ENGLISH-GREEK DICTIONARY V.05.2011 Jerzy Kazojć (c) copyright 2011 abacus=άβακας abacus=αβάκιο abandon=εγκαταλείπω abandon=παρατάω abandonment=εγκατάλειψη abase=ξεφτιλίζω abase=ταπεινώνω abash=πτοώ abate=κοπάζω abate=μειώνω abatement=ελάττωση abatement=μείωση abattoir=σφαγείο abbey=αβαείο abbey=μονή abbreviate=συντομεύω abdomen=κοιλιά abdomen=στομάχι abdominal=γαστρικός abdominal=κοιλιακός abduct=απάγω aberration=παρέκκλιση aberration=παρεκτροπή abet=υποβοηθώ abettor=υποκινητής abeyance=αναβολή abeyance=εκκρεμότητα abhor=σιχαίνομαι abhorrent=απεχθής abhorrent=αποτροπιαστικός abide=εμμένω ability=ικανότητα abject=άθλιος abject=ταπεινός ablative=αφαιρετική ablaze=φλεγόμενος able=ικανός ablution=νίψιμο ablution=πλύσιμο ably=ικανά abnegation=αποκήρυξη abnormal=ανώμαλος abode=κατοικία abolish=καταργώ abolition=κατάλυση abolition=κατάργηση abominable=απεχθής abominable=εναγής abomination=απέχθεια abomination=σίχαμα aboriginal=γηγενής aboriginal=ιθαγενής abort=αποβάλλω abort=ματαιώνω abortion=άμβλωση abortion=έκτρωση abortive=άκαρπος
abortive=ανεπιτυχής about=για about=περί about=περίπου above=άνω aboveboard=ανοικτός aboveboard=καθαρός aboveboard=νόμιμος abrade=λειαίνω abrade=τρίβω abrasion=αμυχή abrasion=απόξεση abrasion=τριβή abrasion=φθορά abrasive=τραχύς abridge=συντομεύω abridgment=σύνοψη abridgment=σύντμηση abrupt=κοφτός abruptly=απότομα abruptly=κοφτά absence=απουσία absent=απών absolute=απόλυτος absolutely=απολύτως absolutely=τελείως absolution=άφεση absolve=απαλλάσσω absorb=απορροφώ absorbent=απορροφητικός absorption=απορρόφηση absorptive=απορροφητικός abstain=απέχω abstemious=εγκρατής abstemious=λιτός abstemious=φειδωλός abstinence=εγκράτεια abstract=θεωρητικός absurd=παράλογος absurdity=γελοιότητα abundance=αφθονία abundance=συρροή abundant=άφθονος abundantly=άφθονα abuse=βρίζω abuse=κατάχρηση abuse=καταχρώμαι abuse=λοιδορία abusive=καταχρηστικός abusive=υβριστικός abut=εφάπτομαι abut=συνορεύω abysmal=φοβερός abyss=άβυσσος academic=ακαδημαϊκός academy=ακαδημία accede=αποδέχομαι accelerate=επισπεύδω accelerate=επιταχύνω acceleration=επίσπευση acceleration=επιτάχυνση
accent=προφορά accent=τόνος accentuate=τονίζω accept=αποδέχομαι accept=δέχομαι accept=παραδέχομαι acceptable=αποδεκτός acceptable=δεκτός acceptance=αποδοχή acceptor=αποδέκτης access=πρόσβαση access=προσπέλαση accessible=ευπρόσιτος accession=άνοδος accession=απόκτημα accession=ένταξη accession=προσχώρηση accessory=συνεργός accident=ατύχημα accidental=τυχαίος acclaim=επευφημώ acclaim=επιδοκιμάζω acclaim=επικροτώ acclamation=επευφημία acclimate=εγκλιματίζομαι acclimatize=εγκλιματίζομαι accommodate=εξυπηρετώ accommodate=στεγάζω accommodating=εξυπηρετικός accommodation=κατάλυμα accommodation=στέγαση accompaniment=συνοδεία accompany=ακολουθώ accompany=συνοδεύω accomplish=επιτυγχάνω accomplish=καταφέρω accomplish=πραγματοποιώ accomplishment=διενέργεια accord=συγκατάθεση accord=συμφωνία accost=διπλαρώνω accost=πλευρίζω accost=πλησιάζω account=αναφορά account=λογαριασμός account=σημασία accountable=δωσίλογος accountable=υπόλογος accountancy=λογιστική accountant=λογιστής accredit=διαπιστεύω accredit=εξουσιοδοτώ accretion=προσαύξηση accretion=πρόσφυση accrual=επαύξηση accrue=προκύπτω accrue=προστίθεμαι accumulate=συσσωρεύω accumulation=συρροή accumulation=συσσώρευση accuracy=ακρίβεια
