Διπλωματική Εργασία ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 253 Α ΚΠΔ Επιμέλεια: 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ.σελ 4-5 Ι.ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 253 Α ΚΠΔ..σελ 6-8 ΙΙ. ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 253 Α ΚΠΔ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΟΥ ΝΟΥ 2928/2001 σελ.8-9 ΙΙΙ. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Α. 253 Α 1. Νομοτεχνική επιλογή του νομοθέτη.σελ 10-11 2.Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ειδικών ανακριτικών πράξεων σελ 11-13 3.Προβληματικές από την εφαρμογή του άρθρου 253 Α ΚΠΔ.σελ 13-15 IV. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ 1. Συνδρομή σοβαρών ενδείξεων.( 2 εδάφιο α ) σελ 17-21 2. Κατάφαση αναγκαιότητας διενέργειάς των. ( 2 εδάφιο β ). σελ 22-23 V. ΕΚΔΟΣΗ ΕΙΔΙΚΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ (άρθρο 253 Α παρ. 3 ΚΠΔ)....σελ 23-31 VI. ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ή ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΣΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ (ΑΡΘΡΟ 253 Α παρ. 3 εδάφια β, γ και δ ΚΠΔ) σελ 31-33 VII. ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 1. Ανακριτική διείσδυση σελ 35-52 2.Ελεγχόμενες μεταφορές..σελ 52-54 3. Η άρση απορρήτου των τηλεπικοινωνιών σελ 54-63 4. Ηχητική και οπτική παρακολούθηση σελ 63-66 5. Διασταύρωση (συσχέτιση και συνδυασμός) δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σελ 66-70 VIΙI. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΧΝΙΑΣΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ...σελ. 71-73 IX. ΑΔΥΝΑΤΗ ή ΙΔΙΑΤΕΡΩΣ ΔΥΣΧΕΡΗΣ Η ΕΞΙΧΝΙΑΣΗ ΤΩΝ ΕΓΓΛΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΑΛΛΟ ΤΡΟΠΟ..σελ. 73-74 X. ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ σελ. 75-77 ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡ. 253 Α ΚΠΔ σελ 77-79 ΕΠΙΛΟΓΟΣ.σελ 80-81 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ 82-83 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ σελ 84 2
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 253Α υπήρξαν και θα εξακολουθούν να είναι αντικείμενο συζητήσεων, προβληματισμών και διαμαχών όχι μόνο μεταξύ των θεωρητικών του δικαίου, αλλά και μεταξύ των εφαρμοστών του δικαίου (δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων). Ο λόγος φυσικά είναι ότι δεν πρόκειται για απλές ανακριτικές πράξεις, αλλά και για ανακριτικές πράξεις, η διενέργεια των οποίων προϋποθέτει την προσβολή ακόμη και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Στο άρθρο αυτό λοιπόν, όταν προβλέπονταν ο τρόπος διεξαγωγής των ανακριτικών αυτών πράξεων ο νομοθέτης, όπως προαναφέρθηκε προσπάθησε να εξασφαλίσει με όσο το δυνατό περισσότερα εχέγγυα το σεβασμό των δικαιωμάτων προστασίας της ιδιωτικής ζωής, επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ασύλου κατοικίας, απορρήτου των επικοινωνιών, τα οποία θα περιορίζονταν ολοφάνερα από τη διεξαγωγή των ειδικών αυτών ανακριτικών πράξεων. Το έργο αυτό του νομοθέτη ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο, αφού η στάθμιση εννόμων αγαθών συνταγματικά κατοχυρωμένων όπως τα παραπάνω από τη μια πλευρά και της δημόσιας ασφάλειας από την άλλη δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σήμερα η νομοθετική πρόβλεψη των ειδικών ανακριτικών πράξεων του άρθρου 253Α και των ειδικών ανακριτικών πράξεων που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους χαρακτηρίζεται σε γενικές γραμμές ολοκληρωμένη 1, αφού πράγματι παρέχονται εγγυήσεις για την προσβολή δικαιωμάτων των πολιτών κατά τη διενέργεια τους, ωστόσο δεν λείπουν και τα προβληματικά σημεία της νομοθεσίας, με αποτέλεσμα η πρακτική εφαρμογή των ειδικών αυτών ανακριτικών πράξεων να εμφανίζει δυσχέρειες, εξαιτίας των οποίων οι ειδικές ανακριτικές πράξεις αντιμετωπίζονται με 1 Βλ. Αδαμ.Χ.Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ Έκδοση, Έκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σελ. 277. 4
σκεπτικισμό. Τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως σε δύο σημεία: πρώτον στη σχέση των διατάξεων του άρθρου 253Α με τις διατάξεις των ειδικών ποινικών νόμων, στους οποίους προβλέπονται ειδικές ανακριτικές πράξεις και δεύτερον στην πρακτική εφαρμογή όλων των εγγυήσεων προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών, ώστε να διεξάγονται σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις οι ανακριτικές αυτές πράξεις και να μη καταφάσκονται ανεπίτρεπτες προσβολές των παραπάνω αναφερόμενων δικαιωμάτων των πολιτών χάριν της δικαικής ασφάλειας, ειδάλλως οι ειδικές αυτές ανακριτικές πράξεις θεωρούνται άκυρες, και το κτηθέν από αυτές αποδεικτικό υλικό, παράνομο και ως εκ τούτου μη δυνάμενο να αξιοποιηθεί αποδεικτικά. Το δεύτερο αυτό ζήτημα της εφαρμογής όλων των σχετικών εγγυήσεων προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών έχει οδηγήσει, όπως προαναφέρθηκε και στις παραπάνω δικαστικές αποφάσεις, σε τελικές δικαστικές κρίσεις περί παράνομης διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών πράξεων και ως εκ τούτου σε απαγόρευση αξιοποίησης του εξαχθέντος από αυτές ανακριτικού υλικού. 5
Ι. ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 253 Α ΚΠΔ Πρόσφατο μέλος του δεύτερου κεφαλαίου του τμήματος των ανακριτικών πράξεων της Ελληνικής Ποινικής Δικονομίας αποτελεί και το άρθρο 253 Α με το οποίο αναγνωρίζεται η δυνατότητα διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων επί εγκληματικών οργανώσεων. Φαίνεται λοιπόν πως οι μέχρι τη θέσπιση του οικείου άρθρου ανακριτικές πράξεις - έρευνες δεν ικανοποιούσαν την πιο πρόσφατη ανάγκη καταπολέμησης ενός νέου ποινικού φαινομένου, αυτού του οργανωμένου εγκλήματος. Την ανάγκη αυτή πρώτα ταυτοποίησε η Κοινή Δράση της 21 ης Δεκεμβρίου 1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του α. Κ3 της ΣΕΕ, όπου με το άρθρο 4 καλούνται τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ορίζοντας συγκεκριμένα ότι «κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι χωρεί δίωξη για τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ανεξαρτήτως του τόπου στην επικράτεια των κρατών μελών όπου εδρεύει ή ασκεί τις δραστηριότητές της η οργάνωση». Από τη Συνθήκη του Αμστερντάμ όμως φαίνεται να άρχισε μια πιο συστηματοποιημένη προσπάθεια της Ένωσης προς επίτευξη δημιουργίας ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου κατά το άρθρο 29 ΣΕΕ, κάτι τέτοιο θα εγκαθιδρυθεί με την πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας, οργανωμένης ή μη, και ιδίως με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά των παιδιών, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και όπλων, της δωροδοκίας και της απάτης. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου αυτού ήταν και η εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό συγκροτήθηκαν δύο νέα όργανα με σκοπό να προωθήσουν τον στόχο αυτό, η Eurojust και η Europol, οι οποίες αφορούν τη 6
