ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΞΑΝΘΑΚΗ-ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΩΣ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ» Διδάκτωρ Ελένη Γ. Αλεξανδρή Κοινωνικές και Ηθικές Αξίες στον Ισοκράτη Ο προβληματισμός της μελέτης μου αφορμάται από τη διαπίστωση των μελετητών ότι από τον Όμηρο και εξής το κύριο πρόβλημα των αρχαίων ελληνικών αξιών ήταν η ανάγκη να συσχετιστεί ο δίκαιος με τον ἀγαθὸν και την ἀρετὴ ώστε να γίνει η δικαιοσύνη είτε το όλο είτε μέρος της ἀρετῆς. Ή να αποδειχθεί ότι το να είναι κανείς δίκαιος είναι ένα αναγκαίο μέσο να γίνει κανείς ή να παραμείνει ἀγαθός - η πιο επιθυμητή κατάσταση της ύπαρξης σε αυτόν τον κόσμο. Ο λόγος Νικοκλῆς ἢ Κύπριοι ερμηνεύεται υπό την οπτική της δικαιοσύνης για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι τον διαπερνούν εξ ολοκλήρου τα ερωτήματα σε τι συνίσταται η δικαιοσύνη, τι θεωρείται πλεονεξία, ποιά είναι η δίκαιη συμπεριφορά εκ μέρους των αρχόντων και των αρχομένων και, τέλος, σε τι ωφελεί η προτίμηση της δικαιοσύνης έναντι της αδικίας. Ο Ισοκράτης αναλογικά χρησιμοποιεί τη λέξη δικαιοσύνη και τις συγγενικές της περισσότερο από όσο σε οποιονδήποτε άλλο λόγο του, δικαιολογεί την εξουσία του Νικοκλή με κριτήρια θεμελιωμένα στις αρχές της δικαιοσύνης, λέγει ρητά ότι οι πιο σημαντικές ανθρώπινες αρετές είναι η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη ως κτήματα αποκλειστικά των καλῶν καγαθῶν και, τέλος, το τμήμα των βασιλικών διαταγμάτων προς τους πολίτες βασίζεται εξ ολοκλήρου στην αποδοχή των αρχών του δικαίου. Ο δεύτερος λόγος της ερμηνείας του υπό την οπτική της δικαιοσύνης και των συνεργατικών αξιών είναι ότι, καθώς ο λόγος αποτελεί ζεύγος με τον Πρὸς Νικοκλέα, λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς αυτόν ως προς την ανάπτυξη των αρετών. Στον Πρὸς Νικοκλέα ο Ισοκράτης ανάγει τη φρόνησιν ως θεμελιώδη αρετή του ηγεμόνα και την ταυτίζει με τα αποτελέσματα της παραδοσιακής ἀρετῆς. Η ταύτιση αυτή του επιτρέπει να εισαγάγει ευκολότερα τις συνεργατικές αξίες ως προϋπόθεση της πολιτικής συμπεριφοράς του Νικοκλή, τις οποίες όμως δεν αναπτύσσει συστηματικά στον ίδιο λόγο. Η πλήρης ανάπτυξή τους γίνεται στον λόγο Νικοκλῆς στον οποίο εισάγονται οι συνεργατικές αξίες, κυρίως η δικαιοσύνη, τόσο ως καθολική όσο και ως μερική, όπως θα την όριζε ο Αριστοτέλης, αλλά και η σωφροσύνη, διακρίνονται τα πεδία των εφαρμογών τους στον πρακτικό καθημερινό βίο και, ταυτόχρονα, αναπτύσσεται μια επιχειρηματολογία η οποία
