Αριθμός 338/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη και Ανδρέα Μοσχανδρέου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων:... Από αυτούς ο πρώτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπασπύρου και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο παραπάνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία ", που εδρεύει. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σαρδελλά. και εκπροσωπείται νόμιμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3 Αυγούστου 1998 ανακοπή που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2482/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 363/2000 του Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3 Ιουλίου 2000 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στυλιανός Πατεράκης ανέγνωσε την από 18 Δεκεμβρίου 2000 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 624 παρ.1 του ΚΠολΔ, βασική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής συνιστά η μη εξάρτηση της απαίτησης από αίρεση, όρο, προθεσμία ή αντιπαροχή. Ως "όρος" νοείται η δικαιοπρακτική επιβολή, στον προβλεπόμενο δικαιούχο της απαίτησης, υποχρέωσης για ενέργεια ή παράλειψη, που δεν αποτελεί αντιπαροχή, ούτως ώστε χωρίς την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης να μη γεννάται η απαίτηση ή να γίνεται απαιτητή η παροχή που αποτελεί το αντικείμενό της. Εξάλλου με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης (ΟλΑΠ 10/1997). Ειδικότερα όταν πρόκειται για ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε για οφειλόμενα μισθώματα, η καταβολή των οποίων τελούσε υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εκτελέσεως εκ μέρους του μισθωτή των συμφωνηθεισών εργασιών επί του μισθίου, ο ανακόπτων μισθωτής, παραδεκτώς δικαιούται να προτείνει σε συμψηφισμό τη συμφωνηθείσα ανταπαίτησή του δαπανών επί του μισθίου προς την απαίτηση των οφειλόμενων μισθωμάτων, εφόσον οι συμψηφιζόμενες απαιτήσεις συνυπήρξαν πριν από την έκδοση της διαταγής και επομένως επέρχεται αμοιβαία απόσβεση αυτών από τότε που συνυπήρξαν. Εξάλλου μόνη η ρύθμιση με
τις διατάξεις των άρθρων 440 έως 452 ΑΚ του μονομερούς ή αναγκαστικού συμψηφισμού δεν αποκλείει, ενόψει και της καθιερούμενης με την ΑΚ 361 αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, τη δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό, κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Το περιεχόμενο μιας τέτοιας συμβάσεως, που είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη, τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ των υφισταμένων απαιτήσεων και χωρίς ν' απαιτείται πρόταση συμψηφισμού, με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον. Η σύμβαση περί συμψηφισμού η οποία μπορεί να τεθεί και υπό αίρεση είτε αναβλητική είτε διαλυτική, είναι δυνατόν ν' αφορά και απαιτήσεις μέλλουσες, με αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως η λόγω συμψηφισμού απόσβεση, μόλις γεννηθούν και συνυπάρξουν αντιμέτωπες απαιτήσεις μεταξύ των μερών. Περαιτέρω κατά το άρθρο 450 παρ.2 ΑΚ δεν επιτρέπεται συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε προκαταβολικά από αυτόν. Η παραίτηση γίνεται είτε με συμφωνία των μερών είτε με μονομερή δήλωση του παραιτουμένου, απευθυντέα προς το άλλο μέρος. Είναι δε προφανές, ενόψει του ότι ο συμψηφισμός αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωση του οφειλέτη, ότι και η εκ των υστέρων παραίτηση, αφού δηλαδή γεννηθεί η απαίτηση του δανειστή και υπάρχει και η ανταπαίτηση του οφειλέτη, είναι απόλυτα θεμιτή. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 3-8-1998 ανακοπής, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η ανακόπτουσα και τώρα αναιρεσίβλητη ζήτησε την ακύρωση της με αριθμ. 1319/1998 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενη, με τον πρώτο λόγο ανακοπής, ότι η απαίτηση από μισθώματα των καθών η ανακοπή και τώρα αναιρεισειόντων, για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής έχει αποσβεσθεί κατόπιν συμψηφισμού ανταπαιτήσεως της τώρα αναιρεσίβλητης μισθώτριας ποσού 1.249.839 δραχμών, προερχόμενης από δαπάνες επισκευών που εκτέλεσε στο μίσθιο κατάστημα, όπως ο συμψηφισμός αυτός είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων με τον έκτο όρο του από 30-4-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως και τελούσε υπό την αίρεση της εκτελέσεως των συμφωνηθεισών δαπανών επί του μισθίου. Τον συμψηφισμό δε αυτό πρότεινε η ανακόπτουσα (αναιρεσίβλητη) και με το δικόγραφο της ανακοπής. Το Εφετείο. ως προς τη βασιμότητα του λόγου αυτού ανακοπής, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ανελέγκτως, ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με το από 30-4-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό οι καθών η ανακοπή Ιωάννης...