ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ 2 Υπεύθυνη εκπαιδευτικός: Μαραβίτσα Αναστασία ΠΕ06
Ομάδα Α Ομάδα Β Ομάδα Γ Μπουλίκα Άννα Νικολάου Χριστίνα Μπουρογιάννη Κών/να Νταφλούκα Βίκυ Ντόνα Χρύσα ΜυρισιώτηΣπυριδούλα Ξανάλατου Μέλλα Μπλατσούκα-Παππά Φωτεινή Οδατζίδης Παναγιώτης Ξηρομερίτης Γιώργος Πήχα Στελίνα Πρεβύστα Γεωργία Παπαγεωργίου Ιουλία Ομάδα Δ Ομάδα Ε Ομάδα ΣΤ Παπαβασιλείου Άγγελος Μπουλάς Μάριος Μπίτου Μαρία Παπαβασιλείου Αποστόλης Νικολόπουλος Δημήτριος Ντορντέα Νικολέτα Παπαστεφάνου Γεώργιος Νικόπουλος Ευάγγελος Παρίσης Πέτρος Πιτσογιάννη Βέρα Ντελής Κώστας Πλατανιάς Νίκος Παπαδημητρίου Αναστάσης
Τα μνημεία των μεγαλιθικών πολιτισμών στέκουν σύμβολα του αεικίνητου ανθρώπινου πνεύματος. Η λέξη μεγάλιθος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις μέγα, μεγάλο, γιγάντιο και λίθος, πέτρα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19 ο αι. για να δείξει τους διαφορετικούς τύπους κατασκευών, που είναι τα μενίρ, τα ντολμέν, τα κρόμλεχ ή περίβολοι και οι γραμμές. Κατ επέκταση, μπορούμε να μιλήσουμε για μεγαλιθικά μνημεία που χτίστηκαν με μεγάλους λίθους, για τείχη που λέγονται κυκλώπεια όπως για παράδειγμα η πόλη Μάτσου-Πίτσου ή ο Ναός του Τιαχουανάκο στη Νότια Αμερική. Το Μενίρ ( μακριά πέτρα (βρετονικό men = πέτρα)+ hir =μακρύς) είναι πέτρινη κατασκευή, για την ακρίβεια μακρόστενος ογκόλιθος, τοποθετημένος όρθια, που συνήθως συναντάται σε μέρη αρχαιολογικού ενδιαφέροντος κυρίως προϊστορικής προέλευσης. Είναι ακατέργαστη, λεία και λαξευμένη πέτρα που το μέγεθός της ποικίλει αρκετά. Ομοίως ποικίλουν και τα είδη βράχων που το αποτελούν καθώς εξαρτώνται από την γεωλογική φύση του τόπου. Έχουν βρεθεί μενίρ ύψους μερικών εκατοστών και άλλα που φτάνουν τα 23 μέτρα. Μενίρ συνήθως βρίσκονται σε κορυφή λόφων, σε αναχώματα ή αποτελούν κομμάτι μιας ευρύτερης μεγαλιθικής κατασκευής. Όταν τουλάχιστον 3 μενίρ βρίσκονται ευθυγραμμισμένα
έχουμε μια γραμμή. Όταν αυτή η γραμμή γίνεται καμπύλη και σχηματίζει κύκλο, τότε έχουμε ένα κρόμλεχ, συνήθως γύρω από ένα ακόμη μεγαλύτερο μενίρ που βρίσκεται στο κέντρο αυτόύ του σχηματισμού. Στην περίπτωση που κάθετα τοποθετημένα μενίρ λειτουργούν σαν ορθοστάτες και στηρίζουν μια οριζόντια πλάκα σε σχήμα << Π >> τότε τα μεγαλιθικά αυτά μνημεία ονομάζονται ντολμέν. Ο ρόλος που έπαιζαν αυτά τα μνημεία δεν έχει ακόμα εξηγηθεί επαρκώς. Τον περασμένο αιώνα επικρατούσε η άποψη πως ήταν τόποι θυσιών και γενικότερα τέλεσης θρησκευτικών τελετουργιών, αλλά αργότερα και μετά από ανασκαφές αποκαλύφθηκε πως ο ταφικός χαρακτήρας αυτών ήταν πιο πιθανός. Πλέον πιστεύεται πως τα μενίρ κατασκευάστηκαν ως επιτύμβιες στήλες σε σημεία ταφής προσώπων υψηλής σημασίας των τότε κέλτικων φυλών όπως αρχηγοί, ιερείς, ή φημισμένοι πολεμιστές. Επίσης ύστερα από μελέτες που έγιναν θεωρείται πως ο προσανατολισμός τους σχετίζεται είτε με ουράνιους αστερισμούς, είτε με κάποιο είδος πρώιμου ημερολογίου ή ρολογιού. Η πλειοψηφία των μνημείων βρίσκεται στην βορειοανατολική ακτογραμμή της χερσονήσου της Βρετάνης στην Γαλλία. Εκεί βρίσκεται και το πιο διάσημο μέρος λόγω του πλήθους και του μεγέθους του μενίρ που έχουν βρεθεί, το Καρνάκ.
