Preview of Grammar Sections from A Greek Ørberg. 1. ἡ γραμματικὴ τέχνη



Σχετικά έγγραφα
1st and 2nd Person Personal Pronouns

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ἡ γραμματικἡ τέ χνἡ Contents ὁ πρόλογος (Ἀγγλικῇ) περὶ τῶν τοῦ λόγου μερῶν. περὶ ὀνόματος πρὸς τοῦ Διονυσίου

Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα καθ αὑτὴν φωτιζόμενη

ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τὸς και -τέος

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

Michèle TILLARD Lycée Montesquieu, LE MANS janvier Ἡ φλέψ Φλέψ Τὴν φλέβα Τῆς φλεβός Τῇ φλεβί

[Γραμματική. Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

Nominativus 3rd person (αὐτός, αὐτή, αὐτό) is not used for he/she/it/they. (οὗτος, ἐκεῖνος can be used instead)

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτων, Πολιτεία 615C-616Α Αρδιαίος ο τύραννος

Noun: Masculine, Κύριος - D2.1 Meaning: Lord, Master. Noun: Neuter, ἔργον - D2.2 Meaning: work

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

Δ ι α γ ω ν ί ς μ α τ α π ρ ο ς ο μ ο ί ω ς η σ 1

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

I am. Present indicative

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

ΚΟΡΥΦΑΙΟ φροντιστήριο

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Numbers / Αριθμοι - According to 4Q121 Septuagint Numbers (4QLXXNum) - Verse Order

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΜΑΪΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

CH7 α GRK 101 Handout

καταλήξεις ασυναίρετων της β' κλίσης Ενικός ον. γεν. δοτ. αιτ. κλ. -ον -ου -ῳ -ον -ον -ος -ου -ῳ -ον -ε Πληθυντικός -οι -ων -οις -ους -οι

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

ἐκτὸς ἐπ ἀσπαλάθων κνάµπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σηµαίνοντες ὧν ἕνεκά τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐµπεσούµενοι ἄγοιντο.» Α. Από το κείµενο που

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Θουκυδίδου Περικλέους Ἐπιτάφιος (ΙΙ, 41)

ιδαγµένο κείµενο 'Αριστοτέλους 'Ηθικά Νικοµάχεια (Β6, 4-10)

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτωνος Πρωταγόρας 323C-324Α

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικοµάχεια Β, 1, 4-7

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

«Η λύση του Γόρδιου Δεσμού» αρχαία ελληνικά Α Γυμνασίου ενότητα 7

Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1, 1-2. απόσπασμα α

Στο απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην αξιοκρατική επιλογή των αρχόντων κατά το παρελθόν.

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ :ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : MΑΪΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 6

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι ΙI

Lesson 13 Demonstratives

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο Πλάτωνος Πρωταγόρας (323Α-Ε)

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 6, 9-13

ΚΕΙΜΕΝΑ. Α. Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή

Σελίδα 1 από 5 Μ Ν Κ Κ Δ 4 Μ Ζ Μ Ν Μ Θ Μ : ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Μ Θ Μ ΩΝ: Ν Κ Μ

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο. Πλάτωνος Πρωταγόρας, (324 Α-C).

ιδαγμένο κείμενο Θουκυδίδη Περικλέους Ἐπιτάφιος (40)

ΘΕΜΑ 212ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2,

ΘΟΥΚΥ Ι Η ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου. Δειγματικό Εξεταστικό Δοκίμιο. Α Τετράμηνο

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ ΑΡΧΑΙΑ

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 6

Chapter 13. The Definite Article The Demonstrative Adjectives and Pronouns

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1-4

Ασκήσεις γραμματικής. Εκφώνηση. Να μεταφέρετε τους παρακάτω τύπους στον άλλο αριθμό: τοῦ σοφοῦ. (ὦ) δίκαιε. τὸν τίμιον. τοὺς πιστοὺς.

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β Γυμνασίου. Ενότητα 2 : Γ. Γραμματική

ιδαγμένο κείμενο Θουκυδίδη Περικλέους Ἐπιτάφιος (40)

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ

Συγκρίσεις ιατονικής Κλίµακας ιδύµου µε άλλες διατονικές κλίµακες.

ΘΕΜΑ 61ο Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

1 Definite Article. 2 Nouns. 2.1 st Declension

Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση

Ενότητα 4 η Ένα ταξίδι επιστημονικής φαντασίας

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 3 Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟ

14 Lesson 2: The Omega Verb - Present Tense

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀκούω δ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον τρέψεσθαι, ὡς

ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ. Αρχαία ελληνική γλώσσα. Κορίνα Τσιτσιρίκου

Athanasius Alexandrinus - Magnus - Epistula ad Palladium

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ GFS DIDOT CLASSIC GREEK FONT SOCIETY ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

EJERCICIOS DE FLEXIÓN DE SUSTANTIVOS Y ADJETIVOS SEGUNDA DECLINACIÓN:

Κατάλογος τῶν Συγκερασµῶν ὅλων τῶν Βυζαντινῶν ιατονικῶν Κλιµάκων µέχρι καὶ σὲ 1200 µουσικὰ διαστήµατα (κόµµατα)

Corrections to the Antoniades Patriarchal Greek Text of the New Testament

Transcript:

Preview of Grammar Sections from A Greek Ørberg The below document is a rough draft of the grammar material in the first 10 chapters of my translation of Ørberg s Lingua Latina, Familia Romana into Ancient Greek. The grammar material is a combination of adaptation and free composition, depending on the material in the chapter. It already stands in great need of revision, both to provide internal consistency as well as to ensure accuracy and precision. I provide this document openly on the internet, firstly because I know many are interested in the progress of this project, secondly to encourage greater conversation about approaches to Greek Grammar in Greek. Constructive criticism and feedback may be directed to seumas.jeltzz @ gmail.com ~ Seumas Macdonald. Ulaanbaatar, Mongolia, June 2014. 1. ἡ γραμματικὴ τέχνη ὁ ἀριθμός: ἑνικὸς καὶ πληθυντικός [A] (ἀρσενικός, ἡ δεύτερα κλίσις) ὁ Νεῖλος ποταμός ἐστιν. ὁ Νεῖλος καὶ ὁ Ῥῆνος ποταμοὶ μεγαλοί εἰσιν. τὸ ποταμός ἐστιν ἑνικός. τὸ ποταμοί ἐστιν πληθυντικός. ἑνικός πληθυντικός -ος -οι δεῖγμα: ἀριθμός, ἀριθμοί ἕν μικρὸς ἀριθμός ἐστιν. ἕν καὶ δύο μικροὶ ἀριθμοί εἰσιν. ἡ λέχις τὸ νῆσος ἐστιν ἐν τῇ κλίσει τῇ δευτέρᾷ, ἀλλά οὔκ ἐστιν ἀρσενικός. ἔστι θηλυκός. ἡ νῆσος, αἰ νῆσοι. [B] (θηλυκός, ἡ πρώτη κλίσις) Γαλατία ἐπαρχία μεγαλή ἐστιν. Γαλατία καὶ Ἰσπανία ἐπαρχίαι μεγαλαί εἰσιν. τὸ ἐπαρχία ἐστιν ἑνικός. τὸ ἐπαρχίαι ἐστιν πληθυντικός. ἑνικός -α πληθυντικός -αι [C] αἱ λέξεις

ἀρσενικαὶ λέξεις ἀριθμός, λόγος, ποταμός θηλυκαὶ λέξεις ἀρχή, ἐπαρχία, συλλαβή, γλῶττα καὶ οὐκ εἰσιν ἐν τῇ κλίσει πρώτῃ ἡ νῆσος, αἱ νῆσοι ἡ πόλις, αἱ πόλεις ἡ λέξις, αἱ λέξεις οὐδέτεραι λέξεις τὸ πέλαγος, τὰ πελάγη τὸ ἄρθρον τὸ ἄρθρον δύναται ἐν τῇ Ἀγγλικῇ the ὀνομαστικός, ἑνικός, ἀρσενικός ὀνομαστικός, ἑνικός, θηλοκός ὀνομαστικός, πληθυντικός, ἀρσενικός ὀνομαστικός, πληθυντικός, θηλοκός ὀνομαστικός, ἑνικός, οὐδέτερος ὀνομαστικός, πληθυντικός, οὐδέτερος ὁ ἡ οἱ αἱ τὸ τὰφ δείγματα ὁ ἀριθμός, οἱ ποταμοί, ἡ Ρώμη, αἱ πόλεις, τὸ γράμμα, τὰ γράμματα ὁ τόνος ά ἐστι τόνος ὀξύς ὰ ἐστι τόνος βαρύς ᾶ ἑστι τόνος περισπώμενος. άκα ἐστι τόνος παροξύτονος άκακα εστι τόνος προπαραξύτονος. τὸ ἐστι ἤ τὸ εἰσι ἐστι ἐνκλιτικός.