στοχεύει να συνδέσει τις δύο αξίες με τα αποτελέσματα της παραδοσιακής ἀρετῆς. Σε πρώτο επίπεδο η ανάπτυξη των συνεργατικών αξιών αφορά τον ίδιο τον ηγεμόνα, σε δεύτερο τους πολίτες και σε ένα τρίτο επίπεδο επιτρέπει στον Ισοκράτη να απαντήσει στους σύγχρονούς του προβληματισμούς για την άρρηκτη προσάρτηση των συνεργατικών αξιών στη πολιτική και ηθική συμπεριφορά. Στον λόγο ο Ισοκράτης απαντά στα διάφορα προβλήματα που απασχολούσαν τους στοχαστές σεχτικά με την κατίσχυση της δικαιοσύνης στο ηθικό και πολιτικό πλαίσιο αξιών. Από την αρχή του προοιμίου διαπιστώνουμε ότι το κύριο θέμα που απασχολεί τον Ισοκράτη δεν είναι η επιχειρηματολογία υπέρ της μοναρχίας ή υπέρ του Νικοκλή, όπως θεωρεί δεδομένο η έρευνα. Αντίθετα, από το προοίμιο φαίνεται ότι το θέμα του λόγου είναι η αρετή, η δικαιοσύνη και οι αξίες [1]. Ο πυρήνας της κριτικής που δέχονται οι λόγοι και η φιλοσοφία, λέγει ο Ισοκράτης, βρίσκεται στην άποψη ότι δεν ασκούνται ἕνεκα ἀρετῆς, ἀλλὰ ἕνεκα πλεονεξίας. Η κριτική όμως είναι άτοπη, όχι γιατί η διδασκαλία του δεν οδηγεί στην πλεονεξία, αλλά γιατί η διδασκαλία του οδηγεί στην θετική πλεονεξία και επομένως στην ἀρετή. Το λάθος της κριτικής έγκειται, όσον αφορά τον Ισοκράτη, στο γεγονός ότι οι επικριτές του θεωρούν ότι η πλεονεξία αντιτίθεται στην ἀρετή. Η ἀρετὴ όμως σύμφωνα με την παραδοσιακή της έννοια και την έννοια που συνεχίζει να διατηρεί στον Ισοκράτη δηλώνει την υπεροχή, ως εκ τούτου, η κριτική είναι άκαιρη και λανθασμένη, γιατί η ἀρετὴ δεν αντιτίθεται στο πλέον ἔχειν, αντίθετα το πλέον ἔχειν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τις απαιτήσεις της ἀρετῆς. Οι ισοκρατικοί λόγοι κυριολεκτικά οδηγούν τον Ισοκράτη και τους μαθητές του στην υπεροχή (Ἀντιδ. 187, 275). Άλλωστε, η δικαιοσύνη, η ευσέβεια και οι άλλες αρετές, προσθέτει ο Ισοκράτης [2], δεν καλλιεργούνται για να έχουμε λιγότερα από τους άλλους, αντίθετα καλλιεργούνται με σκοπό την απόκτηση των περισσότερων δυνατών αγαθών. Δεν πρέπει συνεπώς να κατηγορούνται εκείνοι που επιθυμούν μετ ἀρετῆς πλεονεκτεῖν, διότι η ἀρετὴ προσφέρει πάντοτε πλεονεκτήματα. Το ερώτημα που προκύπτει τελικά και το δίλημμα που τίθεται δεν αφορά την επιλογή μεταξύ ἀρετῆς ή πλεονεξίας αλλά μεταξύ δικαιοσύνης και ἀδικίας. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι οι συνεργατικές αξίες οδηγούν στη θετική πλεονεξία και το μετ ἀρετῆς πλεονεκτεῖν λαμβάνει ηθικές προεκτάσεις καθώς στην αρετή εντάσσονται οι αξίες που έχουν προαναφερθεί, ευσέβεια, δικαιοσύνη και οι άλλες αρετές. Στον περίφημο "ύμνο στον λόγο" [3] η αρετή συνδέεται με τη φρόνηση και η διατύπωση λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστιν χρησιμοποιείται να δηλώσει ότι ο λόγος, ως συνύφανση σκέψης και ομιλίας, είναι τώρα το αγαθό που εκφράζει την αλήθεια, το