accuracy=ορθότητα accurate=ακριβής accurately=ακριβέστατα accusation=κατηγορία accusative=αιτιατική accuse=κατηγορώ accused=κατηγορούμενος accused=υπόδικος accustom=εξοικειώνομαι accustom=εξοικειώνω accustom=συνηθίζω acerbic=στυφός acerbity=δριμύτητα acerbity=οξύτητα acerbity=στυφότητα acetic=οξικός ache=λαχταρώ ache=πόνος ache=πονώ achieve=κατορθώνω achievement=επίτευξη acid=οξύ acid=οξύς acidic=όξινος acidify=οξύνω acidulous=υπόξινος acknowledge=αναγνωρίζω acknowledgement=αναγνώριση acme=ακμή acolyte=ακόλουθος acorn=βελανίδι acoustic=ακουστικός acoustic=ηχητικός acoustics=ακουστική acquaint=γνωρίζω acquaint=πληροφορώ acquaintance=γνωριμία acquiesce=συναινώ acquire=αποκτώ acquisition=απόκτημα acquisition=απόκτηση acquisitive=άπληστος acquisitive=κτητικός acquit=αθωώνω acquit=απαλλάσσω acquittal=αθώωση acquittal=απαλλαγή acre=στρέμμα acrid=πικρός acrid=πνιγηρός acrid=σέρτικος acrid=στυφός acrimonious=θυελλώδης acrimonious=πικρός acrimony=δριμύτητα acrimony=πικρία acrobat=ακροβάτης acrobatic=ακροβατικός acronym=ακρώνυμο across=απέναντι act=ενεργώ
act=επενεργώ act=πράξη acting=αναπληρωματικός action=αγωγή action=διάβημα action=δράση action=επενέργεια activate=ενεργοποιώ activation=ενεργοποίηση active=ακμαίος active=δραστήριος active=ενεργός actively=ενεργά activism=ακτιβισμός activity=δραστηριότητα actual=αληθινός actual=πραγματικός actually=πράγματι actually=πραγματικά actuate=διεγείρω actuate=παρακινώ actuate=προτρέπω acuity=οξυδέρκεια acumen=διορατικότητα acumen=οξύνοια acupuncture=βελονισμός acute=έντονος acute=οξυδερκής acute=οξύς adage=απόφθεγμα adage=ρητό adamant=άκαμπτος adamant=αμετάπειστος adapt=διασκευάζω adapt=προσαρμόζω adaptation=διασκευή adaptation=προσαρμογή add=προσθέτω adder=οχιά addict=εθίζω addict=ναρκομανής addiction=εθισμός additional=επιπρόσθετος additional=πρόσθετος additive=πρόσθετο additive=πρόσμειξη address=απευθύνω address=διεύθυνση addressee=παραλήπτης adept=επιδέξιος adept=επιτήδειος adequacy=επάρκεια adequate=επαρκής adhere=εμμένω adhere=κολλώ adhere=προσκολλώμαι adherence=εμμονή adherent=οπαδός adhesion=προσκόλληση adhesive=κόλλα adhesive=κολλητικός
adhesive=κολλώδης adieu=αντίο adjacent=κοντινός adjacent=παρακείμενος adjacent=προσκείμενος adjectival=επιθετικός adjective=επίθετο adjoin=γειτονεύω adjoin=εφάπτομαι adjoin=συνορεύω adjoining=διπλανός adjourn=αναστέλλω adjudge=αποφαίνομαι adjudicate=δικάζω adjudicate=επιδικάζω adjunct=αναπληρωτής adjunct=συμπλήρωμα adjust=προσαρμόζω adjust=ρυθμίζω adjustment=ρύθμιση adjutant=υπασπιστής administer=απονέμω administer=διοικώ administer=εφαρμόζω administer=χορηγώ administrate=διοικώ administration=διοίκηση administration=διοικητικός administration=κυβέρνηση administration=χορήγηση administrative=διαχειριστικός admiral=ναύαρχος admiralty=ναυαρχείο admiration=θαυμασμός admire=θαυμάζω admirer=θαυμαστής admissible=αποδεκτός admissible=επιτρεπτός admission=είσοδος admission=ομολογία admission=παραδοχή admit=εισάγω admit=παραδέχομαι admittance=είσοδος admix=ανακατεύω admixture=πρόσμειξη admonish=νουθετώ admonish=παραινώ admonition=νουθεσία admonition=παραίνεση ado=ντόρος ado=φασαρία adolescence=εφηβεία adolescent=εφηβικός adolescent=έφηβος adopt=αποδέχομαι adopt=υιοθετώ adoption=υιοθεσία adoption=υιοθέτηση adorable=αξιολάτρευτος adoration=λατρεία
adore=λατρεύω adorn=καλλωπίζω adorn=κοσμώ adorn=λουσάρω adorn=στολίζω adroit=επιδέξιος adulate=κολακεύω adult=ενήλικας adult=ενήλικος adulterate=αλλοιώνω adulterate=νοθεύω adulterer=μοιχός adulterous=μοιχικός adultery=μοιχεία advance=προβαίνω advance=προκαταβάλλω advance=πρόοδος advance=προχωρώ advanced=προχωρημένος advancement=ανάδειξη advancing=προοδευτικός advantage=πλεονέκτημα advantage=προτέρημα advantageous=πλεονεκτικός advent=έλευση advent=ερχομός adventitious=παρείσακτος adventitious=τυχαίος adventure=περιπέτεια adventurous=τολμηρός adverb=επίρρημα adverbial=επιρρηματικός adversary=αντίπαλος adverse=δυσμενής advert=διαφήμιση advertise=διαφημίζω advertisement=διαφήμιση advertising=διαφημιστικός advice=συμβουλή advisability=ορθότητα advisability=σκοπιμότητα advisable=συνετό advisable=συνετός advise=συμβουλεύω advise=συνιστώ advisor=σύμβουλος advisory=συμβουλευτικός advocacy=υπεράσπιση advocate=συνήγορος advocate=συνηγορώ advocate=υπερασπιστής advocate=υποστηρικτής aegis=αιγίδα aerate=αερίζω aerial=κεραία aeronaut=αεροναύτης aeroplane=αεροπλάνο aerosol=αεροζόλ aerosol=σπρέι aesthetic=αισθητικός afar=αλάργα
