ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ & ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: ΧΡΗΣΤΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΘΕΜΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΠΡΩΤΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΣΙΑΝΟΥ-ΚΥΡΓΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2016
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 4 1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ... 8 i. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις... 8 ii. Η θεωρητική συζήτηση για τα επαγγέλματα... 10 2. ΣΧΕΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗ... 15 i. Από τον μορφωμένο ερασιτέχνη στον εξειδικευμένο επιστήμονα... 15 ii. Χουμπολντιανό «παράδειγμα»... 17 iii. Μετασχηματισμός: Η ανάγκη για επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο... 20 3. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ... 23 4. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1834-2011)... 35 i. Καθηγητής Πανεπιστημίου (1834-1964)... 35 ii. Κατάργηση της Καθηγητικής Έδρας... 40 iii. Μεταπολιτευτικό θεσμικό πλαίσιο... 41 Νόμος 1268/1982... 41 Νόμος 2083/1992... 45 Νόμος 2188/1994... 46 Νόμοι 2517/1997 και 2530/1997... 47 iv. Ανάγκη εναρμόνισης... 49 Διακήρυξη της Μπολόνια... 51 Νόμος 3374/2005... 52 Διαδικασία της Λισαβόνας... 53 Νόμοι 4009/2011 και 4076/2012... 55 5. Η ΕΡΕΥΝΑ... 59 i. Προσδιορισμός σκοπού έρευνας και ερευνητικών ερωτημάτων... 59 ii. Μέθοδος της έρευνας... 61 iii. Τεχνική συγκέντρωσης των ποιοτικών δεδομένων και το ερευνητικό δείγμα... 62 iv. Εργαλείο συγκέντρωσης των ποιοτικών δεδομένων... 62 v. Δεοντολογία... 64 vi. Μέσο συλλογής των ποιοτικών δεδομένων... 65 vii. Επεξεργασία των ποιοτικών δεδομένων... 65 [1]
6. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ... 67 Α. ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ... 67 Α1. ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ... 67 Α1α. Επιλογή σπουδών... 67 Α1β. Επιλογή ακαδημαϊκού επαγγέλματος... 70 Α2. ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ... 74 Α2α. Θετικές πλευρές του ακαδημαϊκού επαγγέλματος... 74 Α2β. Επίδραση των απαιτήσεων του ακαδημαϊκού επαγγέλματος στην καθημερινή ζωή... 76 Α2γ. Ικανοποίηση προσδοκιών... 79 Β. ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ... 82 Β1. Οικονομική Κρίση... 83 Β1α. Στελέχωση των Πανεπιστημίων με ακαδημαϊκό προσωπικό... 83 Β1β. Μείωση μισθών και οικονομικά οφέλη... 86 Β1γ. Έρευνα και χρηματοδότηση Πανεπιστημίων... 89 Β1δ. Διδασκαλία... 93 Β1ε. Διοικητικό έργο... 96 Β2. Νομοθετικές αλλαγές... 98 Β2α. Διαδικασίες κρίσης επιλογής-εξέλιξης του ακαδημαϊκού προσωπικού... 99 Β2β. Οργανωτικές αλλαγές και διοίκηση ιδρυμάτων... 102 Β2γ. Διαδικασίες αξιολόγησης και διασφάλιση ποιότητας... 105 Γ. ΜΕΛΛΟΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ... 109 Γ1. Προοπτικές... 109 Γ2. Προτάσεις... 113 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 120 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 127 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 134 [2]
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα συμβαίνουν αλλαγές στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, οι οποίες επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία της. Παράγοντες, όπως η έμφαση που δίνεται στην «κοινωνία της γνώσης», η παγκοσμιοποίηση, η τάση για διεθνοποίηση, καθώς και οι νέες πρακτικές διοίκησης, που πιέζουν για αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα και λογοδοσία, συνιστούν ένα νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο, ο Καθηγητής Πανεπιστημίου καλείται να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του. Η πίεση των νέων αναγκών και των προβλημάτων που αναφύονται από την επέκταση των Πανεπιστημίων, η μείωση της χρηματοδότησης, η θεαματική αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού φέρνουν τον ακαδημαϊκό αντιμέτωπο με νέες προκλήσεις. Υποστηρίζεται ότι υπάρχει αλληλεπίδραση στη σχέση Πανεπιστήμιου και Καθηγητή και η δυναμική του ενός εξαρτάται από τη δυναμική του άλλου. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η διάδοση της γνώσης, αποτελεί τον βασικό πόρο για την εξασφάλιση της τεχνολογικής προόδου, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής προόδου και του πολιτιστικού πλούτου μιας χώρας και το ακαδημαϊκό επάγγελμα αποτελεί το όχημα που μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη των στόχων αυτών. Οι παραπάνω διαπιστώσεις, μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, αποτέλεσαν κύρια αφορμή για την επιλογή του αντικειμένου της παρούσας έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα που παρουσιάζεται στη συνέχεια είναι μια προσπάθεια διερεύνησης και κατανόησης των αντιλήψεων των Καθηγητών πρώτης βαθμίδας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για το ακαδημαϊκό επάγγελμα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Καθηγήτρια του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας κ. Ελένη Σιάνου-Κύργιου, επιβλέπουσα Καθηγήτριά μου, για την ευκαιρία, που μου έδωσε να ασχοληθώ με ένα τόσο ενδιαφέρον και συνάμα γοητευτικό θέμα. Η αμέριστη συμπαράστασή της, καθ όλη τη διάρκεια φοίτησής μου, στο εν λόγω Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών, υπήρξε πολύτιμη. Επίσης, ευχαριστώ θερμά τους δύο συνεπιβλέποντες Καθηγητές μου, του ιδίου Τμήματος, κ.κ. Θεοχάρη Αθανασιάδη και Κωνσταντίνο Σιάκαρη, για τις πολύτιμες γνώσεις, που μου πρόσφεραν κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου. Τις ευχαριστίες μου επίσης, θέλω να τις εκφράσω και στους ανθρώπους, που αποτέλεσαν το δείγμα αυτής της έρευνας, στους δέκα (10) Καθηγητές πρώτης βαθμίδας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, οι οποίοι με ιδιαίτερη προθυμία δέχθηκαν να συμμετάσχουν. Δεν θα μπορούσα να μην ευχαριστήσω τις αγαπημένες μου φίλες Χριστίνα, Ελένη και Νότα οι οποίες με στήριξαν. Την διπλωματική μου εργασία την αφιερώνω στον σύζυγό μου Κώστα, για την ηθική συμπαράσταση που απλόχερα μου πρόσφερε, καθώς και στα πολυαγαπημένα μου παιδάκια, Κάλλη και Βαγγέλη. Τους ευχαριστώ. [3]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν η εις βάθος διερεύνηση και ανάλυση των αντιλήψεων των Καθηγητών πρώτης βαθμίδας για το ακαδημαϊκό επάγγελμα. Πρόκειται για ένα θέμα μείζονος σημασίας κατά την πλούσια διεθνή βιβλιογραφία, εφόσον οι Καθηγητές στο Πανεπιστήμιο αποτελούν βασικούς συντελεστές της λειτουργίας του, αποτελούν πρόσωπα κλειδιά για τον εκσυγχρονισμό της Ανώτατης Εκπαίδευσης και κατ' επέκταση την οικονομική και την πολιτιστική πρόοδο κάθε κοινωνίας, εφόσον παράγουν νέα γνώση και τη μεταβιβάζουν στους φοιτητές, στο μελλοντικό υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, το ικανό ν ανταποκριθεί, στις απαιτήσεις της νέας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας 1. Πράγματι, σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, στις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης και της παγκόσμιας αγοράς εργασίας αυξάνονται διαρκώς οι ανάγκες για εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης 2. Παγκοσμίως, παρότι τα συστήματα Ανώτατης Εκπαίδευσης και οι συνθήκες εργασίας μεταξύ των χωρών διαφέρουν σημαντικά, το επάγγελμα των Καθηγητών Πανεπιστημίων χαρακτηρίζεται από υψηλό status και φέρει κοινά χαρακτηριστικά, όπως εξειδικευμένη γνώση, κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, υψηλές απολαβές. Λέγεται, ότι απολαμβάνει σε σχέση με άλλα επαγγέλματα, υψηλό βαθμό ελευθερίας στην άσκηση της εργασίας, η οποία απορρέει από τη θεσμική αυτονομία, που διέπει τα Πανεπιστήμια, και κατατάσσεται στην κατηγορία του δημόσιου λειτουργήματος ή στα επαγγέλματα κύρους professions κατά την αγγλοσαξονική ερμηνεία του όρου. Παραδοσιακά, το επάγγελμα του Καθηγητή Πανεπιστημίου έχει καθοριστεί στους τομείς της έρευνας, της διδασκαλίας και διοικητικού έργου. Το σώμα των Καθηγητών Πανεπιστημίου θεωρείται, ότι αποτελεί σημαντικό και πολύτιμο εθνικό πόρο για κάθε υψηλού κύρους Πανεπιστημιακό ίδρυμα εντός της στρωματοποιημένης Ανώτατης Εκπαίδευσης επιτυχημένο Πανεπιστήμιο και κατ επέκταση ουσιαστικός παράγοντας για την πρόοδο και ευημερία της κοινωνίας 3. Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε απόπειρα να γίνει διερεύνηση του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, θα πρέπει να συνδεθεί άμεσα με τις όποιες αλλαγές συμβαίνουν στο Πανεπιστήμιο, την εκπαίδευση γενικότερα και την ευρύτερη κοινωνία. Αν ανατρέξει κανείς στη διεθνή βιβλιογραφία, εύκολα θα διαπιστώσει ότι αυτή είναι εξαιρετικά πλούσια, όπως και η σχετική θεωρητική συζήτηση για τις πολύ σύνθετες διαστάσεις 1 Perkin, H. (1987). The Academic Profession in the United Kingdom, στο Burton R. Clark, Τhe Academic Profession. National,Disciplinary, and Institutional Settings, London, England: University of California Press, σ.13. 2 Brown P., Green, A. & H. Lauder, (2001) High Skills: globalization, competitiveness and skill formation, Oxford: Oxford University Press. Σιάνου-Κύργιου, Ε., (2008). Πολιτικές και Πρακτικές για τη Μεταρρύθµιση του Ελληνικού Πανεπιστηµίου. Κ.. Ε. του ΕΜ Π Παιδεία, Έρευνα, Τεχνολογία. Από το χθες στο αύριο". Μέτσοβο, 27-30. 3 Sianou Kyrgiou, Eleni. "Stratification in higher education, choice and social inequalities in Greece." Higher Education Quarterly 64.1 (2010): 22-40. [4]
του ακαδημαϊκού επαγγέλματος σε ένα όλο και πιο απαιτητικό περιβάλλον. Όμως, όπως κάθε επάγγελμα έτσι και τούτο, επηρεάζεται σημαντικά από τις αλλαγές που συντελούνται λόγω της παγκοσμιοποίησης και των επιπτώσεων των μεταρρυθμίσεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο. Οι πολιτικές για τις μεταρρυθμίσεις αυτές πηγάζουν από τη βαθιά ριζωμένη πίστη ότι το Πανεπιστήμιο, ως κοινωνικός θεσμός, αποτελεί και το μέσο για την υλοποίηση των σκοπών που θεωρούνται σημαντικοί, όπως παράδειγμα, η επίτευξη εθνικών στόχων που θα ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της κοινωνίας της γνώσης και της παγκοσμιοποίησης 4. Ο εκσυγχρονισμός μιας κοινωνίας απαιτεί και την προσαρμογή του θεσμού στη νέα κατάσταση, συνεπώς το Πανεπιστήμιο για να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να μην απολέσει τη δύναμή του, επιβάλλεται να καταστεί ευέλικτο, ώστε να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις που δημιουργούν οι τεχνολογικές αλλαγές, οι οικονομικές ανακατατάξεις και η ανασυγκρότηση της παγκόσμιας αγοράς εργασίας. Οι μελέτες που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά παρουσιάζουν σύγκλιση και δέχονται ότι η κατάσταση στα Πανεπιστήμια έχει αλλάξει δραματικά. Η ανεπαρκής οικονομική συνεισφορά του κράτους, που οφείλεται στη δημοσιονομική κρίση, οδήγησε σε νέες μορφές ελέγχου και αξιολόγησης των Πανεπιστημίων, στην αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης και εξεύρεσης πόρων από άλλες πηγές, όπως π.χ η επιβολή διδάκτρων, οι νέες μορφές διοικητικής οργάνωσης -Νew Managerialism- 5, που βασίζονται στις αρχές της Νέας Δημόσιας Διοίκησης και αλλάζουν τη σχέση του Πανεπιστημίου με το κράτος, συμβάλλουν στην ανακατανομή ισχύος εντός των Ιδρυμάτων, αυξάνοντας την εξουσία των διοικητικών στελεχών σε βάρος των Καθηγητών 6. Επίσης, η διεύρυνση της συμμετοχής στα Πανεπιστήμια και η πολιτική προσλήψεων που ακολουθήθηκε για την κάλυψη των αναγκών, είχε ως συνέπεια την αύξηση του αριθμού του ακαδημαϊκού προσωπικού από τη μία και της ανομοιογένειας του Καθηγητικού σώματος από την άλλη, καθώς και επιδράσεις στον τρόπο άσκησης του έργου του. Επιπροσθέτως, η αύξηση 4 Σύμφωνα με την αντίληψη του Perkins το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως συστημικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας σύμφωνα με τη δομολειτουργική θεώρηση των κοινωνικών θεσμών. Βλ. Ράσης, Σ. (2004) Τα Πανεπιστήμια χθες και σήμερα. Συμβολή στην Ιστορία της Εκπαίδευσης: Η Αγγλοσαξωνική Εμπειρία, Αθήνα: εκδόσεις: Παπαζήση, σ.375 5 Βασικό πυρήνα του New managerialism συνιστά η παραδοχή, ότι οι πρακτικές του αποτελούν μέρος των διαδικασιών του «εκσυγχρονισμού των δημόσιων υπηρεσιών, προκειμένου ν'ανταποκριθούν στις προσδοκίες τού σύγχρονου καταναλωτή -αυτόν δηλαδή που αναμένει οι υπηρεσίες να οργανωθούν γύρω από την ευκολία αυτού που τις χρησιμοποιεί- και στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων του σύγχρονου κόσμου, αυτών όπως διαμορφώνονται στο χώρο της Τεχνολογίας των Πληροφοριών και των Επικοινωνιών» Exworthy, M. and S. Halford (eds) (1999), Professionals and the New Managerialism in the Public Sector (Buckingham, Open University Press), σελ. 83. Επίσης, στο άρθρο της η R. Deem, (2004), The Knowledge worker, the manager-academic and the contemporary UK University: New and old Forms of public management?, Financial Accountability & Management, 20 (2), May 2004, σ.109-110, χρησιμοποιεί τον όρο «New Managerialism», και εννοεί τις τεχνικές διοίκησης, που έχουν εκπορευθεί από τον ιδιωτικό τομέα «ως ένα σύνολο ιδεολογιών, οργανωτικών πρακτικών και αξιών που χρησιμοποιούνται, προκειμένου να επιτευχθούν ριζικές αλλαγές στην οργάνωση, στα οικονομικά και στην κουλτούρα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην υγεία και στην εκπαίδευση». 6 Σιάνου, Ε. (2010). Από το Πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας. Όψεις των κοινωνικών ανισοτήτων, Αθήνα: εκδόσεις Μεταίχμιο, σ.325. [5]
