ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΑ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΤΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ Καλλιόπη- Δήμητρα Ζαχαριάδη (Α.Μ. 600732) ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Καλφέλης Γ., Μαργαρίτης Λ., Παπαδαμάκης Α. Υπεύθυνος Καθηγητής: Μαργαρίτης Λάμπρος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2016
[1] ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια προσπάθεια προσέγγισης των εννοιών κατάσχεση και δήμευση, των συνεπειών επιβολής τους με παραπάνω έμφαση στους τρόπους αντίδρασης του τρίτου αμέτοχου προσώπου απέναντι στο δικονομικό μέτρο της κατάσχεσης περιουσιακών του στοιχείων και στην ακόλουθη δήμευση των τυχόν κατασχεθέντων αντικειμένων ιδιοκτησίας του, τόσο στην προδικασία, όσο και στη διαδικασία ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων. Ενόψει των αυξανόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο της εσωτερικής νομοθεσίας, αλλά και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, η επιβολή μέτρων δικονομικής δέσμευσης στοιχείων της περιουσίας και των αποδεικτικών στοιχείων ενός εγκλήματος βρίσκεται στο επίκεντρο της ποινικής διαδικασίας. Η σύγχρονη ελληνική επικαιρότητα βρίθει δεσμεύσεων ακινήτων, μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάπραξη ενός εγκλήματος, εργαλείων που χρησίμευσαν για την τέλεση ενός αδικήματος, αλλά και προϊόντων αυτού, τραπεζικών λογαριασμών, κ.τ.λ. Σε μια ιστορική για τη χώρα μας συγκυρία αφενός πολιτικά, αφετέρου οικονομικά φορτισμένη, με την επιβολή δικονομικών μέτρων καταναγκασμού, η ελληνική έννομη τάξη καλείται να ανταποκριθεί στις έντονες πιέσεις από την πλευρά των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αποτελεσματικότερη ποινική καταστολή. Στόχος δεν γίνονται, όμως, μόνο τα αντικείμενα και περιουσιακά μεγέθη του κατηγορουμένου ή υπόπτου τέλεσης ενός αδικήματος, αλλά και του τρίτου αμέτοχου προσώπου (π.χ. του ιδιοκτήτη μεταφορικού μέσου ή του συζύγου - συνδικαιούχου κατά τη δέσμευση ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού, κ.λ.π.). Στις μέρες μας, συνεπώς, διαγράφεται μία σαφής τάση μετατροπής του ατόμου από κυρίως υποκείμενο της ποινικής διαδικασίας σε αντικείμενο αυτής, ενώ οι σύγχρονες νομοθετικές επιλογές αποσκοπούν πρωτίστως στη δικονομική δέσμευση της περιουσίας αποβλέποντας στην εκρίζωση κάθε προϊόντος του εγκλήματος, αλλά και κάθε μέσου που χρησίμευσε στη διάπραξη ενός εγκλήματος από το φερόμενο ως δράστη ή κατηγορούμενο. Εντούτοις, επιβάλλοντας η Πολιτεία επαχθή δικονομικά μέτρα εις βάρος της περιουσίας φαίνεται να επιτελεί αστυνομικοπροληπτικούς και εν γένει γενικοπροληπτικούς σκοπούς, αντιμετωπίζοντας το άτομο ως εχθρό υπό το κράτος του φόβου τέλεσης μελλοντικών εγκληματικών πράξεων σε βάρος απεριόριστου αριθμού ατόμων και σε βάρος της κρατικής εξουσίας και περιουσίας.
[2] Η θεωρητική, λοιπόν, προσέγγιση που ακολουθεί εστιάζει στο σύγχρονο ζήτημα των διευρυμένων δικονομικών μέτρων καταναγκασμού κατά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας, αποσκοπώντας να διασαφηνίσει τα κυριότερα ζητήματα που ανακύπτουν τόσο σε νομοθετικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο με κέντρο βάρους τα δικονομικά όπλα που διαθέτει το τρίτο αμέτοχο πρόσωπο στην τέλεση ενός αδικήματος απέναντι στην επιβολή μέτρων δεσμευτικών της περιουσίας και της ιδιοκτησίας με άξονα την ανάγκη πραγμάτωσης μιας δίκαιης δίκης και την προστασία των δικαιωμάτων του.
[3] ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Ν. ΑΠ αρ. Αρμ ΑρχΝομ Β.Δ. βλ. Βουλ. ΓερμΚΠΔ Γνμδ ΔΕΕ Διατ ΔιοικΠρ Ε.Ε. Ε.Κ. εγκ. Εδ Ε.Δ.Δ.Α. Εισ. ΕισΕφ ΕισΠρωτ ΕισΠλημ Εκδ. ΕλλΔνη ΕΟΚ επ. Ε.Σ.Δ.Α. Εφ ΕφΑνηλ Η/Υ κ.λ.π. Κ.Π.Δ. Κ.Πολ.Δ. κεφ. Αναγκαστικός Νόμος Άρειος Πάγος αριθμός Αρμενόπουλος (νομικό περιοδικό) Αρχείο Νομολογίας Βασιλικό Διάταγμα βλέπε Βούλευμα Γερμανικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Γνωμοδότηση Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (νομικό περιοδικό) διάταξη Διοικητικό Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκύκλιος εδάφιο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εισαγγελέας Εισαγγελέας Εφετών Εισαγγελέας Πρωτοδικών Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Εκδοτικός Ελληνική Δικαιοσύνη (νομικό περιοδικό) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα επόμενα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφετείο Εφετείο Ανηλίκων ηλεκτρονικός υπολογιστής και τα λοιπά Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας κεφάλαιο
[4] ΜΟΔ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ΜΟΕ Μικτό Ορκωτό Εφετείο Μον Μονομελές Ν. ή ν. Νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα (νομικό περιοδικό) Ο.Δ.Δ.Υ. Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού Ο.Η.Ε. Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ό.π. όπου παραπάνω Ολ Ολομέλεια Π.Κ. Ποινικός Κώδικας π.χ. παραδείγματος χάριν παρ. πρβλ παράγραφος παράβαλε παρατ. παρατηρήσεις Περ περίπτωση Πλημ Πλημμελειοδικείο ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη (νομικό περιοδικό) ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος (νομικό περιοδικό) ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά (νομικό περιοδικό) ΠράξΛογΠΔ Πράξη & Λόγος Ποινικού Δικαίου (νομικό περιοδικό) Σ. Σύνταγμα 1975 (αναθεωρημένο) σελ. σελίδα ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας Συμβ Συμβούλιο ΣχΚΠΔ Σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τ. Τόμος Τριμ Τριμελές Υπερ Υπεράσπιση (νομικό περιοδικό) υποκ. υποκεφάλαιο ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως F.A.T.F. Financial Action Task Force
[5] Πίνακας περιεχομένων ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ... 1 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 3 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ... 8 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Οι νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την κατάσχεση και τη δήμευση σε εθνικό επίπεδο 1. Εισαγωγή: Η νομοθετική διάσταση της κατάσχεσης και της δήμευσης σε εθνικό νομοθετικό επίπεδο... 11 1.1. Έννοια, νομική φύση και σκοπός της κατάσχεσης... 11 1.1.1. Αντικείμενα που υπόκεινται στο δικονομικό μέτρο της κατάσχεσης και αντικείμενα ανεπίδεκτα κατάσχεσης... 18 1.2. Ορισμός και μορφές δήμευσης... 21 1.3. Ενδιάμεσο Συμπέρασμα: Η διάκριση των εννοιών κατάσχεση και δήμευση σημεία αλληλεξάρτησης των δύο εννοιών.24 2. Οι κοινές ρυθμίσεις του Κ.Π.Δ. και τα ζητήματα κατάσχεσης και δήμευσης σε ειδικούς ποινικούς νόμους... 26 2.1. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις του Κ.Π.Δ.... 26 2.2. Ζητήματα κατάσχεσης και δήμευσης σε ειδικούς ποινικούς νόμους... 28 2.2.1. Νόμος περί αλλοδαπών... 28 2.2.2. Νόμος περί λαθρεμπορίας... 29 2.2.3. Νόμος περί ναρκωτικών... 32 2.2.4. Νόμος 3691/2008... 34 2.2.5. Νόμος περί όπλων... 36 2.2.6. Νόμος περί αρχαιοτήτων... 36 2.2.7. Νόμος περί παιγνίων... 37 2.2.8. Νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας... 38 2.2.9. Νόμος περί σημάτων... 38 2.2.10. Νόμος περί τρομοκρατίας... 38 2.2.11. Νόμος περί αυθαιρέτων... 39 2.2.12. Νόμος 1300/1982... 40 2.2.13 Αλιευτικός Κώδικας... 40 2.2.14. Νόμος περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών... 41 2.2.15 Αγορανομικός Κώδικας... 42 2.2.16 Νόμος περί ασέμνων εντύπων... 42 2.2.17 Δασικός Κώδικας... 43