ΚΑΡΝΑΚ Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν υπάρχουν συγκεντρωμένοι τόσοι πολλοί μακρόλιθοι- συνολικά 3.000 όσο βόρεια του Καρνάκ, μιας παραθαλάσσιας κωμόπολης στην Βρετάνη της Γαλλίας. Ο μοναδικός γήλοφος του Καρνάκ που έχει μέχρι στιγμής χρονολογηθεί είναι το Σεν Μισέλ και όπως έδειξαν οι έρευνες, δημιουργήθηκε γύρω στο 5000 π. Χ. Η περιοχή είναι γεμάτη θρύλους: για ξωτικά ή γίγαντες που έστησαν τους μεγάλιθους ή για έναν πάπα που μεταμόρφωσε τους ειδωλολάτρες διώκτες του σε πέτρινες στήλες. Το Καρνάκ ήταν θρησκευτικό κέντρο για τους Ρωμαίους, ενώ αργότερα οι χριστιανοί χάραξαν σταυρούς στις λίθινες επιφάνειες. Την παραμονή της θερινής ισημερίας, οι ντόπιοι ανάβουν φωτιές στην είσοδο των καταβυθισμένων δρόμων από τους οποίους βοοειδή και πρόβατα οδηγούνται ανάμεσα στους μεγάλιθους- απόηχος από αρχαίες γιορτές σχετικός με τους θεούς της γονιμότητας. Ο ρόλος που έπαιζαν αυτά τα μνημεία δεν έχει ακόμα εξηγηθεί επαρκώς. Πιθανόν να συνδέονταν με την λατρεία μιας θεάς της Γης ή της Σελήνης. Ίσως ο σκοπός των τελετών που διεξάγονταν στο Καρνάκ να ήταν η διασφάλιση της γονιμότητας και η προστασία της σοδειάς από τις καταστροφές που ενδεχομένως προκαλούσαν τα εχθρικά πνεύματα. Ακόμα και σήμερα το μνημείο αυτό συνδέεται με την γονιμότητα.
Τον περασμένο αιώνα επικρατούσε η άποψη πως ήταν τόποι θυσιών και γενικότερα τέλεσης θρησκευτικών τελετουργιών, αλλά αργότερα και μετά από ανασκαφές αποκαλύφθηκε πως ο ταφικός χαρακτήρας αυτών ήταν πιο πιθανός. Πλέον πιστεύετε πως τα Μενίρ κατασκευάστηκαν ως επιτύμβιες στήλες σε σημεία ταφής προσώπων υψηλής σημασίας των τότε κέλτικων φυλών όπως αρχηγοί, ιερείς, ή φημισμένοι πολεμιστές. Επίσης, ύστερα από μελέτες που έγιναν θεωρείται πως ο προσανατολισμός αυτών των μεγαλιθικών μνημείων σχετίζεται είτε με ουράνιους αστερισμούς, είτε με κάποιο ήθος πρώιμου ημερολογίου ή ρολογιού. Το 1970 οι επιστημονικές μέθοδοι του Αλεξάντερ Θομ, ενός ειδικού στις λιθοστεφάνες, αποκάλυψαν ότι το Καρνάκ είχε δημιουργηθεί από αρχαίους αστρονόμους- ιερείς για την παρατήρηση του Ήλιου και της Σελήνης. Νεότερα πειράματα απέδειξαν ότι η περιοχή των μεγάλιθων του Καρνάκ περικλείει μια μαγνητική ηλεκτρική δύναμη. Είναι σαφές ότι οι μεγάλιθοι είχαν και τελετουργική σημασία λόγω της θέσης τους στο κέντρο ενός πεδίου με πλούσια γήινη ενέργεια.
