Τα βότανα της Κρητικής Χλωρίδας στο παρτέρι του Σχολείου μας επιμέλεια παρουσίασης ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΥΙΚΟΓΛΟΥ Α2
Βασίλειο: ΔΕΝΤΡΟΛΙΒΑΝΟ Φυτά (Plantae) Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Λαμιώδη (Lamiales) ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ: Χειλανθή (Lamiaceae) Rosmarinus officinalis-ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Ροσμαρίνος (Rosmarinus) Είδος: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός (Rosmarinus officinalis) ΑΛΛΑ ΟΝΟΜΑΤΑ: δεντρολίβανο, λιβανόδενδρο, διοσμαρίνι, λασμαρί, λαρισμαρί, δουσμαρίνι, λιβανωτίς Φυτό θαμνώδες πολυετές, φρυγανώδες και αειθαλές. Τα κλαδιά του είναι ξυλώδη στη βάση και τρυφερά στις κορυφές. Τα φύλλα του είναι πυκνά, άμισχα, γραμμωτά σαν βελόνες έλατου. Τα άνθη του βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων και είναι σε ανοιχτό γαλάζιο χρώμα και σπάνια λευκό. Το φυτό το βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα σαν καλλιεργούμενο στους κήπους και σε πάρκα. Υπάρχει και αυτοφυές σε ορεινές περιοχές συνήθως στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και τα νησιά. Ανθίζει άνοιξη - καλοκαίρι. Το δεντρολίβανο είναι ένα από τα φυτά που χρησιμοποιεί η εκκλησία μας στους αγιασμούς. Είναι πολύ διαδεδομένο σαν συστατικό της ελληνικής κουζίνας. Το δεντρολίβανο χρησιμοποιείται στην κηπουρική, την αρωματοποιία, την μαγειρική, την ζαχαροπλαστική και σαν θεραπευτικό υλικό.
ΙΣΤΟΡΙΑ Το δεντρολίβανο είναι αυτοφυές και αειθαλές φυτό, γνωστό από την αρχαιότητα στη Ρώμη και στην Ελλάδα, που το χρησιμοποιούσαν και στην ιατρική και στη μαγειρική. Το δώρο της θεάς Αφροδίτης στους ανθρώπους. Βασικό συστατικό θυμιάματος, κατά τη διάρκεια τελετών θυσίας στους βωμούς. Λέγεται πως είναι ένα από τα δύο βότανα που πήραν οι πρωτόπλαστοι μαζί τους, όταν εκδιώχτηκαν από τον Παράδεισο. Γι αυτό και ο Θεός του έδωσε ιδιαίτερες θεραπευτικές δυνάμεις, ώστε να ανακουφίζει την ανθρωπότητα. Θεωρείται σύμβολο ενθύμησης, ανάμνησης και δικαιοσύνης, καθώς πίστευαν ότι φυτρώνει μόνο στις αυλές των δίκαιων ανθρώπων. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Το δεντρολίβανο έχει εξαιρετικές θεραπευτικές και φαρμακευτικές ιδιότητες και για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται ευρέως και στη φαρμακευτική. Τα φρέσκα φύλλα του, τοποθετημένα σαν κομπρέσα στο μέτωπο, ξεκουράζουν κι ανακουφίζουν τους πονοκεφάλους. Αν μουλιάσουμε για λίγο, μέσα σε κρασί, βλαστάρια δεντρολίβανου και πιούμε το κρασί αυτό, τονώνουμε την καρδιά. Πλύσεις με νερό, μέσα στο οποίο έχουμε μουλιάσει φύλλα δεντρολίβανου, δυναμώνουν την τριχοφυΐα στο κεφάλι και κάνουν καλό στην επιδερμίδα. Αφέψημα από τα φύλλα του, χρησιμοποιείται για ιαματικά λουτρά, σε άτομα που πάσχουν από αρθριτικά και ρευματισμούς. Επίσης, πλύσεις της στοματικής κοιλότητας με αυτό, βοηθούν στη θεραπεία ουλίτιδας και περιοδοντίτιδας. Οι ρίζες του, εάν βράσουν μέσα σε κρασί, είναι ένα καλό αφέψημα κατά της δυσεντερίας.
ΚΑΠΠΑΡΗ Βασίλειο: Υφομοταξία: Φυτά (Plantae) Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Διλληνιίδες (Dilleniidae) Καππαρώδη (Capparales) Καππαροειδή (Capparaceae) Κάππαρις (Capparis) Αγκαθωτός θάμνος που απαντά στις ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, από τον οποί προέρχεται η κάππαρη του εμπορίου. Στις Μεσογειακές χώρες βρίσκεται η κάππαρη. έρπων θάμνος με μικρά αγκάθια και βλαστούς που διακλαδίζονται και απλώνονται στο έδαφος. Τα άνθη του φύονται μεμονωμένα, είναι μεγάλα και έχουν χρώμα λευκό. Τα άνθη πριν ανοίξουν, στο στάδιο που είναι ακόμα οφθαλμοί, μαζεύονται και στη συνέχεια τοποθετούνται σε αλατισμένο νερό με ξύδι (τουρσί) αποτελώντας τη γνωστή κάππαρη του εμπορίου. Η κάππαρη φυτρώνει εκεί που δεν την περιμένεις και πολλαπλασιάζεται με σπόρο ή με μόσχευμα. Η κάππαρη χρησιμοποιείται ως καρύκευμα σε διάφορες σαλάτες, σε ποικιλία από τουρσιά και σε σάλτσες. Η γεύση της είναι πικάντικη και ελαφρώς καυτερή αυτό οφείλεται στην ύπαρξη τού σιναπέλαιου που απελευθερώνεται από τους ιστούς του φυτού. Η κάππαρη είναι πιθανόν το περισσότερο ξεροφυτικό φυτό της Μεσογειακής ζώνης. Στην Ισπανία το χρησιμοποιούν για να σχηματίσουν αντιπυρικές ζώνες καθότι σε διαστήματα μεγάλης ξηρασίας το φυτό δεν πέφτει σε θερινή νάρκη, όπως κάποια άλλα που ξεραίνονται εντελώς, αλλά διατηρεί τους χυμούς στους ιστούς της.
ΚΑΠΠΑΡΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ Η κάππαρη είναι πιθανόν το περισσότερο ξεροφυτικό φυτό της Μεσογειακής ζώνης. Στην Ισπανία το χρησιμοποιούν για να σχηματίσουν αντιπυρικές ζώνες. Ο φλοιός της ρίζας χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων παθήσεων όπως αρθρίτιδες, ρευματισμοί, πονόδοντοι και σε παθήσεις του δέρματος. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το φυτό έχει θεραπευτικές αλλά και μαγικές ιδιότητες. Ο αρχαίος γιατρός Διοσκουρίδης συνιστούσε τα φύλλα και τη ρίζα του φυτού για να εξαφανίζονται τα πρηξίματα. Στη φαρμακευτική χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις αδυναμίας, ως διεγερτικό της κυκλοφορίας και των αναπνευστικών λειτουργιών. Δίνεται στις έγκυες πριν από τη γέννα για να προκαλέσει συσπάσεις στη μήτρα. Σταματά τη διάρροια και τους σπασμούς στο στομάχι και το έντερο, ενώ χρησιμοποιείται και κατά της ανικανότητας. Τέλος, χρησιμοποιείται στα τσιμπήματα από σφήκες και στα δαγκώματα φιδιών. Η κάπαρη θεωρείται ορεκτικό και διουρητικό βότανο. Με την κάπαρη αρωματίζεται το λάδι, ξίδι ή βούτυρο, προστίθεται σε τυριά, γαρνιτούρες ή γίνονται τουρσιά και πίκλες. Οι Έλληνες χρησιμοποιούμε την κάππαρη για να γαρνίρουμε σαλάτες, από μια κλασική χωριάτικη μέχρι κρητικούς ντάκους. Η μεγαλύτερη ποικιλία εδεσμάτων που περιλαμβάνουν κάπαρη συναντάται αναμφίβολα στις Κυκλάδες. Οι μικροί καρποί μαγειρεύονται με ψάρι και κυρίως παστό μπακαλιάρο, φτιάχνονται ακόμα με κροκέτες, χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα στη μελιτζανοσαλάτα, ενώ είναι δυνατόν να τους βράσουν για να τους σερβίρουν συνήθως με φάβα, φαγητό που αποτελεί τοπική σπεσιαλιτέ της Σαντορίνης. ΕΙΔΗ ΚΑΠΠΑΡΗΣ Συνήθως φύεται σε σχισμές απόκρημνων βράχων πολύ κοντά στην θάλασσα. Αυτή είναι μια παραλλαγή της ποικιλίας Κάππαρις η ακανθώδης που έχει ελάχιστα μέχρι καθόλου αγκάθια και μεγάλα σχετικά φύλλα. Μια ποικιλία με αγκάθια και πιο μικρά φύλλα βρίσκεται σε πολλά σημεία της Αθήνας σε απίθανα μέρη. Σε ενώσεις κράσπεδων, σε σχισμές πεζοδρομίων, σε σχισμές τοίχων 1ου, 2ου, ακόμη και 3ου ορόφου. Το πιθανότερο είναι ότι οι σπόροι βλάστησαν σε αυτά τα σημεία μεταφερόμενοι περισσότερο από τα μυρμήγκια παρά από τον αέρα. Άλλο είδος κάππαρης είναι η Κάππαρις η φυλλοβόλος (Capparis decidua) μικρό δέντρο που βρίσκεται σε περιοχές της Ασίας, φτάνει δε το ύψος των 5 μέτρων. Οι μικροί καρποί του δέντρου αυτού γίνονται τουρσί ενώ χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική για τη θεραπεία διαφόρων καρδιακών διαταραχών. Επίσης από την ξυλεία του δέντρου, που είναι ιδιαίτερα ανθεκτική, κατασκευάζονται σανίδες και βάρκες. Η Κάππαρις η Ινδική (Capparis indica) είναι μικρό δέντρο που καλλιεργείται για τη δημιουργία αντιανεμικών φρακτών καθώς και ως καλλωπιστικό. Εκχύλισμα των ανθών και των καρπών του χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό και στην παρασκευή αλοιφών για διάφορες δερματικές παθήσεις.
