Α Π Ο Φ Α Σ Η 61/2012

Σχετικά έγγραφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η 17/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25 /2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 101 /2010

Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14 /2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 12 /2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3318/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 68/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 105/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 96/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 103/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 100/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 149/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 94/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 111/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 5/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 26/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2619/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 40/2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3490/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 67/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3869/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 51 /2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 2/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6635/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 3/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5474/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 127/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3424/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 62/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5426/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 112/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3425/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 61/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5479/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 126/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6658/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1272/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 21/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5458/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 125/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2615/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 38/2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 122/2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5906/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 95 /2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6689/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 133/2015

Αθήνα, Αρ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/6824/ ΑΠΟΦΑΣΗ 137/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8178/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 119/2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Α/ΕΞ/154/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 143/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6661/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 161/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5613/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1092/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 2 /2019

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3095/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2019

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6089/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/9065/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 70 /2018

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/57-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3767/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 81/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3621/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 69/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1935-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 127/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 96/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5961/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 120 /2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3830/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 84/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4448/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 57/2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3769/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 83/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 175/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 17/2019 (Τμήμα)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4535/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 87/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4989/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 78 / 2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/681-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 22/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2137/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 5/2019

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/74-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 118 /2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3768/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 82/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1095/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 3 /2019

Α Π Ο Φ Α Σ Η 75/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 141/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4470-1/ ΑΠΟΦΑΣΗ 100/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 10/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Α/ΕΞ/48/ ΑΠΟΦΑΣΗ 44/2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5960/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 121/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 35/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 155/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 166/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3607/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 6/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4758-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 175 /2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4603-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 135/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47 / 2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 33 /2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 161/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/590/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 154/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/491-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 29/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

Transcript:

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 18-05-2012 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3625/18-05-2012 Α Π Ο Φ Α Σ Η 61/2012 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος στο κατάστηµά της στις 8.11.2011 µετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειµένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Γ. Μπατζαλέξης, Αναπληρωτής Πρόεδρος κωλυοµένου του Προέδρου της Αρχής Π. Χριστόφορου, Π. Τσαντίλας, Γ. Λαζαράκος (ως εισηγητής) και Χ. Ανθόπουλος, αναπληρωµατικά µέλη σε αντικατάσταση των τακτικών µελών Α. Πράσσου, Α. Ι. Μεταξά και. Μπριόλα, οι οποίοι αν και εκλήθησαν νοµίµως εγγράφως δεν παρέστησαν λόγω κωλύµατος. Παρούσα χωρίς δικαίωµα ψήφου ήταν η Ε. Χατζηλιάση, νοµικός ελέγκτρια, ως βοηθός εισηγητή, και η Ε. Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τµήµατος διοικητικών και οικονοµικών υποθέσεων, ως γραµµατέας. Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω: Ο A, υπήκοος Ρωσίας, µε τη µε αριθµ. πρωτοκόλλου A/ΕΙΣ/212/27.4.2007 προσφυγή του προς την Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα ζήτησε τη διαγραφή του από το Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν (στο εξής και ΣΠΣ) και από τον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύµητων Αλλοδαπών (στο εξής και ΕΚΑΝΑ). 1

Ο προσφεύγων είχε αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια µε τη µε αριθµό /..-.-2000 απόφαση του Νοµάρχη υτικής Αττικής. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, ανακλήθηκε µε τη µε αριθµ. Φ /./..-..-2006 απόφαση του Γενικού Γραµµατέα Περιφέρειας Αττικής, µε την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων, προκειµένου να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια χρησιµοποίησε πλαστά δικαιολογητικά. Συγκεκριµένα, διαπιστώθηκε ότι: α) η φωτοτυπία εσωτερικού διαβατηρίου.-.. Νο, ήταν αποτέλεσµα µοντάζ µε παραποιηµένα στοιχεία εθνικότητας και εκδούσας αρχής, β) το πιστοποιητικό γέννησης.-.. Νο ήταν παραποιηµένο και ανήκει σε σειρά κλεµµένων και γ) το εξωτερικό διαβατηρίου.. Νο. ήταν παραποιηµένο και ανήκε σε σειρά κλεµµένων. Με βάση την παραπάνω απόφαση ανάκλησης της ελληνικής ιθαγένειας ο προσφεύγων καταχωρήθηκε στις..-.-2004 στο Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν και στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύµητων Αλλοδαπών για λόγους δηµοσίας τάξης και ασφάλειας µέχρι τις..-.-2014. Η εν λόγω καταχώριση ανανεώθηκε στις..-.-2007 για τρία χρόνια (έως..-.-2010) και στις..-.2010 ανανεώθηκε για ακόµη τέσσερα χρόνια (έως..-.-2014) µε την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν απλώς βάσιµες υπόνοιες, αλλά βεβαιότητα ότι αυτός διέπραξε σοβαρή αξιόποινη πράξη, ότι δηλαδή κατάρτισε πλαστό έγγραφο µε σκοπό να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια την οποία δεν δικαιούταν σύµφωνα µε το νόµο. Στις.-.-2007 ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωµα αντίρρησης ενώπιον της ιεύθυνσης Αλλοδαπών του Υπουργείου ηµοσίας Τάξης (νυν Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη), αλλά το αίτηµά του απορρίφθηκε µε την υπ αριθµ../ - απόφαση του Προϊσταµένου του Κλάδου Ασφαλείας και Τάξης της ιεύθυνσης Αλλοδαπών µε την αιτιολογία ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους ενεγράφη στο ΣΠΣ και στον ΕΚΑΝΑ και συγκεκριµένα διότι για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας προσκόµισε στις αρµόδιες ελληνικές αρχές πλαστά δικαιολογητικά. Από το µε αριθµ...-./..-.-2011 αντίγραφο του ποινικού του µητρώου προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν έχει καταδικαστεί για κάποια αξιόποινη πράξη. Μετά από εξέταση όλων των παραπάνω στοιχείων και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 1. Το άρθρο 96 της Σύµβασης Εφαρµογής της Συνθήκης Σένγκεν ορίζει ότι: «1. Τα 2

