Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου και του Συντάγματος

Σχετικά έγγραφα
Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

IV. ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ. Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης. Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο. Εργασία α έτους ΘΕΜΑ:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Λίνα Παπαδοπούλου. Μοντέλα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων - Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. ενόψει της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συνταγματική Αναθεώρηση και Συνταγματικό Δικαστήριο»

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Χρειαζόμαστε πραγματικά ένα Συνταγματικό Δικαστήριο; Μια πάντα επίκαιρη συζήτηση * ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Π. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ Πάρεδρος Σ.τ.Ε.

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Οι δημόσιες δαπάνες - Ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ. Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία υποβάλλεται

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

«Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ»

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ 1

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 5: Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Ένωση

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Οι δημόσιες δαπάνες - Ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Ν. 3900/2010. (όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4055/2012) ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο 1 [Πρότυπη Δίκη]

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 100 ΠΑΡ. 5 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΧΥΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ;

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Ελληνική Πολιτεία και Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Το Δικαστήριο της ΕΕ: Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΠΛΑΝΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Το έργο διαρκούς επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών εντάσσεται στο Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση » του Υπουργείου Εσωτερικών και

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Συγχρηματοδότηση από το Κοινοτικό Πρόγραμμα PROGRESS

Συνθέσεις - Εφαρμογές ημοσίου ικαίου

Ελληνική Πολιτεία και Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΜΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου και του Συντάγματος Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Ιφιγένεια Καμτσίδου Μεταπτυχιακές Φοιτήτριες: Ευθυμία Παπαδοπούλου (ΑΕΜ: 564) και Μαγδαληνή Σελβεσάκη (ΑΕΜ: 566) Ιούνιος 2015

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ...ΣΕΛ. 3 II. ΤΟ Α.Ε.Δ. ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ (Ευθυμία Παπαδοπούλου). ΣΕΛ. 6 1. Η διμερής διάκριση των συστημάτων του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων...σελ. 6 2. Ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα και μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου....σελ. 10 3. Η ιδιότυπη θέση του Α.Ε.Δ. στην ελληνική έννομη τάξη - Ειδικότερα το ζήτημα της σύνθεσής του...σελ. 17 III. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Ε.Δ. ΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ (Μαγδαληνή Σελβεσάκη) ΣΕΛ. 24 1. Τα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας και της ερμηνείας των νόμων από το Α.Ε.Δ.....ΣΕΛ. 24 2. Έννομες συνέπειες των αποφάσεων του Α.Ε.Δ..ΣΕΛ.26 i. Χρόνος επέλευσης των έννομων συνεπειών των αποφάσεων του Α.Ε.Δ... ΣΕΛ. 26 ii. Δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Α.Ε.Δ. έναντι του νομοθέτη.σελ. 29 iii. Δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Α.Ε.Δ. έναντι των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας...σελ. 34 iv. Δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Α.Ε.Δ. έναντι της διοίκησης ΣΕΛ. 41 v. Νομολογία του Α.Ε.Δ.: πηγή δικαίου και είδος αυθεντικής ερμηνείας;...σελ. 41 IV. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ Α.Ε.Δ. ΣΕΛ. 44 1. Η ύπαρξη αμετάκλητων αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων (Μαγδαληνή Σελβεσάκη).ΣΕΛ. 44 1

2. Η προϋπόθεση της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων (Μαγδαληνή Σελβεσάκη).ΣΕΛ. 48 3. Αίτηση για άρση αμφισβήτησης ενώπιον του Α.Ε.Δ. - Το έννομο συμφέρον- Συνάφεια-Παραίτηση-Τέλη Χαρτοσήμου (Ευθυμία Παπαδοπούλου).....ΣΕΛ. 54 4. Η αμφισβήτηση πρέπει να αφορά στην ουσιαστική συνταγματικότητα και να αναφέρεται σε τυπικό νόμο (Ευθυμία Παπαδοπούλου) ΣΕΛ.59 5. Η αποτίμηση των αποφάσεων του Α.Ε.Δ. ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού Η συμβολή της στατιστικής (Μαγδαληνή Σελβεσάκη)..ΣΕΛ.66 V. Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΥΠΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ (Ευθυμία Παπαδοπούλου).ΣΕΛ.75 VI. ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΥΠΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ (Ευθυμία Παπαδοπούλου και Μαγδαληνή Σελβεσάκη)..ΣΕΛ.85 1. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ΣΕΛ.85 2. Μερική ποιοτική αντισυνταγματικότητα...σελ.90 3. Η προσανατολισμένη προς το Σύνταγμα ερμηνεία ΣΕΛ.94 4. Η χρήση της ιστορικής ερμηνείας...σελ.98 5. Ερμηνεία με αναγωγή στο διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο.σελ.105 VII. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ Α.Ε.Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..ΣΕΛ. 111 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..ΣΕΛ.115 ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...ΣΕΛ.120 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ...ΣΕΛ.121 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η Ελλάδα, σε αντίθεση προς το μοντέλο του συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από ειδικό συνταγματικό δικαστήριο που κυριαρχεί στην Ευρώπη, μένει πιστή στο σύστημα του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας από όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμών και όλων των δικαιοδοσιών. Ο διάχυτος και παρεμπίπτων χαρακτήρας του ελέγχου επιτείνεται μάλιστα από το γεγονός πως στη χώρα μας ισχύει παραδοσιακά σύστημα χωρισμού των δικαιοδοσιών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τρία διαφορετικά ανώτατα δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο). Επιστέγασμα του σχήματος αυτού είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (εφεξής: Α.Ε.Δ.) του άρθρου 100 του Συντάγματος, στο οποίο υπάγονται σημαντικές αρμοδιότητες με κρισιμότερη την άρση της αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα και την έννοια διάταξης τυπικού νόμου, εάν έχουν εκδοθεί για τα ζητήματα αυτά αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων. Στο Α.Ε.Δ. δεν ανατέθηκε ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων των άλλων δικαστηρίων, διότι η διάγνωση του σφάλματος στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από μία δικαστική απόφαση θα είχε ως συνέπεια να ακυρωθεί μόνο η απόφαση ως αντισυνταγματική, ενώ το δικαστήριο τούτο, με τις αποφάσεις του, δεν ακυρώνει τις δικαστικές αποφάσεις αλλά κηρύσσει ανίσχυρες και ερμηνεύει αυθεντικά τις διατάξεις των τυπικών νόμων 1. Η καθιέρωση της αρμοδιότητάς του αποβλέπει στην εξασφάλιση της ενότητας της νομολογίας των δικαστηρίων και προωθεί την ασφάλεια δικαίου, καθώς οι αποφάσεις του ισχύουν έναντι όλων (erga omnes). Για να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία του Α.Ε.Δ. θα πρέπει δύο τουλάχιστον από τα ανώτατα δικαστήρια να έχουν αποφανθεί με αντίθετες αμετάκλητες αποφάσεις. Όπως είναι προφανές, ο έλεγχος των νόμων ενώπιον του ειδικού αυτού δικαστηρίου μετατρέπεται από διάχυτο σε συγκεντρωτικό και από παρεμπίπτοντα σε κύριο. Ο δικαστής του Α.Ε.Δ. προκειμένου να ασκήσει την αρμοδιότητα που του αναθέτει το Σύνταγμα αναζητεί τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία καταφεύγοντας είτε στις 1 Βλ. Κυπραίο Μ,. Το ανώτατο ειδικό δικαστήριο (όργανο συνταγματικής δικαιοσύνης κατά το άρθρο 100 παρ. 1ε του Συντάγματος), ΤοΣ 1977, σελ. 252 επ.. 3

