Εισηγήτρια: Ευαγγελία Ασημακοπούλου

Σχετικά έγγραφα
Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΕΙΞΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ /12/ Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών κατά την άσκηση αυτοτελούς επαγγελματικής δραστηριότητας

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας στην ελληνική έννομη τάξη. i) Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4129, 22/6/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟN ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΙΣΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΙΣΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ 1920

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΙI

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ένδικα μέσα και κυρώσεις σε υποθέσεις διακρίσεων: ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3818, 12/3/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

9481/17 ΚΑΛ/νικ/ΚΚ 1 DG B 1C

Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004 (Ν. 58(Ι)/2004)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

EULP-512: Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνικά Δικαιώματα Ίση Αμοιβή

Εισήγηση: «Παρενόχληση στην εργασία και διακρίσεις λόγω φύλου: οι επιπτώσεις στο εργασιακό περιβάλλον»

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Ειρθεσ 8971/2006. Δικαστής: Μαριάννα Κουϊνέλη. Δικηγόροι: Χ. Ματζιώρης - Α. Αργυριάδης.

Το Βάρος Απόδειξης. Εισαγωγή 04/06/2019

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Επισκόπηση της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας για την ισότητα και ορισμοί των βασικών εννοιών

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Ο ρόλος του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως στην προώθηση της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Άρθρο 4 Φορείς πιστοποίησης Άρθρο 5 Προσφυγή στη διαµεσολάβηση Άρθρο 6 Διαδικασία

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Το Βάρος της Απόδειξης σε Υποθέσεις Διάκρισης

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Ο κοινωνικός διάλογος στη Ρουμανία. Άρπαντ Σούμπα Ομοσπονδία των μεταλλουργών «Μετάλ»

Δημοσιευμένη στην Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών 2003, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα. Κομοτηνή.

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΙI

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

Η διαφορετικότητα είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια της ποικιλομορφίας.

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Εισήγηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΥΠΟΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: διαφορών Η απόδειξη στην ειδική διαδικασία των εργατικών Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Καλλιόπη Μακρίδου Θεσσαλονίκη, 2008 Εισηγήτρια: Ευαγγελία Ασημακοπούλου

Διάγραμμα Εισήγησης Κεφάλαιο πρώτο: Εισαγωγή στην απόδειξη της ειδικής εργατικής διαδικασίας Ιστορική εξέλιξη της απόδειξης και ειδικότερα στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, τα είδη της απόδειξης δίκαιο Η επίλυση των εργατικών διαφορών στο αγγλικό και γερμανικό Κεφάλαιο δεύτερο: Το βάρος απόδειξης Κεφάλαιο τρίτο: Τα αποδεικτικά μέσα Επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων Τα αποδεικτικά μέσα στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών Ειδικότερα, οι ένορκες βεβαιώσεις Κεφάλαιο τέταρτο: Λόγοι αναιρέσεως δ 2

Κεφάλαιο πρώτο: Εισαγωγή στην απόδειξη της ειδικής εργατικής διαδικασίας Α. Η ιστορική εξέλιξη της απόδειξης, και ειδικότερα στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, τα είδη της αποδείξεως Β. Η επίλυση των εργατικών διαφορών στο αγγλικό και γερμανικό δίκαιο Α. Ιστορική εξέλιξη της απόδειξης, και ειδικότερα στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών Στην πορεία διαμόρφωσης της αποδεικτικής διαδικασίας σημαντική ήταν η συμβολή της ρύθμισης του θεσμού των ειδικών διαδικασιών καθώς καθιέρωση των ειδικών διαδικασιών εξέφρασε την ανάγκη για απλούστερη και ταχύτερη διεξαγωγή της δίκης. Ήδη από την εποχή του ρωμαϊκού και βυζαντινού δικαίου είχε καθιερωθεί για την ειδική συνοπτική διαδικασία η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων 1. Για παράδειγμα, όσον αφορά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, την εποχή της δικονομίας του Mauer έχουμε την πρώτη απόπειρα νομοθετικής αποτυπώσεως της ιδιαιτερότητας της εκδικάσεως αυτών στο ν. Γ//ΟΔ /1912. Οι εργατικές διαφορές, λόγω και του έντονα κοινωνικού τους χαρακτήρα, διέπονται από την ανάγκη ταχύτητας και απλότητας στην εκδίκασή τους, ώστε να ξεκαθαρίζει γρήγορα το τοπίο στις εργασιακές σχέσεις και να διαμοίβεται μία διαδικασία προσιτή τους εργαζομένους και κατά το δυνατόν ανέξοδη για αυτούς 2. Καθιερώθηκε, λοιπόν, μία διαδικασία 1 Πετρόπουλος, Ιστορία και Εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου ΙΙ (1964), σελ.1619 2 βλ. Σινανιώτη, Ειδικαί Διαδικασίαι, σελ. 294, «επεδιώχθη αφ ενός ή όσον ενέστι ταχεία εκδίκασις των σχετικών διαφορών, δεδομένου ότι η επί μακρόν εκκρεμότης των εν σχέσει προς αυτάς δικών ενέχει κινδύνους διά την κοινωνικήν ειρήνην και αφ ετέρου η εξασφάλισης των μέσων διά την ανεύρεσιν της ουσιαστικής αληθείας, δεδομένου ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει ουσιαστικωτέραν αντιμετώπισιν των μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων διαφορών». δ 3

ενώπιον του Ειρηνοδίκη αρχικά, ο οποίος μετά αντικαταστάθηκε από τον Πρωτοδίκη (ν.1968/1944), κατά την οποία η υπόθεση τελειώνει, κατά το δυνατόν, σε μία δικάσιμο. Ο δικαστής είναι απαλλαγμένος από δικονομικούς τύπους, προκειμένου να μπορεί να προσεγγίσει ασφαλέστερα την ουσιαστική αλήθεια. Προς αυτή την κατεύθυνση του επιτρέπεται να εκτιμά ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, να δέχεται και αποδεικτικά μέσα που δεν είχαν προταθεί αρχικά ή να επιτρέπει την εξέταση μαρτύρων όταν το αντικείμενο της διαφοράς αποκλείει την εξέτασή τους. 3 Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. Γ// ΟΔ /1912, επιδιώκεται «η εισαγωγή απλής, τελείας, ολιγοδαπάνου διαδικασίας, διά την επί δικαστηρίου επιδίωξιν των διά την πληρωμήν του μισθού αξιώσεων των εργατών», κατά το πρότυπο του αυστριακού νόμου περί μικροδιαφορών, του γαλλικού νόμου περί conseil de prud hommes, καθώς και του γερμανικού νόμου. 4 Η εκτεταμένη ελευθερία του δικαστή στην επιλογή της οδού και των μέσων που θα τον οδηγήσουν στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, δεν σημαίνει ότι δικαστής δεν οφείλει να διαμορφώσει πλήρη δικανική πεποίθηση για την αλήθεια ή μη των πραγματικών περιστατικών και σε καμία περίπτωση η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων δεν σημαίνει «πιθανολόγηση» στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Η σύγχυση προκλήθηκε από την χρήση του όρου «εκ των ενόντων απόδειξις» για να εκφραστεί η νέα καθιερούμενη αποδεικτική διαδικασία. Ο όρος αυτός υπό τη δικονομία του 1834 εξέφραζε εκείνη την απόδειξη κατά την οποία ο δικαστής «δεν απαιτείται να πεισθή περί των θεμελιούντων ταύτας πραγματικών περιστατικών δικανικώς, ήτοι διά της διεξαγωγής αποδείξεως ή προσαγωγής νόμιμων αποδεικτικών μέσων αλλά αρκεί να πεισθή εκ των ενόντων ήτοι αρκεί απλή πιθανολόγησις του αποδεικτέου θέματος» 5. Χρησιμοποιήθηκε ο όρος αυτός για να εκφράσει περιληπτικά την έννοια δύο, πλην του σχηματισμού 3 Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, 1999, σελ.1081 4 Μακρίδου Κ, Νομοθετική Εξέλιξη των Ειδικών Διαδικασιών στο Ελληνικό Δίκαιο, Οι Ειδικές Διαδικασίες, Πρακτικά από το 28 ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, σελ. 130 5 Μητσόπουλος, Η πιθανολόγησις (1952), σελ. 63 Μακρίδου ό.π. σελ. 131 δ 4

