ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 29.10.2004 COM(2004) 730 τελικό 2004/0256 (COD) Πρόταση Ο ΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συµβουλίου όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύµου εταιρίας και τη διατήρηση και τις µεταβολές του κεφαλαίου της SEC(2004) 1342 (υποβληθείσα από την Επιτροπή) EL EL
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 1.1. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Η δεύτερη οδηγία για το εταιρικό δίκαιο 1 εκδόθηκε το 1976 µε σκοπό το συντονισµό, για την προστασία των συµφερόντων των εταίρων και τρίτων, των εθνικών διατάξεων που ισχύουν για τις ανώνυµες εταιρίες στους ακόλουθους ιδίως τοµείς: τη σύσταση της εταιρίας, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τις διανοµές στους µετόχους, την αύξηση του κεφαλαίου και τη µείωση του κεφαλαίου. Ο γενικός στόχος της οδηγίας είναι να προσδιοριστούν οι όροι που πρέπει να πληρούνται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση του κεφαλαίου της εταιρίας προς το συµφέρον των πιστωτών. Επιπλέον, αποσκοπεί στην προστασία των µειοψηφούντων µετόχων και κατοχυρώνει την αρχή της ίσης µεταχείρισης των µετόχων που έχουν την ίδια θέση. Η παρούσα πρόταση τροποποίησης της οδηγίας σκοπό έχει να διευκολύνει τα µέτρα σχετικά µε το κεφάλαιο που λαµβάνονται από τις ανώνυµες εταιρίες. Έτσι, τα κράτη µέλη θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να καταργήσουν σε ορισµένες περιπτώσεις συγκεκριµένες απαιτήσεις πληροφόρησης, έτσι ώστε να διευκολύνονται, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, συγκεκριµένες µεταβολές όσον αφορά την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Επίσης, πράγµα εξίσου σηµαντικό, θα έχουν τη δυνατότητα να θεσπίσουν µια κατά βάση εναρµονισµένη νοµοθετική διαδικασία για τους πιστωτές σε ορισµένες περιπτώσεις στο πλαίσιο µείωσης του κεφαλαίου. Κατ αυτό τον τρόπο, οι εταιρίες θα είναι σε θέση, όσον αφορά το µέγεθος, τη διάρθρωση και την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, να αντιδρούν ταχύτερα, µε χαµηλότερο κόστος και µε µεγαλύτερη ευελιξία στις εξελίξεις που λαµβάνουν χώρα στις αγορές που τις επηρεάζουν. Ο προτεινόµενος εκσυγχρονισµός της δεύτερης οδηγίας αναµένεται ότι θα συµβάλει στη βελτίωση της αποτελεσµατικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να µειώνεται η προστασία που παρέχεται στους µετόχους και τους πιστωτές, όπως προβλέπεται στην "Ανακοίνωση 2 της Επιτροπής στο Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Εκσυγχρονισµός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση Ένα πρόγραµµα για την επίτευξη προόδου". 1 2 εύτερη οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 13 ης εκεµβρίου 1976 περί συντονισµού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη µέλη εκ µέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συµφερόντων των εταίρων και τρίτων µε σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναµες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύµου εταιρίας και τη διατήρηση και τις µεταβολές του κεφαλαίου της (77/91/EΟΚ), ΕΕ αριθ. L 26, 31.1.1977, σ. 1., όπως τροποποιήθηκε τελευταία µε την πράξη προσχώρησης του 2003 (ΕΕ L 236, τόµος 46, 23.9.2003). Έγγραφο της Επιτροπής COM(2003) 284 τελικό. EL 2 EL
1.2. ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας απλούστευσης της νοµοθεσίας για την εσωτερική αγορά (SLIM) που θεσπίστηκε από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998, η οµάδα εργασίας εταιρικού δικαίου εξέδωσε τον Σεπτέµβριο του 1999 έκθεση για την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου 3. Η έκθεση αυτή περιλαµβάνει συστάσεις για τους τοµείς στους οποίους θα µπορούσαν να γίνουν απλοποιήσεις. Οι κυριότερες συστάσεις σχετικά µε τη δεύτερη οδηγία υπογραµµίζουν ιδίως την ανάγκη να καταργηθούν, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, οι υποχρεώσεις πληροφόρησης σε συγκεκριµένες περιπτώσεις (έκδοση µετοχών έναντι εισφορών σε είδος, αποκλεισµός των δικαιωµάτων προτίµησης), να διευκολυνθεί η απόκτηση από µια εταιρία δικών της µετοχών, να διευκολυνθεί η χρηµατοδοτική συνδροµή εκ µέρους µιας εταιρίας για την αγορά µετοχών της από τρίτο και να οργανωθούν µε πιο ορθολογικό τρόπο τα δικαιώµατα που συνδέονται µε τη συµµετοχή στο µετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας. Στην έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο 4, η Επιτροπή δήλωσε ότι συµφωνούσε µε τους γενικούς στόχους των κυριότερων συστάσεων όσον αφορά τη δεύτερη οδηγία και ότι θα µελετούσε ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για την κατάλληλη τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας. Πράγµατι, όπως διαπιστώθηκε στην "Έκθεση για ένα σύγχρονο ρυθµιστικό πλαίσιο για το εταιρικό δίκαιο στην Ευρώπη" (που εκδόθηκε τον Νοέµβριο του 2002 από την "οµάδα εµπειρογνωµόνων υψηλού επιπέδου για το εταιρικό δίκαιο"), οι περισσότερες από τις προτάσεις της οµάδας SLIM θα ήταν σκόπιµο να εφαρµοστούν. Επιπλέον, η οµάδα υψηλού επιπέδου διατύπωσε ορισµένες συµπληρωµατικές υποδείξεις για τον εκσυγχρονισµό της δεύτερης οδηγίας. Συνεπώς, η Επιτροπή έθεσε ως προτεραιότητα για το άµεσο µέλλον την επεξεργασία πρότασης οδηγίας για την τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας σύµφωνα µε τις κατευθύνσεις αυτές, βάσει του παραρτήµατος 1 της ανωτέρω ανακοίνωσης, που προβλέπει την απλοποίηση της δεύτερης οδηγίας µε βάση τις συστάσεις της οµάδας SLIM όπως συµπληρώθηκαν από την προαναφερθείσα έκθεση της οµάδας υψηλού επιπέδου ("SLIM-Plus"). 