ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 1940-2000 Μεταπολεµική Λογοτεχνία



Σχετικά έγγραφα
OPEN DAY: Ενημέρωση γνωριμία

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΤΕΧΝΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Το στίγμα της γενιάς του 30 στην ποίηση. Τάσος Λειβαδίτης

Η Λογοτεχνία στο Διαδίκτυο

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

(Κ.Ν.Λ. Β Λυκείου, σσ )

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ

ΠΟΙΗΣΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΙΤΛΟΣ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Επιλογή κειμένων

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

ΕΚΛΟΓΕΣ ΑΙΡΕΤΩΝ ΠΥΣΔΕ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2016 ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ

ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ Α ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ. Κοινωνική-αντιστασιακή ποίηση

ΚΕΙΜΕΝΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ. Η Ελένη, η Σοφία, η Βασιλική, η Ειρήνη, ο Κωνσταντίνος, ο Απόστολος και ο Αλέξανδρος χαιρετούν τους φίλους τους

Γιάννης Ρίτσος: Ανυπόταχτη Πολιτεία (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

Συνέδριο Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου Συνέχειες και ασυνέχειες Νοεμβρίου 2016 αίθουσα Γερουσίας, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα

Το διπλό βιβλίο-δημήτρης Χατζής. Χαρά Ζαβρού Γ 6 Γυμνάσιο Αγίου Αθανασίου Καθηγήτρια: Βασιλική Σελιώτη

Η Πένυ Παπαδάκη μας μιλά με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου της "Φως στις σκιές"

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ. Χειμώνας-Άνοιξη Χώρος εκδηλώσεων: Αμφιθέατρο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, ΦΛΩΡΙΝΑ (TEET) 1ο Εργαστήριο Ζωγραφικής ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ- Τ.Γ.Λ.

Ταξιδεύοντας με την ελληνική μυθολογία. Εκπαιδευτική επίσκεψη - Γ τάξη

ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ 20 ού ΑΙΩΝΑ. Ενότητα 5: Ελληνικός υπερρεαλισμός. Άννα-Μαρίνα Κατσιγιάννη Τμήμα Φιλολογίας

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ρέας Γαλανάκη: «Η µεταµφίεση»

Μ. ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ Η ΑΠΟΚΡΙΑ

Μαρούλα Κλιάφα Μελίνα Κ Γεράσιμος Κ.: Μάριος Κ.

Από το 0 μέχρι τη συγγραφή ενός σεναρίου μυθοπλασίας. (βιωματικό εργαστήρι) Βασισμένο σε μια ιδέα του Γιώργου Αποστολίδη

Χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά με τίτλο: «Φοιτητικός ύμνος», 1897.

2 - µεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό επίπεδο = δευτερεύουσα αφήγηση που εγκιβωτίζεται στη κύρια αφήγηση, π.χ η αφήγηση του Οδυσσέα στους Φαίακες για τις π

Υπογραφές για τη διάσωση της Βιβλιονέτ. Ιωάννα Αβραμίδου φιλόλογος μεταφράστρια. Χριστίνα Αγριάντωνη. Στέση Αθήνη. Κώστας Ακρίβος συγγραφέας

Σχέδιο μαθήματος 2 Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά Το παράδειγμα του Ρεμπέτικου

φιλολογικές σελίδες, λογοτεχνία

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

Από κράνη πολέμου σε κράνη ειρήνης!

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «Επι-σκέψεις στο εργαστήρι ενός ποιητή» Κώστας Καρυωτάκης- Μαρία Πολυδούρη

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

Ποιητές της Θεσσαλονίκης. Μανόλης Αναγνωστάκης ( )

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. «Μόνο γιατί µ αγάπησες» (Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928, σελ σχολικού βιβλίου) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Μανόλης Αναγνωστάκης ( )

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΒΡΑ ΙΝΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ- ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ Οκτώβριος 2014-Ιούνιος 2015

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΡΤΣΩΤΑΣ Α 1 Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Βιογραφικό Σταθόπουλος Γιώργος. Σταθόπουλος, Λάλας, Χαντζαράς & Καλατζής εκθέτουν στο Art Lepanto στην Ναύπακτο

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ÈÅÌÁÔÁ 2007 ÏÅÖÅ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ιονύσιο Σολωµό «Ο Κρητικό» Επαναληπτικά Θέµατα ΟΕΦΕ 2007

Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς Δημήτρης Πικιώνης, Γύρω από ένα συνέδριο Δημήτρης Πικιώνης, Αρχιτεκτονική Πάτροκλος Καραντίνας, 1937

Επικουρικό εκπαιδευτικό υλικό Λογοτεχνίας (γραμματολογικοϊστορική κατάταξη)

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου

ΑΠΟΔΩ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ. Πολιτιστικό Πρόγραμμα Γυμνασίου Νέας Περάμου

Η Παιδική Λογοτεχνία

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

ΠΩΣ ΛΕΞΕΙΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪ ΟΥ. Τέχνη και τεχνική της δηµιουργικής γραφής ΠΩΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ. Φθινόπωρο-Χειμώνας Χώρος εκδηλώσεων: Αμφιθέατρο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα

προλογοσ Νονη Καραγιαννη Ο πρώτος σταθμός 9

ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. ηµοτικό Ωδείο ράµας, ώρα 7.30 µ.µ. Κυριακή, 2 εκεµβρίου Πρόσκληση

Μίλτου Σαχτούρη: «Η Αποκριά» (Κ.Ν.Λ. Β Λυκείου, σσ )

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΟΥΔΑΣ ΣΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου :21

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2012 ΔΕΥ ΤΡΙ ΤΕΤ ΠΕΜ ΠΑΡ ΣΑΒ ΚΥΡ ΔΕΥ ΤΡΙ ΤΕΤ ΠΕΜ ΠΑΡ ΣΑΒ ΚΥΡ. Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου δεκαετία 1940

Ρομαντισμός. Εργασία για το μάθημα της λογοτεχνίας Αραμπατζή Μαρία, Βάσιου Μαρίνα, Παραγιού Σοφία Σχολικό έτος Τμήμα Α1

Δ ΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ Ν ΕΟΕΛΛΗΝΙΣΤΡΙΑ Ε ΛΣΗ Μ ΑΘΙΟΠΟΥΛΟΥ -Τ ΟΡΝΑΡΙΤΟΥ

2 ο ΓΕΛ Θεσσαλονίκης: Λογοτεχνική Διαδρομή

Απόστολος Θηβαίος - Παιδικές Ζωγραφιές


Οδυσσέας Ελύτης: Η Μαρίνα των βράχων (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

ΧΟΡΗΓΟΣ: ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΥΜΠΙΩΝ - ΑΛΑΜΠΡΑΣ

Τέχνης. την επίσκεψή τους στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. συμμετείχαν στο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΝΕΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΑΡΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

«Βασιλιάς των Ξωτικών» ( Erlkonig ) Κατηγορία: Lied Στίχοι: Goethe Μουσική: Schubert

Τάκης Σινόπουλος: Φίλιππος (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΒΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο Σ Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ω Ν

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Νεωτερική παιδική ποίηση

OPΓANΩΣH: ΠOΛITIΣTIKOΣ ΣYΛΛOΓOΣ ΓEPΓEPHΣ. Στο Pούβα... Γιορτές της φύσης & των ανθρώπων! Γιορτές της φύσης. & των ανθρώπων!

Μια θεατρική παράσταση που αναφέρεται στην γυναικεία κακοποίηση. Κατερίνα.. Χ, σκέτο..χωρίς επίθετο.

Δήμητρα Σκαρώνη Έβια Τσαουσάι Ιωάννα Τιράνα Σοφία Σκαρώνη

2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου

Ο Γιάννης Καλπούζος στην Κόρινθο Της Γιώτας Μπάγκα Παρασκευή 19 Μάιου, ημέρα μνήμης της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού ο συγγραφέας

Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Δελίκηπου, σας εύχονται Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένο το Νέο Έτος 2018

Στις 22 Μαΐου γίνε πρωταγωνιστής

Οµιλία Όµιλος Εξυπηρετητών 16/02/2013

Η ΕΚΘΕΣΗ: ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2009 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Η Γκουέρνικα του Πικάσο Η απανθρωπιά, η βιαιότητα και η απόγνωση του πολέµου

Ιανουάριος. Κτήριο του Κοινοτικού Συμβουλίου. 1 Βασίλης 6 Θεοφάνης, Φώτης 7 Ιωάννης, Πρόδρομος 11 Θεοδόσης 17 Αντώνης

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Μαρί Ο πρόεδρος, τα μέλη και το προσωπικό του Κοινοτικού Συμβουλίου Μαρί, σας εύχονται Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένο το Νέο Έτος 2012

Φιλομήλα Λαπατά: συνέντευξη στην Μαρία Χριστοδούλου

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

EΙΝΑΙ Η ΜΠΙΤ ΤΕΧΝΗ (BEAT ART) ΖΩΝΤΑΝΗ;

2ο ΓΕΛ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ. σελ. 10: α) Διάκριση δημηγοριών από τα αφηγηματικά μέρη

Ο Στέφανος Δάνδολος έρχεται στη Θεσσαλονίκη με το νέο του βιβλίο

Ο ίδιος είχε μια έμφυτη ανάγκη ισορροπίας και θετικισμού μέσα στο όνειρο.

Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΑΙΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ 2017

Transcript:

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 1940-2000 Μεταπολεµική Λογοτεχνία Η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας γράφεται και σβήνεται σαν ένα παλίµψηστο. Και καθώς ξεγράφεται, ξαναγράφεται από τους κληρονόµους της παράδοσης, τους συνοµιλητές του εισαγόµενου παραδείγµατος, τους αναθεωρητές που πατούν στο «εδώ» και στο «έξω», ξανακερδίζοντας την εντοπιότητα διά της ξενικής επίδρασης, τους ελάχιστους µοναχικούς ιππείς της προσωπικής φωνής υπεράνω εθνών και κρατών. Πού τελοσπάντων ανήκουµε λογοτεχνικά, ακούγεται συχνά, χωρίς η συγκεκριµένη φωνή να ακούγεται πάντοτε αγωνιώσα. Γιατί συνήθως το ερώτηµα εγείρεται σχεδόν ρητορικά κατά την παραµονή µεγάλων διεθνών εκθέσεων βιβλίου ή σε συναντήσεις µε γείτονες βαλκάνιους, µε τους οποίους βρεθήκαµε εγγύτερα, λόγω της πρόσφατης διάλυσης των κοµµουνιστικών καθεστώτων. Αµηχανία και πάλι αµηχανία είναι η συνήθης αντίδρασή µας. Ίσως πολλαπλασιάζεται από την αντιµετώπιση που µας επιφυλάσσουν οι εταίροι µας: αν και ανήκουµε στην Ενωµένη Ευρώπη, προτιµούν να µας «πετούν» στο άκρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, κάτι σαν δεύτερης ταχύτητας χώρα. Ξένοι ως προς τους λογοτεχνικούς συµµάχους µας και όταν κοιτάµε προς δυσµάς και όταν κοιτάµε προς ανατολάς, ενδοσκοπούµε ως οµφαλοσκόποι: οι ελάχιστες εξαιρέσεις συντηρούν και επιβεβαιώνουν περισσότερο τον καβαφικό και τον καζαντζακικό µύθο. Ωστόσο, ο Κ. Καβάφης παραµένει αµετάφραστος στα εκτός ελληνικής γλώσσας συµφραζόµενα, ενώ ο Νίκος Καζαντζάκης παραµένει προσκολληµένος στον δήθεν πρωτογονισµό της ελληνικής φυλής. Όµως, µας ζητήθηκε να αποτυπώσουµε πενήντα χρόνια νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής: από το 1950 έως το 2000. Μέχρι και τη µεταπολίτευση η µία πολιτική κρίση διαδέχεται την άλλη, η δηµοκρατία περνά από σαράντα κύµατα αστάθειας και ανωµαλίας, καθώς το µετεµφυλιακό κράτος ξεκαθαρίζει τους λογαριασµούς του µε την Αριστερά, εµπεδώνοντας τη βία ως πρακτική. Τα ελάχιστα διαλείµµατα, τα οποία δεν σκιάζονται από τη νοθεία του εκλογικού αποτελέσµατος, δεν στέκονται ικανά να οδηγήσουν τη χώρα στην οµαλότητα. Οι φυλακές θα αργήσουν να µην είναι απειλή για τους αντιφρονούντες, η µετανάστευση ωστόσο επιλέγεται ως µία κάποια οδυνηρή λύση