ς (ήδη πρώτος αναιρεσείων) και Κωνσταντίνος...ς, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν νόμιμα, μετά τον επισυμβάντα στις 18-7-1999 θάνατο αυτού, οι τώρα υπό στοιχεία 2 έως 5 αναιρεσείοντες, τυγχάνοντες συγκύριοι κατά ποσοστό 50% ο καθένας, εκμίσθωσαν το επί της οδού Λαμπράκη αριθ. 1, στον Πόρο Τροιζηνίας κατάστημά τους, εμβαδού 36 τ.μ. με δύο W.C, στην ανακόπτουσα (αναιρεσίβλητη) ξενοδοχειακή επιχείρηση, για το χρονικό διάστημα από 1-5-1997 έως 31-4-2003, αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού δραχμών 120.000 μέχρι 31-4-1998, αναπροσαρμοζόμενο έκτοτε, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της. Στον έκτο όρο του άνω μισθωτηρίου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι κατόπιν κοινής συμφωνίας και ρητής δήλωσης-συναίνεσης των εκμισθωτών, η μισθώτρια αμέσως μετά την παράδοση σ' αυτήν του μισθίου θα προέβαινε, δια χρημάτων της, στις απαραίτητες για τη λειτουργικότητα του καταστήματος, σε σχέση με τη συμφωνημένη χρήση του, επισκευές-προσθήκες και συγκεκριμένα στην πλακόστρωση του δαπέδου του μισθίου και την οικοδομική αποπεράτωση και λειτουργία των δύο WC και ότι η αποδειγμένη δαπάνη της μισθώτριας συμφωνήθηκε να παρακρατηθεί (συμψηφιστεί) με τα μισθώματα των πρώτων μηνών μέχρι της εξ ολοκλήρου κάλυψης της δαπάνης. Έτσι, όπως δέχεται το Εφετείο, η καταβολή των μισθωμάτων των πρώτων μηνών, τελούσε υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εκτελέσεως των συμφωνηθεισών εργασιών επί του μισθίου εκ μέρους της μισθώτριας. Σε περίπτωση δε που πράγματι θα εκτελούνταν οι συμφωνηθείσες εργασίες η μισθώτρια θα συμψήφιζε τις
γενόμενες δαπάνες με τα μισθώματα. Η μισθώτρια, όπως δέχεται στη συνέχεια το Εφετείο, από τον Ιούλιο 1997 και μετά έκανε αποδειγμένα, όπως συνομολογείται, δαπάνες για τις ανωτέρω εργασίες, συνολικού ποσού, όπως αναφέρεται στην κρινόμενη ανακοπή (βλ. αυτήν και τιμολόγια) 1.104.319 δραχμών, πλέον ποσού δραχμών 145.520 για την κάλυψη δαπανών ηλεκτρολογικού σχεδίου, προκαταβολής Δ.Ε.Η. και Τ.Α.Π./Δ.Ο.Υ Πόρου, για τις οποίες παρακράτησε (συμψήφισε) τα οφειλόμενα μισθώματα (όχι την εγγύηση) για το χρονικό διάστημα από 1 Μαϊου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1997, συνολικού ποσού 960.000 (8 μισθώματα Χ 120.000) δραχμών, χωρίς διαμαρτυρία των εκμισθωτών, εκτός από την από 6-2-1998 εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία και όχληση, η οποία επιδόθηκε στη μισθώτρια την 13-2-1998. Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε, ότι η μισθώτρια, όπως συνομολογείται και από τους εκμισθωτές με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση και τις υποβληθείσες προτάσεις τους, παρέδωσε σ' αυτούς (εκμισθωτές), κατά μήνα Δεκέμβριο 1997 και την 1956874-4 επιταγή της ALPHA Τράπεζας Πίστεως, που ήταν πληρωτέα σε διαταγή των (δηλαδή και των δύο εκμισθωτών), αφού ήταν συγκύριοι του μισθίου κατά 50% ο καθένας, ποσού 960.000 δραχμών. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη (30-1-1998) και δόθηκε για την εξόφληση των μισθωμάτων του ανωτέρω από 1-5- μέχρι 31-12-1997 χρονικού διαστήματος, κατά παράκληση των εκμισθωτών, λόγω οικονομικών τους αναγκών και επειδή οι εργασίες στο μίσθιο, για να γίνει λειτουργικό, δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί, με μετάθεση του χρόνου παρακρατήσεως (συμψηφισμού) των δαπανών σε μεταγενέστερο χρόνο, χωρίς όμως τούτο να ευοδωθεί, δηλαδή να καταστεί δυνατόν να εισπραχθεί, αν και υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα, λόγω απουσίας του εκ των εκμισθωτών Κωνσταντίνου... στην Αμερική και όχι συνεπώς από υπαιτιότητα της μισθώτριας, αλλά και χωρίς να επιστραφεί η επιταγή έκτοτε στη μισθώτρια. Επίσης καταβλήθηκε στους εκμισθωτές και το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου 1998, καθώς και των επόμενων