[6] 2.3. Τελικές σκέψεις ως προς την παρουσία των διατάξεων αναφορικά με την κατάσχεση και δήμευση περιουσιακών στοιχείων στον Κ.Π.Δ. και στους ειδικούς ποινικούς νόμους... 43 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Νομοθετικό Πλαίσιο για τα δικονομικά μέτρα προσωρινής δέσμευσης και δήμευσης πραγμάτων και περιουσιακών στοιχείων 1. Εισαγωγή... 46 2. Οι νομοθετικές επιλογές σχετικά με την κατάσχεση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο... 46 3. Τελικό συμπέρασμα... 48 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η κατάσχεση και δήμευση αντικειμένων εις βάρος τρίτων υπό το πρίσμα των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους 1. Εισαγωγή... 49 2. Η συνταγματική προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας... 50 3. Τεκμήριο αθωότητας και μέτρα δέσμευσης της περιουσίας και ιδιοκτησίας... 54 4. Η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας... 60 5. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας... 62 6. Δικαίωμα δικαστικής προστασίας... 64 7. Τελικές σκέψεις σχετικά με την επιβολή του δικονομικού μέτρου της κατάσχεσης και της ποινικής κύρωσης της δήμευσης υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων του θιγόμενου τρίτου... 66 ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η προστασία του τρίτου αμέτοχου προσώπου απέναντι στη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων 1. Εισαγωγή... 68 2. Η δυνατότητα άρσης της κατάσχεσης στο στάδιο της προδικασίας... 68 2.1. Η δικαιοδοσία του δικαστικού συμβουλίου κατά την οριστική απόφανση περί της ποινικής δίωξης... 68 2.2. Η αμφισβήτηση περί της δικαιοδοσίας του δικαστικού συμβουλίου να άρει την κατάσχεση δημευτέων πραγμάτων... 71
[7] 3. Η δυνατότητα του δικαστηρίου να αποφανθεί για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων κατ αρ. 373 Κ.Π.Δ. κατά τη στιγμή της κρίσης της ουσίας της υπόθεσης... 77 4. Η δυνατότητα άρσης της κατάσχεσης ανεξάρτητα από την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης... 78 5. Ενδιάμεσο συμπέρασμα ως προς το ζήτημα της άρσης της κατάσχεσης στο στάδιο της προδικασίας... 80 6. Η παρέμβαση του τρίτου στην ποινική διαδικασία και η άσκηση ενδίκων μέσων τόσο κατά βουλευμάτων όσο και κατά αποφάσεων... 82 6.1 Το δικαίωμα παρέμβασης του τρίτου προσώπου ενώπιον της ενδιάμεσης διαδικασίας του δικαστικού συμβουλίου και ενώπιον του δικαστηρίου... 82 6.2. Η αναγνώριση του δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων εκ μέρους του τρίτου κατά του σκέλους του βουλεύματος που αφορά την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων... 86 6.3. Το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων εκ μέρους του τρίτου κατά της διάταξης της απόφασης που αφορά την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων... 88 6.3.1. Το δικαίωμα του τρίτου προς άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης κατ αρ. 492 Κ.Π.Δ.... 88 6.3.2. Το κεντρικό ζήτημα της προηγούμενης παρέμβασης του τρίτου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως όρος για το παραδεκτό της ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους αυτού κατ αρ. 492 Κ.Π.Δ.... 94 6.3.3. Το δικαίωμα ασκήσεως αναίρεσης εκ μέρους του τρίτου κατ αρ. 504 παρ. 3 Κ.Π.Δ.... 107 6.3.4. Το κεντρικό ζήτημα της προηγούμενης παρέμβασης του τρίτου ως όρος για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως εκ μέρους αυτού κατ αρ. 504 παρ. 3 Κ.Π.Δ.... 115 7. Τελική αξιολόγηση: Η επιεικέστερη λύση υπέρ των δικαιωμάτων του τρίτου... 117 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 119 ΠΗΓΕΣ... 122
[8] ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Για ποιο λόγο, λοιπόν, ο έλληνας νομοθέτης επιλέγει το δύσκολο δρόμο των επαχθών δικονομικών μέτρων εις βάρος της περιουσίας ακόμη και τρίτων αμέτοχων προσώπων στη διάπραξη ενός εγκλήματος; Η απάντηση σ αυτό το ερώτημα είναι περισσότερο σύνθετη απ ότι θα περίμενε κανείς λίγα χρόνια πριν. Η δικονομική δέσμευση πραγμάτων και περιουσιακών στοιχείων στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο του ποινικού δικονομικού ενδιαφέροντος. Τα δραστικά αυτά δικονομικά μέτρα κατάσχεσης ή δέσμευσης θέτουν μία σειρά από δογματικά ζητήματα, απτόμενα ιδίως με θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα, αλλά και με την ίδια την ευθύνη ή μη του προσώπου εις βάρος των περιουσιακών στοιχείων του οποίου στρέφονται τα επαχθή αυτά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού. Ο προβληματισμός εντείνεται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστούμε τη σύγχρονη τάση της άκρατης επιβολής κατασχέσεων προς εξασφάλιση της μετέπειτα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία αποτελεί δραστικότατη περιουσιακή κύρωση που συνεπάγεται ευθεία μείωση της περιουσίας του ατόμου. Το ζήτημα, βέβαια, της ποινικής καταστολής δεν αντιμετωπίζεται μονομερώς από τη χώρα μας, αλλά τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο επιχειρείται τα τελευταία χρόνια μια διακρατική ποινική καταστολή. Μία υπερκρατική δομή, η Ε.Ε., διαθέτει τα μέσα να επηρεάζει καθοριστικά το δίκαιο των κρατών μελών της συγκαθορίζοντας το επίπεδο των εγγυήσεων των ατομικών και ιδίως των ποινικοδικονομικών δικαιωμάτων του ατόμου. Κατ επίκληση της αποτελεσματικότερης συνεργασίας των διαφόρων εννόμων τάξεων των κρατών μελών της η Ε.Ε. προχωρεί στην όλο και σκληρότερη επιλογή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Προς επίτευξη αυτού του σκοπού η Ε.Ε. κινείται κατά κύριο λόγο σε τρείς άξονες. Σε πρώτο στάδιο αξιοποιεί την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων ή διαταγών που εκδίδονται στα επιμέρους κράτη μέλη, στην περίπτωση που επιβάλλεται να εκτελεστούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Εν συνεχεία, με τη λογική των ελάχιστων κοινών κανόνων δικαίου επιχειρεί να εναρμονίσει δικονομικούς κανόνες σε ποικίλους δικαιικούς τομείς και τέλος σκοπεύει στην δραστικότερη λειτουργία των ήδη συσταθέντων θεσμικών οργάνων, αλλά και τη δημιουργία νέων στο όνομα
[9] της αποτελεσματικότερης ποινικής καταστολής 1. Εντούτοις, έντονος διάλογος εγείρεται τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την επιμονή της Ε.Ε. στην υιοθέτηση κεντρικών μοντέλων μέτρων ποινικής δέσμευσης, ιδίως της κατάσχεσης και της δήμευσης της περιουσίας, τα οποία εν τοις πράγμασιν υπερακοντίζουν τις ιδιαιτερότητες της κάθε κοινωνίας του κράτους μέλους, καταλύοντας τον πυρήνα θεμελιωδών αναγνωρισμένων δικαιωμάτων. Ηχηρό παράδειγμα αυτής της ευρωπαϊκής προσπάθειας συνιστά η θέσπιση του μέτρου του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης με την Απόφαση Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, η οποία ενσωματώθηκε κατ αρ. 28 του Συντάγματος στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 3251/2004 2. Η Ένωση μέσω του προτύπου των αυξημένων κρατικών εξουσιών των κρατών μελών επί των περιουσιακών στοιχείων, που έλαβαν μέρος σ ένα εγκληματικό σκηνικό, επιδιώκει να προστατεύσει τη νόμιμη οικονομία από τη διείσδυση της εγκληματικότητας και τη διαφθορά και να επιστρέψει στις δημόσιες αρχές που παρέχουν υπηρεσίες στους πολίτες τα κέρδη εγκληματικής προέλευσης 3, όπως και να εξαλείψει το οργανωμένο έγκλημα 4. Η νομοθετική αυτή προτίμηση, όμως, στην επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού δεν απετέλεσε απόρροια της σύγχρονης ευρωπαϊκής τάσης. Ήδη από το 1985, οπότε και θεσπίστηκαν οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, το ενδιαφέρον του νομοθέτη στράφηκε προς την τύχη των κατασχεμένων πραγμάτων και υιοθετήθηκε η ρύθμιση του αρ. 177 Π.Κ., όπου προβλέπεται ότι: «όποιος με πρόθεση καταστρέφει, βλάπτει ή υφαιρεί κατασχεμένο πράγμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών» 5. Η κατάσχεση, αλλά ιδίως η δήμευση περιουσιακών στοιχείων, αποτελεί, λοιπόν, μια σταθερά στην ιστορία της ποινικής καταστολής, καθότι η 1 βλ. Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Κοινές δικονομικές αρχές ως βάση μιας διακρατικής ποινικής καταστολής, ΠοινΧρ ΝΖ/2007, σελ. 673-692. 2 βλ. Συμεωνίδη Δημήτρη Παύλου Στέφανο, Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ν. 3251/2004) και έκδοση ελλήνων πολιτών, ΠοινΧρ ΝΣΤ/2006, σελ. 193-201. 3 βλ. Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Η δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος στο πλαίσιο της Ε.Ε.: Η πρόταση της Επιτροπής του 2012 και οι νέες προκλήσεις για το κράτος δικαίου, ΠοινΧρ ΞΓ/2013, σελ. 401-409. 4 βλ. Λίβο Νικόλαο, Οργανωμένο Έγκλημα και Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 4-6 και 8-11. 5 βλ. Μανωλεδάκη Ι., Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, μελέτη δημοσιευμένη σε Εκδόσεις Ποινικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, 1994, σελ. 245-169, όπως βλ. και Ν. Λαγού σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ άρθρο Τόμος Πρώτος (άρθρα 1-234), εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 1185 1190.