του αριθμού των εισακτέων, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια η οποία είναι δυσανάλογη, ως προς τον αριθμό των προσλήψεων νέων Καθηγητών, αφενός παρέχει περισσότερες ευκαιρίες απόκτησης πτυχίου από μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών, αφετέρου μειώνει τον ποιοτικό χρόνο που επενδύει ο Καθηγητής ανά φοιτητή. Η σταδιακή επικράτηση της εφαρμοσμένης έρευνας και η στροφή στη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, δίνει στις λειτουργίες του Πανεπιστημίου μια νέα διάσταση, καθώς παραγκωνίζεται του παιδευτικός ρόλος, συμπαρασύροντας στην υποτίμηση και τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, αποδυναμώνοντας παράλληλα το ακαδημαϊκό επάγγελμα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό γεννώνται νέα ερωτηματικά για το επάγγελμα του Καθηγητή, ο οποίος οφείλει να απαντήσει, λαμβάνοντας υπόψη τη βασική αποστολή του Πανεπιστημίου, στην πτωτική πορεία της φήμης του επαγγέλματός του. Από την άλλη πλευρά βέβαια, η επέκταση των Πανεπιστημίων και η αυξανόμενη σημασία στο ρόλο τους, που δίνει η επίσημη ρητορική, η οποία συνδέει τις λειτουργίες τους με οικονομική και κοινωνική πρόοδο, θα περίμενε κανείς, να ενισχύσει τη θέση και το κύρος του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, μιας και αποτελεί ένα επάγγελμα σαφώς οριοθετημένο, το οποίο πληροί τα χαρακτηριστικά κύρους, που του προσδίδονται. Βασικό κίνητρο για την εκπόνηση της παρούσας εργασίας, αποτέλεσε η διαπίστωση ότι οι θεσμικές αλλαγές των τελευταίων ετών, παράλληλα με τις κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες, της κρίσης στη χώρα και στους κόλπους του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, ενισχύουν την άποψη, για την αποδυνάμωσή του, ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του, το έργο και τις συνθήκες άσκησής του. Μια άλλη αφορμή ήταν η διαπίστωση ότι υπάρχει πληθώρα μελετών και ερευνών στη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία εξετάζει τις εξελίξεις του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, που προκύπτουν λόγω των αλλαγών, που συντελούνται στα Πανεπιστήμια. Η ανάγκη διεθνούς ανταγωνιστικότητας των Ιδρυμάτων, μέσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και η αποτελεσματική σύνδεση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με τις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη, κλόνισαν και το Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Η Ελλάδα, ως μέλος των χωρών της Ευρώπης και εν μέσω κρίσιμων οικονομικών συγκυριών για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις για δημιουργία του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χάρτη Ανώτατης Εκπαίδευσης κλήθηκε να πάρει σημαντικές αποφάσεις, που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστήμιων, προκειμένου να καταστεί η Ανώτατη Εκπαίδευση ανταγωνιστική, αποδοτική και αποτελεσματική, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Οι νέες τάσεις και προκλήσεις που προέκυψαν, φυσικά δεν άφησαν ανεπηρέαστο και το ακαδημαϊκό επάγγελμα. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει αυξανόμενη αίσθηση της κρίσης, γύρω από το ακαδημαϊκό επάγγελμα, σε αντίθεση με την ελληνική, που παρουσιάζει σοβαρό ερευνητικό [6]
έλλειμμα. Το νέο πλαίσιο άσκησης του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, οι συνθήκες και το περιβάλλον, στο οποίο συντελούνται οι αλλαγές, οι παράγοντες, που τις καθοδηγούν και οι επιπτώσεις τους στο επάγγελμα, αποτελούν πράγματι ελκυστικό αντικείμενο μελέτης. Ευελπιστούμε μέσα από την εργασία αυτή και τη διερεύνηση των αντιλήψεων των Καθηγητών να συλλέξουμε τα βασικά δεδομένα, που θα αναδείξουν τους παράγοντες που διαμορφώνουν το παρόν και το μέλλον του επαγγέλματος, τις κρίσιμες αλλαγές και τις συνέπειές τους στην άσκησή του. Να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που υποσκάπτουν την αντίληψη ότι το εν λόγω επάγγελμα χάνει τα συμβολικά του και τα υλικά του οφέλη, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις διατύπωσης νέων, πιο εξειδικευμένων ερωτημάτων, για περαιτέρω έρευνα. Έχοντας υπόψη τα όσα προαναφέρθηκαν η παρούσα διπλωματική εργασία διαρθρώνεται σε έξι κεφάλαια τα οποία έχουν ως εξής: Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αποσαφήνιση του όρου επάγγελμα και παρουσιάζονται θεωρητικές προσεγγίσεις του ακαδημαϊκού επαγγέλματος και παρουσιάζονται οι λόγοι για τους οποίους το ακαδημαϊκό επάγγελμα κατατάσσεται στην κορυφή της επαγγελματικής ιεραρχίας, στην κατηγορία «profession». Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η σχέση ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και τον Καθηγητή. Παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη του ακαδημαϊκού επαγγέλματος, παράλληλα με την ιστορική εξέλιξη των Πανεπιστημίων. Αναλύεται η μετασχηματιστική πορεία τους, αρχής γενομένης από τα Ανώτατα Ιδρύματα του Μεσαίωνα και τους μορφωμένους ερασιτέχνες, στα επιχειρηματικά Πανεπιστήμια και τους εξειδικευμένους επιστήμονες. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια σύνοψη των δημοσιεύσεων, που υπάρχουν στην επιστημονική βιβλιογραφία για το συγκεκριμένο θέμα. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην ελληνική εξελιγκτική πορεία του ακαδημαϊκού επαγγέλματος. Επιχειρείται μία ιστορική ανασκόπηση που αφορά στον Καθηγητή Πανεπιστημίου και επισημαίνονται οι σημαντικότερες, κατά την κρίση της ερευνήτριας, ιστορικές περίοδοι, καθώς και νομοθετήματα, όπως και σύγχρονες τάσεις της Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής, που καθόρισαν και το πλαίσιο λειτουργίας του επαγγέλματος. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο σκοπός της έρευνας και αναλύονται όλα τα στάδια που ακολουθήθηκαν για τη διεξαγωγή της. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η ανάλυση των δεδομένων της έρευνας, σχετικά με τις αντιλήψεις των Καθηγητών για το επάγγελμά τους. Η ανάλυση εστιάζει στην ανάδειξη των προσωπικών αντιλήψεων, προσπαθώντας να ανιχνεύσει την ύπαρξη αλλαγής. Τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσιάζονται στο τέλος αυτού του κεφαλαίου. [7]
1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ i. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις Η λέξη επάγγελμα στην ελληνική γλώσσα αναφέρεται σε κάθε εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα για βιοπορισμό ανεξάρτητα από το επίπεδο εκπαίδευσης αυτών που το ασκούν 7. Στην Ελλάδα, η ευρύτητα της χρήσης του όρου επάγγελμα δυσκολεύει τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών κατηγοριών, επιστημονικών και μη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες αλλά και στις Η.Π.