ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ. Κόσμος, Εκκλησία, τελείωση του ανθρώπου στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού

Σχετικά έγγραφα
Ο Τριαδικός Θεός: Η Τριαδικότητα και η Μοναδικότητα του Θεού

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Χριστιανική Γραμματεία IΙ

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Ο ρόλος των Οικουμενικών Συνόδων στη ζωή της Εκκλησίας

ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 7-8 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΆ 9-10

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ.

De natura composita. Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ αμασκηνοῦ περὶ συνθέτου φύσεως κατὰ ἀκεφάλων.

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Χριστιανική Γραμματεία ΙI

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 19: ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Αι ιστορικαί χειροτονίαι των Γ.ΟΧ. υπό του αειμνήστου Επισκόπου Βρεσθένης κυρού Ματθαίου του Α’ το έτος 1948

Η πρώτη γνωστή συλλογή ορισμένων βιβλίων της Κ. Δ. οφείλεται στον αιρετικό Μαρκίωνα (140 μ.χ., Ρώμη)

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Η Παύλεια Θεολογία. Χριστολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

Ποιος είναι ο Θεός κατά την πίστη του Χριστιανισμού. Διδ. Εν. 4

Πατρ τ ιάρχης Αλ εξα εξ νδρείας ένας από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας

Χριστιανική Γραμματεία

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 18: ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΖΩΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Η καταλλαγή των πάντων εις Χριστόν (Κολ 1, 15-20)

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

Ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου Ενότητα: 2

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ.

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 12: Ο ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

ΑΠΑΝΤΑ, ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ *

Τι συμβολίζει ο ασπασμός των ιερέων κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας

Να ξαναγράψετε το κείμενο που ακολουθεί συμπληρώνοντας τα κενά με τις

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

Αποστολικοί Πατέρες και Απολογητές. Tuesday, March 5, 13

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Τι είναι το Άγιο Πνεύμα. Διδ. Εν. 8

(Εξήγηση του τίτλου και της εικόνας που επέλεξα για το ιστολόγιό μου)

2.«Δογματική Γ (Δ ) Συμβολική Θεολογία» (Δ. Τσελεγγίδης) θά γίνεται κάθε Παρασκευή 12:00 14:00 στήν αἴθουσα Ε τοῦ 4 ου ὀρόφου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς.

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

Εκτός από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που γνωρίσαμε στην προηγούμενη ενότητα, υπάρχει μία ακόμα μεγάλη ομάδα Χριστιανών: οι Προτεστάντες.

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο Α Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Τ Ι Κ Α Ε Π Ι Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας (Α Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Η Παύλεια Θεολογία. Πνευματολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη σωστή απάντηση από τις αντίστοιχες φράσεις α, β, γ:

ΑΠΑΝΤΑ, ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ *

Δερμάτινοι Χιτῶνες Ἀναφορά στήν βιολογική ζωή, τίς ἀσθένειες, τά γηρατειά, τόν θάνατο καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ. (Επιλεγόμενο Μάθημα - Χειμερινού Εξαμήνου 2013)

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων

ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Ο άνθρωπος ως κοινωνός της θείας ζωής: κίνδυνος παρερμηνειών

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 26: ΕΚΚΛΗΣΙΑΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α] Δρ. Ἰωάννης Ἀντ. Παναγιωτόπουλος

Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Τ Ι Κ Α. Μ ά θ η μ α Ώρ/Εβδ. Κωδ. Τ ο μ έ α ς Δ ι δ ά σ κ ω ν Credits ECTS

Ο Τριαδικός Θεός: οι γιορτές της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος. Διδ. Εν. 14

Kalogirou, Dimitra. Neapolis University

Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι; Διδ. Εν. 7

Άσκηση. Διδακτικής του Μαθήµατος των Θρησκευτικών. Γ Οµάδα. Διδάσκων: Αθ. Στογιαννίδης Λέκτορας ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ! 1ο Μάθηµα 15 Οκτωβρίου 2013

Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες. Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, 9.00 π.μ. Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» Πειραιῶς

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών.

Ο Μέγας Αθανάσιος: ανυποχώρητος αγωνιστής της ορθής πίστης.

Χριστιανική Γραμματεία ΙI

Η Παύλεια Θεολογία. Ελληνιστές και Αντιόχεια. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας

αρχεία Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Αρχεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Ασκήσεις επί χάρτου

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

Κυριακή 14 Ἰουλίου 2019.

Περιεχόμενα. Β Ἐκκλησιαστική κρίση

ΘΕΜΑΤΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μαχόμενη Θεολογία. Περιεχόμενα. 1. Τί πολίτες θέλει ἡ σύγχρονη ἐξουσία; Μιά συνέντευξη γιά τά ναρκωτικά. 2. Ἡ σημασία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Αθηναγόρας και Οικουμένη:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Η

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

ΚΕΙΜΕΝΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ

π ε ρ ι ε χ ο μ ε ν α

Κυριακή 5 Μαΐου 2019.

Εισαγωγή στην Κ.Δ. και ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης

β. εκφράζουν αλήθειες για τον Χριστό, τη Θεοτόκο, την Αγία Τριάδα, τους αγίους

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α ΜΕΡΟΣ Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Κόσμος, Εκκλησία, τελείωση του ανθρώπου στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Σύμβουλος καθηγητής: Βασίλειος Α. Τσίγκος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Κόσμος, Εκκλησία, τελείωση του ανθρώπου στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Σύμβουλος καθηγητής: Βασίλειος Α. Τσίγκος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012

Στην οικογένειά μου και στους παππούδες μου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...4 ΠΡΟΛΟΓΟΣ...6 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1) Ιστορικό και δογματικό πλαίσιο...9 2) Η «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου...22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ 1) Τριαδικός Θεός και κόσμος...28 2) Η «ἐκ τοῦ μή ὄντος» δημιουργία...34 3) «Θεωρία» και «λόγοι τῶν ὄντων»...55 4) Οδός θεογνωσίας...61 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ 1) Eξεικονίσεις του ανθρώπου α) Η Εκκλησία ως «εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου»...68 β) Η Αγία Γραφή ως εικόνα του ανθρώπου... 73 γ) Η εικόνα του κόσμου ως ανθρώπου και του ανθρώπου ως κόσμου.....77 2) Συμβολισμοί της θείας Λειτουργίας...82 3) Η τελείωση του ανθρώπου ως «ἀκατάληκτος ἀεικινησία»...106

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...124 CONCLUSIONS...128 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. ΠΗΓΕΣ 1. ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ.... 132 2. ΕΡΓΑ ΑΛΛΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ- ΣΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ. 133 Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ 1. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ...136 2. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ... 141

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Από τα πολυπληθή θεολογικά έργα που μας κληροδότησε άγιος Μάξιμος Ομολογητής ξεχωρίζει η «Μυσταγωγία». Στο έργο αυτό παρουσιάζει μία μοναδική και πρωτότυπη προσέγγιση και εξεικονική περιγραφή της θείας Λειτουργίας, μένοντας ταυτόχρονα κατά πάντα πιστός στην ορθόδοξη «πατερική γραμμή». Πολλοί ερευνητές, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο έργο, διέκριναν το βαθύ πλούτο που διακρίνει τη θεολογία του αγίου πατρός. Άριστος γνώστης της βιβλικής και προγενέστερής του πατερικής θεολογίας και βιώνοντας βαθύτατα το γεγονός της Εκκλησίας, δε διστάζει να συντάξει ένα έργο, το περιεχόμενο του οποίου λαμβάνει συμπαντικές διαστάσεις, καθιστώντας το πρωτοπόρο όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τη δική μας. Η ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο πατέρα αποτελούσε επιθυμία από τα προπτυχιακά μου χρόνια, καθώς ήταν εκείνος που με «μύησε» με τη διδασκαλία του στο να ακολουθήσω, ως μεταπτυχιακός πλέον φοιτητής, τον Τομέα της δογματικής και συμβολικής θεολογίας. Βεβαίως η σπουδή μου στον άγιο Μάξιμο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Όσον αφορά την επιλογή του θέματος, Κόσμος, Εκκλησία, τελείωση του ανθρώπου στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, αυτή προήλθε κατόπιν συνεργασίας με το σύμβουλο μου αναπληρωτή καθηγητή κ. Βασίλειο Α. Τσίγκο, τον ο- ποίο και ευχαριστώ για τις πολύτιμες συμβουλές και αρωγή που μου προσέφερε όλο αυτό το διάστημα, βοηθώντας με στην ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης. Τέλος, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην οικογένειά μου, για τη βοήθεια και την υποστήριξη που παρείχαν καθένας από την πλευρά του, όπως επίσης και στους φίλους μου, οι οποίοι με

στήριξαν καθένας με το δικό του τρόπο, σε αυτή τη συγγραφική μου προσπάθεια. Θεσσαλονίκη, 13 Αυγούστου 2012 Μνήμη του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Βλ. Βλέπε. Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις 1924-1926 κ.ἑξ. Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1953 κ.ἑξ. εκδ. έκδοση. GCS Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte, Berlin-Leipzig 1897 κ.ἑξ. Θ.Η.Ε. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, ἐκδ. Ἀ. Μαρτίνος, Ἀθῆναι 1962-1968. Mansi Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, ἐκδ. J. D. Mansi, Florentiae - Venetiis 1759-1798 [Nova edition J. Martin - L. Petit, Parisiis - Lipsiae 1899-1927 και ἀνατύπ. Graz 2 1960-1961]. Μυσταγ. Μυσταγωγία. PG Patrologiae cursus completus, series greaca, τ. 1-161, Parisiis 1857-1866, ἐκδ. J. P. Migne. [ἐπανέκδ. Ἑλληνική Πατρολογία, ἐπιμ. Ἰ. Διώτης, ἐκδ. Κ.Π.E., Ἀθῆναι 1987 κ.ἑξ.] PL Patrologiae cursus completus, series Latina, τ. 1-221, ἐκδ. J. P. Migne, Parisiis 1844-1846. υποσ. Υποσημείωση.

9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1) Ιστορικό και δογματικό πλαίσιο Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες και θεολόγους της Εκκλησίας, ο οποίος έζησε τον 7 ο μ.χ. αι. Οι αγώνες του και η πλούσια αντιρρητική του θεολογία συνέβαλαν καθοριστικά στη συνοδική καταδίκη και επικράτηση της διδασκαλίας της Εκκλησίας απέναντι στις χριστολογικές έριδες της εποχής εκείνης, τον Μονοενεργητισμό και Μονοθελητισμό. Γεννήθηκε το 580 μ.χ. στην Κων/πολη από πλούσια και ε- πιφανή οικογένεια, λαμβάνοντας την ανάλογη μόρφωση που θα του επέτρεπε να αναρριχηθεί στα υψηλά δημόσια αξιώματα της εποχής. Έτσι, επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου, προσελήφθη ως αρχιγραμματέας του παλατιού 1. Λίγα χρόνια μετά ο ίδιος παραιτήθηκε από το αξίωμα αυτό και εισήλθε στο μοναστήρι της Χρυσούπολης, με σκοπό να ακολουθήσει το δρόμο του μοναχικού βίου 2. Εκεί γνώρισε το μοναχό και μετέπειτα μαθητή του Αναστάσιο με τον οποίο έμεινε μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Η ενασχόληση του ιερού πατρός με τη χριστολογική έριδα δεν έγινε νωρίτερα από το 640, όταν και πληροφορούμενος 1 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀπ ἀρχῆς μεχρι τήν Εἰκονομαχία, Αθήναι 3 2002, σ. 741. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Ε. Πρωτοβυζαντινή περίοδος, ς και θ αἰώνες, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2 2006, σ. 267. 2 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 741. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 267.

10 πλήρως 3 για το περιεχόμενό της τάχθηκε «αναφανδόν έναντίον της» 4. Όπως τελικά φανερώθηκε και έγινε έγκαιρα γνωστό, η αίρεση του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού δεν ήταν τίποτε λιγότερο παρά, κατά την έκφραση του καθηγητή Βλασίου Φειδά, «δύο υποπόδια, δύο προεκτάσεις» του Μονοφυσιτισμού στην πιο ήπια όμως μορφή του 5. Φυσικά το πρόβλημα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, όταν επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου (610-641), κρίθηκε αναγκαία η ε- πανένταξη των Μονοφυσιτών στους κόλπους της Εκκλησίας, ώστε να αποκοπεί ευκολότερα η περσική και αραβική εισβολή 6, καθώς εκείνη την εποχή η βυζαντινή αυτοκρατορία ταλαντευόταν από συνεχείς επιθέσεις Περσών και Αράβων, με αποτέλεσμα πολλές περιοχές να περιέλθουν για λίγο χρονικό διάστημα στην κυριαρχία τους. 3 Στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχει ομοφωνία στη σχετική βιβλιογραφία, καθώς υπάρχουν δύο διασταυρούμενες απόψεις και τιθεται το ερώτημα αν και κατά πόσο ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής υπήρξε εξ αρχής πολέμιος του μονοθελητισμού ή κράτησε αυτή τη στάση στην πορεία. Ο Παναγιώτης Κ. Χρήστου καταλήγει στην ά- ποψη ότι αρχικά ο Μάξιμος ήταν δεκτικός προς «μίαν γνώμην καί θέλημα ἕν, Θεῷ καί ἀλλήλοις ἔχειν δυνάμεθα» (Ἐπιστολή Β προς Ἰω- άννην κουβικουλάριον, περί ἀγάπης, PG 91, 396C). Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 267. Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο M. C. Steenberg στο άρθρο του «Gnomic Will and the challenge to the True Humanity of Christ in Maximus Confessor», Studia Patristica 42 (2003), σ. 237, καθώς επίσης και ο Ian A. McFarland στο άρθρο του «Naturally and by grace : Maximus the Confessor on the operation of the will», Scottish journal of theology 58 (2005), σ. 412. Αντίθετα ο Νίκος Α. Ματσούκας, στη μελέτη του Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σ. 20, θεωρεί πως μια τέτοια άποψη δε μπορεί να υφίσταται και επομένως δε μπορεί να γίνει δεκτή. 4 Βλ. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 268. 5 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 727. 6 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σσ. 13-15. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. 26 (1981), σ. 209.

11 Η επανένταξη των περιοχών αυτών είχε σαφώς πολιτικό χαρακτήρα 7, καθώς ήταν μια πράξη συμβιβαστική προς την πλευρά των μονοφυσιτών με το δογματικό Όρο της Δ Οικουμενικής Συνόδου 8, στο οποίο ρητά δηλωνόταν οι δύο φύσεις του Χριστού. Έτσι, ο Ηράκλειος σε συνεννόηση με τον πατριάρχη Σέργιο, προέκρινε ψήφισμα, μέσα στο οποίο γίνονταν λόγος για μία θέληση και ενέργεια 9 στο πρόσωπο του Χριστού, ως μια νέα 7 Βλ. Joseph P. Farell, Free choice in st. Maximus the Confessor, εκδ. St. Tikhon s Seminary Press, Pennsylvania 1989, σ. 68. Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία Β 1 610-867, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2 1998, σ. 43. Ἰωάννου Καραγιαννοπούλου, Τό βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 4 2001, σ. 129. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, Oxford University Press 2004, New York 2004, σ. 42. 8 Για το θέμα του δογματικού όρου της Χαλκηδόνας βλ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, (Μητροπ. Περγάμου), «Χριστολογία καί ὕπαρξη. Ἡ διαλεκτική κτιστοῦ - ἀκτίστου καί τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας», Σύναξη 2 (1982), σσ. 17-20. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ, Ἀνακεφαλαίωση καί Ἀγαθοτοπία. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 242-255. Του ιδίου, Μυστήριον ἐπί τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 189-207. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, σσ. 27-30. Πληρέστερη μελέτη του θέματος με σχετική βιβλιογραφία βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Γένεση καί πηγές τοῦ Ὅρου τῆς Χαλκηδόνας: Συμβολή στήν ἱστορικοδογματική διερεύνηση τοῦ Ὅρου τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 3 2005. 9 Εδώ πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως οι Μονοφυσίτες δεχόμενοι πως η ανθρώπινη θέληση του Χριστού θεώθηκε, δέχονταν μία θέληση και μία ενέργεια στο πρόσωπο του Χριστού, τη θεία. Οποιεσδήποτε εκδηλώσεις και ενέργειες της ανθρώπινης φύσεως δεν τις δέχονταν, χαρακτηρίζοντας τες φαινομενικές και φανταστικές. Βλ. ενδεικτικά: Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. 26 (1981), σ. 210. Αντωνίου Παπαδοπούλου, «Καί ἡ διά τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητού ἀνατροπή τῆς οἰκουμενικῆς ἀταξίας τοῦ Μονοενεργητισμού καί Μονοθελητισμού

