Οἱ δ ἷξον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,

Σχετικά έγγραφα
Bijlage VWO. Grieks. tijdvak 1. Tekstboekje a-VW-1-b

persoon praesens imperfectum sigmatische aoristus

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

"τέκνον ἐμόν, ποόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.

bab.la Φράσεις: Προσωπική Αλληλογραφία Ευχές ολλανδικά-ολλανδικά

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

Αιτήσεις Συνοδευτική Επιστολή

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Nieuw Grieks Grammatica Konstantinos Athanasiou

Waar kan ik het formulier voor vinden? Waar kan ik het formulier voor vinden? Για να ρωτήσετε που μπορείτε να βρείτε μια φόρμα

Examen VWO. Grieks. Voorbereidend Wetenschappelijk Onderwijs Tijdvak 2 Woensdag 21 juni uur. Tekstboekje. Begin.

Immigratie Documenten

Solliciteren Sollicitatiebrief

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

Πρόσληψη του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος

Αιτήσεις Συνοδευτική Επιστολή

PROLOOG ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 49 Ἐγένοντο Λήδᾳ Θεστιάδι τρεῖς παρθένοι, 50 Φοίβη Κλυταιμήστρα τ, ἐμὴ ξυνάορος, Ἑλένη τε ταύτης οἱ τὰ πρῶτ ὠλβισμένοι

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

Αιτήσεις Συστατική Επιστολή

5.A De voorbereiding. οὕτω δ οὐ πολλῷ ὕστερον 1 ἐν τῷ μηνὶ A Γαμηλιῶνι B ὁ γάμος C. ἐπετελεῖτο D. πολλοὶ δὲ γάμοι ἐν ταῖς Ἀθήναις διέμενον 2

bab.la Φράσεις: Προσωπική Αλληλογραφία Ευχές ολλανδικά-ελληνικά

Homer Odyssey 13. Ὀδυσσέως ἀπόπλοος παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην. ὣς ἔφαθ, οἱ δ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Αἰολίην δ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ' ἔνθα δ' ἔναιεν 1. Αἴολος Ἱπποτάδης, φίλος ἀθανάτοισι θεοῖσιν, πλωτῆ ἐνὶ νήσῳ πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

Ἦμος δ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, 1. ὄρνυτ ἄρ ἐξ εὐνῆς ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, ἂν δ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.

Od Ἡ μὲν ἄρ ὣς ἕ άλιν κίεν αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς. ἤϊεν ἐς κλισίην. Θάμβησε δέ μιν φίλος υἱός, Od ταρβή ἑτέρωσε βάλ ὄμματα, μὴ θεὸς εἴη,

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

I. De verbuiging van de substan1even

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Zakelijke correspondentie

Solliciteren Referentie

σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς, ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ τῷ ἴκελος πολέεσσιν

Schijnbeweging. Illusie in de Griekse kunst speurtocht

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

ἐγώ ik ζύ je/jij - hij/zij/het 1 e persoon 2 e persoon 3 e persoon mnl vrl onz

Εμπορική αλληλογραφία Επιστολή

Εμπορική αλληλογραφία Επιστολή

MOUSEION MOY EION. Wijzigingen in de derde editie

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Αρχαία Ελληνικά στη Μέση εκπαίδευση: Γνωστικό αντικείμενο και διδακτικές προσεγγίσεις. Βουλγαράκη Αντωνία Στρίγγας Ιωάννης Χαλκιάς Παντελής

Προσωπική Αλληλογραφία Επιστολή

Οἱ μὲν ἔπειτ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε. εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον. Αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν

Klassieke Olympiaden Grieks POLYKRATES taaleigen van Herodotus

LES 6 LIQUIDASTAMMEN ΑΥΤΟΣ ΟΥΤΟΣ & ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΙΣ / ΤΙ ΕΙΣ & ΟΥΔΕΙΣ PRAESENS EN IMPERFECTUM MEDII A. GRAMMATICA. 1. Verbuiging van de liquidastammen.

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

NOVEMBER 2016 AL: 150. TYD: 3 uur

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

Persoonlijke correspondentie Brief

αὐτὰρ ἐπεὶ ποταμοῖο λίπεν ῥόον Ὠκεανοῖο νηῦς, ἀπὸ δ ἵκετο κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο νῆσόν τ Αἰαίην, ὅθι τ Ἠοῦς ἠριγενείης

Examen VWO. Grieks (nieuwe stijl en oude stijl) Voorbereidend Wetenschappelijk Onderwijs Tijdvak 2 Woensdag 18 juni uur.

Αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν. φεύγοντες, πολλοὶ δὲ δάμεν Δαναῶν ὑπὸ χερσίν, Il.15.3 οἳ μὲν δὴ παρ ὄχεσφιν ἐ ένοντες

Klassieke Olympiaden Opgaven Grieks ronde 1

Ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τη σύνδεση των προτάσεων στα αρχαία ελληνικά. Παράλληλα θα δίνονται παραδείγματα και στα Νέα Ελληνικά (ΝΕ)

1st and 2nd Person Personal Pronouns

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

ΗΣΙΟΔΟΥ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

Zeusl'assembleurdenuéesluiditcesmotsenréponse: τὴνδ ἀπαμειβόμενοςπροσέφηνεφεληγερέταζεύς "Quelleparoleafranchil'enclosdetesdents,ômafille?!

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Examen VWO. Grieks (nieuwe stijl en oude stijl) Voorbereidend Wetenschappelijk Onderwijs Tijdvak 1 Donderdag 15 mei uur.

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Ψ ὑπερῷ καγχαλόωσα ἐῤῥώσαντο ὑπερικταίνοντο κήδεσκον βιόωντό μάργην χαλιφρονέοντα λωβεύεις ταῦτα παρὲξ ἐρέουσα

Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός ὃ γὰρ βασιλῆι χολωθεὶς. 10 νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὄρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί,

Αὐτὰρ ἐπεί ῥ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν, νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν, ἐν δ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ,

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

Tracht de navolgende woorden fonetisch weer te geven:

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον τῶν ἐχθρῶν κακά; Μονάδες 30

Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος

Ἦμος δ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 6, 9-13

Homerocentones fort. conditore operis et auctore Patricio quodam episcopo. Ὑπόθεσις τῶν Ὁμηροκέντρων.