δεδοµένα σχετικά µε αλλοδαπούς καταχωρούνται σε αρχείο βάσει µιας εθνικής καταχωρίσεως, η οποία έχει έρεισµα στις αποφάσεις των αρµοδίων διοικητικών αρχών και δικαστηρίων, σύµφωνα µε τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νοµοθεσίας. 2. Οι αποφάσεις µπορούν να έχουν ως αιτιολογία την απειλή της δηµόσιας τάξεως και ασφαλείας καθώς και της εθνικής ασφάλειας που ενδέχεται να συνιστά η παρουσία ενός αλλοδαπού επί του εθνικού εδάφους. Αυτή µπορεί, κυρίως, να είναι η περίπτωση: α) Αλλοδαπού, ο οποίος έχει καταδικασθεί για αξιόποινη πράξη επισύρουσα ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους, β) Αλλοδαπού, εις βάρος του οποίου υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι διέπραξε σοβαρές αξιόποινες πράξεις, συµπεριλαµβανοµένων και όσων αναφέρονται στο άρθρο 71 ή εις βάρος του οποίου υπάρχουν συγκεκριµένες ενδείξεις ότι έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες τέτοιων αξιόποινων πράξεων επί του εδάφους ενός Συµβαλλόµενου Μέρους. 3. Οι αποφάσεις µπορούν επίσης να έχουν αιτιολογία ότι εις βάρος του αλλοδαπού έχει επιβληθεί το µέτρο της αποµακρύνσεως, αποποµπής ή απελάσεως, το οποίο δεν αναβλήθηκε ούτε ανεστάλη και περιέχει ως παρεπόµενη κύρωση την απαγόρευση εισόδου ή διαµονής, στηριζόµενη στη µη τήρηση του εθνικού δικαίου ως προς την είσοδο και διαµονή των αλλοδαπών». Από το παραπάνω άρθρο της ΣΕΣΣ προκύπτει ότι η καταχώριση στο ΣΠΣ λαµβάνει χώρα βάσει µίας εθνικής καταχώρισης, η οποία έχει έρεισµα στις αποφάσεις των αρµοδίων διοικητικών αρχών και δικαστηρίων. Στην Ελλάδα η τήρηση του Εθνικού Καταλόγου Ανεπιθύµητων Αλλοδαπών προβλέπεται στο άρθρο 82 του ν. 3386/2005, το οποίο ορίζει ότι «Το Υπουργείο ηµόσιας Τάξης τηρεί κατάλογο ανεπιθύµητων αλλοδαπών. Τα κριτήρια και η διαδικασία εγγραφής και διαγραφής αλλοδαπών από τον κατάλογο αυτόν καθορίζονται µε απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών, Εθνικής Άµυνας, ικαιοσύνης και ηµοσίας Τάξης». Με βάση την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκε η µε αριθµό 4000/4/32- ιβ /4.9.2006 ΚΥΑ, το άρθρο 1 της οποίας προβλέπει ότι: «1. Στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύµητων Αλλοδαπών (Ε.Κ.ΑΝ.Α.) εγγράφονται: α. Οι αλλοδαποί σε βάρος των οποίων διατάχθηκε η απέλαση από τη χώρα, βάσει δικαστικής ή διοικητικής απόφασης. β. Αλλοδαποί, των οποίων η παρουσία στο ελληνικό έδαφος, αποτελεί απειλή για την εθνική ή τη δηµόσια ασφάλεια ή τη δηµόσια τάξη. Τέτοια απειλή υπάρχει ιδίως όταν σε βάρος του 3