12 βάση ένωσης μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών 10, οι οποίοι χωρίζονταν σε δύο ομάδες, τη μετριοπαθή και την ακραία. Η νέα αυτή φόρμουλα στηρίζονταν στην έκφραση από τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα «μία θεανδρική ἐνέργεια» 11 και τη φράση του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» 12. καί τῆς τελικῆς ἐπικρατήσεως τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας δηλαδή τοῦ Δυοενεργητισμού καί Δυοθελητισμού», στα Πρακτικά ΚΑ Θεολογικοῦ Συνεδρίου με θέμα «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 176. 10 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 15. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 734. Hans-Georg Beck, Ἡ βυζαντινή χιλιετία, (μεταφρ. Δημοσθένη Κούρτοβικ), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2 1992, σ. 250. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, σσ. 62-63. 11 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ἐπιστολή 4, Τῷ αὐτῷ Γαίῳ Θεραπευτῇ, PG 3, 1072C: «Καί τό λοιπόν, οὐ κατά Θεόν τά θεῖα δράσας, οὐ τά ἀνθρώπεια κατά ἄνθρωπον, ἀλλ ἀνδρωθέντος Θεοῦ, καινήν τινα τήν θεανδρικήν ἐνέργειαν ἡμῖν πεπολιτευμένος». 12 Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός Σούκενσον Διοκαισαρείας 45, PG 77, 232 CD: «Ἐννοῦντες τοίνυν, ὡς ἔφην, τῆς ἐνανθρωπήσεως τόν τρόπον, ὁρῶμεν ὅτι δύο φύσεις συνῆλθον ἀλλήλαις καθ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως ἡ γάρ σάρξ σάρξ ἐστι, καί οὐ θεότης, εἰ καί γέγονε Θεοῦ σάρξ ὁμοίως δέ καί ὁ Λόγος Θεός ἐστι, καί οὐ σάρξ, εἰ καί ἰδίαν ἐποιήσατο την σάρκα οἰκονομικῶς. Ὅταν οὖν ἐννοῶμεν τοῦτο, οὐδέν ἀδικοῦμεν τήν εἰς ἑνότητα συνδρομήν, ἐκ δύο φύσεων γεγενῆσθαι λέγοντες μετά μέντοι τήν ἕνωσιν οὐ διαιροῦμεν τάς φύσεις ἀπ ἀλλήλων, οὐδέ εἰς δύο τέμνομεν Υἱούς τόν ἕνα καί ἀμέριστον, ἀλλ ἕνα φαμέν Υἱόν, καί ὡς οἱ Πατέρες εἰρήκασι, μίαν φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένην». Επ αυτού ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Αὐτὸς μὲν οὖν ὁ μακάριος Κύριλλος ἐν τῇ πρὸς Σούκενσον δευτέρᾳ ἐπιστολῇ ἑρμηνεύων τὸ μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην οὕτω φησίν Εἰ μὲν γὰρ μίαν εἰπόντες τοῦ λόγου φύσιν σεσιγήκαμεν, οὐκ ἐπενεγκόντες τὸ σεσαρκωμένην, ἀλλ οἷον ἔξω τιθέντες τὴν οἰκονομίαν, ἦν αὐτοῖς τάχα που καὶ οὐκ ἀπίθανος ὁ λόγος προσποιουμένοις ἐρωτᾶν Εἰ μία φύσις τὸ ὅλον, ποῦ τὸ τέλειον ἐν ἀνθρωπότητι; Η πῶς ὑφέστηκεν ἡ καθ ἡμᾶς οὐσία; Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἡ ἐν

13 Ως αποτέλεσμα, λοιπόν, της συμβιβαστικής αυτής πρότασης, υπήρξε η δημιουργία μιας νέας διδασκαλίας, η οποία έκανε λόγο για μία θέληση και μία ενέργεια στο πρόσωπο του Χριστού. Εφόσον, όπως αναφέρθηκε, τόσο ο Μονοθελητισμός ό- σο και ο Μονοενεργητισμός θεωρούνται ότι αποτελούν συνέχεια και προέκταση του Μονοφυσιτισμού, τότε οι δύο προαναφερθείσες μονοφυσιτικές ομάδες έχουν ως ρίζες και μονοθελητικές και μονοενεργητικές αντιλήψεις 13. Η ενωτική αυτή προσπάθεια, η οποία στην αρχή είχε βρει απήχηση στις μονοφυσιτικές περιοχές, ήρθε να επικυρωθεί με ἀνθρωπότητι τελειότης καὶ τῆς καθ ἡμᾶς οὐσίας ἡ δήλωσις εἰσκεκόμισται διὰ τοῦ λέγειν σεσαρκωμένην, παυσάσθωσαν καλαμίνην ῥάβδον ἑαυτοῖς ὑποστήσαντες. Ἐνταῦθα μὲν οὖν τὴν φύσιν τοῦ λόγου ἐπὶ τῆς φύσεως ἔταξεν. Εἰ γὰρ ἀντὶ ὑποστάσεως τὴν φύσιν παρείληφεν, οὐκ ἄτοπον ἦν, καὶ δίχα τοῦ σεσαρκωμένην τοῦτο εἰπεῖν μίαν γὰρ ὑ- πόστασιν τοῦ θεοῦ λόγου ἀπολύτως λέγοντες οὐ σφαλλόμεθα. Ὁμοίως δὲ καὶ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος ἐπὶ τῆς φύσεως τὸ ῥητὸν ἐννόησεν, οὐκ ἀντὶ τῆς ὑποστάσεως. Ἐν δὲ τῇ πρὸς τὰς Θεοδωρήτου μέμψεις τοῦ δευτέρου ἀναθεματισμοῦ οὕτως φησὶν ὁ μακάριος Κύριλλος Ἡ φύσις τοῦ λόγου ἤγουν ἡ ὑπόστασις, ὅ ἐστιν αὐτὸς ὁ λόγος. Ὥστε τὸ εἰπεῖν φύσιν τοῦ λόγου οὔτε τὴν ὑπόστασιν μόνην σημαίνει οὔτε τὸ κοινὸν τῶν ὑποστάσεων, ἀλλὰ τὴν κοινὴν φύσιν ἐν τῇ τοῦ λόγου ὑποστάσει ὁλικῶς θεωρουμένην». Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 3, 11, PG 94, 1024C-1025Β. Για την ερμηνευτική ανάλυση της φράσης στη σύγχρονη βιβλιογραφία βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, Ἔργα τ. 8, (μετάφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 517-522. Αντωνίου Παπαδοπούλου, «Ἡ ἀληθής ἔννοια τῆς φράσεως μία φύσις ἤ ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», στα Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 357-391. Χρίστου Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», στα Πρακτικά ΙΘ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, σσ. 268-274. Theodoros C. Pittaras, The incarnated Word in the thought of st. Cyril of Alexandria and the Christological tradition, (Μεταπτ. εργ.), Αθήνα 2007, σσ. 147-181. 13 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 727.

14 συνοδική απόφαση, τη γνωστή «Ψήφο» 14 το 633, η οποία πιθανόν συντάχθηκε από το Σέργιο. Την ίδια περίοδο εστάλη από τον ηγούμενο Πύρρο, μετέπειτα διάδοχο του Σεργίου στον πατριαρχικό θώκο, επιστολή προς τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, ζητώντας τη δική του γνώμη 15 πάνω στο ζήτημα της «Ψήφου». Αν και ο ιερός πατήρ ζήτησε διευκρινίσεις πάνω στο θέμα 16, εν τούτοις ο μοναχός Σωφρόνιος, μετέπειτα πατριάρχης Ι- εροσολύμων, εντόπισε εξ αρχής την κακοδοξία και τον κίνδυνο που ελλόχευε για την ορθή πίστη. Πράγματι, ο Σωφρόνιος στην «ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή» του 17, υποστηρίζει πως και μετά την υποστατική ένωση δεν πρέπει να ομιλούμε για μία αλλά για δύο ενέργειες στο πρόσωπο του Χριστού. Το γεγονός πως στην «ἐπιστολή» δε μιλά ευθέως και για δύο θελήσεις, διόλου δε μειώνει την ορθόδοξη διδασκαλία επ αυτού του ζητήματος 18, ότι δηλαδή γνώρισμα της κάθε φύσης είναι και η δική της θέληση και ενέργεια. Αφού, λοιπόν, με βάση τη χαλκηδόνια χριστολογία γίνεται λόγος για δύο φύσεις στη μία υπόσταση του Θεού Λόγου, στο πρόσωπο του Χριστού, αναπόδραστα πρέπει και να δεχόμαστε ότι έχει και δύο θελή- 14 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 20. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 734. Andrew Louth, Maximus the Confessor, London and New York 2005, σ. 14. Grigory I. Benevich, «Christological polemics of Maximus the Confessor and the emergence of Islam onto the world stage», Theological Studies 72 (2011), σ. 337. 15 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 738. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 268. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, σ. 65. 16 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 738. 17 Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Συνοδική ἐπιστολή πρός Σέργιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, PG 87, 3147Α-3200C. Μansi, 11, 461-509. Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Α, Ἀθῆναι 2 1960, σσ. 203-219. 18 Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 214.

15 σεις και δύο ενέργειες 19. Στην εξέλιξη των γεγονότων θα επιχειρηματολογήσει θεολογικά και δια πολλών για το συγκεκριμένο ζήτημα ο άγιος Μάξιμος. Η τεκμηριωμένη θεολογικά αντίδραση του Σωφρονίου είχε ως αποτέλεσμα η ενωτική προσπάθεια του Σεργίου να ναυαγήσει και να υπαναχωρήσει στις θέσεις του 20 εγκαταλείποντας οριστικά το θέμα του Μονοενεργητισμού. Ωστόσο σε συνεργασία με τον αυτοκράτορα Ηράκλειο και πιθανόν τον πατριάρχη Πύρρο, διάδοχο του Σεργίου, εισηγήθηκε ένα νέο διάταγμα, στο οποίο θα επιβαλλόταν ο Μονοθελητισμός ως μόνη λύση στο πρόβλημα και επιπρόσθετα θα απαγορευόταν κάθε είδους συζήτηση για μία ή δύο ενέργειες στο πρόσωπο του Χριστού. Το νέο αυτό διάταγμα ονομάσθηκε «Ἔκθεσις» 21 και συντάχθηκε το 638. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νέο διάταγμα επί της βάσεώς του είχε στηριχθεί στην «Ψήφο» 22. Έτσι μετά τον 19 Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 736. Αντωνίου Παπαδοπούλου, «Καί ἡ διά τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητού ἀνατροπή τῆς οἰκουμενικῆς ἀταξίας τοῦ Μονοενεργητισμού καί Μονοθελητισμού καί τῆς τελικῆς ἐπικρατήσεως τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας δηλαδή τοῦ Δυοενεργητισμού καί Δυοθελητισμού», σ. 177. 20 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 16. 21 Για το κείμενο της «Ἐκθέσεως» βλ. στην έκδοση Mansi, 10, 992-997. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 19. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 219. Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία, σσ. 44-45. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σσ. 737-738. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, σ. 64. Andrew Louth, Maximus the Confessor, σ. 15. Grigory I. Benevich, «Christological polemics of Maximus the Confessor and the emergence of Islam onto the world stage», σ. 337. 22 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 20. Παναγιώτου Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 268.