ήσσονος δικανικής πεποίθησης από τον δικαστή, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πιθανολόγησης, δηλαδή την προαποδεικτική λειτουργία και την απαλλαγή του δικαστή από των αποδεικτικών κανόνων της τακτικής απόδειξης. Τα στοιχεία αυτά ίσχυσαν και στις ειδικές διαδικασίες με συνέπεια ο όρος «εκ των ενόντων κρίσις» να χρησιμοποιείται για να εκφράζει δύο διαφορετικά είδη απόδειξης 6. Η πιθανολόγηση όμως σχετίζεται μόνο με τον επιδιώκομενο βαθμό σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως. Το σύστημα της ελεύθερης αποδείξεως, που εισήχθη με τον παραπάνω νόμο, σχετίζεται με τη διαδικασία σχηματισμού της οποιουδήποτε βαθμού δικανικής πεποίθησης. Η αμηχανία στην σύνδεση και την αλληλοκατανόηση των επιμέρους δικονομικών εννοιών της απόδειξης μαρτυρά και την ίδια την αμηχανία του τότε νομοθέτη αλλά και νομομελετητή να αποδώσει τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας αποδεικτικής διαδικασίας, της οποίας η βασική συμβολή στην εξέλιξη της έννοιας της απόδειξης είναι ότι έφερε στο νομικό προσκήνιο τις έννοιες των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, την ελεύθερη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και τη σύμπραξη δικαστή και διαδίκου προς συλλογή και εξακρίβωση του πραγματικού υλικού της διαφοράς. 7 Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας του 1968, όπως αυτός εισήχθη με τον ν. 44/1967, ρυθμίζει στο κείμενό του τις ειδικές διαδικασίες και μαζί με αυτές και τη διαδικασία των εργατικών διαφορών σε ιδιαίτερο βιβλίο-κεφάλαιο. Η διαδικασία αυτή ενσωματώνεται και τυπικά στο ελληνικό δικονομικό σύστημα. Κι αυτό δεν είναι άμοιρο σημασίας καθώς η διαδικασία αυτή, λειτουργώντας παράλληλα με την τακτική, κατέδειξε τη λειτουργικότητά της, την εξελιξιμότητα και προσαρμοστικότητά της χωρίς όμως την έλλειψη δογματικού βάθους. Έτσι, παραμένει αμετάβλητη η υποχρέωση του δικαστή να τερματίσει, κατά το δυνατό, τη συζήτηση σε μία δικάσιμο και προστίθεται η υποχρέωση των διαδίκων να προσκομίσουν έως το 6 Βερβεσός, Απόδειξις επί Εργατικών Διαφορών, Τιμητικός Τόμος Ράμμου 1979, σελ. 90-91 7 Μακρίδου, ό.π.σελ. 132 δ 5

τέλος της συζήτησης τα αποδεικτικά τους μέσα, κάτι που ήταν αυτονόητο και στο προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Εισάγεται ο όρος «μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα», κάτι που ως έννοια ενυπήρχε στο προηγούμενο νομοθέτημα χωρίς ρητή νομοθετική πρόβλεψη. Εισάγονται επίσης, με την τροποποίηση που επέφερε το ν.δ. 1958/1971, και οι ένορκες βεβαιώσεις, σαν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο 8, χωρίς την προϋπόθεση κλήτευσης του αντιδίκου. Με το ίδιο νομοθετικό διάταγμα επανήλθαν, με συμβολή και της νομολογίας, και τα δικαστικά τεκμήρια, που είχε παραμερίσει αρχικά ο Κώδικας. «Η επαναφορά του αποδεικτικού μέσου των δικαστικών τεκμηρίων υπό την παραδεδεγμένην προ της εισαγωγής του Κώδικος έννοια, είναι απολύτως επιβεβλημένη, ως διευκολύνουσα τα μέγιστα τον σχηματισμό ορθής δικαστικής κρίσεως» 9. Πρόκειται για αποδεικτικά μέσα των οποίων συμπτωματικά μάλλον γεγονότα ματαίωσαν την κανονική ολοκλήρωση 10. Αρχίζει και συντίθεται έτσι ένα νέο αποδεικτικό δόγμα, αυτό της διεύρυνσης των πηγών γνώσεως του δικαστή 11. Στις ειδικές διαδικασίες, μεταξύ αυτών και στις εργατικές, η ευελιξία του νομοθέτη προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Δεν αφήνεται πάντως τελείως ελεύθερος ο δικαστής να ακολουθήσει την προσφορότερη κατ αυτόν διαδικασία, όπως προηγούμενα, αλλά ακολουθεί δικονομικούς κανόνες που καθιερώνουν ένα είδος διαδικασίας μεταξύ ελεύθερης και τακτικής απόδειξης. Καθ όλη την παράλληλη λειτουργία της τακτικής διαδικασίας και αυτής των εργατικών διαφορών, διαφάνηκε η υπεροχή, πρακτικά, της διαδικασίας των εργατικών διαφορών. Η ειδική αυτή διαδικασία εισήχθη έτσι στην τακτική διαδικασία του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου, με τον ν.1478/1984. Επιτακτικό αίτημα της δικονομικής δικαιοσύνης αποτελεί η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας παράλληλα με την τήρηση των αρχών της αμεσότητας και 8 βλ. και ΕφΘεσσ 326/1969, ΕΕργΔ 29 (1970), 364 9 Έκθεσις έτους 1971 της Επιτροπής μελέτης των τροποποιήσεων του ΚΠολΔ: Γ. Βαβαρέτου, ΚΠολΔ, Αθήναι 1979, βλ. Παισίδου, Τα δικαστικά τεκμήρια στην πολιτική δικονομία, 1991, σελ. 121 10 Κεραμεύς, Νομικαί Μελέται ΙΙ, σελ. 313 11 Κεραμεύς, ό.π.σημ.6, σελ. 311 δ 6

της προφορικότητας. Η διαδικασία των εργατικών διαφορών, παράλληλα και με τη διεύρυνση μέσω των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, των πηγών γνώσεως του δικαστή πέτυχε μέσω όλων αυτών την ορθή και ταχεία απονομή δικαιοσύνης και αποτέλεσε, σε εκείνη την τροποποίηση, το πρότυπο για την τακτική διαδικασία του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου. 12 Για την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εισήχθη ο θεσμός της προδικαστικής απόφασης περί αποδείξεων, 13 ενώ οι αποδείξεις διεξάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου ή, εάν απαιτείται πολύς χρόνος, ενώπιον ενός μέλους του που ορίζεται ως Εισηγητής, παρά τις αντιρρήσεις θεωρητικών για την αποτελεσματικότητα αυτού του θεσμού 14. Ο νεότερος πια ν. 2915/2001, καταργώντας και την προδικαστική περί αποδείξεων απόφαση, επεξέτεινε την παραπάνω διαδικασία, διατηρώντας πάντως διαφορές με την διαδικασία των εργατικών διαφορών που παρακάτω θα καταδειχθούν, και στην τακτική διαδικασία του Πολυμελούς, την οποία εξομοίωσε με αυτήν του Μονομελούς και του Ειρηνοδικείου, με αποτέλεσμα να «χαλαρώσει» η τακτική διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και «αυστηροποιηθεί» αυτή του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου. Το συμπέρασμα από την ιστορική επισκόπηση είναι να κατανοηθεί πως το σύστημα των αποδείξεων στην εργατική διαδικασία δεν ήταν και δεν είναι η «εύκολη λύση» για μία σειρά διαφορών που επιβάλλουν ταχύτητα και ευελιξία στην επίλυσή τους. Πρόκειται για μία δογματική και δομημένη προσέγγιση του αμιγούς δικονομικού στόχου: ορθή, ταχεία και αποδεσμευμένη από την τυπολατρία, αλλά όχι την ασφάλεια δικαίου, απονομή δικαιοσύνης. Μετά από όλη την παραπάνω ιστορική εξέλιξη, έχει διαμορφωθεί σήμερα μία διαδικασία προφορική, που διεξάγεται υποχρεωτικά σε μία δικάσιμο, ώστε να είναι εφικτή η δημιουργία 12 Παρατηρήσεις της Ολομέλειας του ΑΠ, επί του Σχεδίου «για την τροποποίηση του ΚΠολΔ και του Εισαγωγικού του Νόμου» και Παπαθανασίου Ν., Η τακτική διαδικασία: Το καρκίνωμα εις το σώμα της Πολιτικής Δικονομίας, ΕλλΔνη 1976, σελ.554 13 βλ. ν. 1478/1984: Άρ. 12, τροποποίηση του 341 ΚΠολΔ 14 Γουργουράκης Δ., ΕλλΔνη 24 (1983), σελ.1627 δ 7