1.3. ΟΙ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ Όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά µε το κεφάλαιο των ανωνύµων εταιριών, που επιχειρούνται να απλοποιηθούν µε την παρούσα πρόταση, οι βασικές απαιτήσεις που προβλέπονται στη δεύτερη οδηγία έχουν ως εξής: - Οι µετοχές δεν µπορούν να εκδίδονται σε τιµή χαµηλότερη της ονοµαστικής αξία τους, ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονοµαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας τους. Η απαγόρευση αυτή ισχύει σε όλες τις εκδόσεις µετοχών χωρίς εξαίρεση, και όχι µόνο 3 4 Συστάσεις της οµάδας εταιρικού δικαίου SLIM για την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου, Σεπτέµβριος 1999. Έκθεση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο σχετικά µε τα αποτελέσµατα της τέταρτης φάσης του SLIM, COM(2000) 56 τελικό της 4 ης Φεβρουαρίου 2000. EL 3 EL
στην αρχική έκδοση µετοχών κατά τη σύσταση της εταιρίας. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν µπορούν να πραγµατοποιηθούν µεταγενέστερες εκδόσεις µετοχών σε ονοµαστική ή λογιστική αξία χαµηλότερη από εκείνη προηγούµενης έκδοσης, εφόσον η τιµή στην οποία εκδίδονται οι νέες µετοχές πληροί την προαναφερθείσα προϋπόθεση. - Η έκδοση µετοχών έναντι εισφορών σε είδος υπόκειται στην υποχρέωση αποτίµησης από έναν ή περισσότερους ανεξάρτητους εµπειρογνώµονες. - Ο εξορθολογισµός των δικαιωµάτων που συνδέονται µε τη συµµετοχή στο κεφάλαιο της εταιρίας, αν υποτεθεί ότι υπάρχει µια τέτοια δυνατότητα, υπόκειται καταρχήν σε προηγούµενη έγκριση που παρέχεται από το καταστατικό, τη συστατική πράξη ή/και τη γενική συνέλευση. - Η απόκτηση εκ µέρους της εταιρίας των δικών της µετοχών υπόκειται καταρχήν σε έγκριση από τη γενική συνέλευση που παρέχεται µόνο για µια ορισµένη χρονική περίοδο και µόνο για ορισµένο τµήµα του κεφαλαίου της εταιρίας. - Η χρηµατοδοτική συνδροµή που χορηγείται από την εταιρία για την απόκτηση των µετοχών της από τρίτους είναι δυνατή µόνο σε πολύ περιορισµένες περιπτώσεις και µέχρι ενός ορισµένου ορίου. - Ο αποκλεισµός των δικαιωµάτων προτίµησης σε αυξήσεις κεφαλαίου µε εισφορές σε µετρητά υπόκειται στην έγκριση της γενικής συνέλευσης και πρέπει να αποτελέσει αντικείµενο γραπτής έκθεσης από το διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση. - Σ περιπτώσεις µείωσης του κεφαλαίου, εναπόκειται στα κράτη µέλη να προσδιορίσουν τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώµατος του πιστωτή να λάβει κατάλληλες εγγυήσεις. 1.4. Οµοιότητες ή διαφορές σε σχέση µε υφιστάµενες διατάξεις ή πράξεις Λαµβάνοντας υπόψη τις οµοιότητες και τις διαφορές µεταξύ αφενός των άρθρων 39α και 39β της παρούσας πρότασης και αφετέρου των διατάξεων της οδηγίας 2004/25/ΕΚ σχετικά µε τις δηµόσιες προσφορές εξαγοράς που αφορούν τα δικαιώµατα υποχρεωτικής εκχώρησης και υποχρεωτικής εξαγοράς µετοχών των µετόχων πλειοψηφίας και µειοψηφίας, αντίστοιχα, η παρούσα πρόταση προβλέπει σαφώς ότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις υπερισχύουν των πρώτων στο πλαίσιο προσφορών εξαγοράς εντός του πεδίου εφαρµογής της οδηγίας 2004/25/ΕΚ. 1.5. Συνεκτικότητα µε άλλες πολιτικές Στην ανακοίνωσή της στο Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µε τίτλο "Εκσυγχρονισµός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση Ένα πρόγραµµα για την επίτευξη προόδου" που εκδόθηκε τον Μάιο του 2003 5, η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι µια απλοποίηση της δεύτερης οδηγίας µε βάση τις προτάσεις και τις συστάσεις που προαναφέρθηκαν στο σηµείο 1.2 θα συνέβαλλε αισθητά στην προώθηση της αποτελεσµατικότητας και της 5 Βλ. έγγραφο της Επιτροπής COM(2003) 284 τελικό. EL 4 EL
ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να µειώνεται η προστασία των µετόχων και των πιστωτών. Στην προαναφερθείσα ανακοίνωση επισηµαίνεται ότι µια κατάλληλη πρόταση για την τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα µέτρα εκσυγχρονισµού του εταιρικού δικαίου που πρέπει να θεσπιστεί σε βραχυπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα. Επιπλέον, µε την επιχειρούµενη απλούστευση και µείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων για τις εταιρίες, η παρούσα πρόταση συµβάλλει στην εφαρµογή του πλαισίου δράσης της Επιτροπής του Φεβρουαρίου 2003 σχετικά µε την "Ενηµέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτηµένου" 6. Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται στο φάσµα των ενεργειών της Επιτροπής στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας "Απλούστευση και βελτίωση του ρυθµιστικού περιβάλλοντος" του Ιουνίου 2002 7, που αποβλέπει µεταξύ άλλων στη βελτίωση του ρυθµιστικού περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις έτσι ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά τους, σύµφωνα µε τους στόχους της στρατηγικής της Λισσαβόνας. 