Ἡ ἀντισυνταγματικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ ὅρκου ὑπό Νικολάου Δημαρᾶ Δρος Ν. Μὲ τὴν ἀπόφαση (2601/1998) ποὺ ἐκδόθηκε τελευταία ἀπὸ τὸ Στ' τμῆμα τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας δίνεται ἡ δυνατότητα σὲ ὅσους προβάλλουν λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως νὰ ἀρνηθοῦν τὸν ὅρκο. Ἀντὶ τοῦ ὅρκου, εἴτε πρόκειται γιὰ ἀποδεικτικὸ εἴτε γιὰ ὑποσχετικὸ ὅρκο, μπορεῖ κάθε πρόσωπο νὰ ἀπικαλεῖται τὴν τιμὴ καὶ τὴν συνείδησή του. Τὸ ἀνώτατο ἀκυρωτικὸ Δικαστήριο μὲ τὴν ἀπόφασή του ἀκύρωσε τὰ πρακτικά της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐπειδὴ ἡ Σχολὴ ἀρνήθηκε νὰ χορηγήσει πτυχίο σὲ ἀπόφοιτο, ποὺ ἀρνήθηκε νὰ δώσει τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τὸ Νόμο "καθομολόγηση" γιὰ τὴ λήψη τοῦ πτυχίου. Ὁ ἀπόφοιτος τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, προσέφυγε στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ζητώντας νὰ ἀκυρωθοῦν τὰ πρακτικά τοῦ προέδρου τοῦ Τμήματος καὶ τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου τῆς Σχολῆς τοῦ ἔτους 1996, μὲ τὰ ὁποῖα ἀρνήθηκαν νὰ τοῦ χορηγήσουν τὸ πτυχίο, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ προβεῖ στὴν ὑποχρέωση τῆς "καθομολόγησης", σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Ν. 5343/1932. Ὁ προσφεύγων, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τυγχάνει Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, προέβαλε ὅτι γιὰ λόγους θρησκευτικῆς συνειδή σεως κωλύεται νὰ δώσει ὅρκο. Τὸ ΣτΕ ἐπικαλούμενο τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καὶ τὸ ἄρθρο 9 τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης, τὸ ὁποῖο κατὰ τὸ ἄρθρο 28 τοῦ Συντάγματος ἔχει ηὐξημένη τυπικὴ ἰσχύ, ἔκρινε παράνομες τὶς πράξεις τοῦ Τμήματος Θεολογίας καὶ τὶς ἀκύρωσε. ( Ἡ Διεθνὴς Σύμβαση τῆς Ρώμης τῆς 4ης Νοεμβρίου 1950 "περὶ προασπίσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ 13
τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν κυρώθηκε μὲ τὸν νόμο 2329/1953 (ΦEK A 68) καὶ μὲ τὸ ν.δ. (ΦEK A 256). Τὸ Ἀνώτατο Ἀκυρωτικὸ Δικαστήριο, ἑρμηνεύοντας τὶς συνταγματικὲς διατάξεις, ἀλλὰ καὶ τὶς διεθνεῖς συμβάσεις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἔκρινε ὅτι οἱ ἐπίμαχες διατάξεις τοῦ Ν. 5343/32 ἔχουν τὴν ἔννοιαν ὅτι, "ἐὰν ὁ ἐπιτυγχάνων στὶς πτυχιακὲς ἐξετάσεις φοιτητής, ἐπικαλεσθεῖ διὰ δηλώσεώς του, ὑποβλλομένης ἐγκαίρως στὶς ἁρμόδιες πανεπιστημιακὲς ἀρχές, λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, κωλύοντας αὐτόν, ὅπως προβεῖ εἰς τὴν προβλεπομένην ἀπὸ τὴν διάταξιν αὐτὴν "καθομολόγησιν" ἡ ὁποία συνιστᾷ εἶδος θρησκευτικοῦ ὅρκου πρέπει νὰ παρέχεται σ αὐτὸν ἡ δυνατότητα, ὅπως, ἀντὶ τῆς καθομολογήσεως αὐτῆς, προβαίνει μὲ ἐπίκληση τῆς τιμῆς καὶ τῆς συνειδήσεώς του σὲ σχετικὴ διαβεβαίωση, παραλείποντας ὅμως ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς "καθομολογήσεως" τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα μόνον, τὰ ὁποῖα συνιστοῦν, κατὰ τὴν συνείδησή του, ἐπίκληση τοῦ Θείου, ἐπειδὴ ἡ διαβεβαίωση αὐτὴ ἔχει τὶς ἴδιες, ὅπως καὶ ὁ θρησκευτικὸς ὅρκος συνέπειες." Παράλληλα τὸ ΣτΕ ἀναφέρει στὴν ἀπόφασή του ὅτι σύμφωνα μὲ τὶς συνταγματικὲς ἐπιταγές, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄρθρο 9 τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης "κατοχυρώνεται στὴν Ἑλλάδα ὄχι μόνον ἡ ἐλευθερία τῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Οἱ δύο αὐτὲς ἐλευθερίες ἀποτελοῦν εἰδικώτερες ἐκδηλώσεις τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας..." "...Συνεπῶς, ἐὰν ἕνα πρόσωπο (πολίτης ἢ μή), τὸ ὁποῖο καλεῖται κατ ἐφαρμογὴν ὁρισμένης διατάξεως νόμου νὰ δώσει θρησκευτικὸν ὅρκον, δηλώσει ἐνώπιον τῆς κατὰ περίπτωσιν ἁρμοδίας ἀρχῆς ὅτι κωλύεται νὰ δώσει τέτοιον ὅρκον γιὰ λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, δηλαδή, εἴτε διότι οἱ ἀρχὲς τῆς θρησκείας τὴν ὁποία πρεσβεύει, ὅπως, αὐτὸ τὶς ἑρμηνεύει καὶ τὴν ὁποίαν, πάντως πρέπει νὰ δηλώσει, δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν τὸν ὅρκον, εἴτε διότι δηλώνει ὅτι εἶναι ἄθεον, ἄθρησκον καὶ συνεπῶς κωλύεται νὰ δώσει τὸν ὅρκον αὐτόν, δικαιοῦται κατὰ τὴν ὀρθὴν ἔννοιαν τῶν παρατεθεισῶν διατάξεων τοῦ 14
Συντάγματος, ἀντὶ θρησκευτικοῦ ὅρκου (ὑποσχετικοῦ ἢ ἀποδεικτικοῦ) νὰ δώσει, ἐπικαλούμενον τὴν τιμὴν καὶ τὴν συνείδησίν του, ἰσότιμον, ἐξ ἐπόψεως συνεπειῶν μὲ τὸν θρησκευτικὸν ὅρκον, σχετικὴν διαβεβαίωσιν, περὶ τοῦ συγκεκριμένου ζητήματος, ἔστω καὶ ἂν τοιαύτη διαβεβαίωσις δὲν προβλέπεται ἀπὸ τὴν συγκεκριμένην διάταξιν. Ἡ τοιαύτη δὲ ὡς ἄνω δήλωσις περὶ τοῦ θρησκεύματος, τὸ ὁποῖον τὸ πρόσωπον τοῦτο πρεσβεύει ἢ περὶ τῆς ἀθεΐας ἢ ἀθρησκείας αὐτοῦ δὲν ἀντιβαίνει εἰς τὸ ἄρθρον 13 τοῦ Συντάγματος, διότι δὲν ζητεῖται μὲ σκοπὸν νὰ διωχθεῖ τὸ συγκεκριμένον πρόσωπον διὰ τὰς θρησκευτικάς του πεποιθήσεις, οἱ ὁποῖες πρέπει, πάντως, νὰ εἶναι σεβαστές, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται διὰ νὰ μὴ ἐξαναγκασθεῖ καὶ προβεῖ τὸ συγκεκριμένον πρόσωπον εἰς ἐνέργειαν κατὰ παράβασιν τῆς θρησκευτικῆς του συνειδήσεως, ἡ ὁποία πρέπει νὰ παραμείνει, σύμφωνα μὲ τὴν παρατεθεῖσαν διάταξιν τοῦ Συντάγματος, "ἀπαραβίαστος". Ἐξ ἄλλου, ἀπὸ τὴν 5 τοῦ αὐτοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος δὲν συνάγεται ὅτι ἀποκλείεται εἰς τὸν ἔχοντα λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως νὰ δώσει ἀντὶ θρησκευτικοῦ ὅρκου ἁπλῆ, κατὰ τὰ ἄνω, διαβεβαίωσιν, διότι ἡ διάταξις αὐτὴ ὁρίζει, ἁπλῶς, δι ὅσους δέχονται νὰ δώσουν θρησκευτικὸν ὅρκον, ὅτι διὰ τὴν ἐπιβολὴν αὐτοῦ ἀπαιτεῖται νόμος, ὁ ὁποῖος ὁρίζει καὶ τὸν τύπον αὐτοῦ καὶ δὲν ἀνατρέπει τὴν διὰ τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος κατοχυρουμένην ἐλευθερίαν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται διὰ τοὺς ἐκτεθέντας λόγους, νὰ δώσουν τὸν ὅρκον αὐτόν, δικαιούμενοι νὰ προβοῦν εἰς τὴν κατὰ τὰ ἄνω διαβεβαίωσιν." Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 2 1 καὶ 5 2 τοῦ Συντάγματος ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ προστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν τὴν πρωταρχικὴ ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας καὶ καθένας ἀπολαμβάνει τὴν ἀπόλυτη προστασία τῆς τιμῆς του καὶ τῆς προσωπικότητός του. Ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν ἄρθρων αὐτῶν τοῦ Ἀνωτάτου Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς χώρας μας προκύπτει ὅτι 15
προσβάλλεται βάναυσα ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀτόμου, ὅταν τοῦ ἐπιβάλλεται νὰ ὁρκισθεῖ ἐπικαλούμενο τὸν Θεὸν γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀληθείας τῶν λεγομένων του, ὅταν οὒτε κἄν ὑποχρεουται νὰ ἀπαντήσει, ποιὲς εἶναι οἱ θρησκευτικές του πεποιθήσεις, γιατί ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων δὲν ἑξαρτᾶται ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τοῦ προσώπου 1. Eἶναι ἐπίσης ἄνιση ἡ μεταχείρηση ποὺ κάνει ὁ κοινὸς νομοθέτης μὲ βάση τὴν πάρ. 2 τοῦ ἄρθρου 220 τῆς Ποινικῆς καὶ 408 τῆς Πολιτικῆς Δικονομίας, καὶ στοὺς μὲν ἀθρήσκους καὶ ἀπίστους ἐπιτρέπει νὰ καταθέτουν ἐπικαλούμενοι τὴν τιμή τους καὶ τὴν συνείδησή τους, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ ἐξαναγκάζονται νὰ ὁρκίζονται στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔτσι προσβάλλεται ἀνεπανόρθωτα ἡ θρησκευτική τους συνείδηση καὶ ἐλευθερία παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἶναι ἴσοι ἀπέναντι στὸ Νόμο κατὰ τὸ ἄρθρο 4 1 τοῦ Συντάγματος καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία κατὰ τὸ ἄρθρο 13 1 εἶναι ἀπαραβίαστη καὶ κατὰ συνέπεια δὲν δικαιολογεῖται διαφορετικὴ μεταχείρηση ἀπὸ τὸν νόμο τῶν πιστῶν Χριστιανῶν καὶ τῶν ἀπίστων. Τὸ Εὐαγγέλιο ἐπὶ τοῦ ὁποίου καλεῖται νὰ ὁρκισθεῖ ὁ Χριστιανὸς μάρτυς ἀπαγορεύει ρητὰ τὸν ὅρκο κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ μας Χριστοῦ: "ἐγὼ δὲ λέγω ὑμὶν μὴ ὀμῶσαι ὅλως" (Ματθ. κέφ. 5, στχ. 33) καὶ ἐπειδὴ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γνωρίζει κεφαλὴν της τὸν Κύριο Ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἡ ὁποία τηρεῖ ἀπαρασάλευτα τούς Ἱεροὺς καὶ Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς Κανόνες καὶ τὶς ἱερὲς Παραδόσεις, τὸ δὲ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς τηρεῖται ἀναλλοίωτο, ἑπομένως τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ οἱ Ἱεροὶ καὶ Ἀποστολικοὶ Κανόνες περιβάλλονται μὲ συνταγματικὴ ἰσχὺ καὶ μάλιστα ἀνήκουν στὶς βασικὲς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καὶ ὑπερισχύουν ὡς ὑπερκείμενες κάθε ἄλλης ἀντίθετης διατάξεως τῆς κοινῆς Πολιτικῆς, Ποινικῆς ἢ Διοικητικῆς Δικονομίας. 1 Πρβλ. K. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, ἄρθρο 407 1 16