ΜΑΛΟΤΗΡΑ Βασίλειο: Φυτά Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Λαμιώδη (Lamiales) Χειλανθή (Lamiaceae) Σιδηρίτης (Sideritis) Το Ελληνικό τσάι του βουνού είναι πολυετές φυτό, ανήκει στην οικογένεια χειλανθών (Lamiaceae) και στο γένος Sideritis. Αυτοφύεται σχεδόν αποκλειστικά στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας και περιλαμβάνει τα είδη: Sideritis athoa Pap., Sideritis clandestina., Sideritis scardica, Sideritis raeseri, Sideritis syriaca L και Sideritis euboea Heldr. Στην Ελλάδα είναι γνωστό από την αρχαιότητα και αναφέρεται από το Θεόφραστο (372-287 π.χ.) και τον Διοσκουρίδη (10 μ.χ. αιώνα). Το επιστημονικό του όνομα Sideritis προέρχεται από τη λέξη σίδηρος και κατά μια εκδοχή δόθηκε στο φυτό, εξαιτίας της ικανότητάς του να θεραπεύει τις πληγές που προκαλούνται από σιδερένια αντικείμενα. Σύμφωνα με άλλη, επειδή αποτελεί φυσική πηγή σιδήρου, αφού στα ροφήματα που παρασκευάζονται από αυτό περιέχεται αρκετός σίδηρος. Μια τρίτη άποψη υποστηρίζει ότι η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα των δοντιών του κάλυκα, που μοιάζουν με αιχμή λόγχης. Τσάι της Κρήτης (Sideritis syriαcα L.) γνωστό ως Μαλοτήρα ή Καλοκοιμηθιά. Είναι πολυετής πόα, ύψους μέχρι 50 εκατοστά. Έχει βλαστό ισχυρό, τετράγωνο, όρθιο, απλό, που σκεπάζεται με πυκνό και λευκό χνούδι. Τα φύλλα του έχουν χρώμα λευκοπράσινο, καλύπτονται με πυκνό χνούδι, είναι επιμήκη - λογχοειδή, ακέραια ή πριονωτά τα κατώτερα με μίσχο και τα ανώτερα άμισχα. Ο κάλυκας είναι σωληνοειδής που καταλήγει σε δόντια και σκεπάζεται από μακρύ και πυκνό τρίχωμα. Τα πέταλα του άνθους έχουν χρώμα κίτρινο. Αυτοφύεται στα ψηλά βουνά της Κρήτης και κυρίως στα Λευκά Όρη και τον Ψηλορείτη, σε ύψος 1300-2000 μέτρα.
ΜΑΛΟΤΗΡΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Οι αποξηραμένοι ανθοφόροι βλαστοί του χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ροφημάτων (τσάγια). Το ρόφημα, που είναι πλούσιο σε σίδηρο είναι αρωματικό, υπόπικρο και θεωρείται ως ευστόμαχο, τονωτικό, εφιδρωτικό και αποχρεπτικό. Τελευταία, μελέτες έχουν δείξει ότι το τσάι του βουνού βοηθά στην καταπολέμηση της νόσου Αλτσχάιμερ. Επιπλέον δεν ερεθίζει το νευρικό σύστημα και γι' αυτό πλεονεκτεί του κοινού τσαγιού (Κευλάνης κλπ.), γιατί δεν προκαλεί αϋπνία. Η Μαλοτήρα δρα ως αντιφλεγμονώδες, βακτηριοστατικό, αντιοξειδωτικό, αντιμικροβιακό, ευστόμαχο, εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό. Έρευνες τα τελευταία χρόνια αναφέρουν ότι δρα εναντίον της οστεοπόρωσης και του καρκίνου. Βοηθά το πεπτικό σύστημα και δρα εναντίον των κρυολογημάτων. Είναι θερμαντικό, τονωτικό, διουρητικό και αποτοξινωτικό. Χρησιμοποιείται για τα κρυολογήματα και τις παθήσεις του αναπνευστικού καθώς επίσης για τις παθήσεις του ουροποιητικού λόγω της διουρητικής της δράσης. Αν προσθέσουμε στο αφέψημα ξυλαράκια κανέλλας και μέλι έχουμε ένα άριστο μαλακτικό και αντισηπτικό για τον βήχα. Πιστεύεται τέλος ότι είναι ευεργετικό για τα αιμοφόρα αγγεία της καρδιάς.