Το Στόουνχεντζ είναι νεολιθικό μεγαλιθικό μνημείο και βρίσκεται κοντά στο Έιμσμπερι (Amesbury) της Αγγλίας στην κομητεία του Γουίλτσιρ (Wiltshire), περίπου 13χλμ βορειοδυτικά του Σώλμπερι (Salisbury). Πρόκειται για έναν κύκλο μεγαλίθων, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις πλέον αποδεκτές αρχαιολογικές εκτιμήσεις ανάμεσα στο 2500 π. Χ και του 2000 π. Χ, ενώ η διαμόρφωση του συνεχίστηκε ως την Εποχή του Χαλκού. Το αρχαιότερο κυκλικό ανάχωμα και η περιφερειακή τάφρος, που ανήκουν σε πρωιμότερη φάση του μνημείου, χρονολογήθηκαν προσφάτως περί το 3100 π. Χ. Το όνομα Στόουνχετζ προέρχεται από τις αρχαίες αγγλικές λέξεις Stanhengist, που σημαίνουν κρεμαστοί λίθοι και έδωσαν το όνομα τους σε μια ολόκληρη κατηγορία μνημείων γνωστών ως henge (s), δηλαδή κυκλικές ή οβάλ σχήματος περιοχές με διακριτά χαρακτηριστικά τους: το κυκλικό ανάχωμα και την τάφρο που το περιβάλλει. Οι αρχαιολόγοι καθορίζουν τα henge (s) ως εκχωματώσεις που συνίσταται από ένα κυκλικό έγκλεισμα, περιβεβλημένο με κρηπιδωμένη κυκλική τάφρο. Όπως συμβαίνει συχνά με την αρχαιολογική ορολογία, η λέξη δανείστηκε από τους παλιούς αρχαιοδίφες. Όμως ο όρος henge δεν είναι και ο καταλληλότερος για την περιγραφή του Στόουνχεντζ, στην περίπτωση του οποίου το κρηπίδωμα βρίσκεται εσωτερικά της τάφρου.
Μορφολογικά έχει μακρινή μόνον συγγένεια με τους υπόλοιπους λίθινους κύκλους των Βρετανικών νήσων, όπως ο κύκλος του Μπρόντγκαρ, για παράδειγμα, ενώ τα τα περίφημα τρίλιθά του το καθιστούν μοναδικό. Ειδικότερα το Στόουνχεντζ είναι ένα από τα μεγαλύτερα και εντυπωσιακότερα μεγαλιθικά μνημεία του κόσμου, του οποίου η κατασκευή χωρίστηκε σε 3 μέρη και χρειάστηκαν συνολικά 25 γενιές για να ολοκληρωθεί. Ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρθηκαν οι πέτρες και τοποθετήθηκαν στις θέσεις τους προβληματίζει ακόμα και τους επιστήμονες. Υπάρχουν συνολικά περίπου 60 πέτρες, όπου η μεγαλύτερη από αυτές έχει ύψος 7 μέτρα πάνω από την γη και 2,4 μέτρα θαμμένη στο έδαφος, το βάρος της φτάνει τους 45 τόνους, ενώ η κοντινότερη πηγή βρισκόταν σε απόσταση 30χλμ. Μερικοί υποστηρίζουν ότι έσερναν τις πέτρες πάνω σε κυλινδρικά ξύλα μέχρι ενός σημείου, μετά τις μετέφεραν μέσω ποταμού και ύστερα τις έσερναν πάλι, ενώ για να τοποθετηθεί κάθε πέτρα στη θέση της χρειαζόταν περίπου 600 άντρες και καλός συγχρονισμός. Ποιοι έχτισαν αυτό το μεγαλιθικό μνημείο και για ποιο σκοπό, είναι άγνωστα. Οι θεωρίες για το ποιοι το κατασκεύασαν εμπλέκουν τους Δρυάδες, τους Έλληνες, τους Φοίνικες και τέλος τους Άτλαντες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αρχικά το κατασκεύασαν οι νεολιθικοί άνθρωποι και μετά συνέχισαν την κατασκευή τους οι διάφοροι ντόπιοι που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Τέλος, οι λόγοι που πιστεύουν ότι χτίστηκε ποικίλουν, όπως ότι ήταν ναός αφιερωμένος στον θεό Ήλιο, τόπος λατρείας και τελετουργιών θεοτήτων που σχετίζονταν με τη γη, τόπος ανθρωποθυσιών ή νεκροταφείο για να θάβονται τα σημαντικότερα μέλη της κοινωνίας, μέχρι ότι χτίστηκε για σκοπούς της αστρονομίας.