κυρίως προς τη Γερµανία των µεταπολεµικών ενοχών ένεκα ναζισµού και Ολοκαυτώ- µατος που φόρτωσε µία ολόκληρη ήπειρο µε το αίσθηµα της ντροπής. Η Αθήνα της ανθρώπινης κλίµακας θα µεταµορφωθεί µε την προϊούσα αστικοποίηση, λόγω συσσώρευσης πληθυσµού από την οικονοµικά ερηµωµένη επαρχία, στο άχρωµο και πλέον ακατοίκητο άστυ της κάθετης οικοδόµησης και της µολυσµένης ατµόσφαιρας. Έτσι, είναι αναµενόµενο ότι µία οµάδα µεταπολεµικών ποιητών κατευθείαν αναδύεται από την εµπλοκή της στον πόλεµο της Αλβανίας και τη συµµετοχή της στην Αντίσταση. Ενώ η προηγηθείσα γενιά του 30 αποπειράται να ξεφύγει από το µεσοπολεµικό νανουριστικό σπλιν του θανάτου, η πρώτη και δεύτερη µετά τον πόλεµο ποιητική γενιά επιστρέφει εκεί που κόπηκε το νήµα του Καρυωτάκη και του Φιλύρα, κυρίως του πρώτου: ο απόηχος του αυτοκτόνου της Πρεβέζης αφοµοιώθηκε ως ο λικνίζων καρυωτακισµός µεταφερόµενος σε µία γόνδολα στα στάσιµα ύδατα του συνειδησιακού κενού. Σύµβολα και συµβολισµοί µετά τον ροµαντισµό και µετά τον συµβολισµό, ίστανται ως ανεµοδείχτες του µεταπολεµικού ποιητικού ανέµου µε κάποια κατεύθυνση στον ειρωνικό και ειρωνεύοντα λόγο του Καβάφη. Ο υπερρεαλισµός επανακάµπτει σε υψηλή τάση γλωσσικού ρεύµατος, αν και υποχωρεί συν τω χρόνω µπροστά σε µία πιο ήπια ανάµνησή του. Συµπερασµατικά, τρία ήταν τα κύρια ρεύµατα που ακολούθησαν οι ποιητές του Μεταπολέµου, µέχρι την έλευση της γενιάς του 70 ή «της αµφισβήτησης» και του 80 ή «του ιδιωτικού οράµατος» οι όροι χρησιµοποιούνται καταχρηστικώς προς συνεννόηση: του έντονου πολιτικού και κοινωνικού στόχου, της «υπαρξιακής» θεώρησης και του υπερρεαλιστικού οράµατος. Τον όρο «µεταπολεµικοί ποιητές» καθιέρωσε η «Ανθολογία µεταπολεµικών ποιητών» (1957) των Ντίνου Γεωργούση και Κ. Γεννατά, µε εισαγωγή του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ήδη όµως από τη δεκαετία του 40 οι ποιητές της διεκδίκησης µε πολιτική και κοινωνική στόχευση έχουν δείξει τα πρώτα δείγµατα γραφής. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), χωρίς να αποµακρύνεται από την εγγενή µελαγχολία των µεσοπολεµικών και τη σεφερική (ελιοτική) αφηγηµατικότητα, εστιάζει στον ψυχισµό του ψυχολογικά ηττηµένου ανθρώπου της υπό διαµόρφωση µεγαλούπολης, εγκλωβισµένου από δαι- µόνια προσωπικά και δηµόσια. Τα ποιητικά «Εποχές» (1945-1951), «Συνέχεια» (1954-1962), «Ο στόχος» (1970), «Το περιθώριο 68-69» (1979), το «Υ.Γ.» (1983) καθώς και Ο ποιητής της γενιάς του 40 Μανόλης Αναγνωστάκης, εστι-

το αυτοβιογραφικό «κωµικοτραγικό» αφήγηµα «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης» (1987) συνθέτουν την εργογραφία του. Οι σελίδες κριτικής του και η έκδοση του περιοδικού «Κριτική» (1959-1961) αποτυπώνουν τις λογοτεχνικές του εµµονές και την πρόθεση ξεκαθαρίσµατος του πολιτικού τοπίου. Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυµο του Άρη Βασιλειάδη, 1922-1978) πήρε ίσες πλην οδυνηρές αποστάσεις από την Αριστερά και τη Δεξιά, ακολουθώντας τον µοναχικό δρόµο του ανώνυµου ανυπεράσπιστου πολίτη. Τα «Ποιήµατα. 1941-1971» (1972) «περιγράφουν» µε την αµεσότητα της θερµής χειρονοµίας την εµπλοκή του στην Κατοχή και στον Εµφύλιο, ωστόσο τις συνθετικές του ικανότητες δείχνει στο µοναδικό του µυθιστόρηµα «Το κιβώτιο» (1974). Ένας τρόπος να αναγνωσθεί είναι σαν ένα εσωτερικό πρόβληµα στους κόλπους των αριστερών ανταρτών, µεταξύ «δογ- µατικών» και «ανανεωτικών». Ο αόρατος κύριος ανακριτής, ο οφθαλµός του καφκικού παντεπότη, υποχρεώνει τον αποστολέα να οδηγηθεί στη διττή διάλυση: ψυχική και γλωσσική. Στους τρεις τόµους των «Ποιηµάτων» (1998) έχει συγκεντρώσει το σύνολο του ποιητικού έργου ο Τίτος Πατρίκιος (γενν. 1928). Αν και όπως παραδέχεται ο ίδιος έχει επηρεαστεί από τον Γιάννη Ρίτσο, δεν τον θυµίζει στα πρώτα λυρικά και στους µονολόγους της «Τέταρτης Διάστασης». Ο ύστερος και ύστατος µικροποιητικός µικρόκοσµος του δασκάλου του, εµποτισµένος από την ενδιάθετη στοχαστικότητά του δηµιουργούν ένα αποτέλεσµα που τελεσφορεί υπό τη σκιά µιας κάποιας πικρής διάψευσης οραµάτων και οραµατισµών, όχι κατ ανάγκη πολιτικών και ιδεολογικών. Ο Γιώργης Σαραντής (1919-1978) καρυωτακίζει µε ελιοτικό τόνο, όµως το «Λαύριο», η «Πολιτεία χωρίς όνοµα» (1954), η συλλογή «Ποιος ήτανε ο Αλέξανδρος» (1970) «δεν είναι η ποίηση /κλειστός τόπος για ονειροπόληση/ είναι το άλλο νόηµα των πραγµάτων»: η διάλυση του σύγχρονου κόσµου µε τη µατιά ενός ποιητή σε διαρκή άµυνα: «οι κριτικοί είναι εναντίον σου/ οι δηµοσιογράφοι είναι εναντίον σου/ οι αθώοι είναι εναντίον σου/ οι σύντροφοι είναι εναντίον σου/ οι εχθροί είναι εναντίον σου/ οι ποδοσφαιριστές είναι εναντίον σου/ οι ακροκαθαριστές είναι εναντίον σου/ οι σταρ είναι εναντίον σου/ αυτό είναι το τέλος». Ο Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994), αρχισυντάκτης του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967), αν και έγραψε ποιήµατα και έδωσε βήµα σε νέους ποιητές µέσω Ο Τίτος Πατρίκιος, βαθιά επηρεασµένος από τον Γιάννη Ρίτσο, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος εµβληµατική φυσιογνωµία της

του εκδοτικού οίκου «Διογένης», καταξιώθηκε στη συνείδηση των συγγραφέων και των αναγνωστών του ως ο κριτικός της Αριστεράς χωρίς δογµατισµούς. «Αναρχίζων» ο λόγος του Μιχάλη Κατσαρού (1919-1998), αναγνωρίσιµος και επώνυ- µος από τη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων» (1953), προτού αντιµετωπιστεί ως γραφική φιγούρα του κέντρου των Αθηνών, βοηθούντων των δηµοσιογράφων, είχε υπογράψει την «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι» (1958). Τις επόµενες δεκαετίες προτείνει λύσεις που κρατούν από την παρανοϊκοκριτική του Νταλί και τον λετρισµό, όχι υπό την επίδραση των αναγνώσεων αλλά περισσότερο από ιδιοσυγκρασία. Στον λυρισµό, περασµένο µέσα από το στρατευµένο ποιητικό αίτηµα, υποτάσσεται στις πρώτες ποιητικές του απόπειρες ο Τάσος Λειβαδίτης (1918-1990), ο οποίος έδωσε σελίδες κριτικής στηρίζοντας πρωτοεµφανιζόµενους και νεότερους οµότεχνούς του. Όταν κατέπεσαν τα φτερά του ηρωικού πετάγµατος, µε συνείδηση ότι είχε φθάσει η ώρα της οπισθοχώρησης, της µαταίωσης και της διάψευσης, διατυπώνει την αγωνία του µπροστά στον θάνατο κυρίως σε τόνο ελεγειακό, όπως στις «Βιολέτες για µια εποχή» (1985). Συγγενικές είναι οι περιπτώσεις του Μηνά Δηµάκη (1919-1989), του Άρη Δικταίου (1919-1980) και του Γιώργου Γεραλή (1917-1996): το διακύβευµα της «ύπαρξης» ανατρέχει στον Ρίλκε και στους φιλοσόφους του υπαρξισµού ή στους µετασυµβολιστές, µε µουσικότητα όµως. Ο «Ελπήνωρ» του σύγχρονου οδυσσεϊκού ταξιδιού Τάκης Σινόπουλος (1917-1981) τραγωδεί τον ερειπιώνα του µετεµφυλιακού τοπίου, όπως στον «Νεκρόδειπνο» (1972) ή στο «Χρονικό» (1975). Αφηγηµατική δεξιότητα και ακρίβεια στην εύρεση της κατάλληλης λέξης οδηγεί το ποίηµα προς την έξοδό του, όχι µε εύκολα ευρήµατα χάριν εντυπωσιασµού: «Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια µέσα στην Ελλάδα ακολουθώντας/ το χυµένο αίµα το σπαταληµένο./ Αίµα σταλαµατιές κυλάνε στάζουν στους νεκρούς οι σκοτωµένοι αλλάζουν θέση/ δεν ξυπνάνε./ Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη µεριά που περπατάνε/ οι δολοφόνοι./ Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάµεσα σε δολοφόνους». Η ιδιοτυπία του Νίκου Καρούζου (1924-1990), ιδίως του ύστερου και του ύστατου έργου του, δεν αντιγράφεται, γιατί τον αντιγραφέα του γκρεµίζει. Παπατσωνικός στην τεχνική του και θρησκευτικός µε γήινη αγωνία που εκπλήσσει τους πιστούς του δόγ- Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, µεταϋπερ-