afar=μακριά affability=αβρότητα affability=προσήνεια affable=αβρός affable=προσηνής affair=δεσμός affair=υπόθεση affect=επηρεάζω affect=παριστάνω affectation=εκζήτηση affectation=επιτήδευση affected=επιτηδευμένος affection=στοργή affection=τρυφερότητα affectionate=στοργικός affiliate=προσκτώμαι affiliate=προσχωρώ affinity=αγχιστεία affinity=έλξη affinity=συνάφεια affirm=βεβαιώνω affirm=διαβεβαιώνω affirm=επικυρώνω affirmation=διαβεβαίωση affirmative=καταφατικός affix=προσθέτω affix=πρόσφυμα afflict=βασανίζω afflict=ταλαιπωρώ afflicted=βασανιζόμενος affliction=βάσανο affluence=αφθονία affluent=εύπορος afforest=αναδασώνω affray=συμπλοκή affront=προσβολή aficionado=οπαδός after=έπειτα after=μετά aftermath=επακόλουθο afterward=έπειτα afterward=μετά afterwards=μετά again=ξανά again=πάλι against=εναντίον against=κατά age=εποχή age=ηλικία aged=ηλικίας aged=ηλικιωμένος ageing=γήρανση agency=πρακτορείο agency=υπηρεσία agent=μεσίτης agent=παράγων agent=πράκτορας aggravate=επιδεινώνω aggregate=συσσωμάτωμα aggression=επιθετικότητα aggressive=επιθετικός
agile=ευκίνητος agile=εύστροφος agile=σβέλτος agility=ευστροφία agility=σβελτάδα ago=πριν agony=αγωνία agree=συμφωνώ agreeable=ευάρεστος agreeable=τερπνός agreement=συμφωνία agriculture=γεωργία aid=βοήθεια aid=βοήθημα aid=βοηθώ aid=επικουρία ailment=αρρώστια ailment=ασθένεια aim=αποβλέπω aim=βλέψη aim=σκοπεύω aim=σκοπός aimless=άσκοπος air=αέρας air=ατμόσφαιρα airborne=αερομεταφερόμενος aircraft=αεροσκάφος airport=αεροδρόμιο airscrew=έλικας airy=ευάερος akin=συγγενής akin=συγγενικός alabaster=αλάβαστρο alacrity=γρηγοράδα alacrity=προθυμία alarm=συναγερμός alarm=τρομάζω albeit=έστω album=δίσκος album=λεύκωμα alchemist=αλχημιστής alchemy=αλχημεία alcohol=αλκοόλ alcohol=οινόπνευμα alcoholic=αλκοολικός alcoholism=αλκοολισμός alcove=εσοχή alcove=σηκός ale=μπύρα alert=άγρυπνος alertness=επαγρύπνηση alertness=ετοιμότητα algae=άλγη alias=ψευδώνυμο alibi=άλλοθι alien=αλλοδαπός alien=εξωγήινος alienate=αλλοτριώνω alienate=αποξενώνω alienation=αποξένωση alight=αναμμένος
alight=κατεβαίνω align=ευθυγραμμίζω alike=όμοιος alimentary=πεπτικός alimentary=τροφικός alive=ζωντανός alkaline=αλκαλικός all=όλα all=όλες all=όλος allay=ανακουφίζω allay=κατευνάζω allege=ισχυρίζομαι allege=κατηγορώ alleged=φερόμενος allegedly=φερόμενος allegiance=υπακοή allegoric=αλληγορικός allegory=αλληγορία alleviate=ανακουφίζω alleviate=καταπραΰνω alley=πάροδος alley=σοκάκι alliance=συμμαχία alliance=συνασπισμός allied=συμμαχικός allied=σύμμαχος allocate=αναθέτω allocate=κατανέμω allocation=καταμερισμός allocation=κατανομή allot=διανέμω allotment=κλήρος allow=αφήνω allow=επιτρέπω allowance=επίδομα allowance=επιχορήγηση alloy=κράμα all-round=ολόκληρος allure=δελεάζω alluring=σαγηνευτικός allusion=νύξη allusion=υπαινιγμός allusive=υπαινισσόμενος alluvial=προσχωματικός ally=σύμμαχος almanac=καζαμίας almighty=παντοδύναμος Almighty=Παντοκράτορας almond=αμύγδαλο almost=σχεδόν alone=μοναχός alone=μόνος alongside=δίπλα aloof=ακατάδεχτος aloof=υπερόπτης aloud=φωναχτά alphabet=αλφάβητο alphabetic=αλφαβητικός already=ήδη already=κιόλας
alright=εντάξει also=επίσης also=και altar=βωμός alter=αλλάζω alter=μετατρέπω alter=παραποιώ alter=τροποποιώ alteration=μεταβολή alteration=τροποποίηση altercation=λογομαχία alternate=εναλλάσσω alternation=εναλλαγή altitude=υψόμετρο altogether=εντελώς altruist=αλτρουιστής alveolar=κυψελιδικός always=πάντα always=πάντοτε am=είμαι amalgam=αμάλγαμα amalgam=μίγμα amalgamate=ενώνω amalgamate=συγχωνεύω amalgamation=ένωση amalgamation=συγχώνευση amaranth=αμάραντος amass=αποθησαυρίζω amateur=ερασιτέχνης amateur=ερασιτεχνικός amateurish=ερασιτεχνικός amatory=ερωτικός amaze=εκπλήσσω amazing=εκπληκτικός ambassador=πρεσβευτής ambassador=πρέσβης amber=κεχριμπάρι amber=πορτοκαλί ambiguity=ασάφεια ambiguous=διφορούμενος ambition=βλέψη ambition=φιλοδοξία ambitious=φιλόδοξος ambivalent=ταλαντευόμενος ambrosia=αμβροσία ambulance=νοσοκομειακό ambulant=περιπατητικός ambulatory=περιπατητικός ambush=ενέδρα ambush=καρτέρι ameliorate=βελτιώνω amend=τροποποιώ amendment=τροπολογία amethyst=αμέθυστος amiable=αξιαγάπητος amiable=προσηνής amiable=φιλικός amiable=φιλόφρων amicable=φιλικός amid=ανάμεσα amid=μεταξύ