Στὴν ἰσχύουσα Πολιτικὴ καὶ Ποινικὴ Δικονομία οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀντιμετωπίζονται μὲ δυσμένεια καὶ τίθενται σὲ κατώτερη θέση ἀκόμη ἀπέναντι καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀθέους. Δὲν εἶναι ἑπομένως σύμφωνο πρὸς τὸ ἰσχῦον Σύνταγμα νὰ προστατεύεται ἡ τιμὴ καὶ ἡ συνείδηση τοῦ ἀθέου καὶ τοῦ ἀπίστου καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς νὰ ἐξαναγκάζεται σὲ παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς του συνειδήσεως καὶ τῆς τιμῆς του. Εἰδικώτερα μέ τὸ ἄρθρο 4 1 ὁρίζεται ὅτι: "Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἴσοι ἐνώπιόν του νόμου", τὸ δὲ ἄρθρο 13 1 διακηρύσσει ὅτι: " Ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία εἶναι ἀπαρα βίαστη". Ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος ἀπέναντι στὸ Νόμο εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τοῦ Δημοκρατικοῦ Πολιτεύματος καὶ ὡς ἀρχὴ παγκόσμιας ἰσχῦος διατυπώθηκε στὴν Οἰκουμενικὴ Διακήρυξη τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου στὰ ἄρθρα 1 καὶ 7 καὶ στὴν πράξη τοῦ Ἑλσίνσκι τὸ ἔτος 1975 στὸ κεφ. 7, ποὺ ἔχει κυρώσει καὶ ἡ Ἑλλάδα. Ἔτσι ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος ἀπέκτησε χαρακτῆρα ὑπερσυνταγματικόν. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος ἀφορᾷ ὄχι μόνον τὴν ἰσότητα ἀπέναντι στὸ Νόμο, δήλ. τὴν ἴση ἐφαρμογὴ τῶν Νόμων ἀλλὰ καὶ τὴν ἰσότητα τοῦ Νόμου ἔναντι τῶν πολιτῶν καὶ τὴν ἴση μεταχείρηση καὶ ρύθμιση ἰδίων περιπτώσεων. Στὴν ἑρμηνεία τῶν μεγάλων γερμανῶν συνταγματολόγων Maunz-Dürig-Herzog, στὸ ἄρθρο 4 κατηγορηματικὰ δίνεται ἡ ἀπάντηση ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως περιλαμβάνει καὶ τὸ δικαίωμα νὰ μὴν ἀπαντήσω, ὅταν ὁ πρόεδρος ἢ ὁ ἀστυνόμος μὲ ρωτᾶνε ἂν πιστεύω ἢ τί πιστεύω. Καὶ αὐτὸ ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ μὲ ἀπόφαση τοῦ Ἀνωτάτου Γερμανικοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου. 2 2 βλ. τόμο 33, σέλ. 23, BVerf.GE 33, 23 17
Ἐπίσης τὸ Ἀνώτατο Γερμανικὸ Συνταγματικὸ Δικαστήριο ἔχει πάρει θέση καὶ στὸ θέμα ποὺ ἀπασχολεῖ τὴν προκείμενη γνωμοδότηση: "Εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ὁποιαδήποτε νομικὴ διάταξη, ποὺ ἐξαναγκάζει τὸν πιστὸ νὰ τελέσει μία θρησκευτικὴ πράξη ἡ ὁποία προβλέπεται ἀπὸ τὴ θρησκεία του." 3 Ἰδιαίτερα οἱ σύγχρονες νομικὲς ἀντιλήψεις καὶ ὁ νομικὸς πολιτισμὸς στὸ περιεχόμενο τῆς ἀρχῆς τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας περιλαμβάνουν καὶ τὴν ἀναγνώριση μιᾶς προσωπικῆς περιοχῆς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν ὁποία αὐτός ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ παραμείνει ἀνενόχλητος καὶ σὲ ἡσυχία. 4 Ἑπομένως καὶ κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῆς δικαστικῆς ἢ ἄλλης διαδικασίας ὁ πολίτης πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς ἐλεύθερη προσωπικότητα καὶ ὄχι σὰν ἁπλὸ μέσο γιὰ τὴν ἀνακάλυψη τῆς ἀλήθειας. 5 Ἡ ὑποχρέωση γιὰ ὁρκοδοσία ὑποτίθεται ὅτι συμβάλλει στὴν ἀπόδοση δικαιοσύνης, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ προσέρχεται ὡς μάρτυς γιὰ νὰ διευκολύνει τὸ ἔργο σὲ μιὰ ἀνάκριση ἢ νὰ συμβάλλει στὴν ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας θεωρεῖται ὡς ἐλαττωμένη ἠθικὴ προσωπικότητα. Δηλαδὴ ἡ Πολιτεία δυσπιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων καὶ ἀμφισβητεῖ τὴν εἰλικρίνειά του. Ἐπειδὴ δὲ δυσπιστεῖ ἐξαναγκάζει ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἐκ Θεοῦ τιμωρίας. Τὸν ὑποβιβάζει ἔτσι σὲ "ἀνθρωπάριο μὲ δούλιο φρόνημα". 6 3 Ἡ σχετικὴ ἀπόφαση ἔχει δημοσιευθεῖ στὸν τόμο 12 σέλ. 4 ἀποφάσεων τοῦ Ἀνωτάτου Γερμανικοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου BVerfGE, 12, 4 4 Βλ. Hubmann, Das Persölichkeitsrecht, 1953, σέλ. 277 ἔπ. 5 Βλ. Hamann-Lenz, Das Grundgezetz der Bundesrepublik Deutschland vom 20 Mai 1949, σελ. 130 6 Πρβλ. K. Δεσποτόπουλου, Ἐπώνυμον Ὅρκος Ποινὴ θανάτου, Ἀθῆναι 1964, σέλ. 4 18
Ἐπιπλέον ὁ ἐξαναγκασμὸς αὐτὸς περιέχει καὶ ἄλλης μορφῆς προσβολὴ τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ μάρτυς θεωρεῖται ἐκ τῶν προτέρων ἀναξιόπιστος. Ἔτσι τὸ κράτος πρέπει νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἀπὸ τὴν ἀναξιοπιστία. Γι αὐτὸ πρέπει νὰ ὁρκισθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως, ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἠθικὰ εὐαίσθητος ὑφίσταται βία στὴν συνείδησή του καὶ προσβολὴ τῆς ὑποστάσεώς του γιὰ τὴν ἀμφισβήτηση αὐτὴ τῆς ἀξιοπιστίας του. Πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας γιὰ τὴν προστασία τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καὶ τῆς προσωπικότητος ποὺ διακηρύσσει τὸ ἄρθρο 2 1 τοῦ Συντάγματος. Ἑπομένως ὁ ἰσχῦον τύπος τοῦ ὅρκου προσβάλλει τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια. 7 Τέλος, ἐξανεμίζεται ἡ προστασία ποὺ παρέχει τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα περὶ τοῦ ἀπαραβιάστου τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, δηλαδὴ θίγεται ὁ πυρήνας τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος ἀνεπανόρθωτα, ἂν ἐπιβάλλεται ἀναγκαστικὰ ὁ ὅρκος, ἔστω καὶ κατὰ τὸν τύπο τῆς 5 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπαράδεκτο κατὰ τὰ προαναφερθέντα, σύμφωνα τόσο μὲ τὸ ἰσχῦον Ἑλληνικὸ Σύνταγμα, ὅσο καὶ σύμφωνα μὲ τὴν συνταγματικὴ θεωρία στὴν Ἑλλάδα καὶ διεθνῶς. 8 7 Γ. Πρίντζιπα, ὁ δικονομικὸς ὅρκος καὶ ἡ ἀντίθεσή του πρὸς τὸ Σύνταγμα, "Δίκη" 11, 35, βλ. σχετικὰ καὶ B. Παπαγρηγορίου, Ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, ὅπως τὴν βιώνει ἡ ἰσραηλιτικὴ κοινότητα στὴν Ἑλλάδα, στὸ "Δικανικοὶ Διάλογοι" ΙV, Ἡ Θρησκευτικὴ ἐλευθερία, σέλ. 255 ἔπ. καὶ ἰδίως 258 ἑπ. Στὸν ἴδιο τόμο βλ. ἐπίσης Γ. Πρίντζιπα, Συνταγματικὰ προβλήματα τῆς ὑποχρέωσης ὁρκοδοσίας, σέλ. 291 ἑπ. καὶ ἰδίως 295, Ἀ. Μαρίνου, Ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, Ἀθῆναι, 1972, σέλ. 16, 17, Π. Παραρᾶ, Σύνταγμα 1975 Corpus, Ἀθῆνα Κομοτηνή, 1985, ἄρθρο 13, σελ. 211, πρβλ. ὅμως καὶ E. Κρουσταλάκη, Ἡ ὑποχρέωση ὁρκοδοσίας ἐκείνων ποὺ πρεσβεύουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, ἰδίως μετὰ τὸ Σύνταγμα τοῦ 1975, "Δίκη" 11 (1980) σελ. 3 8 Βλ. γιὰ τὸν πυρῆνα τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προστασίας του Ν. Dimaras, Anspruch "Dritter" auf Verfahrensbeteiligung, 1987, σελ. 16 ἑπ. παρβλ. καὶ ἄρθρο 19 2 τοῦ Θεμελιώδους Νόμου τῆς Βόννης. Βλ. σχετικὰ καὶ Hamann, Das Grundgesetz, 1970, 324. 19
Γιὰ λόγους ἑπομένως ἰσονομίας, προστασίας τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, προστασίας τῆς προσωπικότητος καὶ τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, καθένας ἔχει συνταγματικὸ δικαίωμα νὰ ἀρνηθεῖ νὰ ὁρκισθεῖ μὲ τὸν ἐπιβλλόμενο τύπο τοῦ θρησκευτικοῦ ὅρκου ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου ὅρκου. Τὸ καλούμενο πρὸς ἐπιβεβαίωση τῆς μαρτυρίας του πρόσωπο, σύμφωνα μὲ τὰ ἐκτεθέντα, γιὰ νὰ μὴ παραβιάζεται ἡ θρησκευτική του συνείδηση καὶ νὰ μὴν προσβάλλεται ἡ προσωπικότητά του πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ κάνει κατάθεση μὲ ἁπλῆ βεβαίωση δήλωση ἔχοντας ὑπ ὄψιν του τὶς ποινικὲς συνέπειες σὲ περίπτωση ψευδοῦς δηλώσεως. Γιατί, ἀκριβῶς, καὶ ἡ ἁπλῆ ἐπίκληση τῆς τιμῆς καὶ τῆς συνειδήσεως πρὸς ἐπιβεβαίωση τῆς καταθέσεως κατὰ τὸ ἄρθρο 408 3 τοῦ ΚΠολΔ ἀποτελεῖ παραβίαση τῆς προσωπικότητος καὶ τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ὄχι μικρότερη ἐκείνης τῆς προσβολῆς τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. 9 9 Ἡ ἐπίκληση τῆς τιμῆς καί τῆς συνειδήσεως προτείνεται, ὡστόσο,καί ἐφαρμόζεται στήν πράξη ἀπό τά Ἑλληνικά δικαστήρια σέ ἀντικατάσταση τοῦ ὅρκου. Σύγκρινε τίς ἀποφάσεις 2316/1978 καί 2529/1979 Πλεμμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, 171/1980 Ἐφετείου Θεσσαλονίκης, 44/1979 Ἐφετείου Πατρῶν. Βλ. ἐπίσης Στυλιανοῦ Παπαθεμελῆ, εἰσήγηση στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων στίς 29.05.1980. Βλ. καί Εὐάγγελου Μαντζουνέα, Τό πρόβλημα τοῦ ὅρκου, Ἀθῆναι 1990, σελ. 7 καί στή σελ. 8 τό Πρισμα τῆς Νομοκανονικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς 15.09.1089. 20
21