2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΜΕ ΤΑ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ 2.1. Συγκέντρωση και αξιοποίηση γνωµών εµπειρογνωµόνων Οι βασικές διατάξεις που προβλέπονται στην πρόταση εµπνέονται από τις συστάσεις που διατύπωσε η οµάδα εργασίας για το εταιρικό δίκαιο το Σεπτέµβριο του 1999, στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας απλούστευσης της νοµοθεσίας για την εσωτερική αγορά (SLIM) που εγκαινιάστηκε από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998. Η οµάδα αυτή, που πραγµατοποίησε τρεις συσκέψεις µέσα στο 1999, απαρτιζόταν από δηµοσίους υπαλλήλους, νοµικούς του κλάδου του εταιρικού δικαίου και πανεπιστηµιακούς από τα κράτη µέλη. Οι συστάσεις της οµάδας SLIM σχετικά µε τη δεύτερη οδηγία και οι πρακτικές επιπτώσεις τους συζητήθηκαν στη συνέχεια µε εµπειρογνώµονες του εταιρικού δικαίου των κρατών µελών σε συνεδριάσεις που πραγµατοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2000 και τον Μάρτιο του 2001. Από τις συζητήσεις αυτές προέκυψε ότι υπήρχε συµφωνία όσον αφορά τις κυριότερες συστάσεις σχετικά µε τη δεύτερη οδηγία, ενώ έπρεπε να εξεταστούν αναλυτικότερα ορισµένα τεχνικά θέµατα. Με την ευκαιρία της σύστασης της "οµάδας υψηλού επιπέδου εµπειρογνωµόνων εταιρικού δικαίου" από την Επιτροπή τον Σεπτέµβριο του 2001, θεωρήθηκε σκόπιµο να ανατεθεί στην οµάδα αυτή το έργο της αναλυτικότερης εξέτασης µιας ενδεχόµενης απλούστευσης των κανόνων εταιρικού δικαίου µε βάση την έκθεση SLIM για τη δεύτερη οδηγία. 6 7 COM(2003) 71 βλ. επίσης την πρώτη και τη δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά µε την ανακοίνωση αυτή: COM(2003) 623 και COM(2004) 432. COM(2002) 278. EL 5 EL
2.2. ιαβουλεύσεις Μετά από µια εκτεταµένη δηµόσια διαβούλευση µεταξύ άλλων σχετικά µε τις πιθανές προσεγγίσεις για τη µεταρρύθµιση του ευρωπαϊκού συστήµατος στον τοµέα του κεφαλαίου (που ξεκίνησε κατά το δεύτερο τρίµηνο του 2002), η οµάδα υψηλού επιπέδου επιβεβαίωσε στην έκθεση που συνέταξε µε τίτλο «ένα σύγχρονο ρυθµιστικό πλαίσιο για το εταιρικό δίκαιο στην Ευρώπη» (που εκδόθηκε τον Νοέµβριο του 2002), ότι οι περισσότερες προτάσεις της οµάδας SLIM, όπως τροποποιήθηκαν σε κάποιο βαθµό από την οµάδα υψηλού επιπέδου, θα ήταν πράγµατι σκόπιµο να τεθούν σε εφαρµογή. Η προσέγγιση της Επιτροπής για την απλούστευση της δεύτερης οδηγίας, µε βάση τα πορίσµατα των ανωτέρω οµάδων εµπειρογνωµόνων και της διαβούλευσης που πραγµατοποιήθηκε, και όπως παρουσιάστηκε στη συνέχεια στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής, εγκρίθηκε και πάλι από την συντριπτική πλειοψηφία των φορέων που απάντησαν στη δηµόσια διαβούλευση που ακολούθησε την ανακοίνωση αυτή. 2.3. Αξιολόγηση επιπτώσεων (βλέπε επίσης παράρτηµα 1) Η δεύτερη οδηγία ισχύει για όλες τις ανώνυµες εταιρίες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. ύο από τις προτεινόµενες τροποποιήσεις αφορούν µόνο τις εισηγµένες εταιρίες (άρθρο 39α και 39β, άρθρο 29 παράγραφος 5 στοιχείο α). Επί του παρόντος δεν γίνεται διάκριση όσον αφορά τους τοµείς των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, τα µεγέθη των επιχειρήσεων ή τις γεωγραφικές ζώνες της Κοινότητας. Όσον αφορά ορισµένες από τις τροποποιηθείσες ή τις νέες διατάξεις, όπως τα άρθρα 39α και 39β, καθώς και το άρθρο 32 παράγραφος 1, η πρόταση προβλέπει διατάξεις που τα κράτη µέλη είναι υποχρεωµένα να ενσωµατώσουν στην εθνική τους νοµοθεσία. Επίσης, επέρχονται τροποποιήσεις σε ορισµένες διατάξεις που παρείχαν στα κράτη µέλη τη επιλογή της ενσωµάτωσής τους στην εθνική νοµοθεσία, όπως το άρθρο 19 παράγραφος 1 και το άρθρο 29 παράγραφος 5 στοιχείο α), ή εισάγονται εξαρχής οι επιλογές αυτές, όπως στα άρθρα 10α και 10β και στο άρθρο 23 παράγραφος 1 σε συνδυασµό µε τα άρθρα 23α και 23β. Εκτός από τα γενικά µέτρα εφαρµογής, τα κράτη µέλη θα πρέπει, σε ορισµένες περιπτώσεις, να λάβουν ειδικά µέτρα εφαρµογής, ιδίως όσον αφορά ορισµένες διαδικασίες διασφάλισης, βάση των τροποποιούµενων διατάξεων της οδηγίας. Οι ανώνυµες εταιρίες θα µπορούν έτσι να κάνουν χρήση των απλουστεύσεων που προβλέπονται στην παρούσα πρόταση, ενώ θα είναι υποχρεωµένες, στις περιπτώσεις που απαιτείται, να συµµορφωθούν µε τις διασφαλίσεις που θεσπίζονται υπέρ των µετόχων και τρίτων. Χάρη στις απλουστεύσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία σχετικά µε τις διατάξεις που αφορούν το κεφάλαιο, οι εταιρίες θα είναι σε θέση να αντιδρούν ταχύτερα, µε χαµηλότερο κόστος και µε µεγαλύτερη ευελιξία στις εξελίξεις που λαµβάνουν χώρα σε αγορές που τις αφορούν. Συνεπώς, ο προτεινόµενος εκσυγχρονισµός της δεύτερης οδηγίας αναµένεται να συµβάλει στη βελτίωση της αποτελεσµατικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να µειώνεται η προστασία που παρέχεται στους µετόχους και τους πιστωτές, όπως EL 6 EL
προβλέπεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 8 "Εκσυγχρονισµός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση Ένα πρόγραµµα για την επίτευξη προόδου". 3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 3.1. Νοµική βάση Η νοµική βάση της προτεινόµενης οδηγίας είναι το άρθρο 44 παράγραφος 1 της συνθήκης. 3.2. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ Οι προτεινόµενες απλουστεύσεις για τις ανώνυµες εταιρίες απαιτούν κοινοτικές ενέργειες δεδοµένου ότι αφορούν µια σειρά διατάξεων της κοινοτικής νοµοθεσίας οι οποίες µέχρι τώρα αποκλείουν ή περιορίζουν τη χρήση αυτών των προτεινόµενων απλουστεύσεων από τις ανώνυµες εταιρίες. Συνεπώς, η πρόταση είναι σύµφωνη µε την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Επιπλέον, και σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, µε την παρούσα πρόταση οι νοµοθετικές ενέργειες περιορίζονται στο ελάχιστο που θεωρείται απαραίτητο για την εισαγωγή των προτεινόµενων απλουστεύσεων. 3.3. Επιλογή µέσων Για να θεσπιστούν οι προτεινόµενες απλουστεύσεις, ο κοινοτικός νοµοθέτης είναι απαραίτητο να τροποποιήσει τη δεύτερη οδηγία εταιρικού δικαίου. Αυτό είναι δυνατό µόνο µε πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της δεύτερης οδηγίας εταιρικού δικαίου. 4. ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ εν προβλέπονται οποιεσδήποτε δηµοσιονοµικές επιπτώσεις. 8 Έγγραφο της Επιτροπής COM(2003) 284 τελικό. EL 7 EL
