Αντώνης Μακρυδηµήτρης Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών «Η πρόκληση της αλλαγής του κράτους σήµερα» Ι Βασικό πρόβληµα της χώρας υπήρξε εδώ και καιρό η ποιότητα της δηµοκρατίας και της λειτουργίας των δηµοσίων θεσµών και οργάνων στο κεντρικό και το περιφερειακό επίπεδο. Τούτο αποτελεί φαινόµενο συνυφασµένο µε την αδυναµία της κοινωνίας των πολιτών, τη διαφθορά, τις αγκυλώσεις της κρατικής γραφειοκρατίας και τα πάσης φύσεως εµπόδια στην οικονοµική ανάπτυξη. Το κύριο όργανο της κυβέρνησης στην εφαρµογή του πολιτικού - κυβερνητικού της προγράµµατος είναι ο κρατικός µηχανισµός, ο οποίος όµως εξακολουθεί να είναι σε γενικές γραµµές και πλην εξαιρέσεων υπερτροφικός και αναποτελεσµατικός. Παράλληλα, η συσσώρευση των προβληµάτων που καλείται να αντιµετωπίσει και να επιλύσει η κυβέρνηση οδηγεί σε πολλαπλασιασµό των κρατικών οργάνων και υπηρεσιών, συνεχή αύξηση του προσωπικού και σε πολυνοµία. ιαµορφώνεται έτσι µια σύνθετη και αλληλοτροφοδοτούµενη σχέση ανάµεσα στα προβλήµατα που εµφανίζονται στο επίπεδο της οικονοµικής και κοινωνικής ζωής, από τη µια πλευρά, και στην αδυναµία ή την αναποτελεσµατικότητα των διαθέσιµων πολιτικών και διοικητικών µέσων για την επίλυσή τους, από την άλλη. Στο µέτρο δε που τα τελευταία αστοχούν ή αποτυγχάνουν στην αποστολή τους, µετατρέπονται από µέρος της επίλυσης του 1
προβλήµατος σε µέρος -και µάλιστα ουσιώδες- του ίδιου του προβλήµατος που πρέπει να αντιµετωπισθεί. Στην ακραία της εκδοχή η κατάσταση αυτή µπορεί να οδηγήσει στο φαινόµενο της «δηµοσκλήρωσης» (demosclerosis). Της αδυναµίας δηλαδή της δηµοκρατίας και των δηµοσίων θεσµών να λειτουργήσουν αποτελεσµατικά στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Το κύριο ζήτηµα, λοιπόν, εντοπίζεται στην πλάνη ότι η επέκταση µε τη µια ή την άλλη µορφή του κράτους, µε τη µορφή που αυτό έχει και λειτουργεί στη χώρα µας µετά την µακρά «σοσιαλιστική» διακυβέρνηση, µπορεί να επιφέρει τις ενδεδειγµένες και απαιτούµενες λύσεις. Αντιθέτως, εκείνο που συνηθέστερα συµβαίνει είναι ότι η ατελέσφορη κρατική παρέµβαση διογκώνει και πολλαπλασιάζει τα προβλήµατα. Σ αυτό συνίσταται η µεγάλη χίµαιρα του «κυβερνητισµού», που πολλούς συναρπάζει και αιχµαλωτίζει µε την απατηλή της σαγήνη. Θα ήταν, συνεπώς, λάθος να επιδιωχθεί σε βάθος χρόνου οποιαδήποτε ανορθωτική προσπάθεια για την ελληνική κοινωνία µε µεθόδους και νοοτροπίες που είναι συνυφασµένες µε τον «κυβερνητισµό» που κληρονοµήσαµε από το παρελθόν, και του οποίου, µοιραία, είµαστε αιχµάλωτοι. Η λύση εξαρτάται από τη βούληση και τη δυνατότητα της µεταρρύθµισης, που είναι πολιτική υπόθεση µείζονος σηµασίας. Το έργο αυτό ανήκει στην πολιτική