ενιαίας πλήρους πεποιθήσεως του δικαστή κατά την ελεύθερη από αυτόν εκτίμηση των διευρυμένων σε αριθμό και βαθμό απαιτούμενης τυπικής «ποιότητας» αποδεικτικών μέσων, με την σύμπραξη, μέσα από διαγεγραμμένους κανόνες, του διαδίκου. Πρόκειται για μία διαδικασία που ισορροπεί μεταξύ της επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ασφαλώς διαμορφωμένης δικανικής πεποίθησης. Στηρίζεται στην απαλλαγμένη από αυστηρούς δικονομικούς κανόνες απόδειξη και στην αρχή της αμεσότητας, δηλαδή στο ότι ο δικαστής που θα εξετάσει την ουσία της υπόθεσης και θα διενεργήσει αποδείξεις θα είναι και ο ίδιος που θα εκδώσει την απόφαση 15. Τα είδη της απόδειξης Όπως είναι γνωστό, τα είδη της δικονομικής απόδειξης είναι τα εξής: 1) πλήρης απόδειξη και πιθανολόγηση, ανάλογα με το βαθμό δικανικής πεποιθήσεως, 2) κύρια απόδειξη και ανταπόδειξη, ανάλογα προς το σκοπό της αποδείξεως, αν δηλαδή πρόκειται για απόδειξη από τον φέροντα το βάρος απόδειξης διάδικο ή από τον αντίδικό του, 3) άμεση και έμμεση απόδειξη, ανάλογα με τον τρόπο διεξαγωγής της, αν δηλαδή γίνεται άμεσα, χωρίς την παρεμβολή συλλογισμών του δικαστή ή αν στηρίζεται σε γεγονότα, που δεν αποτελούν στοιχεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, από τα οποία το δικαστήριο αντλεί συμπεράσματα ως προς την ύπαρξη του αποδεικτέου γεγονότος, και 4) ελεύθερη, εν μέρει ελεύθερη και αυστηρή απόδειξη, ανάλογα με την ακολουθούμενη διαδικασία. Το αποφασιστικό κριτήριο που διαφοροποιεί την απόδειξη της εργατικής διαδικασίας είναι η ακολουθούμενη διαδικασία. Όπως παραπάνω, στην ιστορική επισκόπηση περιγράφεται, στις εργατικές διαφορές, και με κάποιες διαφορές και στην τακτική διαδικασία μετά τον ν. 2915/2001, υιοθετείται σήμερα πλέον το σύστημα της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης. Είναι το ενδιάμεσο είδος ανάμεσα στην ελεύθερη και στην αυστηρή απόδειξη. 15 Μπάστα Δ., Η επίλυση των ατομικών εργατικών διαφορών, 1995, σελ. 118 και 147 δ 8

Αυστηρή απόδειξη είναι αυτή που διεξάγεται με αυστηρή τήρηση των περί αποδείξεως κανόνων της δικονομίας και με χρήση των προβλεπόμενων αποδεικτικών μέσων. Ο δικαστής καλείται να διαμορφώσει την δικανική του πεποίθηση κινούμενος αυστηρά μέσα στους δικονομικούς κανόνες και τους τύπους της απόδειξης. Η αυστηρή απόδειξη συνιστά περιορισμό στην πορεία του δικαστή προς την προσέγγιση της ουσιαστικής αλήθειας. 16 Το σύστημα αυτό επικράτησε δικονομικά μέχρι την βαθμιαία καθιέρωση του συστήματος της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης. Στον αντίποδα την αυστηρής απόδειξης βρίσκεται η ελεύθερη απόδειξη, η οποία διεξάγεται χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις ως προς τα αποδεικτικά μέσα και τους κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο δικαστής μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε αποδεικτικά μέσα κρίνει πρόσφορα, ακόμη και ανυπόστατα, προκειμένου να φτάσει στην ουσιαστική αλήθεια. Αποδεσμεύεται ο δικαστής ακόμα και από την αυξημένη αποδεικτική δύναμη της δικαστικής ομολογίας και των δημοσίων εγγράφων 17. Η ελεύθερη απόδειξη ισχύει σήμερα για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς (άρ. 8), την απόδειξη του αλλοδαπού δικαίου, των εθίμων συναλλακτικών ηθών ( άρ. 337), για την απόδειξη στις μικροδιαφορές ( άρ. 469ΙΙ), για την απόδειξη στην εκούσια δικαιοδοσία (άρ.759). Η ενδιάμεση θέση είναι αυτή της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης, όπως παραπάνω εκτάθηκε η νομοθετική της πορεία στο χρόνο, που ισχύει σήμερα, μεταξύ άλλων ειδικών διαδικασιών, και σε αυτή των εργατικών διαφορών (671 ΚΠολΔ) και υπό την αυστηρότερη μορφή της ισχύει και στην τακτική διαδικασία (270 ΚΠολΔ). 16 Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, σελ. 377, Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, σελ. 122 17 Νικολόπουλος, ό.π. σελ. 123, και σημ. 99 με εκεί παραπομπές δ 9

Β. Η επίλυση των εργατικών διαφορών στο αγγλικό και γερμανικό δίκαιο Αγγλικό δίκαιο Όπως στα περισσότερα αγγλοσαξωνικά δίκαια, έτσι και στη Μ. Βρετανία είχαν υιοθετηθεί αρχικά μέθοδοι επίλυσης των εργατικών διαφορών που επαφίονταν στους κοινωνικούς ανταγωνιστές, οι οποίοι μέσω των συνδικάτων τους έχουν διαμορφώσει διαδικασίες αυτόνομης διευθέτησης (intergroup settlement) 18. Σήμερα έχει πλέον εγκαταλειφθεί αυτή η πρακτική και ακολουθείται η δικαστική επίλυση των εργατικών διαφορών, από ειδικά εργατικά δικαστήρια, τα Industrial Tribunals, που ιδρύθηκαν για πρώτη φορά το 1964. Η αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών, όπου αρχικά εκτεινόταν μέχρι την εκδίκαση εφέσεων κατά αποφάσεων επιτροπών μέσω των οποίων ασκούνταν ο νομικός έλεγχος της εφαρμογής του εργατικού νόμου, διευρύνθηκε σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου μέσα από τροποποιητικά της αρχικής ιδρυτικής πράξης του 1964 νομοθετήματα 19. Σήμερα καλύπτει όλο το φάσμα των ατομικών εργατικών διαφορών. Τα εργατικά αυτά δικαστήρια έχουν τριμερή σύνθεση. Ένας είναι τακτικός δικαστής (πρόεδρος) με δικαστική εμπειρία τουλάχιστον επτά ετών σε ζητήματα εργατικού δικαίου και δύο είναι πάρεδροι (wigmen), ο ένας από τους οποίους είναι αντιπρόσωπος των εργαζομένων και ο άλλος των εργοδοτών. Ο ρόλος των δύο τελευταίων είναι περισσότερο γνωμοδοτικός και όχι τόσο δικαιοδοτικός. Η γνώμη του προέδρου συνήθως διαμορφώνει το διατακτικό της αποφάσεως. Στην διαδικασία αποδείξεως ενώπιον των Industrial Tribunals ακολουθείται ένα σύστημα που ως ένα βαθμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «άτυπο», με την έννοια ότι δεν είναι υποχρεωμένα τα Industrial Tribunals να εφαρμόσουν αυστηρούς κανόνες απόδειξης 20. 18 Διον. Μπάστας, Η επίλυση των ατομικών εργατικών διαφορών, 1995, σελ. 86) 19 Walker and Walker, The English Legal System, 1976, σελ. 18 20 Donald B. Williams, D.J. Walker, Industrial Tribunals, Practice and Procedure, σελ. 92 δ 10