16 Μονοενεργητισμό, ο πατριάρχης Σέργιος με τις ενέργειές του «προκάλεσε μια νέα αίρεση, το Μονοθελητισμό» 23. Στο σημείο αυτό είναι που ο άγιος Μάξιμος θα αναλάβει πλέον ενεργό δράση, η οποία τοποθετείται χρονικά μετά και το θάνατο του Σωφρονίου, γεγονός που συνέβη λίγο πριν την έκδοση της «Ἐκθέσεως». Παράλληλα, το έτος έκδοσης της «Ἐκθέσεως», δηλαδή το 638, πεθαίνει και ο πατριάρχης Σέργιος. Τους δύο αποθανόντες θα διαδεχθούν αντίστοιχα ο ιερός πατήρ και ο νέος πατριάρχης Πύρρος. Στη θεολογική γραμματεία έχει μείνει η ενδιαφέρουσα και πολυσήμαντη θεολογικά συζήτηση μεταξύ των δύο ανδρών 24. Στο διάλογο αυτό ο πατήρ λεπτομερώς ανέπτυξε και υποστήριξε το δόγμα περί δύο θελήσεων στο πρόσωπο του Χριστού, αποδεικνύοντας ότι ήταν άξιος συνεχιστής της διδασκαλίας την οποία υποστήριξε με σθένος ο Σωφρόνιος. Συγκεκριμένα, ο ιερός Μάξιμος ξεδιπλώνει τον αντιρρητικό του συλλογισμό απέναντι στον Πύρρο αναπτύσσοντας διεξοδικά τη σχέση φύσης και γνώμης. Εκεινώντας από το δόγμα της Χαλκηδόνας υποστήριξε πως ο Χριστός είχε δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. Η υποστατική ένωση των δύο «ἐν Χριστῷ φύσεων» 25 δεν άλλαξε τίποτα, αφού δεχόμαστε απερίφραστα τον δογματικό Όρο της Δ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή τη χριστολογική βάση της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» 26. 23 Βλ. Βασιλείου Τατάκη, Ἡ βυζαντινή φιλοσοφία, εκδ. Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικου Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, σελ. 83. 24 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 288A- 353D. 25 Για τις συνέπειες της υποστατικής ενώσεως των δύο «ἐν Χριστῷ φύσεων» βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β, Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2 2008, σσ. 276-298. 26 Παραθέτουμε στο σημείο αυτό το σχετικό απόσπασμα του Όρου της Δ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν

17 Εφόσον υποστηρίζουμε πως η υποστατική ένωση δεν επέφερε και την ένωση των δύο φύσεων σε μία, αλλά διατηρήθηκαν αναλλοίωτες, αναπόφευκτα δε μπορούμε να δεχτούμε πως και οι δύο θελήσεις και οι δύο ενέργειες πριν την ένωση, έγιναν μία θέληση και μία ενέργεια μετά την ένωση. Όπως γράφει επ αυτού και ο άγιος πατήρ: «εἰ γάρ οὐδέν ἕτερον ἔστιν ὁ Χριστός παρά τάς αὐτοῦ φύσεις, ἐξ ὧν, καί ἐν αἷς ὑπάρχει, προδήλως ὡς καταλλήλως ταῖς ἑαυτοῦ φύσεσιν, ἤγουν ὡς ἑκάστη πέφυκεν, εἷς ὥν καί ὁ αὐτός, ἤθελε τε καί ἐνήργει εἴπερ οὐδετέρα αὐτῶν ἀθέλητός ἐστιν, ἤ ἀνενέργητος. Εἰ δέ καταλλήλως ταῖς ἐαυτοῦ φύσεσιν ὁ Χριστός, ἤγουν ὡς ἑκάστη πέφυκεν, ἤθελε τε καί ἐνήργει δύο δέ αὐτοῦ αἱ φύσεις δύο αὐτοῦ πάντως καί τά φυσικά θελήματα καί αἱ τούτων ἰσάριθμοι, καί οὐσιώδεις ἐνέργειαι» 27. Είναι σημαντικό να τονιστεί εδώ το γεγονός πως η θέληση είναι γνώρισμα, ιδιότητα της φύσης. Αυτό σημαίνει ότι αν αναιρεθεί η θέληση, ως αποτέλεσμα θα αναιρεθεί και η φύση 28. Επιπροσθέτως, η παραπάνω επισήμανση έχει ως απόρροια να μη μιλάμε για θέλημα που προσιδιάζει στην υπόσταση αλλά αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον, Μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀ- τρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἕνωσιν, σῳζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ ἕνα καί τόν αὐτόν Υἱόν Μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν». Βλ. Mansi, 7, στ. 116. Το ίδιο: Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Α, σ. 175. 27 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 289B. 28 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, σ. 326.

18 στη φύση. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι σαφές πως είχε το «αὐτεξούσιον» και, επειδή κατά τους πατέρες της Εκκλησίας το «αὐτεξούσιον θέλησις ἐστίν», ως αποτέλεσμα έχει και τη δική της φυσική θέληση 29. Ακριβώς εδώ βρίσκεται και το πρόβλημα, το σημείο τριβής και αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών. Οι Μονοθελήτες πρόβαλαν την έκφραση «γνωμικό θέλημα» 30 το οποίο κατ αυτούς περιφρουρούσε την ενότητα της θελήσεως στο πρόσωπο του Χριστού. Αντίθετα ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής δε συμφωνεί με αυτήν την έκφραση και επιχειρηματολογεί για την ορθή έκφραση «φυσικό θέλημα». Ειδικότερα, όπως τονίζει ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας», αν μιλάμε για γνωμικό θέλημα στο Χριστό, αποδίδουμε στο θέλημα κάτι το σχετικό, καθώς η λέξη γνωμικό περιέχει τη λέξη γνώμη. Με άλλα λόγια τονίζουμε στη βούληση του Χριστού, στην οποία βούληση εντοπίζεται το θέλημα αποτελώντας έκφραση της, κάτι το ατελές 31. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότη- 29 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 304C. Βλ. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 745. 30 Περί του γνωμικού θελήματος βλ. πιο αναλυτικά: Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 221 κ.ε. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 745 κ.ε. Demetrios Bathrellos, «The Relationship between the Divine Will and the Human Will of Jesus Christ according to Saint Maximus the Confessor», Studia Patristica 37 (2001), σσ. 346-352. Του ιδίου, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, σσ. 99-174. M. C. Steenberg, «Gnomic Will and the challenge to the True Humanity of Christ in Maximus Confessor», σσ. 237-242. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β, σ. 337 κ.ε. 31 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 308CD: «Εἰ ὀρθῶς ἡ τοῦ πατρικοῦ ὅρου ἐξάπλωσις γεγένηται, πρῶτον μέν οὐ δυνατόν γνωμικόν λέγει θέλημα. Πῶς γάρ ἐκ θελήματος θέλημα προελθεῖν ἐνδέχεται; Ἕπειτα δέ καί γνώμην λέγοντες ἐπί Χριστοῦ, ὡς περί αὐτῆς ἔδειξε ζήτησις, ψιλόν αὐτόν δογματίζουσιν ἄνθρωπον, βουλευτικῶς διατιθέμενον καθ ἡμᾶς, ἀγνοοῦντά τε καί ἀμφιβάλλοντα, καί ἀντικείμενα ἔχοντα εἴπερ τις περί τῶν ἀμφιβαλλομένων, καί οὐ περί τοῦ ἀναμφιβόλου βουλεύεται. Ἡμεῖς μέν γάρ ἁπλῶς φύσει καλοῦ

