Ο δήµαρχος της Θαλαµέα ΠΡΩΤΗ ΗΜΕΡΑ Ι Μπείτε εκεί µέσα. Φεύγουν η ΙΣΑΜΠΕΛ, η INΕΣ και ο ΧΟΥΑΝ Κύριε, σας ευχαριστώ πολύ, µεγάλη σας χρωστάω χάρη, µε σώσατε από µια πράξη που θα µου' παιρνε τη ζωή. Γιατί; Πώς θα κινδύνευε η ζωή σας; Αν σκότωνα όποιον σκέφτηκε ν' αγγίξει-έστω-την τιµή µου. Να πάρει ο διάολος! Ξέρετε ότι είναι λοχαγός; Ναι, που να πάρει ο διάολος! Και στρατηγός να ήταν, αν πίστευα ότι µ' έβλαψε, θα τον σκότωνα.
Όποιον αγγίξει έστω µια τρίχα απ' τα µαλλιά του τελευταίου µου στρατιώτη, µάρτυρα βάζω τον Θεό, ότι θα τον κρεµάσω. Όποιον τολµήσει την τιµή µου να µη σεβαστεί, µάρτυρα βάζω τον Θεό, ότι κι εγώ θα τον κρεµάσω. εν ξέρεις ότι έχεις χρέος ν' αντέχεις τέτοιες προσβολές, αφού είσαι αυτός που είσαι; Στο σπίτι µου ίσως, µπορεί, µα όχι στην τιµή µου. Στον βασιλιά πρέπει να δίνεις, το σπίτι σου και τη ζωή σου η τιµή όµως είναι µέρος της ψυχής σου, κι αυτή ανήκει στον Θεό. Μου φαίνεται, µα τον Χριστό, ότι έχεις δίκιο! Μα τον Χριστό, µου φαίνεται ότι είχα πάντα! Κουράστηκα, κι αυτό το πόδι, που ο διάολος µου το χει δώσει, πρέπει ν' αναπαυτεί.
Γιατί όχι; Και µένα, ο διάολος µου 'χει δώσει ένα κρεβάτι, ανάπαυσέ το. Σου το' δωσε στρωµένο ο διάολος; Ναι. Θα το ξεστρώσω, γιατί είµαι-µα τον Θεό!-πτώµα. Για τον Θεό, ξεκουραστείτε! (Κατ' ιδίαν) (Πεισµατάρης ο χωριάτης Βρίζει θεούς και δαίµονες, όπως εγώ.) (Κατ' ιδίαν) (Όλο καπρίτσια είν' ο ον Λόπε, και δεν θα κάνουµε χωριό.) ΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ ΙΙΙ Βγαίνει η ΙΣΑΜΠΕΛ κλαίγοντας ΙΣΑΜΠΕΛ: Της µέρας τ' όµορφο το φως ποτέ στα µάτια µου µην ξηµερώσει, γιατί στη σκιά του ντρέποµαι να δω τον εαυτό µου. Στάσου, πελώριε πλανήτη, για λίγο ακόµα, στης θάλασσας τον παγωµένο αφρό! Άσε την παγωµένη νύχτα για µια φορά να παρατείνει την ασταθή της βασιλεία άσε να πουν για τη θεοσύνη σου, που άκουσε την ικεσία µου,
ότι έχει βούληση, και όχι ακρίβεια. Γιατί θέλεις να προβάλεις, για να δεις στο πάθηµά µου τη µεγαλύτερη αδικία την πιο µεγάλη τυραννία, που ο ουρανός θέλει να µείνει στης ντροπής την ιστορία; Τι να κάνω; Πού να πάω; Αν τα πόδια µου µε φέρουν ξανά στο σπίτι µου, θα' µαι ένα στίγµα στην τιµή του πατέρα µου, που άλλο καµάρι και χαρά δεν είχε, απ' το να καθρεφτίζεται στ' ολόγιοµο φεγγάρι της τιµής µου, που σήµερα όµως το κρύβει σύννεφο ντροπής. Τι λάθος έκανα µεγάλο, να ξεφύγω απ' τον αδερφό µου! εν θα' ταν προτιµότερο να µε σκοτώσει ο αγέρωχος θυµός του, την συµφορά µου όταν είδε; Θέλω να τον φωνάξω, πίσω να γυρίσει και µε µανία εκδίκησης τον θάνατο να µου χαρίσει. Ακούω την ηχώ να φέρνει φωνές ανάκατες, που λένε... Έλα να µε αποτελειώσεις, τίµιος αν θες να' σαι φονιάς γιατί ατιµία είναι µεγάλη να ζει το θύµα µιας συµφοράς.
