ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε «Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» Άρθρο 59 Τροποποιήσεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΜΕΡΟΣ Ε ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος..

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου στην πτώχευση

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

Ζητήματα από τη διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Εναρμόνιση του χρόνου και τρόπου διενέργειας πλειστηριασμού (κινητών και ακινήτων) με ηλεκτρονικά μέσα κατά τα πρότυπα του ΚΠολΔ

Taxlive - Επιμόρφωση Λογιστών Λογιστικά Προγράμματα & Υπηρεσίες Λογιστικής Ενημέρωσης

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (ΚΠολΔ )

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Συνεδρίαση 21/

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Αθήνα, 23 Ιανουαρίου 2019 Σ.Γ.Σ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ. Τμήμα Πρώτο. Σύσταση της εταιρίας

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ... Ι Χ Ευχαριστίες... χιιι ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... χχιχ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ. 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις...

β. Οταν δεν έχει συνταχθεί απογραφή και έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος από τον Α.Κ. χρόνος προς τούτο.

Taxlive - Επιμόρφωση Λογιστών Λογιστικά Προγράμματα & Υπηρεσίες Λογιστικής Ενημέρωσης

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

ΕΔΩ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΘΟΥΝ ΤΑ ΕΞΗΣ :

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Τι προβλέπει ο νόμος για την Δικαστική συμπαράσταση (Μέρος Α )

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

Τα δημόσια έσοδα (συνέχεια)

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Αναγκαστικού πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων του οφειλέτη του. Δημοσίου, «ΕΥΡΩΡΟΥΣ Α.Ε.» ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ

Η πτώχευση του πτωχευτικού δικαίου Άλλως η προνομιακή ικανοποίηση των προσημειούχων πιστωτών και η καταστρατήγηση της αρχής της σύμμετρης ικανοποίησης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΟΜΟΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ. 2. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. η ομόρρυθμη εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αθήνα 26 Μαΐου 1997 ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ Αριθ. Πρωτ.: /316-11/0016 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ 16η (Εισ.Δημ.Εσόδων) ΠΟΛ.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

Πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ. Κωδικοποίηση. Οδηγός του Πολίτη. Αριθμ. ΠΟΛ ΦΕΚ B

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

1. Το άρθρο 44 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 3026/1954 Κώδικα Δικηγόρων (Α 235) αντικαθίσταται ως εξής:

ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΣΘΗΚΗ

Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΜΕΡΟΣ Ε ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΗΤΡΩΟΥ ΤΜΗΜΑ 3 ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ KAI ΠΑΡΟΜΟΙΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4565,

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1997 ΜΕΧΡΙ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3791, 31/12/2003 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΕΓΓΥΗΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η ιδιότητα του διαδίκου σε αντιδιαστολή με την ιδιότητα του τρίτου

Τέλος, είναι αναγκαία η προσκόμιση στο δικαστήριο τεστ dna του εραστή, της μητέρας και του τέκνου και (κατά περίπτωση) του τεκμαιρόμενου πατέρα

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΔΑ: 65Γ1Η-ΕΚΒ Αθήνα, 9 Ιουνίου 2017

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε. ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 53 έως και 56 του ν. 3842/2010 (Φ.Ε.Κ. 58Α / ) και οδηγίες για την εφαρμογή τους.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ...2 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ;...5 ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΤΗΡΕΙΤΑΙ;...5

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Εκούσιος πλειστηριασμός.» Εισηγήτρια: Καραδήμου Στέλλα 0

Περιεχόμενα ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... - 3 - Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ... - 5-1. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ...- 6-2. ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ... -7-3.ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ... -10 - Γ. ΤΑ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ..-13-1. Ο ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΎΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ..-13-2. Ο ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ... -17- i. Εκποίηση ακινήτου του κληρονόμου εξ απογραφής και του δικαστικού εκκαθαριστή της κληρονομιάς... -18 - ii. Εκποίηση ακινήτου υπό του κηδεμόνος ανηλίκου, υπό του επιτρόπου και υπό του δικαστικού συμπαραστάτη... -20 - iii. Η ειδικότερη περίπτωση της δικαστικής διανομής... -23 - iv. Ο πλειστηριασμός από το σύνδικο πτώχευσης... -28-3. Ο ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΝΟΜΟΥ... -30 - i. Ο πλειστηριασμός των μη δεκτικών καταθέσεων πραγμάτων -31 - ii. Ο πλειστηριασμός του ενέχυρου κατά τα άρθρα 1228-1230 ΑΚ. - 33 - iii. Ο πλειστηριασμός κατά το ΚΙΝΔ...- 38 - iv. Ο πλειστηριασμός κινητών που βρίσκονται σε ακίνητο από το οποίο έγινε αναγκαστική αποβολή...-41 - v. Ο πλειστηριασμός σύμφωνα με το μεταλλευτικό κώδικα. - 43 - νi. Ο πλειστηριασμός κατά την εκκαθάριση προβληματικών επιχειρήσεων και κατά την εκκαθάριση τραπεζών... -44 - Δ. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ...-46-1. Η οριζόμενη από το άρθρο 1021 ΚΠολΔ διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού...-48-1

i. Η προδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού... - 48 - ii. Η κύρια Διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού... - 54-2. Η ιδιαίτερη διαδικασία του πλειστηριασμού κινητών που βρίσκονται σε ακίνητο από το οποίο έγινε αναγκαστική αποβολή... -63-3. Η Διαδικασία της δικαστικής Διανομής... -66 - α. Η Προδικασία της Δικαστικής Διανομής... -68- β. Η κύρια διαδικασία της Δικαστικής Διανομής... - 73-4. Η Αναστολή του Εκούσιου Πλειστηριασμού... -78-5. Αναγγελία των δανειστών στον εκούσιο πλειστηριασμό... -79-6. Διάθεση και κατάσχεση του αντικειμένου του εκούσιου πλειστηριασμού... - 81-7. Η τύχη των υποθηκών, των ενεχύρων και των υπόλοιπων περιορισμένων εμπράγματων δικαιωμάτων επί του πλείστηριασθέντοςαντικειμένου... - 84-8. Η ύπαρξη ελαττωμάτων του πλειστηριασθέντος αντικειμένου και η απορρέουσα ευθύνη... -88-9. Η ακυρότητα και η προσβολή του εκούσιου πλειστηριασμού..- 92 - Ε. Τελικές παρατηρήσεις... - 97- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... -99- ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ... -102-2

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ Α. Κ. Αστικός Κώδικας Α.ν Αναγκαστικός νόμος ΑΠ Αρ Αρμ ΑρχΝομολ ΑχαΝομολ βλ γνμδ δ ΔΕΕ Εδ Άρειος Πάγος Άρθρο Αρμενόπουλος (περιοδικό) Αρχείο Νομολογίας (περιοδικό) Αχαϊκή Νομολογία (περιοδικό) Βλέπε Γνωμοδότηση Δίκη (περιοδικό) Δίκαιο Επιχειρήσεων Εταιριών (περιοδικό) Εδάφιο ΕΕΝ Εφημερίς Ελλήνων Νομικών (περιοδικό) ΕιρΘες ΕιρΚρωπ ΕλλΔνη Ε.Ν. επ ΕΣΔΑ ΕφΑθ ΕφΘες ΕφΛαρ ΕφΠατρ ΕφΠειρ ημ ΚΙΝΔ ΚΠολΔ λ.χ. μειοψ Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης Ειρηνοδικείο Κρωπίας Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό) Εμπορικός Νόμος Επόμενα Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Εφετείο Αθηνών Εφετείο Θεσσαλονίκης Εφετείο Λαρίσης Εφετείο Πατρών Εφετείο Πειραιά Ημιτόμος Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας λόγου χάριν Μειοψηφία ΜΠρΒερ Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας 3

ΜΠρΓρεβ ΜΠρΘες ΜΠρΛαρ ν νδ ΝοΒ Ολ ΑΠ ο.π παρ περ πλειοψηφ ΠολΔ ΠΠρΑθ Πρβλ Σ ΣΕΑΚ σελ ΣχΠολΔ ΤΝΠ ΤΠΔ υποσημ ΧρΙΔ Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Μονομελές Πρωτοδικείο Λαρίσης νόμος νομοθετικό διάταγμα Νομικό Βήμα (περιοδικό) ολομέλεια Αρείου Πάγου όπου παραπάνω παράγραφος περίπτωση πλειοψηφία Πολιτική Δικονομία Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών παράβαλε Σύνταγμα Σύντομη Ερμηνεία του Α.Κ σελίδα Σχέδιο Πολιτικής Δικονομίας Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ταμείο Πρακαταθηκών και Δανείων υποσημείωση Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου(περιοδικό) 4