[10] επιβολή της συμπορεύεται με την ύπαρξη ατομικής ιδιοκτησίας και τη γέννηση και εξέλιξη του ποινικού φαινομένου 6. Εύλογο, συνεπώς, είναι το ενδιαφέρον για την προστασία του θιγόμενου προσώπου από την επιβολή εις βάρος της περιουσίας του επαχθών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, ιδίως όταν το θιγόμενο πρόσωπο είναι τρίτο αμέτοχο στη τέλεση του εγκλήματος. Πολλώ δε μάλλον, τα τρίτα πρόσωπα που έχουν εμπράγματα δικαιώματα επί του πράγματος που κατάσχεται ή δημεύεται θα πρέπει να αποτελούν μια ομάδα ατόμων ειδικού δικονομικού ενδιαφέροντος στο μέτρο που αυτά δεν έχουν τελέσει κάποια αξιόποινη πράξη, ώστε να γίνεται λόγος για κολασμό αυτής της πράξης μέσω της επιβολής της κατάσχεσης ή της δήμευσης. Ποια, επομένως, είναι η ευθύνη του τρίτου προσώπου στην πορεία του δράστη προς τη διάπραξη ενός εγκλήματος; Μήπως με την κατάσχεση και τη δήμευση περιουσιακών του στοιχείων υπονοείται ένα αυθαίρετο καθήκον επιμέλειας του τρίτου προσώπου για τη νομότυπη χρήση των περιουσιακών του στοιχείων από άλλα πρόσωπα; Πού ερείδει ο δικαιολογητικός λόγος της κατάσχεσης ή άλλως της προληπτικής επιβολής δικονομικής δέσμευσης ώστε να θίγονται τα δικαιώματα του τρίτου οσάν να ήταν αυτός ο δράστης του εγκλήματος; Υπάρχουν εγγυητικά όρια στην κατάσχεση και τη δήμευση και ποια τα δικονομικά όπλα του τρίτου αμέτοχου κυρίου εις βάρος της περιουσίας του οποίου επιβάλλονται επαχθέστατα δικονομικά μέτρα καταναγκασμού; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσει να δώσει απάντηση η παρούσα μελέτη ιδίως υπό το πρίσμα του τριπτύχου τεκμήριο αθωότητας δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας αρχή αναλογικότητας. 6 βλ. Παύλου Στέφανο, Μελέτη 1 Η Δήμευση στον Ποινικό Κώδικα και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους δημοσιευμένη σε Νομική Σχολή Δ.Π. Θράκης, Εργαστήριο Ποινικού και Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ. 29 επ.
[11] ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Οι νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την κατάσχεση και τη δήμευση σε εθνικό επίπεδο 1. Εισαγωγή: Η νομοθετική διάσταση της κατάσχεσης και της δήμευσης σε εθνικό νομοθετικό επίπεδο 1.1. Έννοια, νομική φύση και σκοπός της κατάσχεσης Η κατάσχεση εμφανίζεται ως ένα κύριο δικονομικό μέτρο που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια των περισσότερων ποινικών υποθέσεων. Ενεργείται από τον ανακριτή σε περίπτωση τακτικής ανακρίσεως ή από προανακριτικό υπάλληλο (γενικό ή ειδικό) στα πλαίσια της προανάκρισης που ενεργείται κατ αρ. 243 Κ.Π.Δ., κατόπιν γραπτής παραγγελίας από τον Εισαγγελέα ή άνευ αυτής, αν πρόκειται για επ αυτοφόφω τελούμενο κακούργημα ή πλημμέλημα. Το κεντρικό πλαίσιο των σχετικών με την κατάσχεση διατάξεων εντοπίζεται στα αρ. 260 269 του Κ.Π.Δ., ενώ πλειάδα διατάξεων σχετικά με την κατάσχεση εμφανίζεται σε ποικίλους ειδικούς ποινικούς νόμους. Εντούτοις, αυθεντικός ορισμός του όρου κατάσχεση στον Κ.Π.Δ. δεν υπάρχει. Εν αντιθέσει, σε μια πιθανή αναζήτηση μπορεί κανείς να συναντήσει διάφορους ορισμούς της κατάσχεσης και της δέσμευσης περιουσίας και ιδιοκτησίας τόσο σε ειδικά νομοθετήματα όσο και σε νομοθετήματα ευρωπαϊκής και διεθνούς εμβέλειας. Έχουν γίνει, λοιπόν, απόπειρες για τον αυθεντικό ορισμό της κατάσχεσης σε ευρωπαϊκά και διεθνή νομοθετήματα υπό τον τύπο των Διεθνών Συμβάσεων και Αποφάσεων Πλαίσιο της Ε.Ε., όπου όμως θα συναντήσει κανείς κατά κύριο λόγο τους όρους δέσμευση, απόφαση δέσμευσης, πάγωμα, κ.τ.λ. Ενδεικτικά, με το Ν. 1990/1991 (Φ.Ε.Κ. Α 193/16.12.1991), με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση της Βιέννης του 1988 (Ο.Η.Ε.) κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, ορίσθηκε ως δέσμευση ή (διαζευκτικά) κατάσχεση η προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσίας ή η προσωρινή ανάληψη της φύλαξης ή του ελέγχου περιουσίας, σύμφωνα με διαταγή που εκδόθηκε από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.
