ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2
Η ιστορία της φιλοσοφίας από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία αναζήτησης μιας απάντησης στο ερώτημα, «τι είναι γνώση;» Οι Δυτικοί φιλόσοφοι έχουν γενικά συμφωνήσει ότι γνώση είναι μια «αιτιολογημένη ορθή πίστη». όχι απόλυτα λογικός ορισμός πιθανότητα λανθασμένης πίστης. Υπάρχουν δύο μεγάλες επιστημολογικές παραδόσεις στη δυτική φιλοσοφία, ο «ορθολογισμός» και ο «εμπειρισμός». Ο ορθολογισμός από την πλευρά του υποστηρίζει ότι η αληθινή γνώση δεν είναι προϊόν αισθητηριακής εμπειρίας, αλλά κάποια ιδανική νοητική διαδικασία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, υπάρχει κάποια «εκ των προτέρων γνώση» που δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί με βάση τις αισθητηριακές εμπειρίες. Αντίθετα η αλήθεια συνάγεται με λογικούς συλλογισμούς π.χ. μαθηματικά.
Αντίθετα, ο εμπειρισμός υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει «εκ των προτέρων γνώση» και ότι η μόνη πηγή γνώσης είναι η αισθητηριακή εμπειρία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, τα πάντα στον κόσμο έχουν μια εγγενώς αντικειμενική ύπαρξη. Η πειραματική επιστήμη είναι το κλασικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης. Οι δύο κυρίαρχες προσεγγίσεις στην επιστημολογία, ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός, διαφέρουν έντονα όσον αφορά στο τι συνιστά καθ' εαυτήν την πηγή της γνώσης. Μια άλλη βασική διαφορά έγκειται στη μέθοδο με την οποία αποκτάται η γνώση. Ο ορθολογισμός υποστηρίζει ότι η γνώση μπορεί να αποκτηθεί μέσω παραγωγικής λογικής, με την προσφυγή σε διανοητικές κατασκευές όπως είναι οι έννοιες, οι νόμοι, και οι θεωρίες. Ο εμπειρισμός, από την άλλη πλευρά, διατείνεται πως η γνώση παράγεται επαγωγικά, από συγκεκριμένες αισθητηριακές εμπειρίες.
Πρώτος «ορθολογιστής» θεωρείται ο Πλάτωνας ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία της «ιδέας», μιας μορφής που μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο με τα μάτια του νου. Για τον Πλάτωνα ο φυσικός κόσμος είναι απλά μια σκιά του τέλειου κόσμου των ιδεών. Οι τέλειες «ιδέες» δεν μπορούν να αποκτηθούν μέσα από αισθητηριακές εμπειρίες αλλά μόνο μέσα από την καθαρή λογική. Όπως υποστήριξε: «Ποιος θα μπορούσε να το κάνει αυτό τελειότερα από εκείνον τον άνθρωπο που προσεγγίζει το κάθε πράγμα, όσο το δυνατόν περισσότερο, μόνο με τη λογική χωρίς να εισάγει στη σκέψη του ούτε την όραση, ούτε κάποια από τις άλλες αισθήσεις, αλλά να χρησιμοποιεί τον καθαρό, απόλυτο λόγο στη προσπάθεια του να ανακαλύψει την καθαρή, απόλυτη ουσία των πραγμάτων» (Πλάτων, Φαίδων).
Πρώτος εμπειριστής θεωρείται ο Αριστοτέλης. Γι αυτόν, η ιδέα, ή πιο συγκεκριμένα η μορφή δεν μπορεί να απομονωθεί από το φυσικό αντικείμενο και ούτε έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από την αισθητηριακή αντίληψη. Αντίθετα κάθε πράγμα συνίσταται σε μορφή και ύλη και η γνώση των μορφών πηγάζει πάντα από την αισθητηριακή αντίληψη. Έτσι λοιπόν τόνισε τη σημασία της παρατήρησης. Όπως υποστήριξε: «Έτσι, από την αισθητηριακή αντίληψη πηγάζει αυτό που αποκαλούμε μνήμη, και από συχνά επαναλαμβανόμενες μνήμες του ίδιου πράγματος αναπτύσσεται η εμπειρία Από την εμπειρία πάλι προέρχονται η δεξιότητα του τεχνίτη και η γνώση του επιστήμονα. Συμπεραίνουμε πως αυτά τα στάδια γνώσης δεν είναι ούτε έμφυτα με κάποιο προκαθορισμένο τρόπο, ούτε έχουν αναπτυχθεί από άλλες υψηλότερες μορφές γνώσης, αλλά προκύπτουν μέσα από αισθητηριακή αντίληψη» (Αριστοτέλης).