Μέχρι σήμερα οι μελετητές και οι αρχαιολόγοι δεν γνωρίζουν ποιοι ήταν αυτοί που έχτισαν το μεγαλιθικό αυτό μνημείο. Οι μαρτυρίες που έχουμε είναι αμφισβητούμενες και είναι οι εξής: Ο Τζέφρει του Μονμάουθ το 1135 μ. Χ, στο έργο του Ιστορία των Βασιλέων της Βρετανίας αναφέρει ότι το μνημείο διέταξε να αναγερθεί από το βασιλιά των Βρετανών Αυρήλιου Αμβρόσιου εις ανάμνηση της άγριας σφαγής, από τον Χεώγκιστ τον Σάξονα, 500 ευγενών το 490 μ. Χ. Για να κατασκευαστεί το μνημείο ο Αμβρόσιος ζήτησε τη βοήθεια του μάγου Μέρλιν, ο οποίος συμβούλεψε να πάρουν τους ογκόλιθους από την νήσο της Ιρλανδίας από ένα άλλο μεγαλιθικό μνημείο στη θέση Κίλαρ. Επειδή οι ογκόλιθοι ήταν τεράστιοι, ο Μέρλιν ανέλαβε τη μεταφορά τους όπου με μαγικό τρόπο έκανε τις πέτρες να χορεύουν πάνω από την θάλασσα όπως γράφει ο Μόνμαουθ. Σύμφωνα με τους μελετητές, ο παραπάνω μύθος έχει ελάχιστα πραγματικά στοιχεία και δημιουργήθηκε κυρίως για να προβάλει το βρετανικό παρελθόν έναντι του σαξονικού, καθώς ο μύθος γράφτηκε τη περίοδο της νορμανδικής κυριαρχίας στη Βρετανία. Ο Γουόλτερ Τσάρλτον εκφράζει την πεποίθηση ότι το μνημείο ανεγέρθη από τους Δανούς και αποτελούσε το κοινοβούλιο τους. Την άποψη αυτή τη βρίσκουμε καταγεγραμμένη το 1663 στο βιβλίο του Τσάρλτον Χορεία γιγάντων ή το Στόουνχεντζ επανακτάται από τους Δανούς. Ο Τζον Όμπρει στο έργο του Μνημείο Βρετανικό υποστηρίζει ότι το Στόουνχεντζ ήταν ναός χτισμένος από τους Δρυίδες και ανήκε στη δικαιοδοσία τους.
Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρουν στα έργα τους έναν λαό με το όνομα Υπερβόρειοι, οι οποίοι κατοικούσαν σε ένα νησί πέρα από τη γη των Κελτών της Γαλατίας (σημερινή Γαλλία) και είχαν κατασκευάσει έναν μεγάλο κυκλικό ναό όπου λατρεύανε το θεό Απόλλωνα. Κατά πολλούς μελετητές, αυτή η εκδοχή θεωρείται αληθινή, καθώς το Στόουνχεντζ χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο για τη θέση του ήλιου, πράγμα που μπορεί να μπέρδεψαν οι αρχαίοι Έλληνες εξερευνητές με την λατρεία του Ήλιου, που για τους ίδιους ταυτιζόταν με το θεό Απόλλωνα. Το 1740 ο Γουίλιαμ ΣτάκλεΪ δημοσιεύει το βιβλίο του Στόουνχεντζ, Ένας ναός επανακτάται από τους Βρετανούς Δρυίδες στο οποίο παραθέτει στοιχεία της περιοχής, που προέκυψαν μέσω δεκαετούς έρευνας, μαζί με αξονομετρικό σχέδιο του μνημείου και με ακριβείς μετρήσεις αυτού. Ο ΣτάκλεΪ επανεξέτασε την υπόθεση ότι το έχτισαν οι Δρυίδες και αποφάσισε ότι είναι η μόνη πιθανή εξήγηση για το ποιος ανέγειρε αυτό το μνημείο. Μέχρι σήμερα μελετητές από όλο τον κόσμο υποστηρίζουν πως το μνημείο είτε χτίστηκε από Μυκηναίους, είτε από Ρωμαίους, είτε από Βρετανούς, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν την κατασκευή του ακόμα και από εξωγήινους πολιτισμούς. Τα μόνα σίγουρα στοιχεία για το Στόουνχεντζ, την ανέγερση του και τη χρήση του είναι ότι: Σύμφωνα με πετρογραφική ανάλυση των ογκόλιθων, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αυτοί οι μονόλιθοι λαξεύτηκαν και μεταφέρθηκαν από λατομεία της Ουαλίας και της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Σύμφωνα με την χρήση αστρονομικών διαγραμμάτων, οι αρχαιολόγοι υπολόγισαν ότι το μνημείο παρέμεινε σε χρήση για 1.500 χρόνια περίπου ως λατρευτικός χώρος και ως αστρονομικό παρατηρητήριο