amidst=ανάμεσα amidst=μεταξύ amiss=στραβά amity=φιλία ammonia=αμμωνία amnesia=αμνησία amnesty=αμνηστία amoeba=αμοιβάδα among=ανάμεσα amorous=ερωτικός amorphous=άμορφος amount=ανέρχομαι amount=ποσό amount=ποσόν amphibian=αμφίβιο amphibious=αμφίβιος amphibology=αμφισημία amphitheatre=αμφιθέατρο ample=αρκετός ample=άφθονος amplification=ενίσχυση amplifier=ενισχυτής amplify=ενισχύω amplitude=εύρος amplitude=πλάτος amply=ικανοποιητικά amputate=ακρωτηριάζω amputate=ξεκόβω amputation=ακρωτηριασμός amputation=αποκοπή amulet=φυλαχτό amuse=διασκεδάζω amuse=ψυχαγωγώ an=ένα an=ένας an=μία anachronism=αναχρονισμός anachronistic=αναχρονιστικός anaemia=αναιμία anaemic=αναιμικός analgesic=αναλγητικός analogous=ανάλογος analogue=ανάλογο analogy=αναλογία analyse=αναλύω analysis=ανάλυση analyst=αναλυτής analytic=αναλυτικός anarchic=αναρχικός anarchy=αναρχία anathema=ανάθεμα anathema=κατάρα anatomist=ανατόμος anatomy=ανατομία ancestor=πρόγονος ancestral=πατρογονικός ancestral=προγονικός ancestry=καταγωγή anchor=άγκυρα anchorite=ασκητής anchovy=αντσούγια
ancillary=βοηθητικός and=και anecdote=ανέκδοτο anew=πάλι angel=άγγελος angelic=αγγελικός anger=θυμός anger=οργή anger=φούρκα angle=γωνία angry=θυμωμένος angry=οργισμένος anguish=άγχος anguish=αγωνία anguish=αγωνιώ angular=γωνιακός animadversion=μομφή animadversion=παρατήρηση animadvert=μέμφομαι animal=ζώο animal=κτήνος animate=έμψυχος animate=εμψυχώνω animate=ζωντανεύω animism=ανιμισμός animosity=εμπάθεια animosity=εχθρότητα animosity=κακεντρέχεια animosity=καταφορά anise=γλυκάνισο ankle=αστράγαλος annals=χρονικά annihilate=εκμηδενίζω annihilate=καταστρέφω anniversary=επέτειος annotate=σχολιάζω annotation=σχολιασμός annotation=υποσημείωση announce=ανακοινώνω announcement=ανακοίνωση announcement=εξαγγελία annoy=ενοχλώ annoyance=ενόχληση annual=ετήσιος annuity=πρόσοδος annul=ακυρώνω annul=ανακαλώ annulment=ακύρωση annulus=δακτύλιος annunciate=ευαγγελίζομαι anoint=χρίω anomalous=ανώμαλος anomaly=ανωμαλία anonymous=ανώνυμος anorak=ανοράκ another=άλλος answer=απάντηση answer=απαντώ ant=μυρμήγκι antagonism=ανταγωνισμός antagonist=ανταγωνιστής
antagonistic=ανταγωνιστικός ante=προantecedent=προηγούμενος antedate=προχρονολογούμαι antelope=αντιλόπη antenna=κεραία anterior=πρόσθιος anteroom=προθάλαμος anthem=ύμνος anther=ανθήρας anthology=ανθολογία anthracite=ανθρακίτης anthropoid=ανθρωποειδής anthropology=ανθρωπολογία antibody=αντίσωμα anticipate=προκαταλαμβάνω anticipate=προλαμβάνω anticipation=αναμονή anticipation=προσδοκία antidote=αντίδοτο antipathy=αντιπάθεια antiquarian=αρχαιολόγος antiquated=απαρχαιωμένος antiquated=πεπαλαιωμένος antiquity=αρχαιότητα antithetic=αντιθετικός antonym=αντίθετο anvil=αμόνι anxiety=ανησυχία anxious=αγχώδης anxious=ανήσυχος anybody=κανένας anyone=κανείς anything=τίποτα anyway=πάντως apace=γρήγορα apart=χωριστά apartment=διαμέρισμα apathetic=απαθής apathy=απάθεια ape=πίθηκος aperture=οπή apex=αποκορύφωμα aphorism=απόφθεγμα apiary=μελισσοτροφείο apocalypse=αποκάλυψη apocalyptic=αποκαλυπτικός apocryphal=απόκρυφος apogee=απόγειο apology=συγνώμη apoplectic=αποπληκτικός apoplexy=αποπληξία apostasy=αποστασία apostate=αποστάτης apostle=απόστολος apostolic=αποστολικός apostrophe=αποστροφή apothecary=φαρμακοποιός apotheosis=αποθέωση appal=συγκλονίζω apparatus=εξοπλισμός
