ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑ. Του Συλλόγου των Υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης

Σχετικά έγγραφα
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑÏΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ KΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑÏΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ KATAΓΓΕΛΙΑ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 19ης Μαρτίου 2008

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρωτοφανής στην ιστορία του τόπου η μη εκπροσώπηση των

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 14ης Απριλίου σχετικά με τροποποιήσεις του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (CON/2011/36)

ECB-PUBLIC. 1 ΕΕ L 189 της , σ. 42.

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΎ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

No 17. ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ: Η ένταξη στο Ε.Τ.Ε.Α. η μόνη λύση!

ECB-PUBLIC. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 16ης Ιουνίου 2014 σχετικά με την αρμοδιότητα έκδοσης κερμάτων (CON/2014/56)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/2253(INI)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 12ης Μαρτίου σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων (CON/2013/17)

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Συντονισμός του Κυπριακού συστήματος Κοινωνικών ασφαλίσεων με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΘΕΜΑ: ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΟΝΟΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ Τ.Σ.Α.Υ.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του σωματείου Σύλλογος Συνταξιούχων Εμπορικής Τράπεζας που εδρεύει στην Αθήνα, Γ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 8.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Με το Ασφαλιστικό θέλουν να τελειώσουν και τους δημοσιογράφους

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

Αθήνα, #Οι νέες διατάξεις για τις Επικουρικές. Συντάξεις, µετά την ισχύ των Νόµων 3863/2010. και 3865/2010#

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Δεκεμβρίου 2010

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Δ.Ν. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου Ειδικοί Επιστήμονες: Γιάννης Κωστής, Έλενα Σταμπουλή, Τασούλα Τοπαλίδου

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 17ης Φεβρουαρίου 2017

ΟΙ ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2004 ΕΩΣ 2018 (Ν.183(Ι)/2004 & Ν.103(Ι)/2006 & 199(Ι)/2007 & 219(Ι)/2012&148(Ι)/2018)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

ΣΧEΔΙΟ EΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2119(INI)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

31987L0343. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/2275(INI)

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten

«Θεσμός εξασφάλισης των επενδυτών και υποστήριξης της αξιοπιστίας της αγοράς των επενδυτικών υπηρεσιών»

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Ι. Επί του ερωτήματος. ΙΙ. Επί των εφαρμοστέων διατάξεων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Άρθρο 1 Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση 1. Στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπάγονται όλα τα παρακάτω

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Κατευθυντήριες γραμμές. για την εξέταση. αιτιάσεων από τις ασφαλιστικές. επιχειρήσεις

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΙ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Αποτίμηση ασφαλιστικού. Ασφαλιστικές εισφορές από

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ * στην πρόταση της Επιτροπής για

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 17ης Μαρτίου 2016

ECB-PUBLIC. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 6ης Αυγούστου 2013 σχετικά με την ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (CON/2013/57)

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/2326(INI)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ 31/12/2015

Προς. Τον Υπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης. και Ανταγωνιστικότητας. Κ. Μ. Χρυσοχοΐδη. Κοινοποίηση. Υπουργό Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης

Υποβολή δήλωσης παρακρατούμενων φόρων από μισθωτή εργασία 2014

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 4/2018 Προσωρινή σύνταξη. Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 4499/2017

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Σχετ: Το από ηλεκτρονικό μήνυμά σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 1399/ ). Θέμα: Σ/Ν περί ενσωμάτωσης Οδηγίας 2004/113/ΕΚ.

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 21ης Ιουνίου 2019

Συχνές Ερωτήσεις / Απαντήσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 21ης Αυγούστου 2017

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Νομοθεσίες που ψηφίστηκαν στο πλαίσιο των Μέτρων Δημοσιονομικής Εξυγίανσης και αφορούν Μισθοδοσία, Συντάξεις και Κοινωνικές Ασφαλίσεις

Ι. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΚΛΑΔΩΝ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΚΕ - ΑΝΑΛΗΨΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αποτίμηση ασφαλιστικού. Ασφαλιστικές εισφορές από

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ 2013

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Transcript:

ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑ Του Συλλόγου των Υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης με αντικείμενο την παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από τις διατάξεις του Ν. 3655/2008 περί «διοικητικής και οργανωτικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και λοιπών ασφαλιστικών διατάξεων» * Το Σωματείο μας ιδρύθηκε το 1928 και εκπροσωπεί 2.602 μέλη που αντιστοιχούν στο 95% του συνολικού προσωπικού των 2.762 της Τραπέζης της Ελλάδος. Εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σίνα 16, ΤΚ 106 72) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και τον Γεν. Γραμματέα. Η παρούσα Αναφορά αφορά στην εκ της υπαγωγής του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος [ΤΣΠ-ΤΕ] στο Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών [ΙΚΑ-ΕΤΑΜ] και των συναφών υποχρεώσεών της, παραβίαση από το Ν. 3655/2008 και ειδικότερα από τα άρθρα 1 και 2 παρ. 4 και 8 (Παράρτημα 1) σειράς διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα των άρθρων 10, 101, και 108 της Συνθήκης ΕΚ, του κανονισμού ΕΚ/3603/93 του Συμβουλίου (Παράρτημα 2) καθώς και της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου σε συνδυασμό με το άρθρο 105 παρ. 4 της Συνθήκης (Παράρτημα 3). Η παραβίαση των ως άνω διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας υπονομεύει την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος [ΤΕ] και κατ επέκταση το γράμμα και το πνεύμα του Τίτλου VI της Συνθήκης ΕΚ περί Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής [ΟΝΕ], που βασίζεται στην ανεξάρτητη λειτουργία του Ευρωσυστήματος 1