δείγματα οὐκ + ἐστι = οὐκ ἔστι οὐκ + εἰσι = οὐκ εἰσίν. τόνος ὀξύτονος (ά) + ἐστι = ἀριθμός ἐστι τόνος παροξύτονος (άκα) + ἐστι = Ἰταλία ἐστίν τόνος προπαραξύτονος (άκακα) + ἐστι = Βυζάντιόν ἐστιν τόνος περισπώμενος (ᾶ) + ἐστι = ποῦ ἐστιν τόνος περισπώμενος (ᾶκα) + ἐστι = Ῥῆνός ἐστιν. τόνος ὀξύτονος (ά) + εἰσιν = πολλοί εἰσιν τόνος παροξύτονος (άκα) + εἰσιν = ὀλίγοι εἰσίν τόνος προπαραξύτονος (άκακα) + εἰσιν = ἀναίτιοί εἰσιν τόνος περισπώμενος (ᾶ) + εἰσιν = ἡμᾶς εἰσιν τόνος περισπώμενος (ᾶκα) + εἰσιν = οὗτοί εἰσιν

2. ἡ γραμματικὴ τέχνη τὸ γένος ἀρσενικόν, θηλυκόν, οὐδέτερον. [A] δοῦλος ἐστι λέξις ἁρσενική. [B] δούλη ἐστι λέξις θηλυκή. οἰκία ἐστι λέξις θηλυκή. [C] παιδίον ἐστι λέξις οὐδετέρη ὑποδείγματα [A] δοῦλος, κύριος, λόγος, ποταμός, ἀριθμός, υἱός, Στέφανος, Φίλλιπος, Ἀλέξιος, Ὀνήσιμος. ἀνθρωπος, ἁρσενικός -ος [B] κόρη, δούλη, σχέδη,, Εὐνική, Ἰοκάστη ἡγημωνία, οἰκία, γλῶττα, κυρία, Ἰφιμεδεία, θάλαττα, ἑπαρχία θηλυκός -η, -α [C] παιδίον οὐδέτερος -ον ἡ γενικὴ πτῶσις [A] ἀρσενικός ὁ Δημοσθένης κύριος τοῦ δούλου ἐστιν. ὁ Δημοσθένης κύριος τῶν δούλων ἐστιν. δούλου ἐν τῇ γενικῂ πτῶσεί ἐστιν. καὶ δούλων ἐν τῇ γενικῂ πτῶσεί ἐστιν. δούλου ἐστι γενικός, ἑνικός. δούλων ἐστι γενικός, πληθυντικός. γενικός ἑνικός ου, πληθυντικός ων. ἀλλά ῆσὁ Δημοσθένης, τοῦ Δημοσθένους ὀνομαστικός ὁ Δημοσθένης γενικός τοῦ Δημοσθένους

[B] θηλυκός ἡ Ἰφιμεδεία κυρία τῆς δούλης ἐστίν. ἡ Ἰφιμεδεία κυρία τῶν δούλων ἐστίν. ἡ Ἰοκάστη θυγάτηρ τῆς κυρίας ἐστίν. δούλης ἐν τῇ γενικῂ πτῶσεί ἐστιν. καὶ δούλων ἐν τῇ γενικῂ πτῶσεί ἐστιν. δούλης ἐστι γενικός, ἑνικός. δούλων ἐστι γενικός, πληθυντικός. κυρίας καὶ ἐν τῇ γενικῂ πτῶσεί ἐστιν. κυρίας ἐστι γενικός, ἑνικός. κυρίων ἐστι γενικός, πληθυντικός. γενικός ἑνικός ης, -ας, πληθυντικός ων. [C] οὐδέτερος ὁ Δημοσθένης πατὴρ τοῦ παιδίου ἐστιν. ὁ Δημοσθένης πατὴρ τῶν παιδίων ἐστιν. παιδίου ἐν τῇ γενικῂ πτῶσεί ἐστιν. καὶ παιδίων ἐν τῇ γενικῂ πτῶσεί ἐστιν. παιδίου ἐστι γενικός, ἑνικός. παιδίων ἐστι γενικός, πληθυντικός. γενικός ἑνικός ου, πληθυντικός ων. γηνικός ἀρσενικός θηλυκός οὐδέτερος ἑνικός -οῦ -ᾶς / -ῆς -οῦ πληθυντικός -ῶν -ῶν -ῶν τὸ ἄρθρον γενικός, ἑνικός, ἀρσενικός γενικός, ἑνικός, θηλυκός γενικός, πληθυντικός, ἀρσενικός γενικός, πληθυντικός, θηλυκός γενικός, πληθυντικός, οὑδέτερος τοῦ τῆς τῶν τῶν τῶν ἀρσενικός θηλυκός οὐδέτερος

ἑνικός ὀνομαστικός ὁ ἡ τό γενικός τοῦ τῆς τοῦ πληθυντικός ὀνομαστικός οἱ αἱ τά γενικός τῶν τῶν τῶν τὸ ἐπίθετον ἐπίθετα ἐστι λέξεις τὸ Ῥωμαϊκός, Ἑλληνικός, μέγας, μικρός, πόλυς, ὀλιγός, νεός, παλαιός, κτλ. πολλὰ ἐπίθετα decline like this ἀρσενικός θηλυκός οὐδέτερος ἑνικός ὀνομαστικός μικρός μικρά μικρόν πληθυντικός ὀνομαστικός μικροί μικραί μικρά 3. ἡ γραμματικὴ τέχνη ἡ πτῶσις ὀνομαστική, αἰτιατική, γενική [A] ἀρσενικόν ὁ Στέφανος γελᾷ. ὁ Φίλλιπον τὸν Στέφανον παίει. ὁ Στέφανος τὸν Φίλλιπον παίει. ὁ Φίλλιπος κλαίει. Στέφανος ὀνομαστική ἐστιν. Στέφανον αἰτιατική ἐστιν. Φίλλιπον αἱτιατική ἐστιν, Φίλλιπος ὀνομαστική ἐστιν. ὀνομαστική -ος αἰτιατική -ον ὁ Δημοσθένης τοῦ Στεφάνου ἀκουει. ὁ Δημοσθένης τοῦ Φιλλίπου οὐκ ἀκούει. Στεφάνου γενική ἐστιν. Φιλλίπου καὶ γενική ἐστιν. γηνική -ου ὑποδείγαμτα Στέφανος, Στέφανον, Φίλλιπος, Φίλλιπον, υἱός, υἱόν, αὐτόν (Δημοσθένης, παῖς, πατήρ εἰσὶ ἐν ταῖς κλίσεσι ταῖς ἄλλαις, ἀλλὰ καὶ ἀρσενικαί) [B] θηλοκόν ἡ Ἰοκάστη ᾄδει. Στέφανος τὴν Ἰοκάστην παίει. ἡ Ἰοκάστη τὴν Ἰφιμεδείαν καλεῖ. ἡ Ἰφιμεδεία ἔρχεται.

