Ένα
Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που, σ ένα θέατρο του Παρισιού, ένας τριαντάχρονος νέος ονόματι Εντμόν Ροστάν ανέβασε τις περιπέτειες ενός ήρωα που έζησε στην πραγματικότητα δύο αιώνες νωρίτερα. Το όνομά του ήταν Σαβινιέν ντε Συρανό. 7
Όπως συμβαίνει συχνά με τα βιβλία, έτσι και τώρα αναρωτιόμαστε: ποιος είναι πιο συμπαθητικός και πιο γραφικός; Ο πραγματικός Συρανό, που γεννήθηκε τον 17ο αιώνα, ή το χάρτινο αντίγραφό του; Ε, λοιπόν, είναι και οι δύο πρόσωπα ιδιόρρυθμα, ευγενή και παλαβά. Εμείς θα σας πούμε για τον «λογοτεχνικό» Συρανό και, για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να ξεφυλλίσουμε τις σελίδες του βιβλίου του χρόνου προς τα πίσω, τετρακόσια ολόκληρα χρόνια: τα ρολόγια τρελαίνονται μέσα στο μυστήριο της λογοτεχνίας! Να μαστε, λοιπόν, στο θέατρο, στο παλάτι της Βουργουνδίας. Είμαστε στα 1640 και η κωμωδία μας, όπου να ναι, αρχίζει. Κυκλοφορεί ένα μεγάλο και πολύχρωμο πλήθος από αριστοκράτες και αθλίους, κλέφτες και στρατιώτες, κυρίες και λουλουδούδες. Βλέπουμε κατεργάρηδες νεαρούς ακόλουθους που με το φυσοκάλαμο πετάνε βελάκια στους θεατές της γαλαρίας. Σήμερα δε φυσάμε πια με το φυσοκάλαμο, ούτε ρίχνουμε με τη σφεντόνα, μα σας βεβαιώ, ήταν καταπληκτικό να 8
πετυχαίνεις την περούκα ενός κυρίου και να βλέπεις ψεύτικες τρίχες και ψείρες να τινάζονται στον αέρα. Έπειτα, υπάρχουν πωλήτριες αναψυκτικών και μεγαλοπρεπείς κυρίες. Οι πωλήτριες αναψυκτικών δε διαθέτουν κόκα κόλες αλλά άνθος αμυγδάλου, χυμό κίτρου, σιρόπι βατόμουρου. Τζογαδόροι ρίχνουν τα ζάρια καταγής, φρουροί με μουστάκια προσπαθούν να τους σταματήσουν, και αλαζόνες ευγενείς θέλουν να μπουν τσάμπα λέγοντας «δεν ξέρετε ποιος είμαι εγώ». Τα κλεφτρόνια παραμονεύουν για να βουτήξουν καμιά τσάντα. Ο κόσμος συζητά για τον ηθοποιό που από στιγμή σε στιγμή θα βγει στη σκηνή, τον διάσημο Μονφλερύ. Ένα σκέτο αγγούρι, που πιστεύει ότι είναι ποιος ξέρει τι. Σκεφτείτε τον πιο αντιπαθητικό και αλαζονικό άνθρωπο που γνωρίσατε ποτέ, πολλαπλασιασμένο επί δέκα. Μπαίνουν οι ευγενείς, και αρχίζουν να κοιτούν τις ωραίες κυρίες. Σχόλια και κουτσομπολιά διασταυρώνονται. Η όλη κατάσταση θυμίζει μια απ αυτές τις βαρετές επιδείξεις μόδας, όπου πάει κανείς για να μπορεί να πει «ήμουν κι εγώ εκεί». Μα, δε βρίσκονται όλοι εκεί από ματαιοδοξία. Υπάρχουν και αυτοί που αγαπούν το θέατρο και κάποιοι άλλοι που αγαπούν τις συναντήσεις που μπορεί να γίνουν στο θέατρο. Μπαίνει ο πρώτος 9
των πρωταγωνιστών της ιστορίας μας. Είναι ένας ωραίος νέος, ο Κριστιάν ντι Νεβιλέτ. Πρόκειται να καταταγεί σ ένα επίλεκτο σύνταγμα στρατιωτών και ξιφομάχων, τους Γασκόνους. Έχετε κάναν ωραίο φίλο, απ αυτούς που κοιτάζονται όλη την ώρα στον καθρέφτη; Ε, ο Κριστιάν είναι κάπως έτσι, είναι ωραίος, περήφανος και, καμιά φορά, είναι και λίγο βλάκας. Στο πλευρό του, με ρούχα κομψά αλλά ατημέλητα, ο φίλος του ο Λινιέρ. Βρομάει κρασί από δέκα μέτρα μακριά. Μοιάζει, με όλο τον σεβασμό δηλαδή, σαν να κατούρησαν πάνω του δέκα μεθυσμένα σκυλιά. Είναι από καλή οικογένεια και ξοδεύει ό,τι έχει και δεν έχει σε ακριβά κρασιά. Οι φλύαροι αριστοκράτες αρχίζουν να απαριθμούν όλα τα σημαντικά πρόσωπα που έχουν έρθει στο θέατρο. Περνούν τις παρούσες κυρίες από επιθεώρηση. Οι κυρίες ανταποδίδουν τα βλέμματα. Τι χαριτωμένη εκείνη, τι μουστάκες εκείνος, πόσο γέρασε αυτή, πόσο πάχυνε ο άλλος. Ο Κριστιάν, όμως, δε νοιάζεται για την παρέλαση των ωραίων κυριών, μα ψάχνει με το βλέμμα του μόνο μία. Κι όταν κάποιος κάνει έτσι, πά να πει πως την έχει δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα. Ενώ ο Κριστιάν περιμένει και ο Λινιέρ γκρινιάζει επειδή θέλει να πάει στο καπηλειό, μπαίνει ο Ραγκενό, ένας τύπος αλλόκοτος, μισός 10
