ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 105 Η ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ: ΤΥΠΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΤΥΠΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ Της: Δρος Ελένης Γιαννακοπούλου 1. Θεωρητικά προλεγόμενα Oπως ορίζεται από την διοικητική επιστήμη, διοικητικό φαινόμενο είναι η εξειδικευμένη ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας (έναν οργανισμό, μια δημόσια υπηρεσία, μια επιχείρηση, έναν συνεταιρισμό κλπ) και επιδιώκει την πραγματοποίηση, στον καλύτερο δυνατό βαθμό, ενός επιθυμητού αποτελέσματος (έργου, παροχής υπηρεσιών κλπ) με την αξιοποίηση των διαθέσιμων μέσων μέσα από λειτουργίες, όπως ο προγραμματισμός, η οργάνωση, ο συντονισμός και ο έλεγχος 1. Από την οπτική αυτή το διοικητικό φαινόμενο περιλαμβάνει δύο συστατικά στοιχεία: Tην οργάνωση, η οποία αποτελεί όρο για την ανάπτυξή του και τη συλλογική προσπάθεια, η οποία αποτελεί αντικείμενο της οργάνωσης. Η οργάνωση προσεγγίζεται στις οργανωτικές θεωρίες από δύο οπτικές, ενώ στην α- νάλυσή της, τονίζεται κατά περίπτωση η μία ή η άλλη: Ως οργανωτική οντότητα (π.χ. έ- να σχολείο, ένα νοσοκομείο, μια επιχείρηση) και ως βασική λειτουργία της διοίκησης. Με τη δεύτερη έννοια, η οποία ενδιαφέρει ειδικότερα στην παρούσα εισήγηση, η οργάνωση αναφέρεται στον προσδιορισμό, στην ομαδοποίηση και στην κατανομή των απαραίτητων εργασιών, καθώς και στην κατανομή των εξουσιών, των ευθυνών και του πλέγματος των σχέσεων που συναρτώνται με τις εργασίες αυτές, διαμορφώνοντας μια συγκεκριμένη οργανωτική δομή 2. Συστατικό στοιχείο της οργάνωσης, αποτελεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η λήψη αποφάσεων, ως διαδικασία στο πλαίσιο μιας οργάνωσης, προϋποθέτει την παραδοχή ότι, παρά το γεγονός ότι η οργάνωση αποτελείται από μέλη με διαφορετικές και συγκρουόμενες επιδιώξεις, αποδίδεται στην οργάνωση, ως σύνολο, η δυνατότητα λήψης ορθολογικών αποφάσεων πάνω σε βασικά θέματα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της. Με την έννοια ενός συστήματος λήψης αποφάσεων η οργάνωση, θεωρητικά τουλάχιστον, εξασφαλίζει αυτορρύθμιση και προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντός της, μέσα από δίκτυα επικοινωνίας που συνδέουν τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Έτσι το σύνολο της οργάνωσης μπορεί να θεωρηθεί ως Η Ελένη Γιαννακοπούλου είναι Διδάκτωρ Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Καθηγήτρια Σύμβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
106 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH ένα σύστημα δικτύων μέσα σε δίκτυα ή καλύτερα ως μια ιεραρχία αλληλένδετων δικτύων, στη βάση της οποίας τα δίκτυα γίνονται μικρότερα και πολυαριθμότερα 3. Η αυτορρύθμιση αναφέρεται στη διατήρηση μιας σταθερής κατάστασης, μεταξύ των στοιχείων της οργάνωσης. Η διατήρηση αυτή προϋποθέτει τη λειτουργία ενός μηχανισμού ανατροφοδότησης και αναπροσαρμογής που να καθιστά ικανή την οργάνωση να ανταλλάσσει πληροφορίες με το περιβάλλον της και να τις αξιοποιεί για την διατήρηση της ισορροπίας. Αυτός ο μηχανισμός αυτορρύθμισης λειτουργεί και εκδηλώνεται τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό περιβάλλον της οργάνωσης. Από τον τρόπο που ορίζεται το διοικητικό φαινόμενο στις οργανωτικές θεωρίες προκύπτει ότι ενδιαφέρει πρωτίστως η εμφάνισή του στα πλαίσια των πάσης φύσεως οργανώσεων, ενώ από τον ορισμό