LES 2 MASCULINA VAN DE A-DECLINATIE IMPERFECTUM EN AORISTUS VAN ΛΟΥΩ A. GRAMMATICA. 1. Declinatie van masculiene a-stammen SINGULARIS

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Εμπορική αλληλογραφία Επιστολή

Εμπορική αλληλογραφία Επιστολή

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

Michèle TILLARD Lycée Montesquieu, LE MANS janvier Ἡ φλέψ Φλέψ Τὴν φλέβα Τῆς φλεβός Τῇ φλεβί

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

«Η λύση του Γόρδιου Δεσμού» αρχαία ελληνικά Α Γυμνασίου ενότητα 7

Solliciteren Sollicitatiebrief

Ὣς ἔφαθ, οἱ δ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,

3-maandelijkse nieuwsbrief van de Nederlands-Griekse Vereniging Noord-Griekenland. april 2010 ΒΕΕΛΟΛ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟ ΙΚΟ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 ΤΕΥΧΟΣ 18

Od πόλλ ὀλ όμεν ς. σχεδόθεν δέ ἱ ἦλθεν Ἀθήνη, ἀνδ ὶ δέμας εἰκ ῖα νέῳ, ἐπιβώτ ι μήλων, παναπάλῳ, ἷ ί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι,

Gregorius Nyssenus - De deitate filii et spiritus sancti

Γείνατο δ αὖ Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντας, Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον, 140 [οἳ Ζηνὶ βροντήν τε δόσαν τεῦξάν τε κεραυνόν.

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Υ ἀδέψητον μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ ὕστατα καὶ πύματα ἀμαλῇσι ἀγαιομένου

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Α ἄνδρα ἔννεπε πολύτροπον πλάγχθη Τροίης πτολί- εθρον ἔπερσε ἀρνύµενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων ἀλλ οὐδ ὧς ἐῤῥύσατο ἱέµενός περ

Zakelijke correspondentie Brief

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Γ οἱ δὲ ἷξον τοὶ δ ἐννέα δ ἕδραι ἔσαν ἐπέπλως ὄφρα πύθηαι ἐπέσπεν εἴδομεν

Α. Διδαγμένο κείμενο : Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους ( Β1, 5-7 & 7-8 )

Transcript:

ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ Δ Οἱ δ ἷξον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν, πρὸς δ ἄρα δώματ ἔλων Μενελάου κυδαλίμοιο. τὸν δ εὗρον δαινύντα γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν υἱέος ἠδὲ θυγατρὸς ἀμύμονος ᾧ ἐνὶ οἴκῳ. τὴν μὲν Ἀχιλλῆος ῥηξήνορος υἱέϊ πέμπεν 5 ἐν Τροίῃ γὰρ πρῶτον ὑπέσχετο καὶ κατένευσε δωσέμεναι, τοῖσιν δὲ θεοὶ γάμον ἐξετέλειον τὴν ἄρ ὅ γ ἔνθ ἵπποισι καὶ ἅρμασι πέμπε νέεσθαι Μυρμιδόνων προτὶ ἄστυ περικλυτόν, οἷσιν ἄνασσεν. υἱέϊ δὲ Σπάρτηθεν Ἀλέκτορος ἤγετο κούρην, 10 ὅς οἱ τηλύγετος γένετο κρατερὸς Μεγαπένθης ἐκ δούλης Ἑλένῃ δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ ἔφαινον, ἐπεὶ δὴ τὸ πρῶτον ἐγείνατο παῖδ ἐρατεινήν, Ἑρμιόνην, ἣ εἶδος ἔχε χρυσῆς Ἀφροδίτης. Telemachus en Pisitratus komen aan in Sparta, waar de bruiloft van een zoon en een dochter van Menelaus wordt gevierd. Zij vinden een gastvrij onthaal. 1. οἱ δ ἷξον: subject zijn Telemachus en Pisistratus, Nestors jongste zoon, wiens naam in dit boek maar één maal valt (vs. 155). κοίλην: lett. hol, vert. diep in het dal, tussen hoge bergen. κητώεσσαν: vol kloven of spelonken. 2. ἔλων: = ἔλαον - impf. v. ἐλάω (Att. ἐλαύνω). 3. δαινύντα γάμον: een bruiloftsmaal gevend ; δαίνυμι - onthalen. ἔτῃσιν: ἔται - verwanten 4. θυγατρὸς: υἱέος ἠδὲ θυγατρὸς: Menelaus had twee kinderen, een dochter Hermione, geboren uit Helena vóór de Trojaanse oorlog en een zoon Megapenthes bij een slavin. 5. πέμπεν: imperfectum; uit het vervolg blijkt dat het meisje nog niet is vertrokken. 9. ἄνασσεν: subject is de zoon van Achilles, wiens naam (Neoptolemus) nog niet is gevallen. 11. τηλύγετος Μεγαπένθης: laat geboren is de betekenis vlg. de ouden. Deze betekenis past hier in geen geval en de echte betekenis is geheel onbekend, missch. geliefd, verwend? Als Megapenthes werd verwekt na Menelaus thuiskomst in Sparta, was M. op dit ogenblik nog een kleuter, te jong voor een bruiloft.

1 5 3 8 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 15 20 25 30 35 Ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο, τερπόμενοι μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδὸς φορμίζων δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους. Τὼ δ αὖτ ἐν προθύροισι δόμων αὐτώ τε καὶ ἵππω, Τηλέμαχός θ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός, στῆσαν ὁ δὲ προμολὼν ἴδετο κρείων Ἐτεωνεύς, ὀτρηρὸς θεράπων Μενελάου κυδαλίμοιο, βῆ δ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα ποιμένι λαῶν, ἀγχοῦ δ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα «Ξείνω δή τινε τώδε, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε, ἄνδρε δύω, γενεῇ δὲ Διὸς μεγάλοιο ἔϊκτον. ἀλλ εἴπ, ἤ σφωϊν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους, ἦ ἄλλον πέμπωμεν ἱκανέμεν, ὅς κε φιλήσῃ.» Τὸν δὲ μέγ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος «Οὐ μὲν νήπιος ἦσθα, Βοηθοΐδη Ἐτεωνεῦ, τὸ πρίν ἀτὰρ μὲν νῦν γε πάϊς ὣς νήπια βάζεις. ἦ μὲν δὴ νῶϊ ξεινήϊα πολλὰ φαγόντες ἄλλων ἀνθρώπων δεῦρ ἱκόμεθ, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἐξοπίσω περ παύσῃ ὀϊζύος. ἀλλὰ λύ ἵππους ξείνων, ἐς δ αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι.» Ὣς φάθ, ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο, κέκλετο δ ἄλλους ὀτρηροὺς θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ. 18. κυβιστητῆρε: duikelaars (3 x). 19. μολπῆς: μολπή - spel, zang en dans. 28. καταλύσομεν: coni. aor. met korte themavocaal; coniunctivus dubitativus. 33. πολλὰ φαγόντες ἄλλων ἀνθρώπων: Menelaus doelt op de jaren van zijn omzwervingen tussen de val van Troje en zijn thuiskomst. 35. ὀϊζύος: αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἐξοπίσω περ παύσῃ ὀϊζύος: alleen te begrijpen als men deze bijzin laat aanknopen bij de onuitgesproken gedachte in het voorgaande: wij doen gelijk wij ondervonden hebben in de hoop dat Z. ons zal sparen. 36. θοινηθῆναι: om onthaald te worden θοινάομαι - onthaald worden.