ΙΣΑΜΠΕΛ: Ποια είναι η φωνή αυτή; Μόλις που ακούγεται, να την αναγνωρίσω δεν µ' αφήνει. Σκοτώστε µε, σας λέω, αν θέλετε σέβας να δείξετε και καλοσύνη. ΙΣΑΜΠΕΛ: Ω, ουρανοί! Κι άλλος τον θάνατο φωνάζει, κι άλλος είναι δυστυχισµένος, που δίχως να το θέλει ζει. Ανακαλύπτει τον ΚΡΕΣΠΟ δεµένο. Μα τι είν' αυτό που βλέπω εµπρός µου; Κόρη µου! Έλα να µε λύσεις! ΙΣΑΜΠΕΛ: εν τολµώ γιατί αν σε λύσουν απ' τα δεσµά σου αυτά τα χέρια, δεν θα τολµήσω, κύριέ µου, τα βάσανά µου να σου πω, τον πόνο µου να ιστορήσω Γιατί αν δεις πως έχεις χέρια, αλλά δεν έχεις πια τιµή, θα µε σκοτώσεις µε οργή
γι' αυτό και θέλω προτού σε λύσω για την κατάντια µου να σου µιλήσω. Σταµάτα, Ισαµπέλ, σταµάτα. Μη συνεχίζεις τις συµφορές για να τις πεις, δεν χρειάζονται λόγια πολλά. ΙΣΑΜΠΕΛ: Η κόρη σου είµαι, ατιµασµένη, κι εσύ είσαι ελεύθερος ζήτα τον έπαινο του κόσµου να πάρεις, µε τον θάνατό µου, να λένε για σένα όλοι πως, η τιµή σου για να ζήσει, την κόρη σου έχεις σκοτώσει. Έλα, Ισαµπέλ, σήκω επάνω. Μη µένεις άλλο γονατιστή Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά που τους ανθρώπους βασανίζουν δεν θα µπορούσαν να ξεχωρίσουν τη δυστυχία απ' τη χαρά. Όλα για τους ανθρώπους είναι, και πρέπει να τα πολεµάνε µε θάρρος µέσα στην καρδιά. Πάµε γρήγορα, Ισαµπέλ ας γυρίσουµε στο σπίτι. Αυτό το παιδί κινδυνεύει και πρέπει γρήγορα να κάνουµε τις διαδικασίες. (Πάµε) στο σπίτι µας.