[12] Εν συνεχεία, στην Απόφαση Πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22 ης Ιουλίου 2003 αναφορικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ε.Ε. ορίζεται ως απόφαση δέσμευσης κάθε μέτρο που λαμβάνει αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης (δηλαδή, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στο προηγούμενο εδάφιο, «του κράτους που έχει εκδώσει, επικυρώσει ή καθ οιονδήποτε τρόπο επιβεβαιώσει απόφαση δέσμευσης στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας») προκειμένου να εμποδίσει προσωρινά κάθε πράξη καταστροφής, μετατροπής, μετατόπισης, μεταφοράς ή διάθεσης περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να δημευθούν ή να αποτελέσουν αποδεικτικό στοιχείο. Αντίστοιχος είναι και ο ορισμός που υιοθετείται από τη Σύμβαση της Βαρσοβίας του Συμβουλίου της Ευρώπης της 16 ης Μαΐου 2006, άλλως Σύμβαση για το ξέπλυμα, τις έρευνες, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, αλλά και τη Διεθνή Σύμβαση των Η.Ε. για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, η οποία κυρώθηκε και αποτελεί πλέον μέρος του εθνικού μας δικαίου με το Ν. 3666/2008. Στη Διεθνή αυτή Σύμβαση των Η.Ε. ο ορισμός που επιλέγεται είναι: «Πάγωμα ή κατάσχεση σημαίνει την προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσίας ή προσωρινής ανάληψης της διαχείρισης ή ελέγχου περιουσίας, βάσει διαταγής που εκδίδεται από δικαστήριο ή δημόσια αρχή ορισμός παρόμοιος μ αυτόν που υιοθετήθηκε από τη Σύμβαση της Βιέννης του 1988 (Ο.Η.Ε.) κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, την επικύρωση και την πλήρη εφαρμογή της οποίας υποδεικνύει η πρώτη Σύσταση της F.A.T.F. 7 Συναφείς ορισμοί μ αυτόν την κατάσχεσης είναι κι αυτοί που υιοθετούνται και σε άλλα νομοθετικά κείμενα τόσο για την περιουσία όσο εν γένει και για τα προϊόντα από ποινικά αδικήματα, όπως στο αρ. 1 του Ν. 3034/2002, με τον οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, στην παρ. 3 του αρ. 3 της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Συμβουλίου της 26 ης Οκτωβρίου 2005 για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη 7 H F.A.T.F. πρόκειται για μια άτυπη διακυβερνητική οργάνωση, της οποίας η δράση άρχισε το 1989 με άμεσο στόχο την προώθηση μιας ενιαίας νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στον ιστοχώρο http: //www.fatf-gafi.org.
[13] χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, στο Ν. 2655/1998 με τον οποίο κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1990 για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, στην Απόφαση Πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24 ης Φεβρουαρίου 2005 για τη δέσμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος, όπως και στην Απόφαση Πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ της 22 ης Ιουλίου 2003, αλλά και την πρόσφατη Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3 ης Απριλίου 2014 σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων του εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση 8. Ως κατάσχεση, λοιπόν, ορίζεται σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στην ελληνική επιστήμη υπό την επήρεια και των διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων, η ανακριτική πράξη με την οποία αφαιρούνται από την κατοχή ορισμένων προσώπων, και χωρίς τη θέληση τους, αντικείμενα ή έγγραφα τα οποία σχετίζονται με κάποιο έγκλημα 9, άλλως η ανακριτική πράξη με την οποία τα σχετιζόμενα με έγκλημα κινητά πράγματα αφαιρούνται από την κατοχή ορισμένου προσώπου, προς εξυπηρέτηση του έργου της ανάκρισης ή για την εφαρμογή της δήμευσης ή καταστροφής 10. Παλαιότερος ορισμός που είχε υιοθετηθεί για την κατάσχεση ήταν η από του κατόχου αφαίρεσις αντικειμένων σχέσιν εχόντων προς ωρισμένον έγκλημα 11. 8 Χαρακτηριστικό είναι ότι τόσο η πρόσφατη Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3 ης Απριλίου 2014, όσο και η Απόφαση Πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων δικαστικών αρχών μελών της Ε.Ε. για τη δέσμευση περιουσιακών και αποδεικτικών στοιχείων, η Απόφαση Πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος και η Απόφαση Πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ σχετικά με την εφαρμογή της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δέσμευσης δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμη στο εσωτερικό δίκαιο. Μόλις στις 02.03.2016 με την υπ αρ. 7028/02.03.2016 (Φ.Ε.Κ. Β /02.03.2016) Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίστηκαν νέα μέλη στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή με αντικείμενο την ολοκλήρωση της κατάρτισης σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση του ως άνω ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου. 9 βλ. Κωνσταντινίδη Ι. Άγγελο, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Ι, Όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης-προδικασία-απόδειξη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013, σελ. 347, όπως και Δημήτρη Α. Βαρελά, Ποινική Δικονομία, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2 η έκδοση 2005, σελ. 116. Ομοίως, βλ. Άλκη Καραγιαννόπουλο, Ποινική Δικονομία, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2014, σελ. 180. 10 βλ. Κονταξή Αθανάσιο, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας και Πράξης τ. Α, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, έκδοση τέταρτη 2006, σελ. 1668, Μ. Γεωργιάδου σε Λάμπρο Μαργαρίτη, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Πρώτος (άρθρο 1-304), εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2 η έκδοση, 2012, σελ. 961, καθώς και ΓνμδΕισΑΠ 9 /2001, ΠοινΔικ 1/2002, σελ. 147-150, ιδίως σελ. 149. 11 βλ. Δέδε Γ. Χρίστο, Ποινική Δικονομία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, έκδοση ένατη 1989, σελ.365.
[14] Ενόψει των προαναφερομένων, ως κατάσχεση με την ευρεία έννοια νοείται η ανακριτική πράξη δικαστικής ή προανακριτικής αρχής (:όχι όμως άλλης διοικητικής αρχής), με την οποία στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας δεσμεύονται δικονομικά ή αφαιρούνται προσωρινά από την κατοχή ορισμένου προσώπου χωρίς τη θέλησή του, ορισμένα αντικείμενα, έγγραφα, πράγματα, ακόμη και ακίνητα, όπως επίσης και κάθε είδους περιουσιακής φύσης δικαιώματα ή κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, είτε επειδή είναι χρήσιμα για την ανακριτική διερεύνηση, την απόδειξη του εγκλήματος και την ανακάλυψη και τιμώρηση του δράστη, είτε επειδή πιθανολογείται η, στη συνέχεια της ποινικής διαδικασίας, δήμευσή τους και προς εξασφάλιση αυτής 12. Εν στενή εννοία δε κατάσχεση νοείται εκείνη η ανακριτική πράξη που οδηγεί τόσο στη νομική δέσμευση όσο και στην υλική αφαίρεση των κινητών κυρίως πραγμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη τους προαναφερόμενους ορισμούς αβίαστα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η φύση χαρακτήρας του μέτρου της κατάσχεσης είναι αμιγώς δικονομική. Δε δύναται, δηλαδή, η κατάσχεση να εξομοιούται με ποινική κύρωση και ακόμη περισσότερο να αποτελεί τέτοιο κυρωτικό όπλο που θα υπηρετεί ουσιαστικούς σκοπούς και, εν τοις πράγμασιν, θα λειτουργεί ως ποινή, πολλώ δε μάλλον ως μέσο προκαταβολής της τιμώρησης του δράστη. Εξαιτίας, λοιπόν, της ίδιας της φύσης της κατάσχεσης που συνιστά δέσμευση της περιουσίας του δράστη ή ακόμη και τρίτου προσώπου στο πρώιμο ακόμη στάδιο της προδικασίας και του κινδύνου που αυτή ενέχει, ενόψει της επιβολής της συνήθως από προανακριτικούς υπαλλήλους και κυρίως από αστυνομικούς κατά τη διενέργεια της σύλληψης του δράστη, αλλά και της μεγάλης καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, ο χαρακτήρας της δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά προσωρινός. Δεδομένου ότι από το γράμμα του νόμου δεν διαλαμβάνεται ότι η προηγούμενη κατάσχεση προκαταλαμβάνει είτε θετικά είτε αρνητικά την τυχόν μεταγενέστερη δήμευση των αντικειμένων, αλλά και του γεγονότος ότι η κατάσχεση αποτελεί δραστικότατο δικονομικό μέτρο που άγει στη δέσμευση της περιουσίας του δράστη ή τρίτου σε ένα στάδιο της ποινικής 12 βλ. Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, Κατασχέσεις στην Ποινική Διαδικασία και Προστασία των Ατομικών Δικαιωμάτων Από τον ΚΠΔ στο σύγχρονο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, εκδόσεις Σάκκουλα, 2010, σελ. 49 50.