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Ο πλειστηριασμός ως έννοια αποκτά διαφορετική χροιά σε διάφορες διατάξεις του αστικού και του αστικού δικονομικού δικαίου. Ο πλειστηριασμός με την ευρεία έννοια, άλλως δημοπρασία, λογίζεται ως δημόσιος συναγωνισμός προκειμένου να επιτευχθεί η κατάρτιση μίας σύμβασης, ο οποίος απαντάται μόνο στο άρθρο 199 του Α.Κ και δεν ενδιαφέρει το αστικό δικονομικό δίκαιο. Αντίθετα, ο πλειστηριασμός εν στενεί έννοια που ενδιαφέρει και το αστικό δικονομικό δίκαιο είναι ο «δημόσιος πλειστηριασμός», ο οποίος διεξάγεται υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής και τηρουμένων των νόμιμων διατυπώσεων δημοσιότητας, προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο πλειστηριασμό. 1 Περαιτέρω ο δημόσιος πλειστηριασμός διακρίνεται σε αναγκαστικό και σε εκούσιο. 2 Αναγκαστικός πλειστηριασμός καλείται ο πλειστηριασμός ο οποίος πραγματοποιείται μετά από την αναγκαστική κατάσχεση της περιουσίας του οφειλέτη και χωρίς τη θέληση του με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών. 3 Αντίθετα ο εκούσιος πλειστηριασμός δεν γίνεται λόγω της αναγκαστικής κατάσχεσης αλλά πραγματοποιείται είτε με κοινή συμφωνία αυτών που έχουν την εξουσία διάθεσης εάν είναι περισσότεροι, είτε γιατί ο πλειστηριασμός επιβάλλεται από τον νόμο, είτε τέλος γιατί τον πλειστηριασμό αυτό τον διατάσσει το δικαστήριο. Σκοπός του εκούσιου πλειστηριασμού δεν είναι η ικανοποίηση των δανειστών από την περιουσία του οφειλέτη αλλά η επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου πλειστηριάσματος για τον κύριο ή τους κυρίους του πράγματος υπό την εγγύηση της κρατικής αρχής. Στην συγκεκριμένη θεματική θα εξετάσουμε την έννοια,την σημασία και τον σκοπό του εκούσιου πλειστηριασμού και θα 1 Βλ Ι. Μπρίνια «Αναγκαστική Εκτέλεσις» β έκδοση ανατύπωση 1985, σελ 2223 2 Σε αντίθεση με το προϊσχύον αστικό δικονομικό δίκαιο, κατά το οποίο ο δημόσιος πλειστηριασμός διακρινόταν σε αναγκαστικό, εκούσιο και δικαστικό πλειστηριασμό 3 Βλ αναλυτικά για τον αναγκαστικό πλειστηριασμό Φαλτσή «Αναγκαστική Εκτέλεση» ειδικό μέρος, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2001 5

αναλύσουμε τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες διεξάγεται ο εκούσιος πλειστηριασμός, καθώς και τη διαδικασία που ακολουθείται. Β. ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ 1. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ Όπως έχει αναφερθεί και ανωτέρω ο εκούσιος πλειστηριασμός υπό το δίκαιο του ΚπολΔ είναι ο πλειστηριασμός που διεξάγεται από συμφωνία εκείνων που έχουν την εξουσία διάθεσης του πράγματος είτε ύστερα από απόφαση του δικαστηρίου που διατάσσει τον εκούσιο πλειστηριασμό είτε τέλος δυνάμει διάταξης νόμου, ο οποίος επιβάλλει τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Η πρώτη περίπτωση του εκούσιου πλειστηριασμού συνιστά το λεγόμενο «γνήσιο εκούσιο πλειστηριασμό», εφόσον ο πλειστηριασμός αυτός διενεργείται μόνο όταν τα μέρη που διαθέτουν το πράγμα επιθυμούν και ζητούν την διενέργεια του, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες τα μέρη δεν εκφράζουν τη δική τους βούληση για τη διενέργεια του αλλά «υποχρεώνονται» ύστερα είτε από δικαστική απόφαση που διατάσσει τον πλειστηριασμό είτε δυνάμει διάταξης νόμου. 4 Η θέση αυτή ότι μόνο ο πλειστηριασμός,ο οποίος διεξάγεται μετά από συμφωνία των μερών συνιστά την κατεξοχήν μορφή του εκούσιου πλειστηριασμού επιβεβαιώνεται και υπό το πρίσμα του προηγούμενου Αστικού Δικονομικού Δικαίου, δηλαδή από την Πολιτική Δικονομία του 1834,κατά την οποία μόνο ο πλειστηριασμός ύστερα από την συμφωνία των μερών συνιστούσε τον εκούσιο πλειστηριασμό. Δεύτερη περίπτωση του εκούσιου πλειστηριασμού αποτελεί εκείνος που διενεργείται βάσει δικαστικής απόφασης, ο οποίος ρυθμιζόταν και από το προϊσχύον δίκαιο (άρθρα 1067-1077,1082-1087, 4 Βλ Γ. Νικολόττουλο, «Εννοιολογικός προσδιορισμός του εκούσιου πλειστηριασμού και σχετικά ζητήματα.» Δ 8(1977) σελ 186-187 6

1088-1099 ΠολΔ) και το οποίο ρύθμιζε πρώτον την εκποίηση πραγμάτων του εξ απογραφής κληρονόμου, δεύτερον την εκποίηση πραγμάτων ατόμων που δεν μπορούν μόνοι τους να διαθέσουν όπως οι ανήλικοι και τρίτον τη δικαστική διανομή πραγμάτων, των οποίων είναι ανέφικτη ή ασύμφορη η αυτούσια διανομή. Όσον αφορά τον πλειστηριασμό που διεξάγεται δυνάμει διάταξης νόμου, για πρώτη φορά ρυθμίστηκε με το ΚπολΔ και εντάχθηκε στον εκούσιο πλειστηριασμό, εφόσον η Δικονομία του 1834 δεν περιελάμβανε διατάξεις σχετικά με τον εν λόγω πλειστηριασμό. 5 Η ένταξη των περιπτώσεων που δεν εμπίπτουν ακριβώς στην έννοια του εκούσιου πλειστηριασμού από το νομοθέτη του ΚπολΔ,σε αντίθεση με τη δικονομία του 1834, οφείλεται στο γεγονός ότι ο ιστορικός νομοθέτης θέλησε να υπαγάγει όλες τις περιπτώσεις που δεν υπάγονται στον αναγκαστικό πλειστηριασμό και που χαρακτηρίζονται από έλλειψη αντιδικίας σε μία ενιαία ρύθμιση, ώστε να πετύχει διαδικαστική ομοιομορφία. 6 Αυτή η νομοθετική επιλογή είχε ως αποτέλεσμα να αποσυνδεθεί η έννοια του εκούσιου πλειστηριασμού από την παρά τη θέληση του δικαιούχου του πράγματος διεξαγωγή του και να μην συνιστά πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του εκούσιου πλειστηριασμού. 2. ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ Με τη διεξαγωγή του εκούσιου πλειστηριασμού επιδιώκεται όχι η ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών του κυρίου του πράγματος μέσω της ρευστοποίησης του πράγματος από τον πλειστηριασμό, όπως συμβαίνει με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό, αλλά η προστασία και η διασφάλιση των συμφερόντων των προσώπων εκείνων που αφενός συμφώνησαν να προβούν στην διενέργεια του πλειστηριασμού και αφετέρου εκείνων των προσώπων υπέρ των οποίων προβλέφθηκε από τον νόμο η εκποίηση πραγμάτων μέσω του πλειστηριασμού ή που υπέρ των οποίων δόθηκε η δυνατότητα να προβούν σε πλειστηριασμό μέσω 5 Βλ Γ. Οικονομόπουλο «Ο εκούσιος πλειστηριασμός κατά το άρθρο 1021 ΚπολΔ» Δ 8 (1977) σελ 204-205, βλ και Μπρίνια ο.π σελ 670 6 Βλ Μπρίνια ο.π σελ 2225, βλ Βαθρακοκοίλη σελ 547, βλ Φαλτσή ο.π σελ 381 7

δικαστικής απόφασης. 7 Η προστασία αυτή επιτυγχάνεται με την επίτευξη μεγαλύτερου τιμήματος, τηρουμένων των διατυπώσεων της δημοσιότητας και υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της δημόσιας αρχής. 8 Ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το πλειστηρίασμα δεν καταλήγει στους δικαιούχους του εκούσιου πλειστηριασμού αλλά στους δανειστές τους, η περιέλευση του πλειστηριάσματος στους δανειστές δεν γίνεται λόγω του εκούσιου πλειστηριασμού αλλά λόγω εφαρμογής άλλων διατάξεων που αφορούν άλλο θεσμό, ο οποίος παρεμβάλλεται στην διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού 9. Από τα ανωτέρω έγινε αντιληπτό ότι ο σκοπός του εκούσιου πλειστηριασμού είναι διαφορετικός από τον σκοπό του αναγκαστικού πλειστηριασμού και αποτελεί διακριτό γνώρισμα του εκούσιου πλειστηριασμού. Έχει υποστηριχθεί ότι άλλο γνώρισμα του εκούσιου πλειστηριασμού συνιστά και η απουσία αναγκαστικής κατάσχεσης του πράγματος. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, εάν έχει προηγηθεί κατάσχεση του πράγματος τότε ο πλειστηριασμός είναι αναγκαστικός και όχι εκούσιος,ενώ εάν δεν έχει προηγηθεί τότε συνιστά εκούσιο πλειστηριασμό ακόμη καιεάν ενεργείται παρά τη θέληση του κυρίου του πράγματος. Αν και η θέση αυτή επαληθεύεται σε αρκετές περιπτώσεις εκούσιου πλειστηριασμού, εντούτοις σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες απουσιάζει η αναγκαστική κατάσχεση του πλειστηριαζόμενου πράγματος,ο διενεργούμενος πλειστηριασμός είναι αναγκαστικός και όχι εκούσιος,εφόσον μέσω αυτού επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων των δανειστών του κυρίου του πράγματος. Μία τέτοια περίπτωση που μπορεί να αναφερθεί είναι το άρθρο 1237 ΑΚ κατά την οποία δίνεται η δυνατότητα στον ενεχυρούχο δανειστή να εκποιήσει το 7 Βλ Γ. Οικονομόπουλο ο.π σελ 206 8 Βλ Μπρίνια ο.π σελ 2226, Βαθρακοκοίλη ο.π σελ 547, Φαλτσή ο.π σελ 545 9 Βλ αναλυτικά κατωτέρω τις συγκεκριμένες περιπτώσεις της εκποίησης ακινήτου του κληρονόμου εξ απογραφής και του δικαστικού εκκαθαριστή της κληρονομιάς και της εκποίησης ακινήτου υπό του κηδεμόνος ανηλίκου, υπό του επιτρόπου και υπό του δικαστικού συμπαραστάτη. 8