Για παράδειγμα, στο αγγλικό δίκαιο μία από τις κατηγοριοποιήσεις των αποδεικτικών μέσων είναι σε original και hearsay evidence. Original Evidence είναι η απόδειξη από «πρώτο χέρι». Μπορεί να είναι η μαρτυρία ενός προσώπου που καταθέτει ό,τι αντιλήφθηκε ο ίδιος προσωπικά με τις αισθήσεις του. Μπορεί ακόμη να είναι ένα γράμμα που περιέχει μία απειλή για τον αποδέκτη του. H hearsay evidence, από την άλλη πλευρά, συνίσταται σε ό,τι κάποιος είπε ή έγραψε ως απόδειξη για ό,τι ειπώθηκε ή γράφηκε. Για παράδειγμα, το σημείωμα ενός αστυνομικού που περιέχει τα λεγόμενα ενός μάρτυρα για ένα ατύχημα είναι hearsay evidence για το ατύχημα 21. Ενώ, λοιπόν, η hearsay evidence είναι αποκλεισμένη από τη διαδικασία της «τακτικής αποδείξεως», στα εργατικά δικαστήρια λαμβάνεται κανονικά υπόψη, στο πλαίσιο της απαλλαγμένης από τους δικονομικούς κανόνες απόδειξης ενώπιον των Industrial Tribunals. Επίσης, στο γενικό δίκαιο των συμβάσεων, όταν ένα έγγραφο συμβάσεως έχει μία ή περισσότερες ασάφειες, δεν μπορούν να προσκομιστούν άλλες αποδείξεις προκειμένου να αποδειχθεί ότι υπήρχαν και άλλου όροι στη σύμβαση που δεν είναι αποτυπωμένοι στο έγγραφο αυτής. Ενώπιον όμως των Industrial Tribunals, δεν ισχύει αυτός ο αποκλεισμός και μπορεί να δοθούν και στο ακροατήριο διευκρινίσεις από μάρτυρες για τους όρους μίας σύμβασης εργασίας 22. Η απαλλαγή όμως από τους δικονομικούς κανόνες εκτείνεται μόνο μέχρι εκεί που αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να διευρυνθούν οι πηγές γνώσεως του δικαστή. Εάν, για παράδειγμα, δεν εφαρμοστεί ο κανόνας της cross- examination, που σημαίνει βασικά την υποχρέωση του δικαστηρίου να επιτρέψει την εξέταση των μαρτύρων ισομερώς και από τις δύο αντίδικες πλευρές, τότε μπορεί να θεμελιωθεί λόγος εφέσεως. Η απαλλαγή δηλαδή από αυστηρούς δικονομικούς κανόνες αποδείξεως, σημαίνει απαλλαγή από τους κανόνες που περιορίζουν το εύρος του αποδεικτικού υλικού και όχι από τους δικονομικούς κανόνες που προασπίζουν την αξιοπιστία της αποδεικτικής διαδικασίας. 21 Walker and Walker, ό.π. 22 Williams-Walker, ό.π. δ 11

Γερμανικό Δίκαιο Στο γερμανικό δίκαιο, είναι θεσμοθετημένο ένα πλήρες σύστημα εκδίκασης εργατικών διαφορών, που περιλαμβάνει πρωτοβάθμια εργατικά δικαστήρια, εργατικά εφετεία και εργατικό ακυρωτικό δικαστήριο (Ομοσπονδιακό Εργατικό Δικαστήριο). Είναι, λοιπόν, αντιληπτή η πλήρης απεξάρτηση της εργατικής δικαιοδοσίας από την τακτική. Πρωτοβάθμια εργατικά δικαστήρια (Arbeitsgerichte) έχουν ιδρυθεί σε όλα τα ομόσπονδα κράτη της Γερμανίας και κατά κύριο λόγο και στα μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα. Κάθε τμήμα του πρωτοβάθμιου εργατικού δικαστηρίου αποτελείται από τρία μέλη. Έναν προϊστάμενο και δύο λαϊκούς παρέδρους-εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, έναν από την πλευρά των εργοδοτών και έναν από την πλευρά των εργαζομένων 23. Ακολουθείται δηλαδή ένα μικτό σύστημα συγκρότησης των εργατικών δικαστηρίων, αποτελουμένων από έναν τακτικό δικαστή και δύο λαϊκά μέλη. Στα ειδικά εργατικά δικαστήρια της Γερμανίας, υπό το πρίσμα της αρχής της αμεσότητας (βλ. άρ. 58 Arb GerGesetz), που συνίσταται στην έκδοση της απόφασης από τον δικαστή ενώπιον του οποίου διεξήχθη η απόδειξη, η επ ακροατηρίου διαδικασία, και η απόδειξη, διεξάγεται κατά το δυνατόν σε μία δικάσιμο ( άρ. 57 ArbGerGesetz). Αν πάντως δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας σε μία δικάσιμο, μπορεί το δικαστήριο να ορίσει άλλη μέρα δικασίμου για την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας. Η επίκληση και η προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων γίνεται από τους διαδίκους, όπως και στην τακτική διαδικασία. Το βάρος απόδειξης κατανέμεται με βάση τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας. Οι διάδικοι έχουν το βάρος να επικαλεσθούν και να αποδείξουν τα γεγονότα που στηρίζουν τους νομικούς ισχυρισμούς τους. Ως αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιούνται τα ίδια με αυτά της τακτικής διαδικασίας, και κυρίως οι μάρτυρες, τα έγγραφα, η πραγματογνωμοσύνη, η αυτοψία και η εξέταση των διαδίκων. Ισχύει 23 Διον. Μπάστα, ό.π. σελ. 63 δ 12

η ελεύθερη απόδειξη (Freibeweis) 24. Ως ελεύθερη απόδειξη εννοείται μάλιστα εν προκειμένω αυτή που διεξάγεται χωρίς προσήλωση στους δικονομικούς κανόνες και καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα μέσα από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων ( freie Beweiswurdigung). Αυτή πάντως η ελεύθερη διεξαγωγή και εκτίμηση των αποδείξεων, δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να λαμβάνονται υπόψη και παράνομα αποδεικτικά μέσα, που αποκτώνται με τρόπο που προσβάλει την προσωπικότητα του εργαζομένου ή και του εργοδότη. 24 Arbeitsgerichtsgesetz, Kommentar Verlag - Vahlen, 1989, σελ. 364 δ 13

Κεφάλαιο δεύτερο: Το βάρος απόδειξης Ο γενικός κανόνας που ισχύει για το βάρος απόδειξης είναι αυτός που ορίζει το άρθρο 338 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «Κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του». Κάθε διάδικος φέρει, με άλλα λόγια, το βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν τον αυτοτελή ισχυρισμό του. Ο διάδικος δεν φέρει το βάρος αποδείξεως παρά μόνο σε άμεσο συσχετισμό με ορισμένο διαγνωστικό αίτημά του 25 που απορρέει από τον ευνοϊκό γι αυτόν κανόνα δικαίου 26 ( Rosenberg: Jede Partei hat die Voraussetzungen der ihr gunstigen Norm zu behaoupten und zu beweisen. 27 Άλλως, η προσπάθεια αποδείξεως βαρύνει αυτόν που θα ωφεληθεί από την απόδειξη των γεγονότων των θεμελιωτικών της αυτοτελούς αιτήσεως ή ανταιτήσεώς του (υποκειμενικό βάρος απόδειξης). Ο κανόνας αυτός του βάρους αποδείξεως προσδιορίζει, εκτός από τον διάδικο που έχει την πρωτοβουλία της συλλογής και προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού, και εκείνον τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο από την μη απόδειξη των πραγματικών γεγονότων των θεμελιωτικών της αιτήσεως ή ανταιτήσεώς του (αντικειμενικό βάρος απόδειξης). Η κατανομή του βάρους απόδειξης, παρόλη τη θέση της αντίστοιχης διάταξης στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεν επηρεάζεται από τη δικονομική θέση των διαδίκων αλλά από την ουσιαστικού δικαίου έννομη σχέση που τους συνδέει. 28 Στο γερμανικό μάλιστα δίκαιο επικράτησε η άποψη ότι οι κανόνες για την κατανομή του βάρους απόδειξης ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο. Στην ελληνική όμως δικονομική σκέψη, ισχύει η άποψη ότι οι ρυθμίσεις κατανομής του βάρους απόδειξης επιτελούν δικονομική λειτουργία, συγκεκριμένα στην αποδεικτική διαδικασία, και οι κύριες συνέπειες αυτών 25 Βλ. και Μπέη, Πολ. Δικ., σελ. 1435 26 Καργάδος, Το βάρος αποδείξεως μεταξύ του δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου, 1983 σ. 57, όπου αναφέρεται πως η αρχή αυτή αποτελεί «παγκόσμιον εθιμικόν δίκαιον», βλ. και εκεί παραπομπές στη γερμανική θεωρία. Θεωρία της εύνοιας της δομής των κανόνων δικαίου. 27 Baumgarte l G., Beweislast im Privatrecht, 1995, 110 28 Νίκας, ό.π. σημ.16, σελ. 398 δ 14