δικαστηριακή και αστυνομική συνεργασία των κρατών μελών. Η ανάπτυξη των αρμοδιοτήτων αυτών των δύο οργάνων, καθώς δεν αποτελεί το θέμα της παρούσας εργασίας, θα αποφευχθεί. Αξίζει όμως συνοπτικά να αναφερθεί πως με τη Σύμβαση, κυρίως, της Europol γίνεται εύκολα διακριτή η εξέλιξη από την κλασική αστυνομική συνεργασία προς την προληπτική αστυνόμευση. Η παρατήρηση αυτή βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με όσα θα αναπτυχθούν κατωτέρω για τη νέα ρύθμιση του άρθρου 253 Α αφού με αυτήν δεν περιέχεται μόνον ο μέχρι τότε μοναδικός στόχος της ποινικής νομοθεσίας της καταστολής αλλά και της πρόληψης. Έτσι στην ως άνω σύμβαση για πρώτη φορά καθιερώνεται στο ά. 8 1 στ. 2 ένα σύστημα πληροφοριών στο οποίο αποθηκεύονται δεδομένα τόσο για πρόσωπα που είναι ύποπτα τέλεσης κάποιας αξιόποινης πράξης ή έχουν καταδικαστεί όσο και για πρόσωπα για τα οποία βάσει σοβαρών γεγονότων πιθανολογούνται ότι θα διαπράξουν αξιόποινες πράξεις της αρμοδιότητας της Europol. Στην τελευταία περίπτωση επιβεβαιώνεται ο προληπτικός χαρακτήρας που λαμβάνει πια, αλλά τα όρια αυτού δε φαίνεται να είναι διακριτά, και αυτό γιατί με την ίδια διάταξη δίδεται η δυνατότητα καταχώρισης στοιχείων και προσώπων που ούτε τέλεσαν, ούτε είναι πιθανό να τελέσουν αλλά αποτελούν πρόσωπα επαφής ή συνοδείας των προηγούμενων. Μία τέτοια ρύθμιση είναι εύλογο να προβληματίζει αφού άπτεται σαφώς των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανθρώπων. 2 Προς συμπλήρωση της παρούσας σύντομης αναδρομής, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε την από 29-09-2000 Σύμβαση του Ο.Η.Ε. η οποία επικυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 29-09- 2003, στο κείμενο της οποίας στο άρθρο 5 καλούνται τα κράτη 2 Αναλυτικότερα για το θέμα βλ. μελέτη της Μ. Καϊάφα- Γκμπάντι, Συντονιστικά όργανα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ: Από τον αστυνομικό στον δικαστικό συντονισμό- Η προοπτική της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ΠοινΔικ 2 / 2003, σ. 165 επ. 7
μέλη να προβούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την ποινικοποίηση της συγκρότησης σε εγκληματική οργάνωση, αν και κατά την εφαρμογή της οι πράξεις που περιγράφονται αποτελούν κατά το χρόνο ισχύος της ήδη εγκλήματα. Το φαινόμενο του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος τέθηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1975, ενώ αργότερα με την απόφαση 29 / 1993 θα απαριθμηθούν και οι λόγοι που οδήγησαν στην αντιμετώπιση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος. 3 ΙΙ. ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 253 Α ΚΠΔ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΟΥ ΝΟΥ 2928/2001 Η χώρα μας θέτοντας την υπογραφή της στη Διεθνή Σύμβαση του Ο.Η.Ε. το 2000 στο Παλέρμο της Ιταλίας, συναίνεσε στην ανάγκη ενσωμάτωσης ειδικών ανακριτικών τεχνικών για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, αφού με το ά. 20 της Σύμβασης αυτής υπαγορεύεται η ανάγκη λήψεως μέτρων από τα συμβαλλόμενα κράτη για εξασφάλιση της δυνατότητας διεξαγωγής ελεγχόμενων μεταφορών (controlling delivery), ηλεκτρονικής επιτήρησης (electronic surveillance) και κεκαλυμμένης ανακριτικής δραστηριότητας (undercover operations). Έτσι, με το άρθρο 6 του Νόμου 2928 / 2001 εισάγεται στον Ελληνικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το άρθρο 253 Α. Ο νομοθέτης, χωρίς να προκύπτει υποχρέωσή του προς τούτο από το κείμενο της σύμβασης, εκτός του ότι συμπεριέλαβε όλες τις ειδικές ανακριτικές τεχνικές του ά. 20 1, συμπεριέλαβε και δύο 3 Λεπτομερής ιστορική καταγραφή των νομοθετικών κειμένων- διεθνών συμβάσεων από τα οποία προσδιορίστηκαν τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος έγινε από τον καθηγητή Σ. Αλεξιάδη στην εισήγησή του (αδημοσίευτη) με θέμα «το οργανωμένο έγκλημα» στο σεμινάριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών, Δεκέμβριος 2005. 8
ακόμη, αυτή της άρσεως απορρήτου και του συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Από την ανάγνωση του α. 253 Α, επιδιώκοντας μία δογματική προσέγγιση του ποια είναι αυτή η ανάγκη που ώθησε τον νομοθέτη στη θέσπιση πλειόνων ειδικών ανακριτικών πράξεων θα διαπιστώναμε πως μπροστά στο φόβο επικράτησης εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, ο θεσπιστής του παρόντος νόμου δε δίστασε να ταρακουνήσει το Δημοκρατικό οικοδόμημα και να μειώσει την ανάγκη σεβασμού των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και αξιών, μπροστά σε ενδεχόμενο κίνδυνο για μια ευνομούμενη Πολιτεία από τη δράση οργανωμένου εγκλήματος. Από την άλλη όμως και η μη πρόβλεψη εκείνων των ανακριτικών πράξεων που θα επέτρεπαν τη δυνατότητα εξάρθρωσης της οργανωμένης εγκληματικότητας, θα άφηνε την Πολιτεία απροστάτευτη μπροστά στη δράση αυτής. Προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι στο α. 253 Α προβλέπονται μυστικές ανακριτικές πράξεις. Αυτό καταδεικνύει το δικαιολογημένο αίτημα για θέσπιση των προϋποθέσεων διενέργειας αυτών από μέρους του νομοθέτη, αφού άλλως θα κάναμε λόγο για πρόδηλη παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών και περιορισμό της διαδικασίας απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, αφού η πεποίθηση του δικαστή θα σχηματιζόταν αποκλειστικά από το μυστικά συλλεχθέν αποδεικτικό υλικό 4. 4 Βλ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ. ΝΑ, 2001, σ. 1022 επ. 9
ΙΙΙ. ΕΝΝΟΙOΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ 1.Νομοτεχνική επιλογή του νομοθέτη Εξαρχής θα έπρεπε να κάνουμε λόγο για την παραδοχή ότι το έργο του νομοθέτη κατά την σύνταξη του επίμαχου άρθρου ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Και αυτό γιατί από τη μία έπρεπε να θεσπίσει μέτρα ικανά να εξασφαλίσουν την επιτυχή δίωξη και εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ως απαίτηση της Πολιτείας, και από την άλλη, έπρεπε να καταστήσει την διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης σε όσο το δυνατόν λιγότερο οχληρή για τον πολίτη που θα ήταν αντικείμενο αυτής και να θωρακίσει την αξίωσή του για σεβασμό στην αξιοπρέπεια και την αξία του. Την προσπάθεια αυτή, στάθμισης των αντίρροπων αγαθών, φαίνεται να εξέφρασε ο νομοθέτης με τον τρόπο που διατύπωσε το οικείο άρθρο. Η θεωρία την επιλογή του αυτή δεν την υποδέχεται με ιδιαίτερη αισιοδοξία. Χαρακτηριστικά, υποστηρίζεται η άποψη 5 ότι, αν και ο θεσπιστής του νόμου είχε τη δυνατότητα να προβεί είτε στην εισαγωγή νέων- δηλαδή άγνωστων- ανακριτικών πράξεων ειδικά προβλεπόμενων για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και έπειτα να ρυθμίσει συστηματικά τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή τους, είτε να εισαγάγει ήδη υφιστάμενες σε συνδυασμό με νέες ανακριτικές μεθόδους αξιοποιώντας σύγχρονες δυνατότητες τεχνολογίας, παρόλα αυτά θέλησε να περιοριστεί μόνον σε ήδη προβλεπόμενες κρίνοντας ότι αυτές είναι επαρκείς για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ποια είναι όμως η σκοπιμότητα που ώθησε τον νομοθέτη σε αυτήν την επιλογή; Η ιστορία της θέσπισης του Νόμου 2928/ 2001 έχει την απάντηση και δεν είναι άλλη από το ότι ο λόγος είναι να 5 Ειδικότερα βλ. Θ. Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΧρ ΝΑ',2001, σ. 1034 επ. 10