ενέχυρο όταν η απαίτηση του καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη. 10 Η έλλειψη αντιδικίας συνιστά επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα του εκούσιου πλειστηριασμού και παράλληλα τον διακρίνει από τον αναγκαστικό. Γι αυτό το λόγο οι δικαιούχοι του πλειστηριαζόμενου πράγματος δεν αποκαλούνται ούτε «επισπεύδων» ούτε «καθ ου η εκτέλεση», έννοιες που απαντώνται στον αναγκαστικό πλειστηριασμό, εφόσον δεν αντιδικούν,αλλά αποκαλούνται απλά υποκείμενα της διαδικασίας του εκούσιου πλειστηριασμού. Η ανυπαρξία της αντιδικίας όμως δεν αποκλείει άνευ ετέρου ότι κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του εκούσιου πλειστηριασμού δεν είναι δυνατή η δημιουργία αντίθετων συμφερόντων μεταξύ των δικαιούχων του πλειστηριαζόμενου αντικείμενου. Μία τέτοια κατάληξη μπορεί να συμβεί όταν στην διανομή κοινού πράγματος μέσω πλειστηριασμού,κάποιος από τους συγκύριους θελήσει να προσδιορίσει διαφορετικό χρόνο ή τρόπο της διενέργειας του πλειστηριασμού επί επικοίνου, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει το πλειστηριαζόμενο αντικείμενο στη μικρότερη δυνατόν τιμή. Σε αυτή τη περίπτωση μπορεί να διαταχθεί αναστολή του πλειστηριασμού ύστερα από αίτηση των υπολοίπων των συγκύριων. Τελευταίο χαρακτηριστικό γνώρισμα του εκούσιου πλειστηριασμού συνιστά και η μη αναγγελία των δανειστών του κυρίου του πλειστηριαζόμενου πράγματος και η μη σύνταξη πίνακα κατάταξης των δανειστών, εφόσον οι δανειστές δεν συμμετέχουν στην όλη διαδικασία. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το πλειστηρίασμα περιέρχεται στους δανειστές,δεν μεταβάλλεται η φύση του πλειστηριασμού, εφόσον παρεμβάλλονται άλλες διαδικασίες όπως λ.χ. η πτώχευση και η ικανοποίηση των δανειστών γίνεται λόγω των παρεμβαλλόμενων διαδικασιών.. 10 Βλ αναλυτικά κατωτέρω σελ. 33-34 της παρούσας εισήγησης 9

3.Ν0ΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ Σε αντιδιαστολή με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό, του οποίου η νομική του φύση θεωρείται, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην θεωρία αλλά και στην νομολογία, δημοσίου δικαίου 11, ο εκούσιος πλειστηριασμός θεωρείται τόσο από την θεωρία 12 όσο και από την νομολογία 13 ότι αποτελεί ή είναι 11 Βλ αναλυτικά για το ζήτημα της νομικής φύσης του αναγκαστικού πλειστηριασμού Νικολόπουλο «Ο αναπλειστηριασμός» εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή 1979 σελ, βλ και Γέσιου-Φαλτσή «Αναγκαστική Εκτέλεση» ειδικό μέρος, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2001 σελ 187-189 12 Βλ Καλλιμόπουλο «Πώλησις διά δημόσιου πλειστηριασμού άνευ αντιδικίας(εκούσιος Πλειστηριασμός)» Δ 8(1977) σελ 188 όπου αναφέρει ότι «από απόψεως ιδιωτικού δικαίου αποτελεί ανταλλακτική σύμβαση και δη πώληση κατά το άρθρο 513 Α.Κ.»,, Βλ Μπρίνια,ο.π σελ 2226, κατά τον οποίον «ο κατά το άρθρο 1021 εκούσιος πλειστηριασμός χωρίς να είναι πώλησις αντικαθιστά την ττώλησιν ως τρόπο εκποιήσεως», βλ Μπέη «Πολιτική Δικονομία Γενικές Αρχές και Ερμηνεία των άρθρων» τεύχος 8, 1975, Αρ 484 σελ 1792-1793, κατά τον οποίο συνιστά «καθαρή πώληση του ιδιωτικού δικαίου», βλ ομοίως Μητσόπουλο «Προβλήματα του εκούσιου πλειστηριασμού», Δ 8(1977) σελ 196 κατά τον οποίον «ο εκούσιος πλειστηριασμός δεν αποβάλλει την μορφή της πωλήσεως», βλ επίσης και Φαλτσή, «Η δικονομική έννομη τάξη II Μελέτες και Γνωμοδοτήσεις Αστικού Δικονομικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου» εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009 σελ 544 κατά την οποία «ο εκούσιος πλειστηριασμός περιέχει ή είναι ισοδύναμος με πώληση του ιδιωτικού δικαίου», η ίδια «Ανεφάρμοστο του λόγου ανακοπής για την παρακώλυση του ελεύθερου ανταγωνισμού στον πλειστηριασμό για τη δικαστική διανομή ακινήτου-προϋποθέσεις προσβολής της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως για πλαστότητα «(γνμδ) ΕλλΔνη τόμος 52 (2011) σελ 37, όπου εκφέρει την ίδια άποψη σχετικά με την νομική φύση του εκούσιου πλειστηριασμού, Βλ επίσης Πίψου, «Η αναγγελία δανειστή στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ», εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2001, σελ 71 κατά την οποία συνιστά «πώληση ιδιωτικού δικαίου», βλ την ίδια, «Δικαστική Διανομή», εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2006, σελ 386 κατά την οποία «ο εκούσιος πλειστηριασμός ως έννομη σχέση είναι ισοδύναμος προς την πώληση», βλ επίσης Βαθρακοκοίλη, ο.π σελ 547 σύμφωνα με τον οποίον «συνιστά πώληση του ιδιωτικού δικαίου», βλ και Μπαρακατσούλα, «Η αναγκαστική εκτέλεση θεωρία-νομολογία-πράξη τόμος 2.εκδοτικός οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα Αθήνα Σεπτέμβριος1993 σελ 1133,οπου αναφέρεται ότι αποτελεί «καθαρή πώληση του ιδιωτικού δικαίου ή ανταλλακτική σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 513 Α.Κ ή πώληση με εκούσιο πλειστηριασμό.», πρβλ όμως και Νικολόπουλο «Εννοιολογικός προσδιορισμός του εκούσιου πλειστηριασμού και σχετικά ζητήματα» Δ 8(1977) σελ 183-187 κατά τον οποίον ο εκούσιος 10

ισοδύναμος με την πώληση του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος περιβάλλεται υπό τις εγγυήσεις της δημόσιας αρχής,ώστε να επιτευχθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλείστηρίασμα. Η θέση αυτή της θεωρίας και της νομολογίας στηρίζεται και στις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ από τις οποίες συνάγεται ότι η βούληση του ιστορικού νομοθέτη ήταν να υπαγάγει τον εκούσιο πλειστηριασμό ως πώληση του ιδιωτικού δικαίου. 14 Ως προς την εξέρευση της νομικής φύσης του εκούσιου πλειστηριασμού, ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο κρίνεται ο σκοπός και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του. Όπως έχει αναπτυχθεί και ανωτέρω, με τον εκούσιο πλειστηριασμό δεν επιδιώκεται η ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών και δεν εμφανίζεται το στοιχείο της αντιδικίας μεταξύ των δικαιούχων. Αντίθετα με τον εκούσιο πλειστηριασμό επιδιώκεται η ικανοποίηση των συμφερόντων των δικαιούχων και η επίτευξη όσο τον δυνατόν μεγαλύτερου πλειστηριάσματος. Για να πραγματοποιηθεί ο συγκεκριμένος στόχος χρησιμοποιείται η διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού, χωρίς όμως να αλλοιώνει και να μεταβάλλει ούτε τον σκοπό ούτε τα γνωρίσματα του εκούσιου πλειστηριασμού. Κατά συνέπεια γίνεται αντιληπτό ότι ναι μεν ο εκούσιος πλειστηριασμός ως έννομη σχέση και ως τρόπο εκποίησης αποτελεί πώληση του ιδιωτικού δικαίου κατά την οποία οι δικαιούχοι θεωρούνται πωλητές ενώ ο υπερθεματιστής αγοραστής, ωστόσο όμως δεν παύει να αποτελεί θεσμό του αστικού δικονομικού δικαίου και να εκτυλίσσεται μέσα στα όρια και στα διαδικαστικά πλαίσια του αστικού δικονομικού πλειστηριασμός συνιστά πώληση του ιδιωτικού δικαίου μόνο όμως ως προς τον «γνήσιο εκούσιο πλειστηριασμό»,δηλαδή εκείνου που διενεργείται ύστερα από συμφωνία των μερών εκείνων που έχουν την ικανότητα διαθέσεως του αντικειμένου. 13 Βλ ΑΠ 193/1994 ΝοΒ 1995 σελ 95, Εφ Πατρ 966/2003 ΑχαΝομολ 2007 σελ 393, ΕφΑΘ 9769/1991 Αρμ 1992 σελ 169 (170), ΕφΘες 457/1989 Αρμ 1990 σελ 47, Εφ Αθ 14659/1988 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ Αθ 5507/1982 Αρχ Νομολ 1982 σελ 564, ΜΠρΓρεβ 207/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 14 Βλ Μιχελάκη, ΣχΠολΔ VIII σελ 49 11