3 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 3 9 6 6 οἱ δ ἵππους μὲν λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας καὶ τοὺς μὲν κατέδησαν ἐφ ἱππείῃσι κάπῃσι, 40 πὰρ δ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμειξαν, ἅρματα δ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, αὐτοὺς δ εἰσῆγον θεῖον δόμον. οἱ δὲ ἰδόντες θαύμαζον κατὰ δῶμα διοτρεφέος βασιλῆος ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης 45 δῶμα καθ ὑψερεφὲς Μενελάου κυδαλίμοιο. αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν, ἔς ῥ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο. τοὺς δ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ, ἀμφὶ δ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας, 50 ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο παρ Ἀτρεΐδην Μενέλαον. χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, νίψασθαι παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν. σῖτον δ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα, 55 εἴδατα πόλλ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων. [δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα.] τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος «Σίτου θ ἅπτεσθον καὶ χαίρετον αὐτὰρ ἔπειτα 60 δείπνου πασσαμένω εἰρησόμεθ οἵ τινές ἐστον ἀνδρῶν οὐ γὰρ σφῶν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων, ἀλλ ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων σκηπτούχων, ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν.» Ὣς φάτο, καί σφιν νῶτα βοὸς παρὰ πίονα θῆκεν 65 ὄπτ ἐν χερσὶν ἑλών, τά ῥά οἱ γέρα πάρθεσαν αὐτῷ. 40. κάπῃσι: κάπη - ruif (2 x). 41. ζειάς ἀνὰ δὲ κρῖ: ζειά - spelt; κρῖ - gerst. 42. ἐνώπια: wanden 48. λούσαντο: de aor. medii heeft bij Hom. vaak passieve betekenis. 66. ὄπτ : gebraad, van ὄπτος geroosterd (4 x)

6 7 9 3 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 4 70 75 80 85 90 οἱ δ ἐπ ὀνείαθ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν, ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ οἱ ἄλλοι «Φράζεο, Νεστορίδη, τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ, χαλκοῦ τε στεροπὴν κατὰ δώματα ἠχήεντα χρυσοῦ τ ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ ἐλέφαντος. Ζηνός που τοιήδε γ Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή, ὅσσα τάδ ἄσπετα πολλά σέβας μ ἔχει εἰσορόωντα.» Τοῦ δ ἀγορεύοντος ξύνετο ξανθὸς Μενέλαος, καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα «Τέκνα φίλ, ἦ τοι Ζηνὶ βροτῶν οὐκ ἄν τις ἐρίζοι ἀθάνατοι γὰρ τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ ἔασιν ἀνδρῶν δ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται, ἠὲ καὶ οὐκί, κτήμασιν. ἦ γὰρ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσὶ καὶ ὀγδοάτῳ ἔτει ἦλθον, Κύπρον Φοινίκην τε καὶ Αἰγυπτίους ἐπαληθείς, Αἰθίοπάς θ ἱκόμην καὶ Σιδονίους καὶ Ἐρεμβοὺς καὶ Λιβύην, ἵνα τ ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι. τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν ἔνθα μὲν οὔτε ἄναξ ἐπιδευὴς οὔτε τι ποιμὴν τυροῦ καὶ κρειῶν οὐδὲ γλυκεροῖο γάλακτος, ἀλλ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι. εἷος ἐγὼ περὶ κεῖνα πολὺν βίοτον ξυναγείρων ἠλώμην, τεῖός μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνε λάθρῃ, ἀνωϊστί, δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο. ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω 67. ἴαλλον: strekten uit, van ἰάλλω - werpen, zenden 71. κεχαρισμένε: welgevallig, dierbaar. 85. ἄφαρ: terstond, hier vanaf de geboorte. 86. τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν: in de loop van een jaar. 89. ἐπηετανὸν: altijd durend, overvloedig 91. ἠλώμην: < ἐ-αλα-όμην imperf. van ἀλάομαι - zwerven. 92. ἀνωϊστί: onvermoed, onverhoeds.

5 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 9 4 1 1 5 καὶ πατέρων τάδε μέλλετ ἀκουέμεν, οἵ τινες ὕμιν εἰσίν ἐπεὶ μάλα πολλὰ πάθον καὶ ἀπώλεσα οἶκον 95 εὖ μάλα ναιετάοντα, κεχανδότα πολλὰ καὶ ἐσθλά. ὧν ὄφελον τριτάτην περ ἔχων ἐν δώμασι μοῖραν ναίειν, οἱ δ ἄνδρες σόοι ἔμμεναι, οἳ τότ ὄλοντο Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, ἑκὰς Ἄργεος ἱπποβότοιο. ἀλλ ἔμπης, πάντας μὲν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων, 100 πολλάκις ἐν μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισιν ἄλλοτε μέν τε γόῳ φρένα τέρπομαι, ἄλλοτε δ αὖτε παύομαι αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι, ἀχνύμενός περ, ὡς ἑνός, ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν, 105 μνωομένῳ, ἐπεὶ οὔ τις Ἀχαιῶν τόσσ ἐμόγησεν, ὅσσ Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο. τῷ δ ἄρ ἔμελλεν αὐτῷ κήδε ἔσεσθαι, ἐμοὶ δ ἄχος αἰὲν ἄλαστον κείνου, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται, οὐδέ τι ἴδμεν, ζώει ὅ γ ἦ τέθνηκεν. ὀδύρονται νύ που αὐτὸν 110 Λαέρτης θ ὁ γέρων καὶ ἐχέφρων Πηνελόπεια Τηλέμαχός θ, ὃν ἔλειπε νέον γεγαῶτ ἐνὶ οἴκῳ.» Ὣς φάτο, τῷ δ ἄρα πατρὸς ὑφ ἵμερον ὦρσε γόοιο δάκρυ δ ἀπὸ βλεφάρων χαμάδις βάλε πατρὸς ἀκούσας, χλαῖναν πορφυρέην ἄντ ὀφθαλμοῖιν ἀνασχὼν 115 94. τάδε μέλλετ ἀκουέμεν: gij zult dit gehoord hebben ; bij een aantal verba, o.a. ἀκούω, heeft het praesens een perfectum-achtige waarde. ἀκουέμεν: 95. ἀπώλεσα οἶκον: d.w.z. niet definitief, maar gedurende tien jaar Troje, gevolgd door acht jaar dolen. 97. ὄφελον τριτάτην περ ἔχων: met een derde zou ik tevreden zijn als. 100. ἀλλ ἔμπης: maar toch. 105. ἀπεχθαίρει: vergalt ; ἐχθαίρω - 1. haten; 2. gehaat maken, doen tegenstaan* (2 x); de frequ. v. h. simplex 10-25. 107. ἤρατο: heeft volbracht, op zich heeft genomen van ἄρνυμαι (met moeite) verwerven, tot zich nemen. 108. ἄλαστον: onvergetelijk, onbedaarlijk (6 x) 109. ὅπως: hoe (relat.); hier als ik bedenk hoe 114. βάλε: subject is Telemachus.

