ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

-2- σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης.

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Δ.Ν. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου Ειδικοί Επιστήμονες: Γιάννης Κωστής, Έλενα Σταμπουλή, Τασούλα Τοπαλίδου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΤΟΜΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ: 35/2016

ΘΕΜΑ : «Γνωστοποίηση των διατάξεων του άρθρου 94 του ν. 4387/2016»

Ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υπήχθησαν στην ασφάλισή του για πρώτη φορά πριν από την

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 4/2018 Προσωρινή σύνταξη. Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 4499/2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 17/08/2011

ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ. του νομικού συμβούλου της Π.Ο.Υ.Ε.Φ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΣΩΚΟΥ

Συµβουλίου της Επικρατείας: 2663/1992 (τµ. Α') Πηγή: Ε ΚΑ ΛΕ' 1993, σελ. 102

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 3/ 10 / 2011 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Αρ. πρωτ. ΔΙ.Π.ΣΥΝ./Φ1 / 5/ 77266

ΘΕΜΑ: «Γνωστοποίηση των διατάξεων του αρ. 14 και 33 του ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με την ΥΑ οικ /887 (ΦΕΚ Β 1605/2016)»

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΘΕΜΑ: "Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας των θυμάτων τρομοκρατικών ενεργειών και σε περίπτωση θανάτου των μελών της οικογενείας

γ. τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος και δ. τα αιρετά όργανα (Βουλευτές και Δήμαρχοι).

Π ΤΥΧΙΑ Κ Η ΕΡΓΑΣΙΑ «ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΤΩΝ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΘΕΜΑ: «Συμπληρωματικές οδηγίες για την απασχόληση των συντ/χων.»

Σύνταξη Αναπηρίας. ΓΙΑ ΠΑΛΑΙΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ (μέχρι ) Ο.Α.Ε.Ε.-Τ.Ε.Β.Ε. Π.Α. ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ. Στο Σ/Ν «Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατέξεις

ΑΔΑ: ΒΙΨΟ4691Ω3-14Ι. Εγκύκλιος: 1. Αθήνα, 13/1/2014. Αρ. πρωτ.: ΔΙΑΣΦ/Φ7/1/52709

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ

Α. Aσφαλιστέα πρόσωπα του ΕΤΕΑΜ ( παρ. 1 του άρθρου 44 )

Σ80/1/16692/2019 Συμπληρωματικές οδηγίες για. 4554/2018 σχετικά με την έναρξη και τη λήξη του δικαιώματος συνταξιοδότησης από τον ΕΦΚΑ

ΘΕΜΑ :«Ε.Κ.Α.Σ- Γνωστοποίηση των διατάξεων του άρθρου 92 του Ν.4387/2016 και εισοδηματικά κριτήρια χορήγησής του για το έτος 2016».

Αθήνα, 1/6/2016. Αριθ. Πρωτ.:Φ.80000/οικ.22102/922

Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 2015 Αρ.Πρωτ /0092

Για όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά μέχρι Παλαιοί ασφαλισμένοι

Ειδικότερα: 1. Αναγνωριζόμενοι - πλασματικοί χρόνοι στον Ε.Φ.Κ.Α.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΘΕΜΑ : «Παροχή συμπληρωματικών οδηγιών για την εφαρμογή των παρ. 3 και 4 του άρθρου 36 του ν.4387/2016»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝ. ΑΣΦ/ΣΗΣ & ΚΟΙΝ. ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ Οργανισμός Ασφάλισης ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΜΕΧΡΙ

ΘΕΜΑ: «Γνωστοποίηση της διάταξης της παραγράφου 13 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016»

Εγκύκλιος Ι.Κ.Α. αρ. 5-15/01/ Αναγνώριση χρόνου εκπαιδευτικ

ΣΥΝΤΑΞΗ ΓΗΡΑΤΟΣ ΕΤΕΑΜ

ΘΕΜΑ : «Εφαρμογή του άρθρου 36 του ν.4387/2016 σε ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ»

ΘΕΜΑ: «Παράλληλη ασφάλιση κατ εφαρμογή των άρθρ. 17 παρ.1 και 36 παρ.1,2,6 και 7 του Ν. 4387/16»

Α. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ (Άρθρα 25, 26 Ν. 2084/92)

ΝΕΟΤΕΡΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΠΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ Αρμόδιος φορέας για την απονομή της σύνταξης σε περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης... 4

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

ΑΔΑ: ΒΙΨΟ4691Ω3-ΛΥΛ. Εγκύκλιος: 2. Αθήνα, 13/1/2014. Αρ. πρωτ.: ΔΙΑΣΦ/Φ7/2/53368

ΠΟΡΙΣΜΑ. Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας. Η χορήγηση του επιδόµατος τετραπληγίας - παραπληγίας [ΑΡ. ΠΡΩΤ. ΑΝΑΦΟΡΑΣ 5893/ ]

αναπηρίας. Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 60 του Ν. 3518/2006 και σχετικών οδηγιών.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ

ΘΕΜΑ: Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, που αφορούν το ΕΤΑΤ και τους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ).

Αριθμ. πρωτ.: Φ 80020/οικ /Δ / Γνωστοποίηση ρ

ΑΔΑ: 4Α8ΨΛ-ΨΑΡ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Σας γνωρίζουµε ότι στον πρόσφατα ψηφισθέντα ν.3996/2011 εισάγονται, µεταξύ άλλων,

Α. Ισχύς των γνωματεύσεων των Υγειονομικών Επιτροπών του ΚΕ.Π.Α.

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΠΟΝΟΜΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

O.A.E.E ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ :62 ΑΔΑ: 45ΒΝ4691Ω3-ΧΦΤ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΗΝΑ, 07 / 11 /2011

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: 1. Γενική Δ/νση Πληροφορικής Δ/νση Εκμετάλλευσης Τμήμα Παραγωγής και Διακίνησης Αναφορών (Συντάξεις)

Σε απάντηση σχετικών ερωτημάτων του ΕΦΚΑ, αναφορικά με το εν θέματι αντικείμενο, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

: ΚΑΤ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΤΗΛ. : , ΦΑΞ. :

2. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 40 ΤΟΥ Ν. 3996/11 ΣΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ. ΣΧΕΤ

Τραπεζα Φορολογικής Ενημέρωσης από την Epsilon Net

Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα,

Αθήνα, 19 /3/ Αριθ. Πρωτ. : Φ.80000/οικ.12151/274. ΠΡΟΣ : 1. ΕΦΚΑ Α. Γραφείο κ. Διοικητή Αγ. Κωνσταντίνου Αθήνα

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Αθήνα, 3 / 10 / 2011 O.A.E.E

Α) Γενικές απόψεις επί του περιεχομένου του Ν. 3029/02.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης

ΠΡΟΣ: Ο.Α.Ε.Ε. Πληροφ: Ι. Παπαδόπουλος - Γραφείο Διοικητή Διεύθυνση: Σταδίου 29 Ακαδημίας 22 Ταχ. Κωδ.: Αθήνα Αθήνα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ

Προβλήματα εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν 4387/2016 για. την παράλληλη ασφάλιση 1

Το προσωπικό που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 3654/2008 αποχωρεί από την υπηρεσία την

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΘΕΜΑ: Νέο Ασφαλιστικό σύστηµα και συναφείς διατάξεις, ρυθµίσεις στις εργασιακές σχέσεις» και παροχή οδηγιών για την εφαρµογή του άρθρου 10.

AΠΟΔΕΚΤΕΣ ΠΙΝΑΚΑ Α ΑΘΗΝΑ : Β. ΜΠΕΡΟΥΤΣΟΥ- ΑΙΜ. ΓΚΙΟΥΖΕΛΙΑΝ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ : 31 ΤΗΛ. :

Τραπεζα Φορολογικής Ενημέρωσης από την Epsilon Net

Σχετικές εγκύκλιοι: 1. Φ.10043/οικ.58770/1442/ (ΑΔΑ : 6ΦΧ3465Θ1Ω-0ΧΞ) 2. Φ.10043/οικ.14224/430/ (ΑΔΑ : Ω0ΠΖ465Θ1Ω-ΜΜΟ)

Εγκύκλιος Ι.Κ.Α. αρ. 28/ Παράταση χορήγησης των συνταξιο

ΘΕΜΑ: Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, σχετικά με τις παροχές του ΕΤΕΑ και την αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων συντάξεων.

Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 94 τεύχος Α / δημοσιεύτηκε ο ν. 4336/2015, στην

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αθήνα, 19 Ιουνίου 2019 Αριθμ. Πρωτ.: Φ21250/54240/Δ

Ο Συνήγορος του Πολίτη και η συμβολή του για την ευημερία και αξιοπρέπεια των ατόμων με άνοια

2. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 40 ΤΟΥ Ν. 3996/11 ΣΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ. ΣΧΕΤ

Θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης. Βασικές μεταβολές του Ν. 4387/2016 στο ασφαλιστικό σύστημα

των ορίων ηλικίας που θα έχουν διαµορφωθεί κατά το έτος της συµπλήρωσης του 55 ου ή του 60 ου έτους της ηλικίας τους.

Ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υπήχθησαν στην ασφάλισή του για πρώτη φορά πριν από την

Published on TaxExperts (

Άρθρο 1 Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση 1. Στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπάγονται όλα τα παρακάτω

/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ( 13) ΤΜΗΜΑ : '

Αθήνα, 23 / 12 / Αριθ. Πρωτ. : Φ / οικ / ΠΡΟΣ : Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) Μάρνη Αθήνα

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

/ΝΣΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ & Κ.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ :23/2005

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γενικά στοιχεία για τις συντάξεις θανάτου...3

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ: 47/2007 Αριθ. Πρωτ.: Σ64/4/

ΑΔΑ: Β41ΞΛ-Ο1Ρ. Αθήνα Αριθ. Πρωτ / 378

Transcript:

2016 Επιμέλεια εργασίας: Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια, Δημτσιούδη Δ. Γεωργία (Α.Μ. 100601) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΊΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Στεργίου Άγγελος [«Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΕ»]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πίνακας συντομογραφιών.5 Προλογικές παρατηρήσεις....7 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Κεφάλαιο Α : Ο κίνδυνος της αναπηρίας στη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. 1. Ο βασικός ασφαλιστικός α.ν. 1846/1951 μετά των τροποποιήσεών του.9 2. Η αναγωγή της έννοιας της αναπηρίας κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. ως κεντρικής έννοιας στο σύνολο της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας.11 3. O νέος ασφαλιστικός νόμος 4387/2016..13 Κεφάλαιο Β : Το εννοιολογικό περιεχόμενο της αναπηρίας. 1. Η ανατομοφυσιολογική βλάβη i) Σωματική ή πνευματική βλάβη...14 ii) α. Η προέλευση (αιτία) της βλάβης και η σημασία της...17 β. Ο κανόνας της προέχουσας αιτίας...18 iii) Πραγματική και μη ηθελημένη βλάβη...23 iv) Ο κρίσιμος χρόνος εμφάνισης της βλάβης..26 α. Ο κανόνας της μεταγενέστερης της υπαγωγής στην ασφάλιση βλάβης και η πορεία προς τη σχετικοποίησή του...26 β. Η προϋπάρχουσα αναπηρία, όπως ρυθμίζεται σήμερα...31 γ. Ο υπολογισμός του συνολικού ποσοστού αναπηρίας...32 v) Η υποχρέωση περιορισμού ή άρσης της βλάβης...33 vi) Η απαιτούμενη κατά ιατρική διάρκεια πρόβλεψη της βλάβης.35 2. Η μείωση της βιοποριστικής ικανότητας ως συνέπεια της βλάβης...36 i) Επαγγελματική και γενική αναπηρία-η υιοθέτηση του μικτού συστήματος.37 ii) Τα κατ ιδίαν συστήματα εκτίμησης της βιοποριστικής ανικανότητας.39 iii) α. Το ισχύον κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. υποκειμενικό σύστημα..40 β. Ο ν. 1902/1990 και η εξελικτική διαδρομή του συστήματος...41 γ. Η καθιέρωση των τριών βαθμίδων αναπηρίας...45 iv) Η απασχόληση των συνταξιούχων αναπηρίας και η επίδρασή της στο ζήτημα της βιοποριστικής ανικανότητας...47 α. Το καθεστώς πριν το ν. 2676/1999 48 2 Σ ε λ ί δ α

β. Το καθεστώς μετά το ν. 2676/1999..52 3. Επιμέρους κριτήρια αξιολόγησης της μείωσης της βιοποριστικής ικανότητας....57 i) Η διαπιστωθείσα σωματική ή πνευματική ανικανότητα...58 ii) Το είδος και οι συνθήκες απασχόλησης και η δυνατότητα προσαρμογής του ασφαλισμένου στο προηγούμενο επάγγελμα ή σε άλλο παρεμφερές...59 iii) Η επίδραση της πάθησης στην άσκηση του συνήθους ή άλλου παρεμφερούς επαγγέλματος 62 iv) Η ηλικία και η μόρφωση του ασφαλισμένου...63 v) Οι συνθήκες απασχόλησης σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο...64 vi) Πεδίο συγκρισιμότητας. α. Ο προς σύγκριση εργαζόμενος και οι προς σύγκριση αποδοχές...66 β. Τα χαρακτηριστικά του προς σύγκριση εργαζομένου ανάλογα με τη βαθμίδα αναπηρίας 68 4. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο προσαύξησης της ιατρική αναπηρίας λόγω κοινωνικών κριτηρίων και κριτηρίων αγοράς εργασίας..69 Κεφάλαιο Γ : Πρόσβαση στις συντάξεις αναπηρίας. 1. Προϋποθέσεις υπαγωγής. i) Ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού. 72 ii) Συμπλήρωση ορισμένου χρόνου στην ασφάλιση. α. Οι απαιτούμενες χρονικές προϋποθέσεις.75 β. Κρίσιμος χρόνος πλήρωσης των χρονικών προϋποθέσεων...80 2. Η αρχή της ενότητας της ασφαλιστικής περίπτωσης......81 3. Η διαδοχική ασφάλιση..84 4. Το χρονικό πλαίσιο της συνταξιοδότησης. i) Έναρξη, αναστολή και διακοπή καταβολής της σύνταξης. 86 ii) Μονιμοποίηση της αναπηρίας...91 5. Εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς....94 Κεφάλαιο Δ : Η διαδικασία προσδιορισμού της αναπηρίας και ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων. 1. Τα στάδια της κρίσης. i) Η ιατρική κρίση πριν την εισαγωγή του ν. 3863/2010...96 ii) Η ασφαλιστική κρίση πριν την εισαγωγή του ν. 3863/2010..102 iii) Η διαπίστωση της αναπηρίας μετά το ν. 3863/2010 104 3 Σ ε λ ί δ α

2. Η δικαστική επίλυση των διαφορών και η έκταση του δικαιοδοτικού έλεγχου. i) Οι κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, ως διοικητικές διαφορές ουσίας.105 ii) Ο έλεγχος της κρίσης των ιατρικών οργάνων...106 iii) Ο έλεγχος της κρίσης των ασφαλιστικών οργάνων..111 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Οι συντάξεις αναπηρίας στη νομοθεσία του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) 1. Εισαγωγικά. 112 2. Η αναπηρία και η διαπίστωσή της...112 3. Απαιτούμενες χρονικές προϋποθέσεις.116 4. Αναστολή και διακοπή καταβολής της σύνταξης...119 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Οι συντάξεις αναπηρίας στη νομοθεσία του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.). 1. Εισαγωγικά 120 2. Η αναπηρία και η διαπίστωσή της. i) Η αναπηρία σύμφωνα με το ν. 1287/1982 121 ii) Η αναπηρία σύμφωνα με το ν. 2458/1997...122 3. Αναστολή και διακοπή καταβολής της σύνταξης...124 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Οι συντάξεις αναπηρίας στη νομοθεσία του Ταμείου Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.)..126 Καταληκτικές Σκέψεις Συμπεράσματα 129 Βιβλιογραφία 130 Νομολογιακές παραπομπές 134 4 Σ ε λ ί δ α

Πίνακας συντομογραφιών ΑΚ : Αστικός Κώδικας ΑΥΕ : Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή α.ν. : αναγκαστικός νόμος άρθρ. : άρθρο αριθ. : αριθμός ΑΠ : Άρειος Πάγος Αρμ : Αρμενόπουλος (περιοδικό) β.δ. : βασιλικό διάταγμα βλ. : βλέπε ΒΥΕ : Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή ΓΓΚΑ : Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γνμδ : Γνωμοδότηση δα : διαιτητικές αποφάσεις ΔΕΕ : Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΚ : Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΔΕΝ : Δελτίον Εργατικής Νομοθεσίας (περιοδικό) ΔιΔικ : Διοικητική Δίκη (περιοδικό) Δ. ΙΚΑ : Δελτίον ΙΚΑ (περιοδικό) ΔΣΕ : Διεθνής Σύμβαση Εργασίας εδ. : εδάφιο ΕΔΚΑ :Επιθεώρησις Δικαίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως (περιοδικό) Ε.Ε. : Ευρωπαϊκή Ένωση ΕισΝΑΚ : Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα ΕΕργΔ : Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου (περιοδικό) ΕΝαυτΔ : Επιθεώρηση Ναυτιλιακού Δικαίου (περιοδικό) ΕπΙΚΑ : Επιθεώρησις ΙΚΑ (περιοδικό) ΕΤΑΑ : Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων ΕΣ : Ελεγκτικό Συνέδριο ΕΣΔΑ : Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων ΕΤΑΜ : Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών ΘΠΔΔ : Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου (περιοδικό) ΙΚΑ : Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων Καν. : Κανονισμός ν. : Νόμος ν.δ. : νομοθετικό διάταγμα ΝοΒ : Νομικό Βήμα (περιοδικό) ΝΣΚ : Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ΟΑΕΔ : Οργανισμός Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας ΟΑΕΕ : Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών ΟΓΑ : Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων ΟΗΕ : Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών Ολομ. : Ολομέλεια π.δ. : προεδρικό διάταγμα 5 Σ ε λ ί δ α

περ. ΠΟΥ πρβλ. ΣΕΕ ΣΣΕ ΣτΕ Συντ. υποσημ. ΤΑΕ ΤΑΝ ΤΔΕ ΤΕΒΕ ΤΣΑ ΥΑ ΥΥΠΚΑ : περίπτωση : Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας : παράβαλε : Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση : Συλλογικές συμβάσεις εργασίας : Συμβούλιο της Επικρατείας : Σύνταγμα : υποσημείωση : Ταμείο Ασφάλισης Εμπόρων : Ταμείο Ασφάλισης Νομικών : Τοπική Διοικητική Επιτροπή : Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος : Ταμείο Συντάξεως Αυτοκινητιστών : Υπουργική Απόφαση : Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων 6 Σ ε λ ί δ α