2004/0256 (COD) Πρόταση Ο ΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 77/91/EOK του Συµβουλίου όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύµου εταιρίας και τη διατήρηση και τις µεταβολές του κεφαλαίου της (Κείµενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 1, την πρόταση της Επιτροπής 9, τη γνώµη της Ευρωπαϊκής Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής 10, Αποφασίζοντας σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης 11, Εκτιµώντας τα εξής:: (1) Η δεύτερη οδηγία 77/91/EΟΚ του Συµβουλίου της 13 ης εκεµβρίου 1976 περί συντονισµού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη µέλη εκ µέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συµφερόντων των εταίρων και των τρίτων, µε σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναµες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύµου εταιρίας και τη διατήρηση και τις µεταβολές του κεφαλαίου της 12, ορίζει τις απαιτήσεις για διάφορα µέτρα σχετικά µε το κεφάλαιο που λαµβάνονται από τις εταιρίες αυτές. (2) Στην ανακοίνωσή της στο Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο "Εκσυγχρονισµός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση Ένα πρόγραµµα για την επίτευξη προόδου" της 21 ης Μαΐου 2003 13, η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συµπέρασµα ότι η απλούστευση της οδηγίας 77/91/EΟΚ θα συνέβαλλε ουσιαστικά στην προώθηση της αποτελεσµατικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων χωρίς να µειώνεται η προστασία που προσφέρεται στους µετόχους και τους πιστωτές. 9 10 11 12 13 ΕΕ C [ ] της [ ], σ. [ ]. ΕΕ C [ ] της [ ], σ. [ ]. ΕΕ C [ ] της [ ], σ. [ ]. ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003. COM(2003) 284 τελικό. EL 8 EL
(3) Τα κράτη µέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στις ανώνυµες εταιρίες να προσελκύουν εταιρικές εισφορές σε είδος στο κεφάλαιό τους χωρίς να χρειάζεται να προσφεύγουν σε ειδική εκτίµηση εµπειρογνώµονα στις περιπτώσεις που υπάρχει ένα σαφές σηµείο αναφοράς για την εκτίµηση αυτών των εισφορών. Ωστόσο, πρέπει να εξασφαλίζεται το δικαίωµα των εταίρων µειοψηφίας να απαιτήσουν εκτίµηση των εισφορών αυτών. (4) Πρέπει να επιτρέπεται στις ανώνυµες εταιρίες να αποκτούν δικές τους µετοχές µέχρι του ορίου των αποθεµατικών της εταιρίας που µπορούν να διανεµηθούν και η περίοδος για την οποία η απόκτηση αυτή µπορεί να επιτραπεί από τη γενική συνέλευση πρέπει να αυξηθεί έτσι ώστε να βελτιωθεί η ευελιξία και να µειωθεί ο διοικητικός φόρτος των εταιριών οι οποίες πρέπει να αντιδρούν άµεσα στις εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν την τιµή της µετοχής τους. (5) Οι ανώνυµες εταιρίες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν χρηµατοδοτική συνδροµή ενόψει της απόκτησης των µετοχών τους από τρίτο µέχρι του ορίου των αποθεµατικών της εταιρίας που µπορούν να διανεµηθούν έτσι ώστε να αυξηθεί η ευελιξία όσον αφορά τις µεταβολές της ιδιοκτησιακής δοµής του µετοχικού κεφαλαίου των εταιριών. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να υπόκειται στις εγγυήσεις που επιβάλλονται από τον στόχο της οδηγίας να προστατευθούν τα συµφέροντα τόσο των εταίρων όσο και των τρίτων. (6) Οι ανώνυµες εταιρίες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, το κεφάλαιό τους χωρίς να χρειάζεται να τηρούν τις απαιτήσεις πληροφόρησης που συνδέονται µε τον περιορισµό ή τον αποκλεισµό των δικαιωµάτων προτιµήσεως των µετόχων, έτσι ώστε να µειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις εισηγµένες εταιρίες που επιθυµούν να προβούν σε ταχείες αυξήσεις κεφαλαίου. (7) Οι πιστωτές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, σε δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες όταν τίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους λόγω µείωσης του κεφαλαίου ανωνύµου εταιρίας έτσι ώστε να βελτιωθεί η οµοιόµορφη προστασία των πιστωτών σε όλα τα κράτη µέλη. (8) Οι µέτοχοι που κατέχουν ευρεία πλειοψηφική συµµετοχή στο κεφάλαιο ανωνύµου εταιρίας πρέπει να έχουν το δικαίωµα να αποκτούν τις εναποµένουσες µετοχές έναντι επαρκούς ανταλλάγµατος, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή µια πιο ορθολογική και βιώσιµη ιδιοκτησιακή δοµή του µετοχικού κεφαλαίου των εισηγµένων εταιριών. Αντίστοιχα, σε µια τέτοια περίπτωση, οι υπόλοιποι µέτοχοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτήσουν αυτή την απόκτηση. Ωστόσο, οι κανόνες που ισχύουν σύµφωνα µε την οδηγία 2004/25/EΚ 14 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 21 ης Απριλίου 2004 σχετικά µε τις δηµόσιες προσφορές εξαγοράς δεν πρέπει να θίγονται από τα δικαιώµατα αυτά. (9) Για να αποφευχθεί τυχόν κατάχρηση αγοράς, τα κράτη µέλη πρέπει να λαµβάνουν υπόψη, για τους σκοπούς της εφαρµογής της παρούσας οδηγίας, τις διατάξεις της οδηγίας 2003/6/EC 15 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 28 ης 14 15 ΕΕ L αριθ. 142, 30. 4. 2004, σ. 12. ΕΕ L αριθ.96, 12. 4. 2003, σ. 16. EL 9 EL