ὁ Δημοσθένης τῆς Ἱοκάστης ἀκουει. ὁ Δημοσθένης τῆς Ἰφιμεδείας οὐκ ἀκούει. ὀνομαστική -η, -α αἰτιατική -ην, -αν γενινκή -ῆς, -ᾶς ὑποδείγαμτα σκηνή, σκηνήν, σκηνῆς; Ἰφιμεδεία, Ἰφιμεδείαν, Ἰφιμεδείας; Ἰοκάστη, Ἰοκάστην, Ἰοκάστης; κόρη, κόρην, κόρης. [C] οὐδέτερον τὸ παιδίον γελᾷ ὁ Δημοσθένης τὸ παιδίον βλέπει. ἡ Ἰφιμεδεία τοῦ παιδίου ἀκούει. ὀνομαστική -ον αἰτιατική -ον γενινκή -ου ὑποδείγαμτα παιδίον, παιδίον, παιδίου; πρόσωπον, πρόσωπον, προσώπου; τὸ ἄρθρον: αἰτιακόν ἑνικόν αἰτιατικός, ἑνικός, ἀρσενικός αἰτιατικός, ἑνικός, θηλυκός αἰτιατικός, ἑνικός, οὐδέτερος τόν τήν τό ἀρσενικός θηλυκός οὐδέτερος ἑνικός αἰτιατικός τόν τήν τό τὸ ρῆμα -- ᾄδει, παίει, βλέπω, ἀκούει, καθεύδει, τύπτει

-α- -ε- ἐρωτᾷ, γελᾷ καλεῖ (εται) ἔρχεται, ἀποκρίνεται τὸ -α, -ε, -ο ῥημάτα εἰσὶν ῥήματα βαρύτονα. ὀνομαστική αἰτιατική ῥῆμα Στέφανος Ἰοκάστην παίει Φίλλιπος Στέφανον βλέπει Ἰοκάστη Ἰφιμεδείαν καλεῖ Ἰφιμεδεία Φίλλιπον ἐρωτᾷ τίς με καλεῖ? Φίλλιπος ἀποκρίνεται Ἰοκάστη σε καλεῖ Στέφανος αὐτὴν παίει Ἰφιμεδεία παῖδα τύπτει Στέφανος Δημοσθένης κλαίει ἔρχεται παῖς ἀγαθός κορὴν μικράν οὐκ παίει Δημοσθένης ὀργιζόμενος παῖδα πονερόν τύπτει ὀνομαστική γενική ρῆμα Δημοσθένης Στεφάνου ἀκούει Δημοσθένης Φιλλίπου οὐκ ἀκούει ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία [A] ἀρσενικόν ὅς : ὅς ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, ὀνομαστική. ὅν : ὅν ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, αἰτιατική. οὗ : οὗ ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, γενική.

[B] θηλοκόν ἥ : ἥ ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, ὀνομαστική. ἥν : ἥν ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, αἰτιατική. ἧς : ἧς ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, γενική. [C] οὐδέτερον ὅν : ὅν ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, ὀνομαστική καὶ αἰτικατική οὗ οὗ ἐστι ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, γενική. ἀρσενικός θηλυκός οὐδέτερος ὀνομαστικός ὅς ἥ ὅ αἰτιατικός ὅν ἥν ὅ γηνικός οὗ ἧς οὗ 4. ἡ γραμματικὴ τέχνη ἡ πτῶσις κλητική ὁ Ἀλέξιος τὸν Ὀνήσιμον καλεῖ Ὀνησίμε! ὁ Ὀνήσιμος τὸν Ἀλέχιον καλεῖ Ἀλέξιε! τὸ Ὀνήσιμε ἐστι κλιτικός. ὀνομαστικός ος κλιτικός -ε ὑποδείγματα κύριε, Ἀλέξιε, Ὀνήσιμε, δοῦλε, πονηρέ πολλάκις το ὦ μετὰ τῆς πτώσεως τῆς κλιτικῆς ὑποδείγματα ὦ κύριε, ὦ δοῦλε ἡ ἐγκλίσις ὁρiστικὴ καὶ προστακτική ὁ κύριος κάλει τὸν Ὀνήσιμον! ὁ δοῦλος τὸν Ὀνήσιμον καλεῖ ὁ κύριος σιώπα καὶ ἄκουε! ὁ δοῦλος σιωπᾷ καὶ ἀκούει. ὁ κύριος ἀποχώρει, δοῦλε! ὁ δοῦλος ἀποχωρεῖ. ὁ μὲν κύριος κελεύει, ὁ δὲ δοῦλος ὑπακούει.

τὸ κάλει ἐστι ἐν τῇ προστακτικῇ ἐγκλίσει, ἔστι προστακτικός. τὸ καλεῖ ἐστι ἐν τῇ ὁριστικῇ ἐγκλίσει, ἔστι ὁριστικός. τὸ κάλει, σιώπα, ἄκουε, ἀποχώρει ἐστὶ προστακτικός. τὸ καλεῖ, σιωπᾷ, ἀκούει, ἀποχωρεῖ ἐστι ὁριστικός. ὁριστικός προστακτικός -ω ἄκουει ἄκουε -α-ω σιωπᾷ σιώπα -ε-ω καλεῖ κάλει -μαι ὁ κύριος ἔρχου! ὁ δοῦλος ἔρχεται ὁ κύριος ἀποκρίνου! ὁ δοῦλος ἀποκρίνεται ὁριστικός προστακτικός -μαι ἔρχου ἔρχεται -μαι ἀποκρίνου ἀποκρίνεται ὑποδείγματα ὁ Ἀλέξιος ἀσπάζου τὸν κύριον! ὁ Ὀνήσιμος ἀσπάζεται. ὁ Δημοσθένης ἀποκρίνου, δοῦλε! ὁ δοῦλος ἀποκρίνεται. ὁ Δημοσθένης κελεύει λαμβάνε τὸ θυλάκιόν σου καὶ ἀποχώρει! ὁ Ὀνήσιμος τὸ θυλάκιον αὐτοῦ λαμβάνει καὶ ἀποχωρεῖ. ὁ Δημοσθένης Ἀλέξιε! ἔρχου! ὁ Ἀλέξιός οὐκ ἔρχεται. ὁ Δημοσθένης κελεύει. ὁ μὲν Ὀνήσιμος ὑπακούει, ὁ δὲ Ἀλέξιός οὐχ ὑπακούει. -τε = καί ὁ Ὀνήσιμος ἄλλοι τε οἱ δοῦλοι ἄπεισιν. = ὁ Ὀνήσιμος καὶ ἄλλοι δοῦλοι ὁ Στέφανος καὶ ὁ Φίλλιπος = ὁ Στεφάνος Φίλλιπος τε

5. ἡ γραμματικὴ τέχνη ἡ αἰτιατική πτῶσις ἑνικὴ καὶ πληθυντικὴ [Α] ἀρσενικόν ὁ Δημοσθένης οὐκ ἕνον υἵον, ἀλλὰ δύο υἵους ἔχει. τὸ υἵος ἐστι αἰτιατικός ἑνικός. τὸ υἵους ἐστι αἰτιατικός πληθυντικός. αἰτιατικός ἑνικός ον, πληθυντικός ους. [Β] θηλυκόν ὁ Δημοσθένης οὐ δύο κόρας, ἀλλὰ μίαν κόρην ἔχει. τὸ κόρας ἐστι αἰτιατικός πληθυντικός. τὸ κόρην ἐστι αἰτιατικός ἑνικός. αἰτιατικός ἑνικός ην, -αν, πληθτυνικός ας. [Γ] οὐδέτερον ὁ οἶκος οὐχ ἓν δωμάτιον, ἀλλα πολλὰ δωμάτια ἔχει. τὸ δωμάτιον αἰτιατικός ἑνικός ἐστιν. τὸ δωμάτια αἰτιατικός πληθυντικός ἐστιν. αἰτιατικός ἑνικός ον, πληθυντικός α ἡ δοτικη πτῶσις καὶ ἡ γενικὴ πτῶσις ἡ δοτικὴ πτῶσις μετὰ τῆς προθέσεως ἐν [Α] ἀρσενικόν ἐν τῷ κήπῳ τοῦ Δημοσθένους. ἐν τοῖς κήποις τους Δημοσθένους. τὸ κήπῳ δοτικός ἑνικός ἐστιν. τὸ κήποις δοτικός πληθυντικός ἐστιν. δοτικός ἑνικός -ῳ, πληθυντικός οις. [Β] θηλυκόν ἐν τῇ σκήνῃ. ἐν ταῖς σκήναις. ἐν Ἰταλίᾳ τὸ σκήνῃ δοτικός ἑνικός ἐστιν. τὸ Ἰταλίᾳ καὶ δοτικός ἑνικός ἐστιν.τὸ σκήναις δοτικός πληθυντικός ἐστιν. δοτικός ἑνικός -ῃ, -ᾳ, πληθυντικός αις. [Γ] οὐδέτερον ἐν τῷ περιστύλῳ. ἐν τοῖς περιστύλοις. τὸ περιστύλῳ δοτικός ἑνικός ἐστιν. τὸ περιστύλοις δοτικός πληθυντικός ἐστιν. δοτικός ἑνικός -ῳ, πληθυντικός οις. ἡ πρόθεσεις ἐν + δοτικὴ πτῶσις