19 τα επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλιώς τη δυνατότητα μιας ηθικής εξέλιξης και προκοπής. Έτσι εμφανίζεται ο Χριστός να διαλέγει αν θα πράττει το καλό ή όχι. Για το λόγο αυτό το θέλημα είναι κάτι το οποίο εντοπίζεται στην υπόσταση και όχι στη φύση. Και πολύ περισσότερο πρόκειται για χαρακτηριστικό της κτιστότητας αφού όποιος το έχει ρέπει ή προς το καλό ή προς το κακό. Σε τελική ανάλυση κατά τον άγιο Μάξιμο: «Ἡ γάρ διαφορά τῶν γνωμικῶν θελημάτων, τήν τῆς γνώμης, ὡς ἔφην, ποεῖται παραλλαγήν ἡ δέ τῆς γνώμης παραλλαγή τῆς ἀγαθότητος εἰσηγεῖται τήν μείωσιν» 32. Είναι αξιοσημείωτο ότι για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του ο ιερός πατήρ δίνει το παράδειγμα του «ὁρᾶν καί τό πῶς ὁρᾶν» 33. Το πρώτο χαρακτηρίζει την ικανότητα κάποιου να βλέπει ενώ το δεύτερο το τι συγκεκριμένα βλέπει. Μια διδασκαλία περί γνωμικού θελήματος ήταν επικίνδυνη για την ίδια τη σωτηρία του ανθρώπου. Και τούτο διότι δεχόμενοι ένα γνωμικό θέλημα και όχι δύο φυσικά θελήματα, αναπόδραστα ομολογούμε ότι ο Υιός «ἑτερόβουλος οὕτω γε ἔσται τῷ Πατρί» 34. Η άποψη αυτή οδηγεί όχι μόνο στο να αναιρείται το τριαδολογικό δόγμα της ομοουσιότητας των τριών Προσώπων αλλά πολύ περισσότερο να σχετικοποιείται το όλο μυστήριο της θείας Ενανθρωπήσεως 35 και τελικά να ακυρώνεται η σωτηριολογική προοπτική του ανθρώπου. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι το λάθος στο οποίο περιέπεσαν οι Μονοθελήτες ήταν το γεγονός πως το θέλημα το εντόπιζαν όχι στη φύση αλλά στην υπόσταση. Εφόσον δεν έκαναν τη διάκριση αυτή, υπήρξε σύγχυση ως προς την υποστατική ένωση στο πρόσωπο του Χριστού. Και αυτό επειδή οι δύο φύφυσικῶς ἔχομεν τήν ὅρεξιν τοῦ δέ πῶς καλοῦ πεῖραν διά ζητήσεως καί βουλῆς. Καί διά τοῦτο ἐφ ἡμῶν καί γνώμη προσφυῶς λέγεται, τρόπος οὗσα χρήσεως, οὐ λόγος φύσεως». 32 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Μαρῖνον, PG 91, 44D-45A. 33 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 293Α. Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 223. 34 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 313C. 35 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος μετά Πύρρου, PG 91, 316C.

20 σεις του Χριστού, η θεία και η ανθρώπινη, συνέχισαν να υπάρχουν και μετά την υποστατική ένωση και ως απόρροια αυτών και η θέληση και ενέργεια που έχει κάθε μία φύση. Αντίθετα οι Μονοθελήτες στη μία υπόσταση του Χριστού δε διέκριναν δύο αλλά μία φύση και κατ επέκταση μία θέληση και μία ενέργεια 36. Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία περί δύο θελήσεων, παρόλο που το θείο θέλημα διαφέρει ριζικά από το ανθρώπινο, εν τούτοις το ανθρώπινο θέλημα δεν εναντιώνεται αλλά αντίθετα υποτάσσεται στο θείο 37. Κατά συνέπεια, απορρίπτοντας αυτή τη διδασκαλία περί δύο θελήσεων, ουσιαστικά απορρίπτουμε την ανθρώπινη φύση του Χριστού, προκαλώντας κατάρρευση όλου του δόγματος της θείας Οικονομίας και κατ ε- πέκταση του υποβάθρου της σωτηρίας του ανθρώπου. Με τις παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις για το γνωμικό θέλημα, ήταν λογικό πως ούτε η «Ἔκθεσις» θα γινόταν ποτέ αποδεκτή. Γι αυτό, το 648 ο νέος αυτοκράτορας Κώνστας Β εξέδωσε νέο αυτοκρατορικό διάταγμα, τον «Τύπο» 38, με το οποίο απαγόρευε κάθε είδους συζήτηση για μία ή δύο θελήσεις, μία ή δύο ενέργειες 39. Β, σ. 326. 36 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική θεολογία 37 «Καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπενάντια μή γένοιτο, καθώς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι ἔδει γάρ τό τῆς σαρκός θέλημα κινηθῆναι, ὑποταγῆναι δέ τῷ θελήματι τῷ θεικῷ, κατά τόν πάνσοφον Ἀθανάσιον». Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Α, σ. 223. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική θεολογία Β, σσ. 327-328. 38 Για το κείμενο του «Τύπου» βλ. στην έκδοση Mansi, 10, 1029Ε- 1032Α. 39 Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 21. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 227. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σ. 747. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of

21 Εδώ να αναφέρουμε παρενθετικά ότι στη Δύση το 649, ο πάπας Μαρτίνος Α αφού έλαβε γνώση για τον «Τύπο», συγκαλεί Σύνοδο, αυτή του Λατερανού, όπου κατάδικάζεται ο Μονοθελητισμός καθώς και τα αυτοκρατορικά διατάγματα «Ἔκθεσις» και «Τύπος» 40. Λίγο μετά ο πάπας Μαρτίνος Α θα συλληφθεί και με την κατηγορία της συνωμοσίας θα εκδιωχθεί στη Χερσώνα της Κριμαίας όπου και πέθανε. Ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος θα προσπαθήσει μια εκ νέου συμβιβαστική λύση, προτείνοντας μια υ- ποστατική θέληση, λόγω της υποστατικής ένωσης αλλά και δύο φυσικές θελήσεις, λόγω της διακρίσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού 41. Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό από τον άγιο Μάξιμο, με αποτέλεσμα και ο ίδιος να συλληφθεί και μετά από τρεις συνεχόμενες εξορίες 42 να πεθάνει το 662 στην Κολχίδα σε ηλικία 82 ετών καταβεβλημένος από τις κακουχίες. Επιπλέον του αποκόπηκε το δεξί χέρι και η γλώσσα, «όργανα» ενάντια στον αντιμονοθελητικό του αγώνα. Ο ιερός πατήρ ανακηρύχτηκε άγιος της Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 21 Ιανου- Saint Maximus the Confessor, σ. 65. Andrew Louth, «The Ecclesiology of Saint Maximos the Confessor», International Journal for the Study of the Christian Church 4, 2, (2004), σ. 116. 40 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, εἰσαγωγή - σχόλια, (μετάφρ. Ἰ. Σακαλῆ), εκδ. Ἀποστολικῆ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1973, σσ. 74-75. Νίκου Α. Ματσούκα, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, σ. 22. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σσ. 228-229. Βλασίου Φειδά, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, σσ. 747-748. Demetrios Bathrellos, Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor, σ. 65. Andrew Louth, «The Ecclesiology of Saint Maximos the Confessor», σ. 116. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 269. 41 Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 229. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 269. 42 Βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σ. 231. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, σ. 269.

22 αρίου και στις 13 Αυγούστου. Στις 13 Αυγούστου τον τιμά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι του δόθηκε και το προσωνύμιο Ομολογητής λόγω των σκληρών βασανιστηρίων που υπέστη για την ορθή πίστη. Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 680 μ.χ. συνεκλήθη η ΣΤ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία στις συνεδρίες της εξέτασε ενδελεχώς τα επίμαχα σημεία του Μονοθελητισμού. Στην τελευταία συνεδρία υπογράφηκε και ο δογματικός Όρος, ο οποίος κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα με τις προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους. Επιπλέον όχι μόνο διασαφήνιζε το θέμα γύρω από τις δύο θελήσεις και δύο ενέργειες στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά καταδίκαζε και τις αιρετικές διακηρύξεις περί της μιας θέλησης και μιας ενέργειας στο πρόσωπο του Χριστού 43. Είναι προφανές ότι στις θεολογικές διεργασίες της Συνόδου υπήρξε καθοριστική και αποφασιστική η συμβολή της διδασκαλίας του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. 2) Η «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου Έχοντας παρουσιάσει σε αδρές γραμμές το ιστορικό και δογματικό πλαίσιο της εποχής του 7 ου αι. μ.χ. προχωρούμε στα έργα του ιερού πατρός, με έμφαση σε αυτό που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια της μελέτης. Όπως αναφέρθηκε στα περισσότερα έργα του ιερού Μαξίμου είναι διάχυτες οι αντιμονοθελητικές αναφορές καθιστώντας πιο εύκολη μία ολοκληρωμένη προσέγγιση, στο μέτρο του δυνατού, στη σκέψη του αγίου. Μεταξύ αυτών και η προαναφερθείσα πραγματεία του αγίου πατρός «Διάλογος μετά Πύρρου». Παρά ταύτα υπήρξαν και έργα τα οποία δεν έχουν να κάνουν σε καμιά περίπτωση με τη χριστολογική έριδα της εποχής του αγίου, καθώς δεν υπάρχει σε αυτά καμία σχετική αναφορά. Ένα από αυτά τα έργα είναι και η «Μυσταγωγία». Πρόκειται για ένα πολύ γνωστό ολιγοσέλιδο κείμενο, το οποίο έχει ως βά- 43 Περισσότερα βλ. Ἰωάννου Καλογήρου, «Ἡ Στ Οἰκουμενική Σύνοδος», σσ. 237-241.