των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών μελών, το οποίο υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας [ΕΚΤ] έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες και ευθύνες για την άσκηση της πολιτικής αυτής. 1. Πραγματικά περιστατικά Την 4 η Απριλίου 2008 ψηφίστηκε, κατά πλειοψηφία, από τη Βουλή των Ελλήνων ο Ν. 3655/2008 (ΦΕΚ A 58 της 3.4.2008) για την «Διοικητική και Οργανωτική Μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις». Αυτός, κατά το άρθρο 1, υπάγει, μεταξύ άλλων ταμείων, το ΤΣΠ-ΤΕ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στο οποίο και προβλέπει μεταφορά πόρων από τα καταργούμενα ταμεία (άρθρο 2). Σύμφωνα με το άρθρο 38 εδ. (δ) του καταστατικού της ΤΕ (Παράρτημα 4) που αποτελεί τμήμα διεθνούς σύμβασης και κυρώθηκε με το Ν. 3424/1927 (Παράρτημα 5), «οι διευθυνταί και οι υπάλληλοι της Τραπέζης λαμβάνουσι τον μισθόν αυτών, την σύνταξιν ή οιασδήποτε άλλας αμοιβάς υπό τους υπό του Γενικού Συμβουλίου τιθεμένους όρους...», ενώ το άρθρο 71 παρ. 1 προβλέπει ακόμα ότι για τον υπολογισμό των κερδών της ΤΕ αφαιρούνται από το ακαθάριστο ποσό, εκτός των άλλων, και τα ποσά που καταβάλλει η Τράπεζα για την πληρωμή των συντάξεων του προσωπικού της. Από τις διατάξεις αυτές γίνεται φανερό ότι η παροχή συντάξεων στο προσωπικό της ΤΕ βαρύνει εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό της, κατά ρητή απόκλιση από το κοινό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των μισθωτών που ασφαλίζονται σε διάφορους φορείς με ασφαλιστικές εισφορές των ιδίων και των εργοδοτών τους και όπου το ύψος των συντάξεων αποτελεί συνάρτηση αναλογιστικών μελετών. Η ιδιαίτερη αυτή εκ του νόμου μεταχείριση των υπαλλήλων της ΤΕ (το δικαίωμα δηλαδή σύνταξης από τον ίδιο τον εργοδότη χωρίς τη μεσολάβηση ασφαλιστικού οργανισμού) δεν είναι ούτε πρωτοφανής (απαντάται σε πολλά άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης [ΕΕ], όπως η Δανία, η Ιρλανδία,η Ολλανδία, κ.ά.), ούτε περίεργη, καθότι ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα των Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίες ασκούν αρμοδιότητες δημοσίου συμφέροντος (εκδοτικό προνόμιο, διαφύλαξη και διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, προστασία του νομίσματος, έλεγχος της πιστωτικής πολιτικής και όλων των εμπορικών 2

τραπεζών, εξασφάλιση των συστημάτων πληρωμών, κλπ) και μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), ως αναπόσπαστα τμήματα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών [ΕΣΚΤ], αποτελούν λειτουργικούς άξονες υλοποίησης της ΟΝΕ. Ενόψει των ως άνω λειτουργιών, είναι αναμφισβήτητο ότι η ΤΕ αποτελεί κρατικό φορέα του δημόσιου τομέα. Ο δημόσιος χαρακτήρας της ΤΕ εξηγεί εξάλλου και το γεγονός ότι, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 του Καταστατικού της είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με μορφή ανωνύμου εταιρίας, που επιβλήθηκε από το πρωτόκολλο της Γενεύης της 15.9.1927 (Παράρτημα 6), το οποίο αποτελεί την ιδρυτική της πράξη, έχει κατ επανάληψη νομολογηθεί και ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι η ΤΕ ενεργεί διοικητικές πράξεις, ασκεί δημόσια λειτουργία και αποτελεί, επομένως, κατά το λειτουργικό και ουσιαστικό κριτήριο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Δεν αμφισβητείται επίσης η υποχρέωση της ΤΕ να λειτουργεί και ως ασφαλιστικός φορέας για την παροχή συντάξεων στο προσωπικό της, ούτε η αξίωση των υπαλλήλων της να τους χορηγήσει τις συντάξεις αυτές. Από τη δεκαετία μάλιστα του 1980 υπήρξαν προσπάθειες, που έφτασαν και στο τελικό στάδιο χωρίς όμως να τελεσφορήσουν, για την κατάργηση του ΤΣΠ-ΤΕ (το οποίο σημειωτέον στελεχώνεται ανέκαθεν από υπαλλήλους της ΤΕ) και τη μετατροπή του σε εσωτερική υπηρεσία της ίδιας της ΤΕ (βλ. σχετικά έγγραφα - Παράρτημα 7). Η λύση αυτή θεωρείται περισσότερο συμβατή με την ανεξαρτησία της ΤΕ, ενώ η ύπαρξη του ειδικού ταμείου οφείλεται σε καθαρά ιστορικούς λόγους (βλ. γνωμοδότηση καθηγ. Γ. Καλλιμόπουλου - Παράρτημα 8). Η κατάσταση αυτή, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλά όλες οι εν τω μεταξύ νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τη συγχώνευση ασφαλιστικών ταμείων και τις μεταξύ τους σχέσεις, εξαίρεσαν πάντα ρητώς το ασφαλιστικό καθεστώς των υπαλλήλων της ΤΕ, το οποίο διατήρησε διαχρονικά την αυτονομία του. Αυτό μάλιστα υπογραμμίστηκε ακόμα περισσότερο και εντάθηκε μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τη λειτουργία του ΕΣΚΤ, στο οποίο συμμετέχει εξαρχής και η Ελλάδα. Ετσι, το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2076/1992, τα άρθρα 5, παρ. 2 και 6 του Ν. 3029/2002, τα άρθρα 57, παρ. 1, 58, 60 και 62, παρ. 1 του Ν. 3371/2005 καθώς και τα άρθρα 3, παρ. 2 και 92, εδ. α) του τελείως πρόσφατου Ν. 3601/2007 (Παράρτημα 9), περιέλαβαν πάντα πρόνοια διασφάλισης της πλήρους αυτονομίας του ΤΣΠ-ΤΕ, όπως έκανε και ο Ν. 3193/2003 που ρητά εξαίρεσε το ΤΣΠ-ΤΕ με το άρθρο 18. 3

Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει κατά καιρούς προταθεί και η σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενοποίηση των συνταξιοδοτικών συστημάτων των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ, με στόχο την ενίσχυση της συνοχής και της αυτονομίας του ΕΣΚΤ. Είναι προφανές ότι η θετική αυτή προοπτική και για το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα υπονομεύεται από την υπαγωγή του ΤΣΠ-ΤΕ στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ. Για τους λόγους αυτούς εκπλήσσουν έτι περαιτέρω οι διατάξεις του επίμαχου Ν. 3655/2008, οι οποίες παρέμειναν στο τελικό κείμενο παρά τις διεξοδικές παραστάσεις και εξηγήσεις των ενδιαφερομένων (βλ., μεταξύ άλλων, επιστολή του Συλλόγου των Υπαλλήλων της ΤΕ στην Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας Κα Φάνη Πάλλη-Πετραλιά της 11.2.2008 (Παράρτημα 10) και παρά τη σχετική από 19 Μαρτίου 2008 αυτεπάγγελτη Γνώμη της ίδιας της ΕΚΤ (CON/2008/13 - Παράρτημα 11), η οποία σαφώς διευκρινίζει γιατί οι διατάξεις αυτές θέτουν σε κίνδυνο την αναγκαία και προβλεπόμενη από τη Συνθήκη ανεξαρτησία του ΕΣΚΤ. Πρόσθετη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι, ακόμη και τις παραμονές της κατάθεσης του επίμαχου νομοσχεδίου στη Βουλή, πληροφορίες προερχόμενες από τον προηγούμενο αρμόδιο υπουργό κ. Β. Μαγγίνα, έφεραν το καθεστώς της εξαίρεσης να επιβιώνει, μετά μάλιστα και από συνεννόηση με τους επιτρόπους κ.κ. Αλμούνια και Σπίντλα (βλ. «Δέκα μεγάλες αλλαγές στο ασφαλιστικό» Η Καθημερινή 3.2.2008 Παράρτημα 12). Παρά το ότι οι υπάλληλοι της ΤΕ, όπως άλλωστε και η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, δεν ζητούν να εξαιρεθούν από τις γενικότερες ασφαλιστικές ρυθμίσεις της χώρας, πιστεύουν ότι οι διατάξεις του Ν. 3655/2008 που τους αφορούν, χωρίς να προσφέρουν τίποτα και αντιθέτως αυξάνοντας την επιβάρυνση του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, θέτουν ταυτόχρονα σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της ΤΕ και κατ επέκταση την αυτονομία του ΕΣΚΤ που εγγυάται η Συνθήκη της ΕΚ. Ο νόμος, με την ένταξη του ΤΣΠ-ΤΕ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αφαιρεί παντελώς τον έλεγχο και τη διαχείριση του ενεργητικού του ταμείου από την ΤΕ. Κατά συνέπεια, η ΤΕ δεν είναι πλέον σε θέση να διασφαλίζει την καταβολή των συντάξεων στο προσωπικό της, εφόσον η υποχρέωση αυτή δεν θεωρείται πια καθήκον της και βαρύνει του λοιπού αποκλειστικά το Ελληνικό Κράτος. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι Εργαζόμενοι στην ΤΕ αναγκάζονται να υποβάλουν την παρούσα Αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε συνέχεια της από 4