1 1 6 1 3 3 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 6 120 125 130 ἀμφοτέρῃσιν χερσί. νόησε δέ μιν Μενέλαος, μερμήριξε δ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἠέ μιν αὐτὸν πατρὸς ἐάσειε μνησθῆναι, ἦ πρῶτ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο. Εἷος ὁ ταῦθ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἐκ δ Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο ἤλυθεν Ἀρτέμιδι χρυσηλακάτῳ ἐϊκυῖα. τῇ δ ἄρ ἅμ Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν, Ἀλκίππη δὲ τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο, Φυλὼ δ ἀργύρεον τάλαρον φέρε, τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη, Πολύβοιο δάμαρ, ὃς ἔναι ἐνὶ Θήβῃς Αἰγυπτίῃσ, ὅθι πλεῖστα δόμοισ ἐν κτήματα κεῖται ὃς Μενελάῳ δῶκε δύ ἀργυρέας ἀσαμίνθους, δοιοὺς δὲ τρίποδας, δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα. χωρὶς δ αὖθ Ἑλένῃ ἄλοχος πόρε κάλλιμα δῶρα χρυσῆν τ ἠλακάτην τάλαρόν θ ὑπόκυκλον ὄπασσεν ἀργύρεον, χρυσῷ δ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο. τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα 116. μιν: hem, maar voor ons hier liever het. (A-H-C) 118. μνησθῆναι: ter sprake brengen ; het passivum slechts hier in deze betekenis. 119. πειρήσαιτο: πειράομαι - beproeven, onderzoeken; Memelaus vermoedde wie hij voor zich had. 121. ἐκ δ Ἑλένη θαλάμοιο: ook het op dit ogenblik tevoorschijn komen van Helena is een teken dat de bruiloft geheel uit het oog verloren is. θυώδεος: van θυώδης - naar θύον (mastikboom(?)( ) ruikend, welriekend (3 x); de aangename geur wordt veroorzaakt door het verbranden (voor warmte en licht) van aromatische houtsoorten (of het gaat om de thyia of de pistacia of een andere houtsoort is niet te zeggen). ὑψορόφοιο: ὑψοροφός = ὑψερεφής - met hoge zoldering. 122. χρυσηλακάτῳ: of χρυσηλάκατος met gouden pijlen, met gouden spinrokken (wat dat ook zijn mag) of nog iets anders betekent, valt niet met zekerheid te zeggen. 123. τῇ δ ἄρ ἅμ Ἀδρήστη: = τῇ δ ἄρ ἅμ ἤλυθεν Ἀδρήστη, ἣ 125. τάλαρον: mandje 130. ἄλοχος: sc. Πολύβοιο δάμαρ. 131. ὑπόκυκλον: op wielen. 132. χρυσῷ δ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο: tmesis; de randen waren afgewerkt met goud.

7 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 1 3 4 1 5 8 νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον αὐτὰρ ἐπ αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα. 135 ἕζετο δ ἐν κλισμῷ, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν. αὐτίκα δ ἥ γ ἐπέεσσι πόσιν ἐρέεινεν ἕκαστα «Ἴδμεν δή, Μενέλαε διοτρεφές, οἵ τινες οἵδε ἀνδρῶν εὐχετόωνται ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ; ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω; κέλεται δέ με θυμός. 140 οὐ γάρ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι οὔτ ἄνδρ οὔτε γυναῖκα, σέβας μ ἔχει εἰσορόωσαν, ὡς ὅδ Ὀδυσσῆος μεγαλήτορος υἷι ἔοικε, Τηλεμάχῳ, τὸν ἔλειπε νέον γεγαῶτ ἐνὶ οἴκῳ κεῖνος ἀνήρ, ὅτ ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ Ἀχαιοὶ 145 ἤλθεθ ὑπὸ Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες.» Τὴν δ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος «Οὕτω νῦν καὶ ἐγὼ νοέω, γύναι, ὡς σὺ ἐΐσκεις κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες ὀφθαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ ἐφύπερθέ τε χαῖται. 150 καὶ νῦν ἦ τοι ἐγὼ μεμνημένος ἀμφ Ὀδυσῆϊ μυθεόμην, ὅσα κεῖνος ὀϊζύσας ἐμόγησεν ἀμφ ἐμοί, αὐτὰρ ὁ πυκνὸν ὑπ ὀφρύσι δάκρυον εἶβε, χλαῖναν πορφυρέην ἄντ ὀφθαλμοῖιν ἀνασχών.» Τὸν δ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα 155 «Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν, κείνου μέν τοι ὅδ υἱὸς ἐτήτυμον, ὡς ἀγορεύεις ἀλλὰ σαόφρων ἐστί, νεμεσσᾶται δ ἐνὶ θυμῷ 134. νήματος ἀσκητοῖο: kunstig vervaardigd garen ; νῆμα - wat gesponnen is, spinsel, draad, garen; ἀσκητός - kunstig vervaardigd (2 x) ; ἀσκηθής - onbeschadigd, ongedeerd. βεβυσμένον: βεβυσμένον: volgestopt. 135. ἰοδνεφὲς: ἰοδνεφής - donkerviolet (2 x). 140. κέλεται δέ με θυμός: sc. ἐρέειν. 141. οὐ γάρ πώ τινά φημι: Helena spreekt uit wat Menelaus al vermoedde. 142. σέβας: 1. schroom; 2. verbazing* (in later Grieks ontzag, in Nieuw-Grieks respect ). 152. ὀϊζύσας: part. aor. v. ὀιζύω - leed doorstaan.