της οργάνωσης προκύπτει ότι η λειτουργία της διοίκησης αποτελεί το βασικότερο στοιχείο και την απαραίτητη διαδικασία για την επιβίωση κάθε οργανισμού. Ο οργανισμός είναι η δομή, που εξασφαλίζει τη δυνατότητα συνεργασίας ανθρώπων και συντονισμού όλων των επιμέρους δραστηριοτήτων τους για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων σκοπών, ενώ η διοίκηση είναι η διαδικασία, που μεθοδεύει την επίτευξη των σκοπών, αξιοποιώντας αυτή τη δυνατότητα. Είναι δηλαδή η διοίκηση, η διαδικασία κατά την οποία προγραμματικά καθορίζονται οι απαραίτητες εργασίες για την επίτευξη των σκοπών, οι οποίες στην συνέχεια ομαδοποιούνται, επιμερίζονται σε συγκεκριμένες θέσεις εξουσίας και ευθύνης, και υλοποιούνται συντονισμένα, μια διαδικασία που παράλληλα και σε όλα τα στάδια ελέγχεται και αξιολογείται. Ανάμεσα στις βασικές λειτουργίες της διοίκησης περιλαμβάνεται η λήψη αποφάσεων. Αν μάλιστα οι βασικές λειτουργίες της διοίκησης θεωρηθούν ως μια γραμμική ακολουθία, πολλοί θεωρητικοί της οργάνωσης τοποθετούν τη λήψη αποφάσεων αμέσως μετά τη λειτουργία του προγραμματισμού και την συνδέουν στενά με αυτήν, αφού στο στάδιο του προγραμματισμού λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την στρατηγική και τους σκοπούς της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα όμως η λήψη αποφάσεων είναι μια λειτουργία και ένας όρος για την αποτελεσματική άσκηση όλων των διοικητικών λειτουργιών. Σχηματικά, η λήψη αποφάσεων θα μπορούσε να ορισθεί ως μια διαδικασία επίλυσης συγκεκριμένου προβλήματος, μέσω της επιλογής και της εφαρμογής της προσφορότερης από τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις 4. Η αναγνώριση της σημασίας της λήψης αποφάσεων κατέστησε την έννοια αυτή κεντρική στη σύγχρονη θεωρία των οργανώσεων. Στο κλασικό πρότυπο της λήψης αποφάσεων, η λήψη άριστων αποφάσεων βασίζεται σε ορθολογικές παραδοχές, όπως είναι η απόλυτη γνώση όλων των εναλλακτικών λύσεων, η ικανότητα πρόβλεψης όλων των πιθανών συνεπειών, ή η δυνατότητα πλήρους και συνεπούς συστήματος ιεράρχησης των προτιμήσεων. Ο Simon 5, θεωρητικός της εμπειρικά προσανατολισμένης σύγχρονης οργανωτικής θεωρίας, τροποποιώντας το κλασικό πρότυπο της λήψης αποφάσεων θεωρεί ότι μια σειρά παραγόντων, όπως είναι η αναποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των ατόμων μιας οργάνωσης, η εισαγωγή μη ορθολογικών κριτηρίων βασισμένων σε κίνητρα, αξίες και δοξασίες των ατόμων ή των άτυπων ο- μάδων που δημιουργούνται μέσα στις οργανώσεις, ή και η παρεμβολή συνηθειών ή αυτοματοποιημένων ενεργειών που σχετίζεται με τον καταμερισμό και την τυποποίηση των εργασιών μέσα σε μία οργάνωση εμποδίζουν τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων ή αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά τους. Η οργανωτική δομή ενός οργανισμού και οι οργανωτικές διαδικασίες, τυπικές και άτυπες, που έχουν καθιερωθεί στο πλαίσιο της λειτουργίας του επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ατόμων, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει το περιεχόμενο και τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Η οπτική αυτή, παρά
ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 107 τις κριτικές που έχει δεχθεί 6 αποτελεί την αφετηρία προσέγγισης του προβλήματος της λήψης των αποφάσεων στο Ελληνικό Δημοτικό σχολείο, όψεις του οποίου αποτελούν α- ντικείμενο της παρούσας εισήγησης. 2. Πεδία και διαδικασίες λήψεις αποφάσεων στο δημοτικό σχολείο Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του Ελληνικού Δημοτικού Σχολείου, ο Σύλλογος Διδασκόντων έχει την ευθύνη της λήψης των αποφάσεων για την πλειονότητα των δραστηριοτήτων, οι οποίες αναπτύσσονται στη σχολική μονάδα. Παράλληλα, ο ρόλος του Διευθυντή στη λειτουργία του σχολείου είναι ρυθμιστικός, τόσο ε- ξαιτίας της ευθύνης του για την υλοποίηση των αποφάσεων του Συλλόγου Διδασκόντων, όσο και εξαιτίας των αυτόνομων διοικητικών και εποπτικών αρμοδιοτήτων του. Η θεσμική ρύθμιση των βασικών θεμάτων της οργάνωσης και λειτουργίας του σχολείου στηρίζεται στους νόμους 309/1976 Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως, 1566/1985 για τη Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις και 2188/1994 για τη Ρύθμιση θεμάτων διοίκησης της εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις. Οι παραπάνω νόμοι αποτελούν νόμους πλαίσια και κατά συνέπεια η εξειδίκευση και υλοποίησή τους απαίτησε πληθώρα Προεδρικών διαταγμάτων,υπουργικών Αποφάσεων, Διοικητικών πράξεων, κλπ. Ως αποτέλεσμα έχει διαμορφωθεί στην ελληνική εκπαίδευση ένα σύνθετο πλέγμα κανονιστικών κειμένων, από το οποίο δεν λείπουν οι α- ντιφάσεις και οι επικαλύψεις, που όταν αναδεικνύονται καλούνται για την άρση τους τα ανώτερα κλιμάκια του διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης 7. Ο διευθυντής και όπου προβλέπεται ο υποδιευθυντής αποτελούν τα μονομελή και ο σύλλογος διδασκόντων το συλλογικό όργανο διοίκησης κάθε σχολικής μονάδας. Ο διευθυvτής του σχολείου,σύμφωνα με το άρθρο 11 εδ.δ παρ.1 του Ν.1566/1985 είναι ιδίως (που σημαίνει πρωτίστως μεταξύ άλλων) υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία του σχολείου, το συντονισμό της σχολικής ζωής, την τήρηση των νόμων, των εγκυκλίων και των υπηρεσιακών εντολών και την εφαρμογή των αποφάσεων του συλλόγου των διδασκόντων, που εκδίδονται σύμφωνα με την υπουργική απόφαση για τις αρμοδιότητες του συλλόγου των διδασκόντων. Μετέχει επίσης στην αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών του σχολείου του και συνεργάζεται με τους σχολικούς συμβούλους. Σύμφωνα με το άρθρο 11 εδ. ΣΤ παρ. 3 του νόμου 1566/1985 ο σύλλογος διδασκόντων αποτελεί συλλογικό όργανο για την χάραξη κατευθύνσεων για την καλύτερη ε- φαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής και την καλύτερη λειτουργία του σχολείου. Έχει την ευθύνη για την εφαρμογή του ωρολογίου προγράμματος και αναλυτικού προγράμματος, την υγεία και προστασία των μαθητών, την καθαριότητα των σχολικών χώρων και την οργάνωση της σχολικής ζωής. Ιεραρχεί τις σχολικές ανάγκες και φροντίζει για την αντιμετώπισή τους. Αξιοποιεί τις δυνατότητες συνεργασίας ανάμεσα στο διδακτικό προσωπικό και τους κοινωνικούς φορείς του τόπου. Μπορεί να αποφασίσει το χωρισμό των μελών του σε τομείς γνώσεων, με στόχο τον καλύτερο συντονισμό της διδασκαλίας και της εφαρμογής των εκπαιδευτικών μεθόδων. Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, το κοινό πεδίο άσκησης των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή και του Συλλόγου Διδασκόντων εισάγει εκ των πραγμάτων πρόβλημα στη λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν τη λειτουργία του σχολείου και την ανάπτυξη των σχολικών δραστηριοτήτων και επομένως η αποτύπωση της πραγματικότητας αυτής αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περιοχή εμπειρικής έρευνας.
