Ε Π Ι Σ Τ ΗΜΟ Ν Ε Σ Αϊνστάιν Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του Κείμενα: Φιλομήλα Βακάλη-Συρογιαννοπούλου Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης
Δραστηριότητες - Παιχνίδια: Άκης Μελάχρης Τυπογραφική διόρθωση: Νέστορας Χούνος Σελιδοποίηση - Μακέτα εξωφύλλου: Eυθύμης Δημουλάς 2016 ΕΚ ΟΣΕΙΣ «ΑΓΚΥΡΑ». Α. ΠΑΠΑ ΗΜΗΤΡΙΟΥ Α.Β.Ε.Ε. Λ. Κατσώνη 271 & Γ. Παπανδρέου, Άγιοι Ανάργυροι, Τ.Κ. 135 62 Τηλ.: 210 2693800-4, Fax: 210 2693806 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 - Αθήνα, Τ.Κ. 106 81 Τηλ.: 210 3837667, Fax: 210 3837066 e-mail: info@e-agyra.gr www.e-agyra.gr ISBN: 978-960-547-305-1 Χώρα προέλευσης: Ελλάδα Απαγορεύεται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
Κεφάλαιο 1 Σ την πόλη Ουλμ της Γερμανίας, την άνοιξη του 1879, 14 του μήνα Μάρτη, γεννήθηκε ο Αλβέρτος Αϊνστάιν. Ήταν το πρώτο παιδί της Παουλίνας και του Χέρμαν Αϊνστάιν, ιδιοκτήτη καταστήματος ηλεκτρικών ειδών. Με έγνοια μεγάλη, έκαμαν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να του εξασφαλίσουν μια καλή ζωή. Ο πατέρας αφοσιωμένος στη δουλειά πάσχιζε για την οικονομική άνεση και η μητέρα στο σπίτι, φρόντιζε για τις καθημερινές του ανάγκες. Υλικές και πνευματικές. Του έλεγε ιστορίες, του έπαιζε πιάνο και του τραγουδούσε. Έτσι, ο μικρός Αλβέρτος, μεγάλωνε απρόσκοπτα σ ένα ήρεμο, ασφαλές και πολιτισμένο περιβάλλον. Σε δυο χρόνια γεννήθηκε η αδελφή του η Μάγια. 3
Τριών ετών είπε τις πρώτες του κουβέντες. Τις έλεγε και τις επαναλάμβανε, χαρούμενος, σαν να ταν μια πρώτη μεγάλη ανακάλυψη. Με τα μάτια ανοιχτά διάπλατα, ζωηρά και γεμάτα περιέργεια, ερευνούσε τον κόσμο γύρω του. Στα πέμπτα του γενέθλια, ο κύριος Χέρμαν τού χάρισε μια πυξίδα. Μαγικό το κουτάκι εκείνο, άνοιξε του νου την πόρτα κι έτσι βρήκε γωνιά και φώλιασε το πρώτο μεγάλο ερωτηματικό. Γιατί η βελόνα έδειχνε πάντα σε μια κατεύθυνση; Πάθος μεγάλο για το άγνωστο κούρνιαζε στην παιδική ψυχή. Δεν την έκανε κομμάτια, όπως κάθε παιδί της ηλικίας του, για να δει τι κρύβει μέσα. Σαν να είχε υποψιαστεί πως μια δύναμη άγνωστη οδηγούσε τη βελόνα, που δεν βρισκόταν μέσα στο μικρό κουτί, αλλά έξω απ αυτό. Την κράτησε ως την ώρα που αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό. Η πυξίδα, ήταν η αρχή για το μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι της εξερεύνησης των μυστικών και των μυστηρίων του κόσμου. Ταπεινός κι ανήσυχος ταξιδιώτης ο Αλβέρτος, από τότε κι ως το τέλος της ζωής του, με σεβασμό και αγάπη για τους ανθρώπους και την πλάση, θα ακολουθήσει το μονοπάτι της γνώσης, που άλλοι πολλοί πριν από εκείνον είχαν ανοίξει, για το καλό της ανθρωπότητας. 4
Κεφάλαιο 2 Θ είος αγαπημένος του Αλβέρτου ήταν ο κύριος Ιάκωβος, αδελφός του πατέρα του, μηχανικός, που ζούσε στο Μόναχο. Εκείνο τον καιρό είχε κατασκευάσει μια νέα γεννήτρια για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Πιστεύοντας πως το ρεύμα ήταν το μέλλον, κάλεσε τον αδελφό του να συνεργαστούν. Τότε, τα δυο αδέλφια, ανέλαβαν να φωτίσουν την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, το Μόναχο. Πρωτοπόρο έργο! Στο Μόναχο ξεκινά και ο Αλβέρτος το σχολείο. Δυσκο λίες δεν είχε με τα μαθήματα, προτιμούσε, όμως, να μελετά αυτά που τον ενδιέφεραν περισσότερο. Του άρεσε να καταπιάνεται με διάφορες κατασκευές και παιχνίδια του νου και της φαντασίας. Μπρο στά στο άγνωστο, το παράξενο, ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ και ΠΩΣ γεννιόταν. Ξεχνούσε τα μαθήματα του σχολείου κι εκστατικός, έψαχνε για την