αἱ προθέσεις ἐκ, ἐξ, ἀπ/, μετά, ἄνευ + γενικὴ πτῶσις ὁ Δημοσθένης μετὰ τῆς Ἰφιμεδείας ἐστίν ἡ Ἰοκάστη ἐκ κήπου ἔρχεται. ἡ Εὐνική ἐξ αἰθρίου ἔρχεται ἡ κόρη ἄνευ ῥόδων καλὴ οὐκ ἔστιν ἡ Ἰοκάστη κλαίει καὶ ἀπὸ αὐτῶν ἀποχωρεῖ. τὸ ἄρθρον αἰτιατικός, πληθυντικός, ἀρσενικός τούς αἰτιατικός, πληθυντικός, θηλυκός τάς αἰτιατικός, πληθυντικός, οὐδέτρος τά δοτικός, ἑνικός, ἀρσενικός τῷ δοτικός, ἑνικός, θηλυκός τῇ δοτικός, ἑνικός, οὐδέτερος τῷ δοτικός, πληθυντικός, ἀρσενικός τοῖς δοτικός, πληθυντικός, θηλυκός ταῖς δοτικός, πληθυντικός, οὐδέτερος τοῖς ἀρσενικός θηλυκός οὐδέτερος ἑνικός ὀνομαστικός ὁ ἡ τό αἰτιατικός τόν τήν τό γενικός τοῦ τῆς τοῦ δοτικός τῷ τῇ τῷ πληθυντικός ὀνομαστικός οἱ αἱ τά αἰτιατικός τούς τάς τά

γενικός τῶν τῶν τῶν δοτικός τοῖς ταῖς τοῖς ἡ ἐγκλίσις ὁρiστικὴ καὶ προστακτική (πληθυντική) τὸν Ἀλέξιον κάλει, ὦ δοῦλε! ὁ δοῦλος τὸν Ἀλέξιον καλεῖ. τὸν Δημοσθένη κάλειτε, ὦ παῖδες! οἱ παῖδες τὸν Δημοσθένη καλοῦσιν. τὸ κάλει προστακτικός ἑνικός ἐστιν. τὸ καλεῖ ὁριστικός ἑνικός ἐστιν. τὸ κάλειτε προστακτικός πληθυντικός ἐστιν. τὸ καλοῦσιν ὁριστικός πληθυντικός ἐστιν. ὦ παῖς, ἔρχου! ὁ παῖς ἔρχεται. ὦ παῖδες, ἔρχεσθε! οἱ παῖδες ἔρχονται. τὸ ἔρχου προστακτικός ἑνικός ἐστιν. τὸ ἔρχεται ὁριστικός ἑνικός ἐστιν. τὸ ἔρχεσθε προστακτικός πληθυντικός ἐστιν. τὸ ἔρχονται ὁριστικός πληθυντικός ἐστιν. -ω δρέπε δρέπει δρέπετε δρέπουσι -αω σιώπα σιωπᾷ σιώπατε σιωπῶσι -εω κάλει καλεῖ κάλειτε καλοῦσι -μαι ἔρχου ἔρχεται ἔρχεσθε ἔρχονται ὑποδείγματα τὰ ῥώδα δρέπε! ἡ κόρη τὰ ῥώδα δρέπει. σιώπα, δοῦλε! ὁ ωδοῦλος σιωπᾷ. τὸ παιδίον κάλει! ἡ δούλη τὸ παιδίον καλεῖ. ἔρχου, πονηρὲ δοῦλε! ὁ δοῦλος οὐκ ἔρχεται. τὰ ῥώδα δρέπετε! αἱ κόραι τὰ ῥώδα δρέπουσιν.

σιώπατε, δοῦλοι! οἱ δοῦλος σιωπῶσιν τὸ παιδίον κάλειτε! αἱ δούλαι τὸ παιδίον καλοῦσιν. ἔρχεσθε, πονηροὶ δοῦλοι! οἱ πονηροὶ δοῦλοι οὐκ ἔρχονται. 6. ἡ γραμματικὴ τέχνη ἡ προθέσεις (μία πρόθεσις, δύο προθέσεις) + αἰτιατικός πρός, ἐπί, μετά, περί ὁ Δημοσθένης πρὸς τὸν οἶκον πορεύεται περὶ Ῥώμην ἐστὶ τείχη πάλαια ὁ Ἀντιόχεια μετὰ αὐτόν ἐστιν. τὸ θυλάκιόν σου ἐπὶ τὴν τράπεζαν τίθει (λογ. 4) + γενικός πρό, μετά, ἐπί, μεταξύ, ἐγγύς, πόρρω, ἀπό, ἐκ/ἐξ, κατά, ἄνευ ἡ ὁδός Ἀππία ἐστι μεταξύ Ῥώμης καὶ Βρεντεσίου. ἡ Ὠστία ἐγγὺς Ῥώμης ἐστίν Βρεντέσιον πόῤῥω ἀπὸ Ῥώμης ἐστίν ὁ Δημοσθένης ἀπὸ τῆς πόλεως πορεύεται ὁ οἶκος πρὸ αὐτοῦ ἐστιν ὁ Ἀλέξιος κατά τοῦ Ὀνησίμου καταγορεύει (λογ. 4) ἡ βακτηρία τοῦ κυρίου ἐπὶ τῆς τραπέζης ἐστίν. (λογ. 4) ἡ Ἰφιμεδεία μετὰ Στεφάνου καὶ Φιλλίπου ἐν περιστύλῳ ἐστιν. (λογ. 5) ἡ δὲ Ἰοκάστη ἐκ τοῦ κήπου ἔρχεται. (λογ. 5) ἡ Εὐνικὴ καὶ ἡ Δορκάς ἐξ τοῦ αἰθρίου ἔρχονται ἡ κόρη ἄνευ ῥόδων καλὴ οὐκ ἔστιν