22.04.2008 Καταγγελίας τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως θεματοφύλακα της κοινοτικής νομιμότητας, αλλά και στην ΕΚΤ ως εγγυητή της αυτονομίας και ανεξαρτησίας του Ευρωσυστήματος, και επιφυλάσσονται να πράξουν τα δέοντα και στα πλαίσια της εθνικής έννομης τάξης, μόλις πληρωθούν οι τυπικές προϋποθέσεις. Στον αγώνα τους αυτό έχουν τη συμπαράσταση του συνόλου των 27 Συνδικαλιστικών Ομάδων που έλαβαν μέρος στον Κοινωνικό Διάλογο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ESCB) στις 17 και 18 Απριλίου 2008 στην Φρανκφούρτη, αναφορικά με την κατάσταση στην Τράπεζα της Ελλάδος (Παράρτημα 15). Με την Διακήρυξη αυτή, οι Συνδικαλιστικές Ομάδες όλων των Κρατών-Μελών της Ε.Ε. υποστηρίζουν με σθένος τις ενέργειες του Συλλόγου Υπαλλήλων της Τράπεζας Ελλάδος σε εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπρόσθετα, το σωματείο που απευθύνει την παρούσα Αναφορά έχει τη συμπαράσταση της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΤΟΕ) και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), δηλαδή των δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας συνδικαλιστικών οργανώσεων των οποίων το σωματείο είναι μέλος. 2. Νομική βάση Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ο επίμαχος Ν. 3655/2008 (εφεξής «ο νόμος»), αποβλέπει στη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως λόγω της σοβαρής επιδείνωσης της σχέσης μεταξύ ασφαλισμένων και συνταξιούχων, που συντελεί στη δημιουργία ελλειμμάτων τα οποία θα κληθούν ενδεχομένως να καλυφθούν από κρατικές επιχορηγήσεις. Ο νόμος επιχειρεί διοικητική μεταρρύθμιση με τη δραστική μείωση των υφισταμένων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, που είναι σήμερα 155, σε 13, την προσαρμογή ορισμένων όρων συνταξιοδότησης και την εισαγωγή σειράς θεσμικών αλλαγών. Στο πρώτο μέρος του νόμου ρυθμίζονται τα περί ενοποίησης των ταμείων, περιλαμβανομένου του ΤΣΠ-ΤΕ το οποίο εντάσσεται, μαζί με άλλα ταμεία, στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ενώ το δεύτερο μέρος αφορά σε λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις. Ενδιαφέρει κυρίως εδώ η ενοποίηση των Ταμείων προκειμένου να περιοριστεί η πολυδιάσπαση του συστήματος, να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακος, να υπάρξει δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου και εποπτείας, να ξεπεραστούν διοικητικές και οργανωτικές δυσχέρειες και να μειωθεί το διοικητικό και λειτουργικό κόστος. Βάσει 5

της λογικής αυτής εντάσσεται και το ΤΣΠ-ΤΕ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, [ενέργεια όμως που δεν δικαιολογείται καθότι το ΤΣΠ-ΤΕ είναι διοικητικά και οργανωτικά αυτόνομο, ενώ το λειτουργικό του κόστος αναλαμβάνει η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος.] Επειδή η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες υψηλού κινδύνου σχετικά με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού της συστήματος, η γενική φιλοσοφία του νόμου δεν αμφισβητείται. Εξαρχής, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υποχρέωση της ΤΕ να παρέχει η ίδια, με ειδικό ταμείο, τις συντάξεις στο προσωπικό της βάσει του άρθρου 38 του Καταστατικού της δεν μπορεί να καταργηθεί από τον κοινό νομοθέτη. Πράγματι, το Καταστατικό της ΤΕ, ως παράρτημα διεθνούς συμβάσεως κυρωθείσης με νόμο, έχει αυξημένη τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, και απαιτεί επιπλέον απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων. Τούτο όμως αποτελεί περισσότερο θέμα της εθνικής εννόμου τάξεως, το οποίο μαζί με τον συνταγματικό ή μη χαρακτήρα του Ν. 3655/2008 θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μόνο μετά την έκδοση των πρώτων πράξεων εφαρμογής, διότι το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει αυτοτελή και ευθεία προσφυγή κατά διατάξεων τυπικού νόμου. Η κατάσταση αυτή υπονομεύει, όπως ήδη ελέχθη, την αυτονομία της ΤΕ αλλά και την προοπτική θέσπισης κοινού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΣΚΤ. Και αν ακόμα υποστήριζε κάποιος ότι η αναγκαία ανεξαρτησία της ΤΕ και κατ επέκταση του ΕΣΚΤ μπορεί να εξασφαλιστεί με συγκεκριμένες εγγυήσεις στα πλαίσια του κρατικού φορέα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ούτε αυτό έχει προβλεφθεί στον επίμαχο νόμο. Ζήτημα παραμένει, πάντως, η δια νόμου τροποποίηση του Καταστατικού της ΤΕ, που καλύπτεται από διεθνή συνθήκη και έχει συμπεριληφθεί ως τέτοιο στην ιδρυτική πράξη του ΕΣΚΤ, που αποτελεί ενέργεια δυνάμενη να υπονομεύσει από μόνη της την ανεξαρτησία της ΤΕ και κατ επέκταση την εν γένει λειτουργία του ΕΣΚΤ. Εξ άλλου, μείζον πρόβλημα δημιουργείται από το άρθρο 2, παρ. 4 του νόμου, το οποίο ορίζει, εν συνεχεία της ενοποίησης των ταμείων, ως πόρους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εκείνους που προέρχονται από τα εντασσόμενα ταμεία και ειδικότερα τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, τα έσοδα από κοινωνικούς πόρους, τις προσόδους από την εκμετάλλευση της περιουσίας των κατ ιδίαν ταμείων, την απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών τους, καθώς και κάθε άλλο έσοδο των ταμείων και κλάδων που εντάσσονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. 6