Η αρχαία πόλη Μάτσου Πίτσου που βρίσκεται στο νότιο Περού είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του πολιτισμού των Ίνκα, που χάθηκε με απότομο τρόπο και που η εξέλιξη του ήταν και θα παραμείνει θέμα συζήτησης. Χαρακτηριστικά της περιοχής Το Μάτσου Πίτσου (στην ελληνική βιβλιογραφία απαντάται και ως Μάτσου Πίκτσου) στη γλώσσα Κέτσουα σημαίνει «αρχαίο βουνό». Βρίσκεται σε υψόμετρο 2700 μέτρων στη Σιέρρα Βιλκαμπάμπα, στην αριστερή όχθη του παραπόταμου του Βιλκανότα, Ουρουμπάμπα. Απέχει 80 χιλιόμετρα από την πόλη Κούσκο. Η περιοχή έχει πυκνή βλάστηση, με τυπική τροπική χλωρίδα, ενώ η όλη περιοχή μεταξύ της Σιέρρα και του πυκνού δάσους ονομάζεται ceja de selva, δηλαδή «το φρύδι του δάσους». Η πόλη είναι χτισμένη επάνω σε μια πολύ στενή κύρτωση του ορεινού όγκου της Σιέρρα και συνδέει την πόλη με τη κορυφή Χουαϊάνα Πίτσου, που σημαίνει η «νεαρή κορυφή». Παρότι οι ακραίες καιρικές και κλιματολογικές συνθήκες δεν είναι χαρακτηριστικό της περιοχής, σε σύγκριση πάντα με το γενικό σύνολο των κορυφογραμμών των Άνδεων, η ανθρώπινη κατοίκηση για μεγάλο χρονικό διάστημα στην πόλη Μάτσου Πίτσου, δεν είναι εφικτή. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που οι αρχαιολόγοι δεν δέχτηκαν ότι αυτή η πόλη αποτέλεσε το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας στη διάρκεια της Ισπανικής κατάκτησης.
Η δυσπρόσιτη θέση του Μάτσου Πίτσου έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι ήταν το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας, στον αγώνα τους εναντίον των Ισπανών. Δηλαδή πολλοί πίστεψαν ότι ήταν η θρυλική Βιλκαμπάμπα λα Βιέχα που ίδρυσε ο βασιλέας των Ίνκας Μάνκο Ίνκα. Η πραγματικότητα είναι ότι το Μάτσου Πίτσου χτίστηκε το 1460 και χρησίμευε ως αστρονομικό παρατηρητήριο με αρχείο χρονολόγησης, λατρευτικό κέντρο και ως θερινά ανάκτορα των βασιλέων. Η πόλη φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε όταν ο ηγεμόνας Μάνκο Ίνκα γνωστός και σαν Μάνκο Κάπακ ο Β ξεκίνησε τον αγώνα ανεξαρτησίας των Ίνκας από τους Ισπανούς κατακτητές, γιατί όπως φάνηκε από τα ευρήματα εκείνη την εποχή στη πόλη διαδόθηκε μια θανατηφόρα ασθένεια. Έκτοτε κανένας δεν αναφέρθηκε σε αυτή τη πόλη, που ταυτίζεται με τη γενέτειρα των Ίνκας στη μυθολογία τους (Τάμπου-Τόκο), και κανένας δεν ξαναπάτησε το πόδι του εκεί μέχρι το 1911 που ανακαλύφθηκε από τον Αμερικανό ιστορικό και αρχαιολόγο Χίραμ Μπίνγκαμ. Το Μάτσου Πίτσου κηρύχθηκε ως περουβιανό ιστορικό άδυτο το 1981 από τη κυβέρνηση του Περού και από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1983. Είναι επίσης ένα από τα Νέα Επτά Θαύματα του Κόσμου από τις 7 Ιουλίου του 2007.