στη συνέχεια μηνών, η δε εγγύηση των 240.000 δραχμών για την καλή εκτέλεση των όρων της συμβάσεως μισθώσεως, καταβλήθηκε από τη μισθώτρια στους εκμισθωτές κατά την υπογραφή του μισθωτηρίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση η οποία είχε απορρίψει τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δέχθηκε την ανακοπή, ως προς το λόγο αυτό, και ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την ανωτέρω με αριθ. 1319/1998 διαταγή πληρωμής με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχε νόμιμη προϋπόθεση εκδόσεως της διαταγής αυτής γιατί η απαίτηση των μισθωμάτων του από 1-5 μέχρι 31-12-1997 χρονικού διαστήματος, συνολικού ποσού 960.000 δραχμών, με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή αυτή, ήταν εξαρτημένη, σύμφωνα με τον έκτο όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, από τη διαλυτική αίρεση της μη εκτελέσεως των συμφωνηθεισών ως άνω εργασιών επί του μισθίου. Η μισθώτρια όμως πράγματι εκτέλεσε τις συμφωνηθείσες εργασίες και κατέβαλε δαπάνες που καλύπτουν τα καθυστερούμενα ως άνω μισθώματα. Για τις δαπάνες δε αυτές πράγματι παρακράτησε (συμψήφισε) η μισθώτρια και τώρα αναιρεσίβλητη, τα ανωτέρω μισθώματα για τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, περιέλαβε στην απόφασή του επαρκή και σαφή αιτιολογία, η οποία καθιστά εφικτόν τον αναιρετικό έλεγχο επί του ζητήματος της αποσβέσεως της απαιτήσεως, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με βάση τη συμφωνία των διαδίκων και συγκεκριμένα τον έκτο όρο του συμφωνητικού μισθώσεως, η οποία (συμφωνία) επέτρεπε, χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού, με δήλωση της μισθώτριας, το συμψηφισμό ανταπαιτήσεως αυτής (μισθώτριας) προς τα οφειλόμενα μισθώματα. Ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ για ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ για επισημαινόμενες ελλείψεις στην αιτιολόγηση της αποφάσεως οι οποίες ανάγονται στην
εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξήχθη από αυτές, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί οι προβαλλόμενες με αυτόν ελλείψεις της αιτιολογίας της αποφάσεως ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, το πόρισμα δε από αυτές εκτίθεται σαφώς. Ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερος μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ για παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 442 ΑΚ για το λόγο ότι έγινε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη η πρόταση της αναιρεσίβλητης μισθώτριας για συμψηφισμό της απαίτησης των μισθωμάτων για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, με ανταπαίτηση αυτής (αναιρεσίβλητης) για δαπάνες επί του μισθίου, παρότι η εν λόγω ένσταση δεν αποδεικνυόταν "παραχρήμα", πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος γιατί παρεκτός του ότι δεν γίνεται επίκληση ότι η πρόταση συμψηφισμού έγινε μετά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο οπότε και μόνο κατά την ΑΚ 442 απαιτείται παραχρήμα απόδειξη, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ πλήσσει την εκτίμηση από το Εφετείο των συνιστώντων την ουσία της υποθέσεως πραγματικών περιστατικών, η οποία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, ο ίδιος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ για το λόγο ότι το Εφετείο δεν εξέτασε τον προβληθέντα με τις έγγραφες προτάσεις των τότε εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσειόντων ισχυρισμό ότι, οι επικαλούμενες από την ανακόπτουσα και τώρα αναιρεσίβλητη, ως γενόμενες δαπάνες, δεν αφορούσαν μόνον την πλακόστρωση του δαπέδου του μισθίου και την οικοδομική αποπεράτωση και λειτουργία των δύο WC, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά αφορούσαν και την ανέγερση από την αναιρεσίβλητη μισθώτρια αυθαίρετης και παράνομης κατασκευής, έξω από το μίσθιο κατάστημα, στην πρόσοψη του όλου κτιρίου, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, γιατί δεν πρόκειται για "πράγμα" κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αλλά για άρνηση των θεμελιούντων την ένσταση συμψηφισμού πραγματικών περιστατικών. Ο ίδιος δεύτερος λόγος κατά το τέταρτο μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ για το λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα προσδιοριζόμενα