Α, όπου χρησιμοποιούνται διάφοροι όροι, όπως profession, occupation, vocation, job με διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο. Οι κοινωνικοί συμβολισμοί που αποδίδονται, στους όρους αυτούς δεν συμπίπτουν με τον ελληνικό όρο 8. Οι όροι occupation και vocation εννοιολογικά, αναφέρονται στη βιοποριστική απασχόληση, γενικά σε επαγγέλματα στα οποία η πρόσβαση δεν είναι τυπικά περιχαρακωμένη, και δεν περιλαμβάνει μακροχρόνια εκπαίδευση και επιστημονική εξειδίκευση όπως, στα profession, ενώ, ο όρος job σημαίνει δουλειά, που σχετίζεται με την εξοικονόμηση χρημάτων 9. Ο όρος profession στη διεθνή βιβλιογραφία και κυρίως στις αγγλοαμερικανικές χώρες καθιερώθηκε για τα επιστημονικά και ελευθέρια επαγγέλματα 10 του γιατρού, του δικαστή, του καθηγητή Πανεπιστημίου, του δικηγόρου, που θεωρήθηκε ότι αποτελούν την κορυφή της επαγγελματικής ιεραρχίας. Τα εν λόγω επαγγέλματα χαρακτηρίζονται από στενές και ελεγχόμενες πύλες εισόδου, που εντάσσουν τους ασκούντες αυτών σε μια ορισμένη κοινωνική θέση, προσδίδοντας στα υποκείμενα, που είναι φορείς της, συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά, εξουσίες και αρμοδιότητες. Ως όρος, προέρχεται από τον λατινικό όρο profiteri, ο οποίος αποτελεί μετάφραση του αρχαίου όρου «επαγγέλλομαι», που σημαίνει υπόσχομαι δημοσίως, ότι έναντι ορισμένης αμοιβής θα μάθαιναν οι μαθητές, μέσω των αρχαίων σοφιστών ορισμένα πράγματα 11. O Freidson (1989) μεταξύ άλλων αναφέρει ότι, πολλοί θεωρητικοί που ασχολήθηκαν με τους όρους που περιγράφουν τα είδη των επαγγελμάτων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τελικά πρόκειται απλώς για λέξεις, που έχουν το ρόλο της πρόσοψης, οι οποίες αποκρύπτουν την ουσιαστική ομοιότητα που διακρίνει όλα τα επαγγέλματα και που είναι η «εμπορευματοποίηση», 7 8 9 10 11 Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (1998), Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών {Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη}, σ. 493. Σιάνου, Ε. Εκπαιδευτική Πολιτική Ι : Επαγγελματισμός των εκπαιδευτικών και διοίκησης εκπαίδευσης. Ανακτήθηκε στις 15-12- 2015 από http://ecourse.uoi.gr/course/view.php?id=1252 Χιωτάκης, Σ. (1998). Για μια κοινωνιολογία των ελευθέριων επαγγελμάτων. Αθήνα: εκδόσεις Οδυσσέας, σ. 36,37 Ο Χιωτάκης στη μελέτη του «Για μια κοινωνιολογία των ελευθέριων επαγγελμάτων» υιοθετεί τον όρο «ελευθέρια επαγγέλματα» ο οποίος αποτελεί νεοελληνική έκδοση του αρχαίου όρου «ελευθέρια επιτηδεύματα», αλλά και δύο όρων που συνυπάρχουν και σήμερα, του αγγλικού «free professions» και του γερμανικού «freie Berufe» και δεν την ταυτίζει επουδενί με τον όρο «ελεύθερα επαγγέλματα» που σημαίνει κυρίως την εντελώς ελεύθερη άσκηση ενός επαγγέλματος. Βλ. περισσότερα ό.π., σ.39-45 Χιωτάκης, Σ. (1998), ό.π. σ.38,39 [8]
η οποία βέβαια δεν αποτελεί παθογένεια, αλλά την ανάγκη διαβίωσης στην αγορά εργασίας. Για τον Freidson πρέπει να υπάρχει ένας εννοιολογικός οδηγός ανάλυσης, που να καθορίζει τους τρόπους, με τους οποίους μπορεί κάποιος να διακρίνει τις διαφορές μεταξύ των επαγγελμάτων και να τα κατατάσσει. Έτσι, τα professions τα χαρακτηρίζει ως occupations (απασχολήσεις), και οι απασχολήσεις είναι παραγωγικές επιδιώξεις, με τις οποίες οι άνθρωποι εξασφαλίζουν τη διαβίωσή τους, στην αγορά εργασίας, με διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, ως προς τον τρόπο που δομούνται, λειτουργούν και αξιολογούνται. Το είδος της εργασίας είναι σημαντικό για την κοινωνία και για την εργασία καθεαυτή και υπερβαίνει το οικονομικό συμφέρον. Τα μέλη ενός profession, διακρίνονται για την ειδική εκπαίδευση που έλαβαν, καθώς και για τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους 12. Έχει υποστηριχθεί, ότι στην ελληνική γλώσσα, ο όρος profession θα μπορούσε περιφραστικά να αποδοθεί ως κατεστημένα επαγγέλματα ή ως επαγγέλματα status. Η θεωρία που αναπτύχθηκε γύρω από τα εν λόγω επαγγέλματα, παρομοιάζει την επαγγελματική ιεραρχία με μία σκάλα στην κορυφή της οποίας βρίσκονται τα κατεστημένα επιστημονικά επαγγέλματα που προαναφέραμε, ενώ στα μεσαία και χαμηλά σκαλοπάτια βρίσκονται άλλα επαγγέλματα 13. Υπάρχει η πεποίθηση ότι, τα επαγγέλματα status «professions», πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: «1. Συνεπάγονται ειδικές επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες κατέχουν μόνο τα μέλη της αντίστοιχης επαγγελματικής κοινότητας. 2. Έχουν ισχυρές επαγγελματικές οργανώσεις, οι οποίες ελέγχουν την είσοδο στο επάγγελμα και οι οποίες λειτουργούν και ως ομάδες πίεσης. 3. Υπάρχει κώδικας συμπεριφοράς με δεσμευτικές για τα μέλη της επαγγελματικής κατηγορίας νόρμες, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στις περιπτώσεις των κλασσικών επαγγελμάτων των γιατρών και των νομικών. 4. Στην επαγγελματική οργάνωση έχει χορηγηθεί από την πολιτεία αυτονομία και ελευθερία να ρυθμίζει τα θέματά της, να ελέγχει τη συμπεριφορά των μελών της και να έχει το δικαίωμα, σε ορισμένες περιπτώσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς, να αφαιρέσει την άδεια άσκησης του επαγγέλματος. 5. Τα μέλη της επαγγελματικής κατηγορίας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες άσκησης του επαγγέλματός τους. 6. Το επάγγελμα έχει υψηλό γόητρο και θεωρείται «αποστολή 14»». Ωστόσο, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του όρου profession διότι η έννοια του επαγγέλματος «είναι μια ιστορική κατασκευή, αφού τα χαρακτηριστικά και οι λειτουργίες του διαφέρουν στο χώρο και το χρόνο. Ένας άλλος λόγος είναι ότι το περιεχόμενο της επηρεάζεται από τις διαφορές στις εθνικές παραδόσεις που οφείλονται στην ανάπτυξη των 12 13 14 Freidson, E. (1989).Theory and the Professions. Aνακτήθηκε 15-12-2015 από http://www.repository.law.indiana.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1199&context=ilj Χιωτάκης, Σ. (1998), ό.π. σ.39,40 Κελπανίδης, Μ., (2002). Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Θεωρίες και Πραγματικότητα. Αθήνα: εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σ. 216 [9]
κρατών και των απασχολήσεων της μεσαίας και της αστικής τάξης» 15. Εν κατακλείδι, το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι, διεθνώς έχει διαμορφωθεί ένα ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο, για την απόδοση του όρου επάγγελμα. Περιλαμβάνει τις διαφορές μεταξύ των όρων profession, occupation, vocation, όταν σε αντίθεση με την νεοελληνική, υπάρχει μόνο ο ανωτέρω όρος και για το λόγο αυτό, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα η θεματική της Κοινωνιολογίας των επαγγελμάτων, με παράλληλη διατύπωση πολλών θεωρητικών προσεγγίσεων που βοηθούν στην ανάλυση και εξήγησή τους. ii. Η θεωρητική συζήτηση για τα επαγγέλματα Στην προβληματική της κοινωνιολογίας των επαγγελμάτων εντάσσεται και το academic profession. Αξιοποιούνται όλες οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των Μαρξ, Βέμπερ, Μπουρντιέ, αλλά εξακολουθεί να κυριαρχεί η δομολειτουργική θεώρηση των επαγγελμάτων που αποτελεί μια παραδοσιακή ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της, τόσο στα χαρακτηριστικά που τα διέπουν και τα διαφοροποιούν από άλλα επαγγέλματα και τα καθιερώνουν στην κορυφή της επαγγελματικής ιεραρχίας, όσο και στη λειτουργική τους σημασία, για τη συντήρηση του κοινωνικού συστήματος 16. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον McClelland υπάρχει κατάλογος χαρακτηριστικών που συνθέτουν την εικόνα των επαγγελμάτων professions, και αυτά τα οποία είναι πιο αντιπροσωπευτικά, για τη δική μας περίπτωση, είναι η εξειδικευμένη πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ο αλτρουϊσμός και η κοινωνική προσφορά, ο κώδικας επαγγελματικής δεοντολογίας, η ανεπτυγμένη οργάνωση και η αυτονομία 17. Η εξειδικευμένη πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ακαδημαϊκού επαγγέλματος και αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός, ότι για να εισέλθει κάποιος στο επάγγελμα απαιτείται η κατοχή διδακτορικού τίτλου, ως διαπιστευτηρίου της υψηλού επιπέδου γνώσης. Ο αλτρουϊσμός και η κοινωνική προσφορά επίσης, υφίστανται ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα και εκπορεύονται από τη συνταγματική κατοχύρωση, στο άρθρο 16. παρ. 6 σύμφωνα με το οποίο, οι Καθηγητές καθιερώνονται ως δημόσιοι λειτουργοί και διαχωρίζονται από τους δημοσίους υπαλλήλους, εν ολίγοις ασκούν το επάγγελμά τους όχι με γνώμονα το προσωπικό οικονομικό όφελος αλλά κυρίως με γνώμονα την παραγωγή νέας γνώσης μέσα από την έρευνα, τη μετάδοση της μέσω της διδασκαλίας στους φοιτητές και τέλος τη διάδοση της στην ευρύτερη κοινωνία, ώστε να καλύπτονται οι 15 Σιάνου, Ε. Εκπαιδευτική Πολιτική Ι : Επαγγελματισμός των εκπαιδευτικών και διοίκησης εκπαίδευσης. Ανακτήθηκε στις 15-12- 2015 από http://ecourse.uoi.gr/course/view.php?id=1252 16 Σιάνου, Ε. Θεωρητική παράδοση της Κοινωνιολογίας των επαγγελμάτων. Ιωάννινα. Ανακτήθηκε στις 16/12/2015 από http://ecourse.uoi.gr/pluginfile.php/93773/mod_resource/content/3/%ce%95%ce%9d%ce%9f%ce%a4%ce%9 7%CE%A4%CE%91%204%CE%B7.pdf 17 Χιωτάκης, Σ. (1998). Για μια κοινωνιολογία των ελευθερίων επαγγελμάτων. Αθήνα: εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ, σ. 59 [10]
αναπτυξιακές και κοινωνικές ανάγκες του τόπου. Το αξιοπρεπές εισόδημα που αποκομίζουν τα μέλη ενός επαγγέλματος profession σύμφωνα με τη δομολειτουργική προσέγγιση μεταφράζεται ως ένα είδος reward σύμφωνα με τον Barber το οποίο δεν αντανακλά την κάλυψη προσωπικών οικονομικών κινήτρων, αλλά την αποζημίωση για τις υπηρεσίες που έγιναν 18. Πέραν του μισθού, αυτό το οποίο ανταμείβεται είναι η εργασία για το κοινό καλό. Στο σημείο αυτό αναφορικά με το επάγγελμα του Καθηγητή Πανεπιστημίου, το οποίο αξιολογείται σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 4009/2011, στη συνέχεια επιβραβεύεται με το άρθρο 22 του Ν. 4009/2011, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται από τον Οργανισμό του ιδρύματος «η καταβολή πρόσθετων παροχών, από ίδιους πόρους του ιδρύματος, σε καθηγητές που διακρίνονται για τις ερευνητικές ή εκπαιδευτικές τους επιδόσεις [ ] περιλαμβάνουν ιδίως χορήγηση υποτροφιών για διδακτορικούς φοιτητές που εκπονούν τη διδακτορική τους διατριβή υπό την εποπτεία του Καθηγητή, έξοδα συμμετοχής σε συνέδρια και προμήθειες εργαστηρίου». Eπιπροσθέτως, το σύνολο των αρχών και κανόνων, που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη φύση του επαγγέλματος, τόσο ως προς τον προσδιορισμό των κριτηρίων και τις διαδικασίες που απαιτούνται, για να εισέλθει κάποιος σε αυτό, όσο και ως προς τις εργασιακές υποχρεώσεις που απορρέουν, καταδεικνύουν την ύπαρξη ενός κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, αλλά και την ύπαρξη μιας οργάνωσης, όπου σύμφωνα με τον Caplow περιχαρακώνουν το επάγγελμα ως επάγγελμα-profession. 19 Για τον Goode, τα επαγγέλματα professions, έχουν κοινωνικό προσανατολισμό, επιστημονικό επίπεδο εκπαίδευσης και αποτελούν συντεχνίες, επαγγελματικές κοινότητες στις οποίες ανήκει κανείς για όλη του, τη ζωή. Τα μέλη τους φέρουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως κοινή επαγγελματική ταυτότητα και κοινές αξίες, συμφωνούν για τον επαγγελματικό τους ρόλο, ελέγχουν τη εισδοχή νέων μελών κλπ. 20 Τέλος, η θέσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας στον καθορισμό του αντικειμένου, του περιεχομένου και της μεθόδου, τόσο του διδακτικού όσο και του ερευνητικού έργου διασφαλίζει την αυτονομία στην άσκηση του επαγγέλματος. Υπάρχουν δηλαδή περιθώρια ελευθερίας στη δράση τους, καθώς δεν οφείλουν να διδάσκουν ό, τι ορίζει κάποιος ανώτερος προϊστάμενος. Η διδασκαλία είναι μια δυναμική διαδικασία, άμεσα συνδεδεμένη με την έρευνα και τις ανάγκες της κοινωνίας. Η αυτονομία βέβαια, εξαιτίας της κάθετης ιεραρχικής δομής διοίκησης, μπλέκεται στα γρανάζια του πολύπλοκου γραφειοκρατικού μηχανισμού και αναπτύσσει μια υπαλληλική σχέση. Ο Talcott Parsons, ως κύριος εκφραστής της δομολειτουργικής προσέγγισης, στην εργασία του, για τα επαγγέλματα-professions, που περιλαμβάνεται στους τόμους του Essay in Sociological Theory, αναφέρει ότι, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην εκτέλεση των 18 Χιωτάκης, Σ. (1998), σ. 93 19 ό.π., σ.74-75 20 Χιωτάκης Σ. (1998), ό.π. σ.53, 60 [11]
υπηρεσιών, προς τους πελάτες ή σε απρόσωπες αξίες, όπως την πρόοδο της επιστήμης 21 και όχι σε ιδιοτελής σκοπούς. Αποτελούν, το θεσμικό στοιχείο, που διασφαλίζει την εφαρμογή προς όφελος των μελών της κοινωνίας, των επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας 22. Η εξουσία, σύμφωνα με τον ίδιο, που έχουν τα επαγγέλματα-professions, είναι λειτουργική και δεν αφορά την άσκηση εξουσίας σε κάποιους κοινωνικά κατώτερους. Πιο συγκεκριμένα, η εξουσία, εκπορεύεται από τις τεχνικές δεξιότητες, γνώσεις και ικανότητες και την υψηλή εξειδίκευση, στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Έτσι, δίδεται η δυνατότητα στους κατέχοντες, ένα επάγγελμα profession, να επιβάλλουν την άποψή τους, σε άτομα με ανώτερο αλλά και κατώτερο κοινωνικό κύρος 23. Ο Καθηγητής Πανεπιστημίου, για παράδειγμα, ασκεί εξουσία στον φοιτητή, γιατί είναι εκείνος μόνο, που δύναται να μεταδώσει τη γνώση που άπτεται της εξειδικευμένης και άρτιας κατοχής των θεμάτων, που αφορούν στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Ο Barber, επίσης διατείνεται, ότι «εφόσον οι εξειδικευμένες-συστηματικές γνώσεις αποτελούν εφόδια για να αποκτήσει κανείς εξουσιαστικό έλεγχο επί της φύσης και της κοινωνίας, τίθεται ζήτημα υψίστης σημασίας για την κοινωνία, οι γνώσεις της μορφής αυτής να χρησιμοποιούνται, πρωταρχικά, σύμφωνα με το κοινωνικό συμφέρον» 24. Ο Τalcott Parsons, επικεντρώνεται στη «λειτουργική εξειδίκευση», που συνεπάγεται η επιστημονική αυθεντία και στη δομή των κινήτρων, που κατευθύνει τη δράση των μελών του επαγγέλματος- profession. Αυτό σημαίνει, ότι μέσα στο στενό εξειδικευμένο πλαίσιο, στο οποίο ισχύει η αυθεντία τους, μπορούν να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους, σε οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας. Αντίθετα, αναφορικά με τη δομή των κινήτρων, δεν ασπάζεται την άποψη, ότι τα κίνητρα όσων εντάσσονται στα επαγγέλματα professions, είναι αποκλειστικά αλτρουϊστικά αλλά ενέχουν και κίνητρα επιδίωξης, κέρδους με τη χρήση όμως πάντα ορθολογικών μέσων 25. Ο Merton (1963), υποστηρίζει ότι οι θεσμοί πρέπει να εξετάζονται και να αποτιμώνται από τη λειτουργική συμβολή που έχουν στην κοινωνία, διότι δεν είναι όλοι πάντα θετικά λειτουργικοί και αυτό, έχει ως αποτέλεσμα, να επηρεάζουν και τη σταθερότητα της κοινωνίας στο χρόνο. Ως εκ τούτου, και τα επαγγέλματα δεν είναι στατικά στο χρόνο, ούτε και ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν. Τα κριτήρια που προσδιορίζουν ένα επάγγελμα και το κατατάσσουν στην επαγγελματική ιεραρχία, μεταβάλλονται εξαιτίας των τεχνικών αλλά και των κοινωνικοοικονομικών μεταβολών, που συμβαίνουν με αποτέλεσμα να 21 Parsons, T. (1969). Essays in Sociological Theory, New York 1954, Ανακτήθηκε στις 20/12/2015 από https://archive.org/stream/sociologicaltheo00pars/sociologicaltheo00pars_djvu.txt 22 Βρυνιώτη, Κ. 20 Διεθνές Συνέδριο. Η Παιδεία στην αυγή του 21 ου αιώνα. Θέματα Συγκριτικής Παιδαγωγικής. Ανακτήθηκε στις 10/12/2015 από http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio2/praktika/brioniti.htm 23 Parsons, T. (1969), ό.π. σ.38 24 Χιωτάκης Σ. (1998), ό.π. σ.68 25 Βρυνιώτη, Κ., ό.π. σ.6 [12]