αλλοδαπού υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι τέλεσε σοβαρή αξιόποινη πράξη ή ενδείξεις ότι προέβη σε προπαρασκευαστικές πράξεις για την τέλεση τέτοιας πράξης [(άρθρο 96 Σύµβασης Εφαρµογής της Συµφωνίας Σένγκεν (SCHENGEN) (Σ.Ε.Σ.Σ.), όπως αυτή κυρώθηκε µε το ν. 2514/1997 (Α -140)]. γ. Αλλοδαποί σε βάρος των οποίων συντρέχουν λόγοι δηµόσιας υγείας κατά τα οριζόµενα στο εδάφιο δ της παρ.1 του άρθρου 76 του ν. 3386/2005. 2 Οι αλλοδαποί που εγγράφονται στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. εγγράφονται παράλληλα και στο Σύστηµα Πληροφοριών Σένγκεν (SCHENGEN), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 94 της Σ.Ε.Σ.Σ.». 2. Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 96 της ΣΕΣΣ και 1 της ΚΥΑ 4000/4/32-ιβ /4.9.2006 προκύπτει ότι δεν είναι αυτοδίκαιη η καταχώριση στο ΣΠΣ κάθε προσώπου που εγγράφεται στον ΕΚΑΝΑ. Η καταχώριση στο ΣΠΣ επιτρέπεται µόνον όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 96 της ΣΕΣΣ. Οι διατάξεις της ΚΥΑ δεν προβλέπουν πρωτογενείς προϋποθέσεις εγγραφής στον ΕΚΑΝΑ, αλλά αντίθετα παραπέµπουν στις διατάξεις του ποινικού κώδικα για τη δικαστική απέλαση, στο άρθρο 76 του ν. 3386/2005 για τη διοικητική απέλαση και επαναλαµβάνουν τις διατυπώσεις του άρθρου 96 της ΣΕΣΣ ως προς τους «ανεπιθύµητους» αλλοδαπούς, των οποίων η παρουσία στο ελληνικό έδαφος ενδέχεται να συνιστά «απειλή για τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια ή για την εθνική ασφάλεια» (βλ. Γνµ 3/2010 της ΑΠ ΠΧ). 3. Η ερµηνεία, συνεπώς, του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. β της ΚΥΑ 4000/4/32- ιβ /4.9.2006 πρέπει να εναρµονίζεται µε το άρθρο 96 παρ. 2 της ΣΕΣΣ, η οποία ως διεθνής σύµβαση που κυρώθηκε έχει υπερνοµοθετική ισχύ. Κατά συνέπεια ως επικίνδυνος «για τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια ή για την εθνική ασφάλεια» πρέπει να θεωρείται ο αλλοδαπός, ο οποίος είτε α) έχει καταδικαστεί για αξιόποινη πράξη που επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους (για αξιόποινες πράξεις, δηλαδή, των οποίων το κατώτερο πλαίσιο της στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι ένα έτος) είτε β) σε βάρος του οποίου υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι διέπραξε σοβαρές αξιόποινες πράξεις. Κατά την άποψη που εκφράστηκε µε τη Γνωµοδότηση 3/2010 της Αρχής από τη συστηµατική ερµηνεία του άρθρου 96 προκύπτει ότι ως «σοβαρές αξιόποινες πράξεις» νοούνται αυτές που επισύρουν ποινή στερητική της 4

ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους και αξιολογούνται ότι συνιστούν απειλή για τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια. Η ερµηνεία αυτή κρίθηκε ότι συµβαδίζει και µε τη νοµολογία των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία προκειµένου να θεωρήσουν νόµιµη την αιτιολογία της ιοίκησης για την απέλαση (διοικητική) αλλοδαπού για λόγους «απειλής της δηµοσίας τάξης ή ασφάλειας της χώρας», απαιτούν από την τελευταία, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας σύµφωνα µε τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, να λαµβάνει υπόψη και να συνεκτιµά όλες τις συνθήκες τέλεσης ενός αδικήµατος και να εκφέρει ειδικώς αιτιολογηµένη κρίση για την εν λόγω «απειλή» (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 427/2009, ΣτΕ 1127/2009, ΣτΕ 2414/2008). 4. Κατά την οµόφωνη άποψη των µελών του Τµήµατος, εντούτοις, ο νοµοθέτης ηθεληµένα δεν αναφέρθηκε σε πλαίσιο της επαπειλούµενης στερητικής της ελευθερίας ποινής στο άρθρο 96 παρ. 2 στοιχ. β της ΣΕΣΣ, καθώς επιθυµούσε να παράσχει στον εφαρµοστή του δικαίου (διοικητικές και δικαστικές αρχές) τη δυνατότητα να κρίνει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση (ad hoc) εάν η παρουσία ενός αλλοδαπού συνιστά απειλή για τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας λόγω της συνδροµής στο πρόσωπο του τελευταίου αποχρωσών ενδείξεων περί διάπραξης σοβαρής αξιόποινης πράξης. Κριτήριο, επιπλέον, για να χαρακτηρισθεί µία αξιόποινη πράξη ως σοβαρή ή όχι δεν µπορεί να αποτελεί µόνο το πλαίσιο της στερητικής της ελευθερίας ποινής αλλά και το προστατευόµενο κάθε φορά έννοµο αγαθό και η απαξία της τελεσθείσης πράξεως, όπως επίσης και ο σκοπός σύναψης της ΣΕΣΣ. Καθιέρωση του ανωτέρω ορίου απειλουµένης ποινής για να χαρακτηρισθεί η αποδιδόµενη στον αλλοδαπή αξιόποινη πράξη ως σοβαρή και υπαχθεί η εξεταζόµενη κάθε φορά περίπτωση στο εδαφ. β της ανωτέρω διάταξης, περιορίζει σε µεγάλο βαθµό τον αριθµό των εγκληµατικών πράξεων που θα µπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρές, αλλά και αποτελεί µια ενάντια στο νόµο ερµηνεία, αφού αυτός δεν θέτει τέτοιο κριτήριο. Θα οδηγούµεθα έτσι σε άτοπη λύση αδυναµίας εγγραφής στον κατάλογο ανεπιθύµητων και στο σύστηµα πληροφοριών συνθήκης Σέγκεν ατόµων που έχουν διαπράξει, αντικειµενικά χαρακτηριζόµενες ως σοβαρές αξιόποινες πράξεις, όπως λ.χ. η πλαστογραφία, η χρήση πλαστού, η απάτη, η εκβίαση, η παράνοµη οπλοφορία, οπλοκατοχή, οπλοχρησία, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την δηµόσια τάξη και ασφάλεια, αφού για τις πράξεις αυτές δεν απειλείται στις οικείες 5

διατάξεις ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Περαιτέρω όπως είναι γνωστό η σύναψη της Σύµβασης Εφαρµογής της Συµφωνίας Σένγκεν αποσκοπούσε στην κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα των κρατών που την έχουν υπογράψει, καθώς και στη δηµιουργία ενιαίων εξωτερικών συνόρων, στα οποία οι έλεγχοι εισόδου στο «χώρο Σένγκεν» πραγµατοποιούνται µε βάση τις ίδιες διαδικασίες, ώστε να καθίσταται δυνατή η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στο εσωτερικό του «χώρου Σένγκεν» χωρίς παράλληλα να διαταράσσεται η δηµόσια ασφάλεια. Κατά συνέπεια, αξιόποινες πράξεις περί τα υποµνήµατα και ειδικά σχετικά µε τα αναγνωριστικά της ταυτότητας ενός προσώπου έγγραφα, όπως η πλαστογραφία των εν λόγω εγγράφων, συνιστούν, παρότι δεν απειλείται στον ΠΚ ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους, σοβαρές αξιόποινες πράξεις στο πλαίσιο λειτουργίας της ΣΕΣΣ, καθώς η παραβίασή τους ουσιαστικά οδηγεί στην αδυναµία πραγµάτωσης του σκοπού της Σύµβασης. 5. Κατόπιν των ανωτέρω και ενόψει της διαπιστωθείσας οµόφωνης διαφωνίας µε τη Γνωµοδότηση 3/2010 της Αρχής ως προς την ερµηνεία του άρθρου 96 της ΣΕΣΣ, το Τµήµα τούτο, προκειµένου να διασφαλισθεί η ενότητα της νοµολογίας και η ασφάλεια του δικαίου, και κατ εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 5α παρ. 1 του Κανονισµού Λειτουργίας της Αρχής, αποφάσισε την παραποµπή της υπόθεσης στην Ολοµέλεια. Για τους λόγους αυτούς Παραπέµπει την κρινόµενη υπόθεση στο σύνολό της στην Ολοµέλεια, η οποία θα αποφανθεί για τα ζητήµατα που αναφέρονται στο σκεπτικό. Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Η Γραµµατέας Γεώργιος Μπατζαλέξης Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου 6