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ (ΜΑΝΟΥΣΑΚΙΑ) Βασίλειο: Φυτά (Plantae) Μονοκοτυλήδονα (Liliopsida) Ασπαραγώδη (Asparagales) Αμαρυλλιδοειδή (Amaryllidaceae) Νάρκισσος (Narcissus) Στη Βοτανική ο Νάρκισσος αποτελεί ιδιαίτερο γένος φυτών της οικογένειας των Αμαρυλλιδοειδών που περιλαμβάνει περί τα 40 είδη. Είναι φυτά ποώδη, πολυετή και βολβόρριζα που απαντώνται στην Ευρώπη, Β. Αφρική και ΒΔ. Ασία. Καλλιεργούνται ως κοσμητικά για τα ωραία και εύοσμα άνθη τους καθώς και για το παραγόμενο εξ αυτών έλαιο που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αρωματοποιία. Πολλαπλασιάζονται με βολβούς που φυτεύονται νωρίς το Φθινόπωρο. Ο Νάρκισσος ο Ταζέττιος (Narcissus Tazetta) αποτελεί ένα ιδιαίτερα όμορφο λουλούδι, με ξεχωριστά, αρωματικά, μονά ή διπλά άνθη. Ίσως ένας εκ των ομορφότερων και πιο αρωματικών Νάρκισσων, ο Νάρκισσος ο Ταζέττιος (Narcissus Tazetta) φύεται στην Ελλάδα, στην αγορά ωστόσο, πωλείται σε ήμερη κατάσταση για καλλιέργεια στο μπαλκόνι ή τον κήπο. Το λουλούδι αυτό το συναντάμε νωρίς την Άνοιξη ή στα τέλη του Χειμώνα, μιας και η βλάστηση του δεν θα πτοηθεί από το κρύο ή ακόμα και το χιόνι, με την άνθιση του να πραγματοποιείται ακόμα και μόλις το τελευταίο, ξεκινά να λιώνει. Αποτελεί ένα πολυετές, βολβώδες λουλούδι, χαρακτηριστικό για τα πανέμορφα άνθη που διαθέτει. Το λεγόμενο και Μανουσάκι, κατά τη θερμότερη περίοδο χάνει όλα τα υπέργεια στελέχη που διαθέτει. Η φύτευση του γίνεται όλη τη διάρκεια του Φθινοπώρου ως και τις αρχές του Χειμώνα, αξίζει ωστόσο να θυμόμαστε, πως όσο πιο νωρίς το φυτέψουμε, τόσο ποιοτικότερα λουλούδια θα χαρούμε.
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ (ΜΑΝΟΥΣΑΚΙΑ) Στην Ελλάδα είναι γνωστά 6 είδη εκ των οποίων τα πλέον αξιόλογα είναι: Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος, γνωστότερο με τα ονόματα ζαμπάκι, τσαμπάκι, μανουσάκι ή βούτσινο που απαντάται σε πολλές ποικιλίες. Είναι ο κατ εξοχήν Νάρκισσος των αρχαίων Ελλήνων από το οποίο και κατασκεύαζαν το «ναρκίσσινο μύρο». Αυτό το είδος φθάνει ύψος τα 40 εκατοστά ο δε ανθοφόρος κλώνος του φέρει δέσμη 8-10 άνθη λευκά με το ανώτερο σημείο της στεφάνης κιτρινωπό. Νάρκισσος ο ποιητικός (Narcisus poeticus) που φθάνει και αυτός σε ύψος τα 40 εκατοστά αλλά φέρει μόνο ένα άνθος λευκό με το άκρο της στεφάνης κόκκινο ή πορφυρό. Νάρκισσος ο όψιμος (Narcissus serotinus). Αυτός φθάνει σε ύψος μόλις 25 εκατοστά περίπου και φέρει μικρά και λευκά άνθη. Από τα εξωτικά είδη του φυτού αυτού τα πλέον αξιόλογα είναι: Νάρκισσος ο εύοσμος (Narcissus odoratus) που φέρει μικρά κατά δέσμες άνθη, κίτρινου χρώματος. Νάρκισσος ο πολυανθής (Narcissus polyanthos) με μικρά λευκά άνθη και Νάρκισσος ο βουρλοειδής με πολύ ευώδη άνθη. Στην έρευνα της σύγχρονης φαρμακευτικής, στην αναζήτηση των συστατικών του "ναρκίσσινου μύρου" που παρασκεύαζαν οι αρχαίοι Έλληνες διαπιστώθηκε ότι οι βολβοί του Νάρκισσου είναι τοξικοί. Το δε άρωμα του άνθους του σε κλειστό χώρο όταν είναι πολλά μαζί επιφέρουν χαύνωση (νάρκωση), έτσι επαληθεύεται πως το αρχαίο εκείνο μύρο πρέπει να ήταν φαρμακευτικό. Πρόσφατα όμως ανακαλύφθηκε ότι ο Νάρκισσος περιέχει γαλανθαμίνη χαρακτηριστική ουσία που θεραπεύει την άνοια. Στη Σκωτία σήμερα συνεχίζονται οι έρευνες αν αυτή η ουσία μπορεί να παραχθεί σε ποσότητα για τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ. Και μάλλον τα αποτελέσματα πρέπει να είναι θετικά αφού ήδη κάποιο είδος του φυτού αυτού (μάλλον του βουρλοειδή) φέρει ήδη επίσημο όνομα Narcissus "Alois Alzheimer".