αποφευχθούν επικρίσεις περί περιστολής του κράτος Δικαίου με την εισαγωγή νέων μεθόδων που θα έλεγχαν τους πολίτες κατά παράβαση των δικαιωμάτων τους, σε συμφωνία με αυτό συμπληρώθηκε η ρύθμιση με την παραπομπή σε ισχύουσες διατάξεις επαχθούς περιεχομένου. Είναι πολύ ενδιαφέρον και συνήγορος της πιο πάνω κρίσεως απόσπασμα της αγορεύσεως του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλου ότι «[με αυτήν την νομοθετική ρύθμιση] θέλουμε να δείξουμε ότι δεν εισάγουμε καινούριους τρόπους έρευνας που δεν τους γνωρίζει η νομοθεσία μας, απλώς επεκτείνουμε και στο οργανωμένο έγκλημα ήδη προβλεπόμενους τρόπους». Είναι προφανές πως αυτή η νομοθετική επιλογή δεν ακολουθεί το πνεύμα της αρχής της πρακτικής αρμονίας και ως τέτοια δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επιτυχής, άλλωστε προκαλεί ανησυχία για το πεδίο και έκταση της εφαρμογής της. Η ως άνω σκοπιμότητα επικαλύφθηκε με τις περαιτέρω ρυθμίσεις των 2,3 και 4 του οικείου άρθρου προβλέποντας πρόσθετες γενικές προϋποθέσεις διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών πράξεων, σε μια προσπάθειά του ο νομοθέτης να μας πείσει ότι μέλημά του είναι η προάσπιση του καθ ου οι ανακριτικές πράξεις από ενδεχόμενη κρατική αυθαιρεσία. 6 2. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ειδικών ανακριτικών πράξεων Η επιλογή του όρου «ειδικές» δε είναι καθόλου τυχαίος. Οι ανακριτικές πράξεις που απαριθμούνται αποκλειστικά στην 1 του α. 253 Α είναι μυστικές και προβλέπονται για δικονομικούς και εγκληματοπροληπτικούς σκοπούς. Έτσι, διαφοροποιούνται προδήλως από τις μέχρι τότε ανακριτικές πράξεις, (α) ως προς το πεδίο εφαρμογής τους, αφού αυτές διενεργούνται μόνον για τις 6 Για παραβολή απόψεων που διατυπώθηκαν για τις νομοτεχνικές επιλογές του νομοθέτη πρβλ Δαλακούρα, ό.π., και Σαμίου, ό.π. 11
αξιόποινες πράξεις των 1,2 του α. 187 και του α. 187Α Π.Κ. και (β) ως προς τον τρόπο διεξαγωγής τους όπου, ερχόμενος σε αντίθεση με όσα ίσχυαν μέχρι τη θέσπισή τους, αυτός χαρακτηρίζεται από απόλυτη μυστικότητα. Είναι σαφές πως, καθώς η διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων άπτεται των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, και μάλιστα περιορίζει την προσωπική ελευθερία, την ιδιωτική ζωή και την προσωπικότητα ακόμη και ανθρώπων που δεν λογίζονται ούτε ως ύποπτοι, απετέλεσε ανάγκη η ειδική πρόβλεψη στο νόμο που να προσδιορίζει το λόγο προσβολής και περιορισμού των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Αναφορικά με το δεύτερο διαφοροποιό στοιχείο των ειδικών ανακριτικών πράξεων σε σχέση με τις γενικές, και συγκεκριμένα το στοιχείο του μυστικού χαρακτήρα διεξαγωγής τους, πρέπει να καταδειχθεί πως το ενδεχόμενο να μη πληροφορηθεί ποτέ ο καθ ου οι έρευνες τον τρόπο συλλογής του επιβαρυντικού αποδεικτικού υλικού που οδήγησε στην σε βάρος του κατηγορία εκμηδενίζει βάναυσα τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισής του και παραμερίζει την απαγόρευση εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση απορρέουσα από το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας. Έτσι, στην περίπτωση των ειδικών ανακριτικών πράξεων, φαίνεται ο νομοθέτης να θέτει νέα δεδομένα, κατά απόκλιση των αρχών που επικρατούν στο στάδιο της προδικασίας, και να ρυθμίζει τη διενέργεια αυτών κατά σαφή απόκλιση των αρχών της εσωτερικής δημοσιότητας και της έγγραφης διαδικασίας 7. Πρωτόγνωρο για τα μέχρι τη ρύθμισή τους δεδομένα είναι και η προληπτική τους λειτουργία. Έγινε αναφορά και στην εισαγωγή της παρούσας για την πρώτη εμφάνιση αυτής της 7 Αναλυτική και συστηματική αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ειδικών ανακριτικών πράξεων βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινική Δικονομία, Βασικές Έννοιες και Θεσμοί της ποινικής δίκης για νυν και «εν τω γεννάσθαι» ανακριτικούς υπαλλήλους, εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα Κομοτηνή 2003, σ. 237 επ. 12
λειτουργίας στο χώρο καταδίωξης του εγκλήματος (όταν αναφερθήκαμε για τη δημιουργία συστήματος καταχώρησης στοιχείων προσώπων ύποπτων για την μελλοντική τέλεση αξιόποινων πράξεων από την Europol). Έτσι, και στην ελληνική πια πραγματικότητα, επιτρέπεται η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων όχι μόνο για την εξιχνίαση τετελεσμένων εγκληματικών πράξεων αλλά και για την αποτροπή τέλεσης πράξεων που άπτονται της δράσεως εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργανώσεως. Τίθεται λοιπόν και ένας επιπλέον στόχος του Ποινικού Δικαίου, διάφορος αυτού της καταστολής, ο προληπτικός. Πώς μπορεί όμως να εναρμονισθεί μία τέτοια διάσταση με το μέχρι τότε προσανατολισμένο στο τελεσθέν έγκλημα δικονομικό σύστημα; Από τη θεωρία προτείνεται λύση που, με αφορμή τη δικαιολογητική βάση που τέθηκε σε ανάλογη ρύθμιση στον Ολλανδικό ΚΠΔ, ανάγεται στο σκοπό της ποινικής δίκης. Συγκεκριμένα, η εξισορρόπηση θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διεύρυνση του σκοπού της τελευταίας προς την παραδοχή ότι η ποινική δίκη «συγχωρείται σε επείγουσες ανάγκες προστασίας της κοινωνίας από επικίνδυνους δράστες να προωθεί παράλληλα με την εμπέδωση της διαταραχθείσας κοινωνικής ειρήνης και την αποτροπή της σφόδρα πιθανολογούμενης διατάραξής της». 8 3.Προβληματικές από την εφαρμογή του άρθρου 253 Α ΚΠΔ α) Από νομοτεχνική άποψη Δύο φαίνονται να είναι τα βασικά προβλήματα που προκαλεί η τεχνική που επέλεξε ο νομοθέτης για τη διατύπωση του οικείου άρθρου: 8 Για τον προβληματισμό αυτόν βλ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ. ΝΑ, 2001, σ. 1022 επ. 13
Αρχικά, το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο αλλάζει, και συγκεκριμένα επεκτείνεται, το πεδίο εφαρμογής διατάξεων που κατά την αρχική θέσπιση τους αυτό ήταν περιορισμένο και αποσπασματικό. Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην παράγραφο 1 του οικείου άρθρου κατά τη ρύθμιση των ειδικών ανακριτικών πράξεων γίνεται παραπομπή σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Οι νόμοι αυτοί είχαν ψηφισθεί πριν τη θέσπιση του νόμου του οργανωμένου εγκλήματος, με στόχο την αντιμετώπιση των εκάστοτε προβλημάτων. Έτσι, λόγου χάρη ο Ν. 1729/1987 προέβλεπε την αστυνομική διείσδυση για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, αντίστοιχα και οι άλλοι ειδικοί ποινικοί νόμοι στόχευαν σε ρύθμιση ειδικών θεμάτων. Έχοντας ο νομοθέτης στο οπλοστάσιό του τις επίμαχες νομοθεσίες τις έθεσε ως μία πρώτη- βασική εγγύηση- προϋπόθεση των νέων ανακριτικών τεχνικών που εισήγαγε, παραπέμποντας ευθέως σε αυτές. Στην προσπάθειά του λοιπόν να συστήσει ένα πλέγμα νέο γύρω από μια καινούργια ανάγκη, αυτή της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, αποδυνάμωσε, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής τους, και ίσως αποπροσανατόλισε, χρησιμοποιώντας αυτές για ένα νέο στόχο παραπλήσιο αλλά όχι όμοιο με τον αρχικό που οδήγησε και στη θέσπισή τους, τις ήδη υφιστάμενες διατάξεις. Δεύτερον, είναι σαφές πως η επιχείρηση ερμηνείας και πρακτικής εφαρμογής της επίμαχης ρύθμισης θα παρουσιάσει ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες από αυτές που με την ανάγνωση προκύπτουν. Η φράση του νόμου «όπως κατά τα λοιπά» την οποία επίμονα ο νομοθέτης επιλέγει σε κάθε στοιχείο της παραγράφου 1 του α. 253Α για να παραπέμψει σε ειδικούς ποινικούς νόμους καθώς και η πρόβλεψη της παραγράφου 5 του αυτού άρθρου προκαλεί σύγχυση και δυσχέρεια εφαρμογής των καθώς και πολλοί είναι και δύσκολα κανείς, ή τουλάχιστον διακινδυνεύοντας να απομακρυνθεί από το πνεύμα του νόμου, μπορεί να 14