1 5 9 1 7 7 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 8 160 165 170 175 ὧδ ἐλθὼν τὸ πρῶτον ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν ἄντα σέθεν, τοῦ νῶϊ θεοῦ ὣς τερπόμεθ αὐδῇ. αὐτὰρ ἐμὲ προέηκε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ τῷ ἅμα πομπὸν ἕπεσθαι ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι, ὄφρα οἱ ἤ τι ἔπος ὑποθήεαι ἠέ τι ἔργον. πολλὰ γὰρ ἄλγε ἔχει πατρὸς πάϊς οἰχομένοιο ἐν μεγάροισ, ᾧ μὴ ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἔωσιν, ὡς νῦν Τηλεμάχῳ ὁ μὲν οἴχεται, οὐδέ οἱ ἄλλοι εἴσ, οἵ κεν κατὰ δῆμον ἀλάλκοιεν κακότητα.» Τὸν δ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος «Ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ φίλου ἀνέρος υἱὸς ἐμὸν δῶ ἵκεθ, ὃς εἵνεκ ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέθλους καί μιν ἔφην ἐλθόντα φιλησέμεν ἔξοχα πάντων Ἀργείων, εἰ νῶϊν ὑπεὶρ ἅλα νόστον ἔδωκε νηυσὶ θοῇσι γενέσθαι Ὀλύμπιος εὐρύοπα Ζεύς. καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν καὶ δώματ ἔτευξα, ἐξ Ἰθάκης ἀγαγὼν σὺν κτήμασι καὶ τέκεϊ ᾧ καὶ πᾶσιν λαοῖσι, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, αἳ περιναιετάουσιν, ἀνάσσονται δ ἐμοὶ αὐτῷ. 159. ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν: vrijmoedig te spreken ; ἐπεσβολίη - vrijmoedige taal. 160. αὐδῇ: αὐδή - stem. 162. ἐέλδετο: subj. is Telemachus. 165. ἀοσσητῆρες: - metgezellen, helpers. 166. ὁ μὲν οἴχεται: sc. Odysseus; men zou ook aan Mentes of Mentor kunnen denken, maar de hele passage 163-7 is verdacht. Menelaus reageert op geen enkele wijze inhoudelijk, noch aansluitend, noch de volgende morgen, op wat Pisistratus hier zegt, nml. Telemachus verkeert door de afwezigheid van zijn vader in grote moeilijkheden, er is niemand om hem te helpen, wilt gij, Menelaus hem met advies of metterdaad helpen. 174. κέ νάσσα: zou ik tot woonplaats geven ; causatieve aoristus van ναίω dat (be)wonen betekent. 176. ἐξαλαπάξας: ἐξαλαπάζω betekent gewoonlijk geheel verwoesten, hier volledig ontruimen. De passage werpt een helder licht op de normen die gelden in een prae- (of post-) christelijke samenleving. Vlg. S. West alleen een overdreven en door geen der betrokkenen als realistisch gezien voorstel waarmee M. uiting geeft aan zijn hoge achting voor Odysseus.

9 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 1 7 8 2 0 2 καί κε θάμ ἐνθάδ ἐόντες ἐμισγόμεθ οὐδέ κεν ἥμεας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν. 180 ἀλλὰ τὰ μέν που μέλλεν ἀγάσσασθαι θεὸς αὐτός, ὃς κεῖνον δύστηνον ἀνόστιμον οἶον ἔθηκεν.» Ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ ἵμερον ὦρσε γόοιο. κλαῖε μὲν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα, κλαῖε δὲ Τηλέμαχός τε καὶ Ἀτρεΐδης Μενέλαος, 185 οὐδ ἄρα Νέστορος υἱὸς ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο, τόν ῥ Ἠοῦς ἔκτεινε φαεινῆς ἀγλαὸς υἱός. τοῦ ὅ γ ἐπιμνησθεὶς ἔπεα πτερόεντ ἀγόρευεν «Ἀτρεΐδη, περὶ μέν σε βροτῶν πεπνυμένον εἶναι 190 Νέστωρ φάσχ ὁ γέρων, ὅτ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι καὶ ἀλλήλους ἐρέοιμεν καὶ νῦν, εἴ τί που ἔστι, πίθοιό μοι οὐ γὰρ ἐγώ γε τέρπομ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, ἀλλὰ καὶ Ἠὼς ἔσσεται ἠριγένεια νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν 195 κλαίειν, ὅς κε θάνῃσι βροτῶν καὶ πότμον ἐπίσπῃ. τοῦτό νυ καὶ γέρας οἶον ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι, κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ ἀπὸ δάκρυ παρειῶν. καὶ γὰρ ἐμὸς τέθνηκεν ἀδελφεός, οὔ τι κάκιστος Ἀργείων μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι οὐ γὰρ ἐγώ γε 200 ἤντησ οὐδὲ ἴδον περὶ δ ἄλλων φασὶ γενέσθαι Ἀντίλοχον, περὶ μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.» 179. 179-180: bezingen de vriendschap in woorden die beter passen voor het huwelijk. 181. ἀγάσσασθαι: ἄγαμαι positief bewonderen, negatief jaloers zijn, te veel van het goede vinden. 188. τόν ῥ Ἠοῦς ἔκτεινε: dat Nestors zoon Antilochus in de strijd om Troje door Memnon is gedood vinden we slechts hier, niet in de Ilias. Ongetwijfeld uitvoerig behandeld in de epische cyclus. 193. εἴ τί που ἔστι: indien mogelijk. 194. τέρπομ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος: beleef ik genoegen aan gejammer na de maaltijd. 196. κλαίειν ὅς κε: = κλαίειν τοῦτον, ὅς κε. 197. γέρας οἶον: de enige troost.