apparatus=συσκευή apparent=έκδηλος apparent=εμφανής apparent=προφανής apparent=φαινομενικός apparently=φαινομενικά apparition=οπτασία apparition=φάντασμα appeal=έφεση appeal=τραβώ appear=διαφαίνομαι appear=εμφανίζομαι appear=φαίνομαι appearance=εμφάνιση appearance=παρουσίαση appease=κατευνάζω appellation=επωνυμία appellation=τίτλος append=επισυνάπτω appendage=παράρτημα appendix=παράρτημα appendix=προσάρτημα appertain=σχετίζομαι appetising=ορεκτικός appetite=όρεξη applaud=επευφημώ applaud=χειροκροτώ applause=επευφημία applause=επευφημίες applause=χειροκρότημα apple=μήλο appliance=συσκευή applicable=εφαρμόσιμος applicable=ταιριαστός applicant=αιτών application=αίτηση application=εφαρμογή application=προσήλωση application=χρήση apply=αιτούμαι apply=βάζω apply=εφαρμόζω appoint=διορίζω appoint=ορίζω appointment=διορισμός appointment=ορισμός appointment=ραντεβού appointment=συνάντηση apportion=διανέμω apportion=κατανέμω apposite=ταιριαστός appraisal=αξιολόγηση appraisal=εκτίμηση appraise=αξιολογώ appraise=εκτιμώ appreciable=αισθητός appreciable=αξιοσημείωτος appreciate=αναγνωρίζω appreciate=εκτιμώ appreciate=κατανοώ apprehend=συλλαμβάνω
apprehension=ανησυχία apprehension=σύλληψη apprehension=ταραχή apprehension=φόβος apprehensive=ανήσυχος apprentice=δόκιμος apprenticeship=μαθητεία apprise=γνωστοποιώ approach=μέθοδος approach=πλησιάζω approach=προσεγγίζω approach=προσέγγιση approachable=ευπροσήγορος approachable=προσηνής approbation=έγκριση approbation=επιδοκιμασία appropriate=κατάλληλος appropriate=οικειοποιούμαι appropriate=σφετερίζομαι appropriately=κατάλληλα appropriately=ταιριαστά appropriation=σφετερισμός approval=έγκριση approval=παραδοχή approve=εγκρίνω approve=επιδοκιμάζω approximate=περίπου apricot=βερίκοκο apron=ποδιά apse=αψίδα apt=επιρρεπής apt=κατάλληλος aptitude=ικανότητα aptitude=κλίση aptitude=προτέρημα aptitude=ταλέντο aqua=ύδωρ aquarium=ενυδρείο aquatic=υδρόβιος aqueduct=υδραγωγείο arabesque=αραβούργημα arbiter=διαιτητής arbitrary=αυθαίρετος arbitrate=διαιτητεύω arbitration=διαιτησία arbour=κρεβατίνα arbour=περβόλι arc=αψίδα arc=τόξο arcade=αψίδωση arcade=στοά arcane=απόκρυφος arch=αψίδα archaeologist=αρχαιολογικός archaeology=αρχαιολογία archaic=απαρχαιωμένος archaic=αρχαίος archangel=αρχάγγελος archbishop=αρχιεπίσκοπος archdeacon=αρχιδιάκονος archer=τοξότης
archetype=αρχέτυπο archetype=πρότυπο archipelago=αρχιπέλαγος architectonic=αρχιτεκτονικός architectural=αρχιτεκτονικός architecture=αρχιτεκτονική architrave=επιστύλιο Arctic=Αρκτική arctic=αρκτικός ardency=πάθος ardent=φλογερός ardour=θέρμη arduous=επίπονος area=περιοχή arena=αρένα argillaceous=αργιλώδης argot=αργκό argue=διαπληκτίζομαι argue=διαφωνώ argue=επιχειρηματολογώ argument=διαφωνία argument=επιχείρημα argument=λογομαχία argumentative=αμφιλεγόμενος argumentative=ερειστικός aria=άρια arid=ξερός aridity=ξηρότητα arise=εγείρομαι arise=προκύπτω aristocracy=αριστοκρατία aristocrat=αριστοκράτης aristocratic=αριστοκρατικός arithmetic=αριθμητική arithmetic=μαθηματικά ark=κιβωτός arm=μπράτσο arm=όπλο arm=χέρι armada=αρμάδα armament=εξοπλισμός armchair=πολυθρόνα armour=πανοπλία arms=όπλα army=στρατός aroma=άρωμα aromatic=αρωματικός around=γύρω arouse=διεγείρω arouse=ξεσηκώνω arraign=εγκαλώ arraign=καταγγέλλω arraign=κλητεύω arrange=κανονίζω arrange=τακτοποιώ arrangement=διακανονισμός arrangement=διευθέτηση arrangement=ετοιμασία arrangement=τακτοποίηση array=διάταξη array=παράταξη
array=παρατάσσω arrears=καθυστερούμενα arrest=συλλαμβάνω arrival=άφιξη arrive=φθάνω arrive=φτάνω arrogance=αλαζονεία arrogance=έπαρση arrogance=υπεροψία arrogant=αλαζόνας arrogant=αλαζονικός arrogant=υπερόπτης arrogant=υπεροπτικός arrogate=σφετερίζομαι arrow=βέλος arsonist=εμπρηστής art=τέχνη arterial=αρτηριακός artery=αρτηρία artful=πονηρός artichoke=αγκινάρα article=άρθρο articulate=έναρθρος articulate=ευκρινής articulation=διάρθρωση artifice=τέχνασμα artificial=τεχνητός artillery=πυροβολικό artisan=τεχνίτης artist=καλλιτέχνης artistic=καλλιτεχνικός artistry=καλλιτεχνία artless=άτεχνος as=όπως as=σαν asbestos=αμίαντος ascend=αναρριχώμαι ascend=ανεβαίνω ascension=ανάβαση ascent=ανάβαση ascertain=διαπιστώνω ascertain=εξακριβώνω ascetic=ασκητικός asceticism=ασκητισμός ascribe=αποδίδω ascribe=επιρρίπτω asexual=άφυλος ash=στάχτη ashen=σταχτής ashen=τεφροειδής ashen=ωχρός ashtray=σταχτοδοχείο ashtray=τασάκι ashy=τεφρώδης aside=πλάι asinine=γαϊδουρινός asinine=ηλίθιος ask=ρωτώ askance=λοξά askew=στραβά asleep=κοιμώμενος