Ιανουαρίου 2003 για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εµπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) και την οδηγία 2004/72/EΚ 16 της Επιτροπής της 29 ης Απριλίου 2004, για την εφαρµογή της οδηγίας 2003/6/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισµό των εµπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα µέσα εµπορευµάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εµπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών καθώς και τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 17 της Επιτροπής, της 22ας εκεµβρίου 2003, για την εφαρµογή της οδηγίας 2003/6/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράµµατα επαναγοράς και τις πράξεις σταθεροποίησης χρηµατοπιστωτικών µέσων. (10) Συνεπώς, η οδηγία 77/91/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί κατάλληλα. ΕΞΕ ΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ Ο ΗΓΙΑ: Η οδηγία 77/91/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής: Άρθρο 1 1. Παρεµβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 10α και 10β: "Άρθρο 10α 1. Τα κράτη µέλη µπορούν να µην εφαρµόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, µετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, παρέχονται ως εισφορές σε είδος κινητές αξίες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σηµείο 18 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ *, και οι κινητές αυτές αξίες αποτιµούνται στη µέση σταθµισµένη τιµή στην οποία αποτέλεσαν αντικείµενο διαπραγµάτευσης σε µια ή περισσότερες ρυθµιζόµενες αγορές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σηµείο 14 της προαναφερθείσας οδηγίας κατά τη διάρκεια των τριών µηνών που προηγούνται της πραγµατοποίησης της σχετικής εισφοράς σε είδος. Ωστόσο, όταν η τιµή αυτή έχει επηρεαστεί από έκτακτα γεγονότα που µπορούν να µεταβάλουν αισθητά την αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγµατική ηµεροµηνία της εισφοράς τους, εφαρµόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3. 2. Τα κράτη µέλη µπορούν να µην εφαρµόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, µετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, παρέχονται ως εισφορά σε είδος περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν ήδη αποτελέσει αντικείµενο αποτίµησης για την εύλογη αξία τους από αναγνωρισµένο ανεξάρτητο εµπειρογνώµονα και όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 16 17 ΕΕ L αριθ.162, 30. 4. 2004, σ. 70. ΕΕ L αριθ.336, 23. 12. 2003, σ. 33. EL 10 EL
(α) ο αναγνωρισµένος εµπειρογνώµονας που πραγµατοποίησε την αποτίµηση διαθέτει επαρκή κατάρτιση και πείρα στην αποτίµηση του είδους των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται (β) (γ) η εύλογη αξία έχει προσδιοριστεί για ηµεροµηνία που δεν µπορεί να προηγείται άνω των τριών µηνών της πραγµατικής ηµεροµηνίας εισφοράς των περιουσιακών στοιχείων η αποτίµηση πραγµατοποιήθηκε σύµφωνα µε τους γενικά αποδεκτούς κανόνες και τις αρχές αποτίµησης του κράτους µέλους, που ισχύουν για το είδος των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται. Όταν συντρέχουν νέες περιστάσεις, που µπορούν να µεταβάλουν αισθητά την αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγµατική ηµεροµηνία της εισφοράς τους, πρέπει να πραγµατοποιηθεί αναπροσαρµογή της αξίας µε πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διεύθυνσης. Το όργανο αυτό ενηµερώνει τους µετόχους κατά πόσο συντρέχουν αυτές οι νέες περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι µέτοχοι που κατέχουν συνολικό ποσοστό τουλάχιστον 5% του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρίας µπορούν να απαιτήσουν την αναπροσαρµογή της αξίας των σχετικών περιουσιακών στοιχείων, και να ζητήσουν αποτίµηση από ανεξάρτητο εµπειρογνώµονα, περίπτωση στην οποία εφαρµόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3. 3. Τα κράτη µέλη µπορούν να µην εφαρµόζουν το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3 όταν, µετά από απόφαση του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως, η εισφορά σε είδος συνίσταται σε περιουσιακά στοιχεία η αξία των οποίων προκύπτει, για κάθε κατ ιδίαν περιουσιακό στοιχείο, από τους υποχρεωτικούς λογαριασµούς του προηγούµενου οικονοµικού έτους εφόσον οι υποχρεωτικοί λογαριασµοί καταρτίστηκαν σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ και αποτέλεσαν αντικείµενο ελέγχου σύµφωνα µε την οδηγία 84/253/ΕΟΚ. Όταν συντρέχουν νέες περιστάσεις, που µπορούν να µεταβάλουν αισθητά την αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά την πραγµατική ηµεροµηνία της εισφοράς τους, πρέπει να πραγµατοποιηθεί αναπροσαρµογή της αξίας µε πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως. Το όργανο αυτό ενηµερώνει τους µετόχους κατά πόσο συντρέχουν αυτές οι νέες περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι µέτοχοι που κατέχουν συνολικό ποσοστό τουλάχιστον 5% του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρίας µπορούν να απαιτήσουν την αναπροσαρµογή της αξίας των σχετικών περιουσιακών στοιχείων, και να ζητήσουν αποτίµηση από ανεξάρτητο εµπειρογνώµονα, περίπτωση στην οποία εφαρµόζεται το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3. Άρθρο 10β 1. Όταν πραγµατοποιείται εισφορά σε είδος όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 10α χωρίς να έχει υποβληθεί έκθεση εµπειρογνώµονα, τα φυσικά ή νοµικά EL 11 EL
