Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου 2015-10:26 Γράφει η Μαίρη Γκαζιάνη
«Οι ψευδαισθήσεις είναι ένας θεμιτός μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς την ψευδαίσθηση πώς θα οραματιζόμασταν το αύριο», ισχυρίζεται ο Δημήτρης Στεφανάκης. ΕΡ. Γεννήθηκες και μεγάλωσες στη Τζια. Τι θυμάσαι πιο έντονα από τα παιδικά χρόνια σ ένα μικρό νησί των Κυκλάδων; ΑΠ. Το φως, τη θάλασσα, την αμεριμνησία και την αθωότητα της εποχής εκείνης αλλά και μια γλυκιά μελαγχολία που με έπιανε μπροστά στο αιώνιο πέλαγος. ΕΡ. Ως παιδί και ως έφηβος ποια ήταν η σχέση σου με τα εξωσχολικά βιβλία; ΑΠ. Από μικρός διάβαζα λογοτεχνία για ενηλίκους δεν μου άρεσαν πολύ τα παραμύθια και οι ιστορίες για παιδιά. Είχα πάντα μια ισορροπημένη σχέση με τα βιβλία και τη συνδύαζα με πολύ παιχνίδι και τους μύθους που έπλαθα με τη φαντασία μου. ΕΡ. Μεγαλώνοντας ήρθες στην Αθήνα και σπούδασες νομικά. Ασχολήθηκες ποτέ με την επιστήμη σου; ΑΠ. Ποτέ. Ήταν μια ατυχής επιλογή την οποία ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να εξηγήσω. ΕΡ. Πότε ανακάλυψες την ανάγκη να εκφραστείς μέσω της συγγραφής; ΑΠ. Στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Για πολλά χρόνια όμως παρέμεινε ευσεβής πόθος. ΕΡ. Πως αισθάνθηκες όταν είδες και έπιασες στα χέρια το πρώτο βιβλίο σου; ΑΠ. Περίπου όπως όταν κράτησα στα χέρια μου τη νεογέννητη κόρη μου. ΕΡ. «Φρούτα εποχής, 2000», «Λέγε με Καΐρα, 2002», «Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία, 2004», «Μέρες Αλεξάνδρειας, 2007», Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι, 2009», «Θα πολεμάς με τους Θεούς, 2010», «Φιλμ Νουάρ, 2012», «Άρια, ο κόσμος από την αρχή, 2013», «Ο χορός των ψευδαισθήσεων, 2015». Από πού εμπνέεσαι τα θέματα που καταπιάνεσαι στα βιβλία σου; ΑΠ. Υπάρχει μια κεντρική αφετηρία, ένα μοτίβο, ένα κίνητρο, η μάνα των ιδεών μου που τα γεννά. Εκείνο που διαφέρει κάθε φορά είναι οι χαρακτήρες, το περιβάλλον και η πλοκή. ΕΡ. Συνηθίζεται, οι συγγραφείς να εκδίδουν κάθε χρόνο νέο βιβλίο. Ποια είναι η γνώμη σου; ΑΠ. Αν έχεις κάτι να πεις κάθε χρόνο, δεν βλέπω πού είναι το κακό. Αν δεν έχεις, όμως, το καταλαβαίνεις πρώτος εσύ.
ΕΡ. Έχεις βραβευτεί με το Διεθνές βραβείο Καβάφη και ήσουν υποψήφιος για το Prix du LivreEuropeen. Επίσης, έχεις βραβευτεί με το Prix Mediterranée Étranger. Οι βραβεύσεις τιμούν το έργο του δημιουργού, όμως η καταξίωση έρχεται από τα βραβεία ή από το αναγνωστικό κοινό; ΑΠ. Ούτε από τα βραβεία ούτε από το αναγνωστικό κοινό. Η καταξίωση έρχεται με το χρόνο και μόνο ο χρόνος είναι ο ασφαλής κριτής των πάντων στη λογοτεχνία και στην τέχνη γενικότερα.
ΕΡ. Στο τελευταίο βιβλίο σου «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» καταπιάνεσαι με την σημερινή κατάσταση της κρίσης στην Ελλάδα αλλά μ έναν τρόπο πρωτότυπο. Όλα εξιστορούνται μετά από έναν θάνατο, σαν κομμάτια παζλ μνήμης που επανέρχονται μετά από μια αυτοκτονία και όσα συμβαίνουν μετά από αυτήν. Αποσπασματικές εικόνες με σημείο αναφοράς βήματα χορού λάτιν και ταγκό. Είχες κατά νου συγκεκριμένα γεγονότα ή είναι όλα φανταστικά; ΑΠ. Ακόμα κι αν μεταβόλιζα ένα μέρος της πραγματικότητας που ζήσαμε, αυτό θα γινόταν έτσι ώστε τα πραγματικά γεγονότα να χάσουν κάθε ίχνος αληθοφάνειας. Το φανταστικό στη λογοτεχνία είναι πιο πραγματικό και πιο χειροπιαστό από ό,τι νομίζουμε ή για να το θέσω αλλιώς, δεν υπάρχει πραγματικό στη μυθοπλασία. ΕΡ. Στο βιβλίο σου χρησιμοποιείς πρώτο πρόσωπο τόσο εύστοχα ώστε αναρωτήθηκα αν έχεις βιώσει την ιστορία. Υπάρχεις μέσα στο βιβλίο σου; ΑΠ. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δημιουργεί συχνά αυτή την ψευδαίσθηση. Ο συγγραφέας υπάρχει πάντα μέσα στα βιβλία του, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο. Το να αφηγείσαι σε πρώτο πρόσωπο δεν σημαίνει και πολλά πράγματα όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Είναι καθαρά θέμα επιλογής. ΕΡ. Ο αφηγητής Μάνος είναι κατά την άποψή μου- ο συμπαθέστερος των ηρώων του βιβλίου σου, ίσως γιατί έχει την ευκαιρία να διηγείται άμεσα τα συναισθήματά του, δεν έχει λόγο να μας κρυφτεί. Τους υπόλοιπους ήρωες τους γνωρίζουμε μέσα από την αφήγηση του Μάνου, δηλαδή μέσα από τον τρόπο που τους βλέπει εκείνος. Βέβαια όλοι είναι δικά σου δημιουργήματα. Εσύ οδήγησες τον Μάνο ή ο Μάνος εσένα; ΑΠ. Αλίμονο αν ο συγγραφέας οδηγεί τους ήρωές του. Τι νόημα θα είχε να γράφουμε; Ο Μάνος με οδήγησε όπως με οδήγησαν και οι υπόλοιποι χαρακτήρες σε αυτό τον χορό των γεγονότων που καταλήγουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο σήμερα.