κλασικές μεθόδους ερμηνείας είτε σε πιο ιδιαίτερες μεθόδους ερμηνείας αντλώντας αρκετές φορές επιχειρήματα και από το ίδιο το Σύνταγμα. Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως κεντρική υπόθεση εργασίας της την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας του Α.Ε.Δ. και συγκεκριμένα το ζήτημα εάν το δικαστήριο αυτό ανταπεξήλθε ικανοποιητικά στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αποστολή του αναφορικά με την άρση της αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα και την έννοια διάταξης τυπικού νόμου. Η απάντηση στον ως άνω προβληματισμό θα δοθεί μέσα από επεξεργασία των αποφάσεών του από την ίδρυση του μέχρι και σήμερα (1976 2015) υπό το πρίσμα της στατιστικής. Η υπόθεση αυτή εργασίας παρουσιάζει μία εγγενή, πηγάζουσα από το ίδιο το αντικείμενό της, δυσκολία, καθώς προϋποθέτει αφενός την ενδελεχή αναζήτηση, έρευνα και επεξεργασία όλων των αποφάσεων του Α.Ε.Δ. για το ανωτέρω χρονικό διάστημα των σαράντα ετών 2 και αφετέρου διότι είναι μία υπόθεση που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού στην ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου. Απαραίτητη κρίθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο μία συνοπτική αναφορά στα καίρια χαρακτηριστικά του συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ισχύει στη χώρα μας σε αντιπαράθεση με το σύστημα του συγκεντρωτικού ελέγχου που ακολουθείται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη σύνθεση του Α.Ε.Δ. εστιάζοντας στα σημεία απόκλισής της από τα συνταγματικά δικαστήρια της Ευρώπης και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αμερικής. Στο τρίτο κεφάλαιο προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας και της ερμηνείας των νόμων από το Α.Ε.Δ., καθώς επίσης και ο χρόνος επέλευσης των έννομων συνεπειών των αποφάσεών του. Περαιτέρω, στο κεφάλαιο τούτο εξετάζεται το ζήτημα εάν οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου έχουν δεσμευτική ισχύ έναντι του νομοθέτη, ενώ αναζητούνται παράλληλα και τα όρια 2 Σημειώνεται ότι οι αποφάσεις του Α.Ε.Δ. αναζητήθηκαν και βρέθηκαν από τη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου στην Αθήνα. Η ηλεκτρονική πρόσβαση στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου παρέχει μία ασφαλή αναζήτηση μόνο για τις αποφάσεις από το έτος 2000 και έπειτα. 4

δεσμευτικότητας των αποφάσεών του έναντι των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας και έναντι της διοίκησης. Στο τέταρτο κεφάλαιο αποτυπώνονται οι προϋποθέσεις πρόσβασης στο Α.Ε.Δ., όπως μάλιστα αναδεικνύονται και από την πλούσια νομολογία του. Δεσπόζουσα θέση στο κεφάλαιο αυτό κατέχει η αποτίμηση των ως άνω αποφάσεων υπό το πρίσμα της στατιστικής. Αντίστοιχα, στο πέμπτο κεφάλαιο επιχειρείται μία επεξεργασία και στατιστική απεικόνιση των κρίσεων του Ειδικού αυτού Δικαστηρίου ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα και την ερμηνεία διάταξης τυπικού νόμου. Από το συνδυασμό των δύο αυτών κεφαλαίων, αποδεικνύεται ότι η συμβολή της στατιστικής ασκεί καθοριστικό ρόλο στην ανεύρεση της απάντησης επί του καίριου ζητήματος της παρούσας εργασίας, όπως αυτό προσδιορίστηκε ανωτέρω. Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο θα γίνει μία προσπάθεια ανάδειξης ορισμένων επιλεγμένων τεχνικών δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας και της ερμηνείας διάταξης τυπικού νόμου, στις οποίες καταφεύγει το Α.Ε.Δ. προκειμένου να ασκήσει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρμοδιότητά του. Ειδικότερα, θα προσδιορισθεί το εννοιολογικό περιεχόμενο της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας ως συστηματικής μεθόδου ερμηνείας και θα διακριθεί αφενός από τη μερική ποιοτική αντισυνταγματικότητα, η οποία αποτελεί τεχνική δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αφετέρου από την προσανατολισμένη προς το Σύνταγμα ερμηνεία μέσα από την παράθεση ενδεικτικών παραδειγμάτων από τη νομολογία του Α.Ε.Δ.. Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει στην ιστορική ερμηνεία, την οποία υιοθέτησε το δικαστήριο τούτο προκειμένου να επιλύσει υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας, που είχαν τεθεί ενώπιόν του. Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, θα μας απασχολήσει το ζήτημα της επιρροής της νομολογίας του Α.Ε.Δ. από το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. 5

II. ΤΟ Α.Ε.Δ. ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 1. Η διμερής διάκριση των συστημάτων του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων Σε διεθνές επίπεδο έχουν αναπτυχθεί δύο βασικά συστήματα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: α. το συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου, όπου ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων οργανώνεται γύρω από την κατ αρχήν ειδική και αποκλειστική δικαιοδοσία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, Συνταγματικού Συμβουλίου ή Ανωτάτου Δικαστηρίου και β. το σύστημα του διάχυτου ελέγχου, όπου η αρμοδιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ανήκει κατ αρχήν σε όλα τα εθνικά δικαστήρια όλων των βαθμών και των δικαιοδοσιών, με αφορμή τις υποθέσεις που ανήκουν στη δικαιοδοσία τους και για τις ανάγκες των υποθέσεων αυτών. Το συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου, το οποίο βασίσθηκε στις ιδέες του Kelsen και γεννήθηκε στην Αυστρία, με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου το 1920, είχε μια ιδιαίτερη εξάπλωση στην Ευρώπη μετά το Β Παγκόσμιο πόλεμο. Για το λόγο αυτό ονομάζεται και ευρωπαϊκό ή αυστριακό ή κελσενικό 3. Κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Dominique Rousseau «αν ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας της συγκρότησης και εξάπλωσης των κοινοβουλίων, ο 20ος αιώνας είναι ο αιώνας ανάπτυξης της συνταγματικής δικαιοσύνης» 4. Μερικά από τα πιο συνήθη χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού είναι η πρόβλεψη συνταγματικής προσφυγής, όταν μία κρατική πράξη παραβιάζει συνταγματική διάταξη σχετική με την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων, η ανάθεση στα Συνταγματικά Δικαστήρια της αρμοδιότητας να επιλύουν κάθε είδους συνταγματικές διαφορές που αναφύονται, η έκδοση από αυτά αποφάσεων που ισχύουν erga omnes, καθώς και η συγκρότηση των 3 Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2013, σελ.35. 4 Βλ. Rousseau D., La justice constitutionnelle en Europe, (2η έκδοση), Montchrestien, Paris 1996, Εισαγωγή, παρ.9, όπως παραπέμπεται από Μπουκουβάλα Β., Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Διδακτορική διατριβή, διαθέσιμη σε: http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/26825, τελευταία πρόσβαση στις 26.02.2015. 6