asparagus=σπαράγγι aspect=άποψη aspect=θωριά aspect=όψη aspect=πλευρά aspen=λεύκη asperity=δριμύτητα asperity=οξύτητα aspersion=κακολογία asphalt=άσφαλτος asphyxiate=ασφυκτιώ aspic=λεβάντα aspirant=φιλόδοξος aspirate=αναρροφώ aspiration=απορρόφηση aspiration=βλέψη aspiration=φιλοδοξία aspire=φιλοδοξώ aspirin=ασπιρίνη ass=βλάκας ass=γάιδαρος assailant=επιτιθέμενος assassin=δολοφόνος assassinate=δολοφονώ assassination=δολοφονία assault=βιαιοπραγία assault=επίθεση assault=επιτίθεμαι assay=δοκιμάζω assemblage=σύναξη assemblage=συναρμολόγηση assemble=συναθροίζω assemble=συναρμολογώ assembly=ομήγυρη assembly=συνέλευση assent=συγκατάθεση assert=διεκδικώ assert=υποστηρίζω assertive=θετικός assertive=κατηγορηματικός assess=αποτιμώ assess=εκτιμώ assessment=εκτίμηση assessor=εκτιμητής asset=ενεργητικό asset=κεφάλαιο assiduity=επιμέλεια assiduity=προσήλωση assiduous=ενδελεχής assiduous=επιμελής assiduous=εργατικός assign=αναθέτω assign=αποδίδω assign=διορίζω assignation=ανάθεση assignation=διανομή assignee=εντολοδόχος assignment=ανάθεση assignment=αποστολή assignment=δουλειά assignment=ορισμός
assimilate=αφομοιώνω assimilate=εξομοιώνω assimilation=αφομοίωση assist=βοηθώ assistant=βοηθός associate=συνέταιρος associate=συσχετίζω association=σχέση assort=συναναστρέφομαι assort=ταξινομώ assorted=διάφορος assorted=ποικίλος assuage=κατευνάζω assume=υποθέτω assumption=υπόθεση assurance=διαβεβαίωση assurance=εγγύηση assurance=σιγουριά assure=βεβαιώνω assure=διαβεβαιώνω asterisk=αστερίσκος asthma=άσθμα astigmatic=αστιγματικός astonish=εκπλήσσω astonishingly=εκπληκτικά astonishment=εμβροντησία astound=αποσβολώνω astound=εκπλήσσω astound=ξαφνιάζω astral=αστρικός astrologer=αστρολόγος astronaut=αστροναύτης astronomer=αστρονόμος astronomic=αστρονομικός astronomy=αστρονομία astrophysics=αστροφυσική astute=ευφυής astute=τετραπέρατος asylum=ασυλία asylum=άσυλο asymmetric=ασύμμετρος asymmetry=ασυμμετρία asymptote=ασύμπτωτο asynchronous=ασύγχρονος at=σε atavism=αταβισμός atavism=προγονισμός atavistic=αταβιστικός atheism=αθεϊσμός atheist=αθεϊστής atheist=άθεος athlete=αθλητής athletic=αθλητικός athletics=αθλητικά atmosphere=ατμόσφαιρα atom=άτομο atomic=ατομικός atone=εξιλεώνομαι atrocious=απαίσιος atrocious=αποκρουστικός atrocity=κτηνωδία
atrocity=ωμότητα atrophy=ατροφία attach=επισυνάπτω attach=συνδέω attack=επιδρομή attack=επίθεση attack=επιτίθεμαι attacker=επιτιθέμενος attain=επιτυγχάνω attain=κατορθώνω attempt=απόπειρα attempt=προσπάθεια attempt=προσπαθώ attend=παραβρίσκομαι attend=παρακολουθώ attendance=παρουσία attendant=ακόλουθος attention=προσοχή attention=φροντίδα attentive=γνωστικός attentive=προσεκτικός attentively=περιποιητικά attentively=προσεκτικά attenuate=αμβλύνω attenuate=ελαφρύνω attest=μαρτυρώ attest=πιστοποιώ attestation=κατάθεση attestation=μαρτυρία attic=σοφίτα attire=αμφίεση attire=ντύσιμο attitude=στάση attitude=συμπεριφορά attorney=συνήγορος attract=έλκω attract=επισύρω attract=προσελκύω attract=τραβώ attraction=έλξη attraction=θέαμα attractive=ελκυστικός attribute=αποδίδω attribute=ιδιότητα attribution=κατανομή attrition=τριβή attrition=φθορά attune=συντονίζω atypical=άτυπος aubergine=μελιτζάνα auburn=πυρόξανθος auction=πλειστηριασμός audacity=θράσος audience=ακροατήριο audio=ακουστικός audit=ελέγχω auditorium=αίθουσα auditory=ακουστικός auger=τρυπάνι augment=αυξάνω augmentation=αύξηση