δικαίου. 15 Συγκεκριμένα τη διενέργεια του εκούσιου πλειστηριασμού την αναλαμβάνουν τα δημόσια όργανα της εκτέλεσης, των οποίων οι πράξεις ορίζονται από τον νόμο ανεξάρτητα από την βούληση των εντολέων τους-δικαιούχων του εκούσιου πλειστηριασμού και συνεπώς αποτελούν διαδικαστικές πράξεις και ρυθμίζονται τόσο ως προς τον τύπο τους όσο και ως προς τις έννομες συνέπειες τους από τις διατάξεις του αστικού δικονομικού δικαίου 16 εφαρμοζόμενων σύμφωνα με την φύση και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του εκούσιου πλειστηριασμού. Ως προς τις διατάξεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού που εφαρμόζονται αναλόγως και στον εκούσιο πλειστηριασμό, το ίδιο το άρθρο αναφέρει εκείνα τα άρθρα του αναγκαστικού πλειστηριασμού τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής και στον εκούσιο πλειστηριασμό, εφόσον συμπορεύονται με την φύση και το σκοπό του εκούσιου πλειστηριασμού. Στη θεωρία και στη νομολογία επικρατεί διχογνωμία και αμφισβήτηση για το εάν μπορούν να εφαρμοσθούν αναλόγως και άλλες διατάξεις του ΚΠολΔ,οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά στο άρθρο 1021 του ΚΠολΔ, δηλαδή για το εάν η απαρίθμηση των ανωτέρω άρθρων είναι περιοριστική ή ενδεικτική. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη 17, η οποία στηρίζεται και στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, η αρίθμηση εκείνων των άρθρων του αναγκαστικού πλειστηριασμού που εφαρμόζονται αναλόγως και στον εκούσιο πλειστηριασμό είναι περιοριστική ή αποκλειστική και δεν μπορούν συνεπώς να εφαρμοσθούν αναλόγως άλλες διατάξεις που αφορούν τον αναγκαστικό πλειστηριασμό. 15 Βλ Μπρίνια ο.ττ σελ 2233-2234, βλ Πίψου «Δικαστική Διανομή» σελ 386, βλ και ΕφΑΘ14569/1988 ΝοΒ 1990 σελ 464 16 Βλ Μπρίνια ο.π σελ 2233,βλ επίσης και Οικονομόπουλο, ο.π σελ 207 17 βλ από τη θεωρία Μιχελάκη «ΣχΠολΔ 8 σελ 49 κατά τον οποίο «...τινές μόνο των διατάξεων του αναγκαστικού πλειστηριασμού δύναται να τύχουν ανάλογης εφαρμογής», βλ Οικονομόπουλο ο.π σελ 205-206, βλ Καλλιμόπουλο ο.π σελ 188,βλ και Μπέη ο.π σελ1693 ενώ όσο αφορά την νομολογία, βλ ΑΠ 1307/1994 ΕλλΔνη 1996 σελ 609, 12

Αντίθετα σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη,η οποία είναι και κρατούσα τόσο στη θεωρία 18 όσο και στη νομολογία 19 και στηρίζεται στη τελολογική ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης, η απαρίθμηση του άρθρου 1021 εδ β ΚΠολΔ είναι ενδεικτική, με αποτέλεσμα να είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή και άλλων διατάξεων μη απαριθμούμενων στην ανωτέρω διάταξη με την προϋπόθεση όμως η εφαρμογή αυτών των διατάξεων να συμβαδίζει με τη νομική φύση και το σκοπό του εκούσιου πλειστηριασμού. Γ. ΤΑ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ 1. Ο ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΎΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ Ο πλειστηριασμός έπειτα από συμφωνία των μερών συνιστά την κατεξοχήν περίπτωση του εκούσιου πλειστηριασμού και μάλιστα και από το πρόίσχύον δίκαιο θεωρείτο ως την κλασική περίπτωση του εκούσιου πλειστηριασμού και ρυθμιζόταν από τα άρθρα 1080-1081 της Πολιτικής Δικονομίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο προηγούμενο δίκαιο, αναφερόταν ως εξώδικος απαλλοτρίωση και ρυθμιζόταν από τα άρθρα 1080-1081 της ΠολΔ/1834. Αναλυτικότερα οι εν λόγω διατάξεις του προϊσχύοντος δίκαιου έδιναν την δυνατότητα σε αυτούς που διέθεταν το πράγμα να επιλέξουν οι ίδιοι πως θα απαλλοτριώσουν το πράγμα που τους άνηκε, ακόμη και τη δυνατότητα να απαλλοτριώσουν το πράγμα με πλειστηριασμό εάν συμφωνήσουν στον εν λόγω τρόπο απαλλοτρίωσης. Σε αντίθεση με το ισχύον δίκαιο, στο προϊσχύον προβλεπόταν 18 βλ Μητσόπουλο ΕλλΔνη 1984 σελ 873 και ιδίως 877, βλ Μπρίνια,ο.π σελ 2258,βλ Νικολόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π σελ 1999, βλ ίδιος, Δ 1977 σελ 182, βλ Πίψου, «Δικαστική Διανομή», ο.π σελ 387-388, βλ και ίδια, «Αναγγελία στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ», ο.π σελ 73 επ 19 βλ ΕφΑΘ 1894/1993 ΕλλΔνη 1994 σελ 155 13

διαδικασία κατάταξης για την προστασία των δανειστών του πράγματος που απαλλοτριώθηκε εξώδικα 20. Έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και διαμάχης ως προς την νομική φύση της εν λόγω συμφωνίας των μερών. Έχει υποστηριχθεί 21 ότι η εν λόγω συμφωνία συνιστά δικονομική σύμβαση, μέσω της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεώνονται να ρευστοποιήσουν το πράγμα με τη διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού και όχι μέσω της εκούσιας πώλησης. Αναλυτικότερα, τα συμβαλλόμενα μέρη δίνουν εντολή στην αρμόδια δημόσια αρχή δηλαδή στον δικαστικό επιμελητή να ξεκινήσει την εν λόγω διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού. Η συγκεκριμένη εντολή συνιστά αίτηση των μερών προς το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, η οποία πρέπει να υποβληθεί από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Γίνεται δεκτό ότι η συγκεκριμένη αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί από ορισμένα μέρη που εξουσιοδοτούν τα υπόλοιπα, αφού στο δικό μας σύστημα δεν είναι επιτρεπτή η αίτηση για έννομη προστασία με αντιπρόσωπο. Δεν είναι όμως δυνατός ούτε ο εξαναγκασμός κάποιου από τους δικαιούχος σε υποβολή αίτησης βάσει του άρθρου 949 ΚΠολΔ,εάν αυτός δεν το επιθυμεί. Αυτό γίνεται γιατί η αίτηση δεν αποτελεί δήλωση αλλά ανακοίνωση βούλησης και δεν μπορεί να υποκατασταθεί με την απόφαση του δικαστηρίου βάσει του άρθρου 949 ΚΠολΔ. Επιπλέον η εν λόγω σύμβαση αναπτύσσει μόνο ενοχική ενέργεια, με συνέπεια εάν ένας από τους συγκύριους πωλήσει το ποσοστό του μετά τη συμφωνία για την εκποίηση του πράγματος με εκούσιο πλειστηριασμό, τότε η πώληση είναι μεν έγκυρη αλλά γεννάται ζήτημα αποζημίωσης των υπόλοιπων συγκύριων του πράγματος από εκείνον τον συγκύριο που προέβη σε πώληση του ποσοστού του. Ως προς το επιτρεπτό κατάρτισης τέτοιας συμφωνίας, γίνεται δεκτό ότι σύμφωνα με την γενική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων που θεσπίζεται με το άρθρο 361 Α.Κ τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να ρευστοποιήσουν το πράγμα χρησιμοποιώντας τη διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού, εκτός εάν κάτι τέτοιο απαγορεύεται από άλλες ειδικότερες διατάξεις, όπως για παράδειγμα εάν τα μέρη συμφωνήσουν 20 Βλ Μπρίνια,ο.π σελ 2235 21 Βλ Νικολόπουλο ο.π σελ 179 14