συνταγματικών δικαστηρίων με άλλες διαδικασίες, διαφορετικές από αυτές που ισχύουν για τη στελέχωση των τακτικών δικαστηρίων 5. Στο σύστημα του διάχυτου ελέγχου ο πραγματικός βαθμός διάχυσης εξαρτάται από την επιρροή που ασκούν οι αποφάσεις των ανώτερων δικαστηρίων στα κατώτερα, όταν σε αυτές περιλαμβάνονται και ζητήματα σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου, καθώς δεν υπάρχει σε όλες τις έννομες τάξεις που το εφαρμόζουν ένα ανώτατο δικαστήριο που εξορθολογίζει τον έλεγχο ενοποιώντας τη νομολογία των διαφόρων δικαστηρίων και η αρχή της δεσμευτικότητας του νομολογιακού προηγουμένου («stare decisis» 6 ). Το σύστημα αυτό αναπτύχθηκε κατ αρχήν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και για το λόγο αυτό αποκαλείται και αμερικάνικο 7, ενώ το ακολουθεί παραδοσιακά και η χώρα μας, παρά τις κατά καιρούς προτάσεις για την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου 8. Το μοντέλο του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων δεν επικράτησε στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη συνταγματική θεωρία, καταρχήν, λόγω της έλλειψης εξειδίκευσης των δικαστών που επιλαμβάνονται ζητήματα συνταγματικότητας να ασκήσουν έναν βαθύ και εκτεταμένο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Επίσης, λόγω της επικρατούσας αντίληψης ότι δε διαθέτουν επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση να κρίνουν ένα νόμο που ψηφίσθηκε από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομοθετική εξουσία, ως αντισυνταγματικό. Άλλωστε, το σύστημα του χωρισμού των δικαιοδοσιών σε συνδυασμό με το δικονομικό σύστημα που ισχύει στις 5 Βλ. σχετικά και Βενιζέλο Ε., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου I, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 177 επ. 6 Σύμφωνα με την αρχή αυτή «μία απόφαση από το ανώτατο δικαστήριο της κάθε δικαιοδοσίας δεσμεύει όλα τα κατώτερα δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας», βλ. Σκουρή Β./Βενιζέλο Ε., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σελ. 36. 7 Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σελ.35. 8 Χαρακτηριστικές προς αυτή την κατεύθυνση ήταν οι ρυθμίσεις των Συνταγμάτων της περιόδου της δικτατορίας, σχετικά βλ. Αναστασιάδη Γ., Κοινοβούλιο και μοναρχία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1995, σελ.134 επ., όπου και χαρακτηριστικά αναφέρει για τα Συντάγματα της δικτατορίας: «Υπήρχαν «δια παν ενδεχόμενον» και οι ρυθμίσεις για ένα νέο θεσμό: το Συνταγματικό Δικαστήριο [ ] στο οποίο είχε ανατεθεί ο ρόλος του παντεπόπτη του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Το πολιτικό αυτό όργανο με δικαστικό μανδύα και χωρίς πολιτική ευθύνη και νομιμοποίηση [ ] είχε αρμοδιότητες που έφταναν ως την στέρηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών και τον διαρκή έλεγχο ακόμη και τη διάλυση των πολιτικών κομμάτων». Η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου προβλεπόταν και στην πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος, γνωστή και ως προσπάθεια για «βαθειά τομή», που κατατέθηκε στη Βουλή στις 21.02.1963 από 26 βουλευτές της Ε.Ρ.Ε. που ήταν συγχρόνως και μέλη του υπουργικού συμβουλίου, αναλυτικότερα βλ. Αναστασιάδη Γ., Σύγχρονη ελληνική πολιτική & συνταγματική ιστορία (1940-1986), Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.93 επ.. 7

περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αποτελούν εμπόδιο εφαρμογής του αμερικανικού συστήματος ελέγχου. Το σύστημα του χωρισμού των δικαιοδοσιών έχει ως αποτέλεσμα την κατανομή της δικαιοδοτικής ύλης και συνεπώς της κρίσης ζητημάτων αντισυνταγματικότητας σε περισσότερα δικαστήρια διαφορετικών δικαιοδοσιών, με εμφανή τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ανωτάτων δικαστηρίων κάθε δικαιοδοσίας και την έλλειψη ενότητας και ασφάλειας δικαίου στη συνταγματική νομολογία. Περαιτέρω δε η αρχή του stare decisis, που ισχύει στο αμερικανικό δίκαιο ελαττώνει σημαντικά τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, καθώς διευρύνει τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου και τα επεκτείνει σε προδικαστικά ζητήματα, όπως η συνταγματικότητα των νόμων, ενώ η παρεμπίπτουσα ακύρωση ενός νόμου ως αντισυνταγματικού από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά αποκτά περίπου ισχύ erga omnes 9. Στην Ευρώπη, όμως, που δεν ισχύει η αρχή του δεσμευτικού νομολογιακού προηγουμένου ελλοχεύει ο κίνδυνος να προκύψει, ακόμη και στα πλαίσια της ίδιας δικαιοδοσίας, διαφορετική κρίση περί της αντισυνταγματικότητας του ίδιου νόμου 10. Το σύστημα, όμως, του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, το οποίο οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν υιοθέτησαν λόγω των ιστορικοπολιτικών καταβολών τους 11, έχει και πολλά εγγενή πλεονεκτήματα 12. Καταρχήν, προάγει την 9 Βλ. Σκουρή Β. / Βενιζέλο Ε., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 48. 10 Βλ. Μανιτάκη Α./Φωτιάδου Α. (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 137 επ. και Χρυσόγονο Κ., Η αναγκαιότητα ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα, ΕφημΔΔ, 4/2006, σελ.510. 11 Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σελ.35, Αλιβιζάτο, Ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία (1800-2010), Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σελ.612 επ.. 12 Με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των συστημάτων ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ασχολήθηκε η ελληνική συνταγματική θεωρία κατά τα προηγούμενα έτη εξαιτίας των προτάσεων των κομμάτων στις τελευταίες αναθεωρήσεις για τη θεσμοθέτηση συγκεντρωτικού συστήματος ελέγχου στη χώρα μας. Ειδικότερα, την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου πρότεινε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας τόσο την 05.06.1997 (σχετικά με την προτεινόμενη αναδιαμόρφωση των διατάξεων, καθώς και την ανάλυση και αιτιολόγησή τους, βλ. Βαρβιτσιώτη Ι., Η Ελλάδα μπροστά στο 2000, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή, 1998, σελ. 227 επ.), όσο και στα μέσα του 2006, χωρίς ωστόσο η σχετική πρόταση να τελεσφορήσει, καθώς καταψηφίστηκε από την Η Αναθεωρητική Βουλή. Για το ζήτημα αυτό και το διάλογο που αναπτύχθηκε σχετικά βλ. Μανιτάκη Α./Φωτιάδου Α. (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς και Μανιτάκη Α., Το Συνταγματικό Δικαστήριο: ο συνταγματικός κηδεμόνας της δικαστικής εξουσίας, Ενώπιον, Διμηνιαία έκδοση Δικ.Συλλ. Θεσσαλονίκης, 35/2006, σελ.9, του ιδίου, Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου: απόπειρα πολιτικοποίησης του Συντάγματος δια της πολιτικοποίησης της πολιτικής, ΤοΣ, 1/2008, σελ.3, του ιδίου, Συνταγματικό Δικαστήριο: αντισυνταγματική η πρόταση αναθεώρησης, Δικαιόραμα, Τριμηνιαία έκδοση για την επικοινωνία, 2006, σελ.18-19, Καμτσίδου Ι., Η πρόταση για την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου και ο εκσυγχρονισμός των θεσμών, Αυγή της 8

προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας στους πολίτες αναπαράγοντας ένα φιλελεύθερο πνεύμα, που είναι καχύποπτο απέναντι στις αποφάσεις της κεντρικής κρατικής εξουσίας. Αντίθετα, με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου αφαιρείται από τα χέρια του κοινού δικαστή η κρίση της αντισυνταγματικότητας, η οποία αποτελεί ένα αναπόσπαστο και κρίσιμο κομμάτι της κύριας διαφοράς που εκδικάζει, με συνέπεια να απομακρύνεται το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του νόμου από τις πραγματικές ανάγκες μιας έννομης διαφοράς. Εξάλλου, από την εφαρμογή του συστήματος του αφηρημένου ελέγχου στα άλλα κράτη της Ευρώπης, προέκυψε ότι ο δικαστής έχει αποστεί από τα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία του αφηρημένου ελέγχου, συγκεκριμενοποιώντας τον έλεγχό του για να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των εννόμων διαφορών. Και τούτο, διότι τα ζητήματα της συνταγματικότητας δεν είναι θεωρητικά προβλήματα της ισχύος του νόμου σε αφηρημένο επίπεδο, αλλά ζητήματα εφαρμογής και ερμηνείας του Συντάγματος στις κοινωνικές σχέσεις. Τέλος, η έννοια του συνταγματισμού επιτάσσει όλοι οι φορείς της κρατικής εξουσίας να δύνανται να ελέγξουν τη συνταγματικότητα των νόμων, επαφίοντας την κρίση της αντισυνταγματικότητας στην ανοικτή κοινωνία των ερμηνευτών του Συντάγματος, ως ένα δείγμα εκδημοκρατισμού και μιας προωθημένης συνταγματικής δημοκρατίας 13. Τα παραπάνω αποτυπώνονται με γλαφυρό τρόπο στην άρνηση του Α. Σβώλου να δεχτεί τη συγκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε ένα συνταγματικό δικαστήριο: «το λογικώτερον, απλούστερον και χρησιμώτερον πάντων είναι η προκείμενη αρμοδιότης να ανήκη εις πάντα τα δικαστήρια της χώρας, ιδίως διότι θα εξασφαλίση εις πάντα διάδικον πολίτην την ευχέρειαν να υπερασπισθή εννόμως το Σύνταγμα. Ο δε αποκλεισμός της ευχερείας ταύτης ανοίγει μίαν των θυρών δι ων εισέρχεται εις τα Κράτη η απολυταρχία (Gneist). Επομένως, μία των εγγυήσεων της Δημοκρατίας είναι και αυτή» 14. Κυριακής, Ενθέματα, 04.06.06, Βενιζέλο Ε. / Χρυσόγονο Κ., Το πρόβλημα της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2006, Τσιλιώτη Χ., Πρόταση για ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα: Τομή στο ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ή «ώδινεν όρος και έτεκε μυν»;», ΕφημΔΔ, 2/2007,σελ.241. 13 Βλ. Μπουκουβάλα Β., Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Διδακτορική διατριβή, διαθέσιμη σε: http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/26825, τελευταία πρόσβαση στις 26.02.2015. 14 Βλ. Σβώλο Α., Η έρευνα της συνταγματικότητας των νόμων υπό των δικαστηρίων (ανατύπωσις εκ του περιοδικού «Δικαιοσύνη», 1927, σελ.227-236), σε του ίδιου, Νομικαί Μελέται, τ. II, Εκδοτικός οίκος Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, Εν Αθήναις-1958, σελ.232 επ., όπως παραπέμπεται από Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σελ.47. 9

Ολοκληρώνοντας, δε θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την αδιαμφισβήτητη επίδρασή της στην οργάνωση και στη λειτουργία των συστημάτων ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ευρώπη. Ειδικότερα, ο συγκεντρωτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων έχει απορροφηθεί από τον έλεγχο συμβατότητας των νόμων με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με το ενωσιακό δίκαιο. Εξαιτίας δε της άμεσης συνάφειας του ζητήματος της συνταγματικότητας με αυτό της συμβατότητας φαίνεται να έχει ξεπεραστεί το μοντέλο του συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων 15. Επιπλέον, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου και η υποχρεωτική συγκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στο δικαστήριο αυτό θα δημιουργούσε κινδύνους για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα και των δύο παραπάνω μορφών ελέγχου, οι οποίοι έχουν εντοπιστεί σε χώρες που ήδη διαθέτουν συνταγματικό δικαστήριο. Για το λόγο αυτό, το δίκαιο της Ένωσης ασκεί πιέσεις αποκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στα κράτη-μέλη και προωθεί ένα σύστημα διάχυτου ελέγχου που ευθυγραμμίζεται με το σύστημα ελέγχου της συμβατότητας των νόμων και επιτρέπει οι δύο μορφές ελέγχου να ασκούνται από τον ίδιο δικαστή 16. 2. Ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα και μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου Όπως προαναφέρθηκε, το σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που υιοθετήθηκε από κάθε κράτος δεν αποτελεί μία τυχαία επιλογή αλλά είναι συνέπεια της συνταγματικής ιστορίας και του πολιτικού συστήματος κάθε χώρας. Παραδοσιακά στην Ελλάδα εφαρμόζεται το αμερικάνικο σύστημα ελέγχου, ο δε έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν προβλεπόταν ρητά στα συνταγματικά κείμενα και καθιερώθηκε με πρωτοβουλία των ίδιων των δικαστηρίων, όπως ακριβώς και στις 15 Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Συνταγματικό Δικαστήριο και Ευρωπαϊκό Κοινοτικό δίκαιο, ΕφημΔΔ, 1/2006, σελ.10, Ανθόπουλο Χ., Η προοπτική του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ΕφημΔΔ, 1/2006, σελ.11. 16 Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σελ.64 επ. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο σε αυτά τα πλαίσια ότι το ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht) απευθύνθηκε προδικαστικώς για πρώτη φορά στην ιστορία του στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις τον Απρίλιο του 2014, βλ. σχετικά ανακοινωθέν τύπου του ΔΕΕ με αριθμό 2/15, Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση C-62/14 Peter Gauweiler κ.λπ. κατά Deutscher Bundestag, σε http://curia.europa.eu, τελευταία πρόσβαση στις 01.04.2015. 10