23 ση μελέτης η παρούσα εργασία. Ο θεματικός της άξονας συμπίπτει με τη διατύπωση του θέματος: Κόσμος, Εκκλησία, τελείωση του ανθρώπου στη «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Το υπό πραγμάτευση έργο γράφηκε έπειτα από την παράκληση του Θεοχαρίστου, όπως προκύπτει από τον πρόλογο της «Μυσταγωγίας», ο οποίος είχε ακούσει τον άγιο Μάξιμο να διδάσκει «περί τε τῆς ἁγίας ἐκκλησίας καί τῆς ἐν αὐτῇ ἐπιτελουμένης ἁγίας συνάξεως καλῶς τε καί μυστικῶς θεωρηθέντα καί, ὡς ἐνῆν μάλιστα διδασκαλικῶς, ἀπήτεις με κατεπείγων ἐξ αὐτῇς ἔγγραφόν σοι τήν τούτων ποιεῖσθαι διήγησιν» 44. Κύρια πηγή του έργου 45, όπως πρόδηλα φαίνεται από το προοίμιο της «Μυσταγωγίας» 46, δεν είναι άλλος από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ή ακριβέστερα το συγγραφέα των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων και συγκεκριμένα το έργο του «Περί ἐκκλησιαστικής ἱεραρχίας». Ο ίδιος ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» αναφέρει πως δεν πρόκειται να γράψει τίποτα καινούργιο αλλά αντίθετα θα αναπτύξει τα όσα αναφέρονται στο προαναφερθέν έργο. Μια προσεκτικότερη όμως μελέτη καθιστά σαφές πως αυτό δεν ι- σχύει. Συγκρίνοντας τα δύο αυτά κείμενα βλέπουμε πως όχι μόνο η σύνθεση του έργου είναι καθαρά δοσμένη υπό το πρίσμα του αγίου Μαξίμου αλλά και το περιεχόμενο διαφέρει σε πλή- 44 Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, Η Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, εισαγωγή - κείμενο - κριτικό υπόμνημα - μετάφραση, Αθήναι 2 1993, σ. 140, 10-13. Διευκρινίζεται εξαρχής ότι για το κείμενο της «Μυσταγωγίας» θα χρησιμοποιήσουμε το κείμενο του Χαράλαμπου Σωτηροπούλου. Στο εξής θα υπάρχει η συντόμευση Μυσταγ., η σελίδα και οι αντίστοιχοι στίχοι. 45 Μυσταγ. σ. 45. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, (Πρωτοπ.), «Ἡ Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», στα Πρακτικά ΚΑ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 63. 46 Μυσταγ. σ. 144, 6-7.

24 θος σημείων, καθιστώντας το εν πολλοίς πρωτότυπο 47, σε σχέση με το έργο «Περί ἐκκλησιαστικής ἱεραρχίας». Ακόμα, παρόλο που μόνο το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί τη βάση της «Μυσταγωγίας» και όχι ολόκληρο το έργο του συγγραφέα των αρεοπαγιτικών συγγραμάτων, και αυτό αναπτύσσεται με βάση τη σκέψη του αγίου Μαξίμου 48. Από την ενδελεχή μελέτη της «Μυσταγωγίας» προκύπτει ότι το παραπάνω αρεοπαγιτικό έργο δεν αποτελεί τη μοναδική πηγή στην οποία στηρίζεται ο ιερός πατήρ για τη συγγραφή της. Προς τούτο θα γίνουν στη συνέχεια ενδεικτικές αναφορές, από όπου φαίνονται ορισμένες από τις πηγές και τις εξαρτήσεις του συγγραφέα της «Μυσταγωγίας». Συγκεκριμένα, στο Προοίμιο της «Μυσταγωγίας» γίνεται λόγος «ὑπέρ τῆς πνευματικῆς ἐργασίας τοῦ πνευματικοῦ ἀμπελῶνος» 49. Η φράση αυτή ίσως αποτελεί άμεση εξάρτηση από τον Ωριγένη 50. Η αναφορά στην καλλιέργεια του πνευματικού αμπελώνα πιθανόν να πρόκειται για την ψυχή του ανθρώπου, η οποία έχει την ανάγκη καλλιέργειας. Επιπρόσθετα τονίζουμε ότι, στο Β κεφάλαιο της «Μυσταγωγίας» γίνεται λόγος για την Εκκλησία ως εικόνα του σύμπαντος κόσμου. Ο παραλληλισμός αυτός εντοπίζεται στην Καινή 47 Μυσταγ. σ. 45. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, «Ἡ Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 64. 48 Μυσταγ. σ. 46. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, «Ἡ Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σ. 64. 49 Μυσταγ. σ. 144, 21. Βλ. Ματθ. 20, 1-6. 50 Ὠριγένους, Εἰς Ἱερεμίαν ὁμιλία 2,1, GCS 3, 17. Του ιδίου, Εἰς Ματθαῖον 17,8, GCS 10, 607. Διευκρινίζεται εδώ ότι όπου αναφέρεται η συντόμευση GCS, οι πληροφορίες έχουν ληφθεί από το άρθρο του Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, «Ἑρμηνευτική προσέγγισις τῆς Μυσταγωγίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α. 34 (1999), σσ. 165-196.

25 Διαθήκη 51, στον Ωριγένη 52, στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα 53 αλλά και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης 54. Στο Δ κεφάλαιο γίνεται λόγος για τον ανθρώπινο νου, ο οποίος παρομοιάζεται με το θείο θυσιαστήριο. Αυτός ο παραλληλισμός απαντά στον Ωριγένη 55, και στον Γρηγόριο τον Θεολόγο 56. Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται επίσης παρομοίωση του σώματος προς το ναό. Εδώ, η παρομοίωση αυτή αντλείται από τον Ωριγένη 57. Στο Ε κεφάλαιο ο ιερός συγγραφέας κάνει λόγο για την Εκκλησία ως εικόνα της ψυχής, αναφορά που απαντάται αφενός στον Ωριγένη 58 και αφετέρου στον Μεθόδιο Ολύμπου 59. Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται λόγος περί «δεκάδος τῶν χορδῶν τοῦ κατά ψυχήν νοητοῦ ψαλτηρίου» 60, το οποίο το βρίσκουμε στην Παλαιά Διαθήκη 61 αλλά και στον Ευάγριο 62. Στο ΣΤ κεφάλαιο ο άγιος Μάξιμος παρομοιάζει τον ανθρωπο με την αγία Γραφή, εικόνα επίσης παρμένη από τον Ω- ριγένη 63. Στο Ζ κεφάλαιο της «Μυσταγωγίας» ο ιερός πατήρ 51 Β Πέτρ. 3, 13. Αποκ. 21, 1-2. 52 Ὠριγένους, Εἰς το κατά Ἰωάννην 6, 59, GCS 4, 167. 53 Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Παιδαγωγός Α, 6, 27, GCS 70, 160. 54 Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις ἀκριβής εἴς τά Ἄσματα τῶν Ἀ- σμάτων 1, 10, PG 44, 1049BC. 18, 73D. 55 Ὠριγένους, Κατά Κέλσου 8, 17, GCS 2, 234. 56 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 26, 17, PG 35, 1248D-1249A. 57 Ὠριγένους, Εἰς τό κατά Ἰωάννην 10, 39, GCS 4, 215. 58 Ὠριγένους, Ὁμιλία εἰς Ἄσματα ἀσμάτων 1, 10, GCS 8, 41. 59 Μεθόδιος Ὀλύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων 3, 8, PG 60 Μυσταγ. σ. 168, 9-10. 61 Ψαλμ. 91 (92), 4 και 143 (144), 9. 62 Εὐαγρίου Ποντικού, Περί τῶν ὀκτώ λογισμῶν, PG 40, 1278A. 63 Ὠριγένους, Περί ἀρχῶν 4, 2, 4, GCS 5, 312-313. Του ιδίου, Ὁμιλία εἰς Λευϊτικόν 5, 2, GCS 6, 334.

26 στηρίζεται και εδώ στον Ωριγένη, όταν παραλληλίζει τον άνθρωπο με τον κόσμο, διαφοροποιείται όμως καθώς τον άνθρωπο τον παρουσιάζει ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, σύμβολο του ορατού και του αόρατου κόσμου και όχι ως «επουράνιο» και «χοϊκό» όπως καταγράφεται στον Ωριγένη 64. Στο κεφάλαιο Η γίνεται αναφορά στην πρώτη είσοδο της αγίας συνάξεως, όπου εκεί επισημαίνεται η επιστροφή στον Θεό, «ἐξ ἀρχῆς ἐπανήγαγε τῆς βασιλείας χάριν» 65. Η εικόνα αυτή εντοπίζεται στον Ωριγένη 66. Επιπλέον, στα κεφάλαια ΙΓ και ΙΔ όπου γίνεται αναφορά στην ανάγνωση του ευαγγελίου, παρατηρείται μία ακόμη εξάρτηση από τον Ωριγένη 67. Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο ΙΘ υπάρχει η αναφορά του αγίου Μαξίμου στη τρισάγια δοξολογία, η οποία χαρακτηρίζεται στο ΚΔ κεφάλαιο ως «ἄπαυστος τῶν ἁγίων ἀγγέλων ἁγιαστική δοξολογία» 68. Αυτή απαντάται στον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων 69, ενώ η ισοτιμία των αγγέλων και του ανθρώπου που α- ναφέρεται ευθύς παρακάτω υπάρχει στο ευαγγέλιο του Λουκά 70. Τέλος, στο κεφάλαιο ΙΘ όπου τονίζεται η «τῆς ἀτρέπτου περί Θεόν ἀεικινησίας» 71 έχει ως πηγή το συγγραφέα των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων 72. Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι σημαντικότερες πηγές από τις οποίες αντλεί μέρος του πρωτογενούς υλικού του ο άγιος Μάξιμος για τη συγγραφή της «Μυσταγωγίας». 64 Ὠριγένους, Ὁμιλία εἰς Ἱερεμίαν 22, GCS 3, 205. Του ιδίου, Ὁμιλία εἰς Γένεσιν 1, 2, GCS 6, 13. 65 Μυσταγ. σ. 192, 14. 66 Ὠριγένους, Κατά Κέλσου 5, 57, GCS 2, 61. 67 Ὠριγένους, Εἰς Ματθαῖον 50, GCS 11, 112. Του ιδίου, Εἰς Ἰω- άννην σχολ. 1, 5, GCS 4, 10. 68 Μυσταγ. σ. 232, 1-2. 205B. 69 Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγική 5, 5, 6, PG 33, 1113B. 70 Λκ. 20, 36. 71 Μυσταγ. σ. 208, 6. 72 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Οὐρανίου ἱεραρχίας 7, 1, PG 3,

