες κουμπότρυπες. Παλιότερα στη μέση στηριζόταν με ένα περαστό κορδόνι, τη γνωστή

βρακοζώνα. Επίσης η φουστανέλλα με το άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ αυτή σκουπίζανε το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλλα τους εύκολα «λέρα» την αλοίφανε με ξύγγι! Στην περίοδο της επανάστασης και μετέπειτα ο όγκος της φουστανέλλας, ήταν απόδειξη κοινωνικής θέσης και επίδειξης. Γι αυτό και ο κάθε καπετάνιος θεωρούσε καμάρι του, η φουστανέλλα του να ήταν ογκώδης και με πολλά λαγκιόλια. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα με πολλά λαγκιόλια. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή ως τους μηρούς και πιο λαφριά με λιγότερα λαγκιόλια. Το Πουκάμισο, είναι κατασκευασμένο από χασέ άσπρο, ή λινό ύφασμα μακρύ ως λίγο πιο κάτω από τη μέση, με χαρακτηριστικό τα πολύ φαρδιά ημιμακρά μανίκια, χωρίς μανσέτες (σαν καμπάνες) και στους ώμους με πλούσια σούρα ή πολλές άσπαστες πιετούλες. Έχει λαιμόκοψη με μικρό όρθιο γιακά, με μύτες ή χωρίς μύτες, κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές στη λαιμαργιά και τα μανίκια, στο στήθος με δίπλες ή πιέτες και κουμπώνει μπροστά με μια σειρά κουμπιά ή ζάβες. Οι Κάλτσες ή Σκάλτσες, είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί ή άσπρο χασέ, ενωμένες μεταξύ τους (καλτσόν), χωρίς λαπούδες (η πατούσα της κάλτσας) που στο τελείωμα τους έχουν μια λεπτή υφασμάτινη λωρίδα που πάει κάτω από την πατούσα. Στην περίοδο της επανάστασης οι αντρικές κάλτσες αποτελούταν από τις πατούνες και τα καλάμια. Οι πατούνες ήταν χοντρές, χρώματος συνήθως μαύρου, πλέκονταν στο χέρι με μάλλινο νήμα από τις γυναίκες κι έπιαναν την πατούσα του ποδιού κι έφταναν λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Τα

καλάμια ήταν μάλλινα λεπτά άσπρα και πλέκονταν επίσης στο χέρι από τις γυναίκες από τραγόμαλλο. Χωρίς λαπούδες έπιαναν τα ποδάρια από τα κότσια ως χαμηλά στα σκέλια. Εφαρμοστά στον αστράγαλο και τους μηρούς, προσδένονταν κάτω από το γόνατο με μαύρο γαϊτάνι ή μαύρη καλτσοδέτα, που έφερνε μια ή δύο μαύρες φούντες καμωμένες από μεταξωτό νήμα. Προσδένονταν ακόμα κάτω από την καμάρα τον ποδαριού με ένα σκαλοπάτι, δηλ. φαρδιά θηλιά. Το καλάμι ή λάστιχο φοριόταν πάνω από τις πατούνες, που τις σκέπαζε από το κότσι και πάνω. Οι Φούντες ή Σκαλτσοδέτες, είναι ζεύγος από μαύρο φαρδύ λάστιχο ραμμένο καλτσοδέτα και κορδόνι χοντρό με φούντες, που φοριούνται ακριβώς στο γόνατο. Οι φούντες κατασκευάζονται από μεταξένιο ή μεταξωβάμβακο νήμα, οπού οι γυναίκες το τυλίγουνε στο χέρι τους και όταν είναι ικανοποιητικό το αποτέλεσμα, δένουν τη μια άκρη και κόβουν την άλλη, έτσι δημιουργείτε φούντα. Οι φούντες ράβονται στο μαύρο φαρδύ λάστιχο (καλτσοδέτα) μαζί με το χοντρό κορδόνι από το ίδιο νήμα. Παλαιοτέρα οι φούντες ήταν από μαύρο μάλλινο νήμα. Το Πισλί, είναι είδος ανδρικού εξωτερικού επενδυτή (γιλέκου) με χαμηλό γιακά, μακρύ μόλις ως τη μέση και με χαρακτηριστικό, τα ελεύθερα μακριά του μανίκια που κρέμονται (αχρησιμοποίητα συνήθως) πίσω στην πλάτη. Μονόχρωμο συνήθως σε χρώμα μπλε ή μαύρο από εξαιρετικό μάλλινο ύφασμα (τσόχα) και κουμπώνει με στρογγυλά κρόσσια σε θηλιές. Εσωτερικά είναι ντουμπλαρισμένο με φόδρα για να πέφτει καλύτερα και να μην ζαρώνει κι εξωτερικά ολοκέντητο στη λαιμόκοψη και στα δύο φύλλα της μόστρας του, από χρυσά και ασημένια γαϊτάνια και σιρίτια σε περίτεχνα σχέδια και σχήματα λαογραφικής σημασίας ( σύνηθες και εδώ ο σταυρός πίσω στην πλάτη) Τα μανίκια του παρουσιάζουν την ιδία ιδιαιτερότητα στο ράψιμο, με τα μανίκια του ντουλαμά. Ράβονται μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου, ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη

και είναι φοδραρισμένα εσωτερικά με μεταξωτό πανί. Στο μπροστινό τους μέρος η ραφή των μανικιών είναι ραμμένη μόνο 10 εκ. περίπου στον καρπό και κρέμονται ελεύθερα πίσω στη ράχη σε σχήμα τριγώνου ή είναι πιασμένα στους ώμους πίσω σταυρωτά. Παλαιοτέρα εκτός το πισλί φόραγαν και γελέκι. Το γελέκι φοριόταν πάνω από το πουκάμισο ήταν καλλωπιστικό κυρίως συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς. Μονόχρωμο, μακρύ μόλις μέχρι τη μέση, χωρίς μανίκια και είχε τσέπες. Ήταν ολοκέντητο μεταξωτό ή φτιαγμένο από ύφασμα εκλεκτής ποιότητας, γυαλιστερό, λεπτό κι ελαφρύ. Πάνω από το γελέκι φοριόταν το πισλί, που αφηνόταν επίτηδες ξεκούμπωτο για να προβάλλεται το γιλέκι και το κεντημένο πουκάμισο. Επίσης τα μανίκια του, δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν ενωμένα μεταξύ τους και όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χεριά τους. Σήμερα το πισλί οι περισσότεροι το λένε γελέκι. Τα Τσαρούχια, βασικό συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής ενδυμασίας κατασκευασμένα από δέρμα ζώων σε χρώμα μαύρο ή κόκκινο, με μύτες γυριστές λίγο προς τα πάνω και με πλούσιες φούντες από διαλεχτό μεταξωτό νήμα, οι οποίες συνήθως είναι μαύρες για τους άνδρες είτε πολύχρωμες για τα παιδιά. Φανταχτερά στην εμφάνιση έχουν στην κορφή του ανοίγματος ολόγυρα συρραμμένο ένα σιρίτι από λεπτό μαύρο λουστρίνι κεντημένο στο χέρι με άσπρο γαζί, που έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο ή το κόκκινο λουστρίνι. Στην περίοδο της επανάστασης τα τσαρούχια δεν είχαν φούντα μπροστά αλλά ήταν μυτερά, στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί τις θηλιές και το λουρί αυτό το έπιαναν απ την κάλτσα τους κάτω απ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Επίσης ήταν και χωστά οπού έπιαναν τα ποδάρια ως τα κότσια για να μη βγαίνουν ακόμα και όταν ο άντρας χόρευε και πηδούσε. Ακόμα μονά, δηλ. χωρίς δεύτερο πάτο και χωρίς φτέρνες ήταν για αυτό ανάλαφρα και