Προλογικές παρατηρήσεις. Η έρευνα της απονομής των αναπηρικών συντάξεων και των επιμέρους προβληματικών της αναπτύσσεται αναπόδραστα γύρω από το εννοιολογικό περιεχόμενο της αναπηρίας. Ο όρος «ανικανότητα» (disability) καλύπτει πλήθος διαφορετικών λειτουργικών περιορισμών που μπορούν να εμφανιστούν σε σωματικό, διανοητικό ή αισθητηριακό επίπεδο (impairment). Αντίστοιχα, ο όρος «μειονέκτημα» σημαίνει την απώλεια ή τον περιορισμό τον ευκαιριών, όσον αφορά την ισότιμη συμμετοχή των ατόμων με ειδικές ανάγκες στη ζωή της κοινότητας. Αυτό που αναμφίβολα δεν απουσιάζει από νομοθετήματα διεθνούς και ευρωπαϊκής εμβέλειας είναι ο ορισμός της κατάστασης της αναπηρίας. Η περιγραφή της είναι -για ευνόητους λόγους- ευρύτατη. Τα δύο βασικά κείμενα του Ο.Η.Ε., που έχτισαν τις αρχές της προστασίας των ατόμων με ειδικές ανάγκες, είναι η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Πνευματικά Καθυστερημένων της 20 ης Δεκεμβρίου 1971 και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Αναπήρων της 9 ης Δεκεμβρίου 1975. Σύμφωνα με την τελευταία, «ανάπηρο είναι κάθε πρόσωπο που είναι ανίκανο να αναλάβει μόνο του όλες ή μέρος των ατομικών και κοινωνικών φυσιολογικών αναγκών, λόγω μιας εκ γενετής ή όχι βλάβης των φυσικών ή διανοητικών ικανοτήτων του». Την καθαρά ιατρική πλευρά της αναπηρίας επιχείρησε να απαμβλύνει η Π.Ο.Υ., η οποία, επιθυμώντας να συγκεράσει τις διαφορετικής φύσης προσεγγίσεις της, τριχοτόμησε την έννοιά της στα στοιχεία της βλάβης, της ανικανότητας και της μειονεξίας ή του μειονεκτήματος. Στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου περιλαμβάνονται προστατευτικές διατάξεις για τους σωματικά και διανοητικά μειονεκτούντες στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, ενώ ενδεικτικά είναι το άρθρ. 13 ΣΕΕ και τα άρθρ. 21 και 26 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απαγόρευση των διακρίσεων. Η Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3304/2005. Κομβική υπήρξε κατά την ερμηνεία της ως άνω Οδηγίας και η συμβολή της νομολογίας του Δ.Ε.Κ. (ήδη Δ.Ε.Ε.), όταν το τελευταίο κλήθηκε να αποφανθεί το 2006 στην υπόθεση Chacon Navas σχετικά με το ποιος θεωρείται ανάπηρος. Ο ορισμός της αναπηρίας, κατά το Δικαστήριο, 7 Σ ε λ ί δ α

βασίζεται στο ιατρικό ή ατομικό μοντέλο της αναπηρίας 1, υποδηλώνοντας «μειονεκτικότητα, οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση φυσική διανοητική ή ψυχική, κωλύουσα τη συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο» 2. Σε αντιπαραβολή σχεδόν με τα όσα ακροθιγώς παρατέθηκαν, τονίζεται ότι στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, ένα πεδίο κατ εξοχήν τυποποιημένο, η έννοια της αναπηρίας δεν μπορεί παρά να οριοθετείται αυστηρά. Η πλήρωση των προϋποθέσεων της ανοίγει το δρόμο για τη χορήγηση διαφόρων ευεργετημένων κρατικής χρηματοδότησης και το γεγονός αυτό επιβάλλει την ακριβή και περιοριστική αντιμετώπισή της. Από την άλλη όμως πλευρά της πλάστιγγας, γέρνει η εγγενής δυναμική και η ελαστικότητα του κινδύνου της αναπηρίας. Έτσι, η αξίωση για την όσο το δυνατόν εξαντλητική διαμόρφωση του ορισμού της αναπηρίας στο κοινωνικοασφαλιστικό καθεστώς δεν μπορεί να παραγνωρίζει το γεγονός ότι η διαχείριση διαφορετικών αναγκών σε χρόνο, τόπο και τομέα δημόσιας πολιτικής συνεπιφέρει και τη μεταβολή του νομοθετικού ορισμού της 3. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η παρουσίαση της διαδικασίας απονομής των αναπηρικών συντάξεων δια της εξέλιξης του σύγχρονου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και, προεχόντως, η προστιθέμενη αξία της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο καίριος ρόλος της στην καθιέρωση κανόνων -προτού αυτοί περιβληθούν το νομοθετικό μανδύα- και εξαιρέσεων. Όλα δε αυτά, με την εκ παραλλήλου παράθεση των απαιτούμενων προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της ίδιας της έννοιας της αναπηρίας και την ερμηνευτική της οριοθέτηση, όπως αυτή αποτυπωνόταν στις διάσπαρτες καταστατικές διατάξεις των εκάστοτε φορέων και κατέληξε να καθιερώνεται σήμερα πλέον ενιαία. 1 Βλ. αναλυτικά Ρωξάνα Αικ., Πρόσβαση και παραμονή αναπήρων σε θέσεις εργασίας: οι εξελίξεις του θεσμικού πλαισίου και η ανταπόκριση της νομολογίας των Ευρωπαϊκών και Εθνικών Δικαστηρίων, ΕΔΚΑ 2011, σελ. 967 επ., (974-975). 2 Βλ. Δ.Ε.Κ. (ήδη Δ.Ε.Ε.), 11.7.2006, Chacon Navas, C-13/05, www.curia.gr. 3 Βλ. αναλυτικά Ρωξάνα Αικ., Πρόσβαση και παραμονή αναπήρων σε θέσεις εργασίας: οι εξελίξεις του θεσμικού πλαισίου και η ανταπόκριση της νομολογίας των Ευρωπαϊκών και Εθνικών Δικαστηρίων, ΕΔΚΑ 2011, σελ. 967 επ., (972). 8 Σ ε λ ί δ α

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Κεφάλαιο Α : Ο κίνδυνος της αναπηρίας στη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. 1. Ο βασικός ασφαλιστικός α.ν. 1846/1951 μετά των τροποποιήσεών του. Στην αρχική μορφή του α.ν. 1846/1951, η αναπηρία ρυθμιζόταν στο άρθρο 28 παρ. 2 αυτού, σύμφωνα με το οποίο «Ο ησφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος κατά την έννοιαν της διατάξεως της προηγούμενης παραγράφου, εάν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενίσεως σωματικής ή πνευματικής, εξαμήνου τουλάχιστον κατ ιατρικήν πρόβλεψιν διαρκείας, δεν δύναται να κερδίζει δι εργασίας ανταποκρινόμενης εις τας δυνάμεις, τα δεξιότητας, την μόρφωσιν και την συνήθην αυτού επαγγελματικήν απασχόλησιν, πλέον του τρίτου εκείνου όπερ συνήθως κερδίζει εν τη αυτή περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως. Εάν ο ησφαλισμένος δύναται να κερδίζει υπό τας εν τω προγουμένω εδαφίω οριζομένας προϋποθέσεις και όρους πλέον μεν του τρίτου ουχί όμως και των 2/3 εκείνου όπερ κερδίζει σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος, δικαιούται, εφ όσον είχε συμπληρώσει και τον υπό της παραγράφου 1 απαιτούμενον αριθμόν ημερών εργασίας, ειδικού επιδόματος αναπροσαρμογής, ίσου προς το ποσόν της ης θα εδικαιούτο συντάξεως λόγω αναπηρίας. Το ανωτέρω επίδομα καταβάλλεται αδιαφόρως ασκήσεως παρά του επιδοματούχου οιασδήποτε εξηρτημένης ή αυτοτελούς απασχολήσεως και επί μίαν διετίαν το πολύ. Η καταβολή όμως του επιδόματος τούτου δύναται να εξαρτάται εκ της αποδοχής εκ μέρους του επιδοτουμένου της υποδεικνυομένης αυτώ παρά του Ι.Κ.Α. επαγγελματικής αναπροσαρμογής.». Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι ο α.ν. 1846/1951, όπως το πρώτον θεσπίστηκε, δεν μεριμνούσε μόνο για τις περιπτώσεις των ασφαλισμένων εκείνων, οι οποίοι ενέπιπταν στην, κατά την έννοια του νόμου, αναπηρία, αλλά εναγκαλιζόταν προστατευτικά ακόμη και περιπτώσεις παθόντων, οι οποίοι ναι μεν υπέστησαν κάποια βλάβη στην υγεία τους, αλλά διατηρούσαν σε κάποιο βαθμό τη βιοποριστική τους ικανότητα. Στους ασφαλισμένους αυτούς απονεμόταν το δικαίωμα λήψης του επιδόματος αναπροσαρμογής, μιας "ιδιόρρυθμης προσωρινής σύνταξης αναπηρίας" 4, ανεξάρτητα από το εάν οι ενδιαφερόμενοι εξακολουθούσαν να εργάζονται ή όχι. Με στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση και την επανένταξη των τελευταίων στην παραγωγική διαδικασία, αναγνωρίστηκε η ανάγκη καταβολής του επιδόματος αυτού για το μεταβατικό διάστημα της διετίας, προκειμένου ο 4 Βλ. Αγαλλόπουλο Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 25, σελ. 249. 9 Σ ε λ ί δ α

παθών να στηρίζεται οικονομικά κατά το στάδιο της επιστροφής του στο προηγούμενο επάγγελμα ή του προσανατολισμού του σε κάποιο άλλο. Μερική τροποποίηση στο άρθρ. 28 παρ. 2 του α.ν. 1846/1951 επήλθε με το άρθρ. 6 παρ. 1 του ν. 4476/1965, το οποίο αντικατέστησε το πρώτο ως εξής: «Εις την παρ. 2 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/51, ως ετροποποιήθη προστίθεται εδάφιον τελευταίον, έχον ούτω: Επιφυλασσομένης της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου, ησφαλισμένος τυχών, επί διετίαν επιδόματος αναπροσαρμογής, εφ όσον εν συνεχεία της τοιαύτης επιδοτήσεώς του, δεν δύναται υπό τας προϋποθέσεις και όρους των προηγουμένων εδαφίων να κερδίζη πλέον του ημίσεως εκείνου όπερ κερδίζη σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως, δικαιούται συντάξεως μερικής αναπηρίας ίσης προς 75% της αναλογούσης συντάξεως.». Με το νόμο αυτό καθιερώθηκε για πρώτη φορά ο θεσμός της σύνταξης μερικής αναπηρίας, η οποία απευθυνόταν σε πρόσωπα που «δεν κατέστη εξ αντικειμένου δυνατόν να προσαρμοσθούν εις το πρότερον επάγγελμάτων ή να προσανατολιστούν εις έτερον τοιούτον, συνεχιζομένου και μετά ταύτα ηυξημένου του ποσοστού ανικανότητος». Δικαιούχοι της ήταν όσοι μετά τη συμπλήρωση της διετούς επιδότησης αναπροσαρμογής κρίνονταν από την υγειονομική επιτροπή με ποσοστό αναπηρίας 50% έως 66%. Το επίδομα αναπροσαρμογής καταργήθηκε από το ν. 1759/1988 και αντικαταστάθηκε, εν μέρει, από την επιμήκυνση της επιδότησης ασθενείας μέχρι 720 ημέρες 5. Με το άρθρ. 11 παρ. 1 εδ. γ καθιερώθηκε και μιας μορφής μερικής σύνταξης παροχή για τους ασφαλισμένους άνω των 55 ετών, η αναπηρία των οποίων ανερχόταν τουλάχιστον σε 33,3%. Το ποσό αυτό ισούταν με το ήμισυ του ποσοστού της σύνταξης πλήρους αναπηρίας και καταβαλλόταν για όσο χρονικό διάστημα ο ασφαλισμένος έφερε το ανωτέρω ποσοστό αναπηρίας και δεν ξεπερνούσε το 50%. Οι πρώτες σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος εν γένει πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 6, από την οποία σηματοδοτείται μία παρατεταμένη περίοδος μεταβολών 7. Με τους ν. 1902/1990 και 1976/1991, οι οποίοι τροποποίησαν το άρθρ. 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951, αποδόθηκε η τελική εννοιολογική μορφή της αναπηρίας κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α., η οποία σήμερα έχει ως εξής: «α) Ο ασφαλισμένος θεωρείται βαριά ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, ετήσιας τουλάχιστο διάρκειας κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις 5 Βλ. Αγαλλόπουλο Χρ., ό.π., σελ. 242, ο οποίος χαρακτηρίζει το επίδομα αναπροσαρμογής ως έναν εναλλακτικό τρόπο κάλυψης του κινδύνου της μακράς ασθενείας. 6 Βλ. Σακελλαρόπουλο Θ., Ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, 2006, Τόμος Β, Κεφ. 2, σελ. 84. 7 Βλ. Στεργίου Ά., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 2014, Έκδοση Β, Κεφ. Β, ΙΙ, σελ. 46. 10 Σ ε λ ί δ α