προσαρμόσει τις ειδικές αυτές ρυθμίσεις στην ανάγκη που τείνει να ικανοποιηθεί με το ά. 253 Α. Η εισηγητική έκθεση του Ν. 2928/2001 επιδιώκοντας να διασκεδάσει την ως άνω διατυπωμένη εντύπωση αναφέρει πως ο σκοπός να ισχύσουν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους επετεύχθη με την εκλογίκευση των διατάξεων στο κείμενο του νέου νόμου. Αντίθετη η άποψη της θεωρίας η οποία κάνει λόγο για συνονθύλευμα ετερόκλητων ρυθμίσεων με διαφορετικές ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις εφαρμογής. 9 β) Από την πρακτική τους εφαρμογή Παρόλο που όπως θα αναλυθεί παρακάτω εκτενώς στην παράγραφο 2 υπό στοιχείο α τίθεται ως προϋπόθεση διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων η συνδρομή σοβαρών ενδείξεων τέλεσης αξιόποινης πράξης, που ερμηνευτικά αντιμετωπίζεται πως η συνδρομή αναφέρεται στο πρόσωπο κατά του οποίου θα στρέφονται οι έρευνες, εμφανίζεται δυνατή η διεύρυνση του κύκλου των προσώπων που θίγονται και σε τρίτα άνευ συνδρομής υπονοιών- προσώπων, που αποτελούν επαφή ή διασύνδεση των ύποπτων. Εύκολα καταλήγουμε πως ο νομοθέτης για άλλη μια φορά, μπροστά στον κίνδυνο διατάραξης της Πολιτείας από τη δράση μιας ενδεχόμενης εγκληματικής- τρομοκρατικής οργάνωσης, συγχωρεί την καταστρατήγηση θεμελιωδών αρχών όπως αυτής του τεκμηρίου αθωότητας και της επιμέρους αρχής του προσήκοντος βαθμού υπονοιών της τέλεσης εγκλήματος, αποτελούσα κριτήρια αρχή για την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Η αποφυγή αυτού του προβλήματος από την εφαρμογή της ρύθμισης δε θα ήταν δύσκολη αν κατά τη ρύθμιση του επίμαχου ο νομοθέτης προέβαινε σε ειδικότερη και σαφώς αυστηρή παράθεση 9 Την αντιπαραβολή αυτή βλ ειδικότερα Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΧρ ΝΑ',2001, σ. 1034 επ. 15
των προϋποθέσεων που θα παρείχαν τη δυνατότητα διεύρυνσης με φειδώ. ΙV. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ Όπως ήδη προαναφέρθηκε δύο (2) είναι οι βασικότερες προϋποθέσεις διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων, όπως προβλέπονται στο άρθρο 253Α. Εκτός από αυτές, γι αυτό και χαρακτηρίζονται, ως βασικότερες προϋποθέσεις, υπάρχουν και πρόσθετες προϋποθέσεις που εξειδικεύονται για κάθε ειδική ανακριτική πράξη σε ειδικούς ποινικούς νόμους, οι οποίοι όμως δε αποτελούν αντικείμενο έρευνας της παρούσας, γι αυτό και δεν θα αναφερθούν ειδικότερα, πλην όμως το κρίσιμο ζήτημα σχετικά με αυτούς τους ειδικούς ποινικούς νόμους, που απασχόλησε τόσο τη νομολογία, όσο και τη θεωρία είναι η σχέση τω τελευταίων με τις διατάξεις του άρθρου 253Α. Τη σχέση αυτή προέβλεψε και ο νομοθέτης στην παράγραφο 5 του άρθρου 253Α, όπου ορίζεται ρητά πως οι διατάξεις του τελευταίου άρθρου εφαρμόζονται και στις ειδικές ανακριτικές πράξεις που ορίζονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους (σχέση συρροής ποινικών δικονομικών διατάξεων), ενώ οι διατάξεις των ειδικών ποινικών νόμων εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη θέσπιση του άρθρου 253Α, στο βαθμό που δεν έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του. Συνεπώς το άρθρο 253Α θεσπίζει το γενικό πλαίσιο διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων, ενώ οι προβλεπόμενες στους ειδικούς ποινικούς νόμους πρόσθετες προϋποθέσεις και ορισμοί διεξαγωγής των επιμέρους ανακριτικών πράξεων, οι οποίες προφανώς υπαγορεύονται από την ιδιαίτερη φύση και τα χαρακτηριστικά αυτών των ειδικών ανακριτικών 16
πράξεων, εφαρμόζονται παράλληλα, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 253Α. 10 Υπήρξε ωστόσο απόφαση δικαστηρίου και συγκεκριμένα η υπ αριθμ. 1896/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι ορισμένες ειδικότερες διατάξεις των ειδικών ποινικών δικονομικών νόμων, στις οποίες προβλέπονται ζητήματα σχετικά με τη εφαρμογή τω ειδικών ανακριτικών πράξεων υπερισχύουν των διατάξεων του άρθρου 253Α ΚΠΔ. Συγκεκριμένα σχετικά με τη ειδική ανακριτική πράξη της αστυνομικής διείσδυσης έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2935/2001, που ορίζουν τη διενέργεια της αστυνομικής διείδυσης με διάταξη του προισταμένου της υπηρεσίας και της σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα, χωρίς την προηγούμενη απόφαση του δικαστικού συμβουλίου, υπερισχύουν τω διατάξεων του άρθρου 253Α. Την κρίση του αυτή στήριξε το δικαστήριο στις αρχές του ειδικότερου και νεότερου ποινικού δικονομικού νόμου, αφού το άρθρο 253Α εισήχθη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το άρθρο 6 του Νόμου 2928/2001, ενώ ο παραπάνω αναφερόμενος ειδικός ποινικός νόμος είναι ειδικότερος και μεταγενέστερος αυτού. Η ίδια δικαστική κρίση μπορεί να εκφραστεί και σε αντίστοιχες περιπτώσεις, όπου οι ειδικές ανακριτικές πράξεις προβλέπονται σε μεταγενέστερους νόμους, του 2928/2001, εκτός α στις ειδικότερες διατάξεις τω μεταγενέστερων αυτών νομοθετημάτων υπάρχει ρητή παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 253Α. 11 1.Συνδρομή σοβαρών ενδείξεων (253 Α παρ. 2 εδάφ. α ΚΠΔ) H θεωρία έχει αποδώσει λεπτομερέστερα την έννοια και το περιεχόμενο των σοβαρών ενδείξεων στο χώρο της Ποινικής δικονομίας. Έτσι, με τον όρο «σοβαρές ενδείξεις» νοείται ένας υψηλός βαθμός πιθανότητας ενοχής του κατηγορουμένου, ή είναι 10 Βλ. Χαράλαμπο Σεβαστιάδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ερμηνεία Κατ άρθρο Τόμος ΙΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σελ. 3030. 11 Βλ. Χαράλαμπος Σεβαστιάδη, ό.π., σελ. 3037. 17
εκείνες οι ενδείξεις που σχηματίζουν την πεποίθηση για την αλήθεια των γνώσεων ή ακόμη εκείνες που καθιστούν σφόδρα πιθανή την ενοχή του κατηγορουμένου. Οι σοβαρές ενδείξεις -σε αντίθεση με τις επαρκείς που το κριτήριο είναι ποσοτικό, υποδηλώνουν την ένταση των υπονοιών και δεν είναι πρόσφορο να μετρηθεί ποσοτικά. Μέχρι τη θέσπιση του επίμαχου νομοθετικού κειμένου, ετίθετο ως κριτήριο για την επιβολή ή όχι επαχθών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού (προσωρινή κράτηση, σύλληψη και επιβολή περιοριστικών όρων). Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτή η επιλογή του νομοθέτη είναι και η ιδανική προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις από την αρχή της αναλογικότητας 12. Σίγουρα, η εγγύηση αυτή που τίθεται ως «κινούν αίτιο» της διενέργειας των επίμαχων ανακριτικών πράξεων εξασφαλίζει τουλάχιστον μια περιοριστική εφαρμογή των ανακριτικών πράξεων. Αν και καθίσταται αναγκαία ως προϋπόθεση διενέργειας για τη διακρίβωση της αλήθειας καθώς βοηθά στην αποφυγή υπέρμετρης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ωστόσο από μόνη της δεν φτάνει για να προασπίσει τα δικαιώματα του ανθρώπου από αυθαίρετες κρατικές παρεμβάσεις αλλά είναι απαραίτητη και η από μέρους του δικαστικού συμβουλίου αιτιολόγηση της απόφασής του, προϋπόθεση η οποία αναπτύσσεται κατωτέρω. 13 Αξίζει να επισημάνουμε συνοπτικά πως από το γράμμα του νόμου προκύπτει ότι (α) δεν απαιτούνται σοβαρές ενδείξεις για την σωρευτική τέλεση των πράξεων των ά. 187 1 κ 2 και 187Α Π.Κ., το αυτό συνάγεται από την αοριστία της διατυπώσεως της διάταξης 12 Για το περιεχόμενο και τα όρια εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινική Δικονομία, Βασικές Έννοιες και Θεσμοί της ποινικής δίκης για νυν και «εν τω γεννάσθαι» ανακριτικούς υπαλλήλους, εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα Κομοτηνή 2003, σ. 135 επ. και Θ. Δαλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1993, σ. 240 επ. 13 Για την πρόταση αυτή βλ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ. ΝΑ, 2001, σ. 1022 επ. 18