2 0 3 2 2 2 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 0 205 210 215 220 Τὸν δ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος «Ὦ φίλ, ἐπεὶ τόσα εἶπες, ὅσ ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέξειε, καὶ ὃς προγενέστερος εἴη τοίου γὰρ καὶ πατρός, ὃ καὶ πεπνυμένα βάζεις. ῥεῖα δ ἀρίγνωτος γόνος ἀνέρος, ᾧ τε Κρονίων ὄλβον ἐπικλώσῃ γαμέοντί τε γειναμένῳ τε, ὡς νῦν Νέστορι δῶκε διαμπερὲς ἤματα πάντα αὐτὸν μὲν λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν, υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους. ἡμεῖς δὲ κλαυθμὸν μὲν ἐάσομεν, ὃς πρὶν ἐτύχθη, δόρπου δ ἐξαῦτις μνησώμεθα, χερσὶ δ ἐφ ὕδωρ χευάντων μῦθοι δὲ καὶ ἠῶθέν περ ἔσονται Τηλεμάχῳ καὶ ἐμοὶ διαειπέμεν ἀλλήλοισιν.» Ὣς ἔφατ, Ἀσφαλίων δ ἄρ ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευεν, ὀτρηρὸς θεράπων Μενελάου κυδαλίμοιο. οἱ δ ἐπ ὀνείαθ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. Ἔνθ αὖτ ἄλλ ἐνόησ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα αὐτίκ ἄρ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, νηπενθές τ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων. ὃς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητῆρι μιγείη, 208 γειναμένῳ coni. : γεινομένῳ codd. : γιγνομένῳ edd. compl. 208. γαμέοντί τε γειναμένῳ: bij huwelijk en het verwekken (en krijgen) van kinderen de aor. ἐγεινάμην is causatief; wie met de MSS. γεινομένῳ (metrische Dehnung voor γενομένῳ) (al dan niet in het spoor van Bekker gecorrigeerd tot γιγνομένῳ) leest, ziet hier een prothysterum (πρῶτον ὕστερον). 210. λιπαρῶς: behaaglijk ; λιπαρός - vet, glanzend; λιπαρής (niet bij Hom.) - klevend, kleverig; λίπα - vlg. sommigen vet vlg. anderen kleverig. 212. ἐάσομεν: coni. aor. met korte themavocaal. 214. χευάντων: in strijd met de regel dat men aan andermans huispersoneel geen opdrachten geeft. καὶ ἠῶθέν περ: ook morgen wel. 215. ἀλλήλοισιν: in onderling beraad (tussen ons beiden en u beiden). 221. νηπενθές: leed stillend. ἄχολόν: toorn bannend. ἐπίληθον: doende vergeten. 222. καταβρόξειεν: inslikken, opslurpen, aor. opt. v. *καταβροχ-.

1 1 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 2 2 3 2 4 2 οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν, οὐδ εἴ οἱ κατατεθναίη μήτηρ τε πατήρ τε, οὐδ εἴ οἱ προπάροιθεν ἀδελφεὸν ἢ φίλον υἱὸν 225 χαλκῷ δηϊόῳεν, ὁ δ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο. τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα, ἐσθλά, τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν, Θῶνος παράκοιτις, Αἰγυπτίη, τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα, πολλὰ δὲ λυγρά, 230 ἰητρὸς δὲ ἕκαστος ἐπιστάμενος περὶ πάντων ἀνθρώπων ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης. αὐτὰρ ἐπεί ῥ ἐνέηκε κέλευσέ τε οἰνοχοῆσαι, ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπεν «Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφὲς ἠδὲ καὶ οἵδε 235 ἀνδρῶν ἐσθλῶν παῖδες, ἀτὰρ θεὸς ἄλλοτε ἄλλῳ Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ δύναται γὰρ ἅπαντα ἦ τοι νῦν δαίνυσθε καθήμενοι ἐν μεγάροισι καὶ μύθοις τέρπεσθε ἐοικότα γὰρ καταλέξω. πάντα μὲν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ ὀνομήνω, 240 ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεθλοι ἀλλ οἷον τόδ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ μιγείη: subject is οἶνος of φάρμακον, of eigenlijk beide. 223. ἐφημέριός: 1. een dag lang*; 2. dagelijks (3 x). 226. δηϊόῳεν: ze (= men) zouden vermoorden. ὁ δ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο: herhaalt expressis verbis wat al bedoeld is met οἱ προπάροιθεν. 227. Διὸς θυγάτηρ: sc. Helena. μητιόεντα: rijk aan raad, krachtig werkend. 230. ἐσθλὰ: hier heilzaam. μεμιγμένα: ἐπὴν μιγείη; vlg. AHC wordt bedoeld dat de heilzame en de schadelijke kruiden door elkaar groeien. 233. ἐνέηκε: subject is Helena. 236. ἀτὰρ: meestal maar, hier eerder verder, nu eenmaal. θεὸς Ζεὺς: in het bijbels taalgebruik gewone combinatie van naam en functie; maar bij Homerus? ἄλλοτε ἄλλῳ: nu eens aan deze, dan weer aan gene. 237. διδοῖ: bij Hom. de normale vorm voor het Attische δίδωσι; bij Hdt. vindt men beide vormen. 239. ἐοικότα: passend, d.w.z. iets dat geschikt is om de gemoederen wat op te monteren. 240. μυθήσομαι: coni. aor.

2 4 3 2 6 3 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 2 245 250 255 260 δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ Ἀχαιοί. αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας, σπεῖρα κάκ ἀμφ ὤμοισι βαλών, οἰκῆϊ ἐοικώς, ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν εὐρυάγυιαν. ἄλλῳ δ αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε Δέκτῃ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν τῷ ἴκελος κατέδυ Τρώων πόλιν, οἱ δ ἀβάκησαν πάντες ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα, καί μιν ἀνειρώτευν ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν. ἀλλ ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ, ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα καὶ ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον, μή με πρὶν Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ ἀναφῆναι, πρίν γε τὸν ἐς νῆάς τε θοὰς κλισίας τ ἀφικέσθαι, καὶ τότε δή μοι πάντα νόον κατέλεξεν Ἀχαιῶν. πολλοὺς δὲ Τρώων κτείνας ταναήκεϊ χαλκῷ ἦλθε μετ Ἀργείους, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν. ἔνθ ἄλλαι Τρῳαὶ λίγ ἐκώκυον αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ χαῖρ, ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νεέσθαι ἂψ οἶκόνδ, ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη δῶχ, ὅτε μ ἤγαγε κεῖσε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης, παῖδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε 244. αὐτόν μιν: =ἑαυτόν. 245. σπεῖρα: σπεῖρον - doek, lap, zeil. οἰκῆϊ: οἰκεύς - slaaf. 248. Δέκτῃ: vlg. sommigen een eigennaam, vlg. anderen ontvanger, d.w.z. bedelaar ; dit laatste zou onverenigbaar zijn met slaaf, een slaaf hoeft immers niet te bedelen. ὃς: antecedent onzeker: Odysseus of Dectes? De problemen in deze passage doen West vermoeden dat hier is geleend uit de Ilias Parva. 249. ἀβάκησαν: werden sprakeloos (?) ; vlg. de scholiast = ἠγνόησαν. 250. τοῖον ἐόντα: ondanks zijn vermomming. 255. πρίν γε τὸν ἐς νῆάς: Helena was inzet van de oorlog, wat haar een onaantastbare positie verleende. 257. ταναήκεϊ: spitspuntig of scherpsnijdend. 258. φρόνιν: inzicht, kennis (2 x). 261. μετέστενον: μεταστένω - achteraf zuchten om iets, berouwen. 263. νοσφισσαμένην: νοσφίζομαι - zich afwenden van, verlaten.