δυνάμεις, τις δεξιότητες και τη μόρφωσή του περισσότερο από το ένα πέμπτο (1/5) του ποσού που συνήθως κερδίζει σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. β) Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, διάρκειας ενός έτους το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. γ) Ο ασφαλισμένος θεωρείται μερικά ανάπηρος αν λόγω πάθησης ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εξάμηνης το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη διάρκειας, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το μισό (1/2) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης». Πρόκειται για έναν ορισμό, ο οποίος διατηρεί σε γενικές γραμμές βασικά στοιχεία της πρώτης διατύπωσης του νόμου, προβαίνοντας σε μία αναλυτικότερη κατηγοριοποίηση των βαθμίδων της αναπηρίας και των επιμέρους χαρακτηριστικών της κάθε μιας. Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται και συνθέτουν την έννοια της υποκειμενικής αναπηρίας, η οποία δεν αποκόπτεται από τις πραγματικές δυνατότητες του εκάστοτε ενδιαφερομένου και τις ευρύτερες συνθήκες απασχόλησής του, εντάσσονται σε μία από τις πλευρές του συνταγματικά απυρόβλητου πυρήνα του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης και επιβάλλεται να παραμένει νομοθετικά ανέπαφη 8. 2. Η αναγωγή της έννοιας της αναπηρίας κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α., ως κεντρικής έννοιας για το σύνολο της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας με το ν. 2084/1992. Ο ν. 2084/1992 ενσαρκώνει τη νομοθετική προσπάθεια για την εναρμόνιση των ποικίλων νομικών καθεστώτων που ίσχυαν σε όλα τα ασφαλιστικά ταμεία. Η ενιαιοποίηση των κανόνων κοινωνικής ασφάλισης πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει της νομοθεσίας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, μεταξύ άλλων, η έννοια της αναπηρίας, όπως αυτή διαγραφόταν από τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α., ανήχθη σε έννοια αναφοράς για το σύνολο της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, οι νέοι 8 Βλ. Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, Μέρος Β, Ι, σελ. 149. 11 Σ ε λ ί δ α

ασφαλισμένοι, που υπήχθησαν στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα για πρώτη φορά από 1 ης.1.1993 δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας, εάν κατέστησαν ανάπηροι, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρ. 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 9. Στους νέους ασφαλισμένους, ανεξάρτητα από το φορέα ασφάλισης στον οποίο υπάγονται, κατατάσσονται 10 : α) όσοι ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά μετά την 1 η.1.1993 σε οποιονδήποτε φορέα της χώρας ή της αλλοδαπής, καθώς και το Δημόσιο, εξαιρουμένων των ασφαλισμένων στον Ο.Γ.Α. και το Ν.Α.Τ., β) όσοι είχαν ασφαλιστεί πριν την 1 η.1.1993 μόνο στον Ο.Γ.Α., καθώς και οι συνταξιούχοι του οργανισμού αυτού, γ) οι αλλοδαποί που προέρχονται από τρίτες χώρες (κι όχι οι αλλοδαποί που είχαν ασφαλιστεί μέχρι 31 η.12.1992 σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε χώρα με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει διμερή σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας), δ) οι συνταξιούχοι λόγω θανάτου που δεν είχαν ασφαλιστεί πριν την 1 η.1.1993 εξ ιδίας εργασίας σε κανένα φορέα κύριας ασφάλισης, ε) όσοι αναγνωρίζουν χρόνο εργασίας τους στην αλλοδαπή μετά την 1 η.1.1993, ανεξάρτητα αν ο αναγνωριζόμενος χρόνος έχει παρασχεθεί πριν την ανωτέρω ημερομηνία, στ) οι υπαγόμενοι στον Ειδικό Λογαριασμό Αυτασφαλίσεως (άρθρ. 36 του ν. 1902/1990) μετά την 1 η.9.1993, η) οι ασφαλισμένοι του Ι.Κ.Α., το αίτημα αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης των οποίων απορρίφθηκε λόγω απώλειας του ασφαλιστικού τους βιβλιαρίου (ΥΔΑΑΔ) για περίοδο πριν την 1 η.1.1993, θ) όσοι Έλληνες υπήκοοι ή ομογενείς ασφαλίζονται προαιρετικά από 1 η.1.1993 και μετά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 1 του ν. 1469/1984, ι) όσοι απογράφηκαν στο Ι.Κ.Α. πριν την 1 η.1.1993, μόνο για να επιδοτηθούν από τον Ο.Α.Ε.Δ. (άρθρ. 1,2,3 του ν. 1545/1985 και 23 παρ. 1 του ν. 1483/1984). Επαναλαμβάνεται ότι όλες οι ως άνω κατηγορίες ασφαλισμένων σε άλλα Ταμεία κρίνονται ανάπηροι, σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο Ι.Κ.Α.. Βέβαια, σημειώνεται πως με τον ίδιο νόμο έγιναν καθοριστικά βήματα για την ομοιόμορφη αντιμετώπιση και των αιτούντων συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας παλαιών ασφαλισμένων, μέσω της καθιέρωσης του Κανονισμού εκτίμησης βαθμού αναπηρίας (άρθρ. 49 παρ. 2 του ν. 2084/1992) ο οποίος αποτελούσε πλέον το μοναδικό εγχειρίδιο εκτίμησης της ανατομοφυσιολογικής βλάβης για τις υγειονομικές επιτροπές του συνόλου των ασφαλιστικών φορέων που χορηγούσαν συντάξεις αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του Ο.Γ.Α.. Περαιτέρω, η δυνατότητα συνταξιοδότησης για ασφαλισμένους με ποσοστό αναπηρίας κάτω του 50%, η οποία προβλεπόταν σε φορείς κύριας ασφάλισης, καταργήθηκε 11. 9 Βλ. άρθρ. 25 του ν. 2084/1992. 10 Βλ. Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, Μέρος Β, ΙΙΙ, σελ. 166. 11 Βλ. άρθρ. 49 παρ. 1 του ν. 2084/1992. 12 Σ ε λ ί δ α

Στις ανωτέρω μεταρρυθμίσεις προστίθεται και η σύγκλιση των νομοθεσιών των φορέων επικουρικής ασφάλισης, οι οποίοι μέχρι το έτος 1992 εφάρμοζαν για τη χορήγηση των συντάξεων αναπηρίας τις καταστατικές τους διατάξεις, ανεξάρτητα από τις αντίστοιχες εφαρμοστέες διατάξεις του φορέα κύριας ασφάλισης, με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι να υφίστανται αδικαιολόγητες διαφοροποιήσεις. Με το άρθρ. 33 παρ. 1 του ν. 2084/1992 προβλέφθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρ. 24 έως 28 του νόμου θα εφαρμόζονται ανάλογα και στους φορείς επικουρικής ασφάλισης. Τέλος, προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο ν. 4331/2015 (άρθρ. 11), ο οποίος επεξέτεινε την εφαρμογή των προϋποθέσεων που προβλέπονται στη νομοθεσία του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. για την αυτοδίκαιη οριστικοποίηση της χορηγούμενης σύνταξης λόγω αναπηρίας των ασφαλισμένων έως 31.12.1992 12 και στους αντίστοιχους ασφαλισμένους Φορέων, Κλάδων και Τομέων Κοινωνικής Ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφόσον από τις καταστατικές τους διατάξεις ή άλλες διατάξεις της νομοθεσίας δεν υφίσταται σχετική πρόβλεψη. 3. Ο νέος ασφαλιστικός νόμος 4387/2016. Με το ν. 4387/2016 («Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού») πραγματώνεται μία εκ βάθρων ανασύνταξη του υπάρχοντος νομοθετικού κοινωνικοασφαλιστικού πλαισίου. Ειδικά όσον αφορά τις συντάξεις αναπηρίας, το άρθρ. 11 του ως άνω νόμου ορίζει ότι «1. Μέχρι τη θέση σε ισχύ νομοθετικής ρύθμισης με αντικείμενο τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους, το Δημόσιο και οι λοιποί εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, κλάδοι και τομείς, εξακολουθούν να εξετάζουν τις αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω ανικανότητας ως προς τις προϋποθέσεις απονομής σύνταξης, καθώς και να καταβάλλουν το επίδομα απολύτου αναπηρίας, σύμφωνα με τις, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, καθώς και τις γενικές και καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων φορέων. Οι νέοι κανόνες πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή έως τις 31.12.2016. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συνιστάται Επιτροπή με αντικείμενο την επανεξέταση των υφιστάμενων διατάξεων και τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλες τις συντάξεις αναπηρίας. Στην Επιτροπή αυτή συμμετέχει υποχρεωτικά και ένας (1) εκπρόσωπος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ).». Επίσης, με το άρθρ. 31 συντονίζονται οι 12 Βλ. άρθρ. 18 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας Ι.Κ.Α.. 13 Σ ε λ ί δ α