εκδηλώνονται στο δικονομικό δίκαιο. 29 Οι κανόνες κατανομής του βάρους απόδειξης καθορίζονται σε πρώτο επίπεδο από τους εφαρμοστέους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου (338), αποτελούν όμως έναν πρόσθετο κανόνα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Νίκας 30, που υποδεικνύει στον δικαστή το περιεχόμενο της απόφασής του, όταν δεν αποδεικνύονται πλήρως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Οι κανόνες επομένως κατανομής του βάρους απόδειξης και οι έννομες συνέπειες αυτών, επηρεάζουν άμεσα την τύχη της αίτησης παροχής έννομης προστασίας και άρα πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκουν στην ύλη του δικονομικού δικαίου. Στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η αντιστροφή του βάρους απόδειξης είναι η πρώτη, και ίσως η σπουδαιότερη, δικονομική συνέπεια στο δίκαιο της αποδείξεως, που απορρέει κατ αρχήν από την εύνοια του κοινοτικού δικαίου προς τις ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο αρχικά, πριν δηλαδή την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, ο βαρυνόμενος με την απόδειξη διάδικος, έχει αδυναμία συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού λόγω της θέσης του. Βασική αρχή της θεωρίας του βάρους αποδείξεως είναι η δίκαιη διανομή των μειονεκτημάτων του non liquet μεταξύ των διαδίκων, όπως αυτό απαιτείται από την justitia distributiva, ήτοι τη διανεμητική δικαιοσύνη 31. Το βάρος αποδείξεως θα πρέπει να φέρει αυτός ο διάδικος, ο οποίος βρίσκεται εγγύτερα στις πηγές γνώσεως και συλλογής του κρίσιμου αποδεικτικού υλικού. Διαμορφώθηκε έτσι η αρχή της επιρρίψεως του βάρους αποδείξεως αναλόγως των σφαιρών δράσεως και ευθύνης των διαδίκων (Gefahrenbereichtheorie) ή αναλόγως της εγγύτητας αυτών σε ορισμένα περιστατικά τα οποία εμπίπτουν εντός της περιοχής δράσεως αυτών 32. Σφαίρα δράσης είναι ουσιαστικό το βιοτικό πεδίο 29 Νίκας, ό.π. σελ. 409 30 σημ. 21 31 Rosenberg, Die Beweislast, 1965 32 Καργάδος, ό.π., σελ. 97 δ 15

που το διάδικο μέρος ελέγχει και μπορεί να «οικειοποιηθεί». 33 Η αρχή αυτή αποτελεί συχνά το έρεισμα, σε συνδυασμό με την γενική αρχή της επιείκειας, νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν το βάρος απόδειξης. Το ουσιαστικό δίκαιο δεν αφήνει συχνά το βάρος αποδείξεως να κατανέμεται σύμφωνα με το γενικό κανόνα αλλά προβαίνει σε μία ειδική κατανομή του, ανεξαρτήτως ή κατ απόκλιση της δομής του κανόνα ή και με τροποποίηση της δομής του κανόνα σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις. Μία τέτοια περίπτωση είναι κι αυτή του εργατικού δικαίου. Συγκεκριμένα ισχύει αυτή στο πεδίο των διακρίσεων και της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αφενός λόγω φύλου και αφετέρου λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης θεμελιώνεται κατ αρχήν στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο. Η διάταξη 141 (πρώην 119) της ΣΕΚ ορίζει ότι «Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας». Η διάταξη αυτή, παρόλη τη θέση της στη ΣΕΚ, έχει επισημανθεί από το ΔΕΚ 34 ότι έχει άμεση ενέργεια στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, καθώς είναι σαφής και ορισμένη επαρκώς κατά το περιεχόμενό της και δεν περιλαμβάνει καμία επιφύλαξη. Θεμελιώνονται απευθείας δικαιώματα των εργαζομένων και των εργοδοτών και τα δικαστήρια οφείλουν να εξασφαλίζουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που θεμελιώνει η διάταξη. Προς εξειδίκευση και περαιτέρω ερμηνεία αυτής της αρχής και αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων που γεννά η αρχή της ίσης μεταχείρισης, στον τομέα της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω φύλου, εκδόθηκαν αρχικά οι Οδηγίες 75/117/ ΕΟΚ «περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ των εργαζόμενων ανδρών και γυναικών και η οδηγία 76/207/ΕΟΚ (ν. 1414/1984), η οποία 33 Baumgartel G.,ό.π. σελ. 116 34 ΔΕΚ 8.4.1976 Defrenne II, Συλλογή Νομολογίας 1976, 175. ΔΕΚ 31.3.1981, Jenkins, Συλλογή Νομολογίας 1981, 911 δ 16

κατοχύρωσε την γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης υιοθετώντας την εφαρμογή αυτής στην πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής προώθησης και της επαγγελματικής εκπαίδευσης, τις συνθήκες εργασίας και της απόλυσης. Αυτό όμως που διαμόρφωσε ουσιαστικά την έννοια της αρχής της ίσης μεταχείρισης τόσο από άποψη ουσιαστικού δικαίου όσο και από την άποψη των δικονομικών συνεπειών αυτής και των αναγκαίων προς αυτήν την κατεύθυνση ρυθμίσεων, ήταν η νομολογία του ΔΕΚ. Πρώτη φορά ασχολήθηκε το ΔΕΚ με την έννοια της αμοιβής στην υπόθεση Dafrenne II 35. H Gabrielle Dafrenne, επικαλούμενη ανισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην αεροπορική εταιρία που δούλευε ως αεροσυνοδός, άσκησε αγωγή ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων. Στο βελγικό όμως δίκαιο δεν είχε καθιερωθεί με διατάξεις εγχώριου δικαίου η απαγόρευση διάκρισης στην αμοιβή των εργαζομένων λόγω φύλου, όπως αυτή προβλεπόταν από την πρόσφατη τότε Οδηγία 75/117/ ΕΟΚ. Το ΔΕΚ κλήθηκε να απαντήσει αν το άρθρο 119 ΣΕΚ (το σημερινό 141), έχει άμεση εφαρμογή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αν μπορεί να δημιουργήσει ατομικά δικαιώματα άξια προστασίας από τα δικαστήρια. Η απάντηση ήταν θετική. Η διάταξη του 119 (σημ. 141 ΔΕΚ) έχει άμεσο αποτέλεσμα στις εθνικές έννομες τάξεις. Παράγονται δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ ιδιωτών, «ιδιαίτερα σε σχέση με εκείνους τους τύπους διάκρισης που πηγάζουν άμεσα από νομοθετικές διατάξεις ή συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως επίσης και στις περιπτώσεις στις οποίες άνδρες και γυναίκες παίρνουν άνιση αμοιβή για ίση (όμοια) εργασία που παρέχεται στην ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία, ιδιωτική ή δημόσια». Στην απόφαση δε αυτή έγινε και μια πρώτη διαφοροποίηση μεταξύ άμεσων και έμμεσων διακρίσεων. Το άμεσο αποτέλεσμα του 119 (σημ. 141) ΣΕΚ αναγνωρίστηκε κυρίως για τις άμεσες διακρίσεις, που στοιχειοθετούνται «όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους 35 Απόφαση της 8-4-1976, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1978, 422 δ 17

φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοική από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση» (άρ. 2 παρ. 2 της 76/207 ΕΟΚ). Τις έμμεσες διακρίσεις εξέτασε η απόφαση Jenkins- Kingsgate Ltd 36. Έμμεσες διακρίσεις υφίστανται όταν «μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τους εκπροσώπους του ενός φύλου σε σύγκριση με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία» (άρ. 2 παρ. 2 εδ. β 76/207 ΕΟΚ). Στην προκειμένη περίπτωση η εργοδότρια επιχείρηση απασχολούσε μία μερίδα εργαζομένων με μειωμένο ωράριο. Σε αυτή την μερίδα ανήκαν μόνο γυναίκες εργαζόμενοι, ενώ όλοι οι άνδρες εργαζόμενοι απασχολούνταν με πλήρες ωράριο. Η ανά ώρα αμοιβή των απασχολούμενων με μειωμένο ωράριο ήταν κατά 10% μειωμένη σε σχέση με την ανά ώρα αμοιβή αυτών που απασχολούνταν με πλήρες ωράριο. Αυτή είναι μία περίπτωση ενδεχόμενης έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου για την οποία απεφάνθη το ΔΕΚ πως το γεγονός και μόνο ότι η εργασία με μειωμένο ωράριο αμείβεται με ωριαία κατώτερη αμοιβή από αυτήν που ισχύει για το πλήρες ωράριο δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας στην αμοιβή μεταξύ ανδρών και γυναικών εφόσον η διαφορά αυτή εξηγείται από την παρεμβολή παραγόντων που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο. Αυτή ακριβώς η σκέψη αποτέλεσε τη βάση για την νομολογιακή αντιστροφή του βάρους απόδειξης, την οποία διατύπωσε ρητά πλέον η απόφαση Bilka- Kaufhaus GmbH v. Weber von Hartz. 37 Η εργοδότρια επιχείρηση είχε δημιουργήσει σύστημα επικουρικών συντάξεων για τους υπαλλήλους. Σε αυτό το σύστημα, οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο μπορούσαν να υπαχθούν μόνο αν είχαν εργαστεί με πλήρες ωράριο για 36 Απόφαση της 31-3-1981, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1981, 911 37 Απόφαση της 13-5-1985, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1986, 1620 δ 18