ΤΟ ΚΟΥΣΚΟ ΗΤΑΝ Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ και το θρησκευτικό κέντρο των Ίνκα. Στα κετσούα (τη γλώσσα των Ίνκας), «Κούσκο» σημαίνει ομφαλός. Στο Κούσκο, ο Γαλαξίας (που είχε καθοριστική σημασία στην κοσμολογία των Ίνκα) μοιάζει λυγισμένος σαν τόξο, περνώντας από τα ζενίθ του ουρανού πάνω από την πόλη. Έτσι, οι Ίνκα φαντάστηκαν ότι το Κούσκο ήταν ο ομφαλός της γης. Από το Κούσκο ξεκινούσε ακτινωτά ένα σύστημα από γραμμές, οι λεγόμενες σέκες και ευθυγραμμισμένα ουάκας, που αποτελούσαν το επίκεντρο ενός θρησκευτικού συστήματος που αγκάλιαζε τα γεωφυσικά χαρακτηριστικά, την κοινωνική ζωή και το σύμπαν. Στο κέντρο του Κούσκο υπήρχαν οι συνοικίες Ουκαπάτα και Κουσιπάτα όπου οργανώνονταν θρησκευτικές γιορτές, με επικεφαλής τον ηγεμόνα, καθισμένος στο ούσνου του (το θρόνο του). Για τους Ίνκα, το Κούσκο είχε ιδρυθεί από τον Μάνκο Κάπακ, αλλά ήταν και η πρωτεύουσα του Βιρακότσα, του «Αφρού της Θάλασσας» (και Θεού της βροχής). Το μαρμάρινο άγαλμά του βρισκόταν στο κέντρο του Κορικάντσα, του Ναού του Ήλιου. Σήμερα σώζεται μόνο ένα κομμάτι του κτίσματος, καθώς εκεί έχει χτιστεί μια εκκλησία. Ένας μύθος λέει ότι ο Βιρακότσα ήταν ένας θεός με λευκά γένια, ο οποίος εμφανίστηκε την εποχή ενός κατακλυσμού που κατέστρεψε τον κόσμο και ύστερα δημιούργησε τον ήλιο, το φεγγάρι. Ο Βιρακότσα εξαφανίστηκε μες στην θάλασσα, αλλά υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει.
ΑΥΤΈΣ ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ στην περουβιανή έρημο, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα όταν τις εντόπισαν από ψηλά, έχουν χαρακτηριστεί το μεγαλύτερο μυστήριο στον κόσμο. Πρόκειται για εκατοντάδες τεράστια σχέδια στην άμμο και ευθείες ακτινωτές γραμμές που εκτείνονται προς τον ορίζοντα σε έκταση 500 τ.χλμ. Τα μοτίβα, που έχουν διαμορφωθεί με την τοποθέτηση μικρών λίθων στην επίπεδη και άνυδρη πεδιάδα, αναπαριστούν γιγάντια πουλιά, ψάρια, λουλούδια, θηλαστικά και έντομα. Η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα παραπέμπει στο 350 μ.χ, αλλά οι γραμμές μπορεί να είναι ακόμα παλαιότερες. Οι γραμμές αυτές, πιθανόν να ήταν τελετουργικά ιερά μονοπάτια. Ορισμένες συγκλίνουν σε κάποιο κέντρο, όπου πιθανόν να τοποθετούνταν οι προσφορές. Γιατί όμως οι γραμμές είναι ορατές μόνο από ψηλά; Το 1586 ο ισπανός Λουί ντε Μόνσον είπε ότι δημιουργήθηκαν προς τιμήν των αγίων «Βιρακότσας», των οπαδών του θεού, που τον περίμεναν να επιστρέψει σαν ένα γιγάντιο πουλί στον ουρανό.
Το Γκάντιτζα (Πύργος των Γιγάντων) είναι ένα σύμπλεγμα μεγαλιθικών ναών στο νησί Γκότσο στη Μάλτα. Έχουν ηλικία μεγαλύτερη από τις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Οι δημιουργοί τους ανέγειραν τους δύο ναούς κατά την διάρκεια της νεολιθικής εποχής (3600-2500 π.χ). Πρόκειται για το δεύτερο πιο παλιό δημιούργημα του ανθρώπου στον κόσμο, θρησκευτικού χαρακτήρα μετά το Γκομπέκλι Τέπε. Έχει οριστεί από την UNESCO μνημείο παγκοσμίας πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι Ναοί που αποτελούν το σύμπλεγμα είναι: * Τζγκαντία (Ggantija) * Χατζάρ Ιμ (Hagar Qim) * Μνάιντρα (Mnajdra) * Τα Χατζράτ (Ta Hagrat) * Τα Σκορμπά (Ta Skorba) * Ταρσιέν (Tarxien) Οι Ναοί αυτοί είναι κατασκευασμένοι από κοραλλιογενή ασβεστόλιθο. Η κάτοψη τους θυμίζει πεντάφυλλο τριφύλλι και περιβάλλονται από έναν εξωτερικό τοίχο από τεράστιες πλάκες που στηρίζονται στη στενή τους πλευρά. Ορισμένες πλάκες έχουν βάρος 50 τόνους. Έχει υποστηριχθεί ότι το ασυνήθιστο σχήμα τους πιθανόν να αναπαριστά μια γυναίκα ή μια μητέρα θεά, με πλούσια στήθη και φαρδιά λεκάνη.