ΗΠΑ 17. Ιστορική αφετηρία του δικαστικού ελέγχου στην Ελλάδα θεωρείται η απόφαση του Αρείου Πάγου 23/1887 18, του μόνου τότε ελληνικού ανωτάτου δικαστηρίου, στην οποία αποτυπώνεται η συνταγματική θεμελίωση του θεσμού του δικαστικού ελέγχου, ενώ σήμερα θεωρείται βάση του πολιτεύματος και είναι διάχυτος, κατασταλτικός, παρεμπίπτων και δηλωτικός, συγκεκριμένος, υποχρεωτικός και αυτεπάγγελτος 19. Αυτό το σύστημα ελέγχου κατοχυρώθηκε ρητά στο άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος του 1975, αλλά ενισχύεται και συμπληρώνεται και με το άρθρο 87 παρ.2 αυτού, καθώς με τον τρόπο αυτό συνδέεται και με τη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών με συνέπεια κάθε προσπάθεια κατάργησής του να αντίκειται στην αρχή του κράτους δικαίου, της διάκρισης των λειτουργιών και της λειτουργικής ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας 20. Κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, το σύστημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά, που απορρέουν από την αρχή της υπεροχής των συνταγματικών διατάξεων έναντι των υπόλοιπων κανόνων δικαίου: α) είναι έλεγχος διάχυτος, καθώς όλα τα δικαστήρια είναι εξίσου αρμόδια να προβαίνουν σε έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου βάσει του οποίου πρόκειται να εκδικάσουν τη διαφορά και β) είναι έλεγχος παρεμπίπτων, καθώς το δικαστήριο δεν ακυρώνει τον κατά τη κρίση του αντισυνταγματικό νόμο, αλλά τον παραμερίζει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ο διάχυτος και παρεμπίπτων χαρακτήρας του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα ενισχύεται από το γεγονός ότι στη χώρα μας ισχύει και το σύστημα διάκρισης των δικαιοδοσιών σε αστικές-ποινικές, διοικητικές και δημοσιονομικές. Στην κορυφή δε κάθε δικαιοδοσίας υπάρχουν τρία ανώτατα δικαστήρια, ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αντίστοιχα 21. 17 Τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων θεμελίωσε πρώτος ο Chief Justice John Marshall στην περίφημη υπόθεση απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Marbury v. Madison, U.S., η οποία πραγματοποίησε, δύο αιώνες πριν, μία βαθιά τομή, καθώς δέχτηκε, θεμελίωσε και τελικά επέβαλε το δικαίωμα του δικαστή να εξετάζει τη συνταγματικότητα των πράξεων της νομοθετικής εξουσίας. Σχετικά βλ. Σκουρή Β./Βενιζέλο Ε., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 31 επ.. 18 Θέμις Η (1898), σελ. 329 19 Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σελ.44 επ. 20 Βλ. Σκουρή Β. /Βενιζέλο Ε., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 49, καθώς και Παυλόπουλο Π., Τα όρια της αναθεώρησης του συντάγματος ως προς τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σε: Εταιρία δικαστικών μελετών, Συμβολές II (Εισηγήσεις για την αναθεώρηση του συντάγματος: Συνταγματικό Δικαστήριο-Δικαστική εξουσία), Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σελ.67. 21 Για τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων βλ. άρθρα 93 επ. του Συντάγματος. 11

Άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα κατοχυρώνει και τρία ειδικά δικαστήρια και ειδικότερα: α) στο άρθρο 99 το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών, β) στο άρθρο 88 παρ.2 το δικαστήριο εκδίκασης διαφορών για τις αποδοχές και συντάξεις δικαστικών λειτουργών, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων και γ) στο άρθρο 86 παρ.4 το Ειδικό Δικαστήριο για υποθέσεις ποινικής ευθύνης όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαφοροποιείται σημαντικά το ελληνικό σύστημα από το σύστημα των Η.Π.Α., καθώς στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ανώτατο δικαστήριο συγκρίσιμο με το Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής, το οποίο, σε συνδυασμό με την αρχή της δεσμευτικότητας του νομολογιακού προηγουμένου, αποτελεί ισχυρό θεσμό συγκέντρωσης του ελέγχου 22. Βέβαια θεσμοί συγκέντρωσης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που κάμπτουν τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του δε λείπουν ούτε στη χώρα μας. Ο κυρίαρχος μηχανισμός συγκέντρωσης του ελέγχου στην ελληνική έννομη τάξη είναι το Α.Ε.Δ. του άρθρου 100 του Συντάγματος με τη σύνθεση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τη νομολογία του οποίου θα ασχοληθούμε εκτενώς παρακάτω. Άλλα μέσα συγκέντρωσης του ελέγχου αποτελούν: (i) η υποχρέωση των δικαστικών σχηματισμών των ανωτάτων δικαστηρίων να παραπέμψουν στην Ολομέλειά τους το ζήτημα για την ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα μιας διάταξης, εφόσον το ζήτημα αυτό δεν έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειάς τους ή του Α.Ε.Δ., κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος 23 και (ii) οι νέες ρυθμίσεις που έχουν θεσπισθεί, σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, με τον ν. 3900/2010 24. 22 Περισσότερα για το ζήτημα αυτό, καθώς και για τις διαφορές του ελληνικού συστήματος από το σύστημα των Η.Π.Α. σε Καϊδατζή Α., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου, www.constitutionalism.gr, τελευταία πρόσβαση την 02.04.2015. 23 Άρθρο 100 παρ.5 Σ., μετά την αναθεώρηση του 2001. 24 Βλ. άρθρο 1 ν. 3900/2010 (δίκη «πιλότος»), σύμφωνα με το οποίο εισάγεται στο ΣτΕ ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφόσον με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, άρθρο 2 ν. 3900/2010 σύμφωνα με το οποίο κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με απόφαση του ΣτΕ, χωρεί ενώπιον του κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη αίτηση αναίρεσης, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας ή έφεση, αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά και άρθρο 57 ν.3900/2010, στο οποίο κατοχυρώνεται ο θεσμός της πρότυπης δίκης και προβλέπεται ότι η εκδίκαση ενδίκων βοηθημάτων, που στηρίζονται στην ίδια νομική βάση αναστέλλεται μέχρι τη δημοσίευση οριστικής απόφασης από το ΣτΕ επί της πρότυπης δίκης. 12

Ειδικότερα, με την αναθεώρηση του 2001 και την προσθήκη διάταξης (παρ.5) στο άρθρο 100 του Συντάγματος, η κρίση περί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας του νόμου που εκφέρεται από τμήμα των ανωτάτων δικαστηρίων, δεν οδηγεί στην έκδοση οριστικής απόφασης αλλά στην υποχρέωση παραπομπής του ζητήματος αυτού στην Ολομέλεια. Με τη ρύθμιση αυτή επεκτάθηκε προηγούμενη νομοθετική πρόβλεψη που ίσχυε για τα Τμήματα του Αρείου Πάγου 25 και θεσμοθετήθηκε η υποχρεωτική συγκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας από τα τμήματα στις Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφόσον το τμήμα καταλήγει στην αντισυνταγματικότητα της εφαρμοστέας διάταξης του νόμου δεν μπορεί να εκδώσει άμεσα οριστική απόφαση επί της κύρια διαφοράς στηριζόμενο σε ίδια κρίση περί της αντισυνταγματικότητας, αλλά οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας στην Ολομέλεια του δικαστηρίου 26. Σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος της συνταγματικότητας ως ένα βαθμό συγκεντρώνεται στο επίπεδο των τριών ανωτάτων δικαστηρίων στα οποία θα επιλυθούν αμετάκλητα τα ζητήματα που τίθενται από τους διαδίκους λόγω της ιεραρχικής δομής της δικαιοσύνης. Βέβαια, οι αποφάσεις της ολομέλειας των ανωτάτων δικαστηρίων που αποφαίνονται για τη συνταγματικότητα ή μη της εφαρμοστέας διάταξης νόμου που τίθεται ενώπιόν τους δε δεσμεύουν κατ αρχήν τα τμήματα των ανωτάτων δικαστηρίων ή και τα άλλα κατώτερα δικαστήρια. Κατά τον Κωνσταντίνο Χρυσόγονο μάλιστα η απόφαση της Ολομέλειας που θα εκδοθεί μετά την παραπομπή κατ άρθρο 100 παρ.5 του Συντάγματος «δεν «παγώνει» το ζήτημα της συνταγματικότητας του νόμου, αλλά το τμήμα σε αντίθεση με την ολομέλεια, μπορεί να κρίνει τη διάταξη του νόμου συνταγματική ακόμη και αν κρίθηκε από την ολομέλεια αντισυνταγματική ή αντιθέτως να κρίνει τη διάταξη αντισυνταγματική και να παραπέμψει εκ νέου στην ολομέλεια, ακόμη και αν η διάταξη του νόμου κρίθηκε με προγενέστερη απόφαση, ως συνταγματική» 27. Άλλωστε, κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη η νομολογία στην Ελλάδα δεν αποτελεί πηγή 25 Βλ. άρθρο 3 παρ.3 ν.3810/1957 και άρθρο 563 παρ.2 εδ.γ ΚΠολΔ. 26 Σχετικά βλ. Πικραμένο Μ., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων υπό το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος και το πρόβλημα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε: Ξενοφώντα Κοντιάδη (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2006, σελ. 775 επ., Σακελλαροπούλου Α., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος. Δικονομική οργάνωση ή περιορισμός του διάχυτου ελέγχου;, ΤοΣ 2007, σελ. 789 επ. Μενουδάκο Κ., Η εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕφημΔ.Δ, 2006, σελ.291. 27 Βλ. Βενιζέλο Ε./Χρυσόγονο Κ., Το πρόβλημα της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, σελ.140. 13