108 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH Τα αποτελέσματα και οι διαπιστώσεις της έρευνας έχουν ιδιαίτερη σημασία για την προσέγγιση των οργανωτικών και λειτουργικών προβλημάτων του σχολείου, αλλά και για τις γνώσεις και δεξιότητες διοίκησης που είναι αναγκαίες στους διευθυντές των σχολείων για την ομαλή και αποτελεσματική άσκηση του έργου τους (πχ γνώση και χειρισμός ανθρώπινων σχέσεων, διαχείριση συγκρούσεων κλπ) που ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης επιμόρφωσης στελεχών εκπαίδευσης οφείλει να αντιμετωπίζει στο σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή του. 3. Διαπιστώσεις μιας εμπειρικής έρευνας Με στόχο τη διερεύνηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στο Δημοτικό σχολείο και τον εντοπισμό παραγόντων οι οποίοι καθορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο των διαδικασιών αυτών, διεξάχθηκε μια εμπειρική έρευνα σε εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα βασικά στοιχεία και οι κύριες διαπιστώσεις της οποίας παρουσιάζονται συνοπτικά στη συνέχεια. Στην έρευνα, η οποία διεξάχθηκε τον Σεπτέμβριο του 2003 συμμετείχαν εξήντα (60) εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, σχολείων της Θεσσαλονίκης και των γύρω περιοχών της. 8 Η κατανομή των φύλων ήταν περίπου ισόποση και η εκπαιδευτική τους εμπειρία κυμαίνονταν από 10 έως 25 χρόνια, ενώ στο σύνολο τους ήταν απόφοιτοι Παιδαγωγικών Ακαδημιών. Η συλλογή των εμπειρικών δεδομένων πραγματοποιήθηκε με ημι-δομημένες συνεντεύξεις με τη χρήση ανοιχτών ερωτήσεων για τα θέματα και τις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων στο σχολείο τους, όπως επίσης και για τους παράγοντες που κατά περίπτωση οδηγούν στην υιοθέτηση των απόψεων του Διευθυντή του σχολείου ή των εκπαιδευτικών, ατομικά ή συλλογικά. Η χρήση ανοιχτών ερωτήσεων προτιμήθηκε άλλων μορφών, ώστε να επιτραπεί η ελεύθερη έκφραση εμπειριών, γεγονότων και εκτιμήσεων για τα υπό διερεύνηση ζητήματα. Οι συνεντεύξεις των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν ατομικές και οι απαντήσεις τους καταγράφονταν. Πρέπει να σημειωθεί, ότι πολλές περιγραφές, και εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών ήταν έμμεσες και σε ορισμένες περιπτώσεις ασαφείς. Από τις περιγραφές αυτές αντλήθηκαν όσο ήταν δυνατόν τα στοιχεία για το αντικείμενο της έρευνας. Από την ανάλυση του συνόλου των εμπειρικών δεδομένων προκύπτουν τρεις σημαντικές διαπιστώσεις: 1. Για την πλειονότητα των θεμάτων που προκύπτουν κατά τη λειτουργία του σχολείου οι αποφάσεις λαμβάνονται αποκλειστικά από τον Διευθυντή, ενώ όπου προβλέπεται η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων του Συλλόγου Διδασκόντων, είναι κατά κανόνα τυπική και νομιμοποιητική των αποφάσεων του Διευθυντή. Από τα στοιχεία των συνεντεύξεων προκύπτει ότι οι εκπαιδευτικοί υποβαθμίζουν τόσο τις δυνατότητες, όσο και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων μέσα από τις συνεδριάσεις του Συλλόγου Διδασκόντων. Θεωρούν τις συζητήσεις για τη λήψη αποφάσεων