να εκποιήσουν το πράγμα με εκούσιο πλειστηριασμό προτού το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1239 Α. Κ. Κρίνεται χρήσιμο να ειπωθεί ότι στην εν λόγω δικονομική σύμβαση ισχύει ο γενικός κανόνας του ατύπου των δικαιοπραξιών, δηλαδή η εν λόγω συμφωνία δεν πρέπει απαραίτητα να καταρτισθεί εγγράφως αλλά μπορεί να καταρτισθεί και προφορικά εκτός βέβαια εάν πρόκειται για την εκποίηση ακινήτου μέσω πλειστηριασμού, όπου είναι απαραίτητη η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου, όπως επιβάλλει η ρύθμιση του άρθρου 369 Α.Κ. Τέλος κρίνεται ορθό ότι τα μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν να μην εφαρμοστούν ή να τροποποιηθούν οι διατάξεις,οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1021 ΚΠολΔ, εφόσον τα ίδια θέλησαν να υπαχθούν στο καθεστώς του εκούσιου πλειστηριασμού με όλες τις διατάξεις που εφαρμόζονται σε αυτόν ώστε να μπορέσει να εκπληρωθεί ο σκοπός του δηλαδή η επίτευξη μεγαλύτερου πλειστηριάσματος. Στην περίπτωση που έχει τεθεί κάποιος τέτοιος όρος αυτός θεωρείται άκυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη. Αντίθετα σύμφωνα με την κρατούσα άποψη 22, η οποία κρίνεται και ορθότερη,η εν λόγω συμφωνία συνιστά δικονομική συνδικαιοπραξια και όχι δικονομική σύμβαση, εφόσον τα συμφέροντα των μερών δεν είναι αντίθετα αλλά σύστοιχα και συμπορευόμενα και εκδηλώνονται με κοινή ή διαδοχική δήλωση βουλήσεως στο αρμόδιο όργανο δηλαδή στο δικαστικό επιμελητή με σκοπό να λάβει χώρα ο εκούσιος πλειστηριασμός. Επιπλέον δεν συνιστά δικονομική σύμβαση, εφόσον δεν υπάρχουν αντίθετα συμφέροντα μεταξύ των δικαιούχων ούτε όμως υπάρχει κάποια αντιδικία μεταξύ τους αλλά αντίθετα έχουν συμφωνήσει να κινήσουν την διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού. 23 Γίνεται δεκτό 22 Βλ Μητσόπουλο ο.π σελ 196, βλ Μπρίνια ο.π σελ 2235-2236, βλ Βαθρακοκοίλη ο.π σελ 548, βλ Μπαρακατσούλα ο.π σελ 1134-1135, βλ επίσης Σαμαρτζή «Περί εκούσιου πλειστηριασμού (άρθρο 1021 ΚΠολΔ) κατόπιν συμφωνίας των μερών» ΑρχΝομολ 1991 σελ 721 (722) 23 Βλ Σαμαρτζή,ο.π σελ 724 15

ότι εάν συνταχθεί προγενέστερο έγγραφο μεταξύ των μερών αυτό ούτε δεσμεύει τα μέρη ούτε δίνει εντολή στον δικαστικό επιμελητή να κινήσει τον εκούσιο πλειστηριασμό, καθώς η εν λόγω συμφωνία ως δικονομική συνδικαιοπραξία δεν αποτελεί δήλωση βουλήσεως μεταξύ των διαδίκων αλλά δήλωση ως προς το αρμόδιο δικαιοδοτικο όργανο να προβεί στον πλειστηριασμό μέσω κοινής ή διαδοχικής αίτησης. 24 Ως προς τον τύπο της συμφωνίας, υπαγορεύεται ο έγγραφος τύπος, όχι μόνο λόγω της ανυπαρξίας έκθεσης αλλά και για την απόδειξη της συμφωνίας και τον ορισμό του χρονικού σημείου κατά τον οποίο οφείλει να συντάξει το πρόγραμμα του πλειστηριασμού ο δικαστικός επιμελητής ύστερα από την εντολή που του δόθηκε από τους αιτούντες. Επίσης για να καταθέσουν τα μέρη την συμφωνία τους στο αρμόδιο όργανο πρέπει όχι μόνο να είναι ικανοί προς δικαιοπραξία και προς παράσταση στο δικαστήριο αλλά και να έχουν την εξουσία διαθέσεως του πράγματος που επρόκειτο να πλείστηριασθεί με εκούσιο πλειστηριασμό, καθώς ο εκούσιος πλειστηριασμός συνιστά έναν τρόπο πώλησης του αντικείμενου. 25 Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ότι εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου πρέπει να έχουν όλοι οι δικαιούχοι του εκουσίου πλειστηριασμού, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να επιτευχθεί ο εκούσιος πλειστηριασμός με συμφωνία των μερών παρά μόνο δικαστική διανομή σύμφωνα με το άρθρο 478 ΚΠολΔ. Έχει τεθεί ζήτημα για το κατά πόσο είναι εφικτή η διενέργεια εκούσιου πλειστηριασμού έπειτα από συμφωνία των μερών όταν το μερίδιο ενός ή περισσότερων των συμβαλλόμενων μερών βαρύνεται από υποθήκη ή από προσημείωση υποθήκης. Σε αυτή την περίπτωση είναι δυνατή η εκποίηση του αντικείμενου με εκούσιο πλειστηριασμό ύστερα από συμφωνία των μερών, χωρίς όμως να θίγεται ούτε η υποθήκη ούτε η προσημείωση και το εξ αδιαιρέτου μερίδιο εξακολουθεί να είναι έναντι 24 Βλ Μητσόπουλο ο.π σελ 196, βλ και Μπρίνια,ο.π σελ 2236 25 Βλ Μητσόπουλο ο.π σελ 196, βλ Μπρίνια,ο.π σελ 2236, βλ και Μπαρακατσούλα ο.π σελ 1135 16

του ενυπόθηκου δανειστή βεβαρυμμενο με υποθήκη ή προσημείωση. 26 Αυτό συμβαίνει καθώς η εμπράγματη ασφάλεια δεν αποκλείει τη μεταβίβαση του πράγματος,το οποίο μεταβιβάζεται βεβαρυμμενο με την εμπράγματη ασφάλεια. 27 Τέλος υπάρχει αμφιβολία εάν ο μοναδικός δικαιούχος ενός αντικειμένου μπορεί να κινήσει τη διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού. Από την γραμματική διατύπωση του άρθρου 1021 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο μοναδικός δικαιούχος δεν μπορεί να κινήσει την διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού, ωστόσο όμως εάν ερμηνεύσουμε την διάταξη με βάση τον σκοπό που εξυπηρετεί 28 συνάγεται ότι και ο μοναδικός δικαιούχος του δικαιώματος μπορεί να κινήσει την διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού εφόσον με αυτό τον τρόπο προωθείται το συμφέρον του για την επίτευξη μεγαλύτερου τιμήματος του πλειστηριαζόμενου πράγματος. 29 Στην πράξη αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που ο συγκύριος ενός ακινήτου έχει συμφωνήσει με τρίτους μέσω σύμβασης να μην εκποιήσει το εξ αδιαιρέτου μερίδιο του, τότε αυτός μπορεί να διενεργήσει εκούσιο πλειστηριασμό του ακινήτου αποφεύγοντας οποιαδήποτε ευθύνη του από την αθέτηση της σύμβασης. Επίσης το ίδιο μπορεί να συμβεί και όταν ο μόνος κύριος μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει συμφωνήσει με τους υπόλοιπους κύριους άλλων οριζόντιων ιδιοκτησιών του ίδιου οικοδομήματος να μην εκποιήσει την οριζόντια ιδιοκτησία του. 2. Ο ΕΚΟΥΣΙΟΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 26 Βλ Μπρίνια ο.π σελ 2237-2238, βλ Βαθρακοκοίλη ο.π σελ 549, βλ Μπαρακατσούλα ο.π σελ 1135 27 Βλ αναλυτικότερα κατωτέρω σελ 83 της παρούσας εισήγησης 28 Χρησιμοποιώντας δηλαδή την μέθοδο της τελολογικής ερμηνείας,η οποία οδηγεί σε πιο ασφαλείς λύσεις από την γραμματική ερμηνεία 29 29 Βλ Μπρίνια ο.π σελ 2238, βλ και Βαθρακοκοίλη ο.π σελ 549 17

Ο εκούσιος πλειστηριασμός που διενεργείται βάσει δικαστικής απόφασης ρυθμιζόταν και από το προϊσχύον δίκαιο (άρθρα 1067-1077,1082-1087, 1088-1099 ΠολΔ), το οποίο συγκεκριμένα ρύθμιζε την εκποίηση πραγμάτων του εξ απογραφής κληρονόμου,την εκποίηση πραγμάτων ατόμων που δεν μπορούν μόνοι τους να διαθέσουν όπως οι ανήλικοι καθώς και την δικαστική διανομή πραγμάτων, των οποίων είναι ανέφικτη ή ασύμφορη η αυτούσια διανομή. Οι ίδιες περιπτώσεις ρυθμίζονται και από τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠολΔ και αποτελούν περιπτώσεις του εκούσιου πλειστηριασμού, καθώς διεξάγεται ο πλειστηριασμός χωρίς αντιδικία και το πλειστηρίασμα αποδίδεται είτε στο διαχειριστή της κληρονομιάς είτε στον νόμιμο εκπρόσωπο του δικαιούχου είτε στους συγκύριους χωρίς να ικανοποιηθούν οι δανειστές. i.. Εκποίηση ακινήτου του κληρονόμου εξ απογραφής και του δικαστικού εκκαθαριστή της κληρονομιάς Ο κληρονόμος για να μη θέσει σε κίνδυνο την ατομική του περιουσία όταν δεν γνωρίζει ή έχει αμφιβολία για το αν η κληρονομική περιουσία είναι κατάχρεη και το ενεργητικό της δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών έχει τη δυνατότητα να αποδεχθεί την κληρονομιαία περιουσία με το ευεργέτημα της απογραφής. 30 Η εκποίηση του ακινήτου γίνεται με δημόσιο εκούσιο πλειστηριασμό εκτός εάν το δικαστήριο αποφασίσει να γίνει η εκποίηση του ακίνητου χωρίς τη διενέργεια του πλειστηριασμού εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση( in concreto) κρίνεται συμφερότερο. Ο ανωτέρω πλειστηριασμός, όπως έχει ειπωθεί συνιστά εκούσιο δημόσιο πλειστηριασμό καθώς διεξάγεται χωρίς αντιδικία, το πλειστηρίασμα αποδίδεται στο διαχειριστή της κληρονομιαίας περιουσίας δηλαδή στον κληρονόμο εξ απογραφής χωρίς να υπάρχει διαδικασία κατατάξεων των 30 Για αναλυτικότερη εξέταση του ζητήματος του ευεργετήματος της απογραφής βλ Απ Γεωργιάδη «Κληρονομικό Δίκαιο» εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή 2010 σελ 750 επ 18