+ δοτικός σύν, ἐν ὁ Δημοσθένης ἐν τῇ ὁδῷ ἐστιν τέτταρες γὰρ δοῦλοι σὺν αὐτῷ εἰσιν τὸ πρός, ἁπό, ἐκ, κτλ. εἰσί προθέσεις. προθέσεις μετὰ τῆς αἰτιατικῆς πρός, ἐπί, μετά, περί; προθέσεις μετὰ τῆς γενικῆς πρό, μετά, ἐπί, μεταξύ, ἐγγύς, ἀπό, ἐκ/ἐξ, κατά, ἄνευ; προθέσεις μετὰ τῆς δοτικῆς σύν, ἐν. αἱ ἀνταποδοτικoί [Α] ἀνταποδοτικοὶ ἐρωτηματικοί 1 ποῖ; ποῖ πορεύεται ὁ Δημοσθένης; αὐτὸς πρὸς τὸν οἶκον αὐτοῦ πορεύεται. ποῖ πορεύεται ὁ Ἀλέξιος; αὐτὸς πρὸς Σελεύκαιν πορεύεται. πόθεν; πόθεν ἔρχεται ὁ Δημοσθένης; αὐτὸς ἀπὸ Ἀνθιοχείας ἔρχεται. πόθεν ἔρχεται ὁ Ἀλέξιος; αὐτὸς ἀπὸ Ἀνθιοχείας ἔρχεται. ποῦ; ποῦ οἰκεῖ ὁ Δημοσθένης; αὐτὸς οἰκεῖ ἐν τῷ οἴκῳ. ποῦ ἐστι ὁ Ἀλέξιος; αὐτὸς ἐστί ἐν τῇ ὁδῷ. [Β] ἀνταποδοτικοὶ τῆς ἀντιπαραθέσεως 2 τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο ὅσος, ὅσα, ὅσον ἡ ὁδὸς Λατινή οὐκ τοσαύτη μακρά ὅσα ἡ ὁδὸς Ἀππίας ἐστίν πόσα μακρά ἐστι ἡ ὁδὸς Φλαμινία; οὐδὲ αὐτὴ τοσαύτη μακρά ἐστι ὅσα ἡ ὁδὸς Ἀππία. τὸ ὁδος ἐστι λέξις θηλυκή. τρεῖς ὁδαῖ εἰσι Λατινή, Ἀππία, Φλαμνία ἡ ὁδὸς Φλαμινια ἐστι 339 χιλιομέτρης 1 Interrogative Correlatives 2 correlatives of comparison

ἡ ὁδὸς Ἀππία ἐστι περὶ 200 χιλιομέτρης ἡ ὁδὸς Λατινή ἐστι περὶ 600 χιλιομέτρης ἡ ὁδός Α τοσαύτη ἐστι ὅσα ἡ ὀδός Β, σημανεῖ ἡ ὁδός Α = ἡ ὁδός Β ἡ ὁδός Γ τοσαύτη οὐκ ἐστι ὅσα ἡ ὀδός Δ, σημανεῖ ἡ ὁδός Γ ἡ ὁδός Δ ἀλλὰ ὁ θυλακὸς ὃν ὁ Πάτροκλος φέρει οὐ τοσοῦτος ἐστι ὅσος θυλακὸς ὃς ὑπὸ τοῦ Νέστορις φέρεται ὁ οὖν Πάτροκλος οὐχ ὥς κάμνει ὡς ὁ Νέστωρ. ὅτι τὸ κάμνει ἐστι ῥῆμα, οὐκ λέγεται τοσοῦτος. ὅσος, ἀλλὰ λέγεται ὥς ὡς. τὸ ῥῆμα καὶ ἡ διάθεσις ἡ κοινή διάθεσις καὶ ἡ ἑαυτικὴ διάθεσις (ἢ ἐν ἄλλαις βιβλοῖς τῆς γραμματικῆς τεχνῆς αὑταί εἰσι ἐνεργητική, μέση, καὶ παθητική, ἢ ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ μεσότης.) ὁ δοῦλος τὸν θύλακον φέρει = ὁ θύλακος ὑπὸ τοῦ δούλου φέρεται οἱ δοῦλοι τοὺς θυλάκους φέρουσιν = οἱ θύλακοι ὑπὸ τῶν δούλων φέρονται. φέρει, φέρουσιν ῥήματα ἐν τῇ κοινῇ διαθέσει εἰσιν. ἢ ῥήματα ἐνεργητικά ἐστν. φέρεται, φέρονται ῥήματα ἐν τῇ ἑαυτικῇ διαθέσει εἰσιν. ἢ ῥήματα παθητικά ἐστιν. ἄλλαι λέξεις ἐστι ἐν τῇ ἑαυτικῇ διαθέσει, ἀλλὰ οὐκ ἐνεργητικὴν διάθεσιν ἔχουσιν ἔρχομαι, ἀσπάζομαι, πορεύομαι, φοβέομαι, κτλ.. ὑποδείγματα ὁ Δημοσθένης ἀπὸ τῆς πόλεως πρὸς τὸν οἶκον αὐτοῦ πορεύεται. ὁ κύριος καὶ δοῦλοι ἀπὸ τῆς πόλεως πρὸς τὸν οἶκον πορεύονται. αὐτὸς γὰρ τοῦ κυρίου τοῦ ὀργιζομένου φοβοῦται

ὁ Δημοσθένης ὑπὸ τοῦ Γεωργίου καὶ τοῦ Ὀνησίμου φέρεται = ὁ Γεώριος καὶ ὁ Ὀνήσιμος τὸν Δημοσθένη φέρουσιν. ὁ δὲ Μαρκός οὐκ κάμνει, αὐτὸς γὰρ ὑπὸ τοῦ ἳππου ὀχεῖται. = ὁ ἵππος τὸν Μαρκὸν ὀχεῖ. ὁ Δημοσθένης ἐν τῷ φορείῳ ὀχεῖται. = οἱ δοῦλοι τὸν Δημοσθένη ὀχοῦσιν. οἱ μὲν δοῦλοι βαίνουσιν, οἱ δὲ κύριοι ὀχοῦνται τοῦτο δὲ ὃ Ἀλέξιος ἄδει ὑπὸ τῆς Λυδίας οὐκ ἀκούεται = ἡ Λυδία οὐκ ἀκούει ὅ ὁ Ἀλέξιος ἄδει. 7. ἡ γραμματικὴ τέχνη ἡ δοτικὴ πτῶσις ὁ Δημοσθένης τῷ δούλῳ μῆλον δίδωσιν. ὁ Δημοσθένης τοῖς δούλοις μῆλον δίδωσιν. τὸ δούλῳ ἐστὶ δοτικὸς ἑνικός. τὸ δούλοις ἐστὶ δοτικὸς πλεθυντικός. -ῳ, -οις ὁ Δημοσθένης τῇ δούλῃ μῆλον δίδωσιν. ὁ Δημοσθένης τῇ Ὶφιμεδείᾳ φίλημα δίδωσιν. ὁ Δημοσθένης ταῖς δούλαις μῆλον δίδωσιν. τὸ δούλῃ ἐστὶ δοτικὸς ἑνικός. τὸ δούλαις ἐστὶ δοτικὸς πλεθυντικός. -ῃ / - ᾳ -αις ἡ δοτικὴ πτῶσις ἡ οὐδετερή ἐστι καὶ -ῳ, -οις, ὡς ἀρσενική. ἡ ἀντανακλωμένη ἀντωνυμία ἡ κόρη ἑαυτὴν βλέπει τίς βλέπει; ἡ κόρη βλέπει. τί βλέπει; τὴν κόρην βλέπει. ἡ κόρη τὴν κόρην βλέπει ἡ κόρη τὴν ἑαυτὴν βλέπει. ὁ Δημοσθένης τὸν Φίλλιπον πρὸς ἑαυτὸν κάλει.