27 Όσον αφορά το έτος συγγραφής της «Μυσταγωγίας» υ- πάρχουν αρκετές θεωρίες, οι οποίες την τοποθετούν μεταξύ των ετών 628-630 και 632-634, χωρίς όμως καμία από αυτές να θεωρείται απόλυτη 73. Επικρατέστερη θεωρείται εκείνη που τοποθετεί τη συγγραφή της πριν το 633, καθώς στη «Μυσταγωγία» δεν υπάρχουν αναφορές εναντίον του Μονοθελητισμού. Ως προς τη δομή της «Μυσταγωγίας», αυτή αποτελείται α- πό ένα προοίμιο και 24 κεφάλαια, εκ των οποίων το τελευταίο θεωρείται ανακεφαλαίωση. Τα κεφάλαια χωρίζονται σε δύο μερη: α) τα κεφάλαια Α-Ζ που πραγματεύονται το συμβολισμό του οικοδομήματος της Εκκλησίας, του σύμπαντος κόσμου αλλά και της αγίας Γραφής και β) τα κεφάλαια Η-ΚΓ στα οποία ο άγιος Μάξιμος αναφέρεται στους συμβολισμούς που υπάρχουν κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Σημειώνεται ότι στην ερμηνευτική προσέγγιση της θείας Λειτουργίας ο ιερός πατήρ δεν αναφέρει τα εξής σημεία: α) τον ύμνο «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός, ἅγιος Ἀθάνατος. Ἐλέησον ἡμᾶς», β) το χερουβικό ύμνο και γ) την ευχή της αναφοράς. Στη εργασία μας αυτή θα παρουσιάσουμε το θέμα μας σε δύο κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Θεός και κόσμος, θα παρουσιαστεί η σχέση του Θεού με τον κόσμο. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο Εκκλησία και άνθρωπος, θα παρουσιαστεί η σχέση της Εκκλησίας με την τελείωση του ανθρώπου. Ακολουθούν τα συμπεράσματα και η παράθεση της βιβλιογραφίας, ό- που καταγράφονται κυρίως οι πηγές και τα βοηθήματα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη μας. 73 Μυσταγ. σσ. 55-56. Βλ. Δημητρίου Βακάρου, «Ἡ Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», σσ. 67-68.

28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ 1) Τριαδικός Θεός και κόσμος Η πατερική θεολογία όταν αναφέρεται στη σχέση του Θεού με τον κόσμο, αρχίζει σχεδόν πάντα από την δημιουργία του κόσμου, σκιαγραφώντας ολόκληρη την πορεία του ανθρώπου και της κτίσης, και καταλήγει στα έσχατα. Αποσαφηνίζοντας ακόμη περισσότερο τη σχέση αυτή, η πατερική θεολογία τόνισε πως ο Θεός είναι η μοναδική πηγή και αιτία ύπαρξης του κόσμου, εντός του γενικότερου πλαισίου της σχέσης του κτιστού με το άκτιστο 74, θέση την οποία αναπτύσσει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν τονίζει πως ο Θεός «προνοητικῶς ἐνδιασφίγγει τά τε νοητά καί τά αἰσθητά καί περί ἑαυτόν, ὡς αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος» 75 αλλά και ότι ο ίδιος είναι «αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος τῆς τῶν ὅλων παραγωγῆς καί γενέσεως καί πυθμένα τῆς πάντων περιοχῆς ἀδιάστα- 74 Για το θέμα βλ. σχετικά: Παναγιώτου Κ. Χρήστου, «Ἄνθρωπος ἄναρχος καί ἀτελεύτητος. Ἀπό τήν ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ», Κληρονομία 12 (1980), σσ. 253-258. Ἰωάννου Ζηζιούλα, (Μητροπ. Περγάμου), «Χριστολογία καί ὕπαρξη. Ἡ διαλεκτική κτιστοῦ - ἀκτίστου καί τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνας», Σύναξη 2 (1982), σσ. 9-20. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ, Ἀνακεφαλαίωση καί Ἀγαθοτοπία. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 103-110. 75 Μυσταγ. σ. 150, 8-9.

29 τον» 76. Για αυτό ακριβώς και η κτίση οφείλει την ύπαρξή της στον Θεό καθώς έχει τον Θεό «ὡς αἰτίαν καί ἀρχήν καί τέλος ἀναφορᾷ» 77. Οι ενδεικτικές αυτές θέσεις του ιερού πατρός, όπως καταγράφονται στη «Μυσταγωγία» του, συγκεφαλαιώνουν την προγενέστερη θεολογία 78. Στο σημείο όμως αυτό είναι απαραίτητες ορισμένες διευκρινίσεις, οι οποίες αφορούν τη διάκριση μεταξύ της αΐδιας και της οικονομικής Τριάδας, έτσι ώστε να καταστεί σαφές ποιες θεολογικές αρχές πηγάζουν από τη διάκριση αυτή. Με άλλα λόγια κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί αφενός ποια είναι η σχέση των Προσώπων μεταξύ τους, η οποία χαρακτηρίζεται ως τρόπος υπάρξεως μεταξύ τους, και αφετέρου η σχέση με τον κόσμο ή αλλιώς η εξωτριαδική σχέση, στο πλαίσιο της θείας Οικονομίας. Αναφερόμενοι αρχικά στην αΐδια Τριάδα, ο άγιος Μάξιμος, ακολουθώντας εν προκειμένω τους Καππαδόκες πατέρες, οι οποίοι αποσαφήνισαν τους όρους ουσία και υπόσταση στον Θεό 79, προσπαθεί να περιγράψει, όσο είναι δυνατό με απλοϊκό τρόπο, το ακατάληπτο της ύπαρξης της θεότητας. 76 Μυσταγ. σ. 152, 6-7. 77 Μυσταγ σ. 154, 18-19. 78 Βλ. ενδεικτικά: Ψαλμ. 18, 2: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δε χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα». Εβρ. 3, 4: «Πᾶς γάρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δέ πάντα κατασκευάσας Θεός». Εἰρηναίου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 4, 5, PG 7, 985B: «πρῶτον μέν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ποιητής οὐρανοῦ καί γῆς, καί μόνος Θεός». Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογικός Β 6, PG 36, 32C: «Τοῦ μέν γάρ εἶναι Θεόν, καί τήν πάντων ποιητικήν τε καί συνεκτικήν αἰτίαν, καί ὄψις διδάσκαλος, καί ὁ φυσικός νόμος ἡ μέν τοῖς ὁρωμένοις προσβάλλουσα καί πεπηγόσι καλῶς καί ὁδεύουσι, καί ἀκινήτως, ἵνα οὕτως εἴπω, κινουμένοις καί φερομένοις ὁ δέ διά τῶν ὁρωμένων καί τεταγμένων τόν ἀρχηγόν τοῦτον συλλογιζόμενος. Πῶς γάρ καί ὑπέστη τόδε τό πᾶν, ἤ συνέστη μή Θεοῦ τά πάντα οὐσιώσαντος καί συνέχοντος;». 79 Βλ. ενδεικτικά: Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869AB. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ μή εἶναι τρεῖς Θεούς, PG 45, 120A.