µατος της Ορθοδοξίας τις δύο πρώτες δεκαετίες της προσφοράς του. Μεταπολιτευτικά αυτοδιαλύεται µέσα στην µποεµαρία της βιογραφίας του, αποσυνθέτοντας τη γλώσσα ως το στάδιο της νηπιακής ηχολαλιάς. Από τον πυρήνα του περιοδικού «Τετράδιο» (1945-1947) ξεπηδούν οι (µετα)ϋπερρεαλιστές ποιητές της πρώτης µεταπολεµικής γενιάς: οι παλιοί συνεργάτες των «Νέων Γραµµάτων», όπως οι Παπατσώνης, Εγγονόπουλος, Ελύτης, Σεφέρης συνεργάζονται µε τους νεότερους Μάτση Ανδρέου-Χατζηλαζάρου, Νάνο Βαλαωρίτη, Ανδρέα Καµπά, Αλέξανδρο Ξύδη, Αλέξη Σολοµό. Σύνθηµα του περιοδικού είναι: «Ακολουθούµε την κατακόρυφη γραµµή που είναι η ιστορία της ελληνικής τέχνης, και την οριζόντια που είναι η τέχνη της εποχής µας. Στο σηµείο τοµής θέλει να σταθεί το «Τετράδιο». Ο του άγχους Μίλτος Σαχτούρης (1914-2005) µετά το 1948 βρίσκει τη φωνή του εφιάλτη του στο «Πρόσωπο στον τοίχο» (1952). Το «Σκεύος» (1971) είναι η κατάληξη µιας πορείας πρωτότυπης και πρωτογενούς, όπου το δωµάτιο του νεοκλασικού και του διαµερίσµατος της µετέπειτα πολυκατοικιούπολης Αθήνας υπόκειται σε συνεχείς και πολλαπλές µεταµορφώσεις, υπό τη δυναµική του παραλόγου. Η Μάτση Ανδρέου-Χατζηλαζάρου (1914-1987) έφερε την ηδυπάθεια της γυναικείας σεξουαλικότητας, ένα είδος Ελληνίδας Τζόυς Μανσούρ, σπάζοντας τα στερεότυπα της παραδοµένης παράδοσης ως προς το δικαίωµα του φύλου να οµιλεί διά του προσωπείου της ποίησης. Ο Νάνος Βαλαωρίτης (γενν. 1921) της «Τιµωρίας των µάγων» (1947) και της «Κεντρικής Στοάς» (1948) επεξεργάζεται τον παρατονισµένο δεκαπεντασύλλαβο ως µοντερνιστική σύλληψη στα πεζόµορφα ποιήµατά του πρωταγωνιστεί η ίδια η γλώσσα ως παίγνιον εν τη ανατροπή του, ενώ στα µυθιστορήµατά του ένα µεταµοντέρνο «µπαρόκ» εφευρίσκεται, το οποίο φιλτράρει γεγονότα ή συµβάντα της ελληνικής ιστορίας. Ο άκρατος των χαρακωµάτων υπερρεαλιστής Έκτωρ Κακναβάτος (γενν. 1920, ψευδώνυµο του Γιώργου Κοντογιώργη) επιµένει στη λεξιθηρία µε κάποια λαγνεία ως προς τη µουσικότητα του αποτελέσµατος που όµως χαρακτηρίζεται από πάθος γραφής. Τελευταίως, οι κατακτήσεις της αστροφυσικής γονιµοποιούν την ποίησή του «µ έναν προορισµό του ταξιδιού προς τ άστρα». Ο λυρικός των λυρικών Γιώργος Λίκος (1920-2000) δεν ψεύσθηκε ποτέ και ας κράτησε παρατεταµένες εκδοτικές σιωπές: η συγκεντρωτική έκδοση «Ποίηση 1944-1990»

(1992) πιστοποίησε ότι το διάστηµα που µεσολάβησε από την ελπιδοφόρα ώριµη ποιητική συλλογή «Τέσσερις προσωπίδες του ανέµου» (1949) έως την «Χερρόνησο» (1977) αδίκησε την εργασία του, γιατί τη βούλιαξε στην αφάνεια. Η ελλειπτική του µοντέρνου Μαντώ Αραβαντινού (1926-1998) µε τις «Γραφές» της (1962-1983) συνδέει το σώµα µε τη γραφή, ανακαλύπτοντας πρωτότυπες αντιστοιχίες. Η «ψυχρότητα» του «Πριν τον λυρισµό» (1954-1959) Ελένη Βακαλό µας δίνει µια «απογυµνωµένη» ποίηση από περιττά στολίδια, γιατί το «ψαροκόκκαλο» την «τρέφει». Το προσωπείο της κυρα-ροδαλίνας είναι το παραλήρηµα του σκεπτόµενου θηλυκού χωρίς φεµινιστικές διεκδικήσεις. Ο προσωκρατικός και ορφικός Δ[ηµήτρης] Π. Παπαδίτσας (1924-1987) στο «Φρέαρ µε τις φόρµιγγες» (1943) συνδέθηκε λόγω νεότητας µε τον υπερρεαλισµό, όµως η µεταφυσική αγωνία της Πάτµου τον αφυπνίζει στη µέση περίοδό του, προτού παραδοθεί ολόψυχα στην αρχαιολατρία, η οποία αν και δεν τον συντρίβει, ωστόσο το άγχος της επίδρασης υψώνεται πάνω από τις προσδοκίες του. Ο Ανδρέας Καµπάς (1919-1965) της αγωνίας έλαβε µέρος στη µάχη της Κρήτης και µετά τον πόλεµο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, πάντα προς ανακάλυψη στην µοναδική- µεταθανάτια-συλλογή «Δέκα ποιήµατα» (1966). Στον καιρό του εγκωµιάστηκε από δικούς µας και ξένους, καθόλου άδικα, γιατί είναι πρωτογενής ποιητής. Ο εραστής του παράξενου Ε[παµεινώνδας] Χ. Γονατάς (γενν. 1924) και µεταφραστής των συγγενικών του φωνών, Γκολ και Βολς, «επεξεργάζεται» τις σκουριές του µεταϋπερρεαλιστικού µεταλλείου. Το πείραµα του Ιάσονα Δεπούντη (γενν. 1919), ιδιαίτερα µετά τη «Systema Naturae» (1969) µε τα κολάζ κειµένων και εικαστικών έργων, ζητά διαδόχους, ο Νίκος Φωκάς (γενν. 1927) τόλµησε µε την επιλογή ερωτικού θέµατος που µετουσιώθηκε στη δεκαπεντασύλλαβη «Παρτούζα» (1981), ενώ η µατιά του στον µετασοβιετικό κόσµο στοχαστικά αναδιπλώνεται. Ο Θανάσης Κωσταβάρας (γενν. 1927) διαχειρίζεται το µετεµφυλιακό υλικό µιας «γενιάς που δεν τίποτ άλλο από µνήµες». Δεν πρέπει να ξεχάσουµε τον Νίκο Καρύδη (1917-1984) του «Ίκαρου», του γαληνεµένου µετά την τρικυµία του άγχους, τον Σταύρο Βαβούρη (γενν. 1925) του πάθους της γραµµατικής και του συντακτικού, τον Δηµήτρη Χριστοδούλου (1924-1991) του λαϊκού στίχου και ορισµένων από

τα ωραιότερα τραγούδια, τον Γιάννη Δάλλα (γενν. 1924) του πρώιµου υπερρεαλισµού, τον Δηµήτρη Δούκαρη (1925-1982) του περιοδικού «Τοµές». Αξιοπρόσεκτες περιπτώσεις, οι οποίες απηχούν την ατµόσφαιρα της πρώτης µεταπολεµικής ποιητικής γενιάς: ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (γενν. 1916), ο οποίος µετέφερε στα καθ ηµάς ξένες ποιητικές φωνές, όπως των Σαιν Τζων Περς, Ρεβερντύ, Αλµπέρτι, Μιλόζ κ.ά., ο Γιώργης Παυλόπουλος (γενν. 1924) της µετεµφυλιακής οδοιπορίας στη συνείδηση του εαυτού, ο Πάνος Θασίτης (γενν. 1923) της ύπαρξης στιγµατισµένης από τον πολιτικό λόγο, ο Κρίτων Αθανασούλης (1916-1979) της θητείας στο «κακό του αιώνα», ο Αντώνης Δεκαβάλλες (γενν. 1920) ανανεωτής της παράδοσης, υπό τη σκέπη του Έλιοτ και του Πάουντ, ο καταγόµενος από τον Καβάφη Άθως Δηµουλάς (1921-1985), ο παραληρηµατικός, προτού στραφεί στην νεωτερική πεζογραφία των «Συνυπαρχόντων» (1969) και της «Εξαφάνισης» (1975) Αριστοτέλης Νικολαΐδης (1922-1996), ο Κώστας Στεργιόπουλος (γενν. 1926), οποίος ανανεώνει µε σύγχρονο θεµατικό υλικό τον µεσοπολεµικό βηµατισµό. Οι ποιητές, οι οποίοι εµφανίστηκαν µέσα στη δεκαετία του 50 και είθισται οι γραµ- µατολογίες να την αναφέρουν ως δεύτερη µεταπολεµική γενιά, όπως εξοµολογούνται ορισµένοι εκπρόσωποί της, συνεθλίβη από την ηρωική χειρονοµία της πρώτης. Ίσως γι αυτό ο ήχος της φωνής είναι πιο λυγρός, χωρίς να είναι θρηνώδης: ο ποιητής της δεύτερης µεταπολεµικής γενιάς δεν τρέφει πλέον αυταπάτες, γιατί θέλει δεν θέλει πρέπει να προσαρµοστεί στο υπό δηµιουργία πολιτικό και κοινωνικό τοπίο. Ενώ οι προηγούµενοι ποιητές γεννήθηκαν µεταξύ δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η νέα φουρνιά έχει δει το φως κατά την τρίτη δεκαετία. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (γενν. 1931) µίλησε ανοιχτά για την ερωτική του ιδιαιτερότητα χωρίς να κρυφτεί, ωστόσο µε την «Εποχή των ισχνών αγελάδων» (1950) είχε υποσχεθεί ότι το καβαφικό παράδειγµα θα τελεσφορήσει στο δραµατικό. Του χρωστάµε την έκδοση του περιοδικού «Διαγώνιος» (1958-1983), µε την εικαστική επιµέλεια του Κάρολου Τσίζεκ, τις οµώνυµες εκδόσεις (1962-1998), καθώς και τη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», στην οποία εξέθεσαν κυρίως καλλιτέχνες προερχόµενοι από τον βορειοελλαδικό γεωγραφικό χώρο. Ο Βασίλης Καραβίτης (γενν. 1934) αξιοποιεί το µοντερνιστικό πείραµα, το οποίο γνωρίζει σε έκταση, χτίζοντας το ποίηµα στην κλίµακα του µικρόκοσµου. Ο Νίκος Καρύδης, τόσο στο ποιητικό όσο και στο λογο- Ο Έλληνας ποιητής Μίλτος Σαχτούρης χαρακτηρίστηκε για