1 3 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 2 6 4 2 8 6 οὔ τευ δευόμενον, οὔτ ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος.» Τὴν δ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος 265 «Ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, γύναι, κατὰ μοῖραν ἔειπες. ἤδη μὲν πολέων ἐδάην βουλήν τε νόον τε ἀνδρῶν ἡρώων, πολλὴν δ ἐπελήλυθα γαῖαν ἀλλ οὔ πω τοιοῦτον ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσιν οἷον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἔσκε φίλον κῆρ. 270 οἷον καὶ τόδ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ ἵππῳ ἔνι ξεστῷ, ἵν ἐνήμεθα πάντες ἄριστοι Ἀργείων, Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες. ἦλθες ἔπειτα σὺ κεῖσε κελευσέμεναι δέ σ ἔμελλε δαίμων, ὃς Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι 275 καί τοι Δηΐφοβος θεοείκελος ἕσπετ ἰούσῃ. τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα, ἐκ δ ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους, πάντων Ἀργείων φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν αὐτὰρ ἐγὼ καὶ Τυδεΐδης καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς 280 ἥμενοι ἐν μέσσοισιν ἀκούσαμεν, ὡς ἐβόησας. νῶϊ μὲν ἀμφοτέρω μενεήναμεν ὁρμηθέντες ἢ ἐξελθέμεναι ἢ ἔνδοθεν αἶψ ὑπακοῦσαι ἀλλ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένω περ. ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν υἷες Ἀχαιῶν, 285 Ἄντικλος δὲ σέ γ οἶος ἀμείψασθαι ἐπέεσσιν 264. οὔ τευ δευόμενον: in niets tekort schietend. 272. ξεστῷ: ξεστός - geschaafd; hier van bewerkt hout. ἐνήμεθα: = ἐν-ἥμεθα. 274. κελευσέμεναι δέ σ ἔμελλε δαίμων: een god heeft je vermoedelijk daartoe aangezet ; dat neemt niet weg dat Helena s optreden al veraadster in tegenspraak is met haar bewering κραδίη τέτραπτο in 260; κελευσέμεναι is aoristus mixtus. 279. πάντων Ἀργείων φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν: dit onwaarschijnlijke maar spectaculaire detail zal wel afkomstig zijn uit de Ilias Parva of Iliupersis. 282. μενεήναμεν ὁρμηθέντες: verlangden vurig (eig. daartoe opgewekt ). 283. ὑπακοῦσαι: gehoor geven, dus antwoorden.

2 8 7 3 1 1 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 4 290 295 300 305 310 ἤθελεν ἀλλ Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε νωλεμέως κρατερῇσι, σάωσε δὲ πάντας Ἀχαιούς τόφρα δ ἔχ, ὄφρα σε νόσφιν ἀπήγαγε Παλλὰς Ἀθήνη.» Τὸν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα «Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν, ἄλγιον οὐ γάρ οἵ τι τό γ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον, οὐδ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν. ἀλλ ἄγετ εἰς εὐνὴν τράπεθ ἥμεας, ὄφρα καὶ ἤδη ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες.» Ὣς ἔφατ, Ἀργείη δ Ἑλένη δμῳῇσι κέλευσε δέμνι ὑπ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ πορφύρε ἐμβαλέειν, στορέσαι τ ἐφύπερθε τάπητας χλαίνας τ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι. αἱ δ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι, δέμνια δ ἐστόρεσαν ἐκ δὲ ξείνους ἄγε κῆρυξ. οἱ μὲν ἄρ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο, Τηλέμαχός θ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός Ἀτρεΐδης δὲ καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο, πὰρ δ Ἑλένη τανύπεπλος ἐλέξατο, δῖα γυναικῶν. Ἦμος δ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, ὤρνυτ ἄρ ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ ὤμῳ, ποσσὶ δ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, βῆ δ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν, ἔπος τ ἔφατ ἔκ τ ὀνόμαζε 287. μάστακα: μάσταξ - mond (3 x). 288. νωλεμέως: νωλεμής - onafgebroken, voortdurend. 289. τόφρα δ ἔχ : zolang hield hij dat vol. 299. καθύπερθεν ἕσασθαι: om over je heen te trekken, aor. med. van ἕννυμι. 302. προδόμῳ: hetzelfde vertrek als de in 297 genoemde αἰθούση. 305. Ἑλένη τανύπεπλος ἐλέξατο: hierna verdwijnt Helena uit beeld om pas weer bk. 15 vs. 100 te voorschijn te komen.

1 5 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 3 1 2 3 3 5 «Τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ ἤγαγε, Τηλέμαχ ἥρως, ἐς Λακεδαίμονα δῖαν ἐπ εὐρέα νῶτα θαλάσσης; δήμιον ἦ ἴδιον; τόδε μοι νημερτὲς ἐνίσπες.» Τὸν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα 315 «Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν, ἤλυθον εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις. ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα, δυσμενέων δ ἀνδρῶν πλεῖος δόμος, οἵ τέ μοι αἰεὶ μῆλ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς, 320 μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες. τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ ἱκάνομαι, αἴ κ ἐθέλῃσθα κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν, εἴ που ὄπωπας ὀφθαλμοῖσι τεοῖσιν ἢ ἄλλου μῦθον ἄκουσας πλαζομένου περὶ γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ. 325 μηδέ τί μ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ ἐλεαίρων, ἀλλ εὖ μοι κατάλεξον, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς. λίσσομαι, εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός, ἐσθλὸς Ὀδυσσεύς, ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ Ἀχαιοί 330 τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες.» Τὸν δὲ μέγ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος «Ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι ἀνάλκιδες αὐτοὶ ἐόντες. ὡς δ ὁπότ ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο λέοντος 335 312. τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ ἤγαγε: Menelaus of liever de dichter negeert dat Pisistratus al heeft verteld wat het doel van het bezoek aan Sparta is. 314. ἐνίσπες: = ἐνίσπε, imp. aor. sing. van ἐν(ν)έπω - zeggen, vertellen; voor een imperat. aor. sing. op -ς cf. δός, θές enz. 317. κληηδόνα: κληηδών = κλεηδών - tijding gerucht. 326. μειλίσσεο: μειλίσσομαι - geruststellend spreken. 327. ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς: hoe ge het te zien hebt gekregen ; ὀπωπή - aanblik. 329. ὑποστὰς: beloofd hebbend. 331. ἐνίσπες: zie aant. op 314. 335. ξυλόχῳ: ξύλοχος - nest in het kreupelhout, leger van wilde dieren, struikgewas. ἔλαφος: - hert, hinde; ἐλαφρός - snel.