έγγραφα, τα οποία είχαν νόμιμα επικαλεσθεί και προσκομίσει οι αναιρεσείοντες και από τα οποία προέκυπτε ότι οι γενόμενες επί του μισθίου δαπάνες αφορούσαν παράνομη και αυθαίρετη κατασκευή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση του Εφετείου, ότι στο πόρισμά του ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του πρώτου λόγου ανακοπής κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των πρωτοδίκως εξετασθέντων μαρτύρων των διαδίκων, τις περιεχόμενες στα ταυτάριθμα προς την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, καθώς και όλα τα έγγραφα που είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει νομίμως οι διάδικοι, και από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο ως μη ληφθέντα υπόψη έγγραφα. Τέλος το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 450 παρ.2 ΑΚ με τις προαναφερθείσες παραδοχές του 1) ως προς την αρχική συμφωνία συμψηφισμού των οφειλόμενων ανωτέρω μισθωμάτων με δαπάνες που θα πραγματοποιούσε επί του μισθίου η μισθώτρια (αναιρεσίβλητη),και της ανωτέρω αίρεσης υπό την οποία είχε τεθεί η συμφωνία συμψηφισμού, 2) ως προς την τροποποίηση της συμβάσεως αυτής εκ των υστέρων αναφορικά με τον τρόπο πληρωμής των μισθωμάτων για τα οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και συγκεκριμένα ότι η εξόφληση αυτών θα γινόταν, κατά παράκληση των αναιρεσειόντων εκμισθωτών, με την παράδοση σ' αυτούς της ανωτέρω επιταγής της ALPHA Τράπεζας Πίστεως, που ήταν πληρωτέα σε διαταγή των (εκμισθωτών) και με τη μετάθεση του χρόνου προβολής του συμψηφισμού της ανταπαιτήσεως των δαπανών της μισθώτριας με μεταγενέστερα μισθώματα, 3) ως προς τη μη εξόφληση της επιταγής αυτής και εξακολούθηση οφειλής των επιδίκων μισθωμάτων από υπαιτιότητα των εκμισθωτών και συγκεκριμένα λόγω απουσίας του εκ των εκμισθωτών Κωνσταντίνου
... στην Αμερική, 4) ότι μετά τη μη εξόφληση των επιδίκων μισθωμάτων με την ανωτέρω επιταγή και τη συνέχιση καταβολής των πέραν του επιδίκου χρόνου μισθωμάτων, παραδεκτώς προτάθηκε σε συμψηφισμό η ανταπαίτηση της αναιρεσίβλητης για τις δαπάνες που έγιναν, σύμφωνα με τη σύμβαση, επί του μισθίου, καθόσον η μετάθεση του χρόνου συμψηφισμού σε μεταγενέστερα μισθώματα τελούσε υπό τον όρο εξοφλήσεως των επιδίκων μισθωμάτων με την προαναφερθείσα επιταγή. Επομένως, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίον το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 450 παρ.2 ΑΚ, γιατί δέχθηκε ότι παραδεκτώς η αναιρεσίβλητη πρόβαλε σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της δαπανών, παρότι είχε λάβει χώρα παραίτηση του δικαιώματος συμψηφισμού, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.- Επειδή στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες, επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε, πλήσσονται μεν όλες, πλην όμως η προσβολή μιάς απ' αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναιρέσεως, που προσβάλλουν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται σε δύο επάλληλες αιτιολογίες και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί 1) διότι η καταβολή των μισθωμάτων για τα οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής είχε εξαρτηθεί από τη διαλυτική αίρεση της μη εκτελέσεως των συμφωνηθεισών εργασιών επί του μισθίου, οι οποίες όμως εργασίες πράγματι εκτελέστηκαν 2) διότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής είχε αποσβεσθεί με την προαναφερθείσα έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού, των γενομένων επί του μισθίου δαπανών, οι οποίες κάλυπταν τα μισθώματα για τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, σε κάθε δε περίπτωση παραδεκτώς είχε προταθεί η ένσταση συμψηφισμού με τον πρώτο λόγο ανακοπής. Η προσβολή της δεύτερης αιτιολογίας δεν τελεσφόρησε γιατί απορρίπτονται όλοι οι προβαλλόμενοι κατ' αυτής λόγοι αναιρέσεως. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 14 ΚΠολΔ αναφερόμενες στην πρώτη αιτιολογία, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3 Ιουλίου 2000 αίτηση των για αναίρεση της 363/2000 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων (280.000) δραχμών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2001. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 28 Φεβρουαρίου 2001. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