Φασκομηλιά Βασίλειο: Είδος: Φυτά (Plantae) Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Λαμιώδη (Lamiales) Χειλανθή (Lamiaceae) Ελελίφασκος (Salvia) Ελελίφασκος ο φαρμακευτικός (S. officinalis) Το φασκόμηλο ή φασκομηλιά, πολυετές, θαμνώδες, με πολυάριθμα κλαδιά, ύψους μέχρι μισό μέτρο, βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας κυρίως σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Τα φύλλα του είναι επιμήκη και παχιά, χρώματος λευκοπράσινου. Τα άνθη του φύονται κατά σπονδύλους, είναι χρώματος μοβ και ανθίζουν από το Μάιο ως τον Ιούνιο. Τα φύλλα έχουν αντισηπτικές, αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες. Το φυτό έχει στομαχικές, τονωτικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιείται και κατά των νευραλγιών. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Η φασκομηλιά χρησιμοποιείται στη θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος εσωτερικά ως ανθιδρωτικό (ιδιαίτερα κατά του νυχτερινού ιδρώτα φυματικών και νευρασθενών). Tο φασκόμηλο με τη μορφή αφεψήματος είναι ιδανικό για την θεραπευτική του στόματος σε περίπτωση τραυματισμών, φαρυγγίτιδας και κατά της ουλίτιδας. Ελαττώνει τα αέρια του εντέρου και είναι διουρητικό. Ακόμη είναι αιμοστατικό, και τοπικό αναισθητικό του δέρματος. Επίσης έχει αντιβιοτική, και υπογλυκαιμική δράση. Στον αρχαίο κόσμο το χρησιμοποιούσαν για δαγκώματα φιδιών και εντόμων, και για να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το γένος περιλαμβάνει σύμφωνα με διάφορες πηγές γύρω στα χίλια είδη που εξαπλώνονται σχεδόν σε όλες τις κυρίως εύκρατες περιοχές της γης.
Βασίλειο: Κρόκος (Safran) Φυτά (Plantae) Μονοκοτυλήδονα (Liliopsida) Λειριώδη (Liliales) Ιριδoειδή (Iridaceae) Κρόκος (Crocus) Ο κρόκος είναι φυτό από το οποίο παράγεται ένα από τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στον κόσμο. Το φυτό του κρόκου αποτελεί φυσική μετάλλαξη που συνέβη πριν από πολλά χρόνια σε περιοχές της Περσίας και της λεκάνης της Μεσογείου. Ανήκει στην κατηγορία των τριπλοειδών φυτών, πράγμα που σημαίνει ότι είναι στείρο και δεν μπορεί να αναπαραχθεί εγγενώς. Δεν παράγει σπόρους. Ο μόνος τρόπος για την αναπαραγωγή του είναι μέσω της διάσπασης και σποράς των βολβών του. Η διαδικασία αναπαραγωγής του είναι περίπου ίδια με αυτής του σκόρδου. Ο ένας βολβός παράγει νέους βολβούς και αυτοί μπορούν να δώσουν νέα φυτά όταν φυτευθούν. Το χωριό Κρόκος στον Νομό Κοζάνης βρίσκεται η μοναδική κροκοκαλλιεργούμενη περιοχή της Ελλάδας, στην οποία γίνεται από πάρα πολλά χρόνια συστηματική καλλιέργεια του φυτού. Ο διεθνής οργανισμός έχει θεσπίσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και κανόνες με βάση τα οποία ο κρόκος κατατάσσεται σε διαφορετικές κατηγορίες ποιότητας. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Ο Κρόκος ο ήμερος (Crocus satius L.) είναι ένα από τα πιο σπάνια φαρμακευτικά φυτά. Τα αποξηραμένα στίγματα του λουλουδιού αποτελούν τον πολύτιμο κρόκο ή σαφράν ή ζαφορά ή σαφράνι. Εδώ και τριακόσια χρόνια ο Κρόκος Κοζάνης καλλιεργείται και αναπτύσσεται αποκλειστικά στο Ν. Κοζάνης. Ξεχωρίζει για την άριστη ποιότητά του, που τον κατατάσσει στην πρώτη κατηγορία κρόκου βιολογικής καλλιέργειας στον κόσμο. Διατίθεται σε δυο μορφές, νηματίδια και σκόνη, σε ειδικές συσκευασίες. Οι θεραπευτικές του ιδιότητες είναι γνωστές από την αρχαιότητα, όπως αναφέρεται σε αιγυπτιακό πάπυρο που χρονολογείται από το 1550π.Χ., ενώ αποτελούσε απαραίτητο συστατικό στα ιατρικά σκευάσματα του Ιπποκράτη, του Διοσκουρίδη και του Γαληνού, οι οποίοι τον συνιστούσαν ως παυσίπονο, αντιπυρετικό, υπνωτικό, εμμηναγωγό, επουλωτικό και αφροδισιακό. Μεγάλο είναι το ενδιαφέρον και της σύγχρονης ιατρικής για τον κρόκο. Η σχετική έρευνα είναι συνεχής και πολύπλευρη. Από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα διαπιστώθηκε με βεβαιότητα ότι ο κρόκος έχει: Αντιοξειδωτική δράση Αντιθρομβωτική δράση Αντικαρκινική δράση