ζαχαροπλάστης μισός ποιητής. Και πού είναι το απίστευτο σ αυτό τον συνδυασμό; Υπάρχουν γλυκά τόσο νόστιμα, που σας κάνουν να ονειρεύεστε όπως τα ποιήματα, και ποιήματα που δεν μπορείτε να σταματήσετε να γεύεστε, ακριβώς όπως τα γλυκά. Κι είναι απ τον Ραγκενό που ακούμε για πρώτη φορά να αναφέρεται ο Συρανό. Ο Ραγκενό τον αναζητά μέσα στην οχλαγωγία του θεάτρου, μα δεν τον βλέπει. «Τι περίεργο» λέει ο ποιητής-ζαχαροπλάστης. «Δε βλέπω τον φίλο μας, τον ντε Μπερζεράκ». «Και πού είναι το περίεργο;» ρωτάει ο Λινιέρ. «Μα, να, όπως ξέρετε, απόψε παίζει ο Μονφλερύ. Ο Συρανό σιχαίνεται αυτό τον ηθοποιό, τον θεωρεί έναν μέτριο και ματαιόδοξο καμποτίνο. 1 Γι αυτό και του απαγόρεψε να παίξει για έναν μήνα, και υποσχέθηκε πως αν τον δει πάνω στη σκηνή, αλίμονό του». Παρ ότι δε βλέπουμε ακόμα τον Συρανό, αρχίζουμε 1 Καμποτίνος, ηθοποιός μπουλουκιού, αλλά κι ο τιποτένιος που κάνει τον σπουδαίο. Σ.τ.Μ
να μαθαίνουμε μερικά πράγματα γι αυτόν. Ότι ο χαρακτήρας του δεν είναι καθόλου εύκολος. Ότι είναι σπουδαίος ξιφομάχος, ποιητής και λάτρης του καλού θεάτρου. Μα κυρίως, όπως μας λέει ο Ραγκενό, η εξωτερική του εμφάνιση είναι πραγματικά μοναδική. Έχει μια ιδιαιτερότητα που τον καθιστά αμέσως αναγνωρίσιμο. Κι αυτή είναι η μύτη του. Μια τεράστια, απαράμιλλη, εντυπωσιακή μυτόγκα. Αλίμονο, όμως, σ αυτόν που θα του το πει! Δεν αρέσει στον Συρανό να τον κοροϊδεύουν. Κι ενώ εμείς περιμένουμε γεμάτοι περιέργεια τον Συρανό και ο Λινιέρ φεύγει για το καπηλειό, να που καταφθάνει η γυναίκα που περιμένει ο Κριστιάν. Πρόκειται για τη Μανταλένα Ρομπέν, την επιλεγόμενη Ρωξάνη, εξαδέρφη του Συρανό. Με το που εμφανίζεται στο θεωρείο του θεάτρου, όλοι στενάζουν από θαυμασμό και φθόνο. «Είναι τρομακτικά όμορφη» λέει ο νεαρός γιος ενός μαρκησίου. Αλλά, απ όλες τις καρδιές, περισσότερο χτυπάει αυτή του Κριστιάν. Στο πλευρό της Ρωξάνης, είναι ένας κύριος ακατάδεκτος και κομψός. Ο κόμης ντε Γκις. Θυμόσαστε τον Μονφλερύ τον αντιπαθητικό; Ε, αυτός είναι ακόμα πιο αντιπαθητικός, απ αυτούς που τα μυαλά τους έχουν πάρει τόσο αέρα, που γύρω τους σηκώνεται ανεμοστρόβιλος. Ο Λινιέρ 12
λέει ένα άσχημο νέο στον Κριστιάν: η λατρευτή του Ρωξάνη είναι μνηστή ενός κυρίου ντι Βαλβέρ, ενός πάμπλουτου υποκόμη και προστατευόμενου του ντε Γκις. Ο Κριστιάν, ωραίος και βλαξ, τρελός από ζήλια, αποφασίζει στη στιγμή να προκαλέσει σε μονομαχία τον κύριο ντι Βαλβέρ. Εκείνη την εποχή, όταν μια γυναίκα άρεσε σε δύο άντρες, η λύση βρισκόταν γρήγορα με μια μονομαχία, παρ ότι συχνά δε ρωτούσαν καν τη γυναίκα ποιον απ τους δυο προτιμούσε. Αλλά ενώ ο Κριστιάν βιάζεται να ρίξει το γάντι στον Βαλβέρ, ανακαλύπτει ότι δεν έχει πια κανένα γάντι. Του τα χει βουτήξει ένας κλέφτης, ο Κριστιάν τον πιάνει, τον αρπάζει απ το αυτί και του το κάνει μακρύ σαν του λαγού. Αυτός ο παλιάνθρωπος, που πιάστηκε επ αυτοφώρω, του υπόσχεται πως αν δεν τον στείλει φυλακή, θα του αποκαλύψει σε αντάλλαγμα ένα μυστικό. Το μυστικό είναι το εξής: εκατό άντρες έχουν στήσει ενέδρα στον Λινιέρ και τον περιμένουν για να τον σκοτώσουν. Ο Κριστιάν, αν και τρελός από έρωτα για τη Ρωξάνη, πρέπει να την αφήσει για να βρει τον φίλο του τον Λινιέρ σε όποιο καπηλειό βρίσκεται και να τον προειδοποιήσει για τον κίνδυνο. 14