απάντηση. Είχε μια ιδιαίτερη κλίση στη μουσική. Μελετούσε πιάνο και βιολί που αγαπούσε με πάθος. Του άρεσε ο Μότσαρτ και οι σονάτες του. Από τη φύση του ήταν απλός και καλοπροαίρετος. Όμως, οι σχέσεις του με τα άλλα παιδιά του σχολείου δεν ήταν καλές. Ένα πρωινό, χωρίς να χει φταίξει σε τίποτε, μια ομάδα από μεγαλύτερα παιδιά, άρχισαν να τον κυνηγούν με πέτρες. Δίχως πονηριά και κακία, τότε, πίστεψε πως το έκαναν γιατί δεν έπαιρνε μέρος στα παιχνίδια τους, δεν του άρεσε η αθλητική ζωή και τα ξεφαντώματα. Η αλήθεια, όμως, ήταν άλλη. Στη Γερ μα νία είχε αρχίσει μια ύπουλη κίνηση κατά των Εβραίων και τον κατάτρεχαν για την εβραϊ κή του καταγωγή. Από το οικογενειακό περιβάλλον όμως, ο Αλβέρτος έπαιρνε πλουσιοπάροχα αυτό που του στερούσε το σχολείο με τη στρατιωτική πειθαρχία και τις συντηρητικές αντιλήψεις των καθηγητών του. 5
Το σπίτι, με τους ήχους της μουσικής που ξεχύνονταν από το πιάνο της μητέρας, τον καλόγνωμο πατέρα, τον ανήσυχο θείο Ιάκωβο και τους φίλους της οικογένειας, ήταν για τον Αλβέρτο ένα πολύτιμο καταφύγιο έμπνευσης και χαλάρωσης. Αγάπησε με πάθος τα μαθηματικά. Έκανε τις μεγάλες γνωριμίες της ζωής του πολύ πριν τις διδαχτεί στο σχολείο. Πρώτα τον συνεπήρε η Άλγεβρα, μια περιοχή των μαθηματικών, καλυμμένη με μυστήριο, που τον μάγεψε. Άγνωστες ακόμα γι αυτόν οι εξισώσεις. Η επίδραση, όμως, του άγνωστου «Χ», ήταν μαγική. Στις ονειροπολήσεις του γινόταν ο «ιδιω τικός αστυνόμος» που προσπαθούσε να συλλάβει αυτόν τον μυστηριώδη άγνωστο Χ. Μια μέρα τη βδομάδα φιλοξενούσαν στο σπίτι τους έναν φτωχό νέο, φοιτητή της ιατρικής, τον Μαξ Τάλμεϊ. Ήταν δώδεκα ετών όταν ο Μαξ τού χάρισε ένα βιβλίο, μια καινούρια αγάπη που προστέθηκε στη ζωή του, με τον τίτλο: ευκλείδεια γεωμετρία. Ο Μαξ τού έφερε κι άλλα βιβλία. Επιστημονικά. Ο Αλβέρτος κουβέντιαζε μαζί του ώρες ατέλειωτες. Όχι μόνο για τα μαθηματικά και τη φυσική, αλλά και για τη φιλοσοφία. Ήθελε, όλες τις απορίες κι όλα τα προβλήματα που συναντούσε, να τα λύνει με απαντήσεις χειροπιαστές. 6
Κεφάλαιο 3 Η πολιτική της χώρας γινόταν όλο και πιο εχθρική για τους Εβραίους πολίτες. Σύντομα χτύπησε και την οικογένεια του Αλβέρτου. Ο δήμαρχος του Μονάχου ανέθεσε την ηλεκτροδότηση της πόλης σε άλλη επιχείρηση. Ο κύριος Χέρμαν με τον αδελφό του, τον κύριο Ιάκωβο, από τη μια μέρα στην άλλη, βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Όλες οι προσπάθειες που έκαναν για να παραμείνουν στο Μόναχο, πήγαν χαμένες. Μετά από ένα χρόνο μετακόμισαν στην Ιταλία όλοι εκτός από τον Αλβέρτο, που βρισκόταν στα μέσα της σχολικής χρονιάς. Ο Αλβέρτος έμεινε εσωτερικός στο Ινστιτούτο που φοιτούσε. Κλειστός τύπος και ονειροπόλος, ασυνήθιστος να ζει μόνος, δυσκολεύτηκε πολύ. Ήταν δεκαπέντε ετών, νέος, ορμητικός κι ασυμβίβαστος. Πνεύμα ελεύθερο. Η πειθαρχία και το ξεπερασμένο σύστημα του σχολείου τον έπνιγαν. Ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του, αλλά και η επιμονή του σε δύσκολα θέματα, ερέθιζαν τους καθηγητές. Σχεδόν καθημερινά αντιμετώπιζε την αντιπάθειά τους. Το αναχρονιστικό σχολείο και το εξουσιαστικό και στρατιωτικό καθεστώς της χώρας τού προξενούσε αποστροφή. Σε μια ώρα έκρηξης θυμού και απόγνωσης, λίγες μέρες πριν από το τέλος της σχολικής χρονιάς, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Ινστιτούτο και τον τόπο. Με την επαναστατική φλόγα της νιότης, αρνήθηκε και τη γερμανική υπηκοότητα, δηλώνοντας περίτρανα την αντίθεσή του σε κάθε μορφή βίας και εκμετάλλευσης. Το τρένο για το Μιλάνο ήχησε χαρμόσυνα για τον Αλβέρτο... 7