τίς κάλει; ὁ Δημοσθένης κάλει. πρός τίνα κάλει; πρὸς τὸν Δημοσθένη κάλει ὁ Δημοσθένης τὸν Φίλλιπον πρὸς τὸν Δημοσθένη κάλει ὁ Δημοσθένης τὸν Φίλλιπον πρὸς ἑαυτὸν κάλει τὰ ἑαυτόν, ἑαυτήν ἐστι ἀντανακλωμέναι ἀντωνυμίαι. ἐστι καὶ ἐν τῇ αἰτιατικῇ πτῶσει. τὰ ῥῆμα μετὰ -μι τὸ δίδωμι ἐστι ῥημα μετὰ -μι, οὐκ ἔστι ῥῆμα μετὰ -ω, ὡς βλέπω, καλῶ, ὑπακούω, κτλ. πρῶσπον τρίτον, ἑνικος δίδωσι(ν) προστατικός, δεύτερον πρῶσοπον, ἐνεστσώς δίδου τοσοῦτος.ὅσος ὅσον ὡς, ὅτι ἐν τῇ Ἀνγλικῇ ἡμεῖς γράφομεν ὁ Δημοσθένης λέγει,. ἀλλὰ ἐν τῇ Ἐλληνίκῃ γράφεται ὁ Δημοσθένης λέγει ὡς.. ἢ ἢ ὁ Δημοσθένης λέγει ὅτι. ὁ Δημοσθένης λέγει. 8. ἡ γραμματικὴ τέχνη αἱ ἀντωνυμίαι (Pronouns) Α Ἀρσενικόν τίς τὸν θύλακον φέρει; ὁ δοῦλος τὸν θύλακον φέρει. τίς δοῦλος; ὁ δοῦλος ὃς τὸν θύλακον φέρει Πάτροκλύς ἑστιν. ὅδε δοῦλος τὸν θύλακον φέρει. ἐκεῖνος ἐστιν ὁ δοῦλος ὃς τὸν θύλακον φέρει. αὐτὸς τὸν θυλάκον φέρει. ὁ Δημοσθένης τὸν δοῦλον καλεῖ. τίνα δοῦλον; ὁ δοῦλος ὃν ὁ Δημοσθένης καλεῖ ἐστι Πάρτοκλυς. ὁ Δημοσθένης τὸνδε δοῦλον καλεῖ. ἐκεῖνον τὸν δοῦλον ὁ Δημοσθένης καλεῖ. αὐτὸν ὁ Δημοσθένης καλεῖ. ὁ Δημοσθένης κύριος τοῦ δούλου ἐστίν. τίνος δούλου; ὁ Πάτροκλύς ἐστιν ὁ δοῦλος οὗ ὁ κύριος Δημοσθένης ἐστίν. ὁ Δημοσθένης ἐστίν ὁ κύριος τοῦδε δούλου. ὁ κύριος ἐκείνου τοῦ δούλου ἐστὶ Δημοσθένης. αὐτοῦ ὁ Δημοσθένης κυρίου ἐστίν ὁ Δημοσθένης τῷ δούλῳ μῆλον δίδωσιν. τίνι δούλῳ; ὁ δοῦλος ᾧ ὁ Δημοσθένης τὸ μῆλον δίδωσίν ἐστι ὁ Πάτροκλυς. ὁ Δημοσθένης τῷδε δούλῳ τὸ μῆλον δίδωσιν. ὁ κύριος ἐκείνῳ τῷ δούλῳ τὸ μῆλον δίδωσιν. αὐτῷ ὁ Δημοσθένης μῆλον δίδωσιν.

τίνες τοὺς θυλάκους φέρουσιν; οἱ δοῦλοι τοὺς θυλάκους φέρουσιν. τίνες δοῦλοι; οἱ δοῦλοι οἳ τοὺς θυλάκους φέρουσίν εἰσίν ὁ Πάτροκλυς καὶ ὁ Νέστωρ. οἵδε δοῦλοι τοὺς θυλάκους φέρουσιν. ἐκεῖνοι οἱ δοῦλοί εἰσιν οἳ τοὺς θυλάκους φέρουσιν. αὐτοὶ τοὺς θυλάκους φέρουσιν. ὁ Δημοσθένης τὸυς δούλους καλεῖ. τίνας δούλους; οἱ δοῦλοι οὓς ὁ Δημοσθένης καλεῖ εἰσι Πάρτοκλυς καὶ Νέστωρ. ὁ Δημοσθένης τοὺσδε δούλους καλεῖ. ἐκείνους τοὺς δούλους ὁ Δημοσθένης καλεῖ. αὐτοὺς ὁ Δημοσθένης καλεῖ. ὁ Δημοσθένης κύριους τῶν δούλων ἐστίν. τίνων δούλων; ὁ Πάτροκλυς καὶ ὁ Νέστωρ εἰσίν ὧν ὁ κύριος Δημοσθένης ἐστίν. ὁ Δημοσθένης ἐστὶν ὁ κύριος τῶνδε δούλων. ὁ κύριος ἐκείνων τῶν δούλων ἐστὶ Δημοσθένης. αὐτῶν ὁ Δημοσθένης κύριός ἐστιν. ὁ Δηομσθένης τοῖς δούλοις μῆλα δίδωσιν. τίσι δούλοις; οἱ δούλοι οἷς ὁ Δημοσθένης τὰ μῆλα δίδωσίν εἰσι Πάτροκλυς καὶ Νέστωρ. ὁ Δημοσθένης τοῖσδε δούλοις τὰ μῆλα δίδωσιν. ὁ κύριος ἐκείνοις τοῖς δούλοις τὰ μῆλα δίδωσιν. αὐτοῖς ὁ Δημοσθένης μῆλα δίδωσιν. τίς, τίνα, τίνος, τίνι ὅδε, τόνδε, τοῦδε, τῷδε ἐκεῖνος, ον, ου, ῳ αὐτός, όν, οῦ, ῷ τίνες, τίνας, τίνων, τίσι(ν) οἵδε, τούσδε, τῶνδε, τοῖσδε ἐκεῖνοι, ους, ων, οις αὐτοί, ούς, ῶν, οῖς Β Θηλυκόν δούλη ἄπεστιν. τίς δούλη; ἡ δούλη ἣ ἄπεστίν ἐστι Δορκάς. ἥδε δούλη ἄπεστιν. ἡ δούλη ἣ ἄπεστι ἐκείνη ἐστίν. αὐτή ἐστι ἡ δούλη. ὁ Δημοσθένης τὴν δούλην καλεῖ. τίνα δούλην; τὴν δούλην ἣν ὁ Δημοσθένης καλεῖ ἐστι Δορκάς. ὁ Δημοσθένης τήνδε δούλην καλεῖ. ἐκείνην τὴν δούλην καλεῖ. αὐτὴν καλεῖ. ὁ Δημοσθένης κύριος τῆς δούλης ἐστίν. τίνος δούλης; ἡ Δορκάς ἐστιν ἡ δούλη ἧς ὁ κύριος Δημοσθένης ἐστίν. ὁ Δημοσθένης ἐστί κύριος τῆσδε δούλης. ὁ κύριος ἐκείνης τῆς δούλης ἐστί Δημοσθένης. αὐτῆς ὁ κύριος Δημοσθένης ἐστίν. ὁ Δημοσθένης τῇ δούλῃ μῆλον δίδωσιν. τίνι δούλῃ; ἡ δούλη ᾗ Δημοσθένης τὸ μῆλον δίδωσίν ἐστι Δορκάς. ὁ Δημοσθένης τῇδε δούλῃ τὸ μῆλον δίδωσιν. ὁ κύριος ἐκείνῃ τῇ δούλῃ τὸ μῆλον δίδωσιν. αὐτῇ δίδωσιν. δοῦλαι ἄπεισιν. τίνες δοῦλαι; αἱ δοῦλαι αἳ ἄπεισίν εἰσι Δορκὰς καὶ Εὐνική. αἵδε δοῦλαι ἄπεισιν. αἱ δοῦλαι αἳ ἄπεισιν ἐκείναι εἰσίν. αὐταί εἰσίν αἱ δοῦλαι. ὁ Δημοσθένης τὰς δούλας καλεῖ. τίνας δούλας; τὰς δούλας ἃς ὁ Δημοσθένης καλεῖ εἰσὶ Δορκὰς καὶ Εὐνική. ὁ Δημοσθένης τάσδε δούλας καλεῖ. ἐκείνας τὰς δούλας καλεῖ. αὐτὰς καλεῖ. ὁ Δημοσθένης κύριος τῶν δούλῶν εἰσίν. τίνων δούλων; ἡ Δορκὰς καὶ ἡ Εὐνική εἰσιν αἱ δοῦλαι ὧν ὁ κύριος Δημοσθένης ἐστίν. ὁ Δημοσθένης ἐστί κύριος τῶνδε δούλων. ὁ κύριος ἐκείνων τῶν δούλων ἐστί Δημοσθένης. αὐτῶν ὁ κύριος Δημοσθένης ἐστίν. ὁ Δημοσθένης ταῖς δούλαῖς μῆλα δίδωσιν. τίσι δούλαῖς; αἱ δοῦλαι αἷς Δημοσθένης τὰ μῆλα δίδωσίν εἰσι Δορκὰς καὶ Εὐνική. ὁ Δημοσθένης ταῖσδε δούλαῖς τὰ μῆλα δίδωσιν. ὁ κύριος ἐκείναῖς ταῖς δούλαῖς τὰ μῆλα δίδωσιν. αὐταῖς δίδωσιν. τίς, τίνα, τίνος, τίνι ἥδε, τήνδε, τῆσδε, τῇδε τίνες, τίνας, τίνων, τίσι(ν) αἵδε, τάσδε, τῶνδε, ταῖσδε