[15] διαδικασίας, που δεν έχει ακόμη βεβαιωθεί η ενοχή του δράστη ή η τυχόν συμμετοχή του τρίτου στην τέλεση του εγκλήματος, αναγκαία προβάλλει η όσο το δυνατόν οριοθετημένη χρονικά επιβολή της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων μέσω της επιβολής του μέτρου της κατάσχεσης. Εξάλλου, ο προσωρινός δικονομικός χαρακτήρας της κατάσχεσης επιβάλλεται, καθόσον λόγω του επαχθούς αυτού καταναγκαστικού μέτρου δεν θίγεται μόνο το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας του δράστη ή του τρίτου, αλλά δύναται να πληγεί η ίδια η αξιοπρέπεια τους, ιδιαίτερα αν αποδειχθεί εν συνεχεία ο αμέτοχος ρόλος τους στην τέλεση του αδικήματος, λαμβανομένου δε υπ όψιν και ότι η κατάσχεση επιβάλλεται μονομερώς από εντεταλμένα κρατικά όργανα, δίχως να απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση του παθόντος ιδιοκτήτη των περιουσιακών στοιχείων που κατάσχονται 13. Το μέτρο αυτό δικονομικού καταναγκασμού στοχεύει στην εξασφάλιση είτε της φυσικής εξουσίας των κρατικών οργάνων επί των κατασχεθέντων πραγμάτων είτε της νομικής εξουσίας των δικαιοδοτικών οργάνων επ αυτών, προκειμένου να καταστεί αργότερα δυνατή η αποδεικτική αξιοποίησή τους, αφενός η πραγμάτωση της τυχόν δήμευσης 14, αφετέρου δε η καταστροφή τους, η οποία είναι πιθανό να διαταχθεί είτε από το δικαστικό συμβούλιο είτε από το δικαστήριο ανάλογα με το στάδιο της ποινικής διαδικασίας 15. Στην πραγματικότητα η κατάσχεση εμφανίζεται κυρίως ως αναγκαία συνέχεια της έρευνας, μέσω της οποίας κατάσχονται τα πράγματα που ανευρέθησαν κατά την έρευνα, ήτοι τα λεγόμενα πειστήρια του εγκλήματος, ώστε να βεβαιωθεί το έγκλημα και να ανακαλυφθούν και να συλληφθούν οι υπαίτιοι 1617. 13 βλ. ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 59-73. 14 βλ. ό.π. 9, Κωνσταντινίδη Ι. Αγγελο, σελ. 347. Η πλειονότητα των κατασχέσεων στη σύγχρονη εποχή τείνει να αποτελέσει επαχθέστατο μέτρο προς εξυπηρέτηση πρωτίστως της δήμευσης που τυχόν θα επιβάλει σε μεταγενέστερο στάδιο το δικαστήριο είτε ως παρεπόμενη ποινή είτε ως μέτρο ασφαλείας. 15 βλ. ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 50-51. 16 βλ. Πεπόνη Ζ. Γρηγόρη, Η κατ οίκον έρευνα εν καιρώ νυκτός προς ανεύρεσιν πειστηρίων, ΠοινΧρ ΜΓ, σελ. 346-350, Δ. Τσάτσο Α. Παπαδαμάκη Κ. Χρυσόγονο, Η νομιμότητα της κατ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη, ΠοινΔικ 7/2003, σελ. 813-820, αλλά και Κωνσταντινίδη Ι. Άγγελο, Έρευνες και Κατασχέσεις σε Δικηγορικά Γραφεία, μελέτη δημοσιευμένη σε Μνήμη ΙΙ Ι. Δασκαλόπουλου Κ. Σταμάτη Χρ. Μπάκα, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996, σελ. 583 επ./ ΠοινΧρ Με, σελ. 865 επ., καθώς και ΑΠ 1328/2003 (τμ. Ε ), ΝοΒ τ. 52/2004, σελ. 469-471. 17 βλ. Λίβο Δ. Νικόλαο, Η δικονομική αξιολόγηση των τυχαίων ευρημάτων, ΠοινΧρ ΜΗ /1998, σελ. 951 επ.
[16] Ως δραστικότατη ανακριτική πράξη, η κατάσχεση δεν θα μπορούσε να μη συνδέεται λειτουργικά με τις περισσότερες ανακριτικές πράξεις, ιδίως με τη διεξαγωγή κάθε είδους ερευνών. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν νομιμοποιείται η διενέργεια της κατάσχεσης εκτός του πλαισίου των ερευνών. Το σύνηθες, όμως, είναι η επιβολή της να συνιστά το αποτέλεσμα των ερευνών και σε μεγάλο βαθμό να εξαρτάται η εγκυρότητά της από τη νομιμότητα και την έγκυρη διεξαγωγή των προγενέστερων αυτής ερευνών 18. Εγγενής σκοπός του δικονομικού μέτρου της κατάσχεσης, δεδομένου του γεγονότος ότι πρόκειται για μία ανακριτική πράξη ανήκουσα συστηματικά στο τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου τμήματος του τρίτου βιβλίου του Κ.Π.Δ. και υπακούοντας στις βασικές αρχές της ανάκρισης, δεν μπορεί να είναι άλλος από τον ίδιο το σκοπό της ανάκρισης, όπως αυτός αποτυπώνεται στο αρ. 239 Κ.Π.Δ., δηλαδή η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων ώστε να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν κάποιος πρέπει να εισαχθεί σε δίκη προς περαιτέρω κρίση 19. Άλλωστε, με σαφήνεια συνάγεται ο σκοπός της κατάσχεσης και από το ίδιο το γράμμα του αρ. 280 Κ.Π.Δ., όπου προβλέπεται η κατάσχεση των εγγράφων και λοιπών αντικειμένων που βρέθηκαν σ αυτόν που έχει συλληφθεί και σχετίζονται με το τελεσθέν έγκλημα, η έκθεση και παράδοσή τους μ αυτόν στον αρμόδιο εισαγγελέα ή ανακριτή. Η κατάσχεση, δηλαδή, περισσότερων αντικειμένων απ αυτά που είναι αναγκαία ως πειστήρια για την εξακρίβωση του δράστη και την ανεύρεση της αλήθειας σχετικά με το έγκλημα υπερβαίνει το σκοπό της ρύθμισης και κινείται στα όρια της παρανομίας. Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, στο σημείο αυτό ότι όσον αφορά τη σύγχρονη τάση της γενικευμένης επιβολής του μέτρου της κατάσχεσης προς εξασφάλιση της μεταγενέστερης δήμευσης, αυτή δεν βρίσκει κάποιο αναγκαίο νομοθετικό έρεισμα. Με άλλα λόγια, η διάταξη της δήμευσης από το δικαστήριο δεν έχει ως αναγκαίο προαπαιτούμενο την κατάσχεση των αντικειμένων κατά την προδικασία, καθότι υπάρχει δυνατότητα 18 βλ. ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 70-71. Πρβλ Παναγιώτη Μπρακουμάτσο, Το επιτρεπτό ή μη των προληπτικών σωματικών ερευνών, ΠοινΧρ ΛΖ, σελ. 124-126. 19 βλ. Ανδρουλάκη Κ. Νικόλαο, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2012, σελ. 193 επ, 293-294, καθώς και Δαλακούρα Ι. Θεοχάρη, Επανάληψη της Διαδικασίας, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 53 επ.
[17] προηγούμενης κατάσχεσης των δημευτέων πραγμάτων όχι όμως και αντίστοιχη υποχρέωση ώστε να γίνεται λόγος ακόμη και για προεξόφληση της κρίσης του δικαστηρίου περί της επιβολής δήμευσης, όπως θα αναπτυχθεί αναλυτικότερα εν συνεχεία στην παρούσα 20. Είναι λανθασμένη, συνεπώς, η αντίληψη που προάγει την κατάσχεση ως πρόσχημα εξασφάλισης των δημευτέων αντικειμένων. Βέβαια, έχοντας συνήθως ρόλο προπαρασκευαστικό μιας μέλλουσας δήμευσης δεν θα μπορούσε παρά να προσλαμβάνει τον τελετουργικό συμβολικό χαρακτήρα της δήμευσης, στο μέτρο που μέσω αυτής η πολιτεία αποσπά από τα χέρια του δράστη το όργανο ή το προϊόν του εγκλήματος 21. Συνοψίζοντας, λοιπόν, η κατάσχεση ως δικονομικό μέτρο αποσκοπεί στην εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και στην εξασφάλιση των δημευτέων αντικειμένων εμφανίζοντας εξασφαλιστικό χαρακτήρα, καθότι μέσω αυτής επιχειρείται η συλλογή του αποδεικτικού υλικού για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας 22 και για την πρόοδο της διαδικασίας, χαρακτήρα κατασταλτικό καθώς δεν πρέπει να επιβάλλεται προληπτικά, αλλά σε βάρος περιουσίας που εμπλέκεται στην τέλεση κάποιου εγκλήματος και κυρίως εις βάρος προσώπου υπόπτου για την τέλεση κάποιου αδικήματος, κατά του οποίου μάλιστα έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου εμφανίζει εγκληματοπροληπτικό χαρακτήρα δεσμεύοντας αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία, χαρακτήρα καταναγκαστικό καθώς, ως προαναφέρθηκε, προσβάλλει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ελλειπούσης στις περισσότερες των περιπτώσεων της συναινέσεως του ιδιοκτήτη, όπως και χαρακτήρα εν μέρει κυρωτικό διότι μέσω του δικονομικού μέτρου της κατάσχεσης 20 βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1171/1989, ΠοινΧρ Μ /1990, σελ.455-456. 21 βλ. ό.π. 6, Παύλου Κλ. Στεφ., σελ. 45, καθώς και Γ. Κάβουρα, σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ άρθρο Τόμος Πρώτος (άρθρα 1-234), εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη,2 η έκδοση - 2014, σελ. 639 επ., ιδίως 642-643. 22 Η κατάσχεση αποσκοπεί με άλλα λόγια στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, της απάντησης της ποινικής δικαιοσύνης στην τέλεση ενός εγκλήματος και στην εν γένει πραγμάτωση του σκοπού της ποινικής δίκης. Σχετικά με το σκοπό της ποινικής δίκης βλ. Αλέξανδρο Π. Κωσταρά, Ποιος είναι τελικά ο σκοπός της ποινικής δίκης;, μελέτη δημοσιευμένη σε σε Μνήμη ΙΙ Ι. Δασκαλόπουλου, Κ. Σταμάτη, Χρ. Μπάκα, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996, σελ. 603-623, Μανωλεδάκη Ι., Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, Αρμ 11/1977, σελ. 705-711,ό.π. 19, Θεοχάρη Ι. Δαλακούρα, σελ. 53 επ., του ίδιου, Περί του σκοπού της ποινικής δίκης, ΠοινΛογ 5/2007, σελ. 1195-1214 και ό.π. 19, Ανδρουλάκη Κ. Νικόλαο, σελ. 193 επ.