δανειστών της κληρονομιαίας περιουσίας. Το γεγονός ότι από το πλειστηρίασμα ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των δανειστών δεν έχει ως συνέπεια να μη θεωρείται ως εκούσιος εφόσον το πλειστηρίασμα επέρχεται στους δανειστές λόγω της διαδικασίας του κληρονομικού δικαίου σύμφωνα με την οποία οι δανειστές της κληρονομιαίας περιουσίας ικανοποιούνται από την κληρονομιά μέσω του κληρονόμου εξ απογραφής. Στον εν λόγω πλειστηριασμό μπορεί και ο κληρονόμος εξ απογραφής να πλειοδοτήσει, εφόσον δεν εφαρμόζεται το άρθρο 533 παρ 1 Α.Κ. κατά την οποία «σε περίπτωση πώλησης με εκούσιο πλειστηριασμό απαγορεύονται να αγοράσουν είτε αυτοπροσώπως είτε διαμέσου άλλου είτε για λογαριασμό άλλου εκείνοι που έχουν τη διαχείριση της περιούσιας κάποιου,πράγματα από την περιουσία» καθώς ο κληρονόμος δεν διοικεί περιουσία ενός τρίτου αλλά τη δική του περιουσία, η οποία όμως είναι διαχωρισμένη από την ατομική του. Επιπλέον δεν εφαρμόζεται ούτε η διάταξη του άρθρου 965 παρ 1 εδ 2 ΚΠολΔ, κατά την οποία δεν μπορεί να πλειοδοτήσει εκτός των άλλων και ο οφειλέτης, διότι ο κληρονόμος δεν θεωρείται οφειλέτης της κληρονομιάς αλλά τρίτος ως προς το εκπλειστηριαζόμενο ακίνητο 31.Το προϊόν του εκούσιου πλειστηριασμού περιέρχεται στην κληρονομιαία περιουσία του εξ απογραφής κληρονόμου και όχι στην ατομική του περιουσία,ώστε να μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι δανειστές της κληρονομιαίας περιουσίας από αυτό. Επιπλέον, και όταν έχει διαταχθεί δικαστική εκκαθάριση της κληρονομιάς 32 προκείμενου να προστατευθούν οι κληρονομικοί δανειστές από την κατάχρεη ατομική περιουσία του κληρονόμου, ο δικαστικός εκκαθαριστής μπορεί ύστερα από άδεια του δικαστηρίου να εκποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 1918 Α.Κ. τα αντικείμενα της 31 βλ Παντελίδου στο Γεωργιάδη-Σταθόπουλο «Αστικός Κώδιξ Ερμηνεία κατ' άρθρο - Νομολογία-Βιβλιογραφία» Τόμος χ Κληρονομικό Δίκαιο, εκδόσεις Π.Ν.Σάκκουλα Αθήνα 1998 σελ 279 32 Για αναλυτικότερη εξέταση του ζητήματος της εκκαθάρισης κληρονομιάς Βλ Απ Γεωργιάδη, ο.π σελ 783 επ 19

κληρονομιαίας περιουσίας προκειμένου να ικανοποιηθούν οι κληρονομικοί δανειστές. Η εκποίηση των αντικειμένων μπορεί να γίνει ακόμη και με πλειστηριασμό ο οποίος λογίζεται ως εκούσιος, διότι διεξάγεται χωρίς αντιδικία, το πλειστηριασμό αποδίδεται στο διαχειριστή της κληρονομιαίας περιουσίας δηλαδή στο δικαστικό εκκαθαριστή χωρίς να υπάρχει διαδικασία κατατάξεων των δανειστών της κληρονομιαίας περιουσίας. Το γεγονός ότι από το πλειστηρίασμα ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των δανειστών δεν έχει ως συνέπεια να μη θεωρείται ο εν λόγω πλειστηριασμός ως εκούσιος εφόσον το πλειστηρίασμα επέρχεται στους δανειστές λόγω της διαδικασίας του κληρονομικού δικαίου σύμφωνα με την οποία οι δανειστές της κληρονομιαίας περιουσίας ικανοποιούνται από την κληρονομία μέσω του δικαστικού εκκαθαριστή. Κρίνεται ωστόσο απαραίτητο να επισημανθεί ότι ο δικαστικός εκκαθαριστής της κληρονομίας δεν μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ 1 Α.Κ. να πλειοδοτήσει στον εκούσιο πλειστηριασμό, σε αντίθεση με τον κληρονόμο εξ απογραφής, εφόσον διαχειρίζεται ξένη περιουσία για λογαριασμό του κληρονόμου. 33 ιι. Εκποίηση ακινήτου υπό του κηδεμόνος ανηλίκου, υπό του επιτρόπου και υπό του δικαστικού συμπαραστάτη Όταν οι ασκούντες τη γονική μέριμνα θελήσουν να εκποιήσουν ακίνητο του ανηλίκου πρέπει σύμφωνα με το συνδυασμό των άρθρων 1524 και 1624 εδ 1 περ 1 Α.Κ. να ζητήσουν άδεια από το δικαστήριο και μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση είναι επιτρεπτή μία τέτοια εκποίηση. Η παρεμβολή του αρμόδιου δικαστή,ο οποίος θα επιτρέψει ή όχι την εκποίηση ακινήτου από τον κηδεμόνα του γίνεται για να διασφαλισθούν τα συμφέροντα του ανηλίκου 34, εφόσον χωρίς την παρεμβολή του δικαιοδοτικού οργάνου θα ήταν εφικτή η κατασπατάληση 33 Βλ Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ-Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα» ο.ττ, σελ 264, βλ και Καρακώστα «Αστικός Κώδικας Ειδικό Ενοχικό», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2008 σελ 248 34 βλ Μπρίνια ο.π σελ 2239 20

της ακίνητης περιουσίας του ανηλίκου και η ιδιοποίηση των χρημάτων από τους ασκούντες την γονική μέριμνα. Το αρμόδιο όμως δικαστήριο θα κρίνει εάν η εκποίηση του ακινήτου γίνει με απλή πώληση ή με πλειστηριασμό. Εάν προκριθεί από το δικαστήριο η πώληση του ακινήτου του ανηλίκου με πλειστηριασμό αυτός χαρακτηρίζεται ως εκούσιος, διότι παρουσιάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του και συγκεκριμένα διεξάγεται χωρίς αντιδικία και το πλειστηρίασμα περιέρχεται στο νόμιμο εκπρόσωπο του δικαιούχου. Οι γονείς του ανηλίκου δεν μπορούν να πλειοδοτήσουν στο πλειστηριασμό σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ 1 Α.Κ,γιατί διοικούν για λογαριασμό του ανηλίκου μία ξένη περιουσία. Δικαστική άδεια απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 1624 εδ 1 περ 1 Α.Κ. και όταν ο επίτροπος θελήσει να εκποιήσει ακίνητο του επιτρεπευόμενου, με τη διαφοροποίηση όμως ότι απαιτείται και προηγούμενη άδεια του εποπτικού συμβουλίου. Κρίνεται όμως απαραίτητο να διευκρινισθεί ότι στην έννοια της εκποίησης περιλαμβάνεται μόνο η εξώδικη διανομή του ακινήτου και όχι η δικαστική διανομή του 35, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 1621 παρ 1 εδ 2 Α.Κ., με την οποία ο επίτροπος μπορεί με μόνο την άδεια του δικαστικού συμβουλίου να ασκήσει αγωγή για τη διανομή ακινήτου του ανηλίκου. Η πρόσθετη προϋπόθεση της προηγούμενης άδειας του εποπτικού συμβουλίου στην εκποίηση ακινήτου από τον επίτροπο διαφοροποιεί την εκποίηση ακινήτου του ανήλικου από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα αλλά δικαιολογείται από την απόλυτη έκταση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας, η οποία ασκείται μόνο από τους γονείς χωρίς να απαιτείται άδεια ή έγκριση από κάποια άλλα πρόσωπα. Το δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο που θα αποφασίσει εάν η εκποίηση του ακίνητου θα γίνει με πλειστηριασμό ή με συμφωνία. Εάν διαταχθεί από το δικαστήριο η πώληση του ακινήτου από τον επίτροπο με πλειστηριασμό, αυτός χαρακτηρίζεται ως εκούσιος, διότι διεξάγεται χωρίς αντιδικία και το πλειστηρίασμα περιέρχεται στο νόμιμο εκπρόσωπο του δικαιούχου. Η 35 Βλ Παντελίδου «Επιτροπεία Ανηλίκων» σελ 263, βλ Βαθρακοκοίλη ο.π σελ. 1258, βλ ΕφΑΘ 6512/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ και ΕφΛαρ 179/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 21