Ο Σπύρος Τσακνιάς (1929-1999) άργησε να τυπώσει τις δύο πρώτες του συλλογές (1976), αν και τα ποιήµατα τα οποία συµπεριλήφθησαν σε αυτές είχαν κυοφορηθεί και γραφεί στις δεκαετίες του 50 και του 60. Στις πεζόµορφες καταθέσεις του ανασταίνεται ο παλαιός κόσµος της ελλαδικής τοπιογραφίας που γκρεµίζεται από τα ήθη των νέων καιρών. Η Κική Δηµουλά (Κική Ράδου, γενν. 1931) µε το «Λίγο του κόσµου» (1971) απέκτησε προσωπικότητα η ποίηση της, ενώ µε τον ειρωνικό τίτλο της συλλογής «Χαίρε ποτέ» (1988) είχε έρθει η στιγµή της καταξίωσής της. Έχει το σπανιότατο προνόµιο το έργο της να διαβαστεί και να αγαπηθεί, ξεφεύγοντας από τον κλειστό κύκλο των ειδηµόνων και των οµοτέχνων. Οι γραµµατικοί και οι συντακτικοί τύποι επιστρατεύονται υπέρ της κατανόησης του αφανέρωτου της πραγµατικής πραγµατικότητας. Ο συνεχόµενος λυγµός πενθεί τη µνήµη του ανθρώπου της, του ποιητή Άθου Δηµουλά. Ο Τάσος Κόρφης (ψευδώνυµο του Αναστασίου Ροµποτή, 1929-1994), ιδρυτής-διευθυντής των εκδόσεων «Πρόσπερος», του περιοδικού «Ανακύκληση» και της ετήσιας ποιητικής ανθολογίας «Φωνές», αλλά και µελετητής ποιητών του Μεσοπολέµου, αφοµοίωσε τη λεπτεπίλεπτη ευαισθησία του, υποστηριζόµενη από τις ποικίλες αναγνώσεις του. Παρέµεινε ένας αισθαντικός και εστέτ σε καιρούς καθόλου παυσίλυπους. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) του «Δύσκολου θανάτου» (1954) και των «Ωδών στον πρίγκιπα» (1981) δεν διαταράσσει την ένταση του ύψους του εξοµολογητικού τόνου. Η µυθοποίηση των επαρχιακών γηπέδων και της στρατιωτικής ζωής κουρδίζεται στην αισθητικοποίηση του συµβάντος, αφήνοντας το υπνωτικό λίκνισµα του αποχαιρετισµού. Η θανάσιµη µοναξιά του προσώπου-ποιητή πέρασε στη γενιά των τραγουδοποιών του Πολυτεχνείου και των ακροατών τους ως πρότυπο ηθικού βίου. Η Ζέφη Δαράκη (γενν. 1939) θεραπεύει τις πληγές της ψυχής διά του εσωτερικού µονολόγου, περισσότερο γέρνοντας προς το συναίσθηµα, όπως το εκφράζει η γυναικεία φύση της. Το έργο της είναι πάντα ανοιχτό χωρίς την οριοθέτηση της κάθε συλλογής, γιατί γράφει και ξαναγράφει το ίδιο ποίηµα. Ο Βύρων Λεοντάρης (γενν. 1932) της συγκεντρωτικής έκδοσης «Ψυχοστασία. Ποιήµατα, 1949-1976» (1983) και της τιµηµένης µε Κρατικό Ποίησης «Εν γη αλµυρά» (1996) εκταµιεύει από τον ύστατο ροµαντισµό των δικών µας µεσοπολεµικών, απλώνοντας την αισθαντικότητά του στον δηµόσιο χώρο, ο οποίος εχθρεύεται την ταύτιση λόγου Η ποίηση της Κικής Δηµουλά επιστρατεύεται στο να φανερώ-

και πράξης. Ο δοκιµιακός του λόγος δεν εξαντλείται µόνο στην κριτικογραφία ποιητών της γενιάς του, αλλά αρθρώνει θεωρητικές προσπελάσεις κατανόησης της έννοιας του λογοτεχνικού έργου. Ο Γεράσιµος Λυκιαρδόπουλος (γενν. 1936) παρέµεινε πάντοτε «Υπό ξένην σηµαία. Ποιήµατα, 1967-1987» (1991), δοκιµάζοντας να µεταφέρει τα διδάγµατα των ταξιδεµένων Κώστα Ουράνη, Δηµήτρη Ι. Αντωνίου και Νίκου Καββαδία στο νέο χυτήριο αναδιάταξης των µεταπολεµικών ηθικών αξιών. Ως υπεύθυνος των εκδόσεων «Έρασµος», ως δοκιµιογράφος και µεταφραστής θεµελιακών κειµένων, κυρίως θεωρίας της λογοτεχνίας, γλωσσολογίας και πολιτικής φιλοσοφίας, συνεισφέρει εναντιώµενος στην αγορά του αναλώσιµου µε αίσθηµα ευθύνης. Ο Μάρκος Μέσκος (γενν. 1935) αναχωνεύει το άγχος της ελπίζουσας ιδεολογίας της Αριστεράς στο «Μαυροβούνι» (1963) ή στα «Άλογα στον ιππόδροµο» (1973). Μετά τη συγκέντρωση της παραγωγής του στο «Μαύρο δάσος. Ποιήµατα 1958-1980)», επιµένει να επαναλαµβάνει το ηθικό αίτηµα, το οποίο υποχωρεί µπροστά στο δράµα της Ιστορίας. Ωστόσο, η µυθολόγηση του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας κρατάει από τον αδελφοκτόνο Εµφύλιο. Ο Ματθαίος Μουντές (1935-2000) του «Νηπιοβαπτισµού» (1992), όπου η ασκητίζουσα διάθεση του θεολόγου πραγµατώνεται σε απτά πράγµατα, τα οποία θωπεύει η καθη- µερινότητα των µικροσυµβάντων. Η βιβλικότητα δεν έχει το «βαρύ» περπάτηµα της προφητείας, γιατί η Χίος, ο γενέθλιος τόπος, φωταυγεί τη συνείδηση. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (γενν. 1939) της συλλογής «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» (1977), στην οποία ο λυρισµός είναι σωµατικής εκκινήσεως γένους θηλυκού, είναι η ερωτώσα συνείδηση του αναπάντητου ερωτήµατος του θανάτου. Η συγκέντρωση σε τρεις τόµους των «Ποιηµάτων» της περιόδου 1963-1996 (1997, 1998, 1999) επικροτεί την αδιατάρακτη ενότητα της εργασίας της. Ο Θωµάς Γκόρπας (1935-2003), ο Έλληνας Ζακ Πρεβέρ, αιρετικός και αντιδιανοού- µενος, διεκδικεί τα πρωτεία της γενιάς του. Παιδί της εσωτερικής µετανάστευσης, ξεριζωµένος από τη γενέτειρά του το Μεσολόγγι και από τη µητριά Αθήνα, βρισκόταν πάντα στο προσκήνιο της δηµόσιας ζωής. Τα «Ποιήµατα, 1957-1963» (1995), συγκλονιστικά στο ρητό και στο άρρητο, δίνουν νόηµα. Ο Γιώργος Δανιήλ (ψευδώνυµο του Γιώργου Γεωργακαράκου, 1938-1991), ο οποίος από Ο ασκητικού κλίµακος Ματθαίος Μουντές.

το 1964 µετανάστευσε στο Μόντρεαλ, όπου συνδέθηκε µε τον Νίκο Καχτίτση, συγκέντρωσε το έργο του στον τόµο «Τα επίθετα. Ποιήµατα, 1968-1983» (1984). Κρατούν από το «Κακό της Αλητείας», καθώς είναι βλάστηµος εν πίστει: που προέρχεται από τους Παπατσώνη, Πιέρ Εµµανουέλ, Σαιν Τζων Περς, Εγγονόπουλο, Εµπειρίκο ή Κάλα. Ο Τάσος Ρούσσος (γενν. 1934) δεν καταποντίστηκε στην αρχαιοµάθειά του: τόσο η ποίησή του όσο και η πεζογραφία περνούν µέσα από το όνειρο ως ενόραση του κόσµου. Κάτι το ξένο και αλλότριο φυσάει στην εργασία του, το οποίο τη µία στιγµή το συλλαµβάνεις και όλο ασύλληπτο είναι. Δεν πρέπει να ξεχάσουµε τις µεταφράσεις πάνω στο αττικό δράµα που δεν ανατρέχουν σε λύσεις µαχόµενου δηµοτικισµού. Ο Πρόδροµος Χ. Μάρκογλου (γενν. 1935), µοιρασµένος σε ποίηση και πεζογραφία, καταθέτει την οδύνη στην κοινωνικότητά της ως απόπειρα επικοινωνίας. Η «Έσχατη υπόσχεση. Ποιήµατα 1958-1978» (1984) και το πεζό «Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη» (1980) ανακαλούν µνήµες από τον Εµφύλιο, άλλοτε στη λυρικότητα του προσωπικού δράµατος και άλλοτε στο άνοιγµα του εγώ στο εµείς του συλλογικού µαταιωµένου πάθους: «Η ψυχή µας/ τοµάρι στην τάβλα,/ µε καρφιά και γάντζου, / κάθε µέρα / στα χέρια των κερδοσκόπων». Ο Ανέστης Ευαγγέλου (ψευδώνυµο του Ανέστη Παπαδόπουλου, 1937-1994) πρόλαβε να εκδώσει τον τόµο ανθολογίας «Η δεύτερη µεταπολεµική γενιά (1950-1970)» (1994). Με τα «Ποιήµατα, 1956-1986» (1988), ωστόσο, είχε διασώσει και τη δική του εργασία από την ταχύτητα, µε την οποία καταναλώνονται τα λογοτεχνικά δρώµενα σε καιρούς τηλοψίας και διαφηµιστικής προβολής. Ο συγκρατηµένος τόνος της προσωπικότητάς του διαχέεται και στο έργο του, καθώς αποστρέφεται τη ρητορεία στο κτίσιµο του ποιήµατος. Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (γενν. 1930) και η Γιολάντα Πέγκλη (γενν. 1934) τραβούν τον δρόµο της εξοµολόγησης έως το σηµείο της πικρής διαπίστωσης ότι η γυναικεία φύση τους τις έχει προικίσει µε το χάρισµα της θηλυκότητας που «πληρώνεται» ορισµένες φορές µε απύθµενη µοναξιά. Ο Δηµήτρης Δασκαλόπουλος (γενν. 1939) των «Ποιηµάτων (1963-1993)» (1999) είναι ο µετασεφερικός βηµατισµός στα χρόνια του Μεταπολέµου. Αποφεύγοντας τον πολιτικό χρωµατισµό των στίχων του, στρέφεται στον ένδον εαυτό ως κίνηση αυτογνωσίας, στοχαζόµενος και αναστοχαζόµενος.