α) Παραβίαση του άρθρου 101 παρ. 1 της Συνθήκης Είναι φανερό ότι η επίμαχη ρύθμιση του νόμου βαίνει πολύ πέραν της απλής αναδιάρθρωσης και ενοποίησης των ταμείων και συνεπάγεται ειδικά για την ΤΕ την καταβολή ετησίως στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ποσού ίσου με το ύψος του ελλείμματος του ΤΣΠ-ΤΕ, το οποίο είχε προσδιοριστεί την 31 η Δεκεμβρίου 1992 σε 23 εκατομμύρια Ευρώ επί δεκαπέντε χρόνια, δηλαδή σε 345 εκατομμύρια Ευρώ συνολικά. Το άρθρο 101 παρ. 1 της Συνθήκης προβλέπει ότι «απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ ή από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών [...] προς κεντρικές κυβερνήσεις [...] ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου [...]». Ο συνδυασμός των άρθρων 1 και 2 παρ. 4 του νόμου υποχρεώνει την ΤΕ να καταβάλλει ετησίως στον κρατικό φορέα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σημαντικά ποσά για δραστηριότητες καλυπτόμενες από το Κράτος. Πλην όμως, τυχόν επιβολή σε μέλος του ΕΣΚΤ νομικής υποχρέωσης περί οικονομικής ενίσχυσης από ίδιους πόρους σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου για δραστηριότητες καλυπτόμενες από το Κράτος, είναι αντίθετη με το άρθρο 101 παρ. 1 της Συνθήκης (βλ. Γνώμη 27/2003 της 2ας Δεκεμβρίου 2003 κατόπιν ερωτήματος του Υπουργείου Οικονομικών της Αυστρίας - Παράρτημα 13). Το ΙΚΑ αποτελεί σαφώς οργανισμό δημοσίου δικαίου σύμφωνα με το Ν. 1846/1951 και μετονομάστηκε σε ΙΚΑ-ΕΤΑΜ όταν εντάχθηκαν στους κόλπους του αρκετοί συνταξιοδοτικοί φορείς στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος που συντελέστηκε βάσει του Ν. 3029/2002 (ΦΕΚ Α/160 της 11.7.2002), από τον οποίο είχε ρητώς εξαιρεθεί το ΤΣΠ-ΤΕ. Αλλωστε, με τον ίδιο νόμο (άρθρο 4) το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ χρηματοδοτείται από το κράτος με ποσά καθοριζόμενα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι η χρηματοδότηση αυτή φαίνεται να προσκρούει, ως προς την ΤΕ, και στο άρθρο 108 της Συνθήκης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα κατωτέρω. Περαιτέρω επιβαρυντικό στοιχείο, αυτή τη φορά για τον ίδιο τον κρατικό προϋπολογισμό, αποτελεί η παράγραφος 8 του ιδίου άρθρου 2 του νόμου, που προβλέπει ότι εντός εξαμήνου από την ένταξη των ταμείων (άρα και του ΤΣΠ-ΤΕ) στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ συντάσσεται, με ευθύνη του Υπουργείου Οικονομικών, ειδική οικονομική μελέτη, και εφόσον διαπιστωθούν ελλείμματα καλύπτονται από το Κράτος. Τούτο σημαίνει ότι το 1 δισεκατομμύριο Ευρώ που προβλέπεται για το σκοπό αυτό στο αποθεματικό της ΤΕ ενόψει και της μείωσης του προσωπικού της λόγω μεταφοράς αρμοδιοτήτων στην ΕΚΤ, δεν μπορεί πλέον να μεταφερθεί, με 7

αποτέλεσμα την πιθανή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού και κατ επέκταση του κοινωνικού συνόλου. Αυτό ενδέχεται να υπονομεύσει την οικονομική ανεξαρτησία της ΤΕ. Η ΕΚΤ υποστηρίζει διαρκώς με συνέπεια και επιμονή, τόσο στις εκθέσεις της για τη σύγκλιση όσο και σε γνώμες που απευθύνει στα κράτη μέλη, ότι ακόμα και αν μια εθνική κεντρική τράπεζα είναι πλήρως ανεξάρτητη σε λειτουργικό και θεσμικό επίπεδο, η γενικότερη ανεξαρτησία της μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο εάν δεν έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται η ίδια επαρκείς οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής της (βλ. Εκθεση της ΕΚΤ του Μαΐου 2007, σελ. 19, Γνώμες 9 και 10/2008 της 21 ης Φεβρουαρίου 2008, κατόπιν αντιστοίχων ερωτημάτων των Υπουργείων Οικονομίας της Γερμανίας και της Ιταλίας - Παράρτημα 14). Επιβαρυντική συνθήκη που υπογραμμίζει την άμβλυνση της ανεξαρτησίας της ΤΕ είναι και το ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου, η διοίκηση του ΤΣΠ-ΤΕ μετά την ένταξή του στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ θα αποτελείται από τέσσερα μέλη, δύο προερχόμενα από το δημόσιο τομέα, έναν εκπρόσωπο των ασφαλισμένων και έναν εκπρόσωπο των εργοδοτών προτεινόμενο από την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών [ΕΕΤ], δηλαδή χωρίς συμμετοχή εκπροσώπου της ΤΕ η οποία δεν είναι καν μέλος της ΕΕΤ. β) Παραβίαση του Κανονισμού ΕΚ/3603/93 του Συμβουλίου Στα πλαίσια του καθήκοντος που έχει από το άρθρο 237 (δ) της Συνθήκης να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των κεντρικών τραπεζών με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, η ΕΚΤ θεωρεί ότι ο νόμος περιέχει διατάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να υποχρεώσουν την ΤΕ να διενεργήσει συναλλαγές που θα συνιστούσαν επίσης παραβίαση του άρθρου 1, παρ.1, β) του κανονισμού (ΕΚ) 3603/93 του Συμβουλίου της 13.12.1993 (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σελ. 1) περί του προσδιορισμού των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της Συνθήκης και αφορούν στην αποφυγή υπέρμετρων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Πράγματι, η διάταξη αυτή του κανονισμού 3603/93 απαγορεύει κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων από τις κεντρικές τράπεζες. Η υποχρέωση όμως καταβολής του ποσού των 345 εκατομμυρίων Ευρώ σε 15 ετήσιες δόσεις των 23 εκατομμυρίων από την ΤΕ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, πέραν του ότι ελέγχεται αυτή καθεαυτή, όπως 8