νόμου, γενικά αξιόποινη πράξη των ως άνω άρθρων, και (β) οι σοβαρές ενδείξεις πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου θα διενεργηθούν οι ειδικές ανακριτικές πράξεις και όχι εν γένει σχετικά με την τέλεση κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις. Αυτή βέβαια η παραδοχή, η οποία αποτελεί την πραγματική βούληση του νομοθέτη, αποτελεί λογικό ανακόλουθο με τα όσα ήδη αναφέρθηκαν σχετικά με τη διεύρυνση του κύκλου των προσώπων καθ ων οι έρευνες, αφού όπως ήδη ελέχθη, αυτά μπορεί να είναι και πρόσωπα τρίτα ανύποπτα. Η προϋπόθεση αυτή, όπως και η δεύτερη αποτελούν λογικά επακόλουθα της σοβαρότητας διεξαγωγής των ειδικών αυτών ανακριτικών πράξεων. Η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής αποκλείει τη συνδρομή απλών υπονοιών για την τέλεση εγκλήματος και απαιτεί κατά μια άποψη την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής, ικανών να στηρίξουν την κατηγορία κατά ορισμένου ή ορισμένων προσώπων. 14 Στο ζήτημα όμως αυτό έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι σοβαρές ενδείξεις ενοχής δεν σημαίνουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, αλλά (και αυτό είναι που διαφοροποιεί τις σοβαρές από τις επαρκείς ενδείξεις ενοχής, για τις οποίες διεξάγονται μόνο οι γενικές ανακριτικές πράξεις) απαιτείται η ύπαρξη μεγαλύτερου βαθμού πιθανοτήτων τέλεσης του εγκλήματος. Η άποψη αυτή ωστόσο, κατακρίθηκε, αφού σε περίπτωση παραδοχής της και ύπαρξης τόσο πολλών πιθανοτήτων ενοχής, μάλλον η διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων καθίσταται περιττή και δε πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 253Α, ήτοι η αναγκαιότητα διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων δια μέσου των οποίων και μόνο θα εξιχνιάζονταν το έγκλημα. Με άλλα λόγια η άποψη αυτή αντιφάσκει, αφού από την μια πλευρά δέχεται ότι σοβαρές ενδείξεις ενοχής σημαίνουν ύπαρξη πολλών πιθανοτήτων τέλεσης του εγκλήματος και κατ επέκταση ύπαρξη 14 Βλ. Λάμπρο Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία Κατ Άρθρο, Τόμος Ι, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 940. 19
πολλών αποδείξεων, που στηρίζουν τις πιθανότητες και από την άλλη, πέρα από αυτά τα αποδεικτικά μέσα, ανάγκη διενέργειας τω ειδικών ανακριτικών πράξεων, ως μονόδρομου στην εξιχνίαση εγκλήματος. 15 Ορθότερη φαίνεται μάλλον η ενδιάμεση άποψη όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω και σύμφωνα με την οποία η διαφορά στη γραμματική διατύπωση των λέξεων είναι καθοριστική. Σε αντίθεση με τη λέξη επαρκείς, εδώ ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τη λέξη σοβαρές ενδείξεις ενοχής. Έτσι το κριτήριο διάκρισης τους είναι μάλλον ποιοτικό. Οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής σημαίνουν κρίσιμες, ουσιώδεις ενδείξεις, ενώ οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής αφορούν σε ποσοτικό κριτήριο, σ αυτές δεν απαιτείται τόσο η κρισιμότητα των ενδείξεων ενοχής, όσο ο ικανός αριθμός τους, ώστε να διαταχθεί η ενέργεια των γενικών ανακριτικών πράξεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής ερευνάται ως προϋπόθεση και πρέπει να πληρείται πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε ειδικής ανακριτικής πράξης, χωρίς να ενδιαφέρουν σχετικά με αυτήν οι τυχόν αντίθετοι ορισμοί των ειδικών ποινικών νόμων, στους οποίους προβλέπεται η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων. 16 Περαιτέρω έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι ειδικές ανακριτικές πράξεις πρέπει να στρέφονται κατά ορισμένου ή ορισμένων προσώπων και όχι αόριστα. Η θέση αυτή ενώ είναι καταρχάς ορθή και δικαιολογημένη, αφού με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι οι αστυνομικές και ανακριτικές αρχές θα έχουν συγκεκριμένο έργο κατά συγκεκριμένων προσώπων, χωρίς να μπορούν να επεκταθούν ανεξέλεγκτα σε βάρος τρίτων προσώπων, είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί σε κάθε περίπτωση, αφού ορισμένες ανακριτικές πράξεις, όπως οι ελεγχόμενες μεταφορές εκ φύσεως δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους προσδιορισμό προσώπων, αφού 15 Βλ. Χαράλαμπο Σεβαστιάδη, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ερμηνεία Κατ άρθρο Τόμος ΙΙΙ», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σελ. 3026. 16 Βλ. Χαράλαμπο Σεβαστιάδη, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ερμηνεία Κατ άρθρο Τόμος ΙΙΙ», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σελ. 3027. 20
αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός τους μέσω της ελεγχόμενης μεταφοράς να αποκαλυφθούν όλα τα εμπλεκόμενα σ αυτήν πρόσωπα και όχι μόνο οι μεταφορείς. Για το λόγο αυτό η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής πρέπει να αναφέρονται στην τέλεση εγκλημάτων και όχι προσώπων. Σχετικά με το ζήτημα όμως έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι σε όσες περιπτώσεις διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων, τα ύποπτα πρόσωπα είναι γνωστά ή τουλάχιστον εξατομικεύονται σχετικά εύκολα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, τότε η διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων θα πρέπει να αφορά στα πρόσωπα αυτά και μόνο, όπως θα προσδιορίζονται στο βούλευμα, με σκοπό να λάβουν και την ιδιότητα του κατηγορούμενου, ώστε να αποκτήσουν και τα δικαιώματα αυτού. 17 Συμπερασματικά σχετικά με το ζήτημα αυτό, οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής θα πρέπει να αφορούν αρχικά στην επικείμενη τέλεση εγκλήματος από πρόσωπα, γνωστά ή τουλάχιστον πρόσωπα, για τα οποία υπάρχει δυνατότητα εξατομίκευσης τους, ή αν δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής να αφορούν στην επικείμενη τέλεσης εγκλήματος, με βάση στοιχεία και πραγματικά περιστατικά του παρελθόντος ή του παρόντος, τα οποία καθιστούν σφόδρα πιθανή την τέλεση του. Στην περίπτωση που υπάρχουν ύποπτα πρόσωπα, οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής τέλεσης εγκλήματος από αυτά πρέπει να συγκεντρώνονται και να αποδεικνύουν όχι απλώς μια προδιάθεση για τέλεση εγκλήματος, αλλά ειλημμένη απόφαση για τέλεση του. 18 17 Βλ. Χαράλαμπο Σεβαστιάδη, ό.π., σελ. 3027 3028. 18 Βλ. Αδαμ.Χ.Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ Έκδοση, Έκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σελ 281. 21
