Έρικα Αγγέλικα Γαρμπή «Δέλτα Χι» Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων Eικονογράφηση Βασίλης Θαλασσινός
«Δέλτα Χι» Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων
Τίτλος: «Δέλτα Χι» Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων Σειρά μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας Βιβλίο Πρώτο Συγγραφέας: Έρικα Αγγέλικα Γαρμπή Εικονογράφηση: Βασίλης Θαλασσινός Επιμέλεια κειμένων: Αντωνέτα Κώτση Τεχνική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Γκότσης Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2017 ΙSBN: 978-618-5151-36-2 Εκδόσεις www.kokkiniklostibooks.gr Μαιζώνος 20-22, 262 23 Πάτρα Τηλ.: 2610 226.453 e-mail: kokkiniklosti@gotsis.net.gr Εκτύπωση Βιβλιοδεσία: Ταχύτυπο e-mail: info@tachytypo.gr Απαγορεύεται, σύμφωνα με τον Ν. 2121/1993 και το Διεθνές Δίκαιο που ισχύει στην Ελλάδα, η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, η διασκευή του βιβλίου αυτού με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
Στην οικογένειά μου, τον Σαράντο, τον Διονύση και τη Χριστίνα
Περιεχόμενα Αλλαγή ρότας... 7 Τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ... 10 Δώρο-αίνιγμα... 18 Σαν σπασμένη τροχαλία... 22 Η εξαφάνιση... 27 Πρωινή ποδηλατάδα... 32 Η αγριοτριανταφυλλιά στο αρχοντικό... 36 Αναποδογυρισμένη βέσπα... 42 Ένας απρόσμενος επισκέπτης... 47 Ξεχασιάρικη Δευτέρα... 52 Στη βιβλιοθήκη... 58 Ένα πανάρχαιο κομπιούτερ... 67 Πάσχα 1900 μ.χ.... 79 Ο καντηλανάφτης... 85 Κατσάδιασμα... 93 Η κούρσα των ερευνητών... 97 Μια στρατιά εντόμων... 104 Ανακατεύθυνση... 109 Καρούμπαλο ίσαμε αυγό... 116 Νεράιδα του ξέφωτου... 121 Με το πάσο τους... 129
Αλλαγή ρότας Η μέρα εκείνη θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη θύμηση των σφουγγαράδων από το όμορφο νησί, κι όχι μονάχα εκείνων που βρίσκονταν επάνω στα καΐκια και πάλευαν με τα λυσσασμένα κύματα, αλλά και όλων των επόμενων γενεών. Τα μικρά σφουγγαράδικα από τη Σύμη, η «Ευτέρπη» και η «Καλλιόπη», χτυπιόνταν αλύπητα από τα θεριεμένα κύματα, και τα γενναία παλικάρια τους έδιναν μεγάλο αγώνα για να σώσουν το σκαρί τους. Είχαν περάσει τόσα ξενύχτια μαζί και τ αγαπούσαν λες κι είχανε ζωή... δε θα τα άφηναν να βουλιάξουν. Αντιστέκονταν στη μανία του καιρού, με τον άνεμο να αγγίζει τα έντεκα Μποφόρ. Ήταν, άλλωστε, συνηθισμένοι στου καιρού τα καμώματα. Πολλές φορές είχαν βρεθεί σε κακοκαιρία και ήταν μαθημένοι σε θαλασσοταραχές. Αυτή όμως η φορά διέφερε από κάθε άλλη. Τα κύματα έκρυβαν το φεγγάρι και οι αέρηδες ήταν τόσο ισχυροί, που δεν μπορούσες να σταθείς εύκολα πάνω στο κατάστρωμα χωρίς να σε παρασύρουν κατευθείαν στη θάλασσα. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, και τα τρεχαντήρια είχαν ήδη πολλά προβλήματα από το προηγούμενο ταξίδι, όταν κάμποσοι είχαν εκφράσει τις αμφιβολίες τους για το αν έπρεπε να αποπλεύσουν πάλι. «Θα σπάσει το σκαρί, καπετάνιε», προειδοποίησε ο Κυριάκος από μπροστά. «Κρατηθείτε, παλικάρια», φώναξε ο καπεταν-δημήτρης. 7
«Κλείστε τ αμπάρια μην μπάσουνε νερά!» ούρλιαξε με αγωνία ο Νικήτας. «Φιλήμονα, στερέωσε το φορτίο μην το πάρει το κύμα», πρόσταξε ο καπετάνιος. «Θα σπάσουν τα σκοινιά», ακούστηκε ο Γιάγκος. «Δεν μπορώ να κρατηθώ», φώναξε ο Σωτήρης, που κόντεψε να 8
βρεθεί στη θάλασσα, αλλά τελευταία στιγμή αρπάχτηκε από ένα κατάρτι και σώθηκε. Κάποιοι παλιοί ναυτικοί πίστευαν πως, όταν το μισό φεγγάρι ήταν «ξαπλωτό», ο καπετάνιος ήταν «όρθιος» γιατί είχε σίγουρα κακοκαιρία, ενώ όταν ήταν «όρθιο» εκείνος ξάπλωνε ήρεμος. Ε, αυτό ίσχυε απόλυτα εκείνο το δύσκολο βράδυ. Οι ναυτικοί έδιναν μεγάλη μάχη με τα θεριά της φύσης, τα κύματα φάνταζαν έτοιμα να τους κατασπαράξουν σαν πελώρια στόματα μυθικών πλασμάτων, και το φεγγάρι ήταν ξαπλωμένο κι ήρεμο σαν να τους κορόιδευε στα μούτρα. Είχαν αποπλεύσει από τα Δωδεκάνησα, πηγαίνοντας στο Τούνεζι της Αφρικής προκειμένου να βουτήξουν για σφουγγάρια. Όμως έπεσαν σε μια τρομακτική φουρτούνα. Όμοιά της είχαν συναντήσει μόνον άλλη μια φορά στο παρελθόν, και λίγο είχε λείψει να πνιγούνε όλοι. Ο καπετάνιος, αφού διαπίστωσε πως δε θα μπορούσαν ν αντιμετωπίσουν την αντάρα χωρίς να κινδυνέψει η ζωή τους, άλλαξε πορεία. Αν δεν έπαιρνε αυτή την απόφαση, η άγρια θάλασσα αργά ή γρήγορα θα τους κατάπινε. Έστριψε απότομα το τιμόνι και η πυξίδα χόρεψε σαν τρελή. Οι σφουγγαράδες σάλταραν από την άλλη πλευρά και κρατήθηκαν γερά από την κουπαστή. «Κάντε κουράγιο, λεβέντες, κοντεύουμε...» τους ενθάρρυνε να βαστήξουν λίγο ακόμα. Τα πράγματα φαίνονταν σκούρα, αλλά έπειτα από λίγες ώρες ο αγέρας άρχισε να γλυκαίνει. Πέρα στον ορίζοντα ο ήλιος έδειξε με καλοσύνη τις πρώτες του ακτίνες, καθώς ξημέρωνε πια. Τα μάτια τους ήταν γιομάτα αλάτι και δάκρυα, τα χέρια και τα πόδια τους γδαρμένα από τη μάχη με τη θάλασσα. Όμως οι καρδιές τους, γενναίες και ζεστές, θα άντεχαν πολλά ακόμη. 9