προαναφέρθηκε, μπορεί να καταστεί έτι προβληματικότερη στην περίπτωση που το ΤΣΠ-ΤΕ δεν αντιμετωπίσει στο μέλλον το έλλειμμα που είχε προσδιοριστεί το 1992 και βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι ως άνω μεταφορές πόρων. Στην πιθανή αυτή περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 2 του νόμου θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 1 του κανονισμού 3603/93, διότι θα ευρισκόμεθα προ άμεσης χρηματοδότησης οργανισμού δημοσίου δικαίου (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) για την εκπλήρωση υποχρεώσεών του έναντι τρίτων (των λοιπών ασφαλισμένων πλην των υπαλλήλων της ΤΕ) από την ΤΕ. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, η ΕΚΤ θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τα άρθρα 237 (δ) και 230, τρίτο εδάφιο, να προσφύγει κατά της ΤΕ ενώπιον του ΔΕΚ προκειμένου να αποσοβήσει ενέργειες ικανές να υπονομεύσουν έμμεσα τις προνομίες της. γ) Παραβίαση του άρθρου 108 της Συνθήκης Η διάταξη αυτή, μαζί με εκείνη του άρθρου 36 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, επιβάλλει την πλήρη αυτονομία και ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών από κάθε υπόδειξη ή επηρεασμό που θα μπορούσε να προέλθει από κοινοτικά ή εθνικά όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Η ανεξαρτησία αυτή πλήττεται άμεσα και έντονα από το γεγονός ότι ο νόμος, σε αντίθεση με τα άρθρα 38, 71 και 74 του Καταστατικού της, απέκλεισε την ΤΕ από την προβλεπόμενη κανονικά συμμετοχή της στην απαιτούμενη νομοθετική διαδικασία για την τροποποίηση του Καταστατικού, που επηρεάζει το καθεστώς λειτουργίας της. Ο αποκλεισμός αυτός της ΤΕ από νομοθετική πράξη, η οποία, ανεξαρτήτως των άλλων παρατυπιών που υπέχει βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, αλλάζει σαφέστατα κρίσιμα στοιχεία του καθεστώτος που την διέπει, αποτελεί περιορισμό του ρόλου της ΤΕ και αδικαιολόγητο επηρεασμό κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, που περιορίζει -αν δεν παραβιάζει- την προβλεπόμενη από το άρθρο 108 της Συνθήκης ανεξαρτησία της (βλ. και προαναφερθείσα Γνώμη 9/2008 της ΕΚΤ). Η μη τήρηση της νόμιμης διαδικασίας αλλαγής του Καταστατικού της ΤΕ συνιστά προσβολή της επιβεβλημένης και εγγυημένης από τη Συνθήκη λειτουργικής ανεξαρτησίας της, τη στιγμή που η τυπική και ουσιαστική ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών-μελών του ΕΣΚΤ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ενταχθούν και να παραμείνουν σ αυτό. Σημειώνεται συναφώς ότι η 9

ΤΕ δεν είναι μόνον οργανισμός του δημόσιου τομέα, αλλά λειτουργεί πλέον σε ώσμωση με την ΕΚΤ, της οποίας αποτελεί εθνικό βραχίονα στα πλαίσια του ΕΣΚΤ. Τούτο σημαίνει ότι έχουν επέλθει ήδη και θα επέλθουν και στο άμεσο μέλλον σημαντικότατες αναδιαρθρώσεις του προσωπικού της ΤΕ με αιχμή τη μείωση του αριθμού αλλά και παράλληλη ενίσχυση της ειδίκευσης των στελεχών της. Συγχρόνως, έχουν αυξηθεί και θα αυξηθούν περαιτέρω οι αποσπάσεις μακράς διαρκείας εξειδικευμένων υπαλλήλων της ΤΕ στην ΕΚΤ, πράγμα που διευκολύνεται από τη δυνατότητα που τους δίνεται, όπως και στους συναδέλφους τους των άλλων κεντρικών τραπεζών, να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στα ταμεία της κεντρικής τράπεζας από την οποία προέρχονται. Η υπαγωγή του ΤΣΠ-ΤΕ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αναμένεται ότι θα δυσκολέψει πολύ, αν δεν ανατρέψει πλήρως, τη δυνατότητα της ΤΕ να προσλαμβάνει και να διατηρεί το αναγκαίο προσωπικό για την εκπλήρωση της αποστολής της, ιδιαίτερα στα πλαίσια του ΕΣΚΤ. Αυτό θα καταστεί ιδιαιτέρως εναργές από την εφαρμογή του νόμου την 1.8.2008, οπότε όλοι οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι της ΤΕ θα υπάγονται κατευθείαν στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Μία από τις βασικές εγγυήσεις, επομένως, της λειτουργικής αυτονομίας της ΤΕ είναι η αυτονομία των ασφαλιστικών της ταμείων, πράγμα που πλήττεται εντονότατα από τον επίμαχο νόμο. Πέραν όμως αυτών των σαφέστατα στρεβλωτικών αποτελεσμάτων, θα μπορούσε να τεθεί και το ζήτημα του κατά πόσο η αναγκαστική απόσπαση υπαλλήλων της ΤΕ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που θα προκύψει από την απορρόφηση του ΤΣΠ-ΤΕ, δεν αποτελεί καθεαυτή απειλή της αυτονομίας της ΤΕ. δ) Παραβίαση της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου σε συνδυασμό με τα άρθρα 10 και 105, παρ.4, 2 ο εδάφιο της Συνθήκης Η απόφαση αυτή προβλέπει την αναγκαία προηγούμενη διαβούλευση των κυβερνήσεων με τις αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες και με την ΕΚΤ για κάθε τροποποίηση, ανάκληση ή κατάργηση διατάξεων που σχετίζονται με το καθεστώς λειτουργίας των εθνικών κεντρικών τραπεζών και είναι δυνατό να περιορίσουν, να πλήξουν ή ακόμα και να επηρεάσουν την ουσιαστική και τυπική αυτονομία που απαιτεί το άρθρο 108 της Συνθήκης. Η ίδια υποχρέωση αίτησης της γνώμης της ΕΚΤ από τις εθνικές αρχές προβλέπεται από το άρθρο 105, παρ. 4 «για κάθε σχέδιο νομοθετικής ρύθμισης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της [...]». Δεν αμφισβητείται ότι τα ζητήματα που αφορούν στην ανεξαρτησία των μελών του 10