πρόσωπα ή οι εταιρίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο θ) ή το διοικητικό όργανο ή η διεύθυνση οφείλουν, εκτός από τις απαιτήσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο η), να υποβάλουν στο µητρώο για δηµοσίευση δήλωση που περιλαµβάνει τα ακόλουθα: (α) (β) (γ) (δ) περιγραφή της σχετικής εισφοράς σε είδος την εκτιµώµενη αξία της και την προέλευση της αποτίµησης αυτής δήλωση για το αν οι αξίες που προκύπτουν αντιστοιχούν τουλάχιστον στον αριθµό και την ονοµαστική αξία ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονοµαστικής αξίας, στη λογιστική αξία και, ενδεχοµένως, στο πρόσθετο ποσό που καταβάλλεται για την έκδοση των µετοχών που πρόκειται να πραγµατοποιηθεί έναντι των εισφορών εφόσον απαιτείται, δήλωση για το αν συντρέχουν νέες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική αποτίµηση. Η δήλωση αυτή δηµοσιεύεται σύµφωνα µε το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/EΟΚ. 2. Κάθε κράτος µέλος προσδιορίζει ανεξάρτητη διοικητική ή δικαστική αρχή που είναι υπεύθυνη για την εξέταση της νοµιµότητας των εισφορών σε είδος που πραγµατοποιούνται σύµφωνα µε το άρθρο 10 και της δήλωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. 2. Στο άρθρο 11 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής: (α) Η φράση "άρθρο 10" αντικαθίσταται από τη φράση "άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3". (β) Προστίθεται η ακόλουθη πρόταση: "Τα άρθρα 10α και 10β εφαρµόζονται κατ αναλογία." 3. Στο άρθρο 19, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο : "1. Όταν η νοµοθεσία κράτους µέλους επιτρέπει σε µια εταιρία να αποκτήσει δικές της µετοχές είτε αυτή η ίδια είτε µε πρόσωπο το οποίο ενεργεί επ ονόµατός του αλλά για λογαριασµό της εταιρίας αυτής, υποβάλλει την απόκτηση αυτή στις ακόλουθες τουλάχιστον προϋποθέσεις: (α) η γενική συνέλευση χορηγεί την έγκριση αποκτήσεως και ορίζει τους όρους των προβλεποµένων αποκτήσεων και κυρίως τον ανώτατο αριθµό µετοχών που είναι δυνατό να αποκτηθούν, τη διάρκεια για την οποία χορηγείται η έγκριση η οποία δεν µπορεί να υπερβαίνει τα 5 έτη και, σε περίπτωση αποκτήσεως από επαχθή αιτία, τα ανώτατα και κατώτατα όρια της αξίας. Τα µέλη των διοικητικών οργάνων ή της διευθύνσεως υποχρεούνται να µεριµνούν ότι, κατά το χρόνο πραγµατοποίησης κάθε απόκτησης που έχει εγκριθεί, τηρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σηµεία β), γ) και δ) EL 12 EL
(β) (γ) (δ) οι αποκτήσεις µετοχών, συµπεριλαµβανοµένων των µετοχών τις οποίες απέκτησε προηγουµένως η εταιρία και διατηρεί σε χαρτοφυλάκιο και µετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο το οποίο ενεργούσε επ ονόµατί του αλλά για λογαριασµό της εταιρίας αυτής, δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσµα τη µείωση του καθαρού ενεργητικού σε ποσό κατώτερο από εκείνο που προσδιορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 σηµείο α) η συναλλαγή µπορεί να αφορά µόνο µετοχές που έχουν εξοφληθεί πλήρως ισχύει η αρχή της ίσης µεταχείρισης των µετόχων ειδικότερα η απόκτηση ή η αγορά εκ µέρους εταιρίας των δικών της µετοχών σε ρυθµιζόµενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σηµείο 14 της οδηγίας 2004/39/EΚ θεωρείται ότι πληροί την αρχή αυτή. Τα κράτη µέλη µπορούν επίσης να υποβάλουν την απόκτηση µετοχών κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στην προϋπόθεση ότι η ονοµαστική αξία ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονοµαστικής αξίας, η λογιστική αξία των µετοχών που αποκτήθηκαν, συµπεριλαµβανοµένων των µετοχών τις οποίες απέκτησε προηγουµένως η εταιρία και διατηρεί σε χαρτοφυλάκιο και των µετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο το οποίο ενεργούσε επ ονόµατί του αλλά για λογαριασµό της εταιρίας αυτής, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το 10% του καλυφθέντος κεφαλαίου." 4. Στο άρθρο 23, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο : "1. Η εταιρία δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε προκαταβολές, ή να χορηγεί δάνεια, ή να παρέχει εγγυήσεις στην περίπτωση αποκτήσεων µετοχών της από τρίτους, εκτός εάν οι συναλλαγές αυτές υπόκεινται βάσει της εθνικής νοµοθεσίας στις προϋποθέσεις που ορίζονται στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέµπτο εδάφιο. Οι συναλλαγές πρέπει να πραγµατοποιούνται µε πρωτοβουλία και ευθύνη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως µε θεµιτούς όρους αγοράς, ιδίως όσον αφορά τους τόκους που εισπράττει η εταιρία από τον τρίτο και τις εγγυήσεις που παρέχονται στην εταιρία από τον τρίτο για τα δάνεια και τις προκαταβολές που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η πιστοληπτική θέση του τρίτου θα πρέπει να έχει διερευνηθεί δεόντως και η εταιρία πρέπει να είναι σε θέση να διατηρήσει τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά της για την επόµενη πενταετία. Αυτό θα πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο αξιόπιστο µε λεπτοµερή ανάλυση ταµειακών ροών βάσει των πληροφοριών που υπήρχαν κατά το χρόνο έγκρισης της συναλλαγής. Οι συναλλαγές πρέπει να υποβάλλονται από το διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση για εκ των προτέρων έγκριση στη γενική συνέλευση, η οποία αποφαίνεται σύµφωνα µε τους κανόνες περί απαρτίας και πλειοψηφίας που ορίζονται στο άρθρο 40. Το διοικητικό όργανο ή η διεύθυνση έχει την υποχρέωση να παρουσιάσει γραπτή έκθεση στη γενική συνέλευση, η οποία αναφέρει τους λόγους της συναλλαγής, το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για την εταιρία η συναλλαγή, τους όρους µε τους οποίους πραγµατοποιείται η συναλλαγή, τους κινδύνους που εµπεριέχει η συναλλαγή για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα της εταιρίας και την τιµή στην οποία ο τρίτος θα αποκτήσει τις µετοχές. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο µητρώο για δηµοσίευση σύµφωνα µε το άρθρο 3 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ. EL 13 EL