Ακολούθησαν τα ρεύματα του ορθολογισμού της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Καρτέσιος) και του βρετανικού εμπειρισμού (Τζων Λοκ). Ο Καρτέσιος υποστήριξε πως η απόλυτη αλήθεια μπορεί να συνταχθεί μόνο από την πραγματική ύπαρξη ενός σκεπτόμενου εαυτού» («σκέπτομαι άρα υπάρχω»). Επίσης υποστήριξε ότι ο «σκεπτόμενος νους» είναι ανεξάρτητος από το σώμα ή από την ύλη» Ο Τζων Λοκ υπήρξε ο ιδρυτής του βρετανικού εμπειρισμού. Ο Λοκ σύγκρινε τον ανθρώπινο νου με «λευκό χαρτί, κενό από χαρακτήρες (tabula rasa)». Με αυτή τη μεταφορά απέρριψε το ορθολογιστικό επιχείρημα ότι ο ανθρώπινος νους είναι ήδη εφοδιασμένος με έμφυτες ιδέες ή έννοιες. Υποστήριξε ότι μόνο η εμπειρία μπορεί να εφοδιάσει το νου με ιδέες. Τα δύο ρεύματα του ορθολογισμού και του εμπειρισμού συγχωνεύθηκαν από διαφόρους μεταγενέστερους φιλόσοφους όπως ο Καντ, ο Χέγκελ και ο Μαρξ.
Ιαπωνική πνευματική παράδοση Τρία είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιαπωνικής πνευματικής παράδοσης σχετικά με τη γνώση: 1. Ενότητα ανθρώπου και φύσης, 2. Ενότητα σώματος και νου και 3. Ενότητα του εαυτού και του άλλου. Το πρώτο χαρακτηριστικό δείχνει την τάση των ιαπώνων να ασχολούνται με ευαίσθητα συναισθηματικά δεδομένα αντί να υποτάσσονται σε οποιαδήποτε δεδομένη κοσμοθεωρία ή μεταφυσική. Έχουν την τάση να παραμένουν στο δικό τους κόσμο εμπειριών, χωρίς να στρέφονται σε μεταφυσικές θεωρίες προκειμένου να προσδιορίσουν τη σχέση μεταξύ της ανθρώπινης σκέψης και της φύσης. Αυτή η ευαισθησία απέναντι στη φύση αποτρέπει την αντικειμενοποίηση της φύσης και την ανάπτυξη ορθολογικής σκέψης (π.χ. γέννηση μιας ιδέας)
Ιαπωνική πνευματική παράδοση Το δεύτερο χαρακτηριστικό, η ενότητα σώματος και νου, είναι η έμφαση στην «ακέραια προσωπικότητα». Για τους Ιάπωνες γνώση σημαίνει σοφία, η οποία αφορά σε ολόκληρη την προσωπικότητα. Η παράδοση αυτή υπογραμμίζει τη σημασία της σωματικής εμπειρίας και σύμφωνα με τον Βουδισμό ονομάζεται «Ζεν ενότητα σώματος και πνεύματος» (π.χ. Σαμουράι- ανάπτυξη της σοφίας μέσα από τη φυσική άσκηση). Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Νισίντα (1868-1912) η αληθινή γνώση δεν μπορεί να αποκτηθεί με θεωρητική σκέψη, αλλά μόνο μέσα από την ενότητα σώματος και πνεύματος (άμεση αντίθεση με την Καρτεσιανή λογική). Η έμφαση που δίνεται στην «επιτόπου» προσωπική εμπειρία στον ιαπωνικό τρόπο διοίκησης αποτελεί απτή εκδήλωση αυτής της επιστημολογικής τάσης.