εξουσία, η οποία καλείται να πάρει την αναγκαία «απόσταση από τον εαυτό της» και να δει κριτικά τα ζητήµατα. Κυρίως να λάβει τη στρατηγική απόφαση για τη µείωση αντί την αύξηση του κρατικού παρεµβατισµού και της γραφειοκρατίας. Εκείνο που χρειάζεται είναι η εξισορρόπηση κράτους και κοινωνίας πολιτών, η προαγωγή των συνθηκών ανάπτυξης της τελευταίας και η εισαγωγή στο ίδιο το κράτος και τη διοίκηση 2
πολιτιστικών αρχών που είναι συνυφασµένες µε την κοινωνία πολιτών. Έτσι θα καλλιεργήσουµε τον «πολιτικό πολιτισµό» για τον οποίο υπάρχει µεγάλη ανάγκη στον τόπο. Για τους λόγους αυτούς προέχει η «επανίδρυση του κράτους», όπως ορθά αναφέρει µε κάθε ευκαιρία ο Πρωθυπουργός. Τούτο είναι κάτι για το οποίο η νέα διακυβέρνηση δεσµεύτηκε προεκλογικά και αποτελεί την conditio sine qua non οποιασδήποτε µεταρρυθµιστικής προσπάθειας. Μετά την απογραφή και την κατάδειξη των ανοιχτών πληγών της οικονοµίας, οποιαδήποτε µεταρρυθµιστική προσπάθεια που αποσκοπεί στη γενική ανόρθωση της οικονοµικής ζωής, του κράτους, της εκπαίδευσης - όλων των τοµέων που έχουν µείνει πίσω - µπορεί να επιτευχθεί µε στρατηγικά επιλεγµένες και εστιασµένες πρωτοβουλίες, όχι µε περισσότερες κρατικές παρεµβάσεις. Η µεγάλη πλάνη η οποία θα πρέπει να αποφευχθεί είναι να επιχειρηθεί η ουσιαστική µεταρρύθµιση της διοίκησης και του κράτους µε νοοτροπίες και µεθόδους που είναι συνυφασµένες µε την παράδοση του κρατισµού και του υπερβάλλοντος κυβερνητισµού, που κληρονοµήσαµε. Η προτεραιότητα της επανίδρυσης επιβάλλεται λογικά και πολιτικά και σε βάθος χρόνου στη στρατηγική της µεταρρύθµισης του κράτους και των θεσµών. ΙΙ Αξίζει να σηµειωθεί ότι η στρατηγική της µεταρρύθµισης δεν περιορίζεται µόνο στο κράτος και τη δηµόσια διοίκηση, αλλά αφορά όλη την κοινωνία. Σηµασία έχει η ανόρθωση της οικονοµίας και η ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού. Όµως τούτο δεν θα επιτευχθεί µε περισσότερες κρατικές παρεµβάσεις και διοικητικές 3
ρυθµίσεις αλλά µε λιγότερες και καλύτερα εστιασµένες πολιτικές πρωτοβουλίες µε σκοπό τη γενική ανόρθωση του τόπου. Για το λόγο αυτόν απαιτούνται πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση όλου του ανθρώπινου δυναµικού της χώρας δίχως αποκλεισµούς και ευνοιοκρατία, την προαγωγή των παραγωγικών και όχι των παρασιτικών στοιχείων στην οικονοµική και την κοινωνική ζωή. Αναγκαίες είναι οι ορθές επιλογές παντού. Φυσικά προέχει η επανίδρυση του κράτους και τούτο για δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει µε τον ίδιο τον ρόλο του κράτους στην κοινωνική ζωή στην Ελλάδα. Έτσι όπως έχουν τα πράγµατα στη χώρα είναι περίπου αδύνατος ο κοινωνικός εκσυγχρονισµός δίχως ριζική και