Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ Οι πρόσφατες τροποποιήσεις στην εργατική νομοθεσία και η δι αυτών παρεχόμενη ευχέρεια στον εργοδότη της εξαρτημένης σύμβασης εργασίας Τα τελευταία δύο έτη τροποποιήθηκαν ουσιώδεις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, σε επίπεδο τόσο συλλογικών όσο και ατομικών εργασιακών σχέσεων, με τις οποίες μετεβλήθη δραστικά ο τρόπος διαμόρφωσης των αποδοχών των εργαζομένων. Καθόσον οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις παρέχουν στις εργοληπτικές επιχειρήσεις ως εργοδότες την δυνατότητα είτε να επέμβουν μονομερώς στις συμβάσεις εργασίας του προσωπικού τους είτε να διαπραγματευτούν με μεγαλύτερη ευελιξία τους όρους αυτών είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, κατωτέρω παρατίθενται συνοπτικά οι κυριότερες εκ των προσφάτων τροποποιήσεων της εργατικής νομοθεσίας και ερμηνεύεται η ευχέρεια που παρέχουν στον εργοδότη. 1.Μείωση κατώτατων αποδοχών της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Στο άρθρο 1 της υπ αριθμ. 6/28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α 38 28.2.2012) ορίζονται τα ακόλουθα: «Από 14-2-2012 και μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τα κατώτατα διαμορφωμένα όρια μισθών και ημερομισθίων της από 15-7-2010 ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως αυτά προβλέπονταν και ίσχυαν κατά την 1-1-2012, μειώνονται κατά 22%. Από 14-2-2012 και μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής μειώνονται κατά 32% τα κατώτατα διαμορφωμένα όρια μισθών και ημερομισθίων της από 15-7-2010 ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως αυτά προβλέπονταν και ίσχυαν κατά την 1-1-2012, για νέους, ηλικίας
κάτω των 25 ετών. Τα μειωμένα κατά 32% κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τους μαθητευόμενους της παρ. 9 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010 (Α` 115). Η παρ. 8 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010, το άρθρο 43 του ν. 3986/2011 (Α` 152) καθώς και κάθε άλλη ρύθμιση που είναι αντίθετη με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, καταργούνται. 3. Η άμεση προσαρμογή στα νέα μειωμένα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων, όπως καθορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. 4. Συμφωνίες των μερών που υπολείπονται των νέων μειωμένων κατώτατων μισθών και ημερομισθίων, όπως καθορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, είναι αυτοδικαίως άκυρες ως προς τον όρο αυτό.» Η μείωση των ανωτέρω κατωτάτων μισθών και ημερομισθίων, παρόλο που εμμέσως επηρεάζει συνολικά την διαμόρφωση αποδοχών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, έχει άμεση εφαρμογή μόνον σε όσους εργαζόμενους αμείβονται με βάση τις νόμιμες αποδοχές που ορίζει η εκάστοτε ισχύουσα ΕΓΣΣΕ, ήτοι στις ατομικές συμβάσεις εργασίας όπου προκύπτει σαφώς ότι οι αποδοχές διαμορφώνονται ανάλογα με τα ποσά που ορίζει κάθε φορά η ΕΓΣΣΕ και δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής κάποιας άλλης ΣΣΕ (κλαδικής, ομοιοεπαγγελματικής ή επιχειρησιακής). Στην περίπτωση αυτή και, εφόσον στις διαδοχικές ομοειδείς ΣΣΕ ισχύει η «αρχή της τάξεως» και όχι αυτής της «ευνοϊκότερης ρύθμισης», ο εργοδότης έχει την δυνατότητα μονομερώς και χωρίς την συναίνεση του εργαζομένου, να μειώσει τις μεικτές αποδοχές στο μέτρο που ορίζει η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, όπως ορίζεται άλλωστε και ρητά στην παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου. Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω μονομερής μείωση δεν καταλαμβάνει τις ακόλουθες περιπτώσεις εργασιακών συμβάσεων: -Τις συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που αμείβονται με βάση τελούντες σε ισχύ ευνοϊκότερους κανονιστικούς όρους άλλης (πλην της ΕΓΣΣΕ) Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας
-Τις συμβάσεις εργασίας, στις οποίες ο εργαζόμενος, καίτοι υπόκειται στον πεδίο εφαρμογής μόνον της ΕΓΣΣΕ, λαμβάνει δυνάμει συμφωνίας με τον εργοδότη μισθό μεγαλύτερο του νομίμου. Στην περίπτωση αυτή η μείωση μέχρι των νέων κατώτατων ορίων είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται προς τούτο η σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου και η τροποποίηση της υφιστάμενης σύμβασης εργασίας, καθώς η μονομερής μείωση του μισθού θα συνιστούσε στην περίπτωση αυτή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Οι τροποποιήσεις που επέφερε η 6/2012 ΠΥΣ στον Ν.1876/1990 μετέβαλαν δραστικά το μέχρι πρότινος ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Κατωτέρω εκτίθενται οι διατάξεις του 2 ου άρθου της 6/2012 ΠΥΣ και αναλύεται το πρακτικό αντίκτυπο τους στις εργασιακές σχέσεις εντός των πλαισίων της επιχείρησης: «1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14-2-2013. 3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990 (Α` 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους
κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990 (Α` 27) παύουν να ισχύουν. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις.» Σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση και την υπ αριθμ. πρωτ. 4601/304 εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας, στο κείμενο της οποίας παραπέμπω για αναλυτικότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ισχύουν τα ακόλουθα: Διάρκεια Ισχύος Η πρώτη σημαντική τροποποίηση που εισάγεται με τις ανωτέρω διατάξεις είναι ο περιορισμός της διάρκειας ισχύος των ΣΣΕ. Ενώ μέχρι πρότινος μια ΣΣΕ μπορούσε να έχει ορισμένη ή αόριστη διάρκεια, πλέον καθιερώνεται ως μέγιστος χρόνος ισχύος τα τρία έτη (και ως ελάχιστος χρόνος το ένα έτος). Ιδιαίτερη πρακτική σημασία έχει το γεγονός ότι η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει άπασες τις ΣΣΕ που συνέχιζαν να τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.4046/2012 (14-2-2012), για τις οποίες προβλέπονται οι ακόλουθες περιπτώσεις: -Οι συλλογικές συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-12 ή και περισσότερο, λήγουν μετά την παρέλευση ενός έτους, ήτοι στις 14-5- 2013, εκτός κι αν λήγουν ή καταγγελθούν νωρίτερα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990
-Οι συλλογικές συμβάσεις που δεν έχουν καταγγελθεί και βρίσκονται σε ισχύ, για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών μέχρι την 14-2-12, λήγουν το αργότερο εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός κι αν λήξουν ή καταγγελθούν νωρίτερα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν.1876/1990 Μετενέργεια Οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα τρίμηνο (αντί του μέχρι πρότινος ισχύοντος εξαμήνου) από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Αυτό σημαίνει ότι για τους ήδη εργαζόμενους εξακολουθούν να ισχύουν επί τρίμηνο οι όροι της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε, ενώ για τους προσλαμβανόμενους κατά τη διάρκεια του τριμήνου, μετά τη λήξη ή την καταγγελία της ΣΣΕ, οι όροι της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε ισχύουν μόνο εφόσον ικανοποιούνται τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1876/1990. -Οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί μέχρι την 14-02-12 ισχύουν για ένα τρίμηνο, δηλαδή μέχρι την 14-05-12. Νοούνται οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας οι οποίες έληξαν ή καταγγέλθηκαν εντός του τελευταίου εξαμήνου πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4046/2012 και αυτές ισχύουν για ένα τρίμηνο 14.2.2012 έως 14.5.2012. -Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έχουν λήξει ή καταγγελθεί και μέχρι την 14.2.2012 έχει παρέλθει και το 6μηνο παράτασης ισχύος τους έχουν πάψει να παράγουν έννομα αποτελέσματα ως συλλογικές συμβάσεις και οι όροι τους έχουν απολέσει τον κανονιστικό χαρακτήρα τους, παραμένουν δε στις ατομικές συμβάσεις ως απλοί ενοχικοί όροι, ενώ η μέχρι την 14-5-2012 μετενέργεια τους περιορίζεται στην επί τρίμηνο επαναδιαπραγμάτευση των όρων τους. Ισχύς όρων ΣΣΕ μετά την λήξη της μετενέργειας της Όταν παρέλθει το τρίμηνο από την λήξη ή την καταγγελία της ΣΣΕ και δεν συναφθεί νέα ΣΣΕ, τότε όλοι οι κανονιστικοί όροι που αφορούν επιδόματα παύουν να ισχύουν, συνεχίζουν όμως να ισχύουν αποκλειστικά αυτοί που αφορούν αφενός