του δικαίου 28, ούτε υποχρεώνει σε συμμόρφωση τα άλλα δικαστήρια, ενώ στη χώρα μας δεν ισχύει η αρχή του δεσμευτικού νομολογιακού προηγουμένου. Επιπλέον, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα είναι δηλωτικός και το δεδικασμένο που παράγεται από την κρίση περί αντισυνταγματικότητας διάταξης νόμου είναι σχετικό, δηλαδή ισχύει μόνο μεταξύ των διάδικων μερών και για τη συγκεκριμένη ιστορική και νομική αιτία. Παρόλα αυτά, οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων έχουν μία ισχυρή «καθοδηγητική λειτουργία» 29, καθώς δεσμεύουν ηθικά τους υπόλοιπους δικαστές έχοντας τα εχέγγυα μιας δικανικής κρίσης που εκπορεύεται από ένα δικαστήριο που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας της εκάστοτε δικαιοδοσίας. Μια άλλη θεσμοθετημένη μορφή συγκέντρωσης του ελέγχου εισήχθη με τις μεταρρυθμίσεις της διοικητικής δικονομίας που επέφερε ο νόμος 3900/2010 (ΦΕΚ Α 213). Κατά πρώτο λόγο στο άρθρο 1 του νόμου αυτού προβλέφθηκε ο θεσμός της πιλοτικής δίκης και η δυνατότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές οποιαδήποτε υπόθεση άγεται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μπορεί να εισαχθεί, μετά από αίτημα των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από δικαστές του δικαστηρίου αυτού, όταν στην υπόθεση αυτή τίθεται «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων». Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται στον τύπο και συνεπάγεται την αναστολή της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, η δε απόφαση του Συμβουλίου δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης. Περαιτέρω δε στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε η δυνατότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στα πλαίσια υπόθεσης στην οποία εκκρεμεί ζήτημα με τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στην πιλοτική δίκη. Η δε απόφαση 28 Βλ. Αραβαντινό Ι., Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σακκουλα, Αθήναι 1978, σελ.74. Αντίθετες απόψεις βλ. Σπηλιωτόπουλο Ε., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα-Πειραιάς-Πάτρα-Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 64, Δαρζέντα Ε., Η νομολογία ως πηγή του διοικητικού δικαίου και το νομολογιακό διοικητικό δίκαιο, ΕλλΔνη 1999, σελ.481, Κατρούγκαλο Γ., Οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές στην νομολογία του ΣτΕ, 1974-2003, σε: Τόμος τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 251. Κατ άλλη πιο μετριοπαθή άποψη η νομολογία αποτελεί επικουρική πηγή του δικαίου, Παπανικολάου Π., Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σελ.70. 29 Βλ. Καϊδατζή Α., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου, www.constitutionalism.gr, τελευταία πρόσβαση την 02.04.2015 14

του Συμβουλίου καθίσταται υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει και όσους άσκησαν παρέμβαση ενώπιόν του. Επίσης, με το άρθρο 57 παρ.2 του ίδιου νόμου ενισχύθηκε ο θεσμός της πρότυπης δίκης προκειμένου να επιλύονται ταχέως με τον κατά προτεραιότητα προσδιορισμό των δικασίμων και με αμετάκλητη απόφαση υποθέσεις στις οποίες ανακύπτει νομικό ζήτημα που παρουσιάζει μείζονα σημασία ή τίθεται σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων που εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια. Η εκδίκαση δε των υποθέσεων στις οποίες τίθεται το ζήτημα αυτό αναστέλλεται έως τη δημοσίευση οριστικής απόφασης από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ζητήματα, όπως τα ανωτέρω, για τα οποία θεσπίστηκαν οι θεσμοί της «δίκης πιλότου», του «προδικαστικού ερωτήματος» και της «πρότυπης δίκης» είναι φανερό ότι συνήθως θα αφορούν τη συνταγματικότητα της κρινόμενης διάταξης νόμου ως θέματος που κατεξοχήν παρουσιάζει μείζονα σημασία και έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Ο νομοθέτης, λοιπόν, με τις ρυθμίσεις αυτές σκοπό είχε την επιτάχυνση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από ένα ανώτατο δικαστήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, και την εδραίωση με τον τρόπο αυτό της ασφάλειας δικαίου 30. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου ως άνω νόμου, σύμφωνα με την οποία δίνεται η δυνατότητα για, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη (περί ανεκκλήτου, περί έφεσης κ.τ.λ.), άσκηση έφεσης ή αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου, καθώς, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού «το θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό» 31. Με τις παραπάνω ρυθμίσεις καταδεικνύεται με ενάργεια και ο θεσμικός ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας τόσο στην απονομή διοικητικής δικαιοσύνης όσο και 30 Βλ. σχετικά και αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου του νομοθετήματος 3900/2010 με τίτλο «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις», διαθέσιμη στην ιστοστελίδα www.hellenicparliament.gr, τελευταία πρόσβαση την 03.04.2015. 31 Περισσότερα για τις ρυθμίσεις του ν.3900/2010 βλ. σε Αρναούτογλου Φ., Η «πρότυπη» ή «πιλοτική» δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα-Πειραιάς-Πάτρα- Θεσσαλονίκη, 2012, Πικραμένο Μ., Το Συμβούλιο της Επικρατείας μετά το ν.3900/2010. Ερμηνευτικά ζητήματα του νόμου και νέοι προσανατολισμοί του Δικαστηρίου, σε: Χρυσανθάκη Χ. (επιμ.), Συμβούλιο της Επικρατείας. Εφαρμογές Διοικητικού, Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα-Πειραιάς-Πάτρα-Θεσσλαονίκη, 2012, σελ.1097 επ. Ταμιωλάκη Ν., Ο νόμος 3900/2010: Η διοικητική δικαιοσύνη in vitro, ΕφημΔΔ 3/2011, σελ.394 επ., Τσιρωνά Α., Η δικονομική μεταρρύθμιση του ν.3900/2010 και ο νέος ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕφημΔΔ 3/2011, σελ.424 επ. 15

στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Άλλωστε το Δικαστήριο αυτό, από τη ίδρυσή του το 1929, προβαίνει, σύμφωνα και με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητά του, στον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων μέσω του ελέγχου της υπό ευρεία έννοια νομιμότητας των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών 32. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο το γεγονός ότι η ίδια η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου κατατάσσεται μεταξύ των μηχανισμών συγκέντρωσης του ελέγχου, αφού, άλλωστε η συνταγματική νομολογία του είναι ασύγκριτα πλουσιότερη από οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου στη χώρα μας 33. Αδιαμφισβήτητα, όμως, ο κατεξοχήν θεσμός συγκέντρωσης του ελέγχου στην Ελλάδα είναι το Α.Ε.Δ. του άρθρου 100 του Συντάγματος. Αν σκοπός των προαναφερθέντων δικονομικών τροποποιήσεων είναι κατεξοχήν η αντιμετώπιση της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης «η οποία ναρκοθετεί το κράτος δικαίου και αποδυναμώνει στην πράξη σειρά συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών» 34, η επιλογή της ίδρυσης του Α.Ε.Δ. με το Σύνταγμα του 1975 έλαβε χώρα για να καλύψει το έλλειμμα της ενότητας του δικαίου που ανακύπτει σε ένα σύστημα διάχυτου δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Αυτό μάλιστα προκύπτει με σαφήνεια και από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής της περιόδου εκείνης, όπου οι αρμόδιοι βουλευτές αναφέρονται στην ίδρυση του Ειδικού Δικαστηρίου για την αποκατάσταση της ενότητας στην ερμηνεία ή στη συνταγματικότητα των νόμων, καθώς και για την ανάγκη ενότητας της νομολογίας 35. Κατά τον Δημήτρη Τσάτσο, άλλωστε, με την παρέμβαση του Α.Ε.Δ. διασφαλίζεται όχι μόνο η ενότητα της νομολογίας, αλλά και η ενότητα της έννομης τάξης και η ασφάλεια δικαίου 36. 32 Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σελ.48. 33 Βλ. Καϊδατζή Α., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου, www.constitutionalism.gr, τελευταία πρόσβαση την 02.04.2015 34 Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση βλ. παραπάνω υποσημείωση 28. 35 Βλ. Πρακτικά συνεδριάσεων των υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 κοινοβουλευτικής επιτροπής, Βουλή των Ελλήνων Ε Αναθεωρητική, Αθήνα Ιούλιος 1975 σελ.290 επ.. 36 Βλ.Τσάτσο Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνη 1993, σελ. 525 επ.. 16

3. Η ιδιότυπη θέση του Α.Ε.Δ. στην ελληνική έννομη τάξη - Ειδικότερα το ζήτημα της σύνθεσής του Το Α.Ε.Δ. εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με τη θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, χρονική συγκυρία κατά την οποία λόγοι ιστορικοί οδήγησαν το συντακτικό νομοθέτη να εμμείνει στο σύστημα του διάχυτου δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Συγκεκριμένα, μετά την πτώση της δικτατορίας, οι δυσάρεστες μνήμες των Συνταγμάτων εκείνης της σκοτεινής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, που περιείχαν ρυθμίσεις για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου 37, ήταν ακόμη νωπές και μάλλον αυτές ήταν που εμπόδισαν την εγκαθίδρυση μιας ειδικής συνταγματικής δικαιοδοσίας στη χώρα μας κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα 38. Παρόλα αυτά το Α.Ε.Δ. προσομοιάζει αρκετά με συνταγματικό δικαστήριο. Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του ν. 345/1976, συγκροτείται από τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι είναι μέλη λόγω θέσης, από τέσσερις Συμβούλους της Επικρατείας και από τέσσερις Αεροπαγίτες, που ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, ως μέλη με κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου. Επιπλέον, στη σύνθεση του δικαστηρίου, όταν αίρει την αμφισβήτηση σχετικά με την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου, μετέχουν και δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας, οι οποίοι ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, ως μέλη με κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στις συνεδριάσεις του Α.Ε.Δ. είναι παρών και ο γραμματέας του δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι τα μέλη του Α.Ε.Δ. συνεπικουρούνται από επιστημονικό προσωπικό, το οποίο συγκροτείται από δικαστικούς λειτουργούς και υφηγητές των νομικών μαθημάτων της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι ως άνω δικαστικοί λειτουργοί και υφηγητές ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν πρότασης του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, προκειμένου περί δικαστικών λειτουργών και με πρόταση της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου περί υφηγητών. Το επικουρικό επιστημονικό προσωπικό είναι επιφορτισμένο με την 37 Βλ. αναλυτικότερα ανωτέρω υποσημείωση 8. 38 Βλ. και Μιχαλοπούλου Ζ., Οι συνέπειες κήρυξης νόμου ως συνταγματικού από το ΑΕΔ, ΕφημΔΔ 3/2010, σελ. 331. 17

προπαρασκευή των προς συζήτηση υποθέσεων και ασκούν το έργο αυτό παράλληλα προς τα κύρια καθήκοντά τους. Το γεγονός ότι οι διαφορές που επιλύει το Α.Ε.Δ. έχουν κατά κύριο λόγο το χαρακτήρα συνταγματικών διαφορών, οδηγεί συχνά στο να χαρακτηρίζεται το Α.Ε.Δ. ως «Συνταγματικό Δικαστήριο» 39. Ορθά παρατηρείται, όμως, ότι το Α.Ε.Δ. δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνταγματικό δικαστήριο, με την έννοια πάντως των συνταγματικών δικαστηρίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Και τούτο όχι μόνο επειδή το Α.Ε.Δ. έχει πολύ περιορισμένη δικαιοδοσία σε σχέση με αυτή των συνταγματικών δικαστηρίων, αλλά και επειδή τα μέλη του Α.Ε.Δ., όντας ταυτόχρονα μέλη των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, δεν ασχολούνται παρά παρεμπιπτόντως και για περιορισμένο χρονικό διάστημα με τις αρμοδιότητες του Α.Ε.Δ. 40. Στο σημείο αυτό κρίνεται χρήσιμη η συνοπτική αναφορά των απόψεων τριών δικαστών των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας, που έχουν διατελέσει και μέλη του Α.Ε.Δ. και συγκεκριμένα: του επίτιμου Προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία, του επίτιμου Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Χρίστου Γεραρή, οι οποίοι έχουν διατελέσει και Πρόεδροι του Α.Ε.Δ. και του Αθανάσιου Ράντου, Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως αυτές καταγράφηκαν στον τόμο «Το Συνταγματικό Δικαστήριο, σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων», υπό την επιμέλεια του Αντώνη Μανιτάκη και της Αλκμήνης Φωτιάδου, εκδόσεις Σάκκουλα, 2008. Η παράθεση αυτή θα χρησιμεύσει για την αποσαφήνιση του ρόλου του Α.Ε.Δ. στο σύστημα του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ισχύει στη χώρα μας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Ματθία, το Α.Ε.Δ. αίρει τις αμφισβητήσεις που προκύπτουν κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων από τα ανώτατα 39 Βλ. Ράϊκο Α., Συνταγματικό δίκαιο, Τόμος Ι, Εισαγωγή-Οργανωτικό μέρος, (2η έκδοση), Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ.1113. Κατά την επιτυχή όμως παρατήρηση του Favoreu, το Α.Ε.Δ. είναι καταρχήν ένα δικαστήριο επίλυσης συγκρούσεων που από το ρόλο που θα αναλάβει στην πράξη θα οδηγήσει τον έλεγχο να υβριδοποιηθεί σε κράμα του διάχυτου και συγκεντρωτικού ελέγχου, Favoreu L., Europe Occidentale, in Le contrôle juridictionnel des lois, (dir.l.favoreu), (Collection droit public positif), Economica-P.U.A.M, Paris 1986, σελ.33, όπως παραπέμπεται από Μπουκουβάλα Β., Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, διαθέσιμη σε: http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/26825, τελευταία πρόσβαση στις 26.02.2015. 40 Βλ. Σκουρή Β., Η επίλυση των συνταγματικών διαφορών στην Ελλάδα, ΤοΣ 1986, σελ. 187 επ.. 18