προβλέψεις για τις ασφαλιστικές παροχές που οφείλονται σε εργατικό ατύχημα και σε ατύχημα εκτός εργασίας για τους ασφαλισμένους όλων των ασφαλιστικών φορέων, οι οποίοι θα υπάγονται εφεξής στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Προς το παρόν, διάγουμε ακόμη τη μεταβατική περίοδο μέχρι τη θεσμοθέτηση του νέου καθεστώτος για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας, το οποίο βρίσκεται προ των πυλών. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η έκδοση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης εκκρεμεί, αν κρίνουμε από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016, στην οποία υπογραμμίζεται εμφατικά η επιθυμία του νομοθέτη για την ολοκληρωτική αναμόρφωση της διάρθρωσης του συστήματος, τη διαχείριση της διοικητικής του διάσπασης και την εξάλειψη των ανισοτήτων που απορρέουν από τη διαφορετική μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων, συνειδητοποιείται ότι προμηνύονται θεμελιωτικές αλλαγές αγνώστου μεγέθους και περιεχομένου. Κεφάλαιο Β : Το εννοιολογικό περιεχόμενο της αναπηρίας. 1. Η ανατομοφυσιολογική βλάβη. i) Σωματική ή πνευματική βλάβη. Η αναπηρία συνδέεται άρρηκτα με την κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου, ώστε, δίχως τη μεταβολή αυτής λόγω έστω ενός μικρού ποσοστού βλάβης, να μην καθίσταται δυνατή η κίνηση ή η συνέχιση της διαδικασίας απονομής της σύνταξης λόγω αναπηρίας 13. Έτσι, το πρώτο βήμα είναι η διαπίστωση της ιατρικής αναπηρίας από τα οικεία υγειονομικά όργανα. Και ενώ ο καθορισμός του ποσοστού της υγειονομικής βλάβης απαιτεί εξειδικευμένες τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις και, ως εκ τούτου, εκλείει δεσμευτική ισχύ για τα ασφαλιστικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια, η έννοια της αναπηρίας, ως στοιχείο κανόνα δικαίου, αποτελεί έννοια νομική. Το τι συνιστά την, κατά την έννοια του νόμου, αναπηρία αναλύεται αμέσως κατωτέρω. Πρόκειται για οποιαδήποτε πάθηση ή βλάβη, δηλαδή προσβολή της σωματικής ή πνευματικής υγείας του ασφαλισμένου 14. Η φύση της πάθησης ή βλάβης κατά κανόνα δεν ενδιαφέρει, αρκεί να υφίσταται μία διαρκής νοσηρή κατάσταση, η οποία συνοδεύεται και από τη μείωση της 13 Βλ. Πετρόγλου Α., Δίκαιον Κοινωνικής Ασφαλίσεως, 1974, Τόμος Α, 153, σελ. 350. 14 «Η ασθένεια είναι μία ανώμαλη παθολογική κατάσταση, η οποία διαταράσσει την κανονική λειτουργία του σώματος ή του πνεύματος. Κανονική είναι η λειτουργία του σώματος, όταν είναι σύμφωνη με τις φυσικές ιδιότητες του ανθρώπου και την εξέλιξή του. επομένως, δεν είναι ασθένεια η ύπαρξη καταστάσεων διαταρακτικών και επιβλαβών της οικονομίας του ανθρώπου από αίτια που ανταποκρίνονται στους φυσιολογικούς νόμους, στους οποίους υπόκειται ο άνθρωπος.» Βλ. Αγαλλόπουλο Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 23, σελ. 236. 14 Σ ε λ ί δ α

βιοποριστικής ικανότητας του παθόντος. Ο καρκίνος των πνευμόνων 15, καρδιακές παθήσεις, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου 16 και η στεφανιαία νόσος 17, βαριές δερματολογικές παθήσεις, όπως η φικιταινώδης ψωρίαση με γενικευμένο έκζεμα 18, ασθένειες, όπως η ηπατίτιδα C 19, η σκλήρυνση κατά πλάκας 20, ο ακρωτηριασμός 21 ή η παράλυση 22 άκρου, η σπονδυλοαρθροπάθεια 23, η ωτοσκλήρυνση 24, η νεφρεκτομή 25, λοιμώξεις, όπως η φυματίωση 26, ακόμη και επιμέρους μορφές της αναιμίας 27, έχουν κριθεί ως συνεπαγόμενες την, κατά την έννοια του νόμου, ιατρική αναπηρία. Βλάβη στην κατάσταση της υγείας επιφέρει και η μόλυνση από μεταδοτική νόσο προτού εκδηλωθούν τα κλινικά συμπτώματα, όπως συμβαίνει κατά την προσβολή του οργανισμού από τον ιό HIV, καθώς γίνεται δεκτό ότι για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν απαιτείται η εμφάνιση των κατ ιδίαν συμπτωμάτων 28. Παραμορφώσεις ή δυσμορφίες προξενούν βλάβη, όταν εμποδίζεται η άσκηση του επαγγέλματος του ασφαλισμένου 29, ενώ έχει υποστηριχτεί ότι με ανικανότητα εξομοιώνεται και η άρνηση συνεργασίας των λοιπών εργαζομένων με τον ασφαλισμένο, λόγω προβλημάτων της υγείας του 30. Ως πνευματική πάθηση, από την άλλη, εκλαμβάνεται κάθε ψυχική 31 ή διανοητική 32 ασθένεια, απότοκη παθολογοανατομικών αλλοιώσεων του 15 Βλ. ΣτΕ 526/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 16 Βλ. ΔΕφΑθ 1594/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2726/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2006, σελ. 762, ΔΠρΑθ 7723/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΕΔΚΑ 1996, σελ. 133. 17 Βλ. ΣτΕ 4352/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΕΔΚΑ 2011, σελ. 529. Πρβλ. ΔΕφΑθ 612/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 18 Βλ. ΣτΕ 3787/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία επικύρωσε την 3813/2007 ΔΕφΑθ. Αντίθετα, βλ. ΣτΕ 122/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=Ε7 2015, σελ. 1134. 19 Βλ. ΔΕφΠειρ 83/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 20 Βλ. ΣτΕ 5445/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 1997, σελ. 695=ΕΔΚΑ 1996, σελ. 618. 21 Βλ. ΣτΕ 1691/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 245/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2002, σελ. 458. 22 Βλ. ΣτΕ 2040/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Πρβλ. ΣτΕ 989/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 23 Βλ. ενδεικτικά ΔΕφΑθ 294/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2013, σελ. 737, ΣτΕ 1331/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1204/1993, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΕΔΚΑ 1993, σελ. 730. 24 Βλ. ad hoc ΣτΕ 820/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΕΔΚΑ 1996, σελ. 283. Πρβλ. ΔΕφΑθ 1230/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 25 Βλ. ΣτΕ 2863/2002, ΣτΕ 245/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΔΕφΑθ 1469/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΕΔΚΑ 1996, σελ. 505. 26 Βλ. ΣτΕ 4154/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ-ΕΔΚΑ 1991, σελ. 637. 27 Ειδικότερα, βλ. ΔΕφΑθ 2409/2013, ΣτΕ 450/2011, ΣτΕ 3237/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, για την ομόζυγο Β μεσογειακή αναιμία, ΣτΕ 801/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ για τη σφαιριναιμία και ΔΕφΑθ 541/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ για το μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο τύπου ανθεκτικής αναιμίας. 28 Βλ. Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, Μέρος Β, ΙΙΙ, σελ. 170, υποσημ. υπ αριθ. 24 με παραπομπή σε Μανωλεδάκη Ι., Επιστημονικοί και νομικοί προβληματισμοί από το φαινόμενο του ΑΙDS, Aρμ. 1996, σελ. 664. 29 Πρβλ. άρθρ. 7 παρ. 2 ΥΑ 250/1938, Κανονισμός Ασθενείας ΙΚΑ, σύμφωνα με το οποίο «Αισθητικαί επεμβάσεις προς άρσιν ή μετριασμόν ανατομικών παραμορφώσεων ενεργούνται μόνον εφ όσον διευκολύνουσι τον ησφαλισμένον εν τη εξασκήσει του επαγγέλματός του, κατόπιν γνωματεύσεως της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, εις ήν συμμετέχει και ειδικός Ιατρός.», Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, ό.π., σελ. 172 και Αγαλλόπουλο Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 23, σελ. 237. 30 Βλ. σχετικά Αγαλλόπουλο Χρ., ό.π., 25, σελ. 247. 31 Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 343/2012 και ομοίως ΣτΕ 1611/2009 (διπολική συναισθηματική διαταραχή με ποσοστό αναπηρίας 50%), ΣτΕ 452/2011 (μείζων καταθλιπτική συνδρομή), ΣτΕ 1328/2010 (καταθλιπτική διαταραχή με ήπια έκπτωση νοητικών λειτουργιών επί εδάφους χρόνιου αλκοολισμού), ΣτΕ 3505/2008 (ελαφρού βαθμού νοητική υστέρηση, χρονίσασα καταθλιπτική διαταραχή), ΔΕφΑθ 965/2014 (αγχώδης καταθλιπτική συνδρομή), ΔΕφΑθ 439/2013 (αντιδραστική 15 Σ ε λ ί δ α