νόμο και τη δικαιοσύνη ως ενδείξεις της φρονήσεως και ως εικόνα ψυχής που είναι αγαθή. Ο λόγος αποτελεί την εκδήλωση του εσώτερου βίου, της ψυχής και όλα τα άλλα κριτήρια, του νόμου, της ἀρετῆς και της κακίας τώρα υποτάσσονται στη δύναμη του λόγου που εκφράζει ο φρόνιμος. Απομακρύνεται έτσι ο λόγος από τις σοφιστικές του εκφάνσεις και την απόκρυψη ή αλλοίωση της αλήθειας (Γοργ. Ἑλ. 11, ψευδῆ λόγον, Ησιοδ. Θεογ. 27) και συνδέεται με τη φρόνηση του ἀγαθοῦ και φρονίμου ανδρός. Η ψυχή δεν επηρεάζεται αρνητικά από τον λόγο, όπως στον
Γοργία (Ἑλ. 11), αλλά αντίθετα ο λόγος καθρεφτίζει μία αγαθή ψυχή. Η ρητορική που έχει ως προϋπόθεση την κατοχή της φρονήσεως ταυτίζεται έτσι με την αρετή και οποιαδήποτε κρίση και αξιολόγηση διαμορφώνεται από τον λόγο του φρονίμου μέσα στο πεδίο της πόλεως. Οι όψεις της δικαιοσύνης στον λόγο διατηρούν τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά τους. Η δικαιοσύνη του Νικοκλή ταυτίζεται με την απόδοση του οφειλομένου, με την παροχή ωφέλειας και ευεργεσίας και την προτίμηση της δίκαιης συμπεριφοράς με κριτήριο τα αποτελέσματα και όχι τη δικαίωση των προθέσεων ή των εσωτερικών κινήτρων. Η φράση άλλωστε τὴν δὲ δικαιοσύνην καὶ σωφροσύνην ἴδια κτήματα τῶν καλῶν κἀγαθῶν αποτελεί μια οικεία διατύπωση στο αριστοκρατικό σύστημα αξιών που βασίζεται σε μια ιδέα με μακρά ιστορία [5]. Για τον αριστοκρατικό συντηρητικό κώδικα ήταν οι αρετές που διατηρούσαν την καθεστηκυία τάξη, και δε χρησιμοποιούνται με την έννοια του ίσου ενώπιων των νόμων ή μιας αριθμητικής ισότητας, αλλά έφεραν και το νόημα της γνώσης και αποδοχής των ορίων. Δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε την έννοια της δικαιοσύνης με τους συνήθεις κανόνες και συνδηλώσεις της σύγχρονής μας έννοιας, αλλά ως μια έννοια δικαίου προσαρμοσμένη στη ρητορική ιδεολογία των συνεργατικών αξιών της πόλης, η οποία όμως διατηρεί το κριτήριο της φρονήσεως και του υπολογισμού της ορθής συμπεριφοράς και του προσήκοντος. Η εξέταση των παραινέσεων προς τους πολίτες φανερώνει ότι η θεμελιώδης αρετή τους πρέπει να είναι η δικαιοσύνη, η οποία βασίζεται στην παραδοσιακή έννοια της δίκης. Οι πολίτες παραινούνται να εκτελούν ο καθένας το έργο που έχει αναλάβει με επιμέλεια και δικαιοσύνη, μια παραίνεση που είναι σχεδόν ταυτόσημη με τον πλατωνικό ορισμό της δικαιοσύνης ως τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν (Πολ. 433b, 433d, 443b). Οι παραδοσιακές συνδηλώσεις της δικαιοσύνης συνεχίζονται στη διατύπωση παραινέσεων όπως μὴ πλουτεῖν ἀδίκως [5], καλῶς ἄρχεσθαι ως πολιτική δικαιοσύνη, στην ιδέα ότι ο καθένας πρέπει να συμπεριφέρεται όπως θα επιθυμούσε να του