[18] αφαιρείται από το δράστη ή τον τρίτο το μέσο τελέσεως της άδικης πράξης και τα προϊόντα του εγκλήματος. Ενώ, επομένως, στην εθνική έννομη τάξη η επιβολή του δικονομικού μέτρου της κατάσχεσης φαίνεται να αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην αναστολή και εξουδετέρωση της εγκληματικής δραστηριότητας του δράστη και την εξασφάλιση του αποδεικτικού υλικού προς εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας δίχως να υιοθετούνται στη δικονομική αυτή ρύθμιση οι σκοποί του μέτρου της κατάσχεσης όπως αυτοί αποτυπώνονται στο γερμανικό ποινικό δικονομικό δίκαιο 23. 1.1.1. Αντικείμενα που υπόκεινται στο δικονομικό μέτρο της κατάσχεσης και αντικείμενα ανεπίδεκτα κατάσχεσης Στις διατάξεις του Κ.Π.Δ. δε δύναται να εντοπίσει κανείς κατά τρόπο ρητό και σαφή ποια είναι ακριβώς τα πράγματα που υπόκεινται σε κατάσχεση 24. Γενικά απαγορεύεται να δημευθεί οτιδήποτε εμπίπτει στην εμβέλεια του επαγγελματικού απορρήτου του αρ. 212 Κ.Π.Δ. Σε αντιδιαστολή με τον Κ.Π.Δ. απαγόρευση ως προς την έκταση της κατάσχεσης εντοπίζεται στο αρ. 14 του Σ., ως προς την κατάσχεση εφημερίδων και λοιπών εντύπων 25, αλλά και στην παρ. 1 του αρ. 39 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4192/2013) όσον αφορά την έρευνα στο δικηγορικό γραφείο και κατάσχεση εγγράφων εις βάρος δικηγόρων, που είναι πληρεξούσιοι του κατηγορουμένου ή συνήγοροί του 26. Οι περιορισμοί αυτοί στα πλαίσια του δικονομικού μέτρου της κατάσχεσης τίθενται προς 23 Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τους σκοπούς της κατάσχεσης στο γερμανικό Κ.Π.Δ. βλ. ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 77-84, όπου γίνεται λόγος για την κατάσχεση με σκοπό: (α) την εξασφάλιση της αυτοπρόσωπης παρουσίας, της αποτροπής της φυγοδικίας και της εξασφάλισης της εκτέλεσης των ποινών στον ΓερμΚΠΔ, (β) την εξασφάλιση των χρηματικών ποινών, (γ) την αποτροπή του κατηγορουμένου να χρησιμοποιήσει περιουσιακά του στοιχεία για εγκληματικούς σκοπούς (προσιδιάζει στον εν μέρει εγκληματοπροληπτικό σκοπό που εμφανίζει και στο ελληνικό ποινικοδικονομικό δίκαιο το μέτρο της κατάσχεσης) και (δ) για την εξασφάλιση των απαιτήσεων του θύματος. 24 Κατά τον Αργ. Καρρά δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων τα αντικείμενα ή έγγραφα, τα οποία υπόκεινται σε κατάσχεση, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση καθορίζονται σε συσχέτισή τους με ορισμένο έγκλημα (Αργ. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4 η έκδοση, 2011, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 498 επ.). Επίσης, κατά τον Δ. Συμεωνίδη θεμέλιο για την επιβολή κατάσχεσης αποτελεί καταρχάς η κρίση για την εύλογη συσχέτιση του πράγματος που κατάσχεται με το έγκλημα που φέρεται να έχει τελεστεί, είτε από αποδεικτική άποψη, είτε για λόγους που αφορούν την εξασφάλιση πιθανής (μελλοντική ) δήμευσης (βλ. ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 52 επ.) 25 βλ. σχετικά Λάμπρο Μαργαρίτη, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία Ι, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη,2006, σελ. 506-518. 26 βλ. σχετικά ό.π. 16, Κωνσταντινίδη Ι. Άγγελο.
[19] προάσπιση της ελευθεροτυπίας και την απαγόρευση της λογοκρισίας κατά το αρ. 14 του Σ. Αναφορικά δε με την απαγόρευση ερευνών σε δικηγορικά γραφεία και της κατάσχεσης εγγράφων που βρίσκονται εις χείρας δικηγόρων σημειωτέον είναι ότι αυτή υπαγορεύεται από την προστασία του δημόσιου συμφέροντος στα πλαίσια της ποινικής δίκης, η οποία προστατεύει πρωταρχικώς την εμπιστοσύνη του κοινού σε συγκεκριμένα επαγγέλματα και ακολούθως τη σφαίρα των ιδιωτικών απορρήτων. Εν συνεχεία, ακατάσχετα καθίστανται βάσει του αρ. 21 παρ. 3 της από 18.04.1961 Σύμβασης της Βιέννης «περί διπλωματικών σχέσεων» τα διπλωματικά έγγραφα, όπως αντίστοιχα και στο αρ. 31 παρ. 2 της ίδιας Σύμβασης, ενώ συναφώς στο αρ. 33 της από 24.04.1963 Σύμβασης της Βιέννης ορίζεται ότι τα προξενικά αρχεία και έγγραφα είναι απαραβίαστα σε κάθε χρόνο και σε οποιοδήποτε χώρο και στο αρ. 61 της Σύμβασης αυτής προβλέπεται ότι τα προξενικά έγγραφα ορισμένης προξενικής αρχής είναι απαραβίαστα μόνο αν είναι διαχωρισμένα από τα άλλα έγγραφα. Μη δεκτικό κατασχέσεως, άλλωστε, είναι κάθε έγγραφο που σχετίζεται με το απόρρητο των επικοινωνιών, όπως και κάθε έγγραφο που τηρείται σε κάθε τηλεγραφικό γραφείο και αρχείο υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών, εκτός κι αν ρητά συναινούν προς την ανακριτική πράξη της κατάσχεσης τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται συγκεκριμένο έγγραφο. Μια γενική και αφηρημένη προσέγγιση των αντικειμένων δεκτικών κατάσχεσης εμφανίζεται στο αρ. 258 Κ.Π.Δ., όπου προβλέπεται ότι τα πράγματα που βρέθηκαν κατάσχονται και υποβάλλονται σε μεσεγγύηση με την τήρηση των αρ. 259 και 264 266. Πρόκειται, βέβαια, για μια βεβιασμένη προσπάθεια, η οποία συνδέει εν τοις πράγμασι γενικώς και αορίστως την κατάσχεση αφενός με τον ευρύτερο όρο του πράγματος δίχως περαιτέρω να τον συγκεκριμενοποιεί, αφετέρου με τον ανακριτικό ρόλο της έρευνας, όπως αυτός αποτυπώνεται στο αρ. 253 Κ.Π.Δ. Βάσει του αρ. 258 Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι κάθε πράγμα που ερευνάται και μπορεί να κατασχεθεί, κατάσχεται. Δεν γίνεται, δηλαδή, καμία διάκριση τι είδους πράγματα μπορούν να κατασχεθούν 27. Κατ αυτόν τρόπο, κατάσχονται τα όπλα, το μεταφορικό μέσο στα πλαίσια διενέργειας πράξεως λαθρεμπορίας, τα ναρκωτικά, κίβδηλα νομίσματα, πλαστά χρήματα και λοιπά έγγραφα, 27 βλ. Γνμδ 5/10.9.2012, ΠοινΧρ ΞΒ/2012, σελ. 623/ΠοινΔικ 10/2012, σελ. 889.