ΕΣΚΤ, του οποίου κορυφή και αναπόσπαστο τμήμα είναι η ΕΚΤ, αποτελούν θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Την υποχρέωση αυτή συνεργασίας τηρούν όλες οι κυβερνήσεις των κρατών μελών. Ενδεικτικό είναι εν προκειμένω ότι η ΕΚΤ έχει εκδόσει μέχρι σήμερα 181 γνώμες, από τις οποίες 179 κατόπιν αιτήματος των κυβερνήσεων των κρατών μελών. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι και στις 181 περιπτώσεις, οι εθνικές κυβερνήσεις έσπευσαν να συμμορφωθούν με τις γνώμες της ΕΚΤ. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν ζήτησε τη γνώμη της ΕΚΤ για την εν τοις πράγμασι τροποποίηση του Καταστατικού της ΤΕ σε τόσο σημαντικό ζήτημα όσο η ανεξαρτησία των ασφαλιστικών της ταμείων και κατ επέκταση η ίδια η αυτονομία της ελληνικής κεντρικής τράπεζαςμέλους του ΕΣΚΤ, αλλά δεν έδωσε καμία σημασία ούτε στην αυτεπάγγελτη Γνώμη της ΕΚΤ, η οποία επισημαίνει με σαφήνεια τους κινδύνους που εγκυμονούσε το τότε σχέδιο νόμου για την εύρυθμη λειτουργία του ΕΣΚΤ, και έφθασε εγκαίρως στα χέρια των υπευθύνων κυβερνητικών παραγόντων. Η παράλειψη της Ελληνικής κυβέρνησης να διαβουλευθεί εκ των προτέρων με την ΕΚΤ για τις παρενέργειες που θα μπορούσε να έχει ο ασφαλιστικός νόμος στην ανεξαρτησία και στη λειτουργική αυτονομία της ΤΕ, καθώς και η μη λήψη υπόψη εκ των υστέρων της σχετικής αυτεπάγγελτης Γνώμης της ΕΚΤ, στοιχειοθετούν αυτοτελή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου σε συνδυασμό με το άρθρο 105, παρ. 4 της Συνθήκης, αλλά και της γενικής διάταξης του άρθρου 10 της Συνθήκης περί της οφειλόμενης αμοιβαίας συνεργασίας εθνικής και κοινοτικής διοίκησης για την τήρηση της Συνθήκης και την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. ε) Το έννομο συμφέρον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ Είναι προφανές και δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή βάσει των άρθρων 226, 228 και 230 της Συνθήκης έχει τη διακριτική ευχέρεια να προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [ΔΕΚ] εθνικά νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα που έρχονται σε αντίθεση με τις Συνθήκες και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο. Η διακριτική αυτή ευχέρεια μετατρέπεται σε οιονεί υποχρέωση όταν οι σχετικές παραβιάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας είναι εξώφθαλμα βάσιμες και θεμελιωμένες και δεδομένου ότι το ενδιαφερόμενο σωματείο (όπως κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο) δεν έχει τη δυνατότητα να προσφύγει άμεσα στο ΔΕΚ. Η οιονεί 11