Βασίλειο: Μαντζουράνα Φυτά (Plantae) Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Λαμιώδη (Lamiales) Χειλανθή (Lamiaceae) Ορίγανον (Origanum) Είδος: O. majorana Μαντζουράνα, το αγαπητό αυτό βότανο της μεσογειακής γης, είναι φυτό ποώδες, πολυετές ή διετές (ανάλογα με το εί δος του) που φτάνει σε ύψος μισού μέτρου. Η μαντζουράνα είναι πολυετές φυτό το οποίο είναι συγγενικό φυτό με τη ρίγανη. Είναι ιθαγενές των χωρών της Μεσογείου με 6 είδη ποωδών φυτών. Το πιο σημαντικό είδος είναι η μαντζουράνα ορίγανο ή κοινή, το ύψος της φτάνει τα 60 εκατοστά, ο βλαστός είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος. Τα φύλλα της είναι μικρά, αντίθετα, χνουδωτά, ωοειδή και έχουν μία χαρακτηριστική όμορφη οσμή λεβάντας. Τα άνθη της είναι μικρά λευκού χρώματος. Τα φύλλα της χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, συνήθως στο κρέας και το ψάρι, αλλά και ως αφέψημα. Από τα φύλλα του φυτού λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό και αντισπασμωδικό ενώ έχει χρήσεις και στην αρωματοποιία. Στην Ελλάδα η ματζουράνα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια όπου την χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο κατά στομαχικών και εντερικών ενοχλήσεων. Ο Γαληνός προέτρεπε την χρήση της ως χωνευτικού. Σήμερα καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό σε γλάστρες και κήπους. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Η μαντζουράνα έχει πολ λές φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες (ιδιαίτερα το αιθέριο έλαιο της). Είναι αποχρεμπτική, απολυμα ντική, τονωτική και αντισπασμωδική. Ανοίγει την όρεξη, ανακουφίζει από τους τυμπανισμούς και τους στομαχικούς πόνους. Δρα ευεργετικά κατά των πονοκεφάλων και της αϋπνίας. Έχει αναλγητικές, ηρεμιστικές και σπασμολυτικές ιδιότητες. Το κατάπλασμα των φύλλων της και οι επαλείψεις με το αιθέριο έ λαιο της ανακουφίζουν από τους ρευματικούς και αρθριτικούς πόνους, ενώ το όμορφο άρωμα της απομακρύνει την κακή διάθεση, την κατά θλιψη και το στρες. Είναι επίσης πολύ αποτελε σματική κατά των αναπνευστικών παθήσεων (άσθμα, βρογχίτιδα), της δυσμηνόρροιας, της δυσκοιλιότη τας, των εγκεφαλικών παθήσεων, των κολικών, του ίλιγγου, της επιληψίας, του κρυολογήματος και των στοματικών ελκών. Βοηθά στη γρήγορη επούλω ση τραυμάτων και πληγών, ενώ ανακουφίζει και α πό τους πόνους στο αυτί.
Βασίλειο: Κυκλάμινο Φυτά (Plantae) Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Ηρανθώδη (Primulales) Ηρανθοειδή (Primulaceae) Κυκλάμινον (Cyclamen) To Κυκλάμινο είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρωπαϊκής υπαίθρου. Στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη κυκλάμινου. Είναι πολυετές φυτό με μωβ άνθη ή σπανιότερα λευκά και χαρακτηριστικά καρδιοειδή φύλλα με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Κάποια είδη κυκλάμινου ανθίζουν την Άνοιξη και κάποια άλλα το Φθινόπωρο. Φύονται από παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι και σε υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων. Το πιο κοινό είδος κυκλάμινου στην Ελλάδα είναι το Κυκλάμινο το Γραικό. Το συγκεκριμένο κυκλάμινο ανθίζει την φθινοπωρινή περίοδο και έχει πυκνά μωβ άνθη. Αναπτύσσεται σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο σε χέρσες περιοχές. Το επίσης συνηθισμένο κυκλάμινο το Κυκλάμινο το Κισσόφυλλο αναπτύσσεται σε μεγαλύτερα υψόμετρα από το προηγούμενο και η περίοδος ανθοφορίας του είναι επίσης το Φθινόπωρο. Η διαφορά του με το Κυκλάμινο το Γραικό είναι ότι τα φύλλα του δεν είναι καρδιοειδή αλλά σχηματίζουν ελαφριές γωνίες.