Η συνολική χρηµατοδοτική συνδροµή που παρέχεται σε τρίτους δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του καθαρού ενεργητικού σε ποσό κατώτερο από εκείνο που προσδιορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 σηµείο α). Όταν αποκτώνται από τρίτο ίδιες µετοχές της εταιρίας κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή µετοχές που εκδίδονται στο πλαίσιο αύξησης του καλυφθέντος κεφαλαίου, η απόκτηση αυτή πρέπει να πραγµατοποιείται σε εύλογη τιµή, έτσι ώστε να αποφεύγεται η αραίωση (dilution) των υφιστάµενων συµµετοχών. 5. Παρεµβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 23α και 23β: «Άρθρο 23α Ένας µέτοχος έχει το δικαίωµα να αµφισβητήσει την έγκριση εκ µέρους της γενικής συνέλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 και να απευθυνθεί στην κατάλληλη διοικητική ή δικαστική αρχή προκειµένου να αποφανθεί για τη νοµιµότητα της συναλλαγής αυτής. Άρθρο 23β Στις περιπτώσεις που µεµονωµένα µέλη του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως της εταιρίας είναι µέρη συναλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ή του διοικητικού οργάνου ή της διευθύνσεως µητρικής επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/EΟΚ* του Συµβουλίου ή η ίδια η µητρική επιχείρηση, ή πρόσωπα που ενεργούν επ ονόµατί τους, αλλά για λογαριασµό µελών των οργάνων αυτών ή για λογαριασµό της επιχείρησης αυτής, είναι αντισυµβαλλόµενοι σε αυτή τη συναλλαγή, τα κράτη µέλη διασφαλίζουν µέσω κατάλληλων εγγυήσεων ότι η συναλλαγή αυτή δεν συγκρούεται µε τα συµφέροντα της εταιρίας.» ΕΕ L 193, 18.7.1983, σ. 1. 6. Στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: "Εφαρµόζονται το άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3, και τα άρθρα 10α και 10β". 7. Στο άρθρο 29 παρεµβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α: "5α. Όταν παρέχεται στο διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση ανωνύµου εισηγµένης εταιρίας η εξουσία περιορισµού ή αποκλεισµού δικαιώµατος προτιµήσεως σύµφωνα µε την παράγραφο 5, µε τη συµπληρωµατική προϋπόθεση ότι οι µετοχές για µια µελλοντική αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου πρέπει να εκδοθούν στην τιµή αγοράς η οποία, κατά το χρόνο της έκδοσης, επικρατεί σε µια ή περισσότερες ρυθµιζόµενες αγορές κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σηµείο 14 της οδηγίας 2004/39/EΚ, το διοικητικό όργανο ή η διεύθυνση απαλλάσσεται από την υποχρέωση παρουσίασης γραπτής έκθεσης στη γενική συνέλευση όπως απαιτείται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Ωστόσο, οι µέτοχοι µπορούν να ζητήσουν από το διοικητικό όργανο ή τη διεύθυνση να προσδιορίσουν τους λόγους του περιορισµού ή αποκλεισµού του δικαιώµατος προτιµήσεως." EL 14 EL
8. «1. Σε περίπτωση µειώσεως του καλυφθέντος κεφαλαίου, τουλάχιστον οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δηµοσίευση της αποφάσεως µειώσεως έχουν τουλάχιστον το δικαίωµα να λάβουν εγγύηση για τις απαιτήσεις που δεν είναι ληξιπρόθεσµες κατά το χρόνο της δηµοσιεύσεώς της. Τα κράτη µέλη µπορούν να αποκλείσουν το δικαίωµα αυτό µόνον όταν ο πιστωτής έχει κατάλληλες εγγυήσεις ή όταν οι τελευταίες δεν είναι απαραίτητες λαµβανοµένης υπόψη της εταιρικής περιουσίας. Τα κράτη µέλη ορίζουν τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώµατος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές έχουν το δικαίωµα να απευθυνθούν στην αρµόδια διοικητική ή δικαστική αρχή για να λάβουν κατάλληλες εγγυήσεις εφόσον µπορούν να αποδείξουν κατά τρόπο αξιόπιστο η εν λόγω µείωση του καλυφθέντος κεφαλαίου θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, και ότι δεν έχουν δοθεί επαρκείς εγγυήσεις από την εταιρία.» 9. Παρεµβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 39α και 39β: «Άρθρο 39α 1. Τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν ότι ένας µέτοχος που κατέχει τουλάχιστον 90% του καλυφθέντος κεφαλαίου εισηγµένης εταιρίας, ο οποίος αναφέρεται στο εξής ως "µέτοχος πλειοψηφίας", δύναται να απαιτήσει από όλους τους κατόχους των υπολοίπων µετοχών, που αναφέρονται στο εξής ως "µέτοχοι µειοψηφίας", να του πωλήσουν τις µετοχές τους σε εύλογη τιµή. Ωστόσο, τα κράτη µέλη µπορούν να καθορίσουν υψηλότερο κατώφλι, το οποίο όµως δεν µπορεί να υπερβαίνει το 95% του καλυφθέντος κεφαλαίου της εταιρίας. Μια εταιρία θεωρείται ότι είναι εισηγµένη κατά την έννοια της παρούσας διάταξης εάν οι µετοχές της αποτελούν αντικείµενο διαπραγµάτευσης σε ρυθµιζόµενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σηµείο 14 της οδηγίας 2004/39/EΚ. 2. Τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν ότι είναι δυνατό να υπολογιστεί πότε επιτυγχάνεται το κατώφλι. 3. Όταν η εταιρία έχει εκδώσει περισσότερες από µία κατηγορίες µετοχών, τα κράτη µέλη µπορούν να προβλέπουν ότι το δικαίωµα να απαιτηθεί από το µέτοχο µειοψηφίας να πωλήσει τις µετοχές του όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, µπορεί να ασκείται µόνο στην κατηγορία µετοχών για την οποία έχει επιτευχθεί το κατώφλι που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή. 4. Τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν ότι ο κάθε µέτοχος µειοψηφίας µπορεί να ζητήσει εκτίµηση για το αν η τιµή είναι εύλογη. Η εκτίµηση αυτή διενεργείται από ανεξάρτητη διοικητική ή δικαστική αρχή ή από ανεξάρτητο εµπειρογνώµονα, που έχει διοριστεί ή αναγνωριστεί από την αρχή αυτή. Οι εµπειρογνώµονες αυτοί µπορεί να είναι, σύµφωνα µε τη νοµοθεσία κάθε κράτους µέλους, φυσικά ή νοµικά πρόσωπα ή εταιρίες. Η αίτηση για την εκτίµηση αυτή πρέπει να υποβληθεί εντός τριών µηνών αφού EL 15 EL