ουσιαστική αναµόρφωση του ίδιου του κράτους, το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί το υπόδειγµα και να θέτει τα standards (benchmarking) για τους λοιπούς κοινωνικούς εταίρους, πράγµα σχεδόν αδύνατο προς το παρόν. Ο δεύτερος έχει να κάνει µε τις γνωστές και µακροχρόνιες αδυναµίες του κρατικο-διοικητικού µηχανισµού, πάνω στην ατελή λειτουργία του οποίου και εξ αιτίας αυτής εκτρέφονται φαινόµενα «κυβερνητισµού» και «δηµοσκλήρωσης». Αν επιδιωχθεί η γενική κοινωνική και πολιτική αναµόρφωση µε έναν τέτοιο µη αναµορφωµένο κρατικο-διοικητικό µηχανισµό, είναι πιθανό να αποτύχει το όλο εγχείρηµα και να επιδεινωθεί το πρόβληµα. Το νέο κρασί ίσως δεν πρέπει να τοποθετηθεί σε παλαιούς αλλά σε νέους ασκούς. ΙΙΙ Η νέα διακυβέρνηση έλαβε µια σαφή εντολή από το εκλογικό σώµα -να δοθεί τέλος στη διαπλοκή, τη διαφθορά και τον παρασιτισµό στην οικονοµία. Αν, όπως δείχνουν τα στοιχεία, το 4
52% των νοικοκυριών είναι οικονοµικώς στενάχωρα, ή έτσι αισθάνονται και δηλώνουν, αυτό αντανακλά περισσότερο ένα αίσθηµα «αδικίας» και όχι τόσο απόλυτης «φτώχειας». Και η «αδικία» δεν αφορά µόνο στην ανισότητα εισοδηµάτων, αλλά κυρίως την (ανισο)κατανοµή µεταξύ παραγωγικών και παρασιτικών, δηµιουργικών και κρατικοδίαιτων απασχολήσεων: από διαπλεκόµενες εταιρείες έως τις αργοµισθίες που κάποιοι εισπράττουν κατά µεγάλες ή µικρές προσόδους από το παναρµόδιο κράτος. Οι οικονοµικώς ασθενέστεροι, οι καινούργιοι «µη προνοµιούχοι» αλλά και οι δυναµικότεροι συµµέτοχοι στην οικονοµική ανάπτυξη απέρριψαν στις τελευταίες εκλογές αυτό το µοντέλο πολιτικής και οικονοµικής ζωής. Οι «νέοι µη προνοµιούχοι», που ως εργαζόµενοι δεν ευνοούνται από κρατικές προσλήψεις, αργοµισθίες κ.λπ., και οι επιχειρηµατίες που δεν ωφελούνται από την κοµµατική και την κρατική εύνοια, αποτελούν το υγιές, µη διαπλεκόµενο, µη ευνοούµενο τµήµα του πληθυσµού και συγχρόνως το δυναµικότερο στοιχείο, όπως δείχνουν οι αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσµάτων. Το δυναµικότερο τµήµα ψηφοφόρων που έχουν προσδοκίες από την υπεύθυνη κυβέρνηση του τόπου αποτελείται από πολίτες που ζητούν µια άλλη, υγιέστερη µέθοδο διεξαγωγής της πολιτικής, κυρίως σε σχέση µε την οικονοµία, την κοινωνία και τον πολιτισµό. Το ζήτηµα είναι ότι αυτό το τµήµα του πληθυσµού δεν αναζητεί την καλυτέρευση της ζωής του µέσα από την πολιτική εύνοια που µπορεί να εξασφαλίσει από τους κρατούντες. Άρα, η ανορθωτική προσπάθεια θα πρέπει να βασιστεί σε αυτό το τµήµα και ο κρατικός µηχανισµός να αναµορφωθεί µε 5
γνώµονα την καλύτερη αξιοποίηση αυτού του παραγωγικού δυναµικού, που καλύπτει τον «νέο κεντρώο χώρο». ------------------------------------------- 6