ΛΥΓΑΡΙΑ Βασίλειο: Φυτά (Plantae) Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Λαμιώδη (Lamiales) Ιεροβοτανοειδή (Verbenaceae) Άγνος (Vitex) Η Λυγαριά (η επιστημονική της ονομασία είναι Άγνος η κοινή, Άγνος ο αγνός) είναι θάμνος πολύ διαδεδομένος στην ελληνική ύπαιθρο. Το όνομά της οφείλεται στα ευλύγιστα κλαδιά της. Ο όρος agnus castus προέρχεται από την ελληνική αγνός («αγνός») και τη λατινική castus («αγνός»). Η λυγαριά μπορεί να φτάσει σε ύψος τα τρία μέτρα. Τα άνθη της αναπτύσσονται στις κορυφές των μίσχων διαμορφώνοντας ένα κωνικό σχήμα. Έχουν χρώμα συνήθως μωβ, αλλά και λευκό. Τα φύλλα της λυγαριάς είναι λογχοειδή και ανά πέντε ενωμένα με τον κεντρικό βλαστό Η λυγαριά συναντάται σε χαμηλά υψόμετρα και παραθαλάσσιες περιοχές. Ανθίζει από τα τέλη καλοκαιριού μέχρι και τον Νοέμβριο. Συχνά καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό σε κήπους και γλάστρες
Βασίλειο: Φυτά ΜΥΡΤΙΑ Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Μυρτώδη (Myrtales) Μυρτίδες (Myrtaceae) Μύρτος (Myrtus) Η μυρτιά είναι αειθαλής θάμνος, με ύψος που μπορεί να φτάσει ως τα 5 μέτρα. Έχει λευκά άνθη με τον καρπό να είναι ράγα, σχεδόν σφαιρική ή ελλειψοειδής. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή, πτερόνευρα, οξύληκτα και αρωματικά. Πολλαπλασιάζεται με σπορά ή και με μοσχεύματα. Μύθοι και παραδόσεις Η μυρτιά δοξαζόταν στις σημιτικές θρησκείες και ήταν το ιερό φυτό της Πάφιου Αφροδίτης, η οποία όταν βγήκε γυμνή από τη θάλασσα κρύφτηκε πίσω από μια μυρτιά. Η μυρτιά ήταν το σύμβολο της ομορφιάς και της νεότητας. Η μυρτιά ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, όταν χρησιμοποιούταν ως καλλωπιστικό φυτό στους ναούς. Η μυρτιά συσχετίζεται επίσης με το γάμο. Ένας άλλος μύθος περιγράφει τη Φαίδρα να τρύπα τα φύλλα της μυρτιάς είτε από στενοχώρια είτε για να εκδικηθεί της Αφροδίτη, επειδή δεν την ερωτεύθηκε ο Ιππόλυτος. Αυτός ο μύθος προσπαθεί να εξηγήσει γιατί τα φύλλα της μυρτιάς μοιάζουν τρυπημένα όταν φαίνονται στον Ήλιο. Αυτά τα διαφανή στίγματα στην πραγματικότητα είναι αδένες με αιθέριο έλαιο. Ο Διοσκουρίδης κατέταξε τις μυρτιές σε αυτές με μπλε και σε αυτές με λευκούς καρπούς, οι οποίοι έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Τους έδινε ως αντίδοτο για τσιμπήματα σκορπιών και αραχνών και για να θεραπεύσει ασθένειες της κύστης και την διάρροια, σε μορφή βρασμένου χυμού. Η συνταγή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στη παραδοσιακή ιατρική.
ΛΑΔΑΝΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ: Cistus incanus Κοινή ονομασία: Κιστός ή Λαδανιά Cistaceae Γένος/είδος: Cistus creticus Η λαδανιά είναι αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως στην Κρήτη και στην Κύπρο, αλλά και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, όπου είναι κοινό φυτό, στην Κριμαία και στον Καυκάσο. Η λαδανιά, από βοτανική άποψη, ανήκει στην οικογένεια των Cistaceae και περιλαμβάνει 7 γένη και 160 περίπου είδη, φυτά των παραμεσογείων χωρών και της Αμερικής. Στην Ελλάδα, αυτοφυές είναι το γένος Cistus με 5 αυτοφυή είδη. Αυτά είναι τα Cistus creticus ή incanus (υποείδη- creticus και eriocephalus), Cistus parviflorus, Cistus monspeliensis,cistus salviifolius και το σπάνιο Cistus laurifolius. Η φυσική του θέση είναι σε ξηρές, πετρώδεις θέσεις, σε φρύγανα και σε διάκενα δασών, όπου μπορεί να καλύπτει μεγάλες εκτάσεις που ονομάζονται κιστώνες. Ακόμη, ευδοκιμεί σε ξηρές ή και δροσερές ημιορεινές περιοχές, σε φτωχά ξηρικά και ασβεστώδη εδάφη και σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες.
ΛΑΔΑΝΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Τα φύλλα της λαδανιάς έχουν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες από οποιοδήποτε άλλο φυτό στην Ευρώπη, με εκπληκτική ικανότητα καταστροφής των ελευθέρων ριζών, καθώς και υψηλή αντιοξειδωτική δράση. Το 1999 κηρύχθηκε Ευρωπαϊκό έτος για το φυτό αυτό!! Το φυτό αυτό κυριαρχεί σε όλη την Μεσόγειο αλλά μόνο στην βόρεια Κρήτη περιέχει την ικανή ποσότητα λάδανο για να γίνει η συλλογή της. Το τσάι της λαδανιάς είναι τρείς φορές πιο υγειές από όσο το πράσινο τσάι. Προστατεύει την καρδιά 4 φορές περισσότερο από το κόκκινο κρασί και είναι αντιοξειδωτικό 20 φορές ισχυρότερο από τον φρέσκο χυμό λεμονιών. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν από το ίδρυμα Leefo Ahrens dnrd. Στην μελέτη τους οι ερευνητές σύγκριναν διάφορα τσάγια χυμούς και κρασιά ως προς την δυνατότητα τους να εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες,όπως οι περιβαλλοντολογικοί ρύποι και τα επιβλαβή υποπροϊόντα του μεταβολισμού. Αποτοξινώνει τα βαριά τοξικά μέταλλα που προέρχονται από τον καπνό των τσιγάρων,των οδοντικών σφραγισμάτων και της περιβαλλοντολογικής μόλυνσης. Στην μελέτη που έγινε οι καπνιστές έπιναν μόνο 50 mg τσάι κίστου δυο φορές την ημέρα. Μετά από 4 εβδομάδες στο τέλος της εξέτασης το επίπεδο καδμίου στο αίμα των συμμετεχόντων ήταν σημαντικά χαμηλότερο από πριν. Οι θεράποντες συμβουλεύουν ένα λίτρο τσαγιού κίστου ημερησίως κατά την διάρκεια της οδοντικής αποκατάστασης είναι ισχυρότερο από την βιταμίνη Ε και C. Ενισχύει το ανοσοποιητικό,βοηθάει τις μυκητισιακές μολύνσεις όπως την κάντιντα και άλλες μορφές,το κολοβακτηρίδιο, και το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού και βελτιώνει την ευαίσθητη ισορροπία των χρήσιμων βακτηρίων στο έντερο την βακτηριακή πανίδα. Για προβλήματα στα ούλα κάνουμε γαργάρες και πίνουμε 2-3 φλιτζάνια την ημέρα. Είναι αποτελεσματικό για τους ιούς της γρίπης όπως των πτηνών.