νομοθετική ρύθμιση, η οποία για την εκποίηση ακινήτου από τον επίτροπο απαιτεί έκδοση δικαστικής απόφασης ύστερα από άδεια του εποπτικού συμβουλίου, επιβλήθηκε από την ανάγκη προστασίας του επιτρεπευόμενου, εφόσον η περιουσία του επιτρεπευόμενου προστατεύεται από τις τυχόν κακές προθέσεις του επιτρόπου για την αύξηση της δικής του περιουσίας κατασπαταλώντας την περιουσία του επιτρεπευόμενου. Αδιαμφισβήτητα ο επίτροπος δεν μπορεί να πλειοδοτήσει στο πλειστηριασμό σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ 1 Α.Κ.,γιατί λειτουργώντας ως νόμιμος αντιπρόσωπος διοικεί μία ξένη περιουσία. Ανάλογη αντιμετώπιση από τον νομοθέτη αντιμετωπίζει και ο δικαστικός συμπαραστάτης όταν θελήσει να εκποιήσει ακίνητο του συμπαραστατούμενού. Συγκεκριμένα για την εκποίηση του ακίνητου από τον δικαστικό συμπαραστάτη απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης η οποία θα διατάζει την εκποίηση του είτε με δικαιοπραξία είτε με πλειστηριασμό. Ο πλειστηριασμός αυτός θεωρείται εκούσιος καθώς παρουσιάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εφόσον διεξάγεται χωρίς αντιδικία και το πλειστηρίασμα περιέρχεται στο νόμιμο εκπρόσωπο του δικαιούχου. Ως προς τη δυνατότητα του δικαστικού συμπαραστάτη να πλειοδοτήσει στον πλειστηριασμό του ακινήτου υπάρχει διάκριση ανάλογα με το εάν ο συμπαραστατούμένος βρίσκεται σε καθεστώς στερητικής ή επικουρικής συμπαραράστασης. Στο καθεστώς της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης ο δικαστικός συμπαραστάτης δεν μπορεί να υπερθεματίσει στον πλειστηριασμό σύμφωνα με το άρθρο 533 εδ 1 περ 1 Α.Κ. γιατί είναι νόμιμος αντιπρόσωπος του συμπαραστατούμενου,ο όποιος διοικεί από τις οικείες διατάξεις της δικαστικής συμπαράστασης την περιουσία τρίτου προσώπου. Αντίθετα στο καθεστώς της επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης ο δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να πλειοδοτήσει στον εκούσιο πλειστηριασμό του ακινήτου καθώς δεν διοικεί ως νόμιμος αντιπρόσωπος την περιουσία κάποιου άλλου προσώπου,δηλαδή του συμπαραστατούμενου αλλά 22

απλά δίνει την έγκριση του ως προς τις πράξεις του συμπαραστατούμενου 36. ιιι. Η ειδικότερη περίπτωση της δικαστικής διανομής Ο πλειστηριασμός που διατάσσεται στην περίπτωση της δικαστικής διανομής αποτελεί την πιο συνήθης και συχνή περίπτωση εκούσιου πλειστηριασμού στην πράξη. Η δικαστική διανομή ρυθμιζόταν και από το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο της Δικονομίας του Maurer με τίτλο «Δικαστική Διανομή κοινών κτημάτων». Απαραίτητη προϋπόθεση για να τύχαιναν εφαρμογής οι ανωτέρω διατάξεις συνιστούσε η ύπαρξη κοινής περιουσίας των συνιδιοκτητών ή των κληρονόμων. Η δικαστική διανομή ήταν επιτρεπτή όταν κάποιους από τους διαδίκους δεν μπορούσε μόνος του να διαχειριστεί την περιουσία του είτε λόγω ανηλικότητας είτε λόγω δικαστικής απαγόρευσης είτε λόγω απουσίας του χωρίς να έχει ορίσει κάποιον αντιπρόσωπο του. Επιπλέον, ήταν δυνατή η δικαστική διανομή όταν κάποιους από τους συγκύριους του κοινού πράγματος δεν συμφωνούσε στη λύση της κοινωνίας μέσω της εξώδικης διανομής καθώς και όταν το ιδανικό μερίδιο κάποιου από τους συγκύριους είχε κατασχεθεί από τους δανειστές του ή όταν η εξώδικη διανομή είχε προσβληθεί με ανακοπή 37. Με την εισαγωγή του νέου ΚΠολΔ το 1968 τροποποιήθηκε το σύστημα της δικαστικής διανομής. Συγκεκριμένα έγινε προσπάθεια να απαλειφθούν ορισμένες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που αφορούν και τις προϋποθέσεις διενέργειας της δικαστικής διανομής. Αναλυτικότερα καταργήθηκε η διάταξη εκείνη που πρόκρινε τη δικαστική διανομή του επικοίνου όταν ένας από τους κοινωνούς ήταν ανήλικος ή τελούσε υπό απαγόρευση ή ήταν ανίκανος προς δικαιοπραξία και ρυθμίζεται πλέον από τις διατάξεις του Α.Κ. 38 Επιπλέον, έχει καταργηθεί 36 βλ Βαθρακοκοίλη, ο.π σελ 264, βλ και Καρακώστα, ο.π σελ 247-248 37 Βλ Πίψου «Δικαστική Διανομή», εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-θεσσαλονίκη,2006 σελ 33. 38 βλ σελ 20 επ. της παρούσας εισήγησης,όπου εξετάζονται οι ανωτέρω περιπτώσεις. 23

και η ρητή αναφορά της μη ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των κοινωνών ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την διενέργεια δικαστικής διανομής αφού σύμφωνα με το άρθρο 799 Α.Κ. εάν κάποιος από τους κοινωνούς δεν συναινεί στην λύση της κοινωνίας που συντελείται με διανομή μπορεί οποιοσδήποτε κοινωνός να προσφύγει με αίτηση του στο δικαστήριο για λύση της κοινωνίας με διανομή. Τέλος καταργήθηκε και η τελευταία διάταξη σχετικά με το εάν έχει γίνει αναγκαστική κατάσχεση ενός ιδανικού μεριδίου από τους συγκύριους τότε προκρίνεται η δικαστική διανομή για να προστατευθούν οι δανειστές. Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο εάν τα μέρη δεν συναινέσουν στην διανομή του κοινού πράγματος, τότε μπορεί κάποιος από τους κοινωνούς να ζητήσει με αίτηση του από το δικαστήριο να διατάξει τη διανομή σύμφωνα με το άρθρο 798 Α.Κ. Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι η αυτούσια διανομή του κοινού πράγματος είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, τότε σύμφωνα με το άρθρο 484 ΚΠολΔ διατάσσει την εκποίηση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό και η διανομή του πλείστηριάσματος στους κοινωνούς 39. Ανέφικτη κρίνεται η διανομή όταν το κοινό πράγμα δεν μπορεί να διαιρεθεί σύμφωνα με το προορισμό χρήσης του και με τα συναλλακτικά ήθη 40. Ασύμφορη κρίνεται η διανομή όταν ναι μεν η διαίρεση του κοινού πράγματος σε περισσότερα μέρη είναι δυνατή αλλά από την διαίρεση αυτή σε περισσότερα μερίδια η αξία των μεριδίων μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε αθροιστικά η αξία των μεριδίων να είναι μικρότερη από την συνολική αξία ολόκληρου του διανεμητέου κοινού πράγματος 41. Επίσης κρίνεται ασύμφορη όταν τα διανεμηθέντα μερίδια δεν μπορούν να ισοσταθμιστούν από την υποχρέωση ορισμένων από τους συγκύριους του κοινού πράγματος να καταβάλλουν στους υπόλοιπους συγκύριους κάποιο χρηματικό ποσό ή να συστήσουν υπέρ των υπολοίπων συγκυρίων δουλείες σε ορισμένα μέρη του επικοίνου. Η κρίση του δικαστηρίου για το ανέφικτο ή 39 βλ ΑΠ Γεωργιάδη «Η τύχη της επικαρπίας επί κοινού πράγματος σε περίπτωση λύσης της κοινωνίας με πλειστηριασμό», ΧρΙΔ 2003 σελ 5 40 Για παράδειγμα η διανομή ενός αυτοκινήτου κρίνεται ως ανέφικτη 41 Βλ ΕφΠατρ 966/2006(ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ= ΑχαΝομ 2007 σελ 393) 24

ασύμφορο της δικαστικής διανομής στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και εφόσον πρόκειται περί κρίσεως για πραγματικά περιστατικά εκφευγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Η δικαστική κρίση ως προς το ανέφικτο ή το ασύμφορο της αυτούσιας διανομής και την εντέλει διανομή του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό δεν πρέπει απαραίτητα να στηρίζεται σε αποδείξεις που θα διατάξει το δικαστήριο να προσκομιστούν, όπως λ.χ πραγματογνωμοσύνες ειδικών που θα έκριναν το αδύνατο ή το ασύμφορο της αυτούσιας διανομής 42. Η εκποίηση του επικοίνου με πλειστηριασμό μπορεί να διαταχθεί ακόμη και εάν δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα προς εκποίηση του κοινού πράγματος για πλειστηριασμό ή ακόμη και εάν ο ενάγων είχε υποβάλλει τέτοιο αίτημα επικουρικά στη δίκη της διανομής αλλά παραιτήθηκε κατά τη συζήτηση από αυτό 43. Η απόφαση του δικαστηρίου που διατάσσει την διανομή του ακινήτου με πλειστηριασμό είναι οριστική και μπορεί να προσβληθεί με έφεση. Μόλις τελεσιδικήσει η απόφαση ακόμη και εάν μεταβληθούν τα μερίδια των κοινωνών λόγω διάθεσης τους στους υπόλοιπους κοινωνούς ή σε τρίτους, δεν ανατρέπεται ούτε η απόφαση αλλά ούτε ματαιώνεται ο πλειστηριασμός 44. Ο εν λόγω πλειστηριασμός αποτελεί μία από τις περιπτώσεις του εκούσιου πλειστηριασμού και πρόκειται για πώληση του ιδιωτικού δικαίου. Η διαδικασία του ρυθμίζεται σωρευτικά τόσο από τις διατάξεις του Αρ 484 ΚΠολΔ που αφορούν τη δικαστική διανομή, όσο και από τις 42 Σε αντίθεση με το προϊσχύον αστικό δικονομικό δίκαιο κατά το οποίο για να διαπιστώσει το δικαστήριο εάν μπορούσε το επίκοινο να διανεμηθεί αυτούσια διόριζε υποχρεωτικά τρεις συνήθως πραγματογνώμονες για να εκτιμήσουν την αξία του διανεμητέου πράγματος και αν είναι δυνατή ή ασύμφορη η αυτούσια διανομή. Εάν οι πραγματογνώμονες έκριναν ότι η αυτούσια διανομή ήταν ανέφικτη ή ασύμφορη για τους κοινωνούς το δικαστήριο διέταζε με απόφαση του την διενέργεια του πλειστηριασμού διορίζοντας και τον αρμόδιο συμβολαιογράφο βλ Πίψου «Η Δικαστική Διανομή»,σελ 34-35 43 βλ ΑΠ 640/1981 ΕΕΝ 1982 σελ397, βλ και Ορφανίδης, στο Κεραμευς Κονδύλης Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ Αρ 484 σελ 866 44 βλ Τσετσέκο «Κοινωνία Δικαιώματος», σελ 236 25