χρονοβόρες, κουραστικές και πρόσχημα για την επικύρωση προειλημμένων αποφάσεων. Ως αποτέλεσμα αποδέχονται, πολλές φορές παθητικά και χωρίς την έκφραση γνώμης τις προτάσεις-αποφάσεις του Διευθυντή. Η ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων προβλήθηκε από όλους τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στη παρούσα έρευνα ως στοιχείο ταυτισμένο με την καλή λειτουργία του σχολείου. Στη λογική αυτή οι εκπαιδευτικοί αποφεύγουν, όπως διαπιστώθηκε, να θέτουν σε συζήτηση και να επιλύσουν συλλογικά ζητήματα διαφωνιών ή συγκρούσεων μεταξύ τους που έχουν σχέση με τη λειτουργία του σχολείου, ακόμα και στις περιπτώσεις που τέτοια ζητήματα διαιωνίζονται και δημιουρ-
ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 109 γούν προβλήματα λειτουργίας του σχολείου. Ως αποτέλεσμα, ο ρόλος του Διευθυντή του σχολείου στη λήψη αποφάσεων και ιδίως στην επίλυση διαφορών καθίσταται κυρίαρχος και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αποκλειστικός. 2. Οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης, οι οποίες ήταν κατά κανόνα συγκαλυμμένες, μεταξύ μεμονωμένων εκπαιδευτικών και του Διευθυντή του σχολείου ή και μεταξύ μόνο των εκπαιδευτικών, αποτελούν την κύρια μορφή των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στο Δημοτικό σχολείο. Από τις συνεντεύξεις των εκπαιδευτικών προκύπτει ότι η λήψη αποφάσεων για την πλειονότητα των θεμάτων που αφορούν στη λειτουργία του σχολείου είναι αντικείμενο διαδικασιών διαπραγμάτευσης, οι οποίες αναπτύσσονται στο πλαίσιο ατομικών συζητήσεων μεταξύ εκπαιδευτικών και Διευθυντή του σχολείου, εντός και εκτός του σχολείου. Η διαπραγμάτευση αυτή, όπως έμμεσα και μέσα από περιγραφές περιπτώσεων προκύπτει από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών της έρευνας, περιλαμβάνει εργασιακά ζητήματα και διευκολύνσεις σε θέματα καταμερισμού διδακτικών και εξω-διδακτικών καθηκόντων, υπευθυνοτήτων δραστηριοτήτων, εκδηλώσεων και εκδρομών του σχολείου, εργασιακού χρόνου και άλλα συναφή της σχολικής ζωής. 3. Αυτές οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης, ως διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθορίζονται κατά περίπτωση από ένα πλήθος τυπικών και άτυπων παραγόντων και αντανακλούν το χαρακτήρα των αντίστοιχων σχέσεων, διοικητικών και κοινωνικών οι ο- ποίες έχουν διαμορφωθεί ή επιβληθεί μεταξύ των εκπαιδευτικών και μεταξύ των εκπαιδευτικών και του Διευθυντή του σχολείου. Ως βασικό παράγοντα που καθορίζει τη μορφή και το περιεχόμενο των προαναφερθέντων διαδικασιών διαπραγμάτευσης, οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν την ισχυρή προσωπικότητα του Διευθυντή του σχολείου σε συνδυασμό με μια γενικότερη στάση τους για την αποφυγή συγκρούσεων. Στα δεδομένα των συνεντεύξεων της παρούσας έρευνας καταγράφονται περιγραφές που χαρακτηρίζουν τον τρόπο διοίκησης του σχολείου στο οποίο υπηρετούν ως απολυταρχικό. Πολλές επίσης περιγραφές, αναφέρουν κλειστές ηγετικές ομάδες εκπαιδευτικών, που πλαισιώνουν, διαμεσολαβούν και υποστηρίζουν