augur=προοιωνίζομαι August=Αύγουστος. aunt=θεία auntie=θεία aura=φωτοστέφανο aural=ακουστικός aurora=αυγή aurora=σέλας auspice=προστασία auspicious=ευοίωνος austere=αυστηρός austral=νότιος authentic=αυθεντικός authentic=γνήσιος authenticate=επικυρώνω authenticate=πιστοποιώ authenticity=γνησιότητα author=συγγραφέας authoritarian=απολυταρχικός authoritative=έγκυρος authoritative=επιβλητικός authority=αυθεντία authority=εξουσία authority=κύρος autobiography=αυτοβιογραφία autocracy=αυτοκρατορία autocrat=αυτοκράτορας autocrat=δεσποτικός autocratic=αυτοκρατορικός autograph=αυτόγραφο automate=αυτοματοποιώ automatic=αυτοματικός automatic=αυτόματο automation=αυτοματοποίηση automaton=αυτόματο automobile=αυτοκίνητο automotive=αυτοκίνητος autonomic=αυτόνομος autonomous=αυτόνομος autonomy=αυτονομία autopsy=νεκροψία autumn=φθινόπωρο autumnal=φθινοπωρινός auxiliary=βοηθητικός avail=όφελος avail=χρησιμεύω avail=ωφελώ available=διαθέσιμος avalanche=πλημμύρα avalanche=χιονοστιβάδα avarice=τσιγκουνιά avarice=φιλαργυρία avaricious=φιλάργυρος avenge=εκδικούμαι avenue=λεωφόρος aver=αποδεικνύω aver=πιστοποιώ average=μέσος averse=αντίθετος aversion=αποστροφή avert=αποστρέφω
avert=αποτρέπω aviary=πτηνοτροφείο aviation=αεροπορία aviator=αεροπόρος avid=ενθουσιώδης avoid=αποφεύγω avoidance=αποφυγή avow=διαβεβαιώνω avow=ομολογώ avowal=ομολογία await=αναμένω await=περιμένω awake=ξυπνώ awaken=ξυπνώ awakening=ξύπνημα award=απονέμω award=βραβείο award=κατακυρώνω awareness=αντίληψη away=μακριά awe=δέος awesome=επιβλητικός awful=απαίσιος awkward=αδέξιος awkward=ατζαμής awl=ξέστρο awl=σουβλί awning=τέντα awry=λοξός awry=στραβά axe=πέλεκας axe=πελέκι axe=τσεκούρι axial=αξονικός axiom=αξίωμα axiomatic=αξιωματικός axiomatic=αυταπόδεικτος axis=άξονας axle=άξονας aye=ναι azure=γαλάζιος azure=γαλανός azure=κυανός babble=ασυναρτησίες babble=κελαρύζω babble=φλυαρώ babe=γκόμενα babe=μωρό baby=μωρό bacillus=βακτήριο back=ενισχύω back=πλάτη back=υποστηρίζω backbite=καταλαλώ backdrop=φόντο backing=συμπαράσταση backside=πισινό backward=καθυστερημένος bacon=μπέικον bacteria=βακτηρίδια bad=άσχημος
bad=κακός badge=κονκάρδα badger=ασβός badger=παρενοχλώ badly=άσχημα badly=κακά bag=τσάντα bait=δόλωμα baker=φούρναρης balance=ζυγαριά balance=ισοζύγιο balance=ισορροπία balance=πλάστιγγα balcony=μπαλκόνι bald=καραφλός bald=φαλακρός baleful=απελπισμένος baleful=θλιβερός baleful=ολέθριος ball=κουβάρι ball=μπάλα ballad=μπαλάντα ballast=έρμα ballast=σαβούρα ballast=σαβουρώνω ballet=μπαλέτο balloon=αερόστατο balloon=μπαλόνι balmy=γλυκός ban=απαγόρευση ban=απαγορεύω ban=αποκλεισμός ban=αποκλείω banality=πεζότητα banana=μπανάνα band=ταινία bandage=επίδεσμος bang=βρόντος bang=βροντώ bang=γδούπος bang=κρότος bank=ανάχωμα bank=όχθη bank=τράπεζα banker=τραπεζίτης bankrupt=χρεοκοπημένος banner=λάβαρο banquet=πανδαισία banquet=συμπόσιο baptise=βαφτίζω baptism=βάπτισμα bar=εμποδίζω bar=κάγκελο bar=μπαρ bar=φράζω barber=κουρέας bare=γυμνός bargain=παζαρεύω bargaining=παζάρι barge=μαούνα bark=γαβγίζω
bark=γαυγίζω bark=φλοιός barking=γαύγισμα barley=κριθάρι barn=αχυρώνας baron=βαρόνος baroque=μπαρόκ barracks=στρατώνας barrel=βαρέλι barren=άγονος barren=άκαρπος barren=στείρος barricade=οδόφραγμα barricade=φράσσω barrier=εμπόδιο barrier=μπάρα barrier=φράγμα barrier=φραγμός barrow=τύμβος base=βάθρο base=ευτελής basement=υπόγειο baseness=ευτέλεια baseness=προστυχιά bashful=δειλός bashful=ντροπαλός basil=βασιλικός basin=λεκάνη basis=βάση bask=λιάζομαι basket=καλάθι basket=κοφίνι basket=πανέρι bat=νυχτερίδα bat=ρόπαλο batch=φουρνιά bath=λουτρό bath=μπανιέρα bath=μπάνιο bathe=λούζομαι bathroom=λουτρό baton=σκυτάλη battalion=τάγμα battery=μπαταρία battery=συστοιχία battle=μάχη bay=κόλπος bayonet=ξιφολόγχη be=βρίσκομαι be=διανύω be=είμαι beach=ακτή beach=αμμουδιά beach=γιαλός bead=χάντρα beak=ράμφος beam=αχτίδα beam=δοκός beam=καδρόνι bean=φασόλι beanpole=τηλεγραφόξυλο