διατάξεις του Αρ 1021 ΚΠολΔ που ρυθμίζει όλες τις περιπτώσεις του εκούσιου πλειστηριασμού 45. Η παράλληλη ρύθμιση της δικαστικής διανομής από δύο άρθρα έχει ως συνέπεια την δημιουργία αμφιβολιών ως προς τις εφαρμοζόμενες διατάξεις στο πλειστηριασμό του κοινού πράγματος, αφού τα δύο ανωτέρω άρθρα παραπέμπουν σε διαφορετικές διατάξεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού. Η εν λόγω απόκλιση είχε εντοπισθεί από τη συντακτική επιτροπή του νέου ΚΠολΔ και επισημάνθηκε από τον εισηγητή της 46 η ανάγκη για εναρμόνιση των δύο ανωτέρω ρυθμίσεων, μολονότι εντέλει η ρύθμιση των δύο άρθρων δεν ήταν συντονισμένη. Ειδικότερα το άρθρο 1021 ΚΠολΔ παραπέμπει σε ορισμένες μόνο διατάξεις που εφαρμόζονται στον αναγκαστικό πλειστηριασμό, ενώ το άρθρο 484 παρ 2 ΚΠολΔ που ρυθμίζει το πλειστηριασμό που διατάσσεται στην δικαστική διανομή κοινού πράγματος παραπέμπει συλλήβδην στα άρθρα 954 επ ΚΠολΔ, τα οποία περιέχουν ρυθμίσεις για τον αναγκαστικό πλειστηριασμό πραγμάτων. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 484 ΚΠολΔ κατισχύει της διάταξης του άρθρου 1021 ΚΠολΔ ως ειδικότερη, εφόσον ρυθμίζει το ειδικότερο ζήτημα της δικαστικής διανομής ενώ το άρθρο 1021 ΚΠολΔ ρυθμίζει το γενικότερα όλες τις περιπτώσεις του εκούσιου πλειστηριασμού 47. Εντούτοις έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η συλλήβδην παραπομπή του άρθρου 484 ΚΠολΔ στις διατάξεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού καθιστά την διάταξη αυτή γενικότερη του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, το οποίο παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις 45 βλ Πίψου «Δικαστική Διανομή», ο.π, σελ 386, βλ Φαλτσή ο.π σελ 545, βλ Φαλτσή «Παρακώλυση του ελεύθερου συναγωνισμού στον πλειστηριασμό για την δικαστική διανομή ακινήτου σελ 524-525. 46 βλ Οικονομόπουλο ΣχΠολΔ IV σελ 149 47 βλ Πίψου «Δικαστική Διανομή», σελ 387-388, βλ Μττρίνια ο.π σελ 2269,βλ Θεράπο (γνμδ.) ΝοΒ 11971 σελ 405, και από νομολογία βλ ΕφΑθ 14659/1988,ΝοΒ 1990 σελ 463, βλ ΕφΑθ 9769/1992 Αρμ 1992 σελ 169(170), βλ και ΕφΑθ 1894/1993 ΕλλΔνη 1994 σελ 155=ΑρχΝομολ 1995 σελ 665 26

που ρυθμίζουν τον αναγκαστικό πλειστηριασμό 48. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να λυθεί ορθά το ζήτημα της διαδικασίας του πλειστηριασμού επί δικαστικής διανομής κοινού πράγματος βάσει του πιθανού χαρακτηρισμού της μίας διάταξης ως ειδικότερης από την άλλη. Η μοναδική λύση που κρίνεται πιο ορθή και πιο συνεπής για την εύρεση της εφαρμοστέας διάταξης στην περίπτωση της δικαστικής διανομής επικοίνου αποτελεί η νομική φύση του συγκεκριμένου πλειστηριασμού. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση της δικαστικής διανομής πρόκειται για πώληση του ιδιωτικού δικαίου, η οποία πραγματοποιείται με την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ώστε να επιτευχθεί όσο το δυνατό μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, χωρίς να έχει επιβληθεί προηγουμένως κατάσχεση του κοινού πράγματος. Εξ αυτού του λόγου στον πλειστηριασμό επικοίνου θα τυγχάνουν εφαρμογής εκείνες μόνο οι διατάξεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού, οι οποίες συμβιβάζονται με την ιδιαίτερη φύση του εκούσιου πλειστηριασμού κοινού πράγματος και το σκοπό που πραγματοποιεί ανεξάρτητα με το εάν η απαρίθμηση του άρθρου 1021 ΚΠολΔ θεωρηθεί περιοριστική ή ενδεικτική. Η συγκεκριμένη θέση για την εφαρμογή εκείνων μόνο των διατάξεων του αναγκαστικού πλειστηριασμού, οι οποίες προσιδιάζουν με την ιδιαιτερότητα και την νομική φύση του εκούσιου πλειστηριασμού δεν ανατρέπεται ούτε και από την σύγκριση της συγκεκριμένης διάταξης με την διάταξη του προηγούμενου άρθρου της Πολιτικής Δικονομίας, κατά την οποία «Ο πλειστηριασμός γίνεται κατά τις διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως τας αφορώσας την προδικασίαν και την κύριαν διαδικασίαν μέχρι της κατακυρώσεως». Με την τροποποίηση του συγκεκριμένου άρθρου που ρυθμίζει τη δικαστική διανομή από τον ΚΠολΔ και η οποία διαφοροποιείται από τη διάταξη του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, επιδιώχθηκε από τον νομοθέτη να ορισθεί το χρονικό σημείο κατά το οποίο υπολογίζονται οι προθεσμίες έναρξης του εκούσιου 48 βλ Πίψου «Δικαστική Διανομή», ο.ττ, σελ 388, βλ Φαλτσή «Η δικονομική έννομη τάξη II» σελ 546, βλ και ΕφΑΘ 1894/1993 ΕλλΔνη 1994 σελ 155 27

πλειστηριασμού για τη διανομή κοινού πράγματος 49. Έτσι κρίνεται ως ορθή η άποψη της νομολογίας του Αρείου Πάγου 50 κατά την οποία «οι δύο ανωτέρω διατάξεις ισχύουν ως παράλληλες και μη αντιτιθέμενες, όσον αφορά την προδικασία και την κύρια διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού.» Τέλος κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 484 ΚΠολΔ ρυθμίζεται μόνο η δικαστική διανομή κινητών πραγμάτων και όχι ακινήτου πράγματος. Η μη ρύθμιση της συγκεκριμένης περίπτωσης οφείλεται προφανώς σε νομοθετική παράβλεψη και στην πράξη θα εφαρμοσθούν εκείνες οι διατάξεις του αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητου, με την προϋπόθεση όμως να συμβαδίζουν με την ιδιαίτερη φύση του εκούσιου πλειστηριασμού. 51 ιν. ο πλειστηριασμός από το σύνδικο πτώχευσης Τα άρθρα 666-667 Ε.Ν, τα οποία όμως καταργήθηκαν με τη θέσπιση του νόμου 358/2007, ρύθμιζαν τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο σύνδικος πτωχεύσεως, εάν πριν από την ένωση πιστωτών δεν είχε συντελεσθεί αναγκαστική εκποίηση των ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας από τους δανειστές, είχε τη δυνατότητα να τα εκποιήσει ύστερα από άδεια του πτωχευτικού δικαστηρίου. Το δικαστήριο θα ορίσει αν η εκποίηση θα πραγματοποιηθεί μέσω συμφωνίας ή πλειστηριασμού. Ως προς την νομική φύση του πλειστηριασμού διατυπώθηκαν δύο διφορούμενες θέσεις. Σύμφωνα με την άποψη, η οποία υιοθετήθηκε κυρίως από την νομολογία 52 αλλά και από μερίδα της θεωρίας 53, η 49 βλ Πίψου «Δικαστική Διανομή»,ο.π, σελ 389 50 βλ ΑΠ 99/1990 ΕλλΔνη 32 σελ 85 51 βλ Πίψου «Δικαστική Διανομή», ο.π σελ 390 52 Βλ ΑΠ 472/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ ΑΠ 1003/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ ΑΠ 1002/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ ΑΠ 1001/1994, ΕΕΝ 1995 σελ 624 (626),βλ ΑΠ 932/1984,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,, βλ ΕφΠειρ 866/1986, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ και βλ ΠΠρΑΘ 2210/1988, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 28