συμπεριφέρονται οι άλλοι (61) [6], αντίληψη, που αργότερα αποτέλεσε τον περίφημο «χρυσό κανόνα, ανταπόδοση, φίλους ωφελείν εχθρούς βλάπτειν». Παράλληλα, εκτός από την πολιτική και παραδοσιακή διάσταση του δικαίου, υπάρχουν και ενδείξεις ότι ο Ισοκράτης ενδιαφέρεται να συγκροτήσει μια επιχειρηματολογία για την προτίμηση της δίκαιης συμπεριφοράς θεμελιωμένη και σε ένα ηθικό επιχείρημα που θα καθιστά τη δικαιοσύνη ωφέλιμη στην ψυχή. Έτσι παρακολουθούμε την ανάπτυξη θέσεων στις οποίες λανθάνουν ηθικά κριτήρια και φανερώνουν την ηθική διεύρυνση της αρετής, καθώς ο Ισοκράτης διατυπώνει απόψεις για το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας του δικαίου που ξεκινάει από την διαπίστωση ότι ο άνθρωπος εκ φύσεως προτιμά να αδικεί παρά να αδικείται, διότι επιθυμεί να υπερέχει, και, όταν επιδιώκει το συμφέρον του, δε διστάζει να αδικήσει, εφόσον είναι σε θέση να το κάνει. Επομένως, σκοπός της ηθικής είναι να επινοήσει μια φιλοσοφία δικαίου, η οποία να πείθει ότι η δικαιοσύνη είναι περισσότερο ωφέλιμη και ότι ο δίκαιος πραγματικά άνθρωπος, δεν πρέπει να επιθυμεί να αδικεί, ακόμη και αν μπορεί να το κάνει. Ο Ισοκράτης σε αυτό το πλαίσιο υπαινίσσεται κάτι το οποίο είναι πολύ κοντά σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε συνείδηση και χρησιμοποιεί ακριβώς αυτό το ρήμα (συνειδότας) [7]. Η
συνείδηση μιας ψυχής δίκαιης είναι εκείνη που μπορεί να εγγυηθεί μια ευχάριστη ζωή απαλλαγμένη από τους φόβους εκείνων που έχουν αδικήσει. Το κακὸν και η κακία χρησιμοποιούνται αντί της αδικίας και η ἀρετὴ ταυτίζεται με την κατοχή δικαιοσύνης του ἀγαθοῦ πολίτη. Είναι σημαντικό ότι οι όροι ἀδικία και δικαιοσύνη αντικαθίστανται από τους όρους ἀρετὴ και κακία διότι είναι σαφής ένδειξη ότι ο Ισοκράτης τους χρησιμοποιεί ως ταυτόσημους και με συνεργατικά κριτήρια, διαφορετικά από αυτά της παραδοσιακής ἀρετῆς. Παρόμοια υπόδειξη δίνει ο Ισοκράτης και στον Δημόνικο [8]. Αφού έχει υποστηρίξει ότι ο νέος πρέπει να έχει αἰσχύνην, δικαιοσύνην και σωφροσύνην (Δημον. 15) λέγει: Μηδέποτε μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσας ἔλπιζε λήσειν καὶ γὰρ ἂν τοὺς ἄλλους λάθῃς, σεαυτῷ συνειδήσεις (Δημον. 16). Και στα δύο αυτά χωρία ο Ισοκράτης ταυτίζει το ἥδιστα τὸν βίον διαγαγεῖν με τη δικαιοσύνη, διατηρώντας δηλαδή τα εξωτερικά κίνητρα προτίμησης της δικαιοσύνης, στο ίδιο συμπέρασμα που καταλήγει μέσω διαφορετικής φυσικά οδού ο Σωκράτης στην Πολιτεία 353e. Τα χωρία που συζητήθηκαν δεν οδηγούν στην υπόθεση ότι ο Ισοκράτης έχει θεμελιώσει μια στερεή φιλοσοφική θεώρηση της ηθικής ανθρώπινης υπευθυνότητας που μπορεί να οδηγήσει σε τύψεις συνειδήσεως ή την άποψη ότι ο αληθινά δίκαιος άνθρωπος αρκείται στην αμοιβή που αντλείται από την ίδια τη δικαιοσύνη. Η απόκρυψη άδικων πράξεων σε άλλες περιπτώσεις συνάδει με την πραγματιστική φύση των στόχων του και μπορεί να προτιμάται. Στον Πρὸς Νικοκλέα (30) για παράδειγμα, συμβουλεύει τον βασιλιά να κρύβεται, αν τυχόν απολαμβάνει κάτι από αυτά που θεωρούνται φαύλα. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο είναι σημαντικό ότι εκτός από εξωτερικά επιχειρήματα για την προτίμηση της δίκαιης συμπεριφοράς, προσφέρει και εσωτερικά κίνητρα, καθώς αποσυνδέει το αἰσχρὸν από την κοινωνική αποδοχή ή απόρριψη και το συνδέει με την ατομική ψυχή. Ο Ισοκράτης αντιλήφθηκε ότι η μόνη απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί για να μη συγκρούεται η ηθική δικαιοσύνη και το συμφέρον ήταν να ταυτιστούν τα αποτελέσματα της ανταγωνιστικής ἀρετῆς με τα αποτελέσματα της δικαιοσύνης, έπρεπε να δειχθεί ότι «η δικαιοσύνη συμφέρει». Συμπερασματικά, οι όψεις της δικαιοσύνης συνοψίζουν συμπεριφορές και αξίες της προηγούμενης λογοτεχνίας και των συνδηλώσεων της δίκης και παράλληλα απαντούν στα ερωτήματα που έθεσε ο Πλάτων στην Πολιτεία σχετικά με τη δικαιοσύνη, αλλά και σε πολλά σημεία συμφωνούν με την ανάπτυξη της έννοιας από τον Αριστοτέλη. Ο Ισοκράτης δε θέτει αυστηρές ηθικές προϋποθέσεις και ηθικά κριτήρια στη δικαιοσύνη, ούτε την απομακρύνει από κάποια μορφή ωφελιμισμού.. Γενικότερα, προσπαθεί να πείσει με τη χρήση μιας ρητορικής που υποδεικνύει ότι η επιλογή του συμφέροντος φέρει και ηθική υποχρέωση ή ότι η επιλογή της ηθικής υποχρέωσης πολύ συχνά ωφελεί και το προσωπικό συμφέρον και, τέλος, ότι ο ἀγαθὸς δε θα είναι ἀγαθὸς και δε θα έχει ἀρετή, αν δεν επιδεικνύει συνεργατικές αρετές. Οι όροι ἀγαθὸς και ἀρετὴ χρησιμοποιήθηκαν πάντοτε για να εκφράσουν τον μεγαλύτερο δυνατό έπαινο, αφού ανέκαθεν συνδέονταν με την επιτυχία σε κάθε τομέα, πολιτικό και κοινωνικό. Η χρήση των αξιολογικών όρων από τον Ισοκράτη κατέστησε σαφές ότι ακόμη δεν έχει αποκρυσταλλωθεί το
ηθικό περιεχόμενό της ἀρετῆς και ότι η ἀρετὴ και ο ἀγαθός, ως όροι επιδοκιμασίας, φέρουν πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις. Ωστόσο, με την επιρροή της ισοκρατικής σκέψης η ἀρετὴ προσέλαβε άρρηκτα και τη δικαιοσύνη στις συνδηλώσεις της και ο ἀγαθὸς έπρεπε να είναι και δίκαιος για να είναι αποτελεσματικός στην ευημερία της ατομικής προσωπικότητας αλλά και του συνόλου. Η δικαιοσύνη τοποθετείται στην πρακτική σφαίρα και συνάπτεται με την προοπτική της ευδαίμονος πόλης και του ευδαίμονος βίου των πολιτών. H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ. Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.