Όλα τα εκτεθειμένα πετρώματα στο νησί δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των περιόδων Ολιγόκαινο και Μειόκαινο του γεωλογικού χρόνου. Ο ασβεστόλιθος Globigerina είναι το δεύτερο παλιότερο πέτρωμα στη Μάλτα, καταλαμβάνοντας πάνω από 70% περίπου της έκτασης των νησιών. Οι οικοδόμοι χρησιμοποίησαν αυτό το πέτρωμα σε όλη την αρχιτεκτονική του ναού. Η πρόσοψη του ναού χαρακτηρίζεται από μια είσοδο μεγαλιθικού τρίλιθου, με μια οριζόντια γιγαντιαία πλάκα και 2 κυκλώπιους ορθοστάτες. Διαθέτει ένα ευρύ προαύλιο με ένα τοίχωμα συγκράτησης και ένα πέρασμα περνά μέσα από το κέντρο του κτιρίου. Χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του ναού αποκαλύπτουν μια ενασχόληση με την παροχή καταλύματος για τις θυσίες ζώων, ολοκαυτωμάτων και τελετουργικούς χρησμούς. Διάφορες εσοχές που υπάρχουν σε διάφορα σημεία του οικοδομήματος θεωρείται πως χρησιμοποιήθηκαν ως αποθέτες των υπολειμμάτων των θυσιών. Οι ανασκαφές έχουν επίσης αποκαλύψει πολλά ειδώλια, κυρίως της περιώνυμης Μεγάλης Μητέρας Θεάς και ιδιαίτερα διακοσμημένη κεραμική. Δεν έχουν βρεθεί ταφές ούτε ανθρώπινα οστά στο ναό ή στην περιοχή γύρω από το HAGAR QIM. Αντιθέτως έχουν βρεθεί οστά πολλών θυσιασμένων ζώων. Θεωρείται ότι το σύμπλεγμα HAGAR QIM χτίστηκε σε τρία στάδια, αρχής γενομένης με τη βόρεια αψίδα του «Αρχαίου Ναού», ακολουθούμενο από το «Νέο Ναό» και τέλος, η ολοκλήρωση της όλης δομής. Το μεγαλιθικό συγκρότημα HAGAR QIM, αποτελείται από ένα κεντρικό ναό και τρεις επιπλέον μεγαλιθικές δομές δίπλα του. Ο κυρίως ναός χτίστηκε ανάμεσα στο 3600 και στο 3200 π.χ. Ωστόσο, υπάρχουν ερείπια, κυρίως στα βόρεια που είναι πολύ παλαιότερα. Το βασικό σχήμα του οικοδομήματος περιλαμβάνει προαύλιο, πρόσοψη, επίμηκες οβάλ θαλάμους, ημι-κυκλικές εσοχές και ένα κεντρικό πέρασμα που συνδέει τους θαλάμους. Αυτή η διαμόρφωση κοινώς ονομάζεται τριφυλλόσχημα. Η διάταξη του ναού φέρει ομοιότητες με το «αποτύπωμα» ( διάγραμμα ακτινοβολίας) μιας ασύρματης κεραίας που εκπέμπει στα 800 ΜHz.
Φαίνεται πως ο ναός αυτός έχει χτιστεί έτσι ώστε να δηλώνει την ανατολή του ηλίου σε αρκετές περιπτώσεις, πέρα από τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια, αλλά το πιο σημαντικό τις ανατολές και πορείες της Σελήνης.