2. Κατάφαση αναγκαιότητας διενέργειάς τους (άρθρο 253 Α παρ. 2 εδάφ. β ΚΠΔ) Όπως αναλύθηκε ανωτέρω, η ανάγκη καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος ως ένα καινούργιο ποινικό φαινόμενο μη δυνάμενο να αντιμετωπισθεί με τις ήδη υφιστάμενες ανακριτικές πράξεις, οδήγησε στην εισαγωγή νέου πλέγματος εξιχνίασης και πρόληψης από τη δράση εγκληματικών οργανώσεων. Όπως επίσης και η ίδια η δομή της εγκληματικής οργάνωσης καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή την εξάρθρωσή της. Από τις παραδοχές αυτές συνάγεται πως ο νομοθέτης επέλεξε τους τρόπους αποτελεσματικής αντιμετώπισης και άρα τους προσφορότερους. Από την άλλη το ήδη υπάρχον φιλελεύθερο δικονομικό σύστημα θα βαλλόταν αν ήταν δυνατή η ανέλεγκτη επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα με μόνο το λόγο της βέβαιης και μόνης αποτελεσματικότητας ορισμένων ανακριτικών πράξεων. Είναι βέβαιο πως με τη διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης τίθεται ως βασική προϋπόθεση διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων ο έλεγχος του αν η διενέργεια κάποιας εξ αυτών είναι είτε το μοναδικό πρόσφορο και αναγκαίο μέσο, είτε το λιγότερο επαχθές για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Κατά συνέπεια επιβάλλεται η επέμβαση ή όχι με τη διενέργεια κάποιας ανακριτικής πράξης να λάβει χώρα κατόπιν προσδιορισμού του προσήκοντος μέσου, συμφώνως με την αρχή της αναγκαιότητας, και του λιγότερο επαχθούς μέσου. Εν προκειμένω δηλαδή, θα πρέπει κάθε φορά σε πρώτη φάση να ελέγχονται οι εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με ορισμένο σκοπό που πρέπει να επιτευχθεί (αρχή αναγκαιότητας), και έπειτα με κριτήριο το λιγότερο επαχθές μέσο να αναζητηθεί εκείνο ανάμεσα στα πρόσφορα που θίγει λιγότερο τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.[δεν είναι χωρίς προβλήματα και αυτή η διαδικασία, 22
τουλάχιστον ως προς την επιλογή μέσου από άλλα που θίγουν το ίδιο]. 19 Για να αποφύγουμε λοιπόν την μη ορθή εφαρμογή αυτής της πολύ σημαντικής εγγύησης, θα πρέπει εξ αρχής αυτή να αντιμετωπίζεται ως αρνητική περιοριστική προϋπόθεση της διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών πράξεων. 20 V. ΕΚΔΟΣΗ ΕΙΔΙΚΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ (άρθρο 253 Α παρ. 3 ΚΠΔ) Σύμφωνα με την παρ. 3 προκειμένου για να διαταχθεί η διενέργεια κάποιας από τις ειδικές ανακριτικές πράξεις απαιτείται έκδοση βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου ειδικά αιτιολογημένου ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα. Από μόνη της η επιλογή της λειτουργικής αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου, ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας του προσώπου από τις βλαπτικές ενέργειες των επεμβάσεων που προβλέπονται. Μάλιστα είναι σαφής η συνειδητή επιλογή του νομοθέτη μας να θέσει στην υψηλότερη κλίμακα περί της αποφάσεως διενέργειας των επίμαχων ανακριτικών πράξεων το δικαστικό συμβούλιο, καθώς τα παραδείγματα από τις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις φαίνεται να αντιμετωπίζουν το ζήτημα ελαστικότερα (αρκεί έγκριση δικαστή προδικασίας, εισαγγελέα ή και βοηθητικών εισαγγελικών υπαλλήλων). Έτσι, το δικαστικό συμβούλιο επιφορτίζεται με τον ρόλο του θεματοφύλακα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, και ελέγχου της σωρευτικής συνδρομής των προϋποθέσεων για τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων. 19 Για το θέμα του λιγότερου επαχθούς μέσου βλ. αναλυτικά και Θ. Δαλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1993, σ. 105 επ. 20 Όπως προτείνεται από Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ. ΝΑ, 2001, σ. 1022 επ 23
Μέρος της θεωρίας 21 αντιμετωπίζει και αυτή τη διάταξη επικριτικά. Ο λόγος στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω άποψη είναι πως η απαίτηση προηγούμενης πρότασης του εισαγγελέα αποτελεί πλεονασμό και η ειδική αιτιολογία «νομοτεχνική αβελτερία». Αναφορικά με το πρώτο, πράγματι ήδη με το άρθρο 138 2 εδ β ΚΠΔ ορίζεται πως προκειμένου για την έκδοση βουλεύματος απαιτείται προηγούμενη πρόταση εισαγγελέως. Παρόλα αυτά δε θα έπρεπε να μειώνεται η προσπάθεια του νομοθέτη να συνθέσει και να παραδώσει ένα όσο το δυνατόν πληρέστερο κείμενο, και από τη στιγμή που δεν δημιουργεί αμφιβολία, θα μπορούσε να εκληφθεί η αναφορά του ως ανάγκη για την ολοκληρωμένη περιγραφή της διαδικασίας διάταξης διενέργειας ειδικής ανακριτικής πράξης. Μέρος όμως της θεωρίας που επικρίνει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, μειώνει την αξία της συγκεκριμένης ρύθμισης, λαμβάνοντας υπόψη ότι από τη στιγμή που το θιγόμενο πρόσωπο, το πρόσωπο δηλαδή σε βάρος του οποίου θα διαταχθεί η διενέργεια της ανακριτικής πράξης, δεν έχει πρόσβαση σε πληροφόρηση του υπό κρίση θέματος, δεν δύναται και να αντιλέξει. Άρα ο Δικαστής είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένος από την πληροφόρηση, τα τεχνικά στοιχεία και τα εγκληματολογικά δεδομένα που παρουσιάζουν οι αστυνομικές αρχές και άρα η εξεύρεση επιχειρηματολογίας αντίθετης στην πρόγνωση που γίνεται για τη δικαιολόγηση της επιβολής του μέτρου είναι αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον δυσχερής 22. Αναφορικά με την απαίτηση ειδικής αιτιολογίας, από την αντίθετη στην προσπάθεια του νομοθέτη άποψη, υποστηρίζεται πως θα ήταν συνεπής η ρύθμιση αν απαιτούνταν και 21 Όπως θα αναφερθεί και κατωτέρω, βλ. Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΧρ ΝΑ',2001, σ. 1034 επ. 22 Όπως επισημαίνει ο Δ. Σπυράκος, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός προσωπικών δεδομένων για την καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ ΝΑ 2001, σ. 1030 επ. 24
εμπεριστατωμένη 23. Πάντως οι εγγυήσεις που εξ αρχής επιδιώκονται με την παρούσα διάταξη αναπτύσσονται επαρκώς όταν το βούλευμα φέρει τα στοιχεία που ο συνταγματικός και κοινός νομοθέτης όρισαν. Έτσι, πρέπει αυτό να περιλαμβάνει υποχρεωτικά μνεία: α) της αξιόποινης πράξης για τη διαλεύκανση της οποίας διατάσσεται η ανακριτική πράξη, β) της συνδρομής των σοβαρών ενδείξεων στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου θα διεξαχθεί η ανακριτική πράξη, γ) του σκοπού επέμβασης, δ) της αναγκαιότητας λήψης του μέτρου, ε) του απολύτως αναγκαίου χρονικού διαστήματος που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, και στ) του κύκλου των προσώπων σε βάρος των οποίων θα διεξαχθούν οι επιλεγείσες ειδικές ανακριτικές πράξεις. 24 Η συνδρομή των δύο (2) παραπάνω αναφερόμενων προϋποθέσεων, της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής και αναγκαιότητας διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων διαπιστώνεται στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, του οποίου την έκδοση προβλέπει ο νομοθέτης στην παράγραφο 3 του άρθρου 253Α. Στο βούλευμα αυτό, η έκδοση του οποίου μπορεί να θεωρηθεί και ως τρίτη προϋπόθεση για τη νόμιμη διεξαγωγή των ειδικών ανακριτικών πράξεων, αιτιολογούνται τόσο η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής και ειδικότερα σε τι συνίστανται αυτές, όσο και η διεξαγωγή τους, σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, ήτοι των μοναδικών πρόσφορων και αναγκαίων πράξεων για τη εξιχνίαση του εγκλήματος. Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία, στο βούλευμα, αναφέρονται επίσης ο απολύτως αναγκαίος χρόνος για τη διεξαγωγή των ανακριτικών πράξεων καθώς και, αν υπάρχει 23 Ειδικότερα βλ. βλ. Σαμίου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΧρ ΝΑ',2001, σ. 1034 επ. 24 Αναλυτικά βλ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρ. ΝΑ, 2001, σ. 1022 επ 25