εγκεφάλου. Σημειωτέον ότι στην κατηγορία των πνευματικών παθήσεων εντάσσονται τόσο οι γνήσιες όσο και οι οργανοψυχικές παθήσεις. Η πνευματική πάθηση δεν απαιτείται να λαμβάνει ακραίες διαστάσεις και να εκδηλώνεται στο μέγιστο και εντονότερο βαθμό, με αποτέλεσμα ακόμη και ηπιότερες μορφές διανοητικών διαταραχών να μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της βιοποριστικής ικανότητας του ασφαλισμένου. Ενδέχεται δε να προκαλείται από άλλες ασθένειες ή ατυχήματα (εργατικά ή εξωεργατικά), όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις μετατραυματικού σοκ 33 ή και από προγενέστερο ψυχικό τραυματισμό 34, χωρίς να εντοπίζεται πάντοτε κάποια προδιάθεση στον ενδιαφερόμενο. Οι νευρώσεις μπορούν κι αυτές με τη σειρά τους να οδηγήσουν σε βλάβη της ψυχικής υγείας του ασφαλισμένου 35, υπό την προϋπόθεση ότι δεν απορρέουν από τη βούλησή του ενδιαφερομένου για αποχή από την εργασία του 36. Στην έννοια των πνευματικών παθήσεων υπάγονται και οι ψυχικές διαταραχές της προσωπικότητας, με αντιπροσωπευτικότερο νομολογιακό παράδειγμα τις καταθλιπτικές διαταραχές 37. Ωστόσο, χαρακτηριστικά συμπεριφορών, όπως η εγκληματικότητα, η αντικοινωνικότητα, η οκνηρία ή η ευαισθησία του ασφαλισμένου δεν εμφανίζουν ισχυρό ψυχικό υπόβαθρο, οπότε δεν ισοδυναμούν με κάποια σοβαρή ψυχοπάθεια 38. Η περιπτωσιολογική αντιμετώπιση των ασθενειών είτε πρόκειται για σωματικές είτε για πνευματικές παθήσεις είναι αναπόφευκτη, ταυτόχρονα δε δυσχερείς αποδεικνύονται η εξαντλητική παράθεση και η αυστηρή κατηγοριοποίησή τους, ενόψει της ποικιλομορφίας και της εξελικτικότητας που χαρακτηρίζουν κάθε νόσο. Για το λόγο αυτό, δεν είναι διόλου απίθανο κοινωνικά φαινόμενα, όπως η παχυσαρκία, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, η κατάχρηση φαρμάκων, να αποτελέσουν σε βάθος χρόνου αιτίες πρόκλησης σοβαρών παθήσεων. Εξίσου ενδεχόμενη είναι και η εμφάνιση νέων ασθενειών, οι οποίες έχουν απασχολήσει σε πρώιμο μόνο στάδιο έως τώρα επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς. Όσον αφορά την ειδικότερη διαμόρφωση του ποσοστού της ανατομοφυσιολογικής βλάβης, με το ν. 1902/1990 ο νομοθέτης επεδίωξε την εισαγωγή ενός ομοιόμορφου και ενιαίου συστήματος εκτίμησης της ιατρικής κατάθλιψη), ΔΕφΑθ 4630/2013 (αγχώδης καταθλιπτική συνδρομή), ΔΕφΑθ 276/2009 (επιληπτικές κρίσεις κροταφικού τύπου),τνπ ΝΟΜΟΣ. 32 Βλ. κυρίως περιπτώσεις ασφαλισμένων ασθενών με σύνδρομο DOWN: ΣτΕ 3790/2014 (βαριά αναπηρία) και ΣτΕ 3802/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 33 Βλ. ΔΕφΑθ 2245/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Πρβλ. ΣτΕ 267/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία αντιμετώπισε περίπτωση ασφαλισμένου, ο οποίος, μεταξύ άλλων, διεγνώσθη και με αντιδραστική κατάθλιψη, απότοκο ατυχήματος. 34 Βλ. Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, Μέρος Β, ΙΙΙ, σελ. 170. 35 Βλ. ΣτΕ 2678/2011, ΔΕφΑθ 5585/2013, ΣτΕ 659/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1063/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2008, σελ. 1492. 36 Βλ. σχετικά Αγαλλόπουλο Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 25, σελ. 246. 37 Βλ. παραπάνω, υποσημ. υπ αριθ. 31. 38 Βλ. Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, Μέρος Β, ΙΙΙ, σελ. 171. 16 Σ ε λ ί δ α

αναπηρίας, προκειμένου να αποφευχθούν αποκλίνουσες μεταξύ τους περιπτώσεις, κατά τις οποίες ίδιες ασθένειες κρίνονται με διαφορετικό ποσοστό αναπηρίας, όπως άλλωστε συνέβαινε υπό το προϊσχύσαν καθεστώς. Το άρθρ. 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990 περιέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση Κανονισμού, μετά από γνώμη του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, με τον οποίο θα προσδιορίζονται εκ των προτέρων, βάσει των ιατρικών δεδομένων, με εκατοστιαία αναλογία τα ποσοστά αναπηρίας κάθε πάθησης ή βλάβης, εξαιρουμένων των παθήσεων που οφείλονται σε νευροψυχιατρικά αίτια. Σ εκτέλεση της ανωτέρω διάταξης εκδόθηκε αρχικά η απόφαση του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Φ21/2361/1993 περί «Κανονισμού εκτίμησης βαθμού αναπηρίας», ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Ενιαίο Πίνακα προσδιορισμού ποσοστού αναπηρίας (ΦΕΚ Β, 1506/4/5/2012), όπως αυτός ισχύει σήμερα. Λεπτομέρειες περί της ρύθμισης αυτής του νόμου και των ζητημάτων που αναφύονται παρατίθενται σε ξεχωριστό κεφάλαιο στη συνέχεια. Σε περίπτωση συνύπαρξης στο πρόσωπο του αυτού ασφαλισμένου περισσότερων παθήσεων, τα ποσοστά της αναπηρίας δεν συνεκτιμώνται αθροιστικά με βάση το ποσοστό που συνεπάγεται κάθε μία από τις παθήσεις, αλλά συνυπολογίζονται, όπως αυτά προκύπτουν, στο υπόλοιπο της εκατοστιαίας αναλογίας. Εάν, για παράδειγμα, ο ασφαλισμένος διαγνωσθεί με τρεις παθήσεις, από τις οποίες η πρώτη συνεπάγεται 20% ποσοστό αναπηρίας, η δεύτερη 30% και η τρίτη 10%, το συνολικό ποσοστό της αναπηρίας δεν ανέρχεται στο 50% και όχι στο 60% ως εξής: από την πρώτη πάθηση το ποσοστό είναι 20%. Το ποσοστό της δεύτερης πάθησης θα αναχθεί στο εναπομείναν 80% (100%-20%=80% από την πρώτη πάθηση), οπότε διαμορφώνεται το ποσοστό 24% (80%x30%=24%). Έπειτα, το ποσοστό της τρίτης πάθησης θα αναχθεί στο εναπομείναν 56% [(80%-24%) x 10%=5,6%] και, επομένως, η αναπηρία διαμορφώνεται σε -μη συντάξιμο βέβαια- ποσοστό 49,6% (20%+24%+5,6%). ii) α. Η προέλευση (αιτία) της βλάβης και η σημασία της. Η αιτία της βλάβης δεν εντάσσεται, καταρχήν, στο εννοιολογικό περιεχόμενο της αναπηρίας και είναι αδιάφορη για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Απαραίτητη είναι μονάχα η ιατρική διαπίστωση οποιασδήποτε σωματικής ή πνευματικής πάθησης ή βλάβης. Καθίσταται, λοιπόν, άνευ σημασίας, εάν η ανατομοφυσιολογική βλάβη είναι αποτέλεσμα κληρονομικής προδιάθεσης, ασθένειας ή συνδρομής κοινής νόσου και εργατικού ατυχήματος 39. Δεν αποκλείεται η πάθηση να οφείλεται και στη φυσιολογική κατάπτωση των δυνάμεων του ασφαλισμένου, όπως 39 Βλ. ΣτΕ 552/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2008, σελ. 1301, ΣτΕ 483/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2004, σελ. 1327. 17 Σ ε λ ί δ α

προκύπτει και από το γράμμα του άρθρ. 28 του α.ν. 1846/1951, στο οποίο γίνεται λόγος για «σωματική ή πνευματική εξασθένηση» 40. Ο κανόνας αυτός κάμπτεται, όταν αιτία της αναπηρίας είναι το εργατικό ατύχημα ή η επαγγελματική ασθένεια, διότι στις περιπτώσεις αυτές η προέλευση της βλάβης της υγείας του παθόντος αποκτά εξέχουσα σημασία για τον καθορισμό του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και του ύψους του ποσού της σύνταξης. Ευνοϊκότερη μεταχείριση, όσον αφορά το ύψος των συντάξιμων παροχών, προβλέπεται και για τους πάσχοντες από ψυχιατρικές ασθένειες 41. Αξίζει δε να αναφερθεί ότι υπάρχουν και αιτίες αναπηρίας, οι οποίες οδηγούν στην απονομή πρόσθετων παροχών. Πρόκειται για παθήσεις, όπως η φυματίωση, ο καρκίνος των πνευμόνων, η πνευμονοκονίαση, οι νεφροπάθειες, για τις οποίες καταβάλλεται το ειδικό επίδομα της αεροθεραπείας 42. Στους παραπληγικούς ή τετραπληγικούς ασφαλισμένους, παρέχεται το επίδομα παραπληγίας ή τετραπληγίας 43 44, αντίστοιχα. β. Ο κανόνας της προέχουσας αιτίας. Η συνδρομή κοινής νόσου και εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας απασχολεί σε μεγάλο βαθμό και αυξημένη συχνότητα τόσο την ασφαλιστική όσο και τη δικαστηριακή πρακτική. Η προνομιακή μεταχείριση των ασφαλισμένων, σε περίπτωση αναπηρίας οφειλομένης σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια δικαιολογεί την ανάγκη υπαγωγής του παθόντων στις αντίστοιχες διατάξεις, αφού, εάν διαπιστωθεί ότι η αναπηρία οφείλεται σε κάποια από τις δύο αυτές αιτίες 45, 40 Βλ. αναλυτικά Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, Μέρος Β, ΙΙΙ, σελ. 173-174. Έτσι και Αγαλλόπουλος Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 25, σελ. 247. 41 Βλ. άρθρ. 12 παρ. 4 ν. 1976/1991 το οποίο αντικατέστησε το άρθρ. 28 παρ. 1 περ. η α.ν. 1846/1951, σύμφωνα με το οποίο το ποσό της σύνταξης που δικαιούται ο παθών, ισούται με το ποσό της σύνταξης που αντιστοιχεί στη βαριά αναπηρία, ακόμη κι αν πρόκειται για συνήθη ανάπηρο, ενώ αν είναι μερικά ανάπηρος δικαιούται τα 3/4 της σύνταξης αυτής. Για το λόγο αυτό, οι υγειονομικές επιτροπές πρέπει να προσδιορίζουν πάντα στη γνωμάτευσή τους το ποσοστό αναπηρίας που οφείλεται στην ψυχιατρική πάθηση. Βλ. Εγκύκλιο Ι.Κ.Α. 5/1991, www.ika.gr και ΣτΕ 813/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 42 Βλ. αναλυτικά Αμίτση Α.-Κοντιάδη Κ., Διερεύνηση και αξιολόγηση των μηχανισμών εισοδηματικής ενίσχυσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες, 2000, Κεφ, Α, IV, σελ. 86. 43 Βλ. αναλυτικά Ματθαίου Α., Αλληλεπίδραση Κανόνων Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας στους κλάδους αναπηρίας, γήρατος και οικογενειακών βαρών, 1996, σελ. 126 επ. Πρβλ. Εγκύκλιο Ι.Κ.Α. 67/1992, www.ika.gr και ΟλΣτΕ 151/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ= Αρμ 1990, σελ. 177=Αρμ 1990, σελ. 597=ΔιΔικ 1990, σελ. 813=ΕΔΚΑ 1990, σελ. 204=ΝοΒ 1990, σελ. 1231, σύμφωνα με την οποία «Το προβλεπόμενον ειδικόν εξωïδρυματικόν επίδομα παραπληγικών, χορηγούμενον εις τους πάσχοντας εκ συγκεκριμένης ασθενείας, υπό φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως και συνδεόμενον προς ασφαλιστικάς προϋποθέσεις, συνιστά ιδιομόρφου χαρακτήρος παροχήν κοινωνικής ασφαλίσεως.» 44 Το εξωïδρυματικό επίδομα του άρθρ. 42 παρ. 1 ν. 1140/1981 χορηγείται όχι μόνο στους πάσχοντες από τετραπληγία ή παραπληγία, αλλά και σε πάσχοντες που επιφέρουν την ίδια μορφή αναπηρίας και από τριπληγία. Από την πρόσφατη νομολογία βλ. ΣτΕ 2820/2015, ΣτΕ 3491/2011, ΣτΕ 1435/2011, ΣτΕ 1341/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΘεσσαλ 63/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=Αρμ 2014, σελ. 1041, ΔΠρΚερκ 66/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 45 Βλ. άρθρ. 21-26 ΥΑ 57440/1938 (ΦΕΚ 33, Τεύχος Β ) Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας ΙΚΑ. 18 Σ ε λ ί δ α