το βασικό μισθό/ημερομίσθιο (της ΣΣΕ που έληξε ή καταγγέλθηκε) και αφετέρου τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις ΣΣΕ που έληξαν ή καταγγέλθηκαν. Έτσι για τους ήδη εργαζόμενους, εξακολουθούν να ισχύουν οι κανονιστικοί όροι που αφορούν το βασικό μισθό ή ημερομίσθιο, και τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον προβλέπονταν. Επειδή η συγκεκριμένη προσαρμογή ορίζεται από το νόμο, δεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οποιοδήποτε άλλο επίδομα που προβλέπεται παύει να ισχύει. Οι όροι του προηγούμενου εδαφίου που διατηρούνται (βασικός μισθός ή ημερομίσθιο, τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας) παραμένουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από τους όρους νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας. Με τη νέα συλλογική σύμβαση εργασίας τα μέρη μπορούν να διαπραγματευτούν και όρους πέραν των ανωτέρω. Όσον αφορά τη σύναψη νέας ή τροποποιημένης ατομικής σύμβασης εργασίας, εργοδότες και εργαζόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν αμοιβές τουλάχιστον στο ύψος των μισθών και ημερομισθίων της ΕΓΣΣΕ. Ως «επίδομα ωρίμανσης» νοούνται τα επιδόματα που καταβάλλονται για το σύνολο του χρόνου υπηρεσίας του εργαζομένου, που έχει διανυθεί στον ίδιο ή άλλο εργοδότη, δηλαδή της κάθε μισθολογικής κλίμακας (μονοετής, διετής, τριετής κτλ). Ως «επίδομα σπουδών», νοείται το αντίστοιχο επίδομα που χορηγείται με βάσει τους τίτλους σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, επαγγελματικής εκπαίδευσης, ημεδαπών ή μη εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή σχολών. Ως «επίδομα επικινδύνου εργασίας» νοούνται τα επιδόματα που χορηγούνται λόγω των συνθηκών εργασίας, που συνεπάγονται κίνδυνο για την σωματική ακεραιότητα και τη ζωή του εργαζομένου. Αναστολή της διάταξης περί κήρυξης των ΣΣΕ υποχρεωτικών Στο άρθρο 11 του Ν.1876/1990 περιέχεται διάταξη κατά την οποία «Με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου
Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος. Ειδικότερα η επέκταση ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας δεσμεύει όλους τους εργαζόμενους του επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 10.» Αυτό σήμαινε ότι με την κήρυξη ΣΣΕ ως υποχρεωτικής δια της ανωτέρω διαδικασίας, η κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ μπορούσε να δεσμεύει ακόμη και επιχειρήσεις που δεν ήταν μέλη των συμβληθέντων εργοδοτικών οργανώσεων. Ωστόσο, με την παράγραφο 6 άρθρου 37 του Ν.4024/2011, ορίστηκε ότι "Η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11 του ν. 1876/1990 αναστέλλεται όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής". Συνεπώς, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, οι εργοδότες δεν δεσμεύονται από Σ.Σ.Ε. συναφθείσες από εργοδοτικές ενώσεις των οποίων δεν τυγχάνουν μέλη. Κατάργηση μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία Η προσφυγή στη διαιτησία είναι από την έναρξη ισχύος του Ν.4046/2012 δυνατή μόνο εάν συναινούν και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή με κοινή συμφωνία των μερών και όχι μονομερώς. Εξακολουθεί να ισχύει η αναστολή της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα προσφυγής, στις περιπτώσεις προσφυγής στη Διαιτησία (παρ. 8 του άρθρου 16 του ν. 1876/90). Η προσφυγή στη διαιτησία γίνεται μόνο για θέματα που αφορούν τον καθορισμό βασικού μισθού ή/και ημερομισθίου.