30 Στην προσπάθεια αυτή ο ιερός πατήρ επισημαίνει την πρώτη και βασική διάκριση στον Θεό, ότι δηλαδή η θεότητα είναι μία ως προς την ουσία και τρεις ως προς τις υποστάσεις: «θεόν ἕνα, μίαν οὐσίαν, ὑποστάσεις τρεῖς μονάδα οὐσίας τρισυπόστατον καί τριάδα ὑποστάσεων ὁμοούσιον μονάδα ἐν τριάδι καί τριάδα ἐν μονάδι» 80. Ασφαλώς, το γεγονός πως όταν ομιλούμε για τον Θεό, πάντοτε αναφερόμαστε σε Αυτόν ως τριαδικό Θεό, ή ως τρισυπόστατη μονάδα, δεν μας επιτρέπει να έχουμε καμιά σύγχυση, υποστηρίζοντας ότι οι τρεις υποστάσεις εισάγουν κάποια διαίρεση στη θεότητα. Αυτό σημαίνει ότι δε μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι οι τρεις υποστάσεις εισάγουν και τρεις Θεούς: «οὐκ ἄλλην καί ἄλλην καί ἄλλην, οὐ δ ἄλλην παρ ἄλλην, οὐδέ δι ἄλλης ἄλλην, οὐδ ἄλλην ἐν ἄλλῃ, οὐδέ ἐξ ἄλλης ἄλλην, ἀλλά τήν αὐτήν ἐν ἑαυτῇ καί καθ ἑαυτήν, ἐφ ἑαυτήν, ἑαυτῇ» 81. Στη συνέχεια, ο άγιος Μάξιμος προσθέτει πως, το γεγονός ότι υπάρχει κοινή ουσία στη θεότητα και ταυτόχρονα υπάρχουν και τρεις υποστάσεις, δεν αφήνει περιθώρια στο να υπεισέλθει οποιαδήποτε κακοδοξία. Ο συγγραφέας της «Μυσταγωγίας» εμφατικά τονίζει το γεγονός πως αφενός στην ουσία δεν υπάρχει ούτε σύνθεση ούτε σύγχυση και αφετέρου στις υποστάσεις υπάρχει διάκριση αλλά όχι διαίρεση ή μερισμός: «ταὐτήν καί μονάδα καί τριάδα ἀσύνθετόν τε καί ἀσύγχυτον τήν ἕνωσιν ἔχουσαν καί τήν διάκρισιν ἀδιαίρετόν τε καί ἀμέριστον μονάδα μέν κατά τόν τῆς οὐσίας, ἤτοι τόν τοῦ εἶναι, λόγον, ἀλλ οὐ κατά σύνθεσιν ἤ συναίρεσιν ἤ τήν οἱανοῦν σύγχυσιν τριάδα δε κατά τόν τοῦ πῶς ὑπάρχειν καί ὑφεστάναι λόγον, ἀλλ οὐ κατά διαίρεσιν ἤ ἀλλοτρίωσιν ἤ τόν οἱονοῦν μερισμόν οὐ γάρ μεμέρισται ταῖς ὑποστάσεσιν ἡ μονάς, οὐδέ σχετικῶς ἔνεστι καί ἐπιθεωρεῖται αὐταῖς, οὐδέ συντέθεινται εἰς μονάδα αἱ ὑποστάσεις ἤ συναι- 80 Μυσταγ. σ. 216, 17-19. Βλ. Lars Thunberg, Man and the Cosmos. The vision of St. Maximus the Confessor, St. Vladimir s Seminary Press, Crestwood - New York 1985, σ. 38. Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, Oxford University Press, New York 2007, σσ. 61-62. 81 Μυσταγ. σ. 216, 19-22.

31 ρέσει αὐτήν ἐκπληροῦσιν, ἀλλά τήν αὐτήν ἑαυτῇ ταὐτόν, ἄλλως μέντοι καί ἄλλως» 82. Στο σημείο αυτό ο ιερός Μάξιμος, ολοκληρώνοντας εδώ τις τριαδολογικές του αναφορές, επισημαίνει ότι περιγράφοντας τον τρόπο ύπαρξης του Θεού, μπορούμε να αναφερθούμε με δύο τρόπους αφενός μπορούμε να μιλήσουμε για τον Θεό ως μονάδα, έχοντας ως βάση την κοινή ουσία ή φύση, αλλά αφετέρου και ως τριάδα, έχοντας ως βάση το γεγονός της ύ- παρξης των τριών υποστάσεων ή Προσώπων: «Μονάς γάρ ἐστιν ἀσύγχυτος τῇ οὐσίᾳ καί τῷ κατ αὐτήν ἁπλῷ λόγῳ ἡ ἁγία τριάς τῶν ὑποστάσεων καί τριάς ἐστι ταῖς ὑποστάσεσι καί τῷ τρόπῳ τῆς ὑπάρξεως ἡ ἁγία μονάς, τήν αὐτήν ὅλην τοῦτο κἀκεῖνο διαφόρως κατ ἄλλον καί ἄλλον, ὡς εἴρηται, λόγον νοουμένην μίαν καί μόνην ἀδιαίρετόν τε καί ἀσύγχυτον καί ἁπλῆν καί ἀμείωτον καί ἀπαράλλακτον θεότητα, μονάδα κατά τήν οὐσίαν ὅλην ὑ- πάρχουσαν καί ὅλην τριάδα τήν αὐτήν ταῖς ὑποστάσεσι καί μίαν ἑνός τρισσοφαοῦς ἀκτῖνα φωτός μονοειδῶς ἐπιλάμπουσαν» 83. Αποσαφηνίζοντας ακόμη περισσότερο το παραπάνω παράθεμα του αγίου Μαξίμου ότι δηλαδή, ενώ η ουσία μεταξύ των τριών Προσώπων είναι κοινή, υπάρχει στις υποστάσεις διάκριση αλλά όχι διαίρεση και μερισμός, μπορούμε επιπρόσθετα να αναφέρουμε και άλλες πατερικές αποκρυσταλλωμένες θεολογικές αρχές, οι οποίες απορρέουν από τη συνάφεια αυτή και συγκροτούν όλο το οικοδόμημα του τριαδολογικού δόγματος. Αναλυτικότερα, ο ιερός Μάξιμος επαναδιατυπώνοντας τις θέσεις των Καππαδοκών πατέρων επαναλαμβάνει ότι σχε- 82 Μυσταγ. σσ. 216, 22-218, 2. Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ, σ. 82. Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σ. 78. 83 Μυσταγ. σ. 218, 3-10. Βλ. Hans Urs von Balthasar, Cosmic Liturgy. The Universe According to Maximus the Confessor, Ignatius Press, San Francisco 2003, σσ. 105, 221 και 223. Βασιλείου Μπετσάκου, Στασις ἀεικίνητος. Η ανακαίνιση της αριστοτελικής κινήσεως στη θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 269. Melchisedec Törönen, Union and Distinction in the Thought of St. Maximus the Confessor, σσ. 64-65.

32 τικά με τον τρόπο υπάρξεως των Προσώπων μεταξύ τους, το Πρόσωπο 84 του Θεού Πατρός είναι η μοναδική πηγή και αιτία ύπαρξης των άλλων δύο Προσώπων. Με άλλα λόγια το Πρόσωπο του Θεού Πατρός γεννά αϊδίως τον Υιό και εκπορεύει το Ά- γιο Πνεύμα 85, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τη θεολογία του Διονυσίου Αρεοπαγίτου 86, Γρηγορίου του Θεολόγου 87 και Γρηγορίου Νύσσης 88. Φυσικά, όπως προαναφέραμε, επειδή η διάκριση δε σημαίνει και διαίρεση και έχοντας επισημάνει το γεγονός πως στη 84 Για τη θεολογία του προσώπου στον άγιο Μάξιμο βλ. περισσότερα: Ντομπρίβογιε Μίντιντς, Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας. Συστηματική - ἐρμηνευτική προσέγγισις τῆς περί Ἐκκλησίας διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, (Διδ. Διατρ.), Άθήναι 1989, σσ. 29-34. Νικολάου Μ. Καραζαφείρη, Ἡ περί προσώπου διδασκαλία Ἁγίου Μαξίμου Ομολογητοῦ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2 1995. Χαράλαμπου Γ. Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς θεολογίας καί πνευματικῆς ζωῆς κατά τήν διδασκαλίαν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 2003, σσ. 48-50. 85 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά 1, 4, PG 90, 1180A: «Εἷς Θεός, ἑνός Υἱοῦ γεννήτωρ, Πατήρ, καί Πνεύματος ἑνός ἁγίου πηγή Μονάς ἀσύγχυτος, καί Τριάς ἀδιαίρετος Νοῦς ἄναρχος, μόνου μόνος οὐσιωδῶς ἀνάρχου Λόγου Γεννήτωρ καί μόνης ἀΐδίου Ζωῆς, ἤγουν Πνεύματος Ἁγίου, πηγή». 86 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων 2, 7, PG 3, 645B: «ὅτι μέν ἔστι πηγαία θεότης ὁ Πατήρ, ὁ δέ Ἰησοῦς καί τό Πνεῦμα τῆς θεογόνου θεότητος εἰ οὕτω χρή φάναι, βλαστοί θεόφυτοι, καί οἷον ἄνθη καί ὑπερούσια φῶτα, πρός τῶν ἱερῶν λογίων παρειλήφαμεν». 87 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 2, 38, PG 35, 445BC. 88 Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG 45, 180C: «Ἕν γάρ καί τό αὐτό πρόσωπον τοῦ Πατρός, ἐξ οὗ ὁ Υἱός γεννᾶται, καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκπορεύεται. Διό καί κυρίως τόν ἕνα αἴτιον ὄντα μετά τοῦ αὐτοῦ αἰτιατῶν, ἕνα Θεόν φαμεν ἐπεί καί συνυπάρχει αὐτοῖς». Βλ. σχετικά: Lars Thunberg, Man and the Cosmos, σ. 34. Μαξίμου Βασίλιεβιτς, (Ἱεροδιακόνου), Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας. «Μετοχή Θεοῦ» στή θεολογική ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, (Διδ. Διατρ.), Αθήνα 1999, σσ. 41-42.