δεν απαιτείται καμία χρονική προϋπόθεση (συμπληρωμένες ημέρες εργασίας) για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (άρθρ. 34 του α.ν. 1846/1951). Επιπλέον, διαφέρει και ο υπολογισμός του ελάχιστου ποσού της σύνταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 29 παρ. 2 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτό ισχύει σήμερα. Κατά το άρθρ. 1 του ν. 551/1915 "Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων", όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 38 εδ. α του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρ. 2 του ως άνω νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής 46. Θα πρέπει δηλαδή το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και, συνεπώς, δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις εκάστοτε περιστάσεις εκτέλεσής της 47. Η διακοπή της παροχής της εργασίας ένεκα του εργατικού ατυχήματος πρέπει να ξεπερνά τις τέσσερις ημέρες 48, διαφορετικά γίνεται λόγος για απλή ασθένεια. Από τα ελληνικά δικαστήρια πάντως, παρατηρείται μία τάση διασταλτικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων 49. Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, εργατικό ατύχημα υφίσταται και όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας προέκυψαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, οι οποίες δεν είναι συμφυείς προς τους ειθισμένους τρόπους παροχής της, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του εργαζομένου, ο οποίος ήδη πάσχει από κάποια νόσο 50, όπως και όταν η απασχόληση του εργαζομένου συνεχίστηκε μετά την εκδήλωση της βλάβης, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, καθώς στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει κατά τη διαμόρφωση των κανόνων εργασίας να προστατεύει τη ζωή και την υγεία του εργαζομένου (άρθρ. 662 ΑΚ), δεν μπορεί να αξιώσει την εξακολούθηση της απασχόλησης του ασθενούς απασχολούμενου. Έτσι, εάν, παρότι γνωρίζει τη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του μισθωτού, δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, οι 46 Για την ενδελεχή επισκόπηση της έννοιας του εργατικού ατυχήματος (περιεχόμενο, χρονικός και τοπικός σύνδεσμος), βλ. Αγαλλόπουλο Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 26, σελ. 249 επ. 47 Βλ. σχετικά ΟλΑΠ 1287/1986, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΝοΒ 1987, σελ. 1605 και τις πρόσφατες αποφάσεις ΑΠ 888/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 139/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ= Ε7 2014, σελ. 853. 48 Η ημέρα του ατυχήματος δεν προσμετράται. Βλ. αναλυτικά Μικρούδη Γ., Το εργατικό ατύχημα κατά το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, 2012, Κεφ. Β, III, σελ. 71 επ. 49 Βλ. ΑΠ 80/2016, ΑΠ 561/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1256/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=Ε7 2015, σελ. 417. Πρβλ. ΑΠ 1118/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 50 Βλ. ΑΠ 981/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=Ε7 2016, σελ. 415. 19 Σ ε λ ί δ α

συνθήκες εκτέλεσης της απασχόλησης λογίζονται ως εξαιρετικές και ασυνήθιστα επιβλαβείς, προσλαμβάνοντας το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος 51. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των προαναφερθεισών περιπτώσεων είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παρεχόμενης εργασίας και του ατυχήματος, όρος ο οποίος πληρούται όταν το ατύχημα λαμβάνει χώρα είτε κατά την εκτέλεση είτε εξ αφορμής της εκτέλεσης της εργασίας 52. Οι επαγγελματικές ασθένειες εξομοιώνονται μεν με το εργατικό ατύχημα, από την άποψη των χορηγούμενων ασφαλιστικών παροχών, σύμφωνα με το άρθρ. 31 του α.ν. 1846/1951 53, διακρίνονται δε ως προς την έννοιά τους και την περιπτωσιολογία που περικλείουν. Ως επαγγελματική ασθένεια εννοείται η οξεία ή χρόνια νοσηρή κατάσταση, η οποία προκαλείται από τη βλαβερή επίδραση ενός επαγγέλματος, το οποίο μειώνει ή αποκλείει σε ολοκληρωτικό βαθμό τη βιοποριστική ικανότητα του εργαζομένου. Η αιτία της εντοπίζεται εκτός των οργανικών λειτουργιών του ασφαλισμένου 54, όμως δεν προσλαμβάνει τη μορφή του αναπάντεχου και βίαιου γεγονότος 55. Κατά τα προβλεπόμενα στον Εθνικό Κατάλογο Επαγγελματικών Ασθενειών, ως τέτοιες λογίζονται οι ασθένειες που προκαλούνται από το μόλυβδο και τις ενώσεις του, οι ρινίτιδες αλλεργικής φύσης, προκαλούμενες από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών, οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο χώρο της εργασίας, οι δερματοπάθειες και οι καρκίνοι του δέρματος κ.ά. 56. Η νόσος του είδους αυτού επιδρά σταθερά και ανεπαίσθητα στον ανθρώπινο οργανισμό, παρουσιάζοντας βαθμιαία εξέλιξη. Το χρονικό σημείο προσβολής του εργαζομένου είναι απροσδιόριστο 57. Η ακροθιγής εξέταση των εννοιών του εργατικού ατυχήματος και της επαγγελματικής ασθένειας κρίθηκαν σκόπιμες για την πληρέστερη κατανόηση του κανόνα της προέχουσας αιτίας. Πρόκειται για μία αρχή, η οποία διαπλάστηκε νομολογιακά και εφαρμόζεται βασικά σε περιπτώσεις συνδρομής κοινής νόσου και εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής 51 Βλ. ΑΠ 1690/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 283=Ε7 2015, σελ. 570. 52 Βλ. Κρεμαλή Κ., Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, 1985, Κεφ. Πέμπτο, 24, σελ. 261, σύμφωνα με τον οποίο κρίνεται σκόπιμο να δεχόμαστε αιτιώδη σύνδεσμο και όπου υπάρχει απλή πιθανολόγηση, όπως συμβαίνει στην έμμεση σχέση αιτίου-αποτελέσματος, λ.χ. πρόκληση εμφράγματος ενός καρδιοπαθή από επίπληξη του προϊσταμένου του. Αντίθετος ο Αγαλλόπουλος, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος επί τραυματισμού ασφαλισμένου, συνεπεία συμπλοκής μετά του προϊσταμένου του. Βλ. Αγαλλόπουλο Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 26, σελ. 260. Πρβλ. ΣτΕ 1291/2015, ΣτΕ 3785/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 53 Βλ. αναλυτικά Μικρούδη Γ., Το εργατικό ατύχημα κατά το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, 2012, Κεφ. Β, VIII, σελ. 71 επ. 54 Πρβλ. ΕφΘεσσαλ 1753/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=Αρμ. 2014, σελ. 1702. 55 Στοιχείο από το οποίο κρίνεται ο χαρακτηρισμός ενός ατυχήματος ως εργατικό. Βλ. Αγαλλόπουλο Χρ., Κοινωνικαί Ασφαλίσεις, 1955, 27, σελ. 261. 56 Βλ. αναλυτικά π.δ. 41/2012 «Εθνικός Κατάλογος Επαγγελματικών Ασθενειών» (συμμόρφωση με Σύσταση Επιτροπής 2003/670/ΕΚ), το οποίο ισχύει σήμερα. 57 Βλ. Κρεμαλή Κ., Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, 1985, Κεφ. Πέμπτο, 24, σελ. 262. 20 Σ ε λ ί δ α