Ειδική Επιχειρησιακή Σύμβαση Εργασίας Η αρμοδιότητα σύναψης επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 5 του Ν.1876/1990 όπου ορίζεται ότι: «Οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις συνάπτονται, κατά σειρά προτεραιότητας, από συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης που καλύπτουν τους εργαζόμενους ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση, από ένωση προσώπων, και πάντως ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητα των εργαζομένων στην επιχείρηση και, εφόσον αυτές ελλείπουν, από τις αντίστοιχες πρωτοβάθμιες κλαδικές οργανώσεις και από τον εργοδότη. Η ένωση προσώπων του προηγούμενου εδαφίου συστήνεται τουλάχιστον από τα τρία πέμπτα (3/5) των εργαζομένων στην επιχείρηση, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού εργαζομένων σε αυτήν και χωρίς η διάρκεια της να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό. Εάν μετά την τυχόν σύσταση ένωσης προσώπων για το σκοπό της παραγράφου αυτής, πάψει να συντρέχει η προϋπόθεση της συμμετοχής των τριών πέμπτων (3/5) των εργαζομένων στην επιχείρηση, η οποία απαιτείται για τη σύσταση της, διαλύεται, χωρίς άλλη διατύπωση. Για δε τα λοιπά θέματα που αφορούν την ένωση προσώπων εξακολουθεί να εφαρμόζεται η περίπτωση γγ` του εδαφίου α` της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 1264/1982 (Α` 79).» Εξάλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου νόμου προβλέπονται τα εξής: «Αν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Η σύγκριση και η επιλογή των διατάξεων γίνεται κατά τις παρακάτω ενότητες: α) ενότητα αποδοχών, β) λοιπά θέματα. 2. Κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση Συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας. Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση Συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους εργασίας
εθνικών συλλογικών συμβάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού.» Με την τελευταία ως άνω προσθήκη κάμπτεται έστω και προσωρινά ο κανόνας της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής διαφορετικών ΣΣΕ, γεγονός που καθιστά την επιχειρησιακή σύμβαση εργασίας το αποτελεσματικότερο μέσο συλλογικής διαπραγμάτευσης για μείωση του μισθολογικού κόστους, καθώς παρέχεται η δυνατότητα μειώσεων αποδοχών μέχρι του κατώτατου ορίου που ορίζει η ΕΓΣΣΕ. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Εκ των ανωτέρω συνάγονται τα εξής: 1.Όταν η κλαδική η ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ, με βάση την οποία αμείβεται ο εργαζόμενος, βρίσκεται ακόμη σε ισχύ και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο εργοδότης υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της, οι όροι της ΣΣΕ είναι απολύτως δεσμευτικοί για τον εργοδότη, ο οποίος δεν μπορεί να προβεί σε μείωση των αποδοχών του εργαζομένου κάτω από το όριο της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ ούτε με την σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου. Σ αυτήν την περίπτωση, ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί νομίμως μείωση των μισθών του προσωπικού της επιχείρησης κάτω από το όριο που θέτουν οι τελούσες σε ισχύ κλαδικές η ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε. και μέχρι το κατώτατο όριο της ΕΓΣΣΕ, είναι να συναφθεί Επιχειρησιακή Σύμβαση Εργασίας 2. Όταν η ισχύς της εκάστοτε δεσμεύουσας τον εργοδότη ΣΣΕ έχει λήξει και έχει παρέλθει και το τρίμηνο μετενέργειας αυτής, τότε ο εργοδότης που επιθυμεί την μείωση του μισθολογικού κόστους της επιχείρησης έχει τις ακόλουθες επιλογές: Α. να προβεί σε μονομερή αναπροσαρμογή-μείωση του μισθού του εργαζόμενου περιορίζοντας αυτόν στον βασικό μισθό της λήξασας ΣΣΕ πλέον των ανωτέρω 4
επιδομάτων (εφόσον προβλέπονται), ήτοι περικόπτοντας άλλα επιδόματα ή παροχές που προέβλεπε η λήξασα ΣΣΕ Β. να επαναδιαπραγματευτεί σε ατομικό επίπεδο τους όρους της ατομικής σύμβασης εργασίας, με την οποία μπορούν υπό τον όρο της σύμφωνης γνώμης του εργαζομένου να συμφωνηθούν αμοιβές τουλάχιστον στο ύψος των οριζομένων από την ΕΓΣΣΕ μισθών και ημερομισθίων. Κων/νος Τσουμάνης Δικηγόρος