μην ισχύουν κάποια από τα χαρακτηριστικά, που μέχρι πρότινος τα νομιμοποιούσαν και τα αναγνώριζαν, ως επαγγέλματα-status. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι βεμπεριανές προσεγγίσεις που εξετάζουν το επάγγελμα «profession» σε σχέση με τις διαδικασίες αποκλεισμού μέσω των οποίων οι ασκούντες αυτά διασφαλίζουν τα προνόμια και τη δύναμή τους. Η πραγμάτωση αυτού του σκοπού, σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση αποκλείει το δικαίωμα άσκησης της συγκεκριμένης εργασίας από άλλους ή όταν το επιτρέπει, τους εγκλωβίζουν σε χαμηλότερου κύρους απασχολήσεις, διασφαλίζοντας έτσι τα προνόμιά τους. Ο επαγγελματισμός τους δηλαδή βασίζεται στη στρατηγική του αποκλεισμού άλλων επαγγελματικών ομάδων να εκτελέσουν την εργασία τους, προασπίζοντας έτσι τα προνόμιά του, που απορρέουν από το μονοπώλιο των προσφερόμενων παροχών του 26. Ενδιαφέρον αποτελεί η νέο-βεμπεριανή προσέγγιση των επαγγελμάτων «profession» που εκπορεύεται από τη βεμπεριανή. Η ρητορική γύρω από αυτή ισχυρίζεται ότι είναι πιο χρήσιμη, πιο αναλυτική και πιο διεισδυτική, σε σχέση με τις υπόλοιπες προσεγγίσεις για τον ορισμό ενός επαγγέλματος ως «profession». Επικεντρώνεται στο δόγμα ότι ζούμε σ έναν ανταγωνιστικό κόσμο όπου κυριαρχούν οι πολιτικές της μακροοικονομίας και των συμφερόντων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι διάφορες επαγγελματικές ομάδες προσπαθούν να δομήσουν και να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματός τους που το περιχαρακώνουν και πετυχαίνουν το διαχωρισμό του από άλλα 27. O Scott 28 στηρίζεται στο ανωτέρω δόγμα της νέο-βεμπεριανής προσέγγισης, για να εξηγήσει ότι, προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις που δημιούργησε η κοινωνία της γνώσης, η μαζικοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης που προέβαλε ως επιτακτική ανάγκη και ως η σημαντικότερη μορφή επένδυσης για την ανάπτυξη των κρατών και την εξασφάλιση υψηλά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, συνοδεύτηκε από την υποβάθμιση του ακαδημαϊκού επαγγέλματος. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το ακαδημαϊκό επάγγελμα διατρέχει ο φόβος και η συγκίνηση, παρακμή και πτωτική πορεία, καθώς οι καλύτερες μέρες του παρελθόντος έχουν παρέλθει μιας και οι μηχανισμοί ελέγχου και εξουσίας ακμάζουν, εμπορευματοποιώντας την γνώση και λεηλατώντας, το επιστημονικό και πολιτιστικό κεφάλαιο των μελών του που μέχρι πρότινος αποτελούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος. Τα νέα συστήματα λογοδοσίας και αξιολόγησης, οι νέες διοικητικές πρακτικές και ελέγχου που εκπορεύονται από τον κόσμο των επιχειρήσεων, περιορίζουν την αυτονομία 26 Σιάνου, Ε. Θεωρητική παράδοση της Κοινωνιολογίας των επαγγελμάτων. Ιωάννινα. Ανακτήθηκε στις 16/12/2015 από http://ecourse.uoi.gr/pluginfile.php/93773/mod_resource/content/3/%ce%95%ce%9d%ce%9f%ce%a4%ce%9 7%CE%A4%CE%91%204%CE%B7.pdf 27 Saks, M.(2012). Defining a profession: The Role of Knowledge and Expertise. Professions and Professionalism. v.2,no1, pp.4. 28 Scott, P. (2006). The academic profession in knowledge society. Kingston University, pp. 19-30. Portland Press Ltd. [13]
τους και από υπερήφανοι Καθηγητές «ελίτ Πανεπιστημίων» μετασχηματίζονται σε «εργάτες γνώσης» ακαδημαϊκού προλεταριάτου. Συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι η νέα αυτή ομάδα των «εργατών της γνώσης», αποτελεί το προϊόν της μαζικής Ανώτατης Εκπαίδευσης όχι μόνο με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αλλά και με τη συμβολική διότι ενσαρκώνουν τα χαρακτηριστικά της «κοινωνίας της γνώσης», μέσα στην οποία τα μέλη του ακαδημαϊκού επαγγέλματος προσπαθούν ν αναπτύξουν την εφευρετικότητά τους, να καταστούν δημιουργικοί αναλαμβάνοντας επιχειρηματικές δραστηριότητες. Επίσης, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το θέμα της μαζικοποίησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, καθώς ως πολιτική συνοδεύεται από ουσιώδεις αλλαγές στα Πανεπιστήμια, με θετικές και αρνητικές συνέπειες. [14]
2. ΣΧΕΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗ i. Από τον μορφωμένο ερασιτέχνη στον εξειδικευμένο επιστήμονα Η ιστορική αναδρομή του ακαδημαϊκού επαγγέλματος συνιστά βασική παράμετρο, που αφορά στην εμβάθυνση και κατανόηση της δομής του. Το Πανεπιστήμιο αποτελεί «σκαλοπάτι» πριν την είσοδο κάποιου στην εργασιακή ζωή και για το λόγο αυτό, ενδεχομένως, το εν λόγω επάγγελμα, εμφανίζεται σαφώς πιο «ισχυρό» και «σημαντικό», ως προς το ρόλο, που διαδραματίζει στην έρευνα και δημιουργία νέας γνώσης, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο και την πεποίθηση ύπαρξης, υψηλού κύρους που ιστορικά του προσδίδεται. Η ιστορική εξέλιξη του ακαδημαϊκού επαγγέλματος είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορική εξέλιξη του Πανεπιστήμιου και την μετασχηματιστική πορεία, που αυτό ακολούθησε στο βάθος των αιώνων. Το εν λόγω επάγγελμα, εξελίχθηκε σε άρρηκτη σύζευξη 29 με το πανεπιστήμιο, που γεννήθηκε στη Μεσαιωνική Ευρώπη τον 12 ο αιώνα και ακολούθησε, εξελικτική πορεία, αρχικά από τα σχολεία των πόλεων, μετεξελίχθηκε σε studium generale 30, για να καταλήξει σε αυτόνομη ιδιωτική επιχείρηση λογίων και να ονομαστεί Πανεπιστήμιο, του οποίου η λειτουργία, εξαρτιόταν από τη σφραγίδα έγκρισης της εκκλησίας ή του αυτοκράτορα. Τα πρώτα Πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στη Μπολόνια το 1086 και στο Παρίσι το 1095. Στη συνέχεια, μεταξύ του 1200 και 1215 ιδρύονται και άλλα μεταξύ των οποίων είναι και αυτά της Οξφόρδης, του Μονπελιέ κλπ. 31 με σκοπό τη διδασκαλία μιας μικρής ελίτ φοιτητών. Στην επιτέλεση αυτού του σκοπού αναλάμβαναν οι λόγιοι, που εξυπηρετώντας τις ανάγκες της άρχουσας τάξης, παρείχαν στους φοιτητές τις απαιτούμενες γνώσεις, για την περαιτέρω εξέλιξη της 32. Τα Ανώτατα Ιδρύματα του Μεσαίωνα, κατά τον 13 ο αιώνα είχαν συντεχνιακό 33 χαρακτήρα και οι Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι ήταν μόνο κληρικοί, 34 πνευματικά καλλιεργημένοι άνθρωποι με υψηλό επίπεδο ευρυμάθειας, εξ ολοκλήρου αφοσιωμένοι στην υπεράσπιση των συμφερόντων 29 30 31 32 33 34 Χιωτάκης, Σ. (1998). Για μια κοινωνιολογία των ελευθέριων επαγγελμάτων. Αθήνα: εκδόσεις Οδυσσέας, σ. 91 Σύμφωνα με την Ηλιάδη ο όρος stadium generale χρησιμοποιήθηκε στο τέλος του 12 ου αιώνα και στις αρχές του 13 ου αιώνα υποδηλώνοντας όχι το κτιριακό συγκρότημα στο οποίο διδάσκονταν οι επιστήμες της εποχής εκείνης αλλά τον τόπο, την πόλη όπου συγκεντρώνονταν οι φοιτητές από όλη την Ευρώπη «Ανακτήθηκε από: http://www.matia.gr/7/78/7806/7806_2_03.html [πρόσβαση: 5/2/2015]. Ράσης, Σ. (2004). Τα Πανεπιστήμια χθες και σήμερα. Συμβολή στην Ιστορία της Εκπαίδευσης: Η Αγγλοσαξωνική Εμπειρία, Αθήνα: εκδόσεις: Παπαζήση, σ.15. Ράσης, Σ. (2010). Το ακαδημαϊκό επάγγελμα: Από τη λογιοσύνη στην εμπορευματοποίηση της γνώσης. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών,ΙΕ(59), σελ. 9. Mellers, B. A. (2000). Choice and the relative pleasure of consequences. Psychological Bulletin, 50(2), 49-52. Ο όρος «συντεχνία» απαντάται τον Μεσαίωνα τον 12 ο αιώνα για να προσδιορίσει την ομάδα των ατόμων η οποία διακατέχονταν από τη συνείδηση της ομοιογένειας και της αλληλεγγύης με σκοπό την προώθηση των συμφερόντων της δομής που εκπροσωπούσε και την εξασφάλιση δικών της προνομίων. Στην περίπτωση του Πανεπιστημίου αφορά στον εκκλησιαστικό πληθυσμό δηλ. τους κληρικούς που προωθούσαν τα συμφέροντα της εκκλησίας στο Renaut, A. (2002). Οι επαναστάσεις του Πανεπιστημίου. Δοκίμιο για τη νεωτερικότητα της Παιδείας, Αθήνα: εκδόσεις: Gutenberg σελ. 100-101 Renaut, A. (2002). Οι επαναστάσεις του Πανεπιστημίου. Δοκίμιο για τη νεωτερικότητα της Παιδείας, Αθήνα: εκδόσεις: Gutenberg, σ.101 [15]
της εκκλησίας, την προώθηση του θεολογικού πνεύματος, την αναπαραγωγή της θεοκρατικής κοινωνίας και την προαγωγή της σχολαστικιστικής γνώσης. Χρησιμοποιούσαν ως μέσο, για την επίτευξη των ανωτέρω, τα προσαρμοσμένα προς αυτή την κατεύθυνση, προγράμματα σπουδών, τα οποία με τη σειρά τους υπέκειντο σε αυστηρό θεολογικό έλεγχο. 35 Η ιστορική περίοδος όμως της Αναγέννησης, κατά την οποία συντελείται η ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ο ανθρώπινος νους ερμηνεύει τον κόσμο και χρονολογείται από τα μέσα του 14 ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 16 ου αιώνα, επέφερε σημαντικές αλλαγές, μεταξύ άλλων και στην πνευματική ζωή της Ευρώπης. Στάθηκε πολέμιος του στείρου μεσαιωνικού σχολαστικισμού, της αποδοχής της αδιαμφισβήτητης αλήθειας με κύριους εκφραστές της λόγιους, επιστήμονες και καλλιτέχνες, εκτός των πυλών των Πανεπιστημίων, οι οποίοι ξεκίνησαν την προσπάθεια αποδέσμευσης της κοινωνίας από την εκκλησία με σκοπό τη δημιουργία ενός κόσμου νέου και προσαρμοσμένου στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Ωστόσο, τα Πανεπιστήμια αρνούνται να ενστερνιστούν το αναγεννησιακό πνεύμα και να συμβάλλουν στην αναζήτηση και προώθηση της νέας γνώσης, εμμένοντας δέσμια φορείς του σχολαστικισμού και εξυπηρετητές των αναγκών της εκκλησίας και της αριστοκρατικής κοινωνίας. 36 Οι αλλαγές στα μεσαιωνικά Πανεπιστήμια ξεκίνησαν, με αργούς ρυθμούς τον 16 ο αιώνα, ως συνέπεια, των ευρύτερων αλλαγών, που σημειώθηκαν εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων που ταλάνισαν την Ευρώπη, της εμφάνισης του προτεσταντικού κινήματος, καθώς περιήλθαν «στην άμεση δικαιοδοσία της κοσμικής εξουσίας του ηγεμόνα της περιοχής ή της τοπικής αυτοδιοίκησης» 37. Τα νέα προτεσταντικά Πανεπιστήμια, που ιδρύθηκαν στην αρχή λειτούργησαν με βάση στα μεσαιωνικά πρότυπα. Στην πορεία ωστόσο, και προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης, αναμορφώθηκε το περιεχόμενο των σπουδών τους προσαρμόζοντάς το, στις ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνίας, «γεννώντας» πολίτες σύμφωνα με το «αναγεννησιακό ιδεώδες της προβολής και της ατομικότητας» 38. Η πίστη στο φαινόμενο της αυθεντίας των πανεπιστημιακών λογίων, που επικρατούσε την περίοδο του μεσαίωνα, τέθηκε υπό αμφισβήτηση καθιστώντας σαφή την αδυναμία τους, στην επιτυχή μετάδοση της νέας γνώσης. Σε αυτό, συνέβαλε και το γεγονός, ότι τα Πανεπιστήμια δεν είχαν να παρουσιάσουν κάποιο σπουδαίο επίτευγμα, σε αντίθεση με ότ,ι συνέβαινε στις επιστημονικές Ακαδημίες 39. Η συμπόρευση του Πανεπιστημίου με την κοινωνία, ξεκινάει στα 35 Ράσης, Σ. (2010). Το ακαδημαϊκό επάγγελμα: Από τη λογιοσύνη στην εμπορευματοποίηση της γνώσης. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, ΙΕ(59), 10 36 Ράσης, Σ. (2010) ό.π., σελ. 10-11 37 ό.π., σελ. 12 38 ό.π., σελ.13 39 Σύμφωνα με τον Κελπανίδη οι επιστημονικές Ακαδημίες αποτελούσαν εξειδικευμένες σχολές που οργάνωναν την έρευνα ανοίγοντας νέους δρόμους στην ανθρώπινη πρόοδο. Στο τέλος του 18 ου αιώνα ιδρύθηκαν πολλές εξειδικευμένες σχολές εκτός [16]
τέλη του 17 ου αιώνα, με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών της, την ανάπτυξή της και την πρόοδο του ανθρώπου 40. Ο ακαδημαϊκός χώρος, αφουγκραζόμενος τις ανησυχίες της εποχής, εγκαινίασε την ανανέωσή του, με την ίδρυση του προτεσταντικού Πανεπιστημίου της Halle το 1694 και έπειτα του Gottingen το 1734 41. Επίσης, την περίοδο αυτή παράλληλα με την επιστημονική πρόοδο, παρατηρείται και ο διαχωρισμός των μορφωμένων ερασιτεχνών, από τους εξειδικευμένους επιστήμονες, ιδιαίτερα στα Γερμανικά Πανεπιστήμια, που ήταν και τα πλέον ανταγωνιστικά εξαιτίας του μεγάλου αριθμού τους. Το ιδιαίτερο θεσμικό στοιχείο, που διαχώριζε τον μορφωμένο ερασιτέχνη από τον εξειδικευμένο επιστήμονα ήταν η διατριβή για υφηγεσία της οποίας ο κάτοχος δίδασκε στο Πανεπιστήμιο χωρίς καθηγητική έδρα, λαμβάνοντας ως μισθό το ποσό που συγκεντρώνονταν από την καταβολή των διδάκτρων όσων παρακολουθούσαν το μάθημά του. 42 «Για τους υφηγητές η ακαδημαϊκή τους εξέλιξη συνδεόταν άμεσα με την επιστημονική προσφορά τους και αυτή με τη σειρά της ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την προσωπική τους ταυτότητα και αυτοπεποίθηση: ο στόχος της ζωής τους ήταν η υπηρεσία στην επιστήμη» 43. Η επιστήμη, ως επάγγελμα έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, ιδίως στις προτεσταντικές κοινωνίες, οι οποίες εκλάμβαναν την μόρφωση ως ένα είδος θρησκείας 44. Οι νέες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες της περιόδου του 19 ου αιώνα, συμβάλλουν στην απαρχή της δόμησης της επαγγελματικής ταυτότητας των Καθηγητών Πανεπιστημίου, οι οποίοι με τη σειρά τους θα μυήσουν τους φοιτητές στην έρευνα για την αναζήτηση της αλήθειας με γνώμονα την απόλυτη πίστη στην ανθρώπινη λογική 45. Η εκπαίδευση, προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την νέα κατάσταση επιβάλλεται «να αναθεωρήσει τον προσανατολισμό της και να επαναπροσδιορίσει τους στόχους της» 46. ii. Χουμπολντιανό «παράδειγμα» Το βερολινέζικο ίδρυμα του Wilhelm Von Humboldt το 1809, αποτέλεσε τη βάση για την αναδιοργάνωση του ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου συνθέτοντας την εικόνα της «ενότητας της των πανεπιστημίων όπως Ιατρικές, Κτηνιατρικές, Καλλιτεχνικές, Σχολές Μηχανικών, Αξιωματικών κλπ. Κελπανίδης, Μ. (2002). Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Θεωρίες και Πραγματικότητα, Αθήνα: εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, σ.162 40 Ράσης, Σ. (2010). Το ακαδημαϊκό επάγγελμα: Από τη λογιοσύνη στην εμπορευματοποίηση της γνώσης. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών,ΙΕ(59), 14 41 Renaut, A. (2002). Οι επαναστάσεις του Πανεπιστημίου. Δοκίμιο για τη νεωτερικότητα της Παιδείας, Αθήνα: εκδόσεις: Gutenberg, σ.145 42 Κελπανίδης, Μ. (2002). Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Θεωρίες και Πραγματικότητα, Αθήνα: εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, σ.164 43 Κελπανίδης, Μ. (2002) ό.π., σελ. 164 44 ό.π., σελ. 165 45 Ράσης, Σ. (2010). Το ακαδημαϊκό επάγγελμα: Από τη λογιοσύνη στην εμπορευματοποίηση της γνώσης. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, ΙΕ(59), 14 46 Ράσης, Σ. (2010) σ. 15 [17]