ἐκείνη, ην, ης, ῃ αὐτή, ήν, ῆς, ῇ ἐκεῖναι, ας, ων, αις αὐταί, άς, ῶν, αῖς Γ Οὐδετερον Nom τί ἐστι σεστέρτιος; σεστέρτιός ἐστι κέρμα. τί κέρμα; σεστέρτιός ἐστι κέρμα ὃ ἐν τῇ ἡγεμονίᾳ τῇ Ῥωμαϊκῇ ἐστιν. τόδε/ἐκεῖνο τὸ κέρμα ἐστὶ τῆς μεγάλης τιμῆς. τί ἡ Ἰοκάστη ἔχει; ῥόδον ἔχει. τί ῥόδον; τὸ ῥόδον ὃ ἐν τῇ κῆπῴ ἐστιν ἔχει. τόδε/ἐκεῖνο τὸ ῥόδον ἔχει. αὐτή αὐτὸ ἔχει. ἡ τιμὴ τοῦ κρίνου ἐστὶ δέκα σεστέρτιοι. τίνος τοῦ κρίνου; τὸ κρῖνον οὗ ἡ τιμή ἐστι δέκα σεστέρτιοι, ἔστι κρῖνον καλὸν καὶ ἀγαθόν. ἡ τιμὴ τοῦδε/ἐκείνου τοῦ κρίνου ἐστὶ δέκα σεστέρτιοι. ὁ Στέφανος ἐν δωματίῳ καθεύδει. ἐν τίνι δωματίῳ; τὸ δωμάτιον ἐν ᾧ Στέφανος καθεύδει ἐστὶ δωμάτιον μικρόν. ἐν τῷδε/ἐκείνῳ τῷ δωματίῳ καθεύδει. ἐν αὐτῷ καθεύδει. τίνες εἰσί σεστέρτιοι; σεστέρτιοί εἰσι κέρματα. τίνα κέρματα; σεστέρτιοί εἰσιν κέρματα ἃ ἐν τῇ ἡγεμονίᾳ τῇ Ῥωμαϊκῇ ἐστιν. τάδε/ἐκεῖνα τὰ κέρματά ἐστι τῆς μεγάλης τιμῆς τί ἡ Ἰοκάστη ἔχει; ῥόδα ἔχει. τίνα ῥόδα; τὰ ῥόδα ἃ ἐν τῇ κῆπῴ ἐστιν ἔχει. τάδε/ἐκεῖνα τὰ ῥόδα ἔχει. αὐτή αὐτὰ ἔχει. ἡ τιμὴ τῶν κρίνων ἐστὶ δέκα σεστέρτιοι. τίνων τῶν κρίνων; τὰ κρῖνα ὧν ἡ τιμή ἐστι δέκα σεστέρτιοι, ἔστι κρῖνα καλὰ καὶ ἀγαθά. ἡ τιμὴ τῶνδε/ἐκείνων τῶν κρίνων ἐστὶ δέκα σεστέρτιοι. οἱ δοῦλοι ἐν δωματίοις καθεύδουσιν. ἐν τίσι δωματίοις; τὰ δωμάτια ἐν οἷς οἱ δοῦλοι καθεύδουσίν εἰστι δωμάτια μικρά. ἐν τοῖσδε/ἐκείνοις τοῖσ δωματίοις καθεύδουσιν. ἐν αὐτοῖς καθεύδουσιν. τί, τί, τίνος, τίνι τόδε, τόδε, τοῦδε, τῷδε ἐκεῖνο, ο, ου, ῳ αὐτό, ό, οῦ, ῷ τίνα, τίνα, τίνων, τίσι(ν) τάδε, τάδε, τῶνδε, τοῖσδε ἐκεῖνα, α, ων, οις αὐτά, ά, ῶν, οῖς αἱ ἐρωτηματικαὶ ἀντωνυμίαι (Interrogative Pronouns) τίς, τίνος, τίνες ἑνικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική τίς τίς τί αἰτιατική τίνα τίνα τί γενική τίνος τίνος τίνος δοτική τίνι τίνι τίνι

πληθυντικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική τίνες τίνες τίνα αἰτιατική τίνας τίνας τίνα γενική τίνων τίνων τίνων δοτική τίσι(ν) τίσι(ν) τίσι(ν) αἱ ἐπὶ τῷ τριτῷ πρωσόπῳ ἀντωνυμίαι αὐτός, αὐτή, αὐτό 3 rd Person personal pronounσ ἑνικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική αὐτός αὐτή αὐτό αἰτιατική αὐτόν αὐτήν αὐτό γενική αὐτοῦ αὐτῆς αὐτοῦ δοτική αὐτῷ αὐτῇ αὐτῷ πληθυντικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική αὐτοί αὐταί αὐτά αἰτιατική αὐτούς αύτάς αὐτά γενική αὐτῶν αὐτῶν αὐτῶν δοτική αὐτοῖς αὐταῖς αὐτοῖς αἱ δεικτικαὶ ἀντωνυμίαι Demonstrative Pronoun ὅδε ὅδε, ἥδε, τόδε ἑνικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική ὅδε ἥδε τόδε αἰτιατική τόνδε τήνδε τόδε γενική τοῦδε τῆσδε τοῦδε δοτική τῷδε τῇδε τῷδε πληθυντικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική οἵδε αἵδε τάδε αἰτιατική τούσδε τάσδε τάδε γενική τῶνδε τῶνδε τῶνδε δοτική τοῖσδε ταῖσδε τοῖσδε αἱ ἐγγὺς δεικτικαὶ ἀντωνυμίαι οὗτος, αὕτη, τοῦτο Proximal Demonstrative Pronoun ἑνικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική οὗτος αὕτη τοῦτο αἰτιατική τοῦτον ταύτην τοῦτο γενική τούτου ταύτης τούτου δοτική τούτῳ ταύτῃ τούτῳ πληθυντικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική οὗτοι αὗται ταῦτα αἰτιατική τούτους ταύτας ταῦτα γενική τούτων τούτων τούτων

δοτική τούτοις ταύταις τούτοις αἱ πόρρω δεικτικαὶ ἀντωνυμίαι ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο Distal Demonstrative Pronoun ἑνικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική ἐκεῖνος ἐκείνη ἐκεῖνο αἰτιατική ἐκεῖνον ἐκείνην ἐκεῖνο γενική ἐκείνου ἐκείνης ἐκείνου δοτική ἐκείνῳ ἐκείνῃ ἐκείνῳ πληθυντικός ἀρσενικόν θηλυκόν οὐδέτερον ὀνομαστική ἐκεῖνοι ἐκεῖναι ἐκεῖνα αἰτιατική ἐκείνους ἐκείνας ἐκεῖνα γενική ἐκείνων ἐκείνων ἐκείνων δοτική ἐκείνοις ἐκείναις ἐκείνοις 9. ἡ γραμματικὴ τέχνη αἱ κλίσεις ἡ προτὴ κλίσις λέξεις ὡς τιμή, σκιά, θάλαττα, θύρα, οὗτως κλινοῦνται ἑνικός τιμή σκιά θάλαττα ὀνομαστική τιμή σκιά θάλαττα αἰτιατική τιμήν σκιάν θάλατταν γενική τιμῆς σκιᾶς θαλάττης δοτική τιμῇ σκιᾷ θαλάττῃ πληθυντικός ὀνομαστική τιμαί σκιαί θάλατται αἰτιατική τιμάς σκιάς θαλάττας γενική τιμῶν σκιῶν θαλάττῶν δοτική τιμαῖς σκιαῖς θαλάτταις ἑνικός ὀνομαστική αἰτιατική γενική δοτική πληθυντικός ὀνομαστική αἰτιατική γενική δοτική η, α ην, αν ης, ας ῃ, ᾳ αι ας ων αις ὀλιγαὶ λέξεις ἐν τῇ πρωτῇ κλίσει εἰσίν, ἀλλὰ ἀρσενικοί εἰσιν. ἡ δεύτερα κλίσις πολλαὶ λέξεις ὡς λόγος, κύριος, κτλ., εἰσιν ἀρσενικὸν γένος