ασθένειας. Για να καταλήξουν τα αρμόδια όργανα στην αιτία που κυριαρχεί, διερευνάται ποια αιτία προηγήθηκε χρονικά της άλλης. Πιο συγκεκριμένα, εάν ο ασφαλισμένος υποστεί ατύχημα, χωρίς η εξ αυτού αναπηρία να τον καθιστά ανίκανο προς εργασία, βραδύτερα δε παρουσιάσει κάποια πάθηση άσχετη με το ατύχημα και παραπεμφθεί ενώπιον των οικείων υγειονομικών επιτροπών, οι τελευταίες υποχρεώνονται να καθορίσουν το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης που οφείλεται και στο ατύχημα και στην κοινή νόσο. Έπειτα, τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. και, επί άσκησης προσφυγής, το Διοικητικό Πρωτοδικείο θα κρίνουν, αν ο ασφαλισμένος είναι ανίκανος για εργασία προεχόντως από το εργατικό ατύχημα 58 ή από την κοινή νόσο 59, δικαιούμενος ή όχι σύνταξη αναπηρίας από το ατύχημα ή από τη νόσο, βάσει του συνόλου της εκατέρωθεν αναπηρίας 60 61. Αν οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύσουν ότι η αναπηρία του ασφαλισμένου προσλαμβάνει 25% ποσοστό από το εργατικό ατύχημα και 30% από την κοινή νόσο, τότε το συνολικό ποσοστό του 55% αποδίδεται εξ ολοκλήρου είτε στο ατύχημα είτε στη νόσο. Συνεπώς, εάν αναλογιστούμε ότι το ποσοστό της αναπηρίας προσδιορίζεται συνολικά, με επιμέρους αναφορά του ποσοστού που οφείλεται σε καθεμιά από τις αιτίες, δικαιολογημένα γίνεται λόγος για απορρόφηση της ασθενέστερης αιτίας από τη σημαντικότερη. Η προέχουσα αιτία δεν αναζητείται στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες ο ασφαλισμένος ξεκίνησε την εργασία του με κάποιο ποσοστό αναπηρίας, το οποίο δεν τον εμπόδιζε να δουλέψει και κατέστη αργότερα βιοποριστικά ανίκανος εξαιτίας εργατικού ατυχήματος. Η βλάβη της υγείας θεωρείται τότε ότι οφείλεται καθ ολοκληρίαν στο εργατικό ατύχημα 62. Το αυτό συμβαίνει και όταν εκδηλώνεται ασθένεια στον εργαζόμενο, η οποία, κατά την κρίση των υγειονομικών επιτροπών, οφείλεται ή συσχετίζεται με προγενέστερο εργατικό ατύχημα 63. Άρα, η εύρεση της προέχουσας αιτίας 58 Βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία, περιπτώσεις κατά τις οποίες ως προέχουσα αιτία κρίθηκε το εργατικό ατύχημα: ΣτΕ 267/2013, ΣτΕ 813/2012, ΣτΕ 2814/2010, ΣτΕ 450/2002, ΔΕφΑθ 3839/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 189/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=Αρμ 2014, σελ. 844=ΝοΒ 2014, σελ. 980, ΔΕφΑθ 1730/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 59 Βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία, περιπτώσεις κατά τις οποίες ως προέχουσα αιτία κρίθηκε η κοινή νόσος: ΔΕφΑθ 2295/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3228/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ= ΕΔΚΑ 1991, σελ. 499. 60 Βλ. Παπαευαγγέλου Θ., Σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ οφειλόμενη σε πολλές αιτίες, ΕΔΚΑ 1992, σελ. 281 επ. (282). 61 Βλ. ΣτΕ 552/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2008, σελ. 1301, ΣτΕ 2814/2010, ΣτΕ 813/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 62 Βλ. ΣτΕ 2814/2010, ΣτΕ 8/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Παπαευαγγέλου Θ., Σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ οφειλόμενη σε πολλές αιτίες, ΕΔΚΑ 1992, σελ. 281 επ. (282). 63 Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής. Βλ. σχετικά ΣτΕ 813/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 552/2007, ΣτΕ 1587/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2007, σελ. 484, ΣτΕ 483/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2004, σελ. 1327, ΣτΕ 1896/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 2001, σελ. 205=ΕΔΚΑ 2000, σελ. 831, ΣτΕ 2660/1992, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔΕΝ 1993, σελ. 662, ΔΕφΑθ 3839/2013, ΔΕφΑΘ 19/2007, ΔΕφΠειρ 1730/2005, στις οποίες επαναλαμβάνεται παγίως ότι «όταν ο ανάπηρος από εργατικό ατύχημα καταστεί μεταγενέστερα, συνεπεία νοσηρής καταστάσεως του οργανισμού, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί απότοκος του ατυχήματος ή να συσχετιστεί με αυτό, ανίκανος να εργαστεί σε βαθμό που δικαιολογεί τη συνταξιοδότησή του λόγω αναπηρίας, δικαιούται να λάβει σύνταξη από εργατικό ατύχημα ή από 21 Σ ε λ ί δ α

ενδιαφέρει μόνο όταν η μετέπειτα βλάβη δεν είναι απότοκη του ατυχήματος 64. Όσον αφορά την αρμοδιότητα αφενός των υγειονομικών επιτροπών και αφετέρου των ασφαλιστικών οργάνων και των δικαστηρίων της ουσίας, διευκρινίζεται ότι οι πρώτες είναι αρμόδιες για τη γνωμάτευση, από ιατρικής άποψης, της φύσης, της αιτίας, της έκτασης και της διάρκειας της σωματικής ή πνευματικής βλάβης ή πάθησης του ασφαλισμένου 65. Σε ένα δεύτερο στάδιο τα ασφαλιστικά όργανα ή τα δικαστήρια ερευνούν αν ο ασφαλισμένος δικαιούται, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού ποσοστού αναπηρίας, σύνταξη από ατύχημα ή νόσο, ανάλογα με την προέχουσα αιτία 66. Κατά τον σχηματισμό της κρίσης τους περί της ασφαλιστικής αναπηρίας του αιτούντος δεσμεύονται προφανώς από τα, ανήκοντα στην αρμοδιότητα των ιατρικών οργάνων, τεχνικής φύσεως ζητήματα 67, όχι όμως και ως προς το ποσοστό συμμετοχής καθεμιάς των αιτιών, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί από τις υγειονομικές επιτροπές. Έτσι, τα ασφαλιστικά όργανα έχουν την ευχέρεια να αξιολογήσουν διαφορετικά την επίδραση του εργατικού ατυχήματος και της κοινής νόσου στη βιοποριστική ικανότητα του εργαζομένου 68. Εξάλλου, τούτο επιτάσσεται και από το ισχύον σύστημα υποκειμενικού προσδιορισμού της ασφαλιστικής αναπηρίας, σύμφωνα με το οποίο τα ασφαλιστικά όργανα ή, επί αμφισβήτησης, τα διοικητικά δικαστήρια συνεκτιμούν προσωπικά στοιχεία του ενδιαφερομένου υπό το κοινή νόσο, αναλόγως αν η ανικανότητα αυτή προέρχεται προεχόντως από την πρώτη ή τη δεύτερη αιτία.» 64 Βλ. Στεργίου Ά., Αναπηρία, 1999, Μέρος Β, ΙΙΙ, σελ. 180. 65 Βλ. σχετικά ΣτΕ 833/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 66 Βλ. ΣτΕ 2182/1983 με μειοψηφία ενός μέλους, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΝοΒ 1984, σελ. 750, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο της ουσίας δεν έκρινε επαρκώς επί της προέχουσας αιτίας. 67 Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 6 παρ. 1, 14 παρ. 4, 27 επ. του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητος Ι.Κ.Α. (Α.Υ.Ε. 57440/13.1-7.2.1938 ΦΕΚ 33, Τεύχος Β ). Βλ. σχετικά ΔΕφΑθ 6007/2013,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία «Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, όπου συντρέχουν περισσότερες αιτίες αναπηρίας, η αναπηρία από ασφαλιστική άποψη χαρακτηρίζεται, εν όψει των ποσοστών υγειονομικής ανικανότητας που προσδιόρισαν για κάθε αιτία τα αρμόδια υγειονομικά όργανα, ως οφειλόμενη, στο σύνολό της και αναλόγως προς την προέχουσα αιτία, στο ατύχημα ή στην κοινή νόσο..για το θέμα αυτό, της αναπηρίας δηλαδή από ασφαλιστική άποψη, αποφαίνονται με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση τα ασφαλιστικά όργανα ή, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα Διοικητικά Δικαστήρια, χωρίς να δεσμεύονται από την κρίση των υγειονομικών οργάνων περί της προέχουσας αιτίας της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου.». Πρβλ ΣτΕ 608/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΔιΔικ 1997, σελ. 691=ΕΔΚΑ 1996, σελ. 745, η οποία έκρινε ότι «σε περίπτωση αναπηρίας, η οποία οφείλεται σε εργατικό ατύχημα και κοινή νόσο, όπως εν προκειμένω, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη κρίση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ, ως προς το ποσοστό συμμετοχής εκάστου των αιτίων τούτων στην ασφαλιστική αναπηρία του ασφαλισμένου, αλλά μπορεί, για να σχηματίση τη δική του περί ασφαλιστικής αναπηρίας κρίση, να εκτιμήσει διαφορετικά το ποσοστό της επιδράσεως που έχει κάθε ένα από τα πιο πάνω αίτια στην ικανότητα για βιοπορισμό του ασφαλισμένου, αφού, προηγουμένως, λάβει υπόψη του το ποσοστό της υγειονομικής του αναπηρίας, όπως το καθόρισαν τα αρμόδια υγειονομικά όργανα και το ποσοστό συμμετοχής σε αυτήν του ατυχήματος και της κοινής νόσου, σύμφωνα με την κρίση του αρμοδίου υγειονομικού οργάνου, αλλά και άλλους παράγοντες. Στην προκειμένη δε περίπτωση το δίκασαν δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του αποφανθέν επί καθαρά ιατρικής φύσεως θέματος, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αλλ αντιθέτως διέλαβε κρίση νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη περί της ασφαλιστικής αναπηρίας του αναιρεσιβλήτου και χαρακτήρισε αυτή, ως οφειλομένη προεχόντως στο εργατικό ατύχημα, όπως είχε την εξουσία να κρίνει.» 68 Βλ. Χατζηδημητρίου Φ.-Ψηλό Γ., Ασφαλιστική Νομοθεσία, 1984, Κεφ. 17 ο, 222, σελ. 429. 22 Σ ε λ ί δ α