τον Διευθυντή του σχολείου, τόσο στο χειρισμό των διαδικασιών διαπραγμάτευσης για τη λήψη αποφάσεων, όσο και στο χειρισμό των διαδικασιών εφαρμογής των αποφάσεων αυτών, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που δεν είναι καθολικά αποδεκτές από τους εκπαιδευτικούς του σχολείου. Σε κάθε περίπτωση, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τα δεδομένα της έρευνας, η παροχή διευκολύνσεων στους εκπαιδευτικούς, κατά κανόνα σε εργασιακά ζητήματα, από τον Διευθυντή του σχολείου ή η απαίτησή τους ως αντάλλαγμα αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα που οδηγεί τους εκπαιδευτικούς στην παθητική αποδοχή ή και στην ενεργή υποστήριξη των αποφάσεων του Διευθυντή. Από τη σύνθεση των προηγούμενων διαπιστώσεων προκύπτει ως γενικό συμπέρασμα, ότι πέρα από τις οποιεσδήποτε τυπικές προβλέψεις για τα όργανα και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο Δημοτικό σχολείο, ο ρόλος του Διευθυντή σ αυτές είναι κυρίαρχος και διαμορφώνει αποκλειστικά το οργανωτικό περιβάλλον του σχολείου και κατά συνέπεια το πλαίσιο της λήψης των αποφάσεων για τα ζητήματα της λειτουργίας τους στη βάση κατά κανόνα άτυπων κριτηρίων, κανόνων και διαδικασιών. 4. Ένα ερμηνευτικό σχόλιο Οι διαπιστώσεις που προαναφέρθηκαν για το Ελληνικό Δημοτικό σχολείο επιβεβαιώνουν σε σημαντικό βαθμό θέσεις των θεωρητικών αναλύσεων της σχολής των αν-
110 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH θρωπίνων σχέσεων για τη λήψη αποφάσεων στις τυπικές οργανώσεις. Ειδικότερα φαίνεται να επιβεβαιώνεται η θεώρηση της διοικητικής συμπεριφοράς του Simon (1974), η οποία αποδέχεται ότι η λειτουργική ισορροπία μιας οργάνωσης επιτυγχάνεται όταν οι ανάγκες και οι όροι λειτουργίας της οργάνωσης ικανοποιούνται από τη δράση των ατόμων και των ομάδων που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιό της με την προϋπόθεση ότι η συνεισφορά των εμπλεκομένων ατόμων στις δραστηριότητες της οργάνωσης αντισταθμίζεται από την ικανοποίηση που αντλούν με διάφορους τρόπους. Η θέση αυτή όμως, ειδικότερα όταν αναφέρεται στο σχολείο, εμφανίζεται προβληματική, παρά την εμπειρική επιβεβαίωσή της. Ερμηνεύει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των εκπαιδευτικών στο σχολείο, ως διαδικασίες ομοειδώς αντιδρώντων ατόμων. Στην ερμηνεία αυτή ωστόσο, παραγνωρίζεται η δυναμική που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των εκπαιδευτικών ως κοινωνικών υποκειμένων. Από την οπτική αυτή και παρά τη συνεισφορά της παρούσας έρευνας στην αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης το ζήτημα της μορφής και του περιεχομένου των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στο δημοτικό σχολείο παραμένει ανοιχτή ερευνητικά, αναγκαία όμως για το σχεδιασμό οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής παρέμβασης. Άλλωστε αυτές οι συχνά αγνοημένες εσωτερικές διαδικασίες του σχολείου είναι σημαντικές και όπως έδειξε ο Musgrove (1971) καθορίζουν περισσότερο την οργανωτική ζωή των ίδιων των σχολείων, παρά οι εξωτερικές επιδράσεις