δεκαπέντε χρόνια τουλάχιστον σε σύνολο είκοσι ετών. Η συγκεκριμένη εργαζόμενη δεν συμπλήρωνε την παραπάνω προϋπόθεση για την υπαγωγή της στο σύστημα των επικουρικών συντάξεων και άσκησε αγωγή στα εθνικά δικαστήρια, υποστηρίζοντας πως η διάταξη αυτή εισάγει έμμεση διάκριση λόγω φύλου γιατί περιάγει σε μειονεκτική θέση τις γυναίκες εργαζόμενες, που αναγκάζονται να επιλέξουν την απασχόληση με μειωμένο ωράριο, προκειμένου να ανταπεξέλθουν ταυτόχρονα και στις οικογενειακές ανάγκες. Για την περίπτωση αυτή λοιπόν το ΔΕΚ απεφάνθη πως «αν η επιχείρηση αποδείξει ότι η μισθολογική της πρακτική μπορεί να εξηγηθεί από παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι από οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί καμία παράβαση του άρ. 119 (141) ΣΕΚ». Αρκεί ο εργαζόμενος να αποδείξει την έμμεση διάκριση, όπως για παράδειγμα εν προκειμένω ότι ο αριθμός των γυναικών εργαζόμενων που απασχολούνται με μειωμένο ωράριο είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό των ανδρών, προκειμένου να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η διάκριση. Ο εναγόμενος εργοδότης πρέπει ακολούθως να αποδείξει ότι το μέτρο που έλαβε δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες που είναι άσχετοι με το φύλο. Στην υπόθεση Danfoss 38 και στην υπόθεση Enderby 39 ακολουθήθηκε το ίδιο σκεπτικό. Η τελευταία αναφέρει συγκεκριμένα: «το βάρος απόδειξης μπορεί να αντιστραφεί όταν αυτό είναι αναγκαίο για να μην στερηθούν οι εργαζόμενοι που υφίστανται εκ πρώτης όψεως δυσμενή διάκριση κάθε αποτελεσματικό μέσο για να επιτύχουν την τήρηση της αρχής της ισότητας των αμοιβών. Έτσι, όταν ένα μέτρο που διακρίνει τους υπαλλήλους ανάλογα με το ωράριο εργασίας τους πλήττει στη πράξη δυσμενώς πολύ περισσότερα πρόσωπα του ενός ή του άλλου φύλου, το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως αντίθετο προς το στόχο που επιδιώκεται με το άρθρο 141 (πρώην 119) της ΣυνθΕΚ, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι το μέτρο αυτό δικαιολογείται από 38 Απόφαση 17.10.1998, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1989, 3220 39 Απόφαση της 27.10.1993, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1993,5535 δ 19

παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο». Όλο αυτό το νομολογιακό προηγούμενο αποκρυσταλλώθηκε στην Οδηγία 97/80/ΕΟΚ η οποία συμπληρώνει την προστασία των εργαζομένων από διακρίσεις που υφίστανται λόγω φύλου, εξασφαλίζοντας στον θιγόμενο και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας ορίστηκε: «τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά δικαστικά τους συστήματα, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης». Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 105/2003 που μετέφερε τον κανόνα του βάρους αποδείξεως στο άρθρο 4 : «Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά δικαστικά τους συστήματα, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης». Σήμερα, ισχύει ο νέος νόμος 3488/2006, που ενσωμάτωσε και την Οδηγία 2002/73 ΕΚ. Αυτή δεν έφερε αλλαγές στο πεδίο του βάρους απόδειξης αλλά στα κριτήρια των διακρίσεων. Παρόλο αυτά, ο νέος νόμος 3488/2006 αλλάζει τη διατύπωση της ρύθμισης για το βάρος απόδειξης και ορίζει συγκεκριμένα: «Όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου,, και επικαλείται ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση λόγω φύλου, ο καθ ου φέρει το βάρος να θεμελιώσει δ 20

στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών». Η διατύπωση αυτής της διάταξης προσομοιάζει περισσότερο με την διατύπωση του άρθρου 14 του ν. 3304/2005, ο οποίος ενσωμάτωσε τις Οδηγίες 2000/43 ΕΚ και 2000/78 ΕΚ, και επιτάσσει την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, απαγορεύοντας κάθε διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Το άρθρο 14 του ν. 3304/2005 ορίζει στην παρ. 1 : «Όταν ο βλαπτόμενος προβάλλει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης και αποδεικνύει ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας διοικητικής αρχής πραγματικά γεγονότα από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση, το αντίδικο μέρος φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο, ή η διοικητική αρχή να θεμελιώσει, ότι δεν συνέτρεξαν περιστάσεις που συνιστούν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.». Με το π.δ. 105/2003 εισήχθη νομοθετική αντιστροφή του βάρους απόδειξης με την καθιέρωση ενός νόμιμου μαχητού τεκμηρίου. Νόμιμο τεκμήριο είναι το συμπέρασμα που συνάγεται από γνωστά γεγονότα για άγνωστα απευθείας από το νόμο. Το νόμιμο μαχητό τεκμήριο είναι εκείνο το οποίο επιτρέπεται να ανατραπεί με απόδειξη του αντιθέτου απ ό,τι ο νόμος ορίζει. Το νόμιμο μαχητό τεκμήριο δημιουργεί για τον διάδικο, υπέρ του οποίου καθιερώνεται, βάρος επικλήσεώς του 40. Ο ίδιος διάδικος βαρύνεται και με την απόδειξη του επικαλούμενου από αυτόν πραγματικού γεγονότος, του οποίου η ύπαρξη δικαιολογεί το νομοθετικό συμπέρασμα. Βαρύνεται, δηλαδή με την απόδειξη της προϋποθέσεως, της βάσεως του τεκμηρίου 41. Όπου συνεπώς καθιερώνεται νόμιμο μαχητό τεκμήριο μεταβάλλεται το αντικείμενο της αποδείξεως, αφού η απόδειξη δεν αφορά το συμπέρασμα, αλλά την προϋπόθεση του. Η απόδειξη δε της βάσεως του τεκμηρίου μπορεί να γίνει με τακτική πλήρη απόδειξη 40 Νικολόπουλος,.ο.π. σελ. 90, σημ. 74 41 ΟλΑΠ 21/1998 ΕλλΔνη 1998, 531 δ 21

