Αιγαίο πέλαγος Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό. Και διάσπαρτα ήταν τα νησιά μέσα σε βαθύ γαλάζιο και τα σπίτια πλασμένα από το χέρι του ανέμου. Με δρόμους στενούς σαν μονοπάτια, θαρρείς μέσα στο δάσος του Θεού να περπατάς. Και ξαφνικά στο δρόμο σου εκκλησίες, στις πλαγιές και στους βράχους να αγναντεύουν το Αιγαίο. Και εκεί που ο Θεός συναντά τον άνθρωπο, καράβια άσπρα να δένουν με γαλανόλευκες σημαίες. Οι φωνές των ναυτικών αληθινές για τα ταξίδια που έρχονται και με καπετάνιους σοφούς και με μηχανικούς αμέτρητους να γίνονται τα σχέδια για τη Νέα Ελλάδα. Για την Ελλάδα να μιλούν, για αυτήν που αγάπησα από μακριά και άφησα νωρίς, με ακούς; Γιατί δεν έχω τίποτα μεγάλο και τίποτα μικρό που να με κρατά κοντά, ένας ταξιδιώτης είμαι, με ακούς; Και όταν θα φτάσω εκεί, θα δω αγγέλους ντυμένους στα άσπρα και θα με περιμένουν όπως δεν με περίμενε κανείς ως σήμερα. 9
Βαθύ μπλε Στις βαθιές θάλασσες και στους απέραντους ορίζοντες όπου το μπλε κυριεύει έψαξα για να σε βρω. Περπάτησα πάνω στο πυκνό χιόνι και ένιωσα το πρώτο τρίξιμο μέσα στα κόκαλά μου. Εκεί ψηλά στις βουνοκορφές όπου ο αέρας είναι πιο ελαφρύς και τα πουλιά πιο ελεύθερα συνάντησα τη φαντασία μου και ένιωσα την απουσία σου. Όπως το γερασμένο χέρι δείχνει προς το φεγγάρι το αυγουστιάτικο, όπως ο ιερέας σηκώνει ψηλά το δισκοπότηρο και ο ψάλτης περιμένει, έτσι σήκωσα τα χέρια μου ψηλά μέσα στο βυθό της θάλασσας. Τα παιχνίδια του φωτός μέσα στο νερό και των ψαριών το βλέμμα το βαθύ ήταν αρκετά για να καταλάβω πως κινείται η γη. Μύρισε την αλμύρα της θάλασσας και του δάσους την πρωινή δροσιά για να ζήσεις ελεύθερος και μην τραβιέσαι από την πολυτέλεια. 11
Παράθυρο με θέα Κοιτάζω τα δέντρα που κινούνται και ακούω τα φύλλα που ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Νιώθω το δροσερό αέρα στις παλάμες μου και αγγίζω το χνούδι της ψυχής σου. Το βαθύ μπλε της θάλασσας και οι φλέβες του χεριού σου είναι η αξία σου που χάθηκε. Λιώσε κερί πάνω στο θυμό μου και άνοιξε τις αγκάλες σου στον άνεμο. Γονάτισε μπροστά στο θαύμα του ουρανού και σβήσε από την καρδιά τον πόνο. Απελευθέρωσέ με αύριο και μην ξαναγυρίσεις. 13
Η μικρή αυλή στην Πλάκα Το μαύρο χώμα της σπασμένης γλάστρας με τον υάκινθο, το ζουμπούλι και τη γαριφαλιά μύρισα αφού πρώτα άκουσα το θόρυβο. Μέσα στην αυλή την πέτρινη, σε αυτήν που κατά τόπους είναι λεία και επικίνδυνη, το χώμα εκτινάχθηκε από άκρη σε άκρη και όλοι έτρεχαν σαν τρελοί. Να σωθούν τα λουλούδια και να σκουπιστεί το χώμα, προτού ο σπιτονοικοκύρης το ανακαλύψει. Είδα την πέτρα τη στρογγυλή, αυτήν που βρίσκεις στις αμμουδιές της Ιθάκης, και το βέλος το μεσαιωνικό, αυτό που βλέπεις στα τείχη της Ρόδου. Πέρασα το κατώφλι του σπιτιού και την κανέλα είδα σκορπισμένη στο μαρμάρινο πάτωμα της κουζίνας, σ αυτό που ο Φειδίας χάραζε τους νόμους της αρμονίας και ομορφιάς. Είδα τον άσπρο λαιμό όταν μάζεψε η νεαρή κοπέλα τα μαλλιά της περπατώντας μέσα στην παλαιά αγορά. Κοίταξα τους αστραγάλους της καλλονής που μαγνητίζει τις βελόνες και ένιωσα τη γη ελαφρύτερη. Όπως το χρυσό βραχιόλι περικυκλώνει το λείο καρπό της αρχόντισσας με την απαλή φωνή και το γαλήνιο βλέμμα, έτσι είδα και το μικρό αθώο κορίτσι να τυλίγει τα χέρια του γύρω από το λαιμό του λυκόσκυλου που δεν υποτάσσεται στις εντολές των ενηλίκων. Καθώς σκοτείνιαζε και τα φώτα της πόλης έπαιρναν τη σκυτάλη ονειρευόμουν την επόμενη ημέρα. Αυτή που θα συγκρινόταν με την προηγούμενη. 15
Οι κομήτες Σβήνει ο κομήτης και τα υπόλοιπα αστέρια κρατούν τις λαμπάδες για να βλέπει πού πηγαίνει. Ο ήλιος ανατέλλει και οι ακτίνες του τρυπούν τους ουρανούς από άκρη σε άκρη, μα το άσπρο των σπιτιών παραμένει φανταχτερό και αντιστέκεται με πείσμα μέσα στον ουρανό του Αιγαίου. Τα μάτια σου ανοίγουν τους ορίζοντες και τα χέρια σου είναι πλασμένα από το Θεό για να τα χώνεις κάτω από την άμμο στις αμμουδιές της δημιουργίας. Καθώς τα σχοινιά του θωρηκτού που είναι δεμένο στο λιμάνι της αγάπης τρίζουν και το λάδι της μηχανής αρχίζει να ζεσταίνεται, οι χτύποι της καρδιάς μου ηχούν στα αυτιά μου και αρχίζω να φοβάμαι. 17