Οι κατασκευαστές των ναών ήταν εντελώς απομονωμένοι και δεν έχουν βρεθεί ενδείξεις για επαφές τους με άλλες περιοχές, και ξαφνικά εξαφανίστηκαν. Δεν ξέρουμε καν την ακριβή ημερομηνία της εξαφάνισής τους, ενώ ένας συγγραφέας αναφέρει το 2000 π.χ κι ένας άλλος το 2500 π.χ. Μήπως έφτασαν εισβολείς και τους μετέφεραν αλλού σαν δούλους; Ή μήπως εγκαταστάθηκαν κάπου αλλού; ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ Οι Μαλτέζοι πιστεύουν ότι το Γκότσο είναι το νησί όπου κατοικούσε η θεά Καλυψώ, κοντά στην οποία έμεινε ο Οδυσσέας οκτώ χρόνια μετά το ναυάγιο του στο νησί της. Ίσως η Καλυψώ είναι μια παραλλαγή της θεάς της γονιμότητας στην οποία πιθανόν να ήταν αφιερωμένοι οι Ναοί!
Το Θιβέτ, «Η Στέγη του Κόσμου», ήταν πάντα απομονωμένο από την υπόλοιπη Ασία. Βρίσκεται σε ένα οροπέδιο, ύψους 3.660-4.750μ., και περιβάλλεται από βουνά, ανάμεσα στα οποία και το Έβερεστ. Η Λάσα βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γκεφέλ. Έχει κυκλική μορφή διαμέτρου 2χλμ., με κήπους και δενδροφυτεμένες εκτάσεις. Η πόλη αποτελεί την παραδοσιακή έδρα του Δαλάι Λάμα και των ανακτόρων του, της Ποτάλα και Νορμπουλίγκα, που αποτελούν μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και στο θιβετιανό βουδισμό θεωρείται ο ιερότερος προσκυνηματικός χώρος. Οι θιβετιανοί βουδιστές πιστεύουν ότι ο Δαλάι Λάμα είναι ζωντανός θεός, ενσάρκωση του μποντισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα, του μποντισάτβα της συμπόνιας. Η μποντισάτβα είναι βούδες που έχουν αναβάλει την προσωπική επίτευξη της νιρβάνας, ώστε να διευρύνουν την πνευματική οδό των κοινών ανθρώπων. Το ανάκτορο Ποτάλα, η παραδοσιακή κατοικία του Δαλάι Λάμα, με την χρυσαφένια στέγη του, είναι κυριολεκτικά η «Αγνή Γη του Αβαλοκιτεσβάρα», ένας τόπος αντίστοιχος με την δυτική εκδοχή του Παραδείσου. Η Λάσα έχει 255.000 κατοίκους και αποτελεί μια από τις πόλεις με το μεγαλύτερο υψόμετρο στον κόσμο. Λόγω της απρόσιτης ορεινής μορφολογίας της αφενός, και λόγω της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας της αφετέρου, που απαγορεύονταν η είσοδος σε αλλόθρησκους, η Λάσα για πολύ μακρύ χρονικό διάστημα αιώνων παρέμεινε «απαγορευμένη πόλη» για τους Ευρωπαίους. Στην θιβετιανή γλώσσα Λάσα σημαίνει «καθέδρα θεών», και δημιουργήθηκε από τον Σρόνγκ-Τσαν-Γκάμπο την 9 ο αι., από τον οποίο δόθηκε το νέο όνομα. Σύμφωνα με αρχαία θιβετιανά έγγραφα και επιγραφές, φαίνεται ότι η ονομασία της πόλης παλαιότερα ήταν Rasa, που σημαίνει «χώρος της κατσίκας», «κατσικοχώρι» ως τις αρχές του 9 ου αι. Τον 17 ο αι. περιήλθε στην αυτοκρατορική περιφέρεια την κινέζων αυτοκρατόρων διατηρώντας όμως την αυτονομία της. Στο κέντρο της πόλης στην περιοχή Μπαρχόρ βρίσκεται ο μέγας ιερός ναός Τζοχάνγκ.
Σύμφωνα με την βουδιστική παράδοση, το δόγμα του Βούδα έφτασε στο Θιβέτ με την μορφή ενός πιθήκου και εκεί ζευγάρωσε με ένα θηλυκό δαίμονα των βράχων. Λέγεται ότι από αυτή την ένωση προήλθαν οι πατριές του Θιβέτ. Οι βουδιστικοί ναοί στο Θιβέτ χτίζονταν σε σημεία με γεωμαντική σημασία, ώστε κυριολεκτικά να εξουδετερώνουν την γήινη ενέργεια του θηλυκού δαίμονα που πιστεύεται ότι κείται κάτω από το έδαφος του Θιβέτ. Ο θηλυκός δαίμονας ίσως συμβολίζει τις τοπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
1) Internet-Wikipedia 2) Documentaries 3) Τουριστικοί οδηγοί 4) Άτλας των Ιερών τόπων Colin Wilson 5) Βιβλία Ιστορίας