ή με πιθανολόγηση, αναλόγως του τι ισχύει νομοθετικά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη διαδικασία 42. Είναι δυνατόν όμως ο αντίδικος του διαδίκου που επικαλείται το νόμιμο τεκμήριο να μην αμφισβητήσει το γεγονός που αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου αλλά το από το νόμο τεκμαιρόμενο ως αληθές. Η απόδειξη του αντιθέτου στην περίπτωση αυτή, του νόμιμου μαχητού τεκμηρίου, είναι κύρια απόδειξη και όχι ανταπόδειξη. Είναι δε κύρια απόδειξη γιατί το νόμιμο μαχητό τεκμήριο εισάγει ειδικό κανόνα αντιστροφής του βάρους απόδειξης 43. Τα νόμιμα μαχητά τεκμήρια είναι κανόνες κατανομής του βάρους απόδειξης με την έννοια ότι μεταβάλλουν το βάρος επίκλησης και απόδειξης 44. Το βάρος αποδείξεως μετακυλίεται στον αντίδικο του διαδίκου που επικαλείται το τεκμήριο και ως κύρια απόδειξη χαρακτηρίζεται αυτή την οποία διεξάγει ο φέρων το βάρος αποδείξεως διάδικος ως προς την αλήθεια ενός ισχυρισμού 45. Στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, η επί νομίμου μαχητού τεκμηρίου απόδειξη, καλείται συχνά prima facie evidence, ήτοι εκ πρώτης όψεως απόδειξη. Αυτό έχει την έννοια ότι η απόδειξη της βάσεως του τεκμηρίου πιθανολογεί την αλήθεια του αποδεικτέου και μεταθέτει το βάρος απόδειξης του αντιθέτου στον αντίδικο 46. Αρκεί ο ενάγων να αποδείξει πραγματικά περιστατικά από τα οποία μπορεί το δικαστήριο να συνάγει την αλήθεια του ισχυρισμού του. 47 Για παράδειγμα, ο διάδικος που επικαλείται την αμέλεια του αντίδίκου του σε ένα ατύχημα, αρκεί να μπορέσει να αποδείξει ότι τα γεγονότα, τα οποία μπορούσε να ελέγξει ο αντίδικος και τα οποία επέφεραν το ζημιογόνο για τον διάδικο αυτό αποτέλεσμα, είναι τέτοια που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα επέφεραν το αποτέλεσμα αυτό, αν δεν υπήρχε η αμέλεια του αντιδίκου. Αυτό αρκεί για να μπορεί συνάγει ( presume) το δικαστήριο την αμέλεια του αντιδίκου μέρους. Αρκεί να αποδειχθεί η βάση του τεκμηρίου, προκειμένου να πιθανολογηθεί το συμπέρασμα του τεκμηρίου, 42 Μητσόπουλος, σελ. 57-58, ΟλΑΠ 21/1998, πρ. σημ. 43 Καργάδος, ό.π. σελ. 82, σημ. 183 44 βλ. Παισίδου, Τα δικαστικά τεκμήρια στην πολιτική δικονομία, 1991, σελ. 65-66 σημ. 54, 55 45 Νικας, ό.π. σελ. 370, σημ. 41 46 Μητσόπουλος, ό.π. σελ. 60 47 Walker and Walker, ό.π. σελ. 522 επ. δ 22

ελλείψει απόδειξης περί του αντιθέτου. 48 Ο απαιτούμενος βαθμός δικανικής πεποίθησης για να θεωρηθεί επαρκής η prima facie evidence είναι ζήτημα εξαρτώμενο από το είδος της κρινόμενης περιπτώσεως. Στο ελληνικό δικονομικό σύστημα ο όρος της εκ πρώτης όψεως απόδειξης δεν απαντάται. Από την άλλη πλευρά, η πιθανολόγηση συνδέεται μόνο με τον απαιτούμενο βαθμό δικανικής πεποίθησης και όχι με το βάρος απόδειξης. Στα νόμιμα μαχητά τεκμήρια, που αποτελούν ειδικούς κανόνες αντιστροφής του βάρους απόδειξης, η απόδειξη της βάσεως του τεκμηρίου μπορεί να γίνει είτε με πλήρη απόδειξη είτε με πιθανολόγηση, ανάλογα με την διαδικασία που εφαρμόζεται σύμφωνα με τη εκάστοτε νομοθετική πρόβλεψη, και αυτό αφορά το μέτρο της απόδειξης και όχι το βάρος απόδειξης. Στην περίπτωση δηλαδή των νόμιμων μαχητών τεκμηρίων του ελληνικού συστήματος προηγείται η απόδειξη της βάσης του τεκμηρίου, με πλήρη απόδειξη ή, μόνο όπου το επιτρέπει ρητά ο νόμος με πιθανολόγηση, και έπεται η «υποχρεωτική» εξαγωγή του τεκμαιρόμενου εκ του νόμου συμπεράσματος, το οποίο όμως με κύρια απόδειξη θα ανατρέψει ο αντίδικος του επικαλούμενου το τεκμήριο διαδίκου. Στην εκ πρώτης όψεως απόδειξη του αγγλοσαξωνικού δικαίου, προηγείται η απόδειξη των γεγονότων της βάσης του τεκμηρίου από τα οποία να μπορεί να «πιθανολογηθεί» το εκ του νόμου εξαγόμενο συμπέρασμα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και μετατίθεται η απόδειξη του αντιθέτου στον αντίδικο. Διατυπώθηκε η άποψη ότι η διατύπωση της Οδηγίας 97/80 στα ελληνικά και η αντίστοιχη διατύπωση του π.δ. 105/2003 κατά την οποία θα πρέπει από τα πραγματικά περιστατικά που παρουσιάζει να τεκμαίρεται η άμεση ή έμμεση διάκριση, είναι άστοχη. Θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο όρος «συνάγεται» ή «συμπεραίνεται», που αποτελεί πιο πιστή απόδοση του γαλλικού «peut etre presume» ή του 48 Στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο η εκ πρώτης όψεως απόδειξη μπορεί να ακόμη να σημαίνει και τη δια δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη, εφόσον αυτή κρίνεται επαρκής και δεν αναιρείται διά ανταποδείξεως. Μπορεί ακόμη να σημαίνει και την απλή πιθανολόγηση του ισχυρισμού, ανεξάρτητα αν στηρίζεται σε άμεση ή έμμεση απόδειξη. δ 23

αγγλικού «may be presumed». Για τον ίδιο λόγο υποστηρίχθηκε ότι η λέξη «τεκμαίρεται» πρέπει να ερμηνεύεται ως πιθανολόγηση 49. Δηλαδή, συνεχίζει η ίδια άποψη, ο φερόμενος ως παθών υποχρεούται σε μια «αρχή απόδειξης» ενώ το κύριο βάρος ότι δεν συντρέχει διάκριση φέρει ο εργοδότης ο οποίος ενήργησε με διάκριση. Επομένως, η διατύπωση του άρ. 17 ν. 3488/2006 και του άρ. 14 του ν. 3304/2005 είναι η ορθή απόδοση του προστατευτικού νοήματος της Οδηγίας. Τι σημαίνει όμως η «αρχή απόδειξης» για το ελληνικό δίκαιο, στο οποίο δεν αναγνωρίζεται ως κανόνας κατανομής του βάρους απόδειξης η εκ πρώτης όψεως απόδειξη, που πιθανολογεί το συναγόμενο συμπέρασμα τη στιγμή που αναγνωρίζονται στο ελληνικό τα νόμιμα μαχητά τεκμήρια από τα οποία υποχρεωτικά εξάγεται το συναγόμενο συμπέρασμα; Η επικαλούμενη, λοιπόν, από τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, και ορθά σε ένα πρώτο στάδιο, πιθανολόγηση, πως αρκεί από μόνη της για να ανατρέψει το βάρος απόδειξης; Κι αν δεν ανατρέπει το βάρος απόδειξης αλλά κατευθείαν επιρρίπτει το βάρος κύριας απόδειξης στο αντίδικο μέρος, τότε τι νόημα και σκοπό έχει έστω κι αυτή η «πιθανολόγηση» από την πλευρά του εργαζομένου; Ο νόμος δε 3488/2006 κάνει λόγο μόνο για «επίκληση» των γεγονότων ή στοιχείων από τα οποία πιθανολογείται έμμεση ή άμεση διάκριση. Βάρος επικλήσεως όμως και βάρος αποδείξεως συμπίπτουν. Ο διάδικος που έχει το βάρος επικλήσεως ισχυρισμού οφείλει και να τον αποδείξει 50. Η διαφοροποίηση των δύο εννοιών έγκειται στις δικονομικές συνέπειες: αν δεν γίνει επίκληση κρίσιμου ισχυρισμού η αγωγή θα απορριφθεί ως αόριστη ενώ αν δεν αποδειχθεί ο κρίσιμος ισχυρισμός, η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη. Από τη διατύπωση του νόμου στην προκειμένη περίπτωση, συνάγεται πως αν από τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που οφείλει να «επικαλεστεί» ο ενάγων εργαζόμενος δεν «πιθανολογηθεί» άμεση ή έμμεση διάκριση, η αγωγή του θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και όχι ως αόριστη, κάτι το οποίο θα ήταν συμφερότερο για αυτόν. Επομένως του επιρρίπτεται 49 Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, 2005, σελ. 287, Γιαννακούρου, ΔΕΝ 2007, 300 50 Νίκας, ό.π. σελ. 409 δ 24