ζητηθεί από το µέτοχο µειοψηφίας να πωλήσει τις µετοχές του και του ανακοινωθεί η τιµή σύµφωνα µε την παράγραφο 1. 5. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/25/EΚ* ΕΕ L αριθ.142, 30.4.2004, σ. 12. Άρθρο 39β 1. Τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν ότι οι µέτοχοι µειοψηφίας εισηγµένης εταιρίας µπορούν να υποχρεώσουν, από κοινού ή κατ ιδίαν, το µέτοχο πλειοψηφίας να αγοράσει από αυτούς τις µετοχές τους στην εταιρία αυτή σε εύλογη τιµή. 2. Τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει συµφωνία σχετικά µε την εύλογη τιµή µεταξύ των δυνητικών αντισυµβαλλοµένων της συναλλαγής που αναφέρθηκε στην παράγραφο 1, η τιµή εξετάζεται από ανεξάρτητη διοικητική ή δικαστική αρχή ή από ανεξάρτητο εµπειρογνώµονα που έχει διοριστεί ή αναγνωριστεί από την αρχή αυτή. Οι εµπειρογνώµονες αυτοί µπορούν να είναι, σύµφωνα µε τη νοµοθεσία κάθε κράτους µέλους, φυσικά ή νοµικά πρόσωπα ή εταιρίες. 3. Οι διατάξεις του άρθρου 39α παράγραφος 1, δεύτερη και τρίτη πρόταση, παράγραφος 2 και παράγραφος 3 εφαρµόζονται κατ αναλογία. 4. Τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν κατάλληλη διαδικασία που εγγυάται τη δίκαιη αντιµετώπιση όλων των µετόχων µειοψηφίας. 5. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 16 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ.» 10. Στο άρθρο 41, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «1. Τα κράτη µέλη µπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1, του άρθρου 19 παράγραφος 1 σηµείο α) πρώτη πρόταση, και των άρθρων 25, 26 και 29 στο βαθµό που οι παρεκκλίσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη θέσπιση ή την εφαρµογή διατάξεων που σκοπό έχουν να ενθαρρύνουν τη συµµετοχή του προσωπικού ή άλλων οµάδων προσώπων που ορίζονται από την εθνική νοµοθεσία, στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων.» Άρθρο 2 Τα κράτη µέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νοµοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συµµορφωθούν µε την παρούσα οδηγία το αργότερο µέχρι την 31η εκεµβρίου 2006. Τα κράτη µέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείµενο των διατάξεων αυτών καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχίας µεταξύ των διατάξεων αυτών και της παρούσας οδηγίας. EL 16 EL
Όταν τα κράτη µέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσηµη δηµοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη µέλη. Τα κράτη µέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείµενα των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τοµέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 3 Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ηµέρα από τη δηµοσίευσή της στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 4 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη µέλη. Βρυξέλλες, Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ο Πρόεδρος Για το Συµβούλιο Ο Πρόεδρος EL 17 EL
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 : ήλωση της προκαταρκτικής αξιολόγησης 1. ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Να περιγραφεί το πρόβληµα το οποίο αναµένεται να αντιµετωπίσει η πολιτική/ πρόταση: Αδικαιολόγητα επαχθείς διαδικασίες που συνδέονται µε ορισµένα µέσα τα οποία έχουν στη διάθεσή τους οι ανώνυµες εταιρίες για τους σκοπούς της διατήρησης και της µεταβολής του κεφαλαίου τους. Να αναφερθούν ενδεχοµένως µη βιώσιµες τάσεις που συνδέονται µε το πρόβληµα - Από οικονοµική άποψη: Πολύ µικρή ευελιξία και υπερβολικό κόστος για τις εταιρίες οι οποίες, για λόγους χρηµατοδότησης, πρέπει να αντιδρούν χωρίς καθυστέρηση στις εξελίξεις των κεφαλαιαγορών - Σε κοινωνικό επίπεδο: ανεφάρµοστο - Σε περιβαλλοντικό επίπεδο: ανεφάρµοστο Να αναφερθούν οι ενδεχόµενες ασυνέπειες µεταξύ των τριών αυτών διαστάσεων ή µε άλλες πολιτικές: ανεφάρµοστο 2. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Ποιος είναι ο γενικός πολιτικός στόχος ως προς τα αναµενόµενα αποτελέσµατα; Εξοικονόµηση κόστους και χρόνου για τις εταιρίες που λαµβάνουν ορισµένα µέτρα που συνδέονται µε το κεφάλαιο 3. ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Ποια είναι η βασική προσέγγιση που προτείνεται για την επίτευξη του στόχου; Προσέγγιση µέτριας µείωσης των ρυθµίσεων Ποια µέσα πολιτικής έχουν εξεταστεί; Τροποποίηση της ισχύουσας 2 ης οδηγίας εταιρικού δικαίου Με ποιον τρόπο τα µέσα που έχουν επιλεγεί σέβονται τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας; Με τον αυστηρό περιορισµό τους σε απλούστευση µόνο της 2 ης οδηγίας, η οποία αποτελεί το βασικό εργαλείο εναρµόνισης του εταιρικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποιες επιλογές µπορούν να αποκλειστούν σε αυτό το αρχικό στάδιο; Οι µεταβολές του συστήµατος διατήρησης του κεφαλαίου της 2 ης οδηγίας που θα ήταν ασυµβίβαστες µε τους στόχους της προστασίας των µετόχων µειοψηφίας και των πιστωτών της οδηγίας αυτής. EL 18 EL
4. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ Σε προκαταρκτική βάση, να αναφερθούν οι αναµενόµενες θετικές και αρνητικές συνέπειες των επιλογών που έγιναν, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις από οικονοµική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη; Θετικές: Μείωση του κόστους και του διοικητικού φόρτου των ανωνύµων εταιριών µε τη θέσπιση απλούστερων διαδικασιών για τις προαναφερθείσες κατηγορίες συναλλαγών. Αρνητικές: δεν υπάρχουν Να αναφερθούν ποιοι επηρεάζονται καθώς και οι τυχόν σοβαρές επιπτώσεις σε µια συγκεκριµένη κοινωνική οµάδα, οικονοµικό κλάδο ή περιοχή (εντός ή εκτός της ΕΕ), βραχυπρόθεσµα, µεσοπρόθεσµα και µακροπρόθεσµα. ανεφάρµοστο. EL 19 EL