Ιαπωνική πνευματική παράδοση Το τρίτο χαρακτηριστικό αναφέρεται στην ενότητα του Εαυτού και του Άλλου Οι δύο μείζονες παραδόσεις της ενότητας ανθρώπου και φύσης και της ενότητας σώματος και πνεύματος οδήγησαν τους Ιάπωνες να αποδώσουν αξία στην αλληλεπίδραση μεταξύ του εαυτού και του άλλου. Ενώ οι περισσότερες δυτικές απόψεις περί ανθρώπινων σχέσεων είναι ατομιστικές και μηχανιστικές, η ιαπωνική είναι συλλογική και οργανική. Για τους Ιάπωνες το να είναι κάποιος ανεξάρτητος και ταυτόχρονα να σέβεται τους άλλους είναι μια δύσκολη έννοια. Ενώ οι δυτικές κοινωνίες προωθούν την πραγμάτωση του ατομικού εαυτού ως στόχο ζωής, το ιαπωνικό ιδεώδες είναι η αρμονική συνύπαρξη με τους άλλους, στα πλαίσια ενός συλλογικού εαυτού. Η δομή της ιαπωνικής γλώσσας δείχνει την ευμενή ενότητα μεταξύ του εαυτού και άλλων ανθρώπων. Στην ιαπωνική γλώσσα το μήνυμα συχνά επικοινωνείται μέσω της χρήσης των συμφραζόμενων. Επίσης τα ρήματα στην Ιαπωνική γλώσσα δεν κλίνονται σε συμφωνία με το υποκείμενο της πρότασης. Επομένως η διφορούμενη φύση της ιαπωνικής γλώσσας απαιτεί από τον χρήστη να είναι εφοδιασμένος με κάποια άρρητη γνώση των συμφραζομένων.
Ιαπωνική πνευματική παράδοση Η παραπάνω επισκόπηση της ιαπωνική παράδοσης μας δείχνει ότι: Οι Ιάπωνες αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα μέσα από την υλική αλληλεπίδραση με τη φύση και τα άλλα ανθρώπινα όντα. Αντίθετα σύμφωνα με την κρατούσα δυτική άποψη ο σκεπτόμενος εαυτός αναζητά το αιώνιο ιδανικό ως αποστασιοποιημένος θεατής. Η άποψη περί γνώσης στις επιστήμες και στη δυτική πρακτική στο μάνατζμεντ εξακολουθεί να κυριαρχείται από τον Καρτεσιανό δυισμό μεταξύ πνεύματος και σώματος ή πνεύματος και ύλης. Ακολουθώντας την ιαπωνική πνευματική παράδοση, οι Νονάκα και Τακεούτσι αντιλαμβάνονται τους διαχωρισμούς αυτούς (πνεύμα - σώμα), όχι ως διχοτομίες αμοιβαίως αποκλειόμενων εννοιών αλλά ως αμοιβαία αλληλοσυμπληρούμενους.
Η έννοια της γνώσης στις οικονομικές θεωρίες και στις θεωρίες διοίκησης Μέσα από μια κριτική επισκόπηση των σημαντικότερων οικονομικών και διοικητικών θεωριών εντοπίζεται το παράδοξο ότι πολλές από αυτές σπανίως αναφέρουν την έννοια της γνώσης ενώ υποτίθεται ότι επιζητούν την επιστημονική, αντικειμενική γνώση σύμφωνα με τη δυτική επιστημολογική παράδοση. Παρότι πολλές από τις νέες θεωρίες διοίκησης έχουν υπογραμμίσει τη σημασία της γνώσης για τις οργανώσεις του μέλλοντος, υπάρχουν ελάχιστες μελέτες πάνω στο πώς δημιουργείται οι γνώση στις επιχειρήσεις. Κεντρικό μέλημα αυτών των θεωριών είναι η απόκτηση, συσσώρευση και χρήση της υπάρχουσας γνώσης ενώ απουσιάζει η προοπτική της δημιουργίας νέας γνώσης. Οι υποκειμενικές και άρρητες πλευρές της γνώσης καθώς και η γνώση που σχετίζεται με το σώμα είναι ακόμη κατά πολύ παραμελημένες (δεν μπορεί να ξεπεραστεί ο Καρτεσιανός δυισμός μεταξύ σώματος και πνεύματος).
Η έννοια της γνώσης στις οικονομικές θεωρίες και στις θεωρίες διοίκησης Οι οργανισμοί οφείλουν να αντιμετωπίζουν το αβέβαιο περιβάλλον όχι μόνο με την παθητική προσαρμογή, αλλά και μέσω της ενεργούς αλληλεπίδρασης. Έχουν την ικανότητα να μεταβάλλονται. Παρόλα αυτά πολλές από τις τρέχουσες απόψεις βλέπουν τους οργανισμούς ως παθητικούς και στατικούς. Ο οργανισμός που θέλει να αντιμετωπίσει δυναμικά το εξελισσόμενο περιβάλλον πρέπει να μπορεί να δημιουργεί πληροφορίες και γνώση, και όχι απλώς να τις επεξεργάζεται αποτελεσματικά. Επιπλέον, τα μέλη του δεν πρέπει να είναι παθητικοί δέκτες αλλά ενεργοί συντελεστές καινοτομίας.