διδασκαλίας και έρευνας» 47. Η συγκέντρωση και η προαγωγή της επιστημονικής γνώσης επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την έρευνα και με την ενεργή επέμβαση των φοιτητών, που τους μεταδίδεται έχοντας ως στόχο την «επιστημονική τους καλλιέργεια πάρα την επαγγελματική προετοιμασία» 48. Για τον Humboldt η γνώση αποτελούσε ένα ενιαίο οργανικό σύνολο 49 και οι διάφορες γνωστικές περιοχές έπρεπε να κατέχουν ισότιμη θέση 50 στα προγράμματα σπουδών των Πανεπιστημίων και να μην αποκλείεται καμία. Σύμφωνα με την χουμπολντιανή παράδοση το Πανεπιστήμιο όφειλε να παραμείνει ένας μορφωτικός χώρος και όχι ίδρυμα έρευνας και επαγγελματικής εκπαίδευσης, οι φοιτητές να αντιμετωπίζονται ως «μαθητευόμενοι ερευνητές» που ελεύθερα επιλέγουν διαλέξεις και σεμινάρια ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους και το ακαδημαϊκό προσωπικό να εργάζονται απρόσκοπτα και αδέσμευτα από κάθε είδους πολιτικοοικονομικές πιέσεις, υπηρετώντας πάνω απ όλα την επιστήμη 51. Η καινοτομία της εποχής με τη προαγωγή της γνώσης μέσω της έρευνας μετασχημάτισαν ριζικά το ακαδημαϊκό έργο και κατ επέκταση και το ακαδημαϊκό επάγγελμα που μέχρι πρότινος έμενε αγκυλωμένο στις επιταγές που επέβαλλε η εκκλησία και η άρχουσα αστική τάξη. Εγκαινιάζεται το «δίπολο λογιοσύνη και επιστημονική έρευνα [ ] που θα γίνει το επαγγελματικό ζητούμενο του ακαδημαϊκού δασκάλου, αφενός μέσω της διεύρυνσης του Προγράμματος Σπουδών, αφετέρου μέσω της εισαγωγής της έρευνας ως βασικής συνιστώσας του ακαδημαϊκού έργου [ ]» 52. Ο Humboldt θεωρούσε ότι ο χωρισμός της έρευνας από τη διδασκαλία αποτελεί επικίνδυνη υπόθεση και ως εκ τούτου ήθελε να δημιουργηθεί ένα ίδρυμα γενικής επιστημονικής μόρφωσης παρά να συνεχιστεί η πρακτική επαγγελματικής προετοιμασίας των κληρικών, ιατρών, νομικών και κρατικών λειτουργών. Ο ίδιος οραματίστηκε τη σχέση πανεπιστημιακού δασκάλου και φοιτητών όχι συρρικνωμένη στο δίπολο «παροχής γνώσης-πρόσληψη αυτής» αλλά ως σχέση στενής συνεργασίας ώστε οι δεύτεροι να εργάζονται για την ανακάλυψη και την προαγωγή νέας γνώσης, που θα τους επιτρέψει την είσοδο στον κόσμο των ιδεών και τη συμμετοχή τους στην πρωτογενή επιστημονική έρευνα που θα οδηγήσει στη πνευματική και ηθική πρόοδο της κοινωνίας. Γνώριζε ότι για να λάβει το όραμά του σάρκα και οστά απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η οικονομική αυτάρκεια και ανεξαρτησία του Ιδρύματος, ώστε να μην 47 Κελπανίδης, Μ. (2002). Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Θεωρίες και Πραγματικότητα, Αθήνα: εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, σ.180 48 Σιάνου-Κύργιου, Ε. (2010). Από το Πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας. Όψεις των κοινωνικών ανισοτήτων, Αθήνα: εκδόσεις: Μεταίχμιο, σ.22 49 Σιάνου-Κύργιου, Ε. σ.22 50 Ράσης, Σ. (2010). Το ακαδημαϊκό επάγγελμα: Από τη λογιοσύνη στην εμπορευματοποίηση της γνώσης. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών,ΙΕ(59), σ. 16 51 Ζμάς, Αρ. (2007). Παγκοσμιοποίηση και Εκπαιδευτική Πολιτική. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 112 52 Ράσης, Σ. (2010), ό.π. σ. 17 [18]
εξαρτάται άμεσα από το κράτος. 53 Κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα το πρότυπο αυτού του Πανεπιστημίου άσκησε τη γοητεία του και επέδρασε σημαντικά στην εκπαιδευτική ζωή του Δυτικού κόσμου. Επιπροσθέτως, με την ανατολή του 20 ου αιώνα τα αγγλοσαξονικά Πανεπιστήμια και ειδικότερα αυτά της Βρετανίας αλλά και των ΗΠΑ 54 έπρεπε να απαντήσουν στις ανάγκες της κοινωνίας προετοιμάζοντας ικανό ανθρώπινο δυναμικό. Συνεπώς ο Καθηγητής θα πρέπει να είναι «αφοσιωμένος στο επιστημονικό και διδακτικό έργο του και προσανατολισμένος στην κοινωνική προσφορά» 55. Σταδιακά και από τον 20 ο αιώνα συντελείται η επαγγελματοποίηση των ακαδημαϊκών όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, με το επάγγελμα να αποκτά τα δικά του χαρακτηριστικά, να συγκροτεί την ταυτότητά του. «Το αποδεικνύει κατ αρχήν, η συστηματοποίηση των σπουδών τους και η εξειδίκευσή τους σε συγκεκριμένους κλάδους, που αντανακλούν τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν πλέον τις απαιτήσεις του ακαδημαϊκού έργου. Το πιστοποιεί, η συγκρότησή τους σε εθνικές και επιστημονικές ενώσεις και η επιθυμία τους να παράγουν και να προάγουν τη νέα γνώση σε επικοινωνία με τους συναδέλφους τους μέσα από εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά και βιβλία, [ ] το τεκμηριώνει η καθιέρωση ιδιαίτερου κώδικα επαγγελματικής ηθικής, στη βάση της οποίας διαμορφώνεται στο εξής ο επαγγελματικός τους ρόλος, που φέρνοντάς τους πολλές φορές στο εξής, αντιμέτωπους με τα συμφέροντα των οικονομικών κύκλων και της πολιτικής εξουσίας, δημιουργεί ανυπέρβλητα, κάποτε, εμπόδια στην άσκηση του ακαδημαϊκού τους έργου» 56. Όμως, το Χουμπολντιανό όραμα του ελεύθερου πνευματικού δασκάλου συνάντησε εμπόδια σε παγκόσμιο επίπεδο κατά την τελευταία δεκαετία του 19 ου αιώνα, οι ασκούντες το ακαδημαϊκό επάγγελμα από ελεύθερα επιστημονικά πνεύματα γίνονται αντικείμενο προσπαθειών χειραγώγησής τους από τους οικονομικούς και επιχειρηματικούς κύκλους που αναδύθηκαν την περίοδο της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οι αντιδράσεις των ακαδημαϊκών δασκάλων, που ακολούθησαν, ήταν έντονες, αλλά και η ανταμοιβή που ακολούθησε από τους πολέμιους του Χουμπολντιανού οράματος εξίσου σκληρή καθώς οι διωκόμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με βαριές κυρώσεις ακόμη και με απολύσεις. Ο Α παγκόσμιος πόλεμος αλλά και ο Β παγκόσμιος πόλεμος εξομάλυναν τις σχέσεις των Πανεπιστημιακών με την εξουσία, σε Ευρώπη και Αμερική καθώς τέθηκε η επιστημονική γνώση στη διάθεση των κυβερνήσεων προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της νίκης, παρότι από ηθικής πλευράς η χρησιμοποίησή της 53 Ράσης, Σ. (2004). Τα Πανεπιστήμια χθες και σήμερα. Συμβολή στην ιστορία της εκπαίδευσης: Η αγγλοσαξονική εμπειρία, Αθήνα: εκδόσεις: Παπαζήση, σ.141-142 54 Ράσης, Σ. (2004), ό.π. σ. 13 55 Ράσης, Σ. (2010). Το ακαδημαϊκό επάγγελμα: Από τη λογιοσύνη στην εμπορευματοποίηση της γνώσης. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών,ΙΕ(59), σ.19 56 ό.π. σ.20 [19]