όπως η πολιτική διαπλοκή ή οι κοινωνικές αντιθέσεις. Σε κάθε, τέλος, συζήτηση για την μεταρρύθμιση του σχολείου, παραμένει η εικόνα του υπερ-γραφειοκρατικού, σχολείου του ενταγμένου σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα παρόμοιου χαρακτήρα, το οποίο διοικείται από υψηλά ιστάμενα στο επίπεδο του νομού ή της χώρας στελέχη και το οποίο διακατέχεται από τη μη ικανοποίηση των δασκάλων και τη διαρκεί σύγκρουση του διοικητικού με το εκπαιδευτικό τους ρόλο. Ένα τέτοιο σχολείο είναι ελάχιστα δεκτικό στην υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που αφορούν την οργανωτική του δομή και τις εκπαιδευτικές πρακτικές του. Σημειώσεις 1. Τύπας, Γ. & Κατσαρός, Γ. Εισαγωγή στη Διοικητική Επιστήμη, Αθήνα, Gutenberg, 2003, σ. 59. 2. O.π., σ. 60-61. 3. Μουζέλης, Ν.Π., Οργάνωση και Γραφειοκρατία, (μτφρ. Σοφούλη, Ε., επιμ. Μακρυδημήτρης, Α.). Αθήνα, Εκδ. Μαθιουδάκη/Π. Ανδρόπουλου, 1991, σ.170. 4. Τύπας, Γ. & Κατσαρός, Γ. Εισαγωγή στη Διοικητική Επιστήμη, Αθήνα, Gutenberg, 2003, σ. 84. 5. Simon, H, Administrative Behavior, New York, Macmilan, 1974. 6. Ενδεικτικά βλέπε, Μουζέλης, Ν.Π., Οργάνωση και Γραφειοκρατία, (μτφρ. Σοφούλη, Ε., επιμ. Μακρυδημήτρης, Α.). Αθήνα, Εκδ. Μαθιουδάκη/Π. Ανδρόπουλου, 1991, σ. 176-179 7. Ανδρέου, Απ. & Παπακωνσταντίνου Γ., Εξουσία και Οργάνωση - Διοίκησης του εκπαιδευτικού Συστήματος, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1994, σ. 334-357. Βιβλιογραφικές Αναφορές Ανδρέου, Απ., Θέματα οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης και της σχολικής μονάδας, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1999. Ανδρέου, Απ. & Παπακωνσταντίνου Γ., Εξουσία και Οργάνωση - Διοίκησης του εκπαιδευτικού Συστήματος, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1994. Καραποστόλης, Β., Μορφές Κοινωνικές Δράσης, Θεμέλιο, Αθήνα, 1984
ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 111 Κύρτσης, Α. Α., Τεχνολογικός σχεδιασμός και Κοινωνική Οργάνωση της ψηφιακής Επιχείρησης, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2001. Μουζέλης, Ν.Π., Οργάνωση και Γραφειοκρατία, (μτφρ. Σοφούλη, Ε., επιμ. Μακρυδημήτρης, Α.). Αθήνα, Εκδ. Μαθιουδάκη/Π. Ανδρόπουλου, 1991 Musgrove, F. Patters of power and authority in English education, Methuen, London, 1971. Παναγιωτοπούλου, Ρ., Η Επικοινωνία στις Οργανώσεις, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική ΑΕ, 1997. Simon, H, Administrative Behavior, New York, Macmilan, 1974. Σωτηρόπουλος, Δ., Γραφειοκρατία και Πολιτική Εξουσία, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα, 1996α. Σωτηρόπουλος, Δ., Οι Ανεκπλήρωτες Υποσχέσεις της Θεωρίας των Οργανώσεων: Σύγκριση της Οικολογίας των Οργανώσεων με τη Νέο-θεσμική Ανάλυση, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 1996β, 89-90, 81-104. Τσιβάκου, Ι., Υπό το Βλέμμα του Παρατηρητή, Αθήνα, Θεμέλιο, 1997. Τσιβάκου, Ι., Τα Ευέλικτα Όρια των Κοινωνικών Συστημάτων, Αθήνα, Νεφέλη, 2003. Τύπας, Γ. - Κατσαρός, Γ. Εισαγωγή στη Διοικητική Επιστήμη, Αθήνα, Gutenberg, 2003.