bear=αρκούδα bear=γεννώ bear=υποφέρω beard=γένι beard=μούσι bearded=γενειοφόρος bearded=μουσάτος bearer=κομιστής bearer=φορέας bearing=έδρανο bearing=στάση bearing=σχέση beast=ζώο beast=κτήνος beat=δέρνω beat=νικώ beat=χτυπώ beater=δάρτης beating=παλλόμενος beautiful=όμορφος beauty=καλλονή beauty=ομορφιά beaver=κάστορας because=γιατί because=διότι beckon=γνέφω become=αρμόζω become=γίνομαι becoming=αρμόζων bed=κρεβάτι bedroom=κρεβατοκάμαρα bedroom=υπνοδωμάτιο beer=μπύρα beet=τεύτλο beetle=σκαθάρι befall=συμβαίνω before=πριν before=προτού beforehand=πριν beg=ζητιανεύω beg=ικετεύω beg=παρακαλώ beggar=ζητιάνος begin=αρχίζω beginner=αρχάριος beginner=ατζαμής beginning=αρχή beginning=έναρξη begrudge=φθονώ behave=συμπεριφέρομαι behaviour=διαγωγή behaviour=συμπεριφορά behaviour=φέρσιμο behold=ιδού beige=μπεζ being=όν belch=ρέψιμο belief=πεποίθηση belief=πίστη believe=πιστεύω belittle=υποτιμώ
bell=καμπάνα bell=κουδούνι belligerent=επιθετικός belligerent=εριστικός belligerent=φιλοπόλεμος bellow=μουγκρίζω belong=ανήκω belongings=υπάρχοντα beloved=αγαπημένος belt=ζώνη belt=ιμάντας bench=έδρα bench=έδρανο bench=παγκάκι bench=πάγκος bend=γέρνω bend=καμπυλώνεται bend=σκύβω bend=στροφή beneficial=επωφελής beneficial=ευεργετικός beneficial=ωφέλιμος benefit=επίδομα benefit=επωφελούμαι benefit=όφελος benefit=ωφέλεια benevolence=καλοσύνη benevolence=φιλανθρωπία benevolent=ευμενής benevolent=καλόβουλος benevolent=συνετός benevolent=φρόνιμος benign=ήπιος benign=καλοήθης benign=καλοκάγαθος bent=κυρτός bequeath=κληροδοτώ beret=μπερές berry=μούρο berry=ρόγα beside=δίπλα beside=πλάι besides=άλλωστε besiege=πολιορκώ bestow=παραχωρώ bestow=παρέχω bet=στοίχημα bet=στοιχηματίζω betoken=σημαίνω betray=προδίδω between=μεταξύ bewail=μοιρολογώ bewilderment=σύγχυση bewitch=θέλγω bias=προκατάληψη biased=προκατειλημμένος biblical=βιβλικός bicycle=ποδήλατο bid=απόπειρα bid=προσπάθεια bid=προσφορά
big=μεγάλος bigamy=διγαμία bike=ποδήλατο bilateral=διμερής bile=χολή bilious=πικρόχολος bill=λογαριασμός bill=νομοσχέδιο bill=ράμφος billion=δισεκατομμύριο bin=κάδος binary=δυαδικός bind=βιβλιοδετώ bind=δένω bind=δεσμεύω bind=πεδικλώνω binding=δέσιμο binding=δεσμευτικός biographer=βιογράφος biography=βιογραφία biologist=βιολογικός biosphere=βιόσφαιρα birch=σημύδα bird=κόμματος bird=πουλί birth=γέννα birth=γέννηση birthday=γενέθλια biscuit=μπισκότο bisect=διχοτομώ bishop=επίσκοπος bit=φίμωτρο bitch=σκύλα bite=δάγκωμα bite=δαγκώνω bite=τσίμπημα bitter=δριμύς bitter=πικρός bitterly=πικρά bitterly=τσουχτερός bitterness=πικράδα bivalve=δίθυρος bizarre=εκκεντρικός black=μαύρος blackbird=κότσυφας blackboard=μαυροπίνακας blacken=αμαυρώνω blackmail=εκβιάζω blackmail=εκβιασμός bladder=κύστη blade=λεπίδα bland=άνοστος blank=άγραφος blank=άγραφτος blank=κενό blank=λευκός blanket=κουβέρτα blanket=σκεπάζω blast=έκρηξη blatant=χονδροειδής blaze=ανάφλεξη
blaze=πυρκαγιά blaze=φλόγες bleach=λευκαντικό bleach=χλωρίνη bleak=ανεμοδαρμένος bleak=γυμνός bleat=βελάζω bleed=αιμορραγώ bleed=ματώνω blemish=αμαυρώνω blemish=στίγμα blemish=ψεγάδι blend=αναμιγνύω bless=ευλογώ blessing=ευλογία blind=θαμπώνω blind=τυφλός blindly=τυφλά blindness=τύφλωση blink=αναβοσβήνω bliss=ευδαιμονία blissful=ευτυχής blister=φούσκα blister=φουσκάλα blithe=ευτυχής blizzard=θύελλα blizzard=χιονοθύελλα blob=ρανίδα bloc=συνασπισμός block=στηρίγματα block=φραγμός blockhead=στουρνάρι blond=ξανθός blonde=ξανθός blood=αίμα bloody=αιματηρός bloom=ανθίζω bloom=άνθος blossom=ανθίζω blossom=άνθος blot=αμαυρώνω blouse=μπλούζα blow=φυσώ blow=χτύπημα blue=μπλε blueprint=πρωτότυπο bluff=ευθύς bluff=μπλόφα bluff=ντόμπρος blunt=αμβλύς blunt=απότομος blunt=μονοκόμματος bluster=λεονταρισμός boar=κάπρος boar=χοίρος board=επιβιβάζομαι board=σανίδα boarding=σανίδωμα boat=βάρκα bob=αναπηδώ bob=ανεβοκατεβαίνω