δικαστήρια σε λίγες μόνο περιπτώσεις. Στο Ειδικό Δικαστήριο εκτός από τους προέδρους, τα υπόλοιπα μέλη κληρώνονται με τους αναπληρωματικούς τους ανά διετία και μάλιστα κάποια από αυτά αποχωρούν μετά το πρώτο έτος λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας. Τα δύο όμως χρόνια, και πόσο μάλλον το έτος, σύμφωνα πάντα με τον επίτιμο Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, δεν είναι αρκετά ώστε να αποκτήσουν τα μέλη του Α.Ε.Δ. την εμπειρία που είναι αναγκαία για την ασφαλή και ομοιότροπη κρίση περί αντισυνταγματικότητας των εκάστοτε νόμων που άγονται ενώπιόν του και για τη διαμόρφωση προσωπικότητας συνταγματικού δικαστή. Οι δικαστικοί λειτουργοί, μάλιστα, που κληρώνονται ως μέλη του Α.Ε.Δ., παρά την επιμέλεια που επιδεικνύουν, διακατέχονται από την αίσθηση ότι η αρμοδιότητά τους αυτή είναι προσωρινή και η συμμετοχή τους στο Ειδικό Δικαστήριο αποτελεί εκ των πραγμάτων πάρεργο. Την απροθυμία των μελών του να εκπληρώσουν το έργο που τους έχει ανατεθεί μαρτυρεί και το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του, το Α.Ε.Δ. αρνείται στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων να επιληφθεί για την άρση της αμφισβήτησης όταν στις εκατέρωθεν αποφάσεις μνημονεύονται, εν μέρει έστω, διαφορετικές αριθμητικώς διατάξεις, ακόμη και όταν πρόκειται για το ίδιο ζήτημα συνταγματικότητας. Το ζήτημα των μειονεκτημάτων που έχει η διαδικασία της κλήρωσης στη λειτουργία του Α.Ε.Δ. θέτει και ο Γεραρής, ο οποίος αναφέρει μεν ότι η κλήρωση, για τη συγκρότηση του Α.Ε.Δ., θεωρείται αντικειμενικός και δίκαιος τρόπος για τον ορισμό των δικαστών του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου, κατά την άποψή του όμως ο κλήρος αποτελεί ανεύθυνη διαδικασία για την ανάδειξη προσώπων που θα ασκούν υπεύθυνα καθήκοντα. Ειδικότερα, στο χώρο της δικαιοσύνης η κλήρωση δεν εξασφαλίζει την επιλογή των πιο κατάλληλων. Κατά την προσωπική του εμπειρία και εκτίμηση, το Α.Ε.Δ. λειτούργησε συχνά με ανομοιογενείς συνθέσεις ως προς την ικανότητα έρευνας των υποθέσεων. Αυτό είχε ως συνέπεια τα ικανότερα μέλη να πρωταγωνιστούν στις διασκέψεις και τελικά να κατευθύνουν προς τη γνώμη τους την επίλυση των υποθέσεων. Ο επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας θεωρεί ότι για την ορθότητα της κρίσης και το κύρος του Δικαστηρίου, απαιτείται αυτό να συγκροτηθεί από τους πιο ικανούς νομικούς που υπηρετούν στους κλάδους της διοικητικής και πολιτικής δικαιοσύνης και στις νομικές σχολές της χώρας. Η κλήρωση, όμως, δεν είναι το προσφορότερο μέσο για την επιλογή των ικανότερων και προτείνει για το λόγο αυτό να μεταβληθεί ο τρόπος ανάδειξης των μελών του Α.Ε.Δ.. Περαιτέρω, η διετής θητεία 19

των μελών αποτελεί επίσης μειονέκτημα, για το λόγο ότι αναδεικνύεται σε ανασταλτικό παράγοντα για τη δημιουργία συνεκτικής νομολογίας. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η διαρκής εναλλαγή της σύνθεσης του Α.Ε.Δ., σε συνδυασμό με την άσκηση από τα μέλη του των κύριων καθηκόντων της οργανικής τους θέσης, δημιουργούν την αίσθηση της περιστασιακής λειτουργίας του Δικαστηρίου και δεν αφήνουν περιθώρια να καλλιεργηθεί στα μέλη του ένα αίσθημα υψηλής ευθύνης που να είναι ανάλογο με την αποστολή τους. Η εικόνα αυτή επιδεινώνεται από την επίσης συχνή εναλλαγή των επίκουρων μελών. Ως εκ τούτου, προτείνει ως επιτακτική την αναβάθμιση του Α.Ε.Δ., η οποία θα λάβει χώρα με τη μείωση των μελών του, την καθιέρωση της μυστικής ψηφοφορίας ως μέσο για τον ορισμό των δικαστών από την Ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου και για τον ορισμό των καθηγητών από το Κοινοβούλιο και αύξηση της θητείας των μελών του (τουλάχιστον τετραετής και κλιμακωτή ώστε να επιτυγχάνεται μερική ανανέωση μελών), καθώς και του επικουρικού επιστημονικού προσωπικού. Το προσωπικό αυτό μάλιστα, πρέπει να επιλέγεται από το ίδιο το Δικαστήριο για θητεία μεγαλύτερης διάρκειας από εκείνη των μελών του. Τέλος, έχει την άποψη πως αν το Α.Ε.Δ. αναλάβει πρόσθετες αρμοδιότητες από τις ήδη υφιστάμενες, τα μέλη του πρέπει να υπηρετούν με αποκλειστική απασχόληση. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Ράντος, ο οποίος σημειώνει ότι το Α.Ε.Δ. ελάχιστες φορές εξέβαλε έναν νόμο από την έννομη τάξη. Αναφέρει, επίσης, ότι η εμπειρία του από τη λειτουργία του Α.Ε.Δ. με κληρούμενες εναλλασσόμενες θητείες δεν είναι ικανοποιητική και ότι δεν θα ήταν αρνητικός σε προτάσεις αλλαγής της σύνθεσης και του τρόπου ορισμού της. Θεωρεί, όμως ότι το σοβαρό πλεονέκτημα του υπάρχοντος συστήματος για τη συγκρότηση του δικαστηρίου αποτελεί το αδιάβλητο. Δεν είναι τυχαίο ότι η κριτική των ανωτάτων δικαστών εστιάζεται κυρίως στο ζήτημα του τρόπου επιλογής των μελών που απαρτίζουν 41 το Α.Ε.Δ. και στη διάρκεια της 41 Στον τρόπο συγκρότησης του Α.Ε.Δ άσκησε κριτική και η γαλλική θεωρία θεωρώντας ότι έχει μη δημοκρατική σύνθεση, Favoreu L., La légitimité du juge constitutionnel, Revue International de Droit Comparé, 2/1994, σελ.573, του ιδίου, Actualité et légitimité du contrôle juridictionnel des lois en Europe occidentale, R.D.P, 1984, σελ.1190-1191, όπως παραπέμπεται από Μπουκουβάλα Β., Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, διαθέσιμη σε: http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/26825, τελευταία πρόσβαση στις 26.02.2015, αλλά και η ελληνική, διότι είναι λιγότερο δημοκρατικός από τον τρόπο συγκρότησης των συνταγματικών δικαστηρίων της Ευρώπης, βλ. Σταθόπουλο Μ., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Η δημοκρατία ανάμεσα στις συμπληγάδες αυταρχισμού ή λαϊκισμού και αριστοκρατισμού, ΝοΒ, 1989, σελ.1. 20