[20] εκρηκτικές ύλες, κ.τ.λ., όπως και τα ευπαθή πειστήρια βιολογικού υλικού. Πόσο εύκολα, όμως, θα δεχόμασταν την κατάσχεση και την ακόλουθη δήμευση ενός αντικειμένου που επ ευκαιρία χρησίμευσε στο δράστη κατά την τέλεση του αδικήματος και δεν προοριζόταν εκ κατασκευής για την τέλεση αδικημάτων, όπως π.χ. του σελιδοκόπτη; Η κατάσχεση, συνεπώς, φαίνεται να επιβάλλεται από τη μια πλευρά στα πειστήρια του εγκλήματος, ήτοι σ όλα εκείνα τα πράγματα που είναι αναγκαία για αποδεικτικούς σκοπούς 28 και από την άλλη πλευρά σ εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επιβάλλεται η δήμευση είτε ως παρεπόμενη ποινή είτε ως μέτρο ασφαλείας. Επιβάλλεται, δηλαδή, το μέτρο της κατάσχεσης στα άμεσα και έμμεσα προϊόντα του εγκλήματος (producta sceleris) ή τα υποκατάστατά τους, σε ότι δηλαδή αποκτήθηκε από αυτά. Η κατηγορία, όμως, αυτή των προϊόντων του εγκλήματος έχει καταστεί στις μέρες μας ιδιαιτέρως ευρεία καλύπτοντας κάθε είδους δημευτέα έσοδα εγκληματικών δραστηριοτήτων και των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων, ως ορίζεται στο νόμο για το ξέπλυμα χρήματος (αρ. 2 του Ν. 2331/1995, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το αρ. 46 του Ν. 3691/2008) 29. Επίσης, 28 ΠλΑθ 2367/1977, ΠοινΧρ ΚΗ /1978, σελ. 63-67, ιδίως σελ 63. 29 Σχετικά με το ξέπλυμα χρήματος και την ποινικοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες βλ. Βασιλακόπουλο Μιχ. Παναγιώτη, Ξέπλυμα Βρώμικου Χρήματος (Κριτικές παρατηρήσεις στις ποινικές διατάξεις του Νόμου 2331/1995), ΠοινΧρ ΜΣΤ /1996, σελ. 1361 επ., Αθανασία Ι. Διονυσοπούλου, Η δήμευση των προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας. Παρατηρήσεις και de lege ferenda προτάσεις στις διατάξεις του Ν. 2331/95, Υπερ/2000, σελ. 793-805, Στέφανο Παύλου, Το «Πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών» στην προδικασία για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν. 2331/1995), ΠοινΧρ ΝΕ / 2005, σελ. 769-777, του ιδίου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες Από τον Ν. 2331/1995 στον Ν. 3424/2005: η εξέλιξη και γιγάντωση μίας δογματικής και κυρωτικής εκτροπής, ΠοινΧρ ΝΣΤ /2006, σελ. 342-351, Γιώργο Δημήτραινα, Η διεύρυνση (;) της έννοιας της «βασικής» εγκληματικής πράξης στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ΠοινΧρ ΝΣΤ /2006, σελ. 351 επ., του ίδιου, Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Οι ανακριτικές διατάξεις δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα των διατάξεων για την κατάσχεση και ειδική δήμευση των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (από το ν. 2331/1995 στο ν. 3691/2008), ΠοινΧρ ΝΗ /2008, σελ. 943-955, Νικόλαο Δ. Λίβο, Πολύ κακό για το τίποτα : Οι ανακριτικές αρμοδιότητες της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ΠοινΧρ ΝΣΤ /2006, σελ. 381-384, Συμεωνίδου Καστανίδου Ελισάβετ, Το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων μετά το Ν. 3424/2005, ΠοινΔικ 2/2007, σελ. 151 επ., ΣυμβΠλημΜεσολ 17/2006, ΠοινΔικ 2/2007, σελ. 151, Καϊάφα Γκμπάντι Μαρία, Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: Βασικά χαρακτηριστικά του ν. 3691/2008 και δικαιοκρατικά όρια, μελέτη δημοσιευμένη σε Τιμητικό Τόμο Καλλ. Δ. Σπινέλλη, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010, σελ. 1115 επ., ομοίως ΠοινΧρ ΝΗ /2008, σελ. 917-933, καθώς και Σωτήρη Μπαλτά, Η κατ αρ. 48 παρ. 5 Ν 3691/2008 έκδοση Απόφασης από τον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 Ν 3691/2008, όπως ισχύει μετά το Ν 3932/2011, περί δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων σε βάρος προσώπου για το οποίο ήδη διεξάγεται κύρια ανάκριση, προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, τα δικονομικά ζητήματα αρμοδιότητας που ανακύπτουν, οι τρόποι αντιμετώπισής τους και τα μέσα άμυνας του βλαπτομένου
[21] το μέτρο αυτό δικονομικού καταναγκασμού επιβάλλεται στα μέσα τέλεσης (instrumenta sceleris) του εγκλήματος, των οποίων προβλέπεται εκ του νόμου η δήμευσή τους είτε ανήκαν στο δράστη του εγκλήματος ή στο συμμέτοχο είτε σε τρίτον, όπως προκύπτει από το αρ. 76 Π.Κ. και το αρ. 2 του προαναφερόμενου νόμου για το ξέπλυμα χρήματος. Τέλος, η κατάσχεση επιβάλλεται σε βάρος αντικειμένων που είναι επικίνδυνα γα τη δημόσια τάξη και τα οποία κατά την πορεία της ποινικής διαδικασίας θα δημευτούν κατ επιταγή του αρ. 76 παρ. 2 Π.Κ. 30 Στον κύκλο πλέον των κατασχετέων πραγμάτων, ενόψει της εξέλιξης της τεχνολογίας, υπόκεινται και ψηφιακά πειστήρια, αυτά δηλαδή που περιέχουν οιαδήποτε πληροφορία για τη διαλεύκανση της τέλεσης του εγκλήματος, όπως η κεντρική μονάδα του Η/Υ και σκληροί δίσκοι που βρίσκονται εκτός της μονάδας του Η/Υ και DATA tapes, δισκέτες, CDs, συσκευές συνδεδεμένες με τη μονάδα του Η/Υ, κ.τ.λ. 31 Δεδομένης της ευρύτητας, επομένως, που εμφανίζει το ζήτημα των υποκειμένων σε κατάσχεση και μη δεκτικών κατασχέσεως αντικειμένων, σε περίπτωση αμφισβήτησης από τη πλευρά των διαδίκων του κατασχετού ή μη ενός αντικειμένου επιλαμβάνεται το δικαστικό συμβούλιο κατ αρ. 307 περ. β Κ.Π.Δ. και 268 παρ. 3 Κ.Π.Δ. στα πλαίσια της διενέργειας κύριας ανάκρισης, ενώ στα πλαίσια της προανάκρισης αρμόδιος να αποφανθεί είναι κατ αρ. 243 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ο Εισαγγελέας που εποπτεύει τη διενέργεια αυτής. 1.2. Ορισμός και μορφές δήμευσης Η δήμευση στο εσωτερικό ποινικό δίκαιο προβλέπεται στο κεφάλαιο των μέτρων ασφαλείας του Π.Κ. και συγκεκριμένα στο αρ. 76, δίχως όμως εξ αυτού του λόγου να εκλαμβάνεται αβίαστα ως ένα αμιγώς μέτρο ασφαλείας. Η δήμευση, λοιπόν, παρουσιάζει διφυή χαρακτήρα, καθώς αφενός επιβάλλεται ως παρεπόμενη ποινή σε περίπτωση καταδίκης επί αντικειμένων που συνδέονται με το διαπραχθέν έγκλημα, αφετέρου δε ως μέτρο ασφαλείας. Στην πρώτη περίπτωση η δήμευση επιβάλλεται δυνητικώς από το δικαστήριο, εκτός κι αν προβλέπεται από διάταξη νόμου η κατά της Απόφασης, ΠοινΔικ 3/2011, σελ. 353-366, ΣυμβΠλημΘεσ 828/2014, ΠοινΔικ 1/2015, σελ. 13-17. 30 βλ. ό.π. 9, Κωνσταντινίδη Ι. Άγγελο, σελ. 347, ό.π. 11, Δέδε Γ. Χρίστο, 365-366, ό.π. 6 Παύλου Στέφανο, σελ. 71-92, καθώς και ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 52-59. 31 βλ. Αγγελόπουλο Δ. Πάσχο Ι, Κατάσχεση Ανάλυση ψηφιακών πειστηρίων, ΠοινΔικ 4/2003, σελ. 438 επ.