λέξεις ὡς δένδρον, πρόβατον, πεδίον, κτλ., εἰσιν οὐδέτερον γένος οὗτως κλινοῦνται ἑνικός λόγος δένδρον ὀνομαστική λόγος δένδρον αἰτιατική λόγον δένδρον γενική λόγου δένδρου δοτική λόγῳ δένδρῳ πληθυντικός ὀνομαστική λόγοι δένδρα αἰτιατική λόγους δένδρα γενική λόγων δένδρων δοτική λόγοις δένδροις κλητική λόγε ὀλιγαὶ λέξεις ἐν τῇ δευτέρᾷ κλίσει εἰσίν, ἀλλὰ θηλυκοί εἰσιν, ὡς ἡ ὁδός, καὶ ἄλλαι. ἑνικός ὀνομαστική αἰτιατική γενική δοτική κλητική πληθυντικός ὀνομαστική αἰτιατική γενική δοτική ος, ον ον ου ῳ ε, ον οι, α ους, α ων οις μόνον ἀρσενικαὶ λέξεις ἐν τῇ δευτέρᾷ κλίσει ἔχει κλητικήν μετὰ -ε ἐν τῷ ἀριθμῷ ἑνικῷ, πασαὶ αἱ λέξεις ἄλλαι ἔχει κλητικήν καθὼς ὀνομαστικήν. ἡ τρίτη κλίσις (ἡ κλίσις ἡ συμφωνητική) αἱ λέξεις οὔκ εἰσιν ἐν ταῖς ἄλλαις κλίσεσι, ἐν τῇ κλίσει τῇ τρίτῃ εἰσίν. δεῖματα ὕδωρ, θυρίς, ῥίς, τεῖχος, φίλημα, κύων, ὄρος, ποιμήν, ἄγκος, ἴχνος. οὗτως κλινοῦνται ι ος ρ ρ ατ ἑνικός πόλις γένος ἀνήρ πατήρ φίλημα ὀνομαστική πόλις γένος ἀνήρ πατήρ φίλημα αἰτιατική πόλιν γένος ἄνδρα πατέρα φίλημα γενική πολεως γένους ἀνδρός πατρός φιλήματος δοτική πόλει γένει ἀνδρί πατρί φιλήματι πληθυντικός ὀνομαστική πόλεις γένη ἄνδρες πατέρες φιλήματα αἰτιατική πόλεις γένη ἄνδρας πατέρας φιλήματα γενική πόλεων γενῶν ἀνδρῶν πατέρων φιλήμτων δοτική πόλεσι(ν) γένεσι(ν) ἀνδράσι(ν) πατράσι(ν) φιλήμασι(ν)

κ ν ντ δ ἑνικός γυνή ποιμήν ὀδούς κύων θυρίς ὀνομαστική γυνή ποιμήν ὀδούς κύων θυρίς αἰτιατική γυναῖκα ποιμένα ὀδόντα κύνα θυρίδα γενική γυναικός ποιμένος ὀδόντος κύνος θυρίδος δοτική γυναικί ποιμένι ὀδόντι κύνι θυρίδι πληθυντικός ὀνομαστική γυναῖκες ποιμένεις ὀδόντες κύνες θυρίδες αἰτιατική γυναῖκας ποιμένας ὀδόντας κύνας θυρίδας γενική γυναικῶν ποιμένων ὀδόνων κύνων θυρίδων δοτική γυναιξί(ν) ποιμέσι(ν) ὀδοῦσι(ν) κύσι(ν) θυρίσι(ν) ἑνικός ὀνομαστική αἰτιατική γενική δοτική Δημοσθένης Δημοσθένης Δημοσθένη Δημοσθένους Δημοσθένει οἱ μὲν ἀρσενικοί, οἱ δὲ θηλυκοί, οἱ δὲ οὐδέτεροί εἰσιν. αἱ λέξεις γένος, ὄρος, ἴχνος, ἄγκος, νέφος, κτλ, πασαὶ εἰσιν οὐδέτερον γένος. αἱ λέξει μετὰ -ατ, ὡς φίλημα, ῥεῦμα, κτλ, καί εἰσιν οὐδέτερον γένος. ἑνικός ἀρσ/θηλ οὐδ ὀνομαστική αἰτιατική α γενική ος ος δοτική ι ι πληθυντικός ὀνομαστική (ε)ς (α) αἰτιατική ας (α) γενική ων ων δοτική σι(ν) σι(ν) 10. ἡ γραμματικὴ τέχνη ἡ ἀπαρεμφάτη ἐγκλίσις (ὁ ἀπαρέμφατος) Infinitive [A] ἡ ἐνέργεια Active ὁ Δημοσθένης τὸν Στέφανον οὐ βλέπειν, ἀλλὰ αὐτοῦ ἀκούειν δύναται. ὁ πατὴρ τὸν υἱὸν καλεῖν ἀκούει, καὶ προστρέχειν ὁρᾷ. βλέπειν, ἀκούειν, καλεῖν, προστρέχειν ἐστί ἀπαρέμφατος. ὁ ἀπραρέμφατος - ειν. [1] ω ῥῆμα ειν παίειν, κλαίειν, ἁκούειν, καθεύδειν, τύπτειν, κελεύειν, ὑποακούειν, λαμβάνειν, βαίνειν, ἀναμένειν, δακρύειν, στρέφειν, ἄγειν, φαίνειν, εὑρίσκειν, ἀναβαίνειν, πίπτειν, ἀνέχειν. [2] άω ῥῆμα ᾶν

γελᾶν, ἐρωτᾶν, σιωπᾶν, βοᾶν, ὑλᾶν [3] έω ῥῆμα εῖν καλεῖν, ἀριθμεῖν, φιλεῖν, κοσμεῖν, ζητεῖν, ποιεῖν, αἱρεῖν, κινεῖν, πνεῖν, [4] όω ῥῆμα οῦν δηλοῦν [B] ἡ ἑαυτικὴ, ἢ ἡ μεσότης Subject-affected or Middle ὁ Στέφανος ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους οὐ βλέπεσθαι, ἀλλὰ ἀκούεσθαι δύναται. ὁ Στέφανος τὸν Φίλιππον ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους φέρεσθαι καὶ ἐπὶ τὴν κλίνην τίθεσθαι ὁρᾷ. βλέπεσθαι, ἀκούεσθαι, φέρεσθαι, τίθεσθαί ἐστι ἀπαρέμφατος ἐν τῇ ἑαυτικῇ διάθεσι. [1] παίεσθαι, βλέπεσθαι, ἁκούεσθαι, φέρεσθαι, τύπτεσθαι [2] ἐρωτᾶσθαι [3] φιλεῖσθαι, κινεῖσθαι [4] δηλοῦσθαι [C] μι ῥήματα τίθημι ἐνέργεια τιθέναι ἑαυτική τίθεσθαι δίδωμι ἐνέργεια διδόναι ἑαυτική δίδοσθαι ἵστημι ἐνέργεια ἱστάναι ἑαυτική ἵστασθαι δύναμαι ἐνέργεια δύνασθαι εἰμί ἐνέργεια εἶναι

ἡ τρίτη κλίσις (ἡ κλίσις ἡ συμφωνητική) δ ἑνικός πούς ἰχθύς ὀνομαστική πούς ἰχθύς αἰτιατική πόδα ἰχθύν γενική ποδός ἰχθύος δοτική ποδί ἰχθυῖ πληθυντικός ὀνομαστική πόδες ἰχθύες αἰτιατική πόδας ἰχθύας, -ῦς γενική ποδῶν ἰχθύων δοτική ποσί(ν) ἰχθύσι(ν)