ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΩΝΑ Το μουσικό μου κουτί μυθιστορημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ο σ ε λ ότ ο ς
Μαρία Τσιρωνά Το μουσικό μου κουτί ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος
Το εξώφυλλο είναι photo της φωτογράφου Ελένης Βράκα. Τιτλος To μουσικό μου κουτί Συγγραφέας Μαρία Τσιρωνά Σειρα Λογοτεχνία [1358eb]1112/01 Copyright 2012 Μαρία Τσιρωνά Πρώτη Εκδοσ η Αθήνα, Δεκέμβριος 2012 ISBN 978-960-564-013-2 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα. ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Για τη Ζωή και τον Μίμη
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά, σα σταματήσω Γιώργος Σεφέρης, Κίχλη Α Το σπίτι κοντά στη θάλασσα
Εισαγωγή Πρελούδιο: εισαγωγικό κομμάτι, προηγείται μιας άλλης, σημαντικότερης σύνθεσης. Για το λόγο αυτό είναι σύνθεση ελεύθερη στη δομή και περισσότερο αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα. Αμάραντος Αμαραντίδης, Η Μορφολογία της Μουσικής Wikipedia
Vivace (ζωντανά, γρήγορα) Ανοίγω την αυλόπορτα και κόκκινες, θυμάμαι. Οι αγαπημένες μου, οι πιο αγαπημένες απ όλες: ένα ζευγάρι κόκκινες πλαστικές σαγιονάρες - ολόκληρο καλοκαίρι περνά με τις σαγιονάρες αυτές κολλημένες στα πόδια μου. Κι ακόμη, το ψάθινό μου καπέλο με μεγάλα, γυαλιστερά κεράσια περασμένα στο γείσο του, το χρωματιστό μου μαγιώ, το τζην μου σορτσάκι, η αγαπημένη μου φουξια μακώ μπλούζα με τα φουσκωτά μανίκια - εγώ και το μαγικό καλοκαίρι των έξι μου χρόνων. «Περάστε» της λέω και τραβιέμαι στην άκρη για να περάσει πρώτη. τα βιαστικά μου βήματα από την εξώπορτα της αυλής στο νερό, ακριβώς εικοσιδύο μετρημένα βήματα. Την ακολουθώ, αβέβαια. Είναι τόσο αποφασιστικό το περπάτημά της, σκέφτομαι, λες και το σπίτι είναι δικό της κι όχι δικό μου. Την ακολουθώ αργά, τρία μεγάλα βήματα πίσω της, στην αυλή με τον στρωμένο με βότσαλα διάδρομο που οδηγεί στις σκάλες του σπιτιού. - τα βότσαλα τα μαζεύουμε καθημερινά, οι τρεις μας, εγώ, ο Μιχάλης κι ο Γιώργος και κάθε Σαββατοκύριακο τα κολλάμε με επιμέλεια στο τσιμέντο, με το μπαμπά. Μέχρι να γεμίσει όλος ο διάδρομος, το μισό καλοκαίρι έχει τελειώσει. Σ αυτό το βοτσαλωτό διάδρομο περπατώ αυτή την στιγμή καθώς κατευθυνόμαστε, εγώ κι η μεσίτρια, προς την είσοδο του σπιτιού, προς τη μπλε σκούρη πόρτα που χρόνια τώρα δεν την έχω ανοίξει - τελευταία φο- το μουσικο μου κουτι 9
ρά έρχομαι εδώ με το Χρήστο, πάνε, νομίζω, δεκαπέντε χρόνια, ένα καταστροφικό, βροχερό σαββατοκύριακο. Είναι Ιούνιος και μεσημέρι τώρα, το φως του καλοκαιριού είναι εκτυφλωτικό. Με κάθε βήμα οι αναμνήσεις φτεροκοπούν ολόγυρα σαν πουλιά που τα τρομάζουν τα βήματά μου. Κοιτάζω γύρω μου: ο φροντισμένος τότε κήπος, τώρα γεμάτος με αγριόχορτα που μου φτάνουν σχεδόν ως τη μέση. Ανάμεσα στα δύο τεράστια πεύκα, υπάρχει τότε κρεμασμένη μια αιώρα κάθε απόγευμα καθόμαστε ξυπόλητοι εδώ με το Μιχάλη και τρώμε αυγόφετες, καρπούζι, ή παγωτό. Ανεβαίνω σιωπηρή τα δύο σκαλιά, ξεκλειδώνω την εξώπορτα και τότε συμβαίνει αυτό ακριβώς που φοβόμουν. Με το άνοιγμα πετάγονται έξω, όλοι μαζί, με αλαλαγμούς: φωνές, ψίθυροι, τσιρίδες, ουρλιαχτά ενθουσιασμού, γέλια, καβγάδες, τραγούδια, κλάματα, λυγμοί και θριαμβευτικές κραυγές. Είμαι σίγουρη πως στριμώχνονται πίσω από την πόρτα για το ποιος θα βγει πρώτος και, μόλις αυτή ανοίγει, πέφτουν όλοι μαζί κάτω. Την ίδια στιγμή, από την άλλη μεριά, έρχεται να προστεθεί στην παρέα, φουριόζος, ο φλοίσβος των κυμάτων, αυτό το αγαπημένο και τόσο οικείο περιοδικό σύρσιμο που μετά από λίγη ώρα το συνηθίζεις τόσο πολύ ώστε δεν καταλαβαίνεις καν ότι υπάρχει. Στρέφομαι βιαστικά στη μεσίτρια, αναστατωμένη, θέλοντας να της ζητήσω συγνώμη για όλo αυτό που συμβαίνει. Εκείνη δε με κοιτάζει - μου έχει γυρισμένη την πλάτη μαγεμένη από την αποστομωτική θέα της θάλασσας που βρίσκεται τόσο κοντά στο σπίτι, μόλις εικοσιδύο βήματα απόσταση. Στα ξανθά της μαλιά έχει σκάλώσει ένα μπερδεμένο κουβάρι ηλιαχτίδες. Σκέφτο- 10 μαρια τσιρωνα