δυνατότητα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων θα διεξαχθούν οι ανακριτικές πράξεις. 25 Το ζήτημα όμως που απασχολεί περισσότερο είναι το περιεχόμενο της αιτιολογίας, αφού σαφώς δεν μπορεί αυτή να περιορίζεται σε απλή αναφορά των σοβαρών ενδείξεων ενοχής, όπως και αναφορά της αναγκαιότητας διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων, αντιγράφοντας απλώς τις νομοθετικές διατάξεις. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς του δικαίου, η σοβαρότητα διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων επιβάλλει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως άλλωστε απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠΔ και για κάθε είδους αποφάσεις και βουλεύματα. 26 Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη νομολογία το βούλευμα θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένο, όταν συγκεντρώνει τα στοιχεία που ήδη αναφέρθηκαν στο αντίστοιχο κεφάλαιο για την έκδοση ειδικά αιτιολογημένου βουλεύματος της παρούσας, ήτοι α) της αξιόποινης πράξης για τη διαλεύκανση της οποίας διατάσσεται η ανακριτική πράξη, β) της συνδρομής των σοβαρών ενδείξεων στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου θα διεξαχθεί η ανακριτική πράξη, γ) του σκοπού επέμβασης, δ) της αναγκαιότητας λήψης του μέτρου, ε) του απολύτως αναγκαίου χρονικού διαστήματος που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, και στ) του κύκλου των προσώπων σε βάρος των οποίων θα διεξαχθούν οι επιλεγείσες ειδικές ανακριτικές πράξεις. Περαιτέρω η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατά του βουλεύματος αυτού μόνο από τον Εισαγγελέα και όχι και από τον κατηγορούμενο επικρίνεται από τους εκπροσώπους της θεωρία, ως νομοθετική έλλειψη, που θα πρέπει να αρθεί, δεδομένων των 25 Βλ. Λάμπρο Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία Κατ Άρθρο, Τόμος Ι, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 940. 26 Βλ. Χαράλαμπο Σεβαστιάδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ερμηνεία Κατ άρθρο Τόμος ΙΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σελ. 3031 26
ιδιαιτέρως σοβαρών συνεπειών του βουλεύματος για τον κατηγορούμενο. 27 Στην παράγραφο 3 ορίζεται επίσης πως σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις η διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων μπορεί να οριστεί με διάταξη του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, χωρίς να απαιτείται η έκδοση βουλεύματος, το οποίο προϋποθέτει τη σύγκληση των δικαστικών λειτουργών σε συμβούλιο, με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο χρονοβόρο. Στην περίπτωση αυτή και προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων και κατ επέκταση και η νομιμότητα έκδοσης της διάταξης, θα πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 εδάφιο β του άρθρου 253Α να εισαχθεί, εντός προθεσμίας τριών ημερών, το ζήτημα έκδοσης της διάταξης στο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο θα αποφανθεί με βούλευμα για την εγκυρότητα της. Διχογνωμία απόψεων σημειώνεται στο παρόν ζήτημα και ειδικότερα στην έκταση του ελέγχου της έκδοσης της διάταξης από το δικαστικό συμβούλιο. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη ο έλεγχος αυτός εκτείνεται όχι μόνο στην διαπίστωση συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων, αλλά και στον έλεγχο της ύπαρξης επείγουσας περίπτωσης, εξαιτίας της οποίας εκδόθηκε διάταξη και όχι βούλευμα, προκειμένου να τελεστούν οι ειδικές ανακριτικές πράξεις. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο νόμο, αφού η διατύπωσή του στο ζήτημα αυτό είναι ρητή διάταξη μπορεί να εκδοθεί «σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις». Έτσι μπορεί να θεωρηθεί ότι η συνδρομή της εξαιρετικά επείγουσας περίπτωσης ανάγεται σε πρόσθετη προϋπόθεση για τη νομιμότητα τέλεσης των ανακριτικών πράξεων, όταν αυτές διατάσσονται με απόφαση του Ανακριτή ή του Εισαγγελέα και συνεπώς πρέπει και η προϋπόθεση αυτή να 27 Βλ. Χαράλαμπο Σεβαστιάδη, ό.π., σελ. 3031-3032. 27
εξεταστεί από το δικαστικό συμβούλιο κατά τον έλεγχο νομιμότητας που κάνει. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη όμως στον παραπάνω έλεγχο νομιμότητας του δικαστικού συμβουλίου δεν περιλαμβάνεται και η εξέταση της συνδρομής της εξαιρετικά επείγουσας περίπτωσης, αφού εκ του αποτελέσματος, ακόμη και αν δεν συνέδραμε η προϋπόθεση αυτή, το δικαστικό συμβούλιο με την απόφαση του, η οποία περιλαμβάνει οπωσδήποτε τον έλεγχο των γενικών νομίμων προϋποθέσεων για την τέλεση των ειδικών ανακριτικών πράξεων, είναι το αρμόδιο να κρίνει την αναγκαιότητα διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων και θα κρίνει τη διενέργεια αυτών με την απόφαση του αυτή, έστω και στο μεταγενέστερο χρονικό σημείο έκδοσης της από τη διενέργεια τους. Η αποδοχή της πρώτης ή της δεύτερης άποψης είναι κρίσιμη, αφού επιφέρει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα το πρακτικό αντίκρισμα αποδοχής της πρώτης άποψης σημαίνει πως, σε περίπτωση που δεν συνέδραμε το κριτήριο της εξαιρετικά επείγουσας περίπτωσης, στο χρόνο έκδοσης της διάταξης, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις είναι άκυρες και το κτηθέν από αυτές ανακριτικό υλικό παράνομο και ως εκ τούτου χωρίς δυνατότητα αποδεικτικής αξιοποίησης του. Αντίθετα η παραδοχή της δεύτερης άποψης σημαίνει πως οι ειδικές ανακριτικές πράξεις είναι ισχυρές ή αλλιώς ισχυροποιούνται αναδρομικά, από το χρόνο έκδοσης του βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου. Περαιτέρω σύμφωνα με την δεύτερη άποψη η μοναδική συνέπεια της μη συνδρομής της εξαιρετικά επείγουσας περίπτωσης είναι ενδεχομένως η πειθαρχική δίωξη του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή που εξέδωσαν την διάταξη και όχι η ακυρότητα των ειδικών ανακριτικών πράξεων που διενεργήθηκαν και από τις οποίες έχει εξαχθεί σημαντικό αποδεικτικό υλικό, εξαιτίας μιας ενδεχομένως κακής εκτίμησης των περιστάσεων εκ μέρους του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμο 28
αποδεικτικό υλικό, το οποίο ειδάλλως θα εξάγονταν και θα χρησιμοποιούνταν, αφού κατά τα λοιπά πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την τέλεση των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Πέραν τούτων και η αυτοδίκαιη παύση της διάταξης του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, σε περίπτωση που δεν εισάγουν το σχετικό ζήτημα στο δικαστικό συμβούλιο εντός τριών (3) ημερών από την έκδοση της, συνηγορεί υπέρ της δεύτερης άποψης, αφού είναι η μοναδική ρητά αναφερόμενη έννομη συνέπεια για την ισχύ της διάταξης και επομένως και των ανακριτικών πράξεων που διενεργήθηκαν βάσει αυτής. 28 Η παραπάνω δε τριήμερη προθεσμία αφορά μόνο στην εισαγωγή του ζητήματος της έκδοσης της διάταξης στο δικαστικό συμβούλιο και όχι και στην έκδοση βουλεύματος επ αυτού. Έτσι η έκδοση του βουλεύματος δεν είναι υποχρεωτικό να λάβει χώρα εντός της τριήμερης προθεσμίας, αλλά και μετά την πάροδο αυτής. Παρόλο που ο νομοθέτης στην τριήμερη προθεσμία αναφέρεται μόνο στην εισαγωγή του ζητήματος ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου και δεν ορίζει άλλη ειδικότερη προθεσμία για την έκδοση του βουλεύματος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αυτό θα πρέπει να εκδίδεται εντός προθεσμίας 24 ωρών. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 5, εδάφιο β του Ν. 2225/1994, δεν έχει γίνει όμως αποδεκτή. Αυτό που ισχύει σε κάθε περίπτωση και συναγόμενο ερμηνευτικά από την όλη διαδικασία και τη φύση των ειδικών ανακριτικών πράξεων είναι πως το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου πρέπει να εκδίδεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισαγωγή του ζητήματος σ αυτό. Όσον αφορά στην έννοια της αυτοδίκαιης παύσης της διάταξης, αυτή είναι αναδρομική, πράγμα που σημαίνει ότι ειδικές ανακριτικές πράξεις που διενεργήθηκαν σε εκτέλεση της διάταξης είναι παράνομες και κηρύσσονται άκυρες με παραπέρα συνέπεια 28 Βλ. Χαράλαμπος Σεβαστιάδης, ό.π, σελ. 3033. 29
να μην μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά. Αντίθετη ερμηνεία περί μελλοντικής ισχύος της διάταξης και έτσι ακυρότητας των μελλοντικών ειδικών ανακριτικών πράξεων και όχι των ήδη τελεσθέντων μέχρι την αυτοδίκαιη παύση, θα σήμαινε καταστρατήγηση της διάταξης αυτής που ορίζει την αυτοδίκαιη παύση, αφού οι τετελεσμένες ανακριτικές πράξεις, μέχρι την παρέλευση της τριήμερης προθεσμίας, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, όμως οι μεταγενέστερες πράξεις της προθεσμίας αυτής όχι. 29 Αυτονόητο είναι τέλος πως στη σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου δεν συμμετέχει το πρόσωπο που εξέδωσε τη διάταξη για τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων, ενώ απαγορευμένη είναι και η συμμετοχή του κατηγορουμένου σ αυτό ή σε κάθε περίπτωση του προσώπου σε βάρος του οποίου θα διεξαχθούν οι ειδικές ανακριτικές πράξεις, λόγω της μυστικότητας διεξαγωγής τους. Η δεύτερη αυτή απαγόρευση συμμετοχής του κατηγορουμένου στο δικαστικό συμβούλιο και η απόλυτη μυστικότητα στην τέλεση των ειδικών ανακριτικών πράξεων έχει κατακριθεί από τη θεωρία, με το σκεπτικό ότι προσβάλλει την το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, τις αρχές της δίκαιης δίκης και ειδικότερα της δικαστικής ακροάσεως και της αρχής της αναλογικότητας και τέλος το κύρος της έννομης τάξης, ευνοώντας τις συνθήκες για αυθαιρεσία των αρχών, πλην όμως όπως ήδη έχει αναφερθεί και στην εισαγωγή της παρούσας ενότητας ο νομοθέτης στάθμισε τις αρχές αυτές όπως και στην αρχή της δημόσιας ασφάλειας κατά τη θέσπιση των ειδικών αυτών ανακριτικών πράξεων και σε κάθε περίπτωση η στάθμιση σημαίνει την εξισορρόπηση αντιτιθέμενων συμφερόντων, τα οποία θεωρητικά τουλάχιστον από τις εγγυήσεις που προβλέπονται στον ίδιο άρθρο, φαίνεται να εξισορροπούνται. 29 Βλ. Χαράλαμπος Σεβαστιάδης, ό.π, σελ. 3034. 30
Άλλωστε στην περίπτωση της άρσης της μυστικότητας και γνώσης του κατηγορούμενου για την τέλεση ειδικών ανακριτικών πράξεων σε βάρος του, πολύ πιθανό να αποτύγχανε η εφαρμογή των ανακριτικών αυτών πράξεων, αφού ο κατηγορούμενος θα προετοιμάζονταν και θα φυλάγονταν περισσότερο απέναντι στις αρχές, με αποτέλεσμα να ματαιώνονταν ο σκοπός των ανακριτικών πράξεων. Για το λόγο αυτό εκπρόσωπος της θεωρίας πρότεινε τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου του κατηγορουμένου και η γνώση από αυτόν της τέλεσης των ειδικών ανακριτικών πράξεων σε βάρος του κατηγορουμένου, χωρίς γνώση όμως του τελευταίου, χωρίς όμως μέχρι σήμερα αυτό να έχει προβλεφθεί νομοθετικά. 30 VI. ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΠΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ή ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΣΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ (ΑΡΘΡΟ 253 Α παρ. 3 εδάφια β, γ και δ ΚΠΔ) Στην παρ. 3 του οικείου άρθρου δίδεται η δυνατότητα διατάξεως διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων, κατά απόκλιση της απαίτησης βουλεύματος ειδικά αιτιολογημένου, από τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή. Προκειμένου όμως η διάταξη αυτή να χαίρει ισχύος θα πρέπει αυτή να επιβάλλεται από τη συνδρομή εξαιρετικά επειγουσών περιστάσεων. Εδώ τα ερμηνευτικά προβλήματα δημιουργούνται από την προσπάθεια να ορίσουμε τα πλαίσια αυτού του εξαιρετικώς επείγοντος. Πότε δηλαδή είναι απλώς επείγον και πότε εξαιρετικώς επείγον; Η ίδια η έννοια ως αξιολογική εμπεριέχει ασάφεια και αοριστία, και άρα ο προσδιορισμός του περιεχομένου της είναι εξαρχής δυσδιάκριτος. Στο κείμενο της δικονομικής νομοθεσίας πολλές φορές γίνεται λόγος για το επείγον του χαρακτήρα ορισμένων πράξεων. Ενώ υπάρχει και πολυμορφία στο βαθμό του επείγοντος που κάθε φορά θέλει να υποδηλώσει ο νομοθέτης. 30 Βλ. Χαράλαμπο Σεβαστιάδη, ό.π, σελ. 3035. 31
Έτσι, συναντούμε τον όρο «επείγουσες περιπτώσεις» (α.159, 126 ΚΠΔ), ή άλλοτε «κατεπείγουσες περιπτώσεις» (α. 213 ΚΠΔ) ή όπως στο επίμαχο άρθρο «εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις». Είναι βέβαιο πως η επιλογή αυτή του νομοθέτη, να υποδηλώνει το επείγον όχι πάντα με την ίδια μορφή, καθόλου τυχαία δεν είναι. Αντίθετα, φαίνεται να επιδιώκει να προσδιορίσει με σαφήνεια τον βαθμό της ανάγκης που κάθε φορά επιβάλλει τη διενέργεια κάποιας πράξης, προκειμένου να θέσει τη δικαιολογητική βάση της απόκλισης που θέτει από τον κανόνα. Έτσι, στην περίπτωση που εξετάζουμε στο παρόν κεφάλαιο, εισάγοντας ως προϋπόθεση της διάταξης από τον εισαγγελέα ή ανακριτή το «εξαιρετικά επείγων» είναι βέβαιο πως απαιτεί τη συνδρομή του υψηλότερου βαθμού κλιμάκωσης του επείγοντος. Ικανοποιητική λύση στο ερμηνευτικό αυτό πρόβλημα, φαίνεται να δίνει ο ορισμός που επιχειρήθηκε από μέρος της θεωρίας και ο οποίος έχει ως εξής: «ως εξαιρετικώς επείγουσες θα πρέπει να νοούνται, κατά το άρθρο 253Α 3 εδ. Β, εκείνες οι περιπτώσεις οι οποίες δεν επιδέχονται καμία απολύτως χρονοτριβή υπό την έννοια ότι η αναβολή τους είναι φανερό ότι οδηγεί σε οριστική απώλεια της πολυπόθητης ευκαιρίας που παρουσιάζεται για «εδώ και τώρα» εξάρθρωση (έστω: ενός κρίσιμου σκέλους) της εγκληματικής οργάνωσης και άρα δύναται να πλήξει καίρια την αποτελεσματικότητα των διεξαχθησομένων ανακριτικών πράξεων, καθώς και εκείνες οι περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα έναντι άλλων, ακόμη και επειγουσών, πράξεων, προκειμένου να διευθετηθούν το ταχύτερο δυνατόν». Συνοπτικά, δηλαδή, βασικό κριτήριο για το εξαιρετικώς επείγον καθίσταται ο βαθμός αποτελεσματικότητας που θα έχει η ειδική ανακριτική πράξη για τον τελικό στόχο εξάρθρωσης εγκληματικής οργάνωσης 31. Σε κάθε περίπτωση πάντως, για να έχει ισχύ η διάταξη διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων από εισαγγελέα ή 31 βλ. Σαμίου, ό.π. 32