[22] υποχρεωτική επιβολή της δήμευσης, ενώ στην περίπτωση που επιβάλλεται ως μέτρο ασφαλείας είναι πάντοτε υποχρεωτική 32. Οι παρεπόμενες ποινές συνιστούν κυρώσεις που συνοδεύουν μία κύρια ποινή και προβλέπονται στα αρ. 59 έως 66 Π.Κ. (: στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων), στο αρ. 67 Π.Κ. (:απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος), στο αρ. 68 Π.Κ. (: δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης) και στο αρ. 76 παρ. 1 Π.Κ. (:δήμευση) 33. Εν αντιθέσει, το μέτρο ασφαλείας είναι κακόν, υπό νόμου τινός ρυθμιζόμενον και υπό του ποινικού δικαστού καταγιγνωσκόμενον, κατά των ποινικώς ανευθύνων ή χρηζόντων θεραπευτικής αγωγής ποινικώς υπευθύνων εγκληματιών, ως αντίδρασις της εννόμου τάξεως κατά του επικινδύνου της προσωπικότητος αυτών 34. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 του αρ. 76 Π.Κ. η δήμευση στην πρώτη της μορφή έχει χαρακτήρα παρεπόμενης ποινής. Επιβάλλεται, δηλαδή, επί αντικειμένων που είτε είναι προϊόντα του τελεσθέντος εγκλήματος είτε απετέλεσαν μέσα προς την τέλεση αυτού κατόπιν εκφοράς οριστικής δικαιοδοτικής κρίσης επί της ουσίας της υποθέσεως. Για την επιβολή της απαιτείται η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων του τελικού αξιοποίνου και η κατάγνωση κύριας ποινής στον ιδιοκτήτη του κατά περίπτωση αντικειμένου, ο οποίος θα πρέπει να είναι ή ο δράστης του εγκλήματος ή συμμέτοχος στην τέλεση αυτού 35. Υπακούοντας, συνεπώς, στην αρχή της ενοχής κατ αρ. 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Σ. λειτουργεί ως πρόσθετη κύρωση για την αξιόποινη πράξη εξυπηρετώντας αυτοτελώς την 32 βλ. ό.π. 21, Γ. Κάβουρα, σελ. 641, Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου Γενικό Μέρος ΙΙ, εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, 2012, σελ. 108-116, Αγγ. Ν. Μπουρόπουλο, Η Δήμευσις εις τους Νέους Ποινικούς Κώδικας, ΠοινΧρ Β /1952, σελ. 161-167, Αντ. Γ. Φλώρο, Περί του Επιτρεπτού της Δημεύσεως, ΠοινΧρ ΙΕ /1965, σελ. 577-585, Ν. Κ. Αδρουλάκη, Ιδιωτική Γνωμοδότησις, ΠοινΧρ ΚΗ, σελ. 361-364, Υπερ 1991, σελ. 712 επ., Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, Η αρχή της αναλογίας κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και ιδιαίτερα κατά την δήμευση, Υπερ 1991, σελ. 731-741, καθώς και ΣυμβΠλημΑθ 1673/2012, ΠοινΔικ 5/2013, σελ. 388-389. 33 βλ. Μ. Καϊάφα Γκμπάντι Ν. Μπιτζιλέκη Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ. 51 επ. 34 βλ. Αλέξανδρο Ηλ. Κατσαντώνη, Ποινικό Δίκαιον Γενικόν Μέρος (Τόμος Δεύτερος) -Η διδασκαλία περί ποινής και μέτρων ασφαλείας, 1978, σελ. 18. Βλ. επίσης ό.π. 33, Μ. Καϊάφα Γκμπάντι Ν. Μπιτζιλέκη Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου, σελ. 18-22 και 79 επ., Νικόλαο Α. Παρασκευόπουλο, Μεταξύ τιμωρίας και θεραπείας: Τα μέτρα ασφαλείας του Ποινικού Κώδικα, μελέτη δημοσιευμένη σε Μνήμη Ν. Χωραφά Η. Γάφου Κ. Γαρδίκα (Β τόμος), εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1986, σελ. 227 248, όπως και Ηλία Γ. Αναγνωστόπουλο, «Επικίνδυνοι» Κατηγορούμενοι και Δικονομικά Προληπτικά Μέτρα, ΠοινΧρ ΛΓ, σελ. 769-784. 35 βλ. ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 86 88, ό.π. 21, Γ. Κάβουρα, σελ. 643-644,ό.π. 33 Μ. Καϊάφα Γκμπάντι Ν. Μπιτζιλέκη Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου, σελ. 68 επ., καθώς και ό.π 34, Αλέξανδρο Ηλ. Κατσαντώνη, σελ. 103-106.
[23] ανταποδοτική απαντητική λειτουργία της ποινής, συμβάλλοντας συνάμα και στη γενικοπροληπτική και ειδικοπροληπτική λειτουργία της κύριας ποινής 36. Εν συνεχεία, η δήμευση που προβλέπεται στην παρ. 2 του αρ. 76 Π.Κ. αφορά τα ίδια αναφερόμενα στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου αντικείμενα, ήτοι στα προϊόντα του εγκλήματος ή στα υποκατάστατα αυτών και στα μέσα τέλεσης του εγκλήματος. Ειδικότερα, φέρει το χαρακτήρα του μέτρου ασφαλείας και επιβάλλεται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ανεξαρτήτως της καταδίκης ή μη του κατηγορουμένου και ανεξαρτήτως από το αν το πράγμα ανήκει στον κατηγορούμενο ή σε τρίτο πρόσωπο. Βασική προϋπόθεση επιβολής της είναι να προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης, οπότε και η επιβολή της είναι υποχρεωτική σε αντιδιαστολή με το δυνητικό χαρακτήρα που εμφανίζει όταν επιβάλλεται ως παρεπόμενη ποινή 37. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της δήμευσης ως μέτρου ασφαλείας, η ελλείπουσα και μη εξεταζόμενη καν ποινική ευθύνη του κυρίου του αντικειμένου που πρόκειται να δημευθεί, υποκαθίσταται από το στοιχείο της επικινδυνότητας για τη δημόσια τάξη, που πρέπει να αποδεικνύεται ότι εκπηγάζει από το αντικείμενο που πρόκειται να δημευθεί. Ενόψει των ως άνω εκτεθέντων, η δήμευση ως μέτρο ασφαλείας παρουσιάζει κατά κύριο λόγο χαρακτήρα εξασφαλιστικό και επιβάλλεται όχι ως κύρωση για μια εγκληματική και τελικώς αξιόποινη πράξη, αλλά επ ευκαιρία μιας άδικης συμπεριφοράς και με αναγωγή στην ίδια την επικινδυνότητα του δημευτέου 38. Η επιβολή της δήμευσης υπό τη μορφή του μέτρου ασφαλείας βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στην παρ. 1 του αρ. 17 Σ. συνιστώντας επιτρεπτή κάμψη του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που θεμελιώνεται ακριβώς στον αντικειμενικό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, που εκπηγάζει από την κατοχή αυτών των αντικειμένων και συνακόλουθα αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον. Μάλιστα κατ αρ. 7 παρ. 3 Σ. απαγορεύεται η γενική δήμευση, ενώ η τυχόν επιβολή της ειδικής δήμευσης υπακούει στον κανόνα της μη καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του αρ. 25 Σ. 36 βλ. ό.π. 6, Παύλου Στέφανο, σελ. 49-50. 37 βλ. Ν. Παρασκευόπουλο σε Ποινολογία (Άρθρα 50-133 ΠΚ), εκδόσεις Σάκκουλα, ζ έκδοση, 2005, σελ. 114 επ., ό.π. 12, Συμεωνίδη Γ. Δημήτρη, σελ. 89-90, ό.π. 21, Γ. Κάβουρα, σελ. 644-645, καθώς και ό.π 34, Αλέξανδρο Ηλ. Κατσαντώνη, σελ. 114-115. 38 βλ. ό.π. 6, Παύλου Στέφανο, σελ. 50-51.