Ο Ανδρέας Αγγελάκης (1940-1991 ) της «Οδού Θρασυβούλου» (1979), του «Ερωτικού σώµατος» (1981) ή της «Μεταφυσικής της µιας νύχτας» (1982) είναι ο ερωτικός της στιγµιαίας συνάντησης, της απελπισµένης αναζήτησης συντροφικότητας, της καβαφίζουσας µονώσεως. Του χρωστάµε και µεταφράσεις των Μπλέηκ, Λόρκα, Τρακλ, Έσσε, κινεζικής και ιαπωνικής ποίησης. Ο Κύπριος Κυριάκος Χαραλαµπίδης (γενν. 1940) της συλλογής «Αµµόχωστος βασιλεύουσα» (1982) µυθολογεί και µυθοποιεί την Αµµόχωστο, υπό το βάρος της εισβολής του Αττίλα και της τραγωδίας που ακολούθησε. Παπατσωνικός και καβαφικός, πάντοτε τους συνυπολογίζει στη σύνθεση της εργασίας του, κουρδίζοντας το γλωσσικό του όργανο σε υψηλούς βαθµούς θήρευσης µουσικότητας λέξεων. Από τους ελαχίστους χρήστες της «µικτής». Η Ολυµπία Καράγιωργα (γενν. 1934) του συγκεντρωτικού τόµου «Προχωρώντας στο χρόνο, 1961-1985» (1997), η Νανά Ησαΐα (1934-2003) της «Τακτικής του πάθους» (1982), η Ρούλα Κακλαµανάκη (γενν. 1936) των «Ποιηµάτων, 1967-1977» (1983) και η Αµαλία Τσακνιά (1932-1984) των «Ποιηµάτων, 1969-2004» (2000) στοιχηµατίζουν µε τον χρόνο ως θεώρηµα, από το οποίο δεν απουσιάζει το παράλογο και η λογική διακυβεύει την κυριαρχία της. Κάποτε ο καθρέφτης στέκεται απέναντί τους παίζοντας µε τις επερχόµενες ρυτίδες, ενώ η νεότητα χάνει το παιχνίδι µε το άλκιµον του σώµατος. Ο Μάνος Ελευθερίου (γενν. 1938) της παπαδιαµαντικής ποιητικής «Αγρυπνίας στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου για το σκοτεινό τρυγόνι» (1975), αλλά και της νουβέλας «Το άγγιγµα του χρόνου» (1995), χωρίς να ξεχνάµε τα τριακόσια πενήντα τραγούδια του, είναι το µνηµονικό το αλάθητο ενός Έλληνα, πριν τη µεταπολεµική συµφορά των αισθήσεων και των αισθηµάτων. Την Ελλάδα, προτού επέλθει η κατανάλωση και το θέαµα, διασώζει στην «αγιότητα» ενός επί γης ελληνικού παραδείσου, όπου «οι άγγελοι µιλούν ελληνικά». Ο Μάριος Μαρκίδης (1940-2003) της συγκεντρωτικής έκδοσης «Μετά είκοσι έτη» (1985), ξεκινά µε πολλές χριστολογικές ή βιβλικές αναφορές, οι οποίες συν τω χρόνω υποχωρούν, δίνοντας τη θέση τους στο νυστέρι της σάτιρας και της διακειµενικότητας, µε αρωγούς του τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη. Ο Τάσος Δενέγρης (γενν. 1934) των τριαντατριάχρονων (1952-1985) «Ακαριαίων» (1985) αξιοποιεί τις κατακτήσεις των µπιτ, χωρίς να τους µεταγράφει εις τα καθ ηµάς:

σκηνοθετεί υπό το άχθος της επίδρασης του κοσµοπολιτισµού παιγνιώδη αλλά καθόλου παιχνιδιάρικα ερωτήµατα. Μεσούσης της δικτατορίας, εµφανίζεται στο προσκήνιο, υπό την απήχηση του πολέµου του Βιετνάµ, του Γαλλικού Μάη του 68, των κινηµάτων ειρήνης και της ροκ µουσικής, µία νέα γενιά ποιητών: της «αµφισβήτησης» και του «Πολυτεχνείου», όπως την αποκάλεσαν. Ο Στέφανος Μπεκατώρος και ο Αλέκος Φλωράκης εκδίδουν την ανθολογία «Η νέα γενιά» (1971), ο Δηµήτρης Ιατρόπουλος απαντά την ίδια χρονιά µε την «Ποιητική αντιανθολογία», ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 70, ο Γ[ιώργος] Α. Παναγιώτου (γενν. 1943) παρουσιάζει τη δίτοµη «Γενιά του 70» (1979). Δέκα χρόνια αργότερα (1989) ο κριτικός Αλέξης Ζήρας (γενν. 1945), ο οποίος τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της κριτογραφίας του ταυτίστηκε µε την νεοεµφανιζόµενη γενιά, γράφει την εισαγωγή στη «Νεότερη ελληνική ποίηση 1965-1980». Έτσι, κατά τη διάρκεια της επταετίας έδωσαν τα πρώτα δείγµατά τους οι Νάσος Βαγενάς (γενν. 1945), Δηµήτρης Καλοκύρης (γενν. 1948), Γιάννης Κοντός (1943), Μαρία Κυρτζάκη (γενν. 1948), Μαρία Λαϊνά (γενν. 1947), Γιώργος Μαρκόπουλος (γενν. 1951), Τζένη Μαστοράκη (γενν. 1949), Παυλίνα Παµπούδη (γενν. 1948), Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (γενν. 1945), Γιάννης Πατίλης (γενν. 1947), Δηµήτρης Ποταµίτης (1940-2003), Λευτέρης Πούλιος (γενν. 1944), Βασίλης Στεριάδης (1947-2003), Νατάσα Χατζηδάκι (γενν. 1948), Δήµητρα Χριστοδούλου (γενν. 1953). Ο Γιάννης Βαρβέρης (γενν. 1955) και ο Μιχάλης Γκανάς (γενν. 1944) εκδίδουν για πρώτη φορά το 1975 και το 1978 αντίστοιχα. Έκτοτε, αυτή η γενιά η οποία βρίσκεται στα λογοτεχνικά τεκταινόµενα περί τα σαράντα χρόνια, συγκέντρωσε στους κόλπους της και άλλους δηµιουργούς: Ρούλα Αλαβέρα (γενν. 1942), Γιώργο Βέη (γενν. 1955), Αναστάση Βιστωνίτη (γενν. 1952), Κώστα Γουλιάµο (γενν. 1955), Βερονίκη Δαλακούρα (γενν. 1952), Αλέξανδρο Ίσαρη (γενν. 1941), Γιώργο Κ. Καραβασίλη (1949-2004), Διονύση Καρατζά (γενν. 1950), Ηλία Κεφάλα (γενν. 1951), Χριστόφορο Λιοντάκη (γενν. 1945), Κώστα Μαυρουδή (γενν. 1948), Μιχαήλ Μήτρα (γενν. 1944), Γιώργο Μπασδέκη (γενν. 1950), Χρήστο Μπράβο (1948-1987), Θανάση Θ. Νιάρχο (γενν. 1945), Αθηνά Παπαδάκη (γενν. 1945), Μανόλη Πρατικάκη (γενν. 1943), Ντίνο Σιώτη (γενν. 1944), Μίµη Σουλιώτη (γενν. 1949), Αλέξη Τραϊανό (ψευδώνυµο του Αλέξανδρου Ζαβατάρη, 1944-1980), Γιάννη Υφαντή (γενν. 1949), Ο κριτικός της λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας, εµφανίζεται στη νέα Ο Δηµήτρης Καλοκύρης δίνει τα πρώτα δείγµατα λογοτεχνι-

Αντώνη Φωστιέρη (γενν. 1953), Αργύρη Χιόνη (γενν. 1943), Γιώργο Χουλιάρα (γενν. 1951), Γιώργο Χρονά (γενν. 1948). Η ελληνική κοινωνία, ενώ δεν είχε αφοµοιώσει ακόµη την ηλεκτρονική εποχή, χάραζε την ψηφιακή µε τα νέα µηχανήµατά της και τον νέο πολιτισµό της εικόνας. Στα 1985, ο Πέτρος Ρεζής και ο Κώστας Λιόντης εκδίδουν τον τόµο «Γραφή 1980-1985» (1985) και επισηµαίνουν νεοεµφανιζόµενους ποιητές της γενιάς του 80 ή του «ιδιωτικού οράµατος», όρο που καθιέρωσε ο Ηλίας Κεφάλας στο περιοδικό «Τοµές» (1987) ακολούθησε από τον ίδιο η ανθολογία «Η δεκαετία του 1980-Ιδιωτικό όραµα» (1989). Ο Αλέξης Ζήρας και ο Ευριπίδης Γαραντούδης το 1992 και το 1998 αντίστοιχα, έδειξαν τις προτιµήσεις τους: «Ποιητές της νεότερης γενιάς» και «Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης 1980-1997». Ορισµένοι εκπρόσωποί της: Νίκος Γ. Δαββέτας (γενν. 1960), Χάρης Βλαβιανός (γενν. 1957), Κωστής Γκιµοσούλης (γενν. 1960), Σπύρος Λ. Βρεττός (γενν. 1960), Γιάννης Ζέρβας (γενν. 1959), Διονύσης Καψάλης (γενν. 1952), Παναγιώτης Κερασίδης (γενν. 1955), Αλέξανδρος Κωνσταντίνου (γενν. 1965), Ηλίας Λάγιος (1956-2005), Γιώργος Μπλάνας (γενν. 1959), Παντελής Μπουκάλας (γενν. 1957), Στρατής Πασχάλης (γενν. 1958), Θάνος Σταθόπουλος (γενν. 1963), Γιάννης Τζανετάκης (γενν. 1956), Σωτήρης Τριβιζάς (γενν. 1960), Ανδρέας Βεργιόπουλος (γενν. 1957), Γιώργος Κακουλίδης (γενν. 1956). Το 90, µέσα από τις σελίδες των περιοδικών «Μανδραγόρας» και «Να ένα µήλο», εµφανίζονται οι βενιαµίν του µεταπολεµικού ποιητικού τοπίου. Ενήµεροι του νέου ήθους του διαδικτύου «κατασκευάζουν» ιστοσελίδες του µέλλοντός τους. Ο ποιητής, λογοτέχνης και ιδρυτικό µέλος της Εταιρείας Μεταπολεµική Πεζογραφία Η έντονη πολιτικοποίηση που έφερε η αντιπαλότητα Δεξιάς και Αριστεράς, είναι τα χαρακτηριστικά της µεταπολεµικής πεζογραφίας, τουλάχιστον τις πρώτες δεκαετίες, µε νωπές ακόµη τις µνήµες του Πολέµου, της Κατοχής και του Εµφύλιου. Η έκδοση της «Επιθεώρησης Τέχνης» τα Χριστούγεννα του 1945 συγκεντρώνει στις σελίδες της υπογραφές, από τις οποίες οι περισσότερες είναι ενταγµένες στο κοµµουνιστικό κίνηµα και αισθητικά υπηρετούν τη µαρξιστική κριτική. Ο Δηµήτρης Χατζής (1913-1981) δηµοσιεύει διηγήµατα στο παραπάνω περιοδικό, ενώ αρχικά δηµοσιεύει στο Βουκουρέστι, όπου έχει καταφύγει µετά το αντάρτικο. Ωστόσο,