ένα βάρος απόδειξης. Δεν εξαντλούνται οι δικονομικές του υποχρεώσεις στην επίκληση πραγματικών περιστατικών. Η ορθή ερμηνεία του νόμου μπορεί να υποστηριχθεί ότι βρίσκεται σε μία συνδυαστική ερμηνεία του νόμιμου μαχητού τεκμηρίου του ελληνικού δικονομικού συστήματος, της πιθανολόγησης ως μέτρου απόδειξης και της εκ πρώτης όψεως απόδειξης του αγγλοσαξωνικού δικαίου. Η προστατευτική αρχή του κοινοτικού δικαίου πραγματώνεται καλύτερα με ένα συνδυασμό μείωσης του μέτρου απόδειξης και αντιστροφής του βάρους απόδειξης. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι καθιερώνεται ένα νόμιμο μαχητό τεκμήριο, με ταυτόχρονη καθιέρωση της πιθανολόγησης ως μέτρου απόδειξης για την απόδειξη της βάσης του τεκμηρίου. Με την απόδειξη όμως της βάσης αυτής του τεκμηρίου, υποχρεωτικά θα συνάγεται το εκ του νόμου συμπέρασμα, το οποίο ο αντίδικος θα πρέπει να ανατρέψει, κατά τη λειτουργία του νόμιμου μαχητού τεκμηρίου, με κύρια πλήρη απόδειξη, καθώς γι αυτόν δεν καθιερώνεται η πιθανολόγηση ως μέτρο απόδειξης. Άλλωστε, και στην έννοια του νόμιμου μαχητού τεκμηρίου, δεν είναι ξένη η έννοια της «πιθανότητας». Πρόκειται ουσιαστικά για μία οιονεί εξαναγκασμένη απόφαση με έναν κανόνα που να ανταποκρίνεται στην πιο πιθανή πραγματικότητα. Το νόμιμο μαχητό τεκμήριο ενδύει την πιθανή αυτή πραγματικότητα με τον μανδύα της σίγουρης αλήθειας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ταυτίζονται κιόλας 51. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, εάν τελικά ο εργαζόμενος επικαλείται και αποδεικνύει γεγονότα από τα οποία πιθανολογείται άνιση μεταχείριση, τότε τεκμαίρεται αυτή, και πρέπει ο εναγόμενος εργοδότης να αποδείξει με κύρια απόδειξη, που θα δημιουργήσει στο δικαστή πλήρη δικανική πεποίθηση, ότι δεν ισχύει το τεκμήριο. Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης ως υλοποίηση της προστατευτικής αρχής του εργαζομένου ισχύει και υπερνομοθετικά, ως γενική δηλαδή αρχή και όχι μόνο όπου αυτό ρητά προβλέπεται από το νόμο. Όσον αφορά την ισχύ αυτής της αρχής ως γενικού 51 Παισίδου, ό.π. σελ. 51 δ 25

υπερονομοθετικού δόγματος επικλητέο είναι το ακόλουθο παράδειγμα: Το άρθρο 5 παρ. 1 του π.δ. 178/2002, που αποδίδει το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας για τη μεταβίβαση επιχειρήσεων, ορίζει ότι «η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ αυτή λόγο απόλυσης των εργαζομένων». Τις προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού του άρθρου πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος ο οποίος, σύμφωνα και με τις παραπάνω διατυπωθείσες θέσεις, ευνοείται από την εφαρμογή της. Ο εργαζόμενος όμως αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες στην απόδειξη στοιχείων που βρίσκονται αποκλειστικά στη σφαίρα του εργοδότη που καταγγέλλει τη σύμβαση. Υποστηρίζουν έτσι ορισμένοι, κυρίως από τη γερμανική θεωρία, ότι τόσο η διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 1 της Οδηγίας, όσο και ο προστατευτικός σκοπός της επιβάλλουν την αντιστροφή του βάρους απόδειξης στην περίπτωση που η καταγγελία συνδέεται χρονικά με τη μεταβίβαση. Πρέπει δηλαδή να τεκμαίρεται ότι ο εργοδότης κατήγγειλε τη σύμβαση λόγω της μεταβίβασης και θα πρέπει, αν θέλει ο εργοδότης να ανατρέψει το τεκμήριο, να αποδείξει σπουδαίους λόγους, που δικαιολογούν την καταγγελία ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης 52. Σε περίπτωση που παραβιάζεται ένας από τους κανόνες του βάρους αποδείξεως, έτσι όπως αυτοί ισχύουν στο πλαίσιο των εργατικών διαφορών, είτε γιατί, λ.χ., βαρύνεται ένας διάδικος με τις συνέπειες μη απόδειξης γεγονότος που καλύπτεται από τεκμήριο είτε γιατί επιβαρύνεται γενικά με τις συνέπειες μη απόδειξης γεγονότος για το οποίο δεν έφερε αυτός το βάρος, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως 559 παρ. 13 53. Είναι βάσιμος όταν το δικαστήριο της ουσίας επέβαλε το βάρος αποδείξεως στον αναιρεσείοντα παρόλο που το βάρος αυτό θα έπρεπε να φέρει ο αντίδικός του 54. Η αναφορά είναι πάντα στο αντικειμενικό βάρος αποδείξεως καθώς η έννοια του υποκειμενικού βάρους αποδείξεως απώλεσε τη σημασία της μετά την κατάργηση της 52 Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2006, σελ. 1017-1018 53 ΑΠ 519/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος 54 Νίκας, ό.π. σελ. 496 δ 26

προδικαστικής απόφασης ενώ στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών δεν είχε ποτέ έννομη αξία καθώς εκεί ούτως ή άλλως δεν υπήρχε προδικαστική απόφαση. Ελέγχεται τελικά η εφαρμογή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, σύμφωνα με το οποίο καθορίζεται ο διάδικος που επωμίζεται τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστή ως προς την αλήθεια ή αναλήθεια των ένδικων πραγματικών γεγονότων. Αυτό σημαίνει πως ο λόγος αναιρέσεως του 559 αρ. 13 δεν απαιτεί για την ρυθμιστική του επιβίωση την έκδοση προδικαστικής απόφασης αλλά ισχύει ακόμη και χωρίς αυτήν, όταν υπάρχει παραβίαση του αντικειμενικού βάρους απόδειξης 55. 55 Βλ. όμως ΑΠ 876/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΑΠ 353/2004 Τράπεζα Νομικών ροφοριών Νόμος δ 27

Κεφάλαιο τρίτο: Αποδεικτικά μέσα μέσων Α. Επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών Στην αποδεικτική διαδικασία των εργατικών διαφορών ισχύει το σύστημα της προαπόδειξης 56. Προαπόδειξη είναι με άλλα λόγια η προσυγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, με ποινή το απαράδεκτο της βραδύτερης προσαγωγής τους. Στην τακτική διαδικασία εισήχθη με τον ν. 2915/2001 που τροποποίησε το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ. 57 Για τις εργατικές διαφορές αυτή καθιερώθηκε ήδη από τον νόμο του 1912 και ισχύει μέχρι και σήμερα, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 670ΚΠολΔ, που ορίζει συγκεκριμένα ότι «Οι διάδικοι ως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα. Η συζήτηση στο ακροατήριο πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να τελειώνει σε μία δικάσιμο». Το πέρας της συζήτησης σε μία δικάσιμο στοχεύει στην διαμόρφωση ενιαίας δικανικής πεποίθησης χωρίς περιττές καθυστερήσεις. 58 Όπως δηλαδή το ίδιο το νομοθέτημα μας διδάσκει, προαπόδειξη είναι η απόδειξη η προσαγόμενη ενώπιον του δικαστηρίου κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο 59.. Η προαπόδειξη του 670ΚΠολΔ αφορά κυρίως τα αποδεικτικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τις ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις, τις ένορκες βεβαιώσεις, τα δικαστικά τεκμήρια που συνάγονται από γραπτές πηγές και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, καθώς για τους μάρτυρες, την αυτοψία και την πραγματογνωμοσύνη προβλέπει και ειδικότερα το 671 ΚΠολΔ, στο πλαίσιο και της 56 Νικολόπουλος, ό.π..σελ. 144 57 βλ. αναλυτικά Νικολόπουλος, ό.π. σελ. 108 58 Το ίδιο σύστημα ισχύει και στη Γερμανία, βλ. άρ. 58 του Arbeitsgerichtgesetz, του Νόμου για τα Εργατοδικεία,: Die Verhandlung ist moglichst in einem Termin zu Ende zu fuhren. 59 Φραγκίστας, ό.π. σελ. 11. Ως νομική έννοια, αφορώσα μόνο τα έγγραφα, είχε ήδη εκφραστεί στον α.ν. 980/1946, που τροποποίησε το άρθρο 250 της τότε Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο όριζε ότι «Η δι εγγράφων προαπόδειξις είναι υποχρεωτική διά τους διαδίκους οφείλοντας να προσαγάγωσι όσα τοιαύτα κατέχουσιν από της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως». δ 28