αυτή δέσμια αρμοδιότητα της Επιτροπής προκύπτει από την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα της κοινοτικής νομιμότητας. Βέβαια, το σωματείο που απευθύνει την παρούσα Αναφορά έχει τη δυνατότητα να προσφύγει για τους ίδιους λόγους ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων. Δεν διαφεύγει από το σωματείο και ότι ο εθνικός δικαστής αποτελεί το φυσικό δικαστή του κοινοτικού δικαίου. Στην παρούσα όμως περίπτωση, η προσφυγή αυτή δεν είναι δυνατό να ασκηθεί, όπως ήδη λέχθηκε, παρά μετά την έκδοση των πρώτων πράξεων εφαρμογής του επίδικου νόμου, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 1 αρχίζει να ισχύει από 1 ης Αυγούστου 2008. Το σωματείο έχει την πρόθεση να προσβάλει το νόμο και ενώπιον των ελληνικών διαστηρίων μόλις πληρωθούν οι δικονομικές προϋποθέσεις, επισημαίνει όμως ότι μόνη δυνατότητα να αποφευχθεί η επέλευση μη σύννομων αποτελεσμάτων είναι να κινήσει άμεσα η Επιτροπή τη διαδικασία του άρθρου 228 της Συνθήκης και μάλιστα κατεπειγόντως (μείωση τουλάχιστον των προθεσμιών ανταλλαγής παρατηρήσεων επί της επιστολής οχλήσεως και της αιτιολογημένης γνώμης, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά και το περιεχόμενο της παραβίασης είναι σαφή), ούτως ώστε αν η Ελληνική Κυβέρνηση εμμείνει, να φθάσει η προσφυγή της Επιτροπής στο ΔΕΚ πριν από την κρίσιμη ημερομηνία της 1 ης Αυγούστου 2008, οπότε και με αίτημα προσωρινών μέτρων να ζητηθεί από το ΔΕΚ η αναστολή εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων του νόμου μέχρις εκδόσεως της οριστικής απόφασης για την ουσία της υπόθεσης. Η παραπάνω αναφερόμενη Καταγγελία προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι επίσης απευθυντέα προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διότι θεωρούμε ότι το άρθρο 230, τρίτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 (δ) της Συνθήκης, της δίνουν τουλάχιστον δικαίωμα παρέμβασης υπέρ των αιτημάτων της προσφυγής της Επιτροπής στο ΔΕΚ για τους ίδιους λόγους. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 230, η ΕΚΤ μπορεί να προσφύγει στο ΔΕΚ «με σκοπό τη διατήρηση των προνομίων της» και κατά το 237 «διαθέτει έναντι των κεντρικών τραπεζών τις εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 226 έναντι των κρατών μελών». Βεβαίως, η προσφυγή σύμφωνα με το 230 αφορά στη νομιμότητα κοινοτικών μέτρων που θίγουν ενδεχομένως τα προνόμια της ΕΚΤ, ενώ σύμφωνα με το 237 μπορεί να κινηθεί εναντίον των κεντρικών τραπεζών και όχι των ιδίων των κρατών μελών. Στην παρούσα περίπτωση, έχουμε εθνικά νομοθετικά μέτρα τα οποία θίγουν τα προνόμια εθνικής κεντρικής τράπεζας. Το ότι τα προνόμια της ΕΚΤ, ως κεντρικού φορέα του ΕΣΚΤ, θίγονται από τον επηρεασμό της λειτουργικής αυτονομίας της ΤΕ πρέπει να 12

θεωρείται δεδομένο. Το να προσφύγει όμως εναντίον της ΤΕ θα ήταν στην παρούσα περίπτωση αλυσιτελές, εφόσον η τελευταία υποχρεώνεται να ενεργήσει εκ του νόμου εναντίον των προνομίων της. Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί ότι η εκ του άρθρου 237 δυνατότητα προσφυγής της ΕΚΤ ενώπιον του ΔΕΚ θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί με προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας επειδή έλαβε, χωρίς μάλιστα την απαιτούμενη διαβούλευση με την ΤΕ και την ΕΚΤ, τα επίμαχα μέτρα. Οι διατάξεις που αφορούν στο ΕΣΚΤ εφαρμόζονται για πρώτη φορά και ως εκ τούτου είναι δυνατό να υπάρξουν αμφισβητήσεις και αβεβαιότητες. Αξίζει όμως να επιχειρηθεί το μείζον, με διασταλτική ερμηνεία των σχετικών ρυθμίσεων, στο βαθμό που απειλούνται κρίσιμες προϋποθέσεις ασκήσεως της κοινής οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί, κατά τα προλεχθέντα, το έλασσον, που θα ήταν η αυτοτελής εκ μέρους της ΕΚΤ Καταγγελία στην Επιτροπή των παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου από την ελληνική νομοθεσία και η παρέμβασή της υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής στην προσφυγή της ενώπιον του ΔΕΚ, αλλά και ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων στις προσφυγές που ενδεχομένως θα ακολουθήσουν. Την ίδια στάση ευελπιστεί το Σωματείο που απευθύνει την παρούσα Αναφορά ότι θα υιοθετήσει και η Διοίκηση της ΤΕ, παρά την εμφανή πολιτική λεπτότητα του ζητήματος. 3. Αίτημα Επειδή η Αναφορά αυτή είναι σαφής, βάσιμη και θεμελιωμένη και επειδή η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από την Ελληνική Δημοκρατία με τη θέσπιση του νόμου 3655/2008 είναι κατάφωρη και επικίνδυνη για την ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ, της οποίας ακρογωνιαίο λίθο αποτελεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης και του ΕΣΚΤ, το σωματείο που απευθύνει την παρούσα Αναφορά αιτείται: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μέσω της Επιτροπής Αναφορών, να εξετάσει την Αναφορά και, αφού τη χαρακτηρίσει παραδεκτή, να συντάξει Έκθεση ή με άλλο τρόπο να πάρει θέση επί του θέματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των Άρθρων 191 και 192 παράγραφος 1 του Κανονισμού του και, ιδίως, να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή 13

Επιτροπή να παράσχει πληροφορίες και να ενημερώσει το Κοινοβούλιο σχετικά με τις ενέργειές της. Το αναφερόμενο σωματείο είναι στη διάθεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για κάθε διευκρίνιση, για την οποία παρακαλείσθε να απευθύνεστε στον πληρεξούσιο δικηγόρο κ. Νίκο Φραγκάκη, Εταιρία Δικηγόρων Σουριαδάκις, Φραγκάκης, Σκαλτσάς, Παντελάκης, (Κριεζώτου 6, 10671 Αθήνα, τηλ. 030 210 3626888, φαξ 030 210 3646641, nfrangakis@sfsplaw.gr). Αθήνα, 12 Μαΐου 2008 Για το Σύλλογο των Υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας Ιωάννης Γωζαδίνος Αριστομένης Γιαννακόπουλος 14