κατάλληλα για το χορό. Τις καθημερινές οι άντρες φορούσαν βέβαια τσαρούχια με διπλό πάτο και διπλές φτέρνες ενισχυμένα μάλιστα με πρόκες, που ήταν βαριά και ασήκωτα. Μετέπειτα τα τσαρούχια με φούντα ήταν στα χωριά των ορεινών περιοχών, ενώ στα πεδινά χωριά είχαν τα τσαρούχια μόνο με «μύτη», για να μη γεμίζουν και βαραίνουν οι φούντες από τις λάσπες. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου. Το Σελλάχι, είναι ζώνη κατασκευασμένο από δέρμα, καλοκεντημένο με θήκες, το οποίο αντικατέστησε το παραδοσιακό ζωνάρι και δένεται στη μέση του αρματωμένου με λουρίδα. Οι αρματωμένοι στο σελλάχι βάζουν όπλα, μαχαίρια και πολύχρωμα μαντίλια. Στην περίοδο της επανάστασης στο σελλάχι είχαν τις πιστόλες, το χαρμπί και σε ξεχωριστή θέση στο σελάχι ήταν περασμένο το γιαταγάνι και η πάλα. Η Σκούφια, είναι εξέλιξη του φεσιού και της μαντηλοδεσιάς (που φόραγαν οι κλέφτες). Έχει χρώμα μαύρο και είναι φτιαγμένη από μεταξωτό ύφασμα οπού στολίζεται με μεταξωτά χάρσια, που ράβονται με μπερσίμι. Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα και είναι τα εξής. Το Κιουστέκι, είναι ασημένιο η επιχρυσωμένο επιστήθιο κόσμημα(σταυρός) που φοριέται χιαστί. Το κιουστέκι αποτελείται από μία κεντρική πλάκα σε σχήμα σταυροειδή ή παραλληλόγραμμο με σφυρήλατη ή συρματερή τεχνική και ανάγλυφη διακόσμηση, οπού απεικονίζονται παραστάσεις Αγίων, παραστάσεις της Παναγίας, τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού. Η πλακά σκεπάζει όλο τον θώρακα

και από τις τέσσερις πλευρές της, ξεκινούν αλυσίδες που καταλήγουν σε τέσσερις πλάκες με εγχάρακτη διακόσμηση. Σε κάθε μία απ' αυτές απεικονίζεται, μορφή Άγγελου ή διαφορές παραστάσεις Αγίων και στις άκρες από τις πλάκες υπάρχουν τέσσερα πιαστήρια (συνήθως το σχήμα τους είναι δικέφαλος αητός) που βοηθούν το κιουστέκι να στηριχτεί στο στήθος. Τα παλιότερα κιουστέκια ήταν διακοσμημένα από χρωματιστές πέτρες σε μπλε, πράσινο, γαλάζιο και κόκκινο χρώμα και από σμάλτο. Ο Σουγιάς ή ασημοσουγιάς είναι ασημένιο η επιχρυσωμένο κόσμημα που καλύπτει το κάτω μέρος του ντουλαμά ή της φουστανέλας. Ο Σουγιάς αποτελείται και αυτός από μία κεντρική πλάκα με παράξενο εξάγωνο σχήμα, με σφυρήλατη ή συρματερή τεχνική και ανάγλυφη διακόσμηση, όπου απεικονίζονται παραστάσεις Αγίων, παραστάσεις της Παναγίας, τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού. Από τις πλευρές της πλάκας ξεκινούν αλυσίδες, όμως οι δυο (η αριστερή και η δεξιά) καταλήγουν σε πλάκες με εγχάρακτη διακόσμηση. Από την πάνω πλευρά οι αλυσίδες καταλήγουν σε γάντζο, ενώ από την κάτω πλευρά οι αλυσίδες πιάνουν ξανά πάνω στην πλακά. Ο Σουγιάς συγκρατείται από τρία πιαστήρια. Τα δύο θηλυκώνονται πλαγιά στη μέση και το τρίτο στο μπροστινό μέρος του ντουλαμά ή της φουστανέλας. Όπως και τα κιουστέκια έτσι και ο Σουγιάς παλιότερα ήταν