µε την επιστροφή του στην πατρίδα, εκδίδει το «Διπλό βιβλίο» (1976), µε κεντρικό θέµα τη ζωή των Ελλήνων µεταναστών στη Γερµανία. Είχαν προηγηθεί οι συλλογές διηγηµάτων «Το τέλος της µικράς µας πόλης» (1963) και «Ανυπεράσπιστοι» (1966). Το πρώτο διαδραµατίζεται, χωρίς να αναφέρεται σαφώς, στα Γιάννενα της πολυπολιτισµικότητας, το δεύτερο έχει ως πρωταγωνιστή τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο της σύγχρονης αστικής ή µικροαστικής ζωής. Αν και γραµµατολογικά ανήκει στη γενιά του 30, ο Στρατής Τσίρκας (ψευδώνυµο του Γιάννη Χατζηαντρέα, 1911-1980) εκδίδει στη δεκαετία του 60 την συνθετική τριλογία του «Ακυβέρνητες Πολιτείες» (1960-1965). Έως το 1957 έχει δώσει τρεις συλλογές διηγηµάτων και µία νουβέλα. Η «Λέσχη» της Ιερουσαλήµ, η «Αριάγνη» του Καΐρου και η «Νυχτερίδα» της Αλεξάνδρειας εξιστορούν τα δύστηνα χρόνια του πολέµου και της Αντίστασης, εντοπισµένα στη Μέση Ανατολή (1941-1944). Σε πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, µε πολλά νεωτερικά στοιχεία και χωρίς να απολύει την αριστερή σκοποθεσία του, αναπαριστά ζωντανεµένα και ζωντανά τη συγκεκριµένη εποχή, χωρίς να επικροτεί τον κηρυγµατικό λόγο. Με τη «Χαµένη Άνοιξη» (1976) ανασυνθέτει τη δύσκολη πολιτικά περίοδο της ανόδου της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία και τα Ιουλιανά του 1965 που επακολούθησαν. Η βιαιότητα και η στρατοπέδευση σε αντίπαλα ιδεολογικά στρατόπεδα των µισών Ελλήνων, πέρασαν στα µυθιστορήµατα «Πολιορκία» (1953) του Αλέξανδρου Κοτζιά (1926-1992), «Τα δόντια της µυλόπετρας» (1953) του Νίκου Κάσδαγλη (γενν. 1928) και «Χρονικό µιας σταυροφορίας» (1954-1958) του Ρόδη Ρούφου-Κανακάρη (ψευδώνυµο του Ρόδη Προβελέγγιου, 1924-1972). Σε αυτά η δεξιά παράταξη «απαντά» στην Αριστερά αλλά το στοιχείο που τα χαρακτηρίζει είναι η λογοτεχνικότητα και όχι η πολιτική προπαγάνδα. Ο πρώτος αναπαριστά την ασφυκτική ατµόσφαιρα σε µία γειτονιά της Αθήνας του διχασµού που δεν την εγκαταλείπει στις επόµενες πεζογραφικές του καταθέσεις: στην «Απόπειρα» (1964) και στην «Αντιποίηση αρχής» (1979), ο µεταπολεµικός σκοτεινός κόσµος των παρακρατικών ζωντανεύει στα όρια του εφιάλτη. Οι «Κεκαρµένοι» του δεύτερου αποτυπώνουν την εµπειρία των εξόριστων στην Μακρόνησο και δοκιµάζουν τον ρεαλισµό έως την υπέρβασή του. Ο τρίτος µε τη «Χάλκινη εποχή» (1960) του κυπριακού αγώνα και µε το αλληγορικό Ο µεταπολεµικός Στρατής Τσίρκας, αναπαριστά µέσα από το

πολιτικό µυθιστόρηµα «Γραικύλοι», στο οποίο µας µεταφέρει στους µιθριδατικούς πόλε- µους, ολοκληρώνει την προσφορά του στη µεταπολεµική λογοτεχνία. Ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος (1923-1998) µε την «Τειχοµαχία» του (1954) διαχειρίζεται και αυτός τον Εµφύλιο από την πλευρά των νικητών. Μοναχική περίπτωση, η οποία καταγράφεται ως εξαίρεση χωρίς προηγούµενο, ο Ρένος [Αποστολίδης] (1924-2004) ο οποίος επιµένει στην αναρχικότητα ή στον αναρχισµό ζωής και γραφής, ωθώντας τον ιδιότυπο µοντερνισµό του έως τα άκρα της αποστολίδειας µοναδικότητας. Η συλλογή διηγηµάτων «Ιστορίες από τις νότιες ακτές» (1959) και το µυθιστόρηµα «Η άλλη ιστορία» (1972) δεν κατατάσσονται εύκολα στο είδος τους, γιατί το εξωτικό και το εξωφρενικό διά του φανταστικού και του πραγµατικού ανατρέπονται διαρκώς από µια γλώσσα «µικτή» που υπακούει στο νόηµα του ρυθµού των ονοµάτων και των πραγµάτων. Την «Ανθολογία Ποίησης και Διηγήµατος» που κληρονόµησε από τον πατέρα του Ηρακλή, µε την επικουρία των Στάντη και Ήρκου, την πέρασε από αλλεπάλληλες επανεκδόσεις. Από τους πιο πολυδιαβασµένους πεζογράφους και χωρίς να χάσει ποτέ την επαφή του µε νέους αναγνώστες, ο Αντώνης Σαµαράκης (1919-2003) του «Λάθους» (1965), µε την πλοκή του αστυνοµικού µυθιστορήµατος, ανέδειξε τον παραλογισµό της κάθε µορφής εξουσίας. Η ευρηµατικότητά του και η «δηµοσιογραφική» του γλώσσα στις συλλογές διηγηµάτων «Ζητείται ελπίς» (1954), «Σήµα κινδύνου» (1959), «Αρνούµαι» (1961), «Το διαβατήριο» (1973) γεφυρώνουν το χάσµα µεταξύ συγγραφέα και κοινού, κρατώντας ωστόσο κριτική στάση στα πολιτικά και κοινωνικά δρώµενα. Το παράλογο του Κάφκα και του Καµύ παλιννοστούν στο µυθιστόρηµα το «Φράγµα» (1960) του Σπύρου Πλασκοβίτη (ψευδώνυµο του Σπύρου Πλασκασοβίτη, 1917-1920): ο κίνδυνος πραγµατικός ή φανταστικός δεν ξεκαθαρίζεται επικρέµεται υπεράνω των κεφαλών των κατοίκων µιας αγροτικής περιοχής. Η συλλογή διηγηµάτων «Το συρµατόπλεγµα» (1974) αναφέρεται στην πρόσφατη δικτατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο συγγραφέας εξορίστηκε και φυλακίστηκε. Ο Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002) των τεσσάρων µυθιστορηµάτων «Άνθρωποι και σπίτια» (1955), «Η καγκελόπορτα» (1962), «Λοιµός» (1972) και «Πλήθος» (δίτοµο: 1985 και 1986 αντίστοιχα) στα οποία οι κατατρεγµένοι του µετεµφυλιακού κράτους και παρακράτους, οι εξόριστοι και το βουβό ανώνυµο πλήθος διεκδικούν το δικαίωµά τους. Γιατί Ο Θ. Δ. Φρογκιώπουλος µε την «Τειχοµαχία» του χειρίστηκε το Ο πολυδιαβασµένος Αντώνης Σαµαράκης, εξαιρετικά ευαι-

η πολιτική, όπως περνά στην πράξη της καθηµερινότητας, δεν είναι το ύψιστο αγαθό υπέρ της ισονοµίας αλλά το καταραµένο απόθεµα το οποίο αδιαχείριστο παραµένει ως απειλή και σκιά φόβου. Ο εφιάλτης της κατασκευασµένης εικονικής πραγµατικότητας οδηγεί στην αποδιοργάνωση και στον αποσυντονισµό των συνειδήσεων. Ο Νίκος Μπακόλας (1927-1999) της «Μεγάλης πλατείας» (1987) αξιοποιεί το αρχέτυπο του φοκνερικού Αµερικανικού Νότου και χωρίς να το οικειοποποιείται, το µεταφέρει στα καθ ηµάς. Η Ιστορία είναι η µεγάλη ξένη, η οποία «αποφασίζει» ελέω αυτών που µπορούν µόνο να την υποµένουν. Με τον «Κήπο των πριγκίπων» (1966), τη «Μυθολογία» (1977) και την «Καταπάτηση» (1990) έχουµε µια άτυπη τετραλογία, όπου ο εσωτερικός µονόλογος ανασκάπτει το παρελθόν των ηρώων υπέρ της προσµονής του µέλλοντος. Ο Κώστας Ταχτσής (1927-1988), αφού πρώτα δοκιµάστηκε στην ποίηση, στράφηκε στην πεζογραφία, αποµακρυνόµενος από την επικρατούσα θεµατογραφία λόγω περιρρέουσας, δίνοντας «ένα εντελώς ιδιότυπο και συναρπαστικό στην πληθωρικότητά του µυθιστόρηµα» µε τίτλο «Το τρίτο στεφάνι» (1962), το οποίο όταν εκδόθηκε πέρασε απαρατήρητο. Μία µικροαστή και η πεθερά της αφηγούνται τα προπολεµικά περασµένα, ξεχασµένα και αξέχαστα. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και η ζωντανή οµιλούµενη γλώσσα αποµακρύνουν αισθητά το πάντα προς ανακάλυψη έργο από τα έως τότε κεκτη- µένα. Καθόλου αµελητέες δεν είναι οι περιπτώσεις της Μαργαρίτας Λυµπεράκη (1919-2001) µε τον «Άλλο Αλέξανδρο» (1950) του αδελφοκτόνου µίσους, της Γαλάτειας Σαράντη (γενν. 1920) του αυτοβιογραφικού «Το παλιό µας σπίτι» (1956), της Εύας Βλάµη (1910-1976) του γαλαξιδιώτικου «Σκελετόβραχου» (1950), της Μιµίκας Κρανάκη (γενν. 1922) του νεωτερικού «Τσίρκου» (1950), της Κωστούλας Μητροπούλου (1927-2004) οπωσδήποτε επηρεασµένης από το νέο γαλλικό µυθιστόρηµα, της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ (1920-2005) η οποία στο ίδιο πνεύµα µε την προηγούµενη δίνει το πρωτοποριακό «Και ιδού ίππος χλωρός...» (1963). Η Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989) άργησε να εκδώσει τη «Λωξάντρα» (1962), η Αλκη Ζέη (γενν. 1925) από το «Καπλάνι της βιτρίνας» (1966) έως την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» (1987) αναφορά στις εσωκοµµατικές διαµάχες των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην πρώην Σοβιετική Ένωση δεν έπαψε να διαβάζεται, ενώ η «Συβαρίτισσα»

Λιλή Ζωγράφου (1922-1998), από το 1950 που εµφανίστηκε πάντοτε προκαλούσε µε τα επίκαιρα γραπτά της. Από τη δεκαετία του 60 µία νέα γενιά πεζογράφων δοκιµάζει να ανανεώσει την πεζογραφική θεµατογραφία. Ο Βασίλης Βασιλικός (γενν. 1933) της τριλογίας «Το Φύλλο, το Πηγάδι, Τ Αγγέλιασµα» (1961) και του πολυδιαβασµένου φανταστικού ντοκιµαντέρ «Ζ», µε θέµα την πολιτική δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαµπράκη. Ο Θανάσης Βαλτινός (γενν. 1932) µε το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» (1972), την «Κάθοδο των εννιά» (1978) και την ύστερη αµφιλεγόµενη «Ορθοκωστά» (1994) τη µετανάστευση και τον Εµφύλιο επαναπραγµατεύεται. Ο Παντελής Καλιότσος (γενν. 1925) του «Μεσαίου τοίχου» (1958) µε τις αλλεπάλληλες µεταµορφώσεις του καινοτοµεί, ο Μάριος Χάκκας (1930-1972) του «Κοινόβιου» (1972) σε πρώτο πρόσωπο παραληρεί, ο Νίκος Καχτίτσης (1926-1970) του «Εξώστη» (1964) και του «Ήρωα της Γάνδης» (1967), ο οποίος έζησε επί χρόνια στο Μόντρεαλ του Καναδά, φέρνει το παράλογο και τον εσωτερικό µονόλογο σε θερµοκρασία µοναδικότητας, ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) µε τα αφηγήµατα «Για ένα φιλότιµο» (1964), «Η σαρκοφάγος» (1966) και «Η µόνη κληρονοµιά» (1974) ασκεί τον ρεαλισµό του λεπτού νήµατος, ο Τόλης Καζαντζής (1938-1991) της «Κυράς-Λισάβετ» (1975) και της «Παρέλασης» (1976) µνηµειώνει τα «µικρά» στιγµιότυπα της Θεσσαλονίκης, ο Ηλίας Χ. Παπαδηµητρακόπουλος (γενν. 1930) της «Οδοντόκρεµας µε χλωροφύλλη» (1973) και των «Θερµών θαλάσσιων λουτρών» (1980) ανάγει τον σύντοµο εντυπωσιασµό έως την «αιωνιότητα», ο Χριστόφορος Μηλιώνης (γενν. 1932) στα διηγήµατα «Καλαµάς και Αχέροντας» (1985) και στο µυθιστόρηµα «Δυτική συνοικία» (1980) θεραπεύει την ηπειρώτικη ρίζα του µετά πόνου και νοσταλγίας. Ο Μένης Κουµανταρέας (γενν. 1931) µυθολογεί το άστυ των Αθηνών, εκεί όπου συχνάζουν οι νέοι των σφαιριστηρίων και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, όπως στα «Μηχανάκια» (1962) ή στο νέο άρωµα των νέων εποίκων δίκην µετανάστευσης, όπως στον «Νώε» (2003). Την καθάρια χωρίς στολίδια γλώσσα του την είχε κατακτήσει ήδη µε τη «Βιοτεχνία υαλικών» (1975) και την «Κυρία Κούλα» (1978). Ο Πέτρος Αµπατζόγλου (1931-2004) της «Γέννησης του σούπερµαν» (1972) περιγράφει τον ανθρωπάκο της πόλης, ο οποίος αποζητά την υπέρβαση αλλά τα φτερά του είναι φανταστικά και η διαφυγή του καθαρή ονειροφαντασία. Ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Ταχτσής, εισήγαγε την Η Άλκη Ζέη, απευθυνόµενη κυρίως σε νεανικότερο ανα-

Ο Γιώργος Χειµωνάς (1938-2000) παραβιάζει τους κανόνες της παραδοσιακής αφήγησης από το 1960, στον νεανικό «Πεισίστρατο». Εκτός τόπου και χρόνου, κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του ασυνειδήτου στην «Εκδροµή» (1964), στο «Μυθιστόρηµα» (1966) ή στον «Γιατρό Ινεότη» (1971). Τέσσερις θεατρικοί συγγραφείς, ο Παύλος Μάτεσις (γενν. 1929), ο Κώστας Μουρσελάς (γενν. 1930), ο Γιώργος Σκούρτης (γενν. 1940) και ο Γιώργος Μανιώτης (γενν. 1951) στρέφονται στο µυθιστόρηµα. Οι δύο πρώτοι µε το «Βαµµένα κόκκινα µαλλιά» (1989) και τη «Μητέρα του σκύλου» (1990) αντίστοιχα ανατρέχουν στις πρώτες δεκαετίες της µεταπολεµικής αγωνίας υπό το φως της καθόλου εύκολης επιβίωσής τους, µε ήρωες λαϊκούς της απρόβλεπτης συµπεριφοράς. Ο κατάλογος των πεζογράφων είναι µακρύς. Θα αρκεστούµε σε ορισµένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις: του Δηµήτρη Νόλλα (γενν. 1940) της «Νεράιδας της Αθήνας» (1974), του Γιώργη Γιατροµανωλάκη (γενν. 1940) του «Λειµωνάριου» (1974) και της «Αρραβωνιαστικιάς» (1979), του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή (γενν. 1940) των «Σχολίων σχετικά µε την περίσταση» (1978), της Μάρως Δούκα (γεν. 1947) της «Αρχαίας σκουριάς» (1979), της Μαργαρίτας Καραπάνου (γενν. 1946) του µυθιστορήµατος «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» (1976). Ο «Κήπος µε τα αγάλµατα» (1975) της Νένης Ευθυ- µιάδη (γενν. 1946), το «Άννα να ένα άλλο» της Μαρίας Μήτσορα (γενν. 1946), τους «Συµπαίχτες» (1977) του Αντώνη Σουρούνη (γενν. 1942), τον «Λούσια» (1979) του Νίκου Χουλιαρά (γενν. 1940). Στη δεκαετία του 80 επισηµαίνονται ο Γιάννης Πάνου (1943-1998) του µυθιστορή- µατος «...από το στόµα της παλιάς Remington» (1981), ο Αλέξης Πανσέληνος (γενν. 1943) των «Ιστοριών µε σκύλους» (1982) και της «Μεγάλης ποµπής» (1985), η Ρέα Γαλανάκη µετά τη στροφή της στην πεζογραφία µε τα «Οµόκεντρα διηγήµατα» (1986) και τον «Βίο του Ισµαήλ Φερίκ Πασά» (1989), η Ευγενία Φακίνου (γενν. 1945) της «Αστραδενή» (1982) και του «Έβδοµου ρούχου» (1983), ο Διονύσης Χαριτόπουλος (γενν. 1947) του «Τάγµατος πεζικού» (1981), ο Νίκος Βασιλειάδης (γενν. 1982) του «Αγάθου» (1989), ο Τάσος Καλούτσας (γενν. 1948) και ο Δηµήτρης Πετσετίδης (γενν. 1940) µε τις συλλογές διηγηµάτων «Το κελεπούρι και άλλα διηγήµατα» (1987) και «Δώδεκα στο δίφραγκο» (1986). Επίσης: Η Ζυράννα Ζατέλη (γενν. 1951) της «Περσινής αρραβωνιαστικιάς» (1984),

η Έρση Σωτηροπούλου (γενν. 1953) των «Διακοπών χωρίς πτώµα» (1982), ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (γενν. 1954) του «Ψιθύρου της Περσεφόνης» (1985), η Μάρω Βαµβουνάκη (γενν. 1948) του «Χρονικού µιας µοιχείας» (1981), η Σώτη Τριανταφύλλου (γενν. 1957) του µυθιστορήµατος «Μέρες που έµοιαζαν µε µανταρίνι» (1988), ο Ευγένιος Αρανίτσης (γενν. 1955) της «Αφρικής» (1988), ο Πέτρος Τατσόπουλος (γενν. 1959) των «Ανηλίκων» (1980) και του «Παυσίπονου» (1982), ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (γενν.1959) των «Διοδίων» (1982), ο Άρης Σφακιανάκης (γενν. 1958) µε τον «Τρόµο του κενού» (1990). Αλλά και ο Σωτήρης Δηµητρίου (γενν. 1955) του «Ν ακούω καλά τ όνοµά σου» (1993), ο Τάσος Γουδέλης (γενν. 1949 ) του «Ύπνου του Άλφρεντ» (1999), η Μαρία Ευσταθιάδη (γενν. 1949) των «Παραβατών» (1987), ο Αχιλλέας Κυριακίδης (γενν. 1946) του «Πληθυντικού µονόλογου» (1984), ο Ανδρέας Μήτσου (γενν. 1950) των «Ανίσχυρων ψευδών του Ορέστη Χαλκιόπουλου» (1995), ο Γιώργος Σκαµπαρδώνης (γενν. 1953) των διηγηµάτων «Μάτι φώσφορο κουµάντο γερό» (1989) και «Πάλι κεντάει ο στρατηγός» (1996). Συνεισφορά στην πεζογραφία της τελευταίας δεκαετίας έχουν οι υπογραφές του Μισέλ Φάις (γενν. 1957) της «Αυτοβιογραφίας ενός βιβλίου» (1994), του Αλέξανδρου Μ. Ασωνίτη (γενν. 1959) του µυθιστορήµατος «Λάλον ύδωρ» (2002), του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (γενν. 1956) του «Χορευτή στον ελαιώνα» (1996), της Αµάντας Μιχαλοπούλου (γενν. 1966) του «Γιάντε» (1996), του Θωµά Σκάσση (γενν. 1953) του «Ελληνικού σταυρόλεξου» (2000), του Φαίδωνα Ταµβακάκη (γενν. 1960) των «Ναυαγών της Πασιφάης» (1997), του Απόστολου Δοξιάδη (γενν. 1953) του «Θείου Πέτρου και της εικασίας του Γκόλντµπαχ» (1992), του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (γενν. 1967) των «Τεσσάρων τοίχων» (2000), του Νίκου Παναγιωτόπουλου (γενν. 1963) του «Γονιδίου της αµφιβολίας» (1999), του Δηµοσθένη Κούρτοβικ (γενν. 1948) της «Νοσταλγίας των δράκων» (2000), του Χρήστου Χρυσόπουλου (γενν. 1968) του «Μανικιουρίστα» (2000), του Χρήστου Α. Χωµενίδη (γενν. 1968) του «Σοφού παιδιού» (1993), του Μιχάλη Μιχαηλίδη (γενν. 1969) της «Πισίνας των αναµνήσεων» (1999). Όπως και οι Αγγέλα Καστρινάκη (γενν. 1961) της «Φιλοξενούµενης» (1990), Λευκή Μολφέση (1953-2005), Βασίλης Μπούτος (γενν. 1950) των «Δακρύων της Βασίλισσας» (2000), Γαλάτεια Ριζιώτη (γενν. 1970) του «Ροζ της Ταϊλάνδης» (1998), Λία Μεγάλου- Ο θεατρικός συγγραφέας Κώστας Μουρσελάς, στρεφό- Η Ζυράννα Ζατέλη πλάθει µέσα στα µυθιστορήµατά της

Σεφεριάδη (γενν. 1945), Μαρία Ε. Σκιαδαρέση (γενν. 1956), Περικλής Σφυρίδης (γενν. 1933), Δηµήτρης Σωτάκης (γενν. 1973), Βασίλης Τσιαµπούσης (γενν. 1953), Κοσµάς Χαρπαντίδης (γενν. 1959), Χρήστος Χαρτοµατσίδης (γενν. 1954), Τάσος Χατζητάτσης (γενν. 1945), Βασίλης Αµανατίδης (γενν. 1970), Αλέξανδρος Αδαµόπουλος (γενν. 1953), Χρήστος Αστερίου (γενν. 1971), Κώστας Ακρίβος (γενν. 1958), Διαµαντής Αξιώτης (γενν. 1942), Μιχάλης Φακίνος (γενν. 1940), Αντώνιος Ρουσοχατζάκης (γενν. 1968), Μάκης Πανώριος (γενν. 1935), Πάνος Καρνέζης (γενν. 1967), Αθηνά Κακούρη (γενν. 1928), Τηλέµαχος Κώτσιας (γενν. 1951), Γιώργος Β. Κάτος (γενν. 1943), Παναγιώτης Κουσαθανάς (γενν. 1945), Στέφανος Δάνδολος (γενν. 1970), Μανίνα Ζουµπουλάκη (γενν. 1960), Μαρία Ζαούση (1953-2005), Νάσος Θεοφίλου (1940-2004), Βασίλης Ιωακείµ (1953-2005), Εύα Καραϊτίδη (γενν. 1955), Στέλλα Βογιατζόγλου (γενν. 1950), Λένα Διβάνη (γενν. 1955), Σπύρος Γ. Καρυδάκης (γενν. 1961), Γεράσιµος Δενδρινός (γενν. 1955), Ξενοφών Μπρουντζάκης (γενν. 1959). Ο Ανδρέας Φραγκιάς συγγραφέας της «καγκελόπορτας» και

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΓΛΥΠΤΙΚΗ Μια τέχνη σε παρατεταµένη εφηβεία Σήµερα, έχοντας την αναγκαία απόσταση του χρόνου, µπορούµε να αποτιµήσουµε τα καλλιτεχνικά φαινόµενα στη µεταπολεµική Ελλάδα µε τη µεγαλύτερη δυνατή νηφαλιότητα. Είδαµε πως στον πληθωρικό, εικαστικά, Μεσοπόλεµο, πλάι στη διατεταγµένη αισιοδοξία της επίσηµης τέχνης, το ύφος της εποχής χρωµατίζουν εξίσου και ποικίλοι «έγκλειστοι» δηλαδή εκείνοι οι δηµιουργοί που βιώνουν έναν, πραγµατικό ή φαντασιακό, καρυωτακικό αποκλεισµό: Γιαννούλης, Χαλεπάς, Κωστής Παρθένης, Γεώργιος Μπουζιάνης, Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς, αλλά και Ερασµία Μπερτσά, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Διαµαντής Διαµαντόπουλος, Σελέστ Πολυχρονιάδη είναι τα πιο γνωστά παραδείγµατα. Και άλλοι θα µπορούσαν να αναφερθούν, όπως ο Δηµήτρης Βιτσώρης αυτόχειρας το 1940, ο Γιώργος Βαλταδώρος (1897-1930) και ο Τζούλιο Καΐµη, κυρίως γιατί εξέφραζαν όχι ένα πραγµατικό αλλά ένα τεχνητό περιθώριο άλλοθι της όποιας «επίσηµης» τέχνης. Οι Έλληνες καλλιτέχνες µετέχουν στην Αντίσταση µε πιο άµεσο εκφραστικό µέσο την αφίσα, χαραγµένη σε ξύλο ή λινόλεουµ: Βάσω Κατράκη, Λουίζα Μαγγιώρου, Γ. Κεφαλληνός, Αλ. Κορογιαννάκης, Δ. Μεγαλίδης, Σπ. Μελεντζής (ο φωτογράφος του βουνού), Άννα Κινδύνη, Βάλιας Σεµερτζίδης, Ασαντούρ Μπαχαριάν κ.ά. Το 1943 οργανώνεται από την κατοχική κυβέρνηση η Γ επαγγελµατική καλλιτεχνική έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ενώ στις δύο προηγούµενες εκδηλώσεις οι καλλιτέχνες απείχαν, αυτή τη φορά αποφάσισαν να συµµετάσχουν µε έργα ανάλογου περιεχοµένου. Οι Κεφαλληνός, Κορογιαννάκης και Τάσσος συνελήφθησαν προσωρινά, ενώ το έργο τους κατασχέθηκε (Τώνη Σπητέρη, 3 Αιώνες Νεοελληνικής Τέχνης 1660-1967, εκδ. Πάπυρος 1979, τόµος Β, σελ. 189). Λίγο αργότερα οι ζωγράφοι Βάλιας Σεµερτζίδης, Αλ. Φέρτης και Δ. Γιολδάκης θα διακοσµήσουν το σχολείο στο οποίο θα συγκληθεί το Εθνικό Συµβούλιο της Π.Ε.Ε.Α. στους Κορυσχάδες. Στον αντίποδα, ο Σεφέρης προλογίζει έκθεση Ελλήνων ζωγράφων στο Κάιρο µε θέµα την αντίσταση (1943). Το 1944, και ενώ η Ευρώπη σταδιακά απελευθερώνεται, η Ελλάδα προσβλέπει µέσα από την απελευθέρωσή της σε µια συνολικότερη αναγέννηση. Με τον ν. 1863 ιδρύ- «Η µαθήτρια», πίνακας του µεταπολεµικού ζωγράφου Δια-

εται το Καλλιτεχνικό Επαγγελµατικό Επιµελητήριο το οποίο φιλοδοξεί να οργανώσει συστηµατικότερα την εικαστική κοινότητα, έναν χώρο πάντως που αξιωµατικά ενοικείται από µονάδες. Το 1947 στο ιστορικό Άσυλον Τέχνης εκθέτουν τα µέλη της Φιλικής Εταιρείας, µιας οµάδας που είχε ιδρύσει ο Κόντογλου από το 1924 και η οποία εξέδωσε τα 6 τεύχη του οµότιτλου περιοδικού. Την ίδια χρονιά εισήλθε στην ΑΣΚΤ ο νεαρότερος καθηγητής της, ο Γιάννης Μόραλης, αναλαµβάνοντας το προκαταρκτικό τµήµα. Ήταν µόλις 31 ετών. Θα εγκαταλείψει τη Σχολή το 1983, έχοντας υπάρξει ο κρίκος ανάµεσα στη γενιά του 30 και στους «ανατροπείς» µαθητές του της γενιάς του 60: Δηλαδή τους Βλ. Κανιάρη, Δανιήλ, Βαλ. Καλούτση, Γ. Χαΐνη, Ν. Κεσσανλή, Κ. Ξενάκη, Χρ. Καρά, Κ. Τσόκλη, Δ. Μυταρά, Αλ. Φασιανό, Κ. Ξενάκη, Παύλο, Χρύσα Ρωµανού, Δηµ. Κοκκινίδη, Πέπη Σβορώνου, Π. Ξαγοράρη, Στ. Λογοθέτη, Βασ. Σκυλάκο, Αλ. Ακριθάκη κ.ά. Από το 1945, επίσης, θα έχει αναχωρήσει το περίφηµο πλοίο ΜΑΤΑΡΟΑ που έστειλε η γαλλική κυβέρνηση για να παραλάβει τους 150 νεαρούς Έλληνες καλλιτέχνες ή επιστήµονες, τους λεγόµενους «αργοναύτες», από τη Μερλιέ, όπως τον Ιάννη Ξενάκη, τον Κώστα Αξελό, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τη Γιάννα Περσάκη, τον Κ. Κουλεντιανό, τον Θ. Τσίγκο, τον Κ. Ανδρέου, για να τους οδηγήσει µακριά από την εµφύλια σφαγή. Τον Απρίλιο του 1949 το ζεύγος Roger και Τατιάνας Milliex θα οργανώσει στο Γαλλικό Ινστιτούτο την έκθεση «Hommage a La Grece» µε τα έργα που προσέφεραν γνωστοί και αντιφασίστες Γάλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Picabia, ο Picasso, ο Matisse, ο Bourdelle, ο Marquet κ.ά. Το 1948 εκθέτει, επίσης, στον Ρόµβο ο νεαρός Νίκος Νικολάου (1909-1986), η ελλειπτική και µελωδική γραφή του οποίου θέτει το ζήτηµα της «ελληνικότητας» µε έναν τρόπο προωθηµένο και προσωπικό. Την επό- µενη χρονιά θα εκθέσει εδώ ο Διαµαντόπουλος για να σιωπήσει έκτοτε έως το 1975. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι το 1948 η Ελλάδα δεν συµµετέχει στην Biennale Βενετίας, λόγω της εµφύλιας σύρραξης και στο ελληνικό περίπτερο εκθέτει τη συλλογή της η περίφηµη έκτοτε Peggy Guggenheim. Έτσι, τα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια κυλούν µε σπασµωδικές προσπάθειες, αποχωρήσεις, «εισβολές», αλλά και µε επίσηµα γεγονότα που εγκαινιάζουν οι βασιλείς και παρίσταται µέγα πλήθος όπως συµβαίνει µε την Πανελλήνιο του 1948. Πάντως, η περίοδος 1950-1 σφραγίζεται από επιτυχείς προσπάθειες για να εξαχθεί η εγχώρια τέχνη. Στην Biennale Βενετίας στέλνονται οι Μπουζιάνης, Γκίκας, Απάρτης, Τάσσος, Ζαΐρης κ.ά., ενώ την ίδια χρονιά σε αφιέ-

ρωµα στο Λονδίνο για την ελληνική τέχνη παρουσιάζονται οι Παπαλουκάς, Κόντογλου και Γκίκας. Είχε προηγηθεί το 1946 στο Ελληνικό Σπίτι του Λονδίνου έκθεση των Γ. Βακαλό, Ν. Γκίκα, Δ. Διαµαντόπουλου, Φ. Κόντογλου, Σπ. Παπαλουκά και Β. Σεµερτζίδη. Το 1951 ο Γιάννης Τσαρούχης θα εκθέσει πρώτα στη γκαλερί Art du Fauburg του Παρισιού και στη Redfern Gallery του Λονδίνου, προσελκύοντας εκεί µετά από λίγα χρόνια τον µαθητή του Βαλέριο Καλούτση (1927). Λίγο αργότερα η έκθεση γυµνών νέων από τον Τσαρούχη και γυµνών κοριτσιών από τον Μόραλη στη Δ Πανελλήνιο (Απρίλιος-Μάιος 1952) θα προκαλέσει την επέµβαση της αστυνοµίας. Η κυβέρνηση Παπάγου δεν επιτρέπει σε κανέναν να προσβάλει τα «ελληνοχριστιανικά» ιδεώδη, τα οποία πάντως οµνύουν στην ιερότητα του σώµατος και στο κάλλος της γυµνότητάς του. Παράλληλα, στο µεταίχµιο των δύο δεκαετιών, διαπιστώνεται η προσπάθεια µιας συλλογικής δράσης µέσω οµάδων που θα έχουν ένα κοινό ιδεολογικό στίγµα δράσης. Έτσι, το 1949 ο Αρµός, που συγκεντρώνει τους προοδευτικούς και ενηµερωµένους αστούς της εποχής, δηµιουργεί τους «πεφωτισµένους» όπως θα λέγαµε εκπροσώπους της γενιάς του 30: πρόεδρος ο Γκίκας και µέλη ο Τσαρούχης, ο Κοσµάς Ξενάκης, ο Μαυροΐδης, ο Μόραλης, η Λυµπεράκη, ο Νικολάου, ο Τέτσης. Το 1950 η Οµάς Στάθµη, πολυσυλλεκτική καλλιτεχνικά αλλά και µε σαφές ιδεολογικό πρόσηµο, επιδιώκει να παρέµβει δυναµικά. Μέλη της οι Μπουζιάνης, Γουναρόπουλος, Ζογγολόπουλος, Σικελιώτης, Παπαλουκάς, Σπ. Βασιλείου, Α. Σώχος, Τ. Ελευθεριάδης, Ο. Κανέλλης κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα µέλη αυτής της οµάδας συµµετείχαν στο ΕΑΜ. Τέλος, την ίδια χρονιά ιδρύονται και οι Ακραίοι, µην αντέχοντας να περιµένουν τη νέα δεκαετία. Γύρω από τον νεαρό τότε διανοούµενο ζωγράφο Αλέκο Κοντόπουλο συσπειρώνονται οι Γαΐτης, Λαµέρας και ο αγνοηµένος Γ. Μαλτέζος. Είναι χαρακτηριστικό πως και οι τέσσερις αυτοί δηµιουργοί πιστώνονται µε τις πρώτες πειραµατικές απόπειρες αφηρηµένης έκφρασης στην Ελλάδα. Οι Γαΐτης-Μαλτέζος µπορούν µάλιστα να θεωρηθούν ως εκπρόσωποι της Informel ζωγραφικής, την ίδια µάλιστα στιγµή που αυτή εµφανίζεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασµα από το µανιφέστο των Ακραίων που υπέγραψε ο Αλ. Κοντόπουλος και δηµοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο «Αιώνας µας» τον Νοέµβριο του 1949: «Η πιο µεγάλη αξία της σύγχρονης τέχνης είναι ακριβώς ότι απέδωσε εις την φαντασίαν την τόλµην που είχε απολέσει ή που είχε εξαντληθεί και η οποία δίχως άλλο είχε ολοκληρωτικά χαθεί Ο Φώτης Κόντογλου, µια από τις σηµαντικότερες µορφές «Φηρά Σαντορίνης», 1953 Ο ζωγράφος Γιάννης Γαΐτης ανή-