ΗΜΕΡΑ III Τώρα πια, που σαν δικαστής, κέρδισα τον σεβασµό σου για να σε κάνω να µε ακούσεις, αφήνω τη ράβδο στην άκρη, και σαν άνθρωπος απλός, θέλω τα βασανά µου να σου πω. Αφήνει στην άκρη τη ράβδο Κι αφού είµαστε µόνοι τώρα, κύριε λοχαγέ µου, ας µιλήσουµε ξεκάθαρα οι δυο µας, χωρίς να σπάσουν τις φυλακές της σιωπής όλα αυτά τα συναισθήµατα που είναι κλεισµένα στην καρδιά µας. Είµαι άνθρωπος τίµιος από τότε που γεννήθηκα, µάρτυς µου ο Θεός, δεν άφησα κανένα ελάττωµα, κανένα ψεγάδι, να σταθεί εµπόδιο στην πορεία της ζωής µου. Πάντα οι συγχωριανοί µου µου φέρονταν µε σεβασµό. Με εκτιµούν οι αρχές του τόπου, ο ήµος και η Εκκλησία. Έχω αρκετή περιουσία γιατί ο Θεός το έδωσε άλλος πιο πλούσιος από µένα
αγρότης να µην είναι, σε όλα τα χωριά της περιοχής. Η κόρη µου έχει ανατραφεί µε καλούς τρόπους, όπως νοµίζω, µε ευθύνη κι αρετή. Η µάνα της- Θεός σχωρέσ'τη! φρόντισε γι' αυτό! Και νοµίζω, κύριε, είν' ανταµοιβή µεγάλη πως είµαι πλούσιος αλλά κανείς δεν µουρµουρίζει, είµαι σεµνός κι έτσι κανένας δεν µε βρίζει. Κι ενώ µάλιστα ζω σε έναν τόπο µικρό, που άλλη δουλειά δεν κάνουµε από το να χτυπάµε ο ένας στον άλλο τα κουσούρια του. Αν είναι όµορφη η κόρη µου, το διαπίστωσες ο ίδιος, µε τρόπο που όταν τον θυµάµαι θέλω να κλαίω. Αυτή ήταν, κύριε, η δυστυχία µου. Αλλ' ας µην πιούµε όλο το πικρό ποτήρι. Ας µείνει λίγο να το πιει ο πόνος. εν πρέπει, κύριε, να αφήσουµε, να τα φροντίσει όλα ο χρόνος πρέπει κι εµείς κάτι να κάνουµε να κρύψουµε τις συνέπειές της. Είναι, βλέπεις, τόσο µεγάλη, που όσο κι αν θέλω να την κρύψω δεν το µπορώ ο Θεός ξέρει πως αν µπορούσε µυστική να µείνει και να τη θάψω στην καρδιά µου, δεν θα' φτανα εδώ που φτάνω
µακάρι µε τη σιωπή µου, να απαλυνόταν και ο πόνος. Θέλοντας λοιπόν να διορθώσω µια ολοφάνερη ατιµία αν ψάξω την ντροπή να σβήσω, µού πρέπει εκδίκηση να πάρω όχι επανόρθωση να ζητήσω και παραπαίοντας απ' το 'να στ' άλλο, βρήκα µονάχα µία λύση που εγώ τη δέχοµαι ευχαρίστως και σένα δεν θα σ' αδικήσει πάρε λοιπόν το σπίτι µου όλο, δεν θα κρατήσω για τον γιο µου -που εδώ θα 'ρθει, στα πόδια σου να πέσει-, ούτε για µένα µια δεκάρα, έστω κι αν χρειαστεί να βγω στη ζητιανιά, αν δεν µου µείνει άλλη λύση. Γύρισε στην παλιά σου γνώµη. εν θα θιχτεί-λέω- η τιµή σου, αφού όσα αγαθά χάσουν τα παιδιά σου, κύριέ µου, όντας εγγόνια δικά µου, θα τα κερδίσουνε διπλά όντας παιδιά δικά σου. Όπως λέει η παροιµία "Στην Καστίλλη, το άλογο φοράει τη σέλα", κι έχει δίκιο. Γονατιστός σε ικετεύω, άκουσέ µέ. Τι σου ζητάω; Μονάχα την τιµή µου, που εσύ ο ίδιος µου την πήρες κι επειδή είναι δική µου, φαίνεται ταπεινά πως τη ζητάω,
σαν να ζητάω όχι δικό µου, αλλά δικό σου πράγµα. Μπορώ και µόνος µου αν θελήσω, να τηνε πάρω τώρα πίσω, µα εγώ από σένα τη ζητάω. (Κατ' ιδίαν) (Άλλη όρεξη δεν είχα!) Χρώστα χάρη κουραστικέ γέρο, που δε σας σκοτώνω σήµερα µε τα ίδια µου τα χέρια κι εσένα και τον γιο σου Να χρωστάτε κι οι δυο χάρη στην οµορφιά της Ισαµπέλ, που δεν είµαι πιο σκληρός µαζί σας. Αν θέλετε να εκδικηθείτε µε όπλα διόλου δεν σας φοβάµαι κι αν θέλετε στο δικαστήριο να µε πάτε, τέτοιο δικαίωµα δεν έχετε. εν σε συγκινούν τα δάκρυά µου; άκρυα του γέρου, του µωρού και της γυναίκας, ψεύτικα είναι. Τόσος πόνος δεν αξίζει να' βρει µια παρηγοριά; Και που γυρίζεις ζωντανός, παρηγοριά µεγάλη!