μαι ν απλώσω το χέρι να το ξεσκαλώσω ή, απλά, να τις ξεμπερδέψω. Δεν κάνω τίποτε από τα δύο, ωστόσο. Κι έτσι, καθώς στέκομαι διστακτική, αμίλητη, έρχονται όλοι γύρω μου, με περικυκλώνουν όλη αυτή η αλλοπρόσαλλη, φασαρτζίδικη παρέα που με υποδέχεται. Και φέρνει κι άλλους μαζί της - έντεκα ολόκληρα αστραφτερά καλοκαίρια εκτυφλωτικών αναμνήσεων: η μέδουσα που με τσιμπά στον αριστερό μου καρπό και κάνει το χέρι μου να πρηστεί κι εμένα με το μπαμπά να τρέχουμε στο νοσοκομείο του Πολυγύρου για κορτιζόνη, η πρώτη μου βουτιά από την πλάτη του Γιώργου, η μυρωδιά του σιμιγδαλένιου χαλβά με τα καβουρντισμένα καρύδια που γεμίζει το σπίτι τα απογεύματα, Καλόγρια, σπίτι - οι τρεις χρωματιστοί μαρκαδόροι με τους οποίους γράφουμε πίσω από τις καλοκαιρινές φωτογραφίες κι οι τρεις μας, πάντα, την ίδια φράση, το δόντι μου που σπάει όταν πέφτω από το ποδήλατο σε μια στροφή μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι, τα γόνατά μου που είναι μόνιμα γδαρμένα, το φιλί του Κωνσταντίνου στο κόκκινο από τον ήλιο μάγουλό μου ένα απόγευμα που τρώμε καρπούζι στην αμμουδιά. Κι ακόμη κι άλλα, κι άλλα, τόσα πολλά, μου επιτίθονται με βία, με ζαλίζουν - ψιθυρίζουν, μουρμουρίζουν, μιλούν, φωνάζουν όλα μαζί. Απλώνω τα χέρια μου να τα κάνω πέρα όμως συνειδητοποιώ πως αυτό είναι αδύνατο. Κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι ανεβαίνουμε από την Αθήνα στο πατρικό της μαμάς στη Θεσσαλονίκη και από κει, εδώ, στην ακτή Καλογριάς, στη Χαλκιδική. Εδώ, στο σπίτι μου. «Δεν μπορώ να το πουλήσω» ψιθυρίζω ξέπνοα πόσο πολύ θα ήθελα να είναι εδώ, μαζί μου, ο Χρήστος, σκέφτομαι. Στρέφομαι στη μεσίτρια. το μουσικο μου κουτι 11
«Τελικά, δεν θα το πουλήσω» μουρμουρίζω σχεδόν λαχανιασμένη προσπαθώντας να τους κάνω όλους να πάψουν. Τις αναμνήσεις, τις σκέψεις, τα χαχανητά τους ψιθύρους, τα ξέφτια από τα χρώματα και τα σχήματα. Της παίρνει λίγη ώρα να μαζέψει τη σκέψη της από το νερό και να την συγκεντρώσει σε μένα. Την περιμένω με υπομονή, ξέρω πως είναι σχεδόν αδύνατο να συμμαζέψεις τη σκέψη σου σ αυτή τη βεράντα. «Δε θα το πουλήσετε;» ρωτά σχεδόν απογοητευμένη. «Λυπάμαι, σας ζητώ συγνώμη για την αναστάτωση, όμως, πραγματικά, δεν μπορώ» λέω με θέρμη, κι ύστερα ξαφνικά, θυμάμαι πως χρειάζομαι απελπισμένα, χρήματα. Δεν θα μπορούσα να τα βρω από πουθενά αλλού. Με στεναχωρεί τόσο πολύ, η σκέψη μου. Ταυτόχρονα, αισθάνομαι πως με ζαλίζει όλο αυτό το μουρμουρητό, με αποσυντονίζει όλη αυτή η βαβούρα. «Σταματήστε, επιτέλους!» φωνάζω σ αυτούς που μόνον εγώ βλέπω. Η μεσίτρια με κοιτάζει απορημένη. Την δικαιολογώ, απόλυτα. Επειτα της χαμογελώ απολογητικά. «Θα μπορούσα να το νοικιάσω, ίσως» προτείνω διστακτικά. «Είναι ευκολότερο να το αποχωριστώ, απλά, για λίγο» Κρατούν όλοι την αναπνοή τους οι ψίθυροι σταματούν για λίγο. Εκείνη με κοιτάζει με απροκάλυπτη περιέργεια λες και με περιεργάζεται. Δε μιλά άραγε τους ακούει; αναρωτιέμαι. Ύστερα στρέφεται ξανά στη θάλασσα λες κι εκείνη είναι που έχει την πραγματική σημασία κι αξίζει να την 12 μαρια τσιρωνα