3 3 6 3 5 7 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 6 340 345 350 355 νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη, ὁ δ ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν, ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, ὣς Ὀδυσεὺς κείνοισιν ἀεικέα πότμον ἐφήσει. αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον, τοῖος ἐὼν οἷός ποτ ἐϋκτιμένῃ ἐνὶ Λέσβῳ ἐξ ἔριδος Φιλομηλεΐδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς, κὰδ δ ἔβαλε κρατερῶς, κεχάροντο δὲ πάντες Ἀχαιοί, τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς πάντες κ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε. ταῦτα δ, ἅ μ εἰρωτᾷς καὶ λίσσεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν οὐδ ἀπατήσω ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής, τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ ἐπικεύσω. Αἰγύπτῳ μ ἔτι δεῦρο θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας οἱ δ αἰεὶ βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων. νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Αἰγύπτου προπάροιθε, Φάρον δέ ἑ κικλήσκουσι, τόσσον ἄνευθ, ὅσσον τε πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς ἤνυσεν, ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν. 336. νεβροὺς: νεβρός - hinde. 337. κνημοὺς ἐξερέῃσι: bergkloven doorzoekt. ἄγκεα ποιήεντα: grasrijke dalen ; τὸ ἄγκος - kloof, dal. 338. ὁ δ : sc. de leeuw. εἰσήλυθεν: gnomische aoristus. 342. ἐϋκτιμένῃ: eig. goedgebouwd, vandaar welvarend. 343. ἐξ ἔριδος: ἔρις is hier eerder uitdaging, dan geschil. ἐπάλαισεν ἀναστάς: opstond om te gaan worstelen. 346. πικρόγαμοί: voor wie de bruiloft bitter is (3 x). 348. παρὲξ: er naast. παρακλιδὸν: ontwijkend ; παρὲξ en παρακλιδὸν zijn zo goed als synoniem. 350. κρύψω ἐπικεύσω: κρύπτω en ἐπικεύθω zijn synoniemen. 353. μεμνῆσθαι: dat het logisch subject niet genoemd wordt betekent niet dat dit θεοὶ is; bedoeld wordt men of ἡμᾶς. 357. λιγὺς οὖρος: de fluitende wind ; toch denk ik dat stevige bries. o.i.d. adaequater

1 7 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 3 5 8 3 7 9 ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος, ὅθεν τ ἀπὸ νῆας ἐΐσας ἐς πόντον βάλλουσιν, ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ. ἔνθα μ ἐείκοσιν ἤματ ἔχον θεοί, οὐδέ ποτ οὖροι 360 πνείοντες φαίνονθ ἁλιαέες, οἵ ῥά τε νηῶν πομπῆες γίνονται ἐπ εὐρέα νῶτα θαλάσσης. καί νύ κεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο καὶ μένε ἀνδρῶν, εἰ μή τίς με θεῶν ὀλοφύρατο καί μ ἐλέησε, Πρωτέος ἰφθίμου θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος, 365 Εἰδοθέη τῇ γάρ ῥα μάλιστά γε θυμὸν ὄρινα ἥ μ οἴῳ ἔῤῥοντι συνήντετο νόσφιν ἑταίρων αἰεὶ γὰρ περὶ νῆσον ἀλώμενοι ἰχθυάασκον γναμπτοῖσ ἀγκίστροισιν, ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός. ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα ἔπος φάτο φώνησέν τε 370 νήπιός εἰς, ὦ ξεῖνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων, ἦε ἑκὼν μεθιεῖς καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων; ὡς δὴ δήθ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι, οὐδέ τι τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι, μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων. ὣς ἔφατ, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον 375 ἐκ μέν τοι ἐρέω, ἥ τις σύ πέρ ἐσσι θεάων, ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν κατερύκομαι, ἀλλά νυ μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν. ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν, is. 361. ἁλιαέες: ἁλιαής - op zee waaiend. 363. ἤϊα: - proviand (7 x). 366. θυμὸν ὄρινα: haar hart had ik geroerd. 367. ἔῤῥοντι: ἔῤῥω betekent net als ἀλάομαι in het volgende vers dolen, maar heeft een negatieve lading: moedeloos dolen. 369. ἀγκίστροισιν: ἄγκιστρον - haak (2 x). 371. λίην τόσον: bij νήπιος. χαλίφρων: - zwak van geest (2 x). 372. μεθιεῖς: μεθίημι - nalatig zijn, de zaak op zijn beloop laten. 373. τέκμωρ: - teken, einde, doel; hier oplossing, uitweg. 374. μινύθει: μινύθω - verminderen, verzwakken; net als het Nederlands zowel tr. als intr. 377. μέλλω ἀλιτέσθαι: ik zal wel gezondigd hebben, vermoedelijk heb ik gezondigd.

3 8 0 4 0 4 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 1 8 380 385 390 395 400 ὅς τίς μ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου, νόστον θ, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα. ὣς ἐφάμην, ἡ δ αὐτίκ ἀμείβετο δῖα θεάων τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ ἀτρεκέως ἀγορεύσω. πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων ἅλιος νημερτής, ἀθάνατος, Πρωτεὺς Αἰγύπτιος, ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδε, Ποσειδάωνος ὑποδμώς τὸν δέ τ ἐμόν φασιν πατέρ ἔμμεναι ἠδὲ τεκέσθαι. τόν γ εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι, ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου νόστον θ, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα. καὶ δέ κέ τοι εἴπῃσι, διοτρεφές, αἴ κ ἐθέλῃσθα, ὅττι τοι ἐν μεγάροισι κακόν τ ἀγαθόν τε τέτυκται οἰχομένοιο σέθεν δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε. ὣς ἔφατ, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον αὐτὴ νῦν φράζευ σὺ λόχον θείοιο γέροