ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙ ΟΣ ΤΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Ο ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ 1980 ΚΑΤΑΤΑΞΙΣ ΑΡΘΡΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

2551 Ν. 96/89. 'ειδικός ιατρός' σημαίνει ιατρόν ο οποίος θεωρείται ως ειδικός συμφώνως προς τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόμον

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ' Άρ της 16ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1980 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Αριθμός 199 του 1987 ΝΟΜΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1980 ΕΩΣ 1987 Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡ9ΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4248, 2/7/2010

ΝΟΜΟΣ ΠΡΟΝΟΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΕΩΣ ΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΤΕΩΝ ΕΝ ΣΧΕΣΕ1 ΠΡΟΣ ΔΗΜΟ- ΣΙΑΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4198, 20/3/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ' "Αρ της 31ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1976 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ 'Αρ. 981 της 29ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1972 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3487, 6/4/2001

εε«*ν'? Α^ν 2. Έν τω παρόντι Νόμω, έκτος έάν έκ τοΰ κειμένου προκύπτη διά Εοι^α φόρος έννοια

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 15ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1988 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Ε.Ε* Παρ. I, Αρ. 2507, Ν. 62/90

1075 Ν. 63/90. Ε.Ε.ς Παρ. Ι, Αρ. 2507,

ΟΔΗΓΟΣ. ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΓΗΡΑΤΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ύπ" Άρ. 643 της 22ας ΜΑΡΤΙΟΥ 1968 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία

Ο ΠΕΡΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 302 ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1960 ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ 1989)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Δικαιούχοι σύνταξης γήρατος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΜΑΝΑΣ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

E.E., Παρ. I, 803 Ν. 48/83 Αρ. 1874,

2471 Ν. 156/85. E.E. Παρ. I, Αρ. 2089, Συνοπτικός τίτλος. Κεφ του του Τροποποίησις του άρθρου 57 του βασικού νόμου.

591 Ν. 42/76. 65τοϋ1973.

1267 Ν. 195/87. «μέλος» σημαίνει τον Πρόεδρον ή οιονδήποτε μέλος της Επιτροπής

Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα «Λειτουργός Εργασιακών Σχέσεων»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ Άρ. 994 τής 23ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1973 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΟΔΗΓΟΣ. ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ και ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3578, 22/2/2002

E.E., Παρ. I, Αρ. 2284,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ' 'Αρ. 969 της 23ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1972 ΔΊΟΙΚΗΤΙΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ύπ' *Αρ της 29ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1980 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ! ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικά! Διοικητικά!

ΠΑΡΟΧΕΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Νομοθεσίες που ψηφίστηκαν στο πλαίσιο των Μέτρων Δημοσιονομικής Εξυγίανσης και αφορούν Μισθοδοσία, Συντάξεις και Κοινωνικές Ασφαλίσεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

1247 K.AJI. 330/91. οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Σχέδιο Συντάξεων και Χορηγημάτων

2. Τό άρθρον 2 τοΰ βασικού νόμου τροποποιείται ώς ακολούθως : Τροπο (α) Διά της διαγραφής της παραγράφου (β) του, δρου «θύμα»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 25ης ΜΑΤΟΥ 1990 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΤΕΚΝΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ 2010

ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΜΗ ΑΔΕΙΟΥΧΩΝ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1982 ΕΩΣ 2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4327, 6/4/ (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΟ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ύπ" Άρ της 7ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1979 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Νομοθεσίες που ψηφίστηκαν στο πλαίσιο των Μέτρων Δημοσιονομικής Εξυγίανσης και αφορούν Μισθοδοσία, Συντάξεις και Κοινωνικές Ασφαλίσεις

(ii) οποιαδήποτε ποσά πληρώνονται από εγκεκριμένο Ταμείο Προνοίας

Ένα βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι πότε ένα ατύχημα είναι εργατικό. Τι πρέπει να κάνουμε αν δεν γνωστοποιηθεί το ατύχημα?

879 Κ.Δ.Π. 287/80. Κανονισμοί εκδοθέντες δυνάμει τοΰ εδαφίου (1) του άρθρου 9 Το Ύπουργικόν Συμβούλιον, ενασκούν τάς δυνάμει τοΰ εδαφίου!! τρ 91 9 *!

909 Κ.Δ.Π. 185/95 Ο ΠΕΡΙ ΣΦΑΓΕΙΩΝ ΝΟΜΟΣ

Του Μιχαλάκη Χρίστου

Τρόπος υπολογισμού της Θεσμοθετημένης σύνταξης

Άρθρο 1 Κλάδοι ΤΣΜΕ Ε

E.E. Παρ. 1(1) 648 Ν. 25(Ι)/95 Αρ. 2962,

3. Ο Κανονισμός 7 των βασικών κανονισμών τροποποιείται ως ακολούθως: Τροποποίηση

Αριθµός 100(Ι) του 1997 ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ

Ε.Ε.Παρ.Ι(Ι) 1221 Ν. 51(Ι)/97 Αρ. 3156,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ύπ "Αρ. 331 της 9ης ΙΟΥΛΙΟΥ Διοικητικαί Πράξεις και Γνωστοποιήσεις

14.ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ & ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ

547 Κ.Δ.Π. 143/87 Ο ΠΕΡΙ ΔΗΜΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΙ 111 ΤΟΥ 1985, Ι, 8, 25, 39, 50, 114, 121 ΚΑΙ 149 ΤΟΥ 1986, 14 ΚΑΙ 63 ΤΟΥ 1987)

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΤΕΚΝΟΥ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΙΤΗΡΩΝ ΝΟΜΟΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4310, 12/12/2011

Κοινωνικές Ασφαλίσεις

Πίνακας τροποποιούμενων καταργούμενων διατάξεων. Τροποποιούνται ή καταργούνται τα κάτωθι άρθρα ή παράγραφοι άρθρων:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΟΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 2ας ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1983 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ύττ' "Αρ. 307 της 6ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1964 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

907 Κ.Δ.Π. 312/93 Ο ΠΕΡΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 302 ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1960 ΜΕΧΡΙ 1989)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4316, 17/2/2012 2(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010

ΠΡΟΝΟΕΪ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ, ΤΩΝ ΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

1107 Ν. 164/87. E.E., Παρ. I, Αρ. 2241,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3719, 30/5/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΗΜΩΝ ΝΟΜΟ. 1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί ήμων

ΝΟΜΟΣΧΕ ΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΤΕΚΝΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ 2010»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4328, 12/4/ (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟN ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟ

ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1967 ΕΩΣ Μέρος Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ ΙΑΤΑΞΕΙΣ

585 Κ.Δ.Π. 200/92 Ο ΠΕΡΙ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΩΣ ΠΑΘΟΝΤΩΝ ΝΟΜΟΣ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η παρούσα Σύμβαση Εργασίας έγινε σήμερα στις.

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗΣ ΧΟΡΗΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

Ο ΠΕΡΙ ΑΠΟΧΕΤΕΥΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΣ

ΟΙ ΠΕΡΙ ΔΗΜΩΝ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1985 ΕΩΣ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 1991

E.E. Παρ. ΙΙΙ(Ι) Αρ. 3329, Κ.Δ.Π. 112/99

ΝΔ 4202/1961: Διαδοχική ασφάλιση Βλ. και Ν.4387/2016 άρθρο 19 (28393) Κατά εξουσιοδότηση Εκδοθέντα και Εφαρμοστικά Νομοθετήματα 8

1379 K.AJI. 294/95 Ο ΠΕΡΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 300Α ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1959 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1995)

Τα κοινωνικοασφαλιστικά σας δικαιώματα. στην Κύπρο

ΘΕΜΑ: Ασφαλιστικές εισφορές μισθωτών του Δημόσιου τομέα ασφαλισμένων του ΕΤΕΑ Ορθή επανάληψη. Το υπ αριθμ. πρωτ. 9505/3874/011/ έγγραφό μας

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3724, 13/6/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΤΕΚΝΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΚΑΙ 2003

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4019, 29/7/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

E.E. Παρ. Ill (I) 27 Κ.Δ.Π. 14/84 Αρ. 1924,

E.E., Παρ. I, Αρ. 2516, Ν. 111/90

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙ ΟΣ ΤΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. υπ Αρ της 9ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1981 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Ο ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ

E.E., Παρ. I, 621 Ν. 37/79 Άρ. 1516,

ΟΔΗΓΟΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Transcript:

Άρθρον 1. Συνοπτικός τίτλος. 2. Ερµηνεία. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙ ΟΣ ΤΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ υπ Αρ. 1617 της 16ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1980 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Ο ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ 1980 ΚΑΤΑΤΑΞΙΣ ΑΡΘΡΩΝ Μέρος Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ ΙΑΤΑΞΕΙΣ Μέρος ΙΙ. ΗΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑΙ Ν. 41/80 3. Ησφαλισµένοι. 4. Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αναφορικώς προς µισθωτούς. 5. Ποσόν εισφορών αναφορικώς προς µισθωτούς. 227557122 6. Επιστροφή εισφορών εις µισθωτούς υπαγοµένους αναδροµικώς εις επαγγελµατικά σχέδια συντάξεων άνευ εισφορών. 7. Εισφορά Κυβερνήσεως της ηµοκρατίας διά πρόσωπα υπηρετούντα εν τη Εθνική Φρουρά. 8. Ειδική εισφορά εργοδοτών εις ωρισµένας περιπτώσεις. 9. Απασχόλησις µισθωτού υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών. 10. Απασχόλησις ησφαλισµένου ως µισθωτού και ως αυτοτελώς εργαζοµένου. 11. Παρακράτησις ποσού εισφορών µισθωτού υπό του εργοδότου. 12. Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αυτοτελώς εργαζοµένων. 13. Ποσόν εισφορών αυτοτελώς εργαζοµένων. 14. Απόσβεσις εισφορών. 845080733 15. Προαιρετική ασφάλισις. 16. Ποσόν εισφορών προαιρετικώς ησφαλισµένων. 17. Τερµατισµός καταβολής εισφορών. 18. Πίστωσις ασφαλιστέων αποδοχών. 19. Ποσόν πιστουµένων ασφαλιστέων αποδοχών. 20. Μετατροπή πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς µονάδας. 21. Αναπροσαρµογή του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών. Μέρος ΙΙΙ. ΠΑΡΟΧΑΙ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ 22. Είδη παροχών. 761491835 23. Μετατροπή ασφαλιστικών µονάδων εις πληρωθείσας και πιστωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς. 24. Προϋποθέσεις εισφοράς. 25. Υπολογισµός πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών διά σκοπούς παροχών. 26. Ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί λογιζόµεναι ως πληρωθείσαι. 27. Ποσόν και ύψος παροχών. 28. Βοήθηµα γάµου. 29. Βοήθηµα τοκετού. 30. Επίδοµα µητρότητος. 31. Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόµατος µητρότητος δικαιώµατος. 142812728 32. Επιδόµατα ασθενείας και ανεργίας. 33. Εξάντλησις και ανάκτησις δικαιώµατος εις επίδοµα ασθενείας ή ανεργίας.

34. Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόµατος ασθενείας δικαιώµατος. 35. Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόµατος ανεργίας δικαιώµατος. 36. Σύνταξις γήρατος. 37. Ειδική αύξησις του ύψους των συντάξεων γήρατος και χηρείας. 38. Σύνταξις ανικανότητος. 39. Σύνταξις χηρείας. 40. Επίδοµα ορφανίας. 41. Βοήθηµα κηδείας. 42. Επίδοµα αγνοουµένου. 294687449 Μέρος ΙV. ΠΑΡΟΧΑΙ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ 43. Είδη και ύψος παροχών. 44. Έννοια επαγγελµατικού ατυχήµατος. 45. Επίδοµα σωµατικής βλάβης. 46. Παροχαί λόγω αναπηρίας. 47. Μερική αναπηρία λογιζοµένη ως ολική. 48. Προσαύξησις συντάξεως αναπηρίας λόγω τακτικής µερίµνης. 889051079 49. Παροχαί λόγω θανάτου. 50. Γνωστοποίησις ατυχηµάτων υπό ησφαλισµένων. 51. Ανάρτησις περιλήψεως ωρισµένων διατάξεων εις τόπους εργασίας. 52. Υποχρεώσεις αιτούντων και δικαιούχων παροχών λόγω σωµατικής βλάβης ή αναπηρίας. 53. Καθωρισµέναι νόσοι. 54. Έκπτωσις εκ του δικαιώµατος προς λήψιν επιδόµατος σωµατικής βλάβης και συντάξεως αναπηρίας. 55. Εφαρµογή επί προσώπων υπηρετούντων επί πλοίων και αεροσκαφών. Μέρος V. ΓΕΝΙΚΑΙ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΟΧΩΝ 56. ωρεάν ιατρική περίθαλψις εις ωρισµένας περιπτώσεις. 143496811 57. Καταβολή δαπανών επαγγελµατικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρµογής εκ του Ταµείου. 58. Πρόσωπα εν τη αλλοδαπή ή εκτίοντα ποινήν φυλακίσεως. 59. Αύξησις παραχών δι εξαρτωµένους. 60. Απαιτήσεις και πληρωµαί. 61. ιπλά δικαιώµατα. 62. Αντιπροσώπευσις θανόντων και ανικάνων προσώπων. 63. Αναπαλλοτρίωτον παροχών. 64. Επιστροφή παροχής παρανόµως καταβληθείσης. Μέρος VΙ. ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 65. Ορισµός εξεταστών απαιτήσεων και επιθεωρητών. 66. Εξουσίαι επιθεωρητών. 67. 3 του 53(Ι) του 2006. Ιατρικά Συµβούλια και ευτεροβάθµιο Ιατρικό Συµβούλιο. 68. Συµβούλιον Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 69. Ταµείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 70. απάναι διοικήσεως. 71. Αναλογιστικαί ανασκοπήσεις. 72. Αναπροσαρµογή και ανασκόπησις ύψους παροχών. 73. Εξουσία εκδόσεως Κανονισµών. 705049753 733220517 Μέρος VΙΙ. ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΙΣ ΙΑΦΟΡΩΝ 74. 4 του 53(Ι) του 2006. Εξέταση αίτησης για παροχή. 75. Αναθεώρησις αποφάσεων εξεταστού απαιτήσεων. 76. Επίλυσις ωρισµένων ζητηµάτων υπό του ιευθυντού.

77. Τελεσίδικον αποφάσεων ιευθυντού και Υπουργού. 78. Ιεραρχική προσφυγή. Μέρος VΙΙΙ. ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΙΑΤΑΞΕΙΣ 79. Αµοιβαίαι συµφωνίαι. 80. Αδικήµατα και ποιναί. 447719454 81. Ποινική δίωξις. 82. Πολιτική αγωγή. 83. Ευθύνη εργοδότου διά την απώλειαν παροχής λόγω ιδίου πταίσµατος. 84. Καταβολή χρηµατικών ποινών κ.λ.π. εις το Ταµείον. 85. Προτεραιότης εισφορών εν περιπτώσει διαλύσεως ή πτωχεύσεως. 86. Εξαίρεσις από της φορολογίας και της προς καταβολήν δασµών και τελών χαρτοσήµου υποχρεώσεως. 87. Μείωσις εισφορών και πληρωµών ταµείων προνοίας. 88. Μείωσις παροχών και εισφορών επαγγελµατικών σχεδίων συντάξεων. 89. Μη εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 87 και 88 ταυτοχρόνως. 94688951 89Α 3 του 93(Ι) του 2009. Μεταφορά δικαιώµατος σε σύνταξη γήρατος. 90. Μεταβατικαί διατάξεις. 91. Καταργήσεις. 92. Έναρξις ισχύος. Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόµος του 1980 εκδίδεται διά δηµoσιεύσεως εις την επίσηµον εφηµερίδα της Κυπριακής ηµοκρατίας συµφώνως τω άρθρω 52 του Συντάγµατος. Αριθµός 41 του 1980 ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΩΝ ΠΕΡΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: Συνοπτικός τίτλος. 48 του 1982 11 του 1983 7 του 1984 10 του 1985 116 του 1985 4 του 1987 199 του 1987 214 του 1987 68 του 1988 96 του 1989 136 του 1989 17 του 1990 218 του 1991 98(Ι) του 1992 64(Ι) του 1993 18(Ι) του 1995 55(Ι) του 1996 87(Ι) του 1997 80(Ι) του 1998 84(Ι) του 1998 55(Ι) του 1999 98(Ι) του 2000 99(Ι) του 2000 2(Ι) του 2001 ΜΕΡΟΣ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ ΙΑΤΑΞΕΙΣ 219881534 1. Ο παρών Νόµος θα αναφέρηται ως ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόµος του 1980.

51(Ι) του 2001 135(Ι) του 2001 143(Ι) του 2001 71(I) του 2002 132(Ι) του 2002 10(Ι) του 2005 142(Ι) του 2005 53(Ι) του 2006 161(Ι) του 2006 110(Ι) του 2007 164(I) του 2007 9(Ι) του 2008 24(Ι) του 2008 22(Ι) του 2009 93(Ι) του 2009 112(Ι) του 2009. Ερµηνεία. 2. (1) Εν τω παρόντι Νόµω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειµένου «αγνοούµενος» σηµαίνει πρόσωπον εξαφανισθέν κατά ή µετά το πραξικόπηµα της 15ης Ιουλίου, 1974, λόγω των από του πραξικοπήµατος της 15ης Ιουλίου, 1974, δηµιουργηθεισών περιστάσεων, ή λόγω της από της 20ης Ιουλίου, 1974, Τουρκικής εισβολής, και διά το οποίον, εις οιανδήποτε των περιπτώσεων, η Κυβέρνησις της ηµοκρατίας δεν έχει οιανδήποτε θετικήν πληροφορίαν ότι τούτο ευρίσκεται εν ζωή «αιτών» σηµαίνει πρόσωπον προβάλλον απαίτησιν διά την καταβολήν οιασδήποτε παροχής δυνάµει του παρόντος Νόµου «αµελητέαι αποδοχαί» σηµαίνει αποδοχάς µισθωτού υπολειποµένας καθωρισµένου εβδοµαδιαίου ή µηνιαίου ποσού, ο δε όρος «αµελητέαι» θα ερµηνεύηται αναλόγως «αναπηρία» σηµαίνει απώλειαν υγείας, δυνάµεων ή της προς το απολαµβάνειν την ζωήν ικανότητος 2(α) του 199 του 1987. 20 του 1964 49 του 1964 68 του 1964 26 του 1965 27 του 1965 44 του 1965 5 του 1966 14 του 1966 41 του 1966 76 του 1966 38 του 1967 70 του 1967 66 του 1968 95 του 1968 24 του 1975 56 του 1975 33 του 1976 16 του 1977 22 του 1978 88 του 1979 81 του 1981 52 του 1984 89 του 1986. «ανήλικος» σηµαίνει πρόσωπον (α) µη συµπληρώσαν το 15ον έτος της ηλικίας του (β) άρρεν άγαµον πρόσωπον, µεταξύ των 15 και των 25 ετών, όπερ τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριµένης παρά του ιευθυντού µαθητείας ή διατελεί εν ενεργώ υπηρεσία εν τη Εθνική Φρουρά δυνάµει των περί Εθνικής Φρουράς Νόµων του 1964 έως 1986

(γ) θήλυ άγαµον πρόσωπον µεταξύ των 15 και 23 ετών, όπερ τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριµένης παρά του ιευθυντού µαθητείας (δ) πρόσωπον άγαµον όπερ, καίτοι συµπληρώσαν το 15ον έτος της ηλικίας αυτού, στερείται µονίµως της προς συντήρησιν αυτού ικανότητος 3(β) του 96 του 1989. 3(α) του 96 του 1989. «ανίκανος προς εργασίαν» σηµαίνει ησφαλισµένον ο οποίος λόγω ειδικής νόσου ή σωµατικής ή πνευµατικής αναπηρίας δεν δύναται να απασχοληθή εις το επάγγελµα εις το οποίον συνήθως απησχολείτο, ο δε όρος ανικανότης προς εργασίαν θα ερµηνεύεται αναλόγως «ανικανότης προς εργασίαν» ιαγράφηκε. «ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών» σηµαίνει το καθωρισµένον ανώτατον ποσόν αποδοχών επί του οποίου είναι καταβλητέαι εισφοραί «ανώτερον τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών» σηµαίνει το ανώτερον τµήµα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών το εξευρισκόµενον συµφώνως προς το εδάφιον (5) του άρθρου 20 «αποδοχαί» εν αναφορά 8 του 1967 25 του 1968 23 του 1969 26 του 1970 34 του 1972 66 του 1972 5 του 1973 85 του 1979. (i) προς µισθωτόν περιλαµβάνει πάσαν χρηµατικήν αντιµισθίαν εκ της απασχολήσεως αυτού ή παν κέρδος εκ της τοιαύτης απασχολήσεως δεκτικόν χρηµατικής αποτιµήσεως ως και την εισφοράν του εργοδότου αναφορικώς προς τον µισθωτόν εις το Κεντρικόν Ταµείον Αδειών το ιδρυθέν δυνάµει των περί Ετησίων Αδειών µετ Απολαβών Νόµων του 1967 έως 1979, εξαιρουµένων όµως εκτάκτων προµηθειών και χαριστικών (ex-gratia) πληρωµών 333500564 2 του 10 του 1985. (ii) προς αυτοτελώς εργαζόµενον σηµαίνει παν κέρδος ή όφελος εκ της απασχολήσεως αυτού (iii) προς προαιρετικώς ησφαλισµένον σηµαίνει το δυνάµει του άρθρου 16 επιλεγόµενον υπό του ησφαλισµένου ποσόν. Πρώτος Πίναξ. εύτερος Πίναξ. «ασφαλιστέα απασχόλησις» σηµαίνει οιανδήποτε απασχόλησιν εκ των καθοριζοµένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος και εν τω Μέρει Ι του ευτέρου Πίνακος, εκτός εάν αύτη είναι εκ των εξαιρουµένων, ήτοι απασχόλησις καθοριζοµένη εν τω Μέρει ΙΙ του Πρώτου Πίνακος και εν τω Μέρει ΙΙ του ευτέρου Πίνακος «ασφαλιστέαι αποδοχαί» σηµαίνει το ποσόν των αποδοχών του ησφαλισµένου επί του οποίου είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάµει του παρόντος Νόµου εύτερος Πίναξ. «αυτοτελώς εργαζόµενος» σηµαίνει πρόσωπον εργαζόµενον εις οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν καθοριζοµένην εν τω Μέρει Ι του ευτέρου Πίνακος, εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάµει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος «βασικαί ασφαλιστέαι αποδοχαί» σηµαίνει καθωρισµένον ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών 2 του 71(Ι) του 2002. 69(Ι) του 2002. «γονική άδεια» σηµαίνει τη γονική άδεια η οποία λαµβάνεται σύµφωνα µε τον περί Γονικής Άδειας και Άδειας για λόγους Ανωτέρας Βίας Νόµο του 2002.

«ιευθυντής» σηµαίνει τον ιευθυντήν ή Αναπληρωτήν ιευθυντήν των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων «δικαιούχος» αναφορικώς προς οιανδήποτε παροχήν σηµαίνει το δικαιούµενον εις τοιαύτην παροχήν πρόσωπον 3(β) του 96 του 1989. Κεφ.250 30 του 1959 30 του 1961 53 του 1961 79 του 1968 114 του 1968 14 του 1974 18 του 1979. «ειδικός ιατρός» σηµαίνει ιατρόν ο οποίος θεωρείται ως ειδικός συµφώνως προς τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόµον «εξαρτώµενος» αναφορικώς προς πρόσωπόν τι σηµαίνει το πρόσωπον εν σχέσει προς το οποίον τω καταβάλλεται αύξησις παροχής δυνάµει του άρθρου 59 «επαγγελµατικόν σχέδιον συντάξεων» σηµαίνει οιονδήποτε σχέδιον ή διευθέτησιν εφαρµοζοµένην υπό ή διά λογαριασµόν εργοδότου ή εργοδοτών και προβλέπουσαν διά την καταβολήν συντάξεων εν περιπτώσει αφυπηρετήσεως ή θανάτου αναφορικώς προς την απασχόλησιν µισθωτού «εργατική διαφορά» σηµαίνει διαφοράν αναφυοµένην µεταξύ εργοδότου και µισθωτών, ή µεταξύ µισθωτών, σχετικώς µε την απασχόλησιν ή µη απασχόλησιν, τους όρους απασχολήσεως ή τας συνθήκας απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων, εν τη υπηρεσία του εργοδότου µεθ ου προέκυψεν η διαφορά ή µη «εργοδότης» περιλαµβάνει και την Κυβέρνησιν της ηµοκρατίας της Κύπρου «έτος εισφορών», διά µεν τους µισθωτούς των οποίων αι αποδοχαί υπολογίζονται επί µηνιαίας βάσεως σηµαίνει το ηµερολογιακόν έτος διά δε τους λοιπούς ησφαλισµένους σηµαίνει περίοδον πεντήκοντα δύο ή πεντήκοντα τριών εβδοµάδων, αρχοµένην την πρώτην ευτέραν εκάστου έτους και λήγουσαν την Κυριακήν προ της πρώτης ευτέρας του εποµένου έτους: Νοείται ότι το πρώτον έτος εισφορών δυνάµει του παρόντος Νόµου άρχεται την 6ην Οκτωβρίου 1980 και λήγει διά µεν τους µισθωτούς των οποίων αι αποδοχαί υπολογίζονται επί µηνιαίας βάσεως την 31ην εκεµβρίου, 1981, διά δε τους λοιπούς ησφαλισµένους την 3ην Ιανουαρίου, 1982 «έτος παροχών» σηµαίνει περίοδον αρχοµένην την πρώτην ευτέραν Ιουλίου εκάστου έτους και λήγουσαν την Κυριακήν προ της πρώτης ευτέρας Ιουλίου του εποµένου έτους 2(1) του 93(Ι) του 2009. Ευρωπαϊκές Κοινότητες σηµαίνει το Συµβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή Περιφερειών, τον Ευρωπαίο ιαµεσολαβητή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας εδοµένων, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ευρεσιτεχνίας, καθώς και οποιοδήποτε οργανισµό ή γραφείο ή θεσµό εγκαθιδρύθηκε ή θα εγκαθιδρυθεί στο µέλλον δυνάµει της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή δυνάµει οποιασδήποτε κοινοτικής πράξης, του οποίου ο κανονισµός για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων περιλαµβάνει ή θα περιλαµβάνει ταυτόσηµες ή ανάλογες διατάξεις µε αυτές του Άρθρου 11 και του Παραρτήµατος VIII του Κανονισµού της Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 462553143 «ηµέρα διακοπής της απασχολήσεως» σηµαίνει ηµέραν ανικανότητος προς εργασίαν ή ηµέραν ανεργίας και «περίοδος διακοπής της απασχολήσεως» σηµαίνει οιασδήποτε δύο ηµέρας διακοπής της απασχολήσεως, συναπτάς ή µη,

εντός περιόδου έξ συναπτών ηµερών ή οιασδήποτε δύο ή πλείονας τοιαύτας περιόδους εις ας δεν παρεµβάλλεται περίοδος µεγαλυτέρα των δεκατριών εβδοµάδων «ηµερήσιον ύψος» αναφορικώς προς οιανδήποτε περιοδικήν παροχήν, σηµαίνει το έν έκτον του εβδοµαδιαίου ύψους της τοιαύτης παροχής «ησφαλισµένος» σηµαίνει ησφαλισµένον δυνάµει του παρόντος Νόµου 3(β) του 96 του 1989. Κεφ. 250 30 του 1959 30 του 1961 53 του 1961 79 του 1968 114 του 1968 14 του 1974 18 του 1979. 3(α) του 96 του 1989. «ιατρός» σηµαίνει ιατρόν εγγεγραµµένον δυνάµει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόµου «ιατρική αρχή» ιαγράφηκε. «ιατρική περίθαλψις» σηµαίνει ιατρικήν περίθαλψιν, χειρουργικήν επέµβασιν και θεραπείαν προς αποκατάστασιν της υγείας, περιλαµβάνονται δε αι πάσης φύσεως θεραπείαι, δίαιται ή έτεραι θεραπευτικαί αγωγαί, ως και φαρµακευτική περίθαλψις 3(α) του 96 του 1989. «Ιατρικός Λειτουργός» ιαγράφηκε. «καθωρισµένος» σηµαίνει καθωρισµένον διά Κανονισµών «Κανονισµοί» σηµαίνει Κανονισµούς εκδιδοµένους δυνάµει του παρόντος Νόµου. 2(1) του 93(Ι) του 2009. Επίσηµη Εφηµερίδα της Ε.Ε., Νο 45, 14.6.1962, σ.1385. 106 του 1972 22 του 1974 11 του 1975 32 του 1976 68 του 1976 81 του 1977 66 του 1978 56 του 1979 4 του 1980. Κανονισµός Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σηµαίνει τον Κανονισµό αρ. 31/1962 της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Κοινότητας και τον Κανονισµό αρ. 11/1962 της Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατοµικής Ενέργειας, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν από τον Κανονισµό (ΕΟΚ, Ευρατόµ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/1968 του Συµβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισµού του κανονισµού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρµόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών µέτρων προσωρινώς εφαρµοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής, καθώς και οποιοδήποτε άλλο κανονισµό που αφορά στην υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια του παρόντος Νόµου «καταργηθείς Νόµος» σηµαίνει τους υπό του παρόντος Νόµου καταργηθέντας περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόµους του 1972 έως 1980 «κατώτερον τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών» σηµαίνει το κατώτερον τµήµα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών το εξευρισκόµενον συµφώνως προς το εδάφιον (5) του άρθρου 20 2 του 132(Ι) του κράτος µέλος σηµαίνει κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2002. «µην εισφορών», εν αναφορά προς µισθωτόν του οποίου αι αποδοχαί υπολογίζονται επί µηνιαίας βάσεως, σηµαίνει τον ηµερολογιακόν µήνα, διά δε τους λοιπούς ησφαλισµένους σηµαίνει περίοδον τεσσάρων ή πέντε

ηµερολογιακών εβδοµάδων αι οποίαι άρχονται εντός εκάστου ηµερολογιακού µηνός Πρώτος Πίναξ. 2 του 53(Ι) του 2006. 8 του 1967 25 του 1968 23 του 1969 26 του 1970 34 του 1972 66 του 1972 5 του 1973 85 του 1979 55 του 1980 65(Ι) του 1993 79(Ι) του 1996 26(Ι) του 1997 110(Ι) του 1999 165(Ι) του 2001 66(Ι) του 2002 72(Ι) του 2002 169(Ι) του 2002 18(Ι) του 2005. 853166401 «µισθωτός» σηµαίνει πρόσωπον ασκούν οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν εκ των καθοριζοµένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάµει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος: Νοείται ότι οι κληρικοί δε θεωρούνται µισθωτοί για σκοπούς του περί Ετησίων Αδειών µετ Απολαβών Νόµου, του περί Τερµατισµού Απασχολήσεως Νόµου, του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου υναµικού Νόµου και του περί Ταµείου Κοινωνικής Συνοχής Νόµου. 24 του 1967 17 του 1968 67 του 1972 6 του 1973 1 του 1975 18 του 1977 30 του 1979 57 του 1979 82 του 1979 92 του 1979 54 του 1980 12 του 1983 167 του 1987 37 του 1988 18 του 1990 203 του 1990 52(Ι) του 1994 61(Ι) του 1994 26(Ι) του 2001 111(Ι) του 2001 70(Ι) του 2002 79(Ι) του 2002 159(Ι) του 2002 212(Ι) του 2002 110(Ι) του 2003 111(Ι) του 2003. 125(Ι) του 1999 52(Ι) του 2006. 24(Ι) του 2002 163(Ι) του 2003. «ορισθείσα ηµεροµηνία» σηµαίνει την διά γνωστοποιήσεως δηµοσιευοµένης εν τη επισήµω εφηµερίδι της ηµοκρατίας ορισθησοµένην υπό του Υπουργικού Συµβουλίου ηµεροµηνίαν διά την έναρξιν της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόµου 2(β) του 199 του 1987. «ορφανός» ιαγράφηκε.

«παροχή» σηµαίνει την δυνάµει του παρόντος Νόµου καταβλητέαν παροχήν «περίοδος εισφορών», εν αναφορά προς µισθωτόν του οποίου αι αποδοχαί υπολογίζονται επί µηνιαίας βάσεως σηµαίνει τον ηµερολογιακόν µήνα, διά δε τους λοιπούς ησφαλισµένους σηµαίνει την ηµερολογιακήν εδοµάδα «πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί» σηµαίνει ασφαλιστέας αποδοχάς πιστωθείσας δυνάµει του άρθρου 18 «πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί» σηµαίνει ασφαλιστέας αποδοχάς επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί ΚΕΦ. 311 17 του 1960 9 του 1967 18 του 1967 51 του 1968 119 του 1968 9 του 1971 65 του 1973 42 του 1976 38 του 1979. ΚΕΦ. 166 21 του 1959 19 του 1967 62 του 1968 69 του 1970 20 του 1971 67 του 1973 70 του 1975 41 του 1976 36 του 1979. Ελλ. Κοιν. N 7 του 1962 14 του 1962 16 του 1962 7 του 1963 11 του 1963 1 του 1964 12 του 1964. 56 του 1967 1 του 1970 19 του 1971 66 του 1973 43 του 1976 37 του 1979. 2 του 98(Ι) του 1992. 2 του 135(Ι) του 2001. «συντάξιµος δηµόσιος υπάλληλος» σηµαίνει πρόσωπον όπερ κατέχει συντάξιµον θέσιν δυνάµει του περί Συντάξεων Νόµου ή του περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Νόµου ή του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόµου ή είναι µόνιµος αξιωµατικός ή υπαξιωµατικός του Κυπριακού Στρατού «συντάξιµη ηλικία» σηµαίνει την ηλικία των εξήντα πέντε ετών, σε περίπτωση όµως γυναίκας που γεννήθηκε πριν από το έτος 1935 και προσώπου που δικαιούται σε σύνταξη γήρατος µε βάση το άρθρο 36Α σηµαίνει την ηλικία των εξήντα τριών ετών «σχετική απώλεια ικανότητος» σηµαίνει την ολικήν ή µερικήν απώλειαν της συνήθους χρήσεως των οργάνων ή µερών του σώµατος ή την συνεπεία ταύτης καταστροφήν ή βλάβην των ψυχικών ή πνευµατικών λειτουργιών «σχετικόν ατύχηµα» και «σχετική σωµατική βλάβη» αναφορικώς προς επίδοµα σωµατικής βλάβης, παροχάς λόγω αναπηρίας ή θανάτου, σηµαίνουν αντιστοίχως το ατύχηµα ή την σωµατικήν βλάβην αναφορικώς προς ην προβάλλεται απαίτησις ή είναι καταβλητέα οιαδήποτε των ανωτέρω παροχών «σχετική ηµεροµηνία» αναφορικώς προς οιανδήποτε παροχήν, σηµαίνει την ηµεροµηνίαν καθ ην πρόσωπόν τι πληροί το πρώτον τας προϋποθέσεις προς θεµελίωσιν δικαιώµατος εις τοιαύτην παροχήν, πλην της προϋποθέσεως της

υποβολής αιτήσεως «Ταµείον» σηµαίνει το Ταµείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων το ιδρυόµενον δυνάµει του άρθρου 69 «ταµείον προνοίας» σηµαίνει οιονδήποτε ταµείον ή διευθέτησιν εφαρµοζοµένην υπό ή διά λογαριασµόν εργοδότου ή εργοδοτών και προβλέπουσαν διά την καταβολήν εφ άπαξ πληρωµών εν περιπτώσει τερµατισµού απασχολήσεως, αφυπηρετήσεως ή θανάτου αναφορικώς προς την απασχόλησιν µισθωτού «τέκνον» περιλαµβάνει και προγονόν, εξώγαµον τέκνον και τέκνον υιοθετηθέν κατά τινα υπό του δικαίου αναγνωριζόµενον τρόπον, οι δε όροι «γονεύς», «µήτηρ» και «πατήρ» ερµηνεύονται αναλόγως «τέως δικαιούχος» σηµαίνει τον δυνάµει του καταργηθέντος Νόµου δικαιούχον «τέως ενεργητικόν» σηµαίνει το αµέσως προ της ορισθείσης ηµεροµηνίας ενεργητικόν του Ταµείου του ιδρυθέντος δυνάµει του καταργηθέντος Νόµου «τέως ησφαλισµένος» σηµαίνει ησφαλισµένον δυνάµει του καταργηθέντος Νόµου «τοκετός» σηµαίνει τοκετόν απολήγοντα εις την γέννησιν ζώντος τέκνου, ή τοκετόν γενόµενον µετά πάροδον είκοσι οκτώ εβδοµάδων κυοφορίας και απολήγοντα εις την γέννησιν τέκνου ζώντος ή νεκρού, ο δε όρος «κυοφορία» θα ερµηνεύηται αναλόγως 2 του 132(Ι) του 2002. «τρίτη χώρα» σηµαίνει χώρα που δεν είναι κράτος µέλος «Υπουργός» σηµαίνει τον Υπουργόν Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. (2) ιά τους σκοπούς του παρόντος Νόµου (α) πρόσωπόν τι λογίζεται άνω οιασδήποτε ηλικίας, εάν συνεπλήρωσε την ηλικίαν ταύτην (β) πρόσωπόν τι λογίζεται µεταξύ δύο ωρισµένων ηλικιών, εάν συνεπλήρωσε την µικροτέραν ηλικίαν, ουχί όµως την µεγαλυτέραν τοιαύτην (γ) πρόσωπόν τι λογίζεται µη συµπληρώσαν την ηλικίαν των δεκαοκτώ ετών µέχρι της ενάρξεως της δεκάτης ογδόης επετείου της γεννήσεώς του, τo αυτό δε ισχύει και διά τας λοιπάς ηλικίας. ΜΕΡΟΣ ΙΙ. ΗΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑΙ Ησφαλισµένοι. 3. Τα ακόλουθα πρόσωπα ασφαλίζονται δυνάµει του παρόντος Νόµου: (α) µισθωτοί (β) αυτοτελώς εργαζόµενοι (γ) έτερα πρόσωπα, ως καθορίζεται εν τω άρθρω 15. Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αναφορικώς προς µισθωτούς. 785513639 4. (1) ι εκάστην περίοδον εισφορών, κατά την οποίαν ή διά τµήµα της οποίας πρόσωπον απησχολήθη ως µισθωτός, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών παρά του µισθωτού, παρά του εργοδότου αυτού και εκ του Παγίου Ταµείου της ηµοκρατίας. 2(α) του 116 του 1985. (2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) εισφοραί δεν καταβάλλονται (α) δι οιανδήποτε περίοδον εισφορών αναφορικώς προς απασχόλησιν εκ της

οποίας αι αποδοχαί του µισθωτού είναι αµελητέαι, εκτός εάν ο µισθωτός είναι µαθητευόµενος ή εκτίη ποινήν φυλακίσεως και 2 του 7 του 1984. 2(β)(γ) του 116 του 1985. Ποσόν εισφορών αναφορικώς προς µισθωτούς. 3 του 98(Ι) του 1992. 2(α) του 22(Ι) του 2009. (β) δι οιανδήποτε περίοδον ή τµήµα περιόδου εισφορών αρχοµένην την ή µετά την ηµεροµηνίαν καθ ην ο µισθωτός συνεπλήρωσε την συντάξιµον ηλικίαν. 5. (1) Τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος Νόµου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν µισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 17,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του µισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του µισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,3% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταµείου της ηµοκρατίας από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.4.2009: Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ ην µισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρµόζει διά τον µισθωτόν αυτόν επαγγελµατικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ µέρους του µισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 10,15% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του µισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του µισθωτού ίσον προς ποσοστόν 3,45% επί των τοιούτων αποδοχών από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.4.2009. 2(β) του 22(Ι) του 2009. 2(γ) του 22(Ι) του 2009. 2(δ) του 22(Ι) του 2009. 2(ε) του 22(Ι) του 2009. 2(στ) του 22(Ι) του 2009. 2(ζ) του 22(Ι) του 2009. (β) «19,2%», «7,3%», «7,3%», «4,6%», «10,9%» και «3,7%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.1.2014, (γ) «20,5%», «7,8%», «7,8%», «4,9%», «11,65%» και «3,95%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.1.2019, (δ) «21,8%», «8,3%», «8,3%»,«5,2%», «12,4%» και «4,2%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.1.2024, (ε) «23,1%», «8,8%», «8,8%», «5,5%», «13,15%» και «4,45%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.1.2029, (στ) «24,4%», «9,3%», «9,3%», «5,8%», «13,9%» και «4,7%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.1.2034, και (ζ) «25,7%», «9,8%», «9,8%», «6,1%», «14,65%» και «4,95%» από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή µετά την 1.1.2039. 363410890 (2) ιά σκοπούς υπολογισµού του ποσού των εισφορών των καταβλητέων δι εκάστην περίοδον ή τµήµα περιόδου εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν µαθητευοµένου άνευ αποδοχών ή µετ αποδοχών αι οποίαι υπολείπονται του ηµίσεως των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, τεκµαίρεται ότι ούτος λαµβάνει ασφαλιστέας αποδοχάς ίσας προς το ήµισυ του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. (3) ιά σκοπούς υπολογισµού του ποσού των εισφορών των καταβλητέων δι εκάστην περίοδον ή τµήµα περιόδου εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν µισθωτού όστις εκτίει ποινήν φυλακίσεως, τεκµαίρεται ότι αι ασφαλιστέαι αυτού αποδοχαί δεν υπολείπονται του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. (4) Ο εργοδότης ευθύνεται, τηρουµένων των διατάξεων του άρθρου 11, διά την καταβολήν τόσον των υπ αυτού καταβλητέων εισφορών όσον και των υπό του µισθωτού καταβλητέων τοιούτων, εισφοραί δε καταβληθείσαι υπό του εργοδότου διά λογαριασµόν του µισθωτού λογίζονται ως εισφοραί καταβληθείσαι υπό του µισθωτού.

(5) Προκειµένου περί κατηγορίας ή τάξεως µισθωτών απασχολουµένων συνήθως υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών εντός της αυτής περιόδου εισφορών, Κανονισµοί δύνανται να προβλέψωσι περί του τρόπου καταβολής υπό του µισθωτού αµφοτέρων των εισφορών τας οποίας ευθύνεται όπως καταβάλη ο εργοδότης δυνάµει του εδαφίου (4), ως και περί των υποχρεώσεων των τοιούτων µισθωτών και των εργοδοτών αυτών. 3 του 22(Ι) του 2009. Επιστροφή εισφορών σε µισθωτούς που υπάγονται αναδροµικά σε επαγγελµατικά σχέδια συντάξεων χωρίς εισφορές. 6. Μισθωτός, στην περίπτωση του οποίου δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και ο οποίος υπάγεται αναδροµικά σε επαγγελµατικό σχέδιο συντάξεων χωρίς εισφορές από τον ίδιο, δικαιούται να του επιστραφεί από τον εργοδότη του για την περίοδο απασχόλησης του που αναγνωρίσθηκε ως συντάξιµη µε βάση το εν λόγω επαγγελµατικό σχέδιο, ποσό ίσο (α) µε 3% του συνόλου των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο µέχρι την 31 εκεµβρίου 1992, (β) µε 3,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1993 µέχρι την 31η Μαρτίου 2009, (γ) µε 3,35% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2009 µέχρι την 31 εκεµβρίου 2013, (δ) µε 3,6% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 µέχρι την 31 εκεµβρίου 2018, (ε) µε 3,85% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2019 µέχρι την 31 εκεµβρίου 2023, (στ) µε 4,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2024 µέχρι την 31 εκεµβρίου 2028, (ζ) µε 4,35% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2029 µέχρι την 31 εκεµβρίου 2033, (η) µε 4,6% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2034 µέχρι την 31 εκεµβρίου 2038, και (θ) «4,85%» για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2039. 3 του 10 του 1985. 3 του 7 του 1984. 3 του 11 του 1983. Εισφορά Κυβερνήσεως της ηµοκρατίας διά πρόσωπα υπηρετούντα εν τη Εθνική Φρουρά. 20 του 1964 49 του 1964 68 του 1964 26 του 1965 27 του 1965 44 του 1965 5 του 1966 14 του 1966 41 του 1966 76 του 1966 38 του 1967 70 του 1967 66 του 1968 95 του 1968 24 του 1975 7. (1) ι εκάστην εβδοµάδα αρχοµένην κατά ή µετά την ορισθείσαν ηµεροµηνίαν, καθ εκάστην ηµέραν της οποίας πρόσωπόν τι, κληθέν δι υπηρεσίαν εν τη Εθνική Φρουρά δυνάµει των περί Εθνικής Φρουράς Νόµων του 1964 έως 1979, διατελεί εν ενεργώ υπηρεσία, η Κυβέρνησις της ηµοκρατίας καταβάλλει αναφορικώς προς το πρόσωπον τούτο εισφοράν εις καθωρισµένον ποσόν.

56 του 1975 33 του 1976 16 του 1977 22 του 1978 88 του 1979. (2) Ουδέν εν τω παρόντι άρθρω ερµηνεύεται ότι το πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται εισφορά δυνάµει του εδαφίου (1) ασκεί ασφαλιστέαν απασχόλησιν. Ειδική εισφορά εργοδοτών εις ωρισµένας περιπτώσεις. Απασχόλησις µισθωτού υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών. Απασχόλησις ησφαλισµένου ως µισθωτού και ως αυτοτελώς εργαζοµένου. Παρακράτησις ποσού εισφορών µισθωτού υπό του εργοδότου. 8. Εάν η συχνότης προσβολής εκ πνευµονοκονιάσεως, σιλικώσεως, σιδηροσιλικώσεως, ασβεστώσεως ή οιασδήποτε των τοιούτων νόσων συνοδευοµένης υπό φυµατιώσεως αυξηθή, δύναται διά Κανονισµών να γίνη πρόβλεψις διά την καταβολήν ειδικής εισφοράς υφ ωρισµένου εργοδότου ή κατηγορίας εργοδοτών, επιπροσθέτως προς την δυνάµει του άρθρου 5 καταβλητέαν εισφοράν, αναφορικώς προς την απασχόλησιν µισθωτού εις επάγγελµα εκθέτον τον τοιούτον µισθωτόν εις τον κίνδυνον οιασδήποτε των ως άνω νόσων. 9. Εάν µισθωτός απασχολήται υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών εντός της αυτής περιόδου εισφορών, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτού υφ ενός εκάστου των εργοδοτών αυτού. 10. Εάν ησφαλισµένος απασχολήται εντός της ιδίας περιόδου εισφορών, ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς, ως µισθωτός και ως αυτοτελώς εργαζόµενος, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών δι αµφοτέρας τας απασχολήσεις. 11. (1) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε συµβάσεως περί του αντιθέτου, ο εργοδότης δεν δικαιούται να παρακρατή ή να διεκδική εκ των αποδοχών του παρ αυτώ απασχολουµένου µισθωτού το ποσόν των υπό του εργοδότου καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον µισθωτόν, πας δε εργοδότης όστις παρακρατεί ή πειράται να παρακρατήση, εν όλω ή εν µέρει, εκ των αποδοχών του παρ αυτώ απασχολουµένου µισθωτού το ποσόν των υπ αυτού καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον µισθωτόν, είναι ένοχος ποινικού αδικήµατος και υπόκειται εις χρηµατικήν ποινήν µη υπερβαίνουσαν τας τριακοσίας λίρας. Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αυτοτελώς (2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οιουδήποτε νόµου ή συµβάσεως περί του αντιθέτου, το ποσόν των εισφορών το οποίον καταβάλλεται υπό του εργοδότου διά λογαριασµόν του παρ αυτώ απασχολουµένου µισθωτού, δύναται να παρακρατήται ή διεκδικήται εκ των οφειλοµένων εις τον µισθωτόν υπό του εργοδότου αποδοχών, αναφορικώς προς την περίοδον ή τµήµα περιόδου εισφορών δι ην είναι καταβλητέον το τοιούτο ποσόν εισφορών, ουχί δε άλλως. (3) Ο εργοδότης µαθητευοµένου υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ αυτού όσον και του υπό του µαθητευοµένου καταβλητέου ποσού εισφορών επί της διαφοράς µεταξύ του ποσού των πραγµατικών αποδοχών αυτού και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών τας οποίας ο µαθητευόµενος τεκµαίρεται ότι λαµβάνει δυνάµει εδαφίου (2) του άρθρου 5, δεν δικαιούται δε να διεκδικήση το τοιούτο ποσόν παρά του µαθητευοµένου. (4) Αναφορικώς προς µισθωτόν όστις εκτίει ποινήν φυλακίσεως, η Κυβέρνησις της ηµοκρατίας υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ αυτής ως εργοδότου καταβλητέου ποσού εισφορών, όσον και του υπό του µισθωτού καταβλητέου τοιούτου, δύναται, όµως, διά Κανονισµών να γίνη πρόβλεψις διά την παρακράτησιν εν όλω ή εν µέρει του ποσού των εισφορών του τοιούτου µισθωτού εκ των αποδοχών του. 12. (1) ι εκάστην περίοδον εισφορών, κατά την οποίαν ή διά τµήµα της οποίας πρόσωπον απησχολήθη ως αυτοτελώς εργαζόµενος, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών παρά του αυτοτελώς εργαζοµένου και εκ του

εργαζοµένων. Παγίου Ταµείου της ηµοκρατίας. 442402243 3 του 116 του 1985. (2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), δεν καταβάλλονται εισφοραί δι οιανδήποτε περίοδον ή τµήµα περιόδου εισφορών αρχοµένην την ή µετά την ηµεροµηνίαν καθ ην o αυτοτελώς εργαζόµενος συνεπλήρωσε την συντάξιµον ηλικίαν. Ποσόν εισφορών αυτοτελώς εργαζοµένων. 13(α)(β) του 68 του 1988. 5 του 98(Ι) του 1992. 4(α) του 22(Ι) του 2009. 4(β) του 22(Ι) του 2009. 4(γ) του 22(Ι) του 2009. 4(δ) του 22(Ι) του 2009. 4(ε) του 22(Ι) του 2009. 4(στ) του 22(Ι) του 2009. 4(ζ) του 22(Ι) του 2009. Απόσβεσις εισφορών. 13. Το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζοµένου είναι ίσον προς ποσοστόν 16,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 12,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζοµένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,3 % επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταµείου της ηµοκρατίας από την πρώτη ευτέρα του Απριλίου του 2009. (β) «18,2%», «13,6%» και «4,6%» από την πρώτη ευτέρα του 2014, (γ) «19,5%», «14,6%» και «4,9%» από την πρώτη ευτέρα του 2019, (δ) «20,8%»,«15,6%» και «5,2%» από την πρώτη ευτέρα του 2024, (ε) «22,1%», «16,6%», και «5,5%» από την πρώτη ευτέρα του 2029, (στ) «23,4%», «17,6%» και «5,8%» από την πρώτη ευτέρα του 2034, και (ζ) «24,7%», «18,6%» και «6,1%» από την πρώτη ευτέρα του 2039. 14. (1) Εισφοραί αναφορικώς προς την απασχόλησιν µισθωτού δεν καταβάλλονται µετά την παρέλευσιν έξ ετών από του τέλους της περιόδου εισφορών διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί κατέστησαν καταβλητέαι. (2) Εισφοραί αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζοµένου δεν καταβάλλονται µετά την παρέλευσιν τριών ετών από του τέλους της περιόδου εισφορών διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί κατέστησαν καταβλητέαι. Προαιρετική ασφάλισις. 3(α) του 132(Ι) του 2002. 3(β) του 132(Ι) του 2002. 4(α) του 116 του 1985. 954878866 15. (1) Παν πρόσωπον δικαιούται τη υποβολή αιτήσεως προς τον ιευθυντήν, να λάβη πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως εάν (α) έχη πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς εις το κατώτερον τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών ίσας προς το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών ή (β) ιαγράφηκε. (γ) έχη την συνήθη αυτού διαµονήν εν Κύπρω και εργάζηται εκτός Κύπρου, εν τη υπηρεσία Κυπρίου εργοδότου. ιά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου, «Κύπριος εργοδότης» σηµαίνει εργοδότην ο οποίος διαµένει ή έχει επαγγελµατικήν εγκατάστασιν εν Κύπρω ή νοµικόν πρόσωπον εγγεγραµµένον εν Κύπρω, ή εις το οποίον πολίτης της ηµοκρατίας ή νοµικόν πρόσωπον εγγεγραµµένον εν Κύπρω συµµετέχει ουσιωδώς. 5 του 7 του 1984. 4(β) του 116 του (2) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, χορηγηθέν αυτώ δυνάµει του παρόντος άρθρου, δικαιούται να καταβάλλη εισφοράς διά

1985. πάσαν περίοδον ή τµήµα περιόδου εισφορών καθ ην το πιστοποιητικόν ισχύει, ουδεµία όµως εισφορά είναι καταβλητέα δι οιανδήποτε περίοδον ή τµήµα περιόδου εισφορών αρχοµένην την ή µετά την ηµεροµηνίαν καθ ην το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον έχει συµπληρώσει την συντάξιµον ηλικίαν. (3) Η ισχύς πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδιδοµένου δυνάµει του εδαφίου (1), άρχεται από της ηµεροµηνίας της προς έκδοσιν αυτού γενοµένης αιτήσεως, εκτός εάν ο αιτητής ήθελεν ορίσει εν τη αιτήσει αυτού άλλην ηµεροµηνίαν ενάρξεως της ισχύος του πιστοποιητικού, ήτις δεν δύναται να είναι προγενεστέρα της πρώτης περιόδου εισφορών δι ην ο κάτοχος του τοιούτου πιστοποιητικού δικαιούται δυνάµει Κανονισµών να καταβάλη εισφοράς. Ποσόν εισφορών προαιρετικώς ησφαλισµένων. 6 του 98(Ι) του 1992. 5(α) του 22(Ι) του 2009. 5(β) του 22(Ι) του 2009. 5(γ) του 22(Ι) του 2009. 5(δ) του 22(Ι) του 2009. 5(ε) του 22(Ι) του 2009. 5(στ) του 22(Ι) του 2009. 5(ζ) του 22(Ι) του 2009. 6(α) του 7 του 1984. 16. (1) Το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά µε ασφαλισµένο δυνάµει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο µε 14,8% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισµένο δυνάµει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο µε 17,9% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 11% και το 13,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισµένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταµείο της ηµοκρατίας από την πρώτη ευτέρα του Απριλίου του 2009. (β) «16,1%», «19,2%», «12,0%» και «14,6%» από την πρώτη ευτέρα του 2014, (γ) «17,4%», «20,5%», «13,0%» και «15,6%» από την πρώτη ευτέρα του 2019, (δ) «18,7%»,«21,8%», «14,0%» και «16,6%» από την πρώτη ευτέρα του 2024, (ε) «20,0%», «23,1%», «15,0%» και «17,6%» από την πρώτη ευτέρα του 2029, 606596946 (στ) «21,3%», «24,4%», «16,0%» και «18,6%» από την πρώτη ευτέρα του 2034 και (ζ) «22,6%», «25,7%», «17,0%» και «19,6%» από την πρώτη ευτέρα του 2039. (2) ιά τους σκοπούς του εδαφίου (1) το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως δύναται να καταβάλλη εισφοράς δι έκαστον έτος εισφορών επιλέγεται υπ αυτού, δεν δύναται όµως να υπερβαίνη την αξίαν του 1/52 των ασφαλιστικών µονάδων του κατά το τελευταίον συµπεπληρωµένον έτος εισφορών προ της ηµεροµηνίας ενάρξεως του πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως ή του 1/52 του ετησίου µέσου όρου των τοιούτων µονάδων κατά τα τρία τελευταία έτη, εισφορών προ της ηµεροµηνίας ενάρξεως του τοιούτου πιστοποιητικού και εν ουδεµιά περιπτώσει να υπερβαίνη το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών του ως είρηται έτους εισφορών: Νοείται ότι εις ην περίπτωσιν το ως είρηται 1/52 υπολείπεται του 1/52 της µιάς ασφαλιστικής µονάδος, το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον δύναται, δι εκάστην περίοδον εισφορών, να καταβάλλη, εισφοράς επί ποσού ασφαλιστέων αποδοχών ίσου προς το 1/52 της αξίας µιάς ασφαλιστικής µονάδος. 6(β) του 7 του 1984. (3) ιά τους σκοπούς του εδαφίου (2) η αξία της ασφαλιστικής µονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίον λαµβάνεται υπ όψιν διά σκοπούς εξευρέσεως της ασφαλιστικής µονάδος διά το έτος εισφορών διά το οποίον καταβάλλεται εισφορά: Νοείται ότι εις περίπτωσιν εισφορών καταβαλλοµένων διά περιόδους εισφορών του έτους εισφορών το οποίον περιλαµβάνει την σχετικήν ηµεροµηνίαν διά

οιανδήποτε παροχήν διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί λαµβάνονται υπ όψιν, η αξία της ασφαλιστικής µονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του ισχύοντος κατά την σχετικήν ηµεροµηνίαν. (4) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδοθέν δυνάµει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15, δύναται να επιλέξη όπως καταβάλλη εισφοράς είτε επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκοµένου συµφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (2), είτε επί του εβδοµαδιαίου ποσού των αποδοχών αυτού, ως τούτο καθορίζεται εις την σχετικήν σύµβασιν εργασίας, εν ουδεµιά όµως περιπτώσει καταβάλλονται εισφοραί επί οιουδήποτε ποσού υπερβαίνοντος το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών. (5) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως και αναφορικώς προς το οποίον υπάρχει υποχρέωσις καταβολής εισφορών δυνάµει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12, δύναται να καταβάλλη εισφοράς και δυνάµει του παρόντος άρθρου επί οιουδήποτε ποσού ασφαλιστέων αποδοχών µη υπερβαίνοντος το ποσόν της διαφοράς µεταξύ των ασφαλιστέων αποδοχών των υπολογιζοµένων διά την καταβολήν εισφορών δυνάµει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκοµένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2), εφ όσον το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων υπολογίζονται αι καταβλητέαι εισφοραί δυνάµει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 είναι µικρότερον του εξευρισκοµένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2) ποσού ασφαλιστέων αποδοχών. (6) Το δυνάµει του παρόντος άρθρου επιλεγόµενον ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών στρογγυλεύεται εις τον πλησιέστερον ακέραιον αριθµόν λιρών. 7 του 98(Ι) του 1992. Συντάξιµη ηλικία για ορισµένους ασφαλισµένους. Πίστωσις ασφαλιστέων αποδοχών. 17. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, η συντάξιµη ηλικία για του σκοπούς των άρθρων 4, 12, 15, 18(4) και 36 για ασφαλισµένο που δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη γήρατος κατά τη συµπλήρωση της εν λόγω ηλικίας θα είναι η πρώτη ηµέρα κατά την οποία αυτός ικανοποιεί τις εν λόγω προϋποθέσεις, σε καµία όµως περίπτωση δε θα είναι µεταγενέστερη του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του. Το άρθρο αυτό δεν εφαρµόζεται στην περίπτωση προσώπου που συµπλήρωσε την οριζόµενη στο άρθρο 2 συντάξιµη ηλικία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993 καθώς και προσώπου που δεν απασχολήθηκε σε ασφαλιστέα απασχόληση για την οποία καταβλήθηκαν ή είναι καταβλητέες εισφορές πριν από τη συµπλήρωση του εξηκοστού πέµπτου έτους της ηλικίας του. 18. (1) Ησφαλισµένος πιστούται δι ασφαλιστέων αποδοχών (α) διά πάσαν περίοδον αρχοµένην κατά ή µετά την πρώτην ηµέραν του έτους εισφορών καθ ο ούτος συνεπλήρωσε το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας του, εφ όσον πρόκειται περί περιόδου καθ ην ούτος τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριµένης υπό του ιευθυντού µαθητείας: Νοείται ότι εν ουδεµιά περιπτώσει πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί δι οιονδήποτε περίοδον προγενεστέραν της 5ης Οκτωβρίου 1964 (β) διά την περίοδον ήτις άρχεται την πρώτην ηµέραν του έτους εισφορών προ του έτους εισφορών καθ ο κατέστη ησφαλισµένος και λήγει την τελευταίαν ηµέραν της περιόδου εισφορών προ της περιόδου εισφορών καθ ην κατέστη ησφαλισµένος (γ) δι εκάστην ηµέραν καθ ην ούτος δικαιούται εις επίδοµα ασθενείας, ανεργίας, µητρότητος ή σωµατικής βλάβης (δ) διά παν χρονικόν διάστηµα καθ ο ούτος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος (ε) εάν ούτος υπό οµαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως

Πρώτος Πίναξ. εύτερος Πίναξ. καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος και υπό οµαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι εκάστην ηµέραν η οποία είναι δι αυτόν ηµέρα ανικανότητος προς εργασίαν ή ανεργίας (στ) εάν ούτος υπό οµαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του ευτέρου Πίνακος και υπό οµαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι εκάστην ηµέραν η οποία είναι δι αυτόν ηµέρα ανικανότητος προς εργασίαν εφ όσον η τοιαύτη ηµέρα εµπίπτει εις το τµήµα της περιόδου διακοπής της απασχολήσεως, όπερ έπεται της εξαντλήσεως του δικαιώµατος αυτού επί επιδόµατος ασθενείας: Νοείται ότι δεν πιστούνται δυνάµει της παραγράφου (ε) ή (στ) του παρόντος εδαφίου ασφαλιστέαι αποδοχαί διά περίοδον πέραν των έξ µηνών δι εκάστην περίοδον διακοπής της απασχολήσεως. (2) Υπέρ ησφαλισµένου όστις κατά την ορισθείσαν ηµεροµηνίαν είναι ηλικίας µεταξύ πεντήκοντα και εξήκοντα τριών ετών, πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί εις το ανώτερον τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών δι εκάστην εβδοµάδα κατά την οποίαν κατεβλήθη υπ αυτού ή επιστώθη υπέρ αυτού εισφορά δυνάµει του καταργηθέντος Νόµου, η οποία εµπίπτει εις το διάστηµα το περιλαµβανόµενον µεταξύ της ηµεροµηνίας της συµπληρώσεως υπ αυτού της ηλικίας των πεντήκοντα ετών και της ορισθείσης ηµεροµηνίας. 8(α) του 98(Ι) του 1992. 3(α)(β) του 17 του 1990. (3) Σε περίπτωση ασφαλισµένου που δικαιούται σύνταξη ανικανότητας σύµφωνα µε το άρθρο 38, ασφαλισµένου που δικαιούται σύνταξη γήρατος σύµφωνα µε το άρθρο 36Α πριν από την ηλικία των εξήντα τριών ετών ή θανάτου ασφαλισµένου ηλικίας των εξήντα τριών ετών του οποίου ο θάνατος παρέχει δικαίωµα για περιοδική παροχή πιστώνονται υπέρ του ασφαλισµένου ασφαλιστέες αποδοχές στο ανώτερο τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδοµάδα που περιλαµβάνεται στο χρονικό διάστηµα µεταξύ της σχετικής ηµεροµηνίας και της ηµεροµηνίας κατά την οποία ο ασφαλισµένος θα συµπληρώσει ή θα συµπλήρωνε την ηλικία των εξήντα τριών ετών: Νοείται ότι το άθροισµα των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται µε βάση το εδάφιο αυτό και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισµένου στο ανώτερο τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών δε δύναται σε καµία περίπτωση να είναι µεγαλύτερο από σαράντα φορές τη διαφορά µεταξύ του ετήσιου ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 8(β) του 98(Ι) του 1992. 771498858 (4) Κάθε ασφαλισµένη που συµπληρώνει τη συντάξιµη ηλικία µετά την 31η εκεµβρίου 1992 πιστώνεται µε αποδοχές για οποιαδήποτε εβδοµάδα εισφορών η οποία περιλαµβάνεται στο χρονικό διάστηµα των πρώτων δώδεκα ετών της ηλικίας κάθε τέκνου της εφόσο για την ίδια εβδοµάδα δεν έχει πληρωθείσες ή πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές. Ο αριθµός των εβδοµάδων εισφορών για τις οποίες πιστώνονται αποδοχές δυνάµει του εδαφίου αυτού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 156 για κάθε τέκνο. 3 του 71(Ι) του 2002. (5) Αφαλισµένος πιστώνεται µε ασφαλιστέες αποδοχές για την περίοδο που απουσιάζει από την έργασία του µε γονική άδεια. Ποσόν πιστουµένων ασφαλιστέων αποδοχών. 9 του 98(Ι) του 1992. 4 του 71(Ι) του 2002. 19. (1) Το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται για κάθε εβδοµάδα σύµφωνα µε τις παραγράφους (α), (β), (ε) και (στ) του εδαφίου (1) και τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 18 είναι ίσο µε το εβδοµαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών για περίοδο µικρότερη της εβδοµάδας πιστώνεται το ανάλογο ποσό: Νοείται ότι το άθροισµα των αποδοχών που πιστώνονται για κάθε έτος εισφορών σύµφωνα µε την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (4) του άρθρου 18 και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισµένου ή της ασφαλισµένης κατά το εν λόγω έτος εισφορών δε δύναται να υπερβαίνει το

ετήσιο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 4 του 96 του 1989. (2) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούµενον δι εκάστην εβδοµάδα δυνάµει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδοµαδιαίον µέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής ήτις κατεβλήθη προς τον ησφαλισµένον, δι οιανδήποτε δε περίοδον µικροτέραν της εβδοµάδος πιστούται το ανάλογον ποσόν: Νοείται ότι εν ουδεµιά περιπτώσει το δι εκάστην εβδοµάδα πιστούµενον ποσόν δύναται να είναι µικρότερον του εβδοµαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών: Νοείται περαιτέρω ότι το άθροισµα των δι εκάστην εβδοµάδα πιστουµένων ασφαλιστέων αποδοχών και του ποσού των υπό του ησφαλισµένου πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να υπερβαίνη τον εβδοµαδιαίον µέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής. 4 του 96 του 1989. (2Α) ιά τους σκοπούς της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, ο ησφαλισµένος πιστούται δι εκάστην εβδοµάδα εισφορών διά την οποίαν δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος διά τόσων ασφαλιστικών µονάδων όσον είναι το άθροισµα των ασφαλιστικών µονάδων αι οποίαι αντιστοιχούσιν εις τον εβδοµαδιαίον µέσον όρον ασφαλιστέων αποδοχών του, ως ούτος υπελογίσθη δυνάµει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακος και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, εν ουδεµιά, όµως, περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι µικροτέρα της µονάδος. ιά περίοδον µικροτέραν της εβδοµάδος η πίστωσις µειούται αναλόγως: Νοείται ότι όταν η καταβαλλοµένη σύνταξις ανικανότητος είναι διά µερικήν ανικανότητα προς εργασίαν ο πιστούµενος αριθµός ασφαλιστικών µονάδων µειούται λαµβανοµένης υπ όψιν της σχέσεως του ποσοστού συντάξεως ανικανότητος προς εκατόν: Νοείται περαιτέρω ότι εν ουδεµιά περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι µικροτέρα της µιας ασφαλιστικής µονάδος: Νοείται έτι περαιτέρω ότι το άθροισµα των διά του παρόντος εδαφίου πιστουµένων ασφαλιστικών µονάδων και τυχόν ασφαλιστικών µονάδων λόγω πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δυνάµει ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόµου, δεν δύναται να υπερβαίνη τον αριθµόν των ασφαλιστικών µονάδων διά του οποίου θα επιστούτο ο ησφαλισµένος εάν εδικαιούτο συντάξεως ανικανότητος δι ολικήν απώλειαν της ικανότητος προς το κερδίζειν. (2Β) Αι διατάξεις του εδαφίου (2Α) εφαρµόζονται επί παροχών των οποίων η σχετική ηµεροµηνία έπεται της 31ης Μαρτίου, 1983. (3) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούµενον δι εκάστην εβδοµάδα δυνάµει του εδαφίου (2) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδοµαδιαίον µέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισµένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ηµεροµηνίας µέχρι της τελευταίας εβδοµάδος προ της εβδοµάδος ήτις περιλαµβάνει την σχετικήν ηµεροµηνίαν: Νοείται ότι εν ουδεµιά περιπτώσει το καθ εκάστην εβδοµάδα πιστούµενον ποσόν δύναται να υπερβαίνη το διπλάσιον του εβδοµαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών. 4 του 96 του 1989. (4) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούµενον δι εκάστην εβδοµάδα δυνάµει του εδαφίου (3) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδοµαδιαίον µέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το

ανώτερον τµήµα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισµένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ηµεροµηνίας ή από της ενάρξεως του έτους εισφορών εντός του οποίου ο ησφαλισµένος συνεπλήρωσε την ηλικίαν των δέκα έξ ετών, εάν αύτη είναι µεταγενεστέρα της ορισθείσης ηµεροµηνίας, µέχρι της τελευταίας εβδοµάδος προ της σχετικής ηµεροµηνίας: Νοείται ότι, εάν η τοιαύτη περίοδος είναι µεγαλυτέρα των πέντε ετών λαµβάνεται υπ' όψιν η αµέσως προ της εβδοµάδος της σχετικής ηµεροµηνίας περίοδος πέντε ετών εφ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον, διά τον ησφαλισµένον: Νοείται περαιτέρω ότι εις περίπτωσιν ησφαλισµένου ο οποίος συµπληροί την ηλικίαν των είκοσι πέντε ετών µετά την ορισθείσαν ηµεροµηνίαν, λαµβάνεται υπ όψιν, εφ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον διά τον ησφαλισµένον η περίοδος από της ηµεροµηνίας της υπ αυτού συµπληρώσεως της ηλικίας των είκοσι πέντε ετών µέχρι της τελευταίας εβδοµάδος προ της σχετικής ηµεροµηνίας, εάν δε αύτη είναι µικροτέρα των πέντε ετών, η περίοδος των πέντε ετών προ της εν λόγω εβδοµάδος. Μετατροπή πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς µονάδας. 5 του 11 του 1983. 7(α) του 7 του 1984. 20. (1) Αι καθ έκαστον έτος εισφορών πληρωθείσαι υπό και πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισµένου ασφαλιστέαι αποδοχαί µετατρέπονται εις ασφαλιστικάς µονάδας διά της διαιρέσεως του ολικού ποσού των τοιούτων πληρωθεισών και πιστωθεισών αποδοχών διά του ποσού των κατά το επόµενον έτος εισφορών ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, στρογγυλευοµένου του πηλίκου της τοιαύτης διαιρέσεως εις το πλησιέστερον εκατοστόν: Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το δι εκάστην εβδοµάδα εισφορών πιστωθέν ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να είναι κατώτερον του εδοµαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του εποµένου έτους εισφορών: Νοείται περαιτέρω ότι προς εξεύρεσιν των ασφαλιστικών µονάδων του έτους εισφορών 1982 και 1983, το ποσόν των υπέρ ησφαλισµένου πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών, των χορηγηθεισών αναφορικώς προς το έτος 1982 και την περίοδον από 1ης Ιανουαρίου 1983 µέχρι της 3ης Απριλίου 1983 δυνάµει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 εάν µεν είναι χαµηλότερον του ποσού των 17.500 µιλς την εβδοµάδα λογίζεται ως ίσον προς το ποσόν των 19.600 µιλς την εβδοµάδα, εάν δε είναι ίσον ή µεγαλύτερον του ποσού των 17.500 µιλς την εβδοµάδα, αναπροσαρµόζεται διά του πολλαπλασιασµού αυτού επί τον συντελεστήν 1.12. ιά τους σκοπούς µετατροπής των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς µονάδας διά το έτος εισφορών 1982, το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών διά το έτος εισφορών 1983 καθορίζεται εις 1,019.200 µιλς. (2) Αι καθ έκαστον έτος καταβληθείσαι υπό ή πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισµένου εισφοραί δυνάµει του καταργηθέντος Νόµου µετατρέπονται εις ασφαλιστικάς µονάδας διά της διαιρέσεως διά του αριθµού 52 του γινοµένου του αριθµού των ως είρηται εισφορών επί τον αριθµόν 1.04. 7(β) του 7 του 1984. (3) Προκειµένου περί συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος και συντάξεως χηρείας, αι ασφαλιστικαί µονάδες διά την προ της ορισθείσης ηµεροµηνίας περίοδον, η οποία λαµβάνεται υπ όψιν διά τον υπολογισµόν του εβδοµαδιαίου µέσου όρου ασφαλιστέων αποδοχών, εξευρίσκονται διά του πολλαπλασιασµού του ολικού αριθµού των εβδοµάδων εισφορών αναφορικώς προς τας οποίας κατεβλήθησαν ή επιστώθησαν εισφοραί εντός της ως είρηται περιόδου, επί 0.02. (4) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 18 ησφαλισµένος δεν δύναται να έχη πέραν της µιάς ασφαλιστικής µονάδος δι οιονδήποτε έτος εισφορών προ της ορισθείσης ηµεροµηνίας.