ΕΡ. Στον τίτλο του βιβλίου «παίζεις» με τις λέξεις χορός και ψευδαισθήσεις. Ο χορός διαχέεται στις σελίδες του βιβλίου, οι ψευδαισθήσεις αφορούν τη πλάνη των ηρώων ότι ζουν ή θα ζήσουν τη ζωή που θα ήθελαν να ζήσουν; ΑΠ. Οι ψευδαισθήσεις είναι ένας θεμιτός μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς την ψευδαίσθηση πώς θα οραματιζόμασταν το αύριο, πώς θα γράφαμε και θα διαβάζαμε ιστορίες; ΕΡ. «Εν ονόματι του μέλλοντος ήμασταν όλοι ίσοι», σκέπτεται ο Μάνος. Οι ψευδαισθήσεις είναι «προνόμιο» των νέων; ΑΠ. Προνόμιο των νέων είναι η ίδια η νιότη, νομίζω, και δεν υπάρχει πιο ισχυρό προνόμιο από αυτή. ΕΡ. Είναι δημιουργικές ή καταστροφικές; ΑΠ. Είναι δημιουργικές όταν ο άνθρωπος θέλει να δημιουργήσει, είναι καταστροφικές όταν επιζητά την καταστροφή του. ΕΡ. «Σε εποχές που οι άνθρωποι παθιάζονται μόνο με το χρήμα είναι δύσκολο να εξηγήσεις τι ακριβώς είναι το πάθος» και σε ρωτάω, το πάθος είναι λάθος ή το λάθος γίνεται πάθος; ΑΠ. Σημασία έχει πάντοτε ο φορέας του πάθους. Ο συνετός άνθρωπος δεν εξαιρείται από το πάθος, γνωρίζει όμως να τα διαχειρίζεται όσο το δυνατόν προς όφελός του. Έπειτα τι θα πει πάθος και λάθος; Ένα πράγμα που φαίνεται λάθος σήμερα, αύριο
αποδεικνύεται περίτρανα σωστό. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι μεταμφιέσεων. ΕΡ. Βλέπουμε τους φίλους μας όχι όπως είναι αλλά όπως θα θέλαμε να είναι, αναφέρεις σ ένα σημείο του βιβλίου. Τι πιστεύεις για τη φιλία; ΑΠ. Είναι η παρηγοριά σ ένα κόσμο κατά τεκμήριο σκληρό και απρόσωπο. Είναι επίσης από τα πράγματα εκείνα που δεν εξηγούνται, όπως είναι κι ο έρωτας ή η αγάπη για τα παιδιά μας, για τα βιβλία, για τον τόπο στον οποίο ζούμε. ΕΡ, «Ήταν βλέπεις εκείνο το κορίτσι» απαντούσαν οι άντρες στο Μπουένος Άιρες όταν τους ρωτούσαν γιατί ξόδεψαν τόσο χρόνο για να μάθουν το τανγκό. Ο έρωτας είναι ψευδαίσθηση; ΑΠ. Είναι και μάλιστα ισχυρότατη ψευδαίσθηση. Για αυτό όμως έχει τόση νοστιμιά. ΕΡ. Στην εποχή των sms, των mail και του skype γιατί επιλέγεις ένα ταχυδρομικό περιστέρι για το τελικό ερωτικό μήνυμα; ΑΠ. Είναι ένα μικρό μάθημα ρομαντισμού. Τίποτε περισσότερο. ΕΡ. Τελικά, για ποιον αγαπάμε; ΑΠ. Για μας τους ίδιους. Δεν χωρά αμφιβολία σε αυτό. Ό,τι νιώθει ο άνθρωπος ξεκινά από αυτόν κι επιστρέφει στον ίδιο. Αν το αντιληφθούμε αυτό θα αποφύγουμε ένα σωρό παρεξηγήσεις. ΕΡ. Τι θα ήθελες να πεις ως επίλογο της κουβέντας μας; ΑΠ. Αυτό που λέω πάντα: Η λογοτεχνία δεν θα αλλάξει τον κόσμο, μπορεί ωστόσο να αλλάξει τη ζωή του καθενός ξεχωριστά.