Ζητάω γονατιστός να πάρω πίσω την τιµή µου. Θα θυµώσω! Σκέψου µόνο, ότι είµαι δήµαρχος της Θαλαµέα. ικαίωµα να µε δικάσεις εσύ δεν έχεις. Μόνο το πολεµικό συµβούλιο το δικαιούται. Αυτή είν' η απόφασή σου; Ναι, κουραστικέ και ξεπεσµένε γέρο. Να επανορθώσεις δεν υπάρχει τρόπος; Η σιωπή είναι η καλύτερη επανόρθωση για σένα. Καµιά άλλη;
Όχι. Ε λοιπόν, µάρτυς µου ο Θεός, (παίρνει τη ράβδο) πως θα µου το πληρώσεις! Ε, εσύ! ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Κύριέ µου; Μα τι ζητάνε πια αυτοί οι χωριάτες; ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Τι ορίζετε; τον κύριο λοχαγό. Ορίζω να συλλάβεις Στ' άκρα το τραβάς! εν µπορεί αυτό να γίνει µ' έναν άντρα σαν εµένα, που υπηρετεί τον Βασιλιά. Θα το δούµε αυτό. Θα βγεις από 'δώ µέσα µόνο κρατούµενος ή νεκρός. Σε προειδοποιώ πως είµαι λοχαγός εν ενεργεία.
Γιατί, εγώ τι είµαι τάχα; ήµαρχος εν αχρηστεία; Στη φυλακή βάλ'τον, αµέσως. Κατ' ιδίαν ( εν µπορώ να τα βγάλω πέρα Πρέπει ν' αφήσω να µε συλλάβουν) Στο βασιλιά, γι' αυτή την τρέλα, θέλω να διαµαρτυρηθώ. Κι εγώ, για εκείνη τη δική σου. Καλά που είναι εδώ κοντά, κι έτσι θ' ακούσει και τους δυο. Το σπαθί σου, άφησέ το. γιατί... Αυτό δεν είν' σωστό Θα πας στη φυλακή. Με σεβασµό να µου φερθείτε. Το αίτηµα αυτό, βεβαίως, το βρίσκω πολύ λογικό. (Στον ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ)
Με σεβασµό, λοιπόν, στο ηµαρχείο να τον πάτε, µε σεβασµό να τον αλυσοδέσουν και χειροπέδες να του φορέσουν µε σεβασµό να 'χετε έγνοια πρώτη να µη µιλήσει µε κανέναν στρατιώτη και να τους βάλετε όλους φυλακή γιατί είναι δίκαιο, επιπλέον, να αρχίσουν µε σεβασµό κι οι τρεις τους να οµολογήσουν. (Κατ' ιδίαν στον ΛΟΧΑΓΟ) Κι αν ένοχο σε βρω, χωρίς καιρό να χάσω, ορκίζοµαι µα τον Θεό, πως µε µεγάλο σεβασµό θα σε κρεµάσω! Aχ, πήραν εξουσία οι χωριάτες! Μετάφραση (µε τη λογική υπερτίτλων): Μαρία Χατζηεµµανουήλ