ΣΦΕΝΔΑΜΙ Βασίλειο: Υφομοταξία: Φυτά (Plantae) Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Ροδίδες (Rosidae) Σαπινδώδη (Sapindales) Σφενδαμνοειδή (Aceraceae) Σφένδαμνος (Acer Ο σφένδαμος, το σφενδάμι ή σφεντάμι (αρχ. ελλ., ἡ σφένδαμνος) είναι γένος δένδρων ή ημίθαμνων με την επιστημονική ονομασία Acer. Η επιστημονική ονομασία του σφένδαμου οφείλεται στα χαρακτηριστικά φύλλα του με τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις (acer στα λατινικά σημαίνει οξύς, αιχμηρός). Επίσης χαρακτηριστικός είναι ο καρπός του σφένδαμου, που έχει δυο φύλλα με δύο πυρήνες στο μέσο και μοιάζει με έντομο με δυο μεγάλα φτερά. Ο σφένδαμος προσβάλλεται συχνά από μύκητες, ορισμένοι εκ των οποίων μπορούν να προκαλέσουν ακόμα και τον θάνατο του φυτού. ΧΡΗΣΕΙΣ Ο σφένδαμος χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, σε οικοδομικές και αρχιτεκτονικές εφαρμογές, στην κατασκευήμουσικών οργάνων, ως διακοσμητικό φυτό (π.χ. μπονσάι) κ.α. Το φύλλο του σφενδάμου αποτελεί το εθνικό σύμβολο του Καναδά και η αναπαράσταση του βρίσκεται στο κέντρο της σημαίας της χώρας.
ΣΦΕΝΔΑΜΙ Είδη Τα είδη του σφένδαμου ξεπερνούν τα εκατό. Ορισμένα από αυτά είναι αειθαλή, αλλά τα περισσότερα είδη είναι φυλλοβόλα. Ο πιο κοινός σφένδαμος είναι Σφένδαμος ο ψευδοπλάτανος (Acer pseudoplatanus), που ευδοκιμεί στην Κεντρική Ευρώπη, στις βορινές ακτές της Μεσογείου και στον Καύκασο. Συνήθως βρίσκεται στα δάση, απομονωμένος, σε γόνιμο έδαφος. Τα φύλλα του είναι ελαφρά, με λοβό και το κάτω μέρος τους είναι σχεδόν λευκό. Το ξύλο του είναι λευκό και όχι πολύ συμπαγές. Το ξύλο της ρίζας του έχει ωραία νερά και χρησιμοποιείται για μικρά έπιπλα πολυτελείας. Το σφενδάμι αυτό υπάρχει και στην Βόρειο Ελλάδα, και είναι περιζήτητο για την κατασκευή μουσικών οργάνων και επίπλων. Ένα άλλο είδος σφένδαμου είναι Σφένδαμος ο πλατανοειδής ή νορβηγικός σφένδαμος (Acer platanoides), που βρίσκεται στα δάση της Βορείου Ευρώπης και της Βορείου Ασίας. Ο σφένδαμος αυτός, που είναι φυλλοβόλος, μοιάζει με τον πλάτανο, αλλά το ξύλο του είναι ελαφρά κοκκινωπό και κατώτερης ποιότητας. Το ύψος του μπορεί να φτάσει και τα 30 μέτρα, ενώ μπορεί να ζήσει έως και 250 χρόνια. Ο Σφένδαμος ο σακχαρώδης (Acer saccharum) μοιάζει με τον νορβηγικό σφένδαμο, αλλά ευδοκιμεί μόνον στα δάση της Βορειοανατολικής Αμερικής. Είναι φυλλοβόλος και το ύψος του μπορεί να φτάσει τα 40 μέτρα. Ο σφένδαμος αυτός κατά την άνοιξη, πριν πέσουν τα φύλλα του, περιέχει υγρά πλούσια σε σάκχαρα. Τα υγρά αυτά συλλέγονται, όπως συλλέγεται και η ρητίνη των πεύκων, και βράζονται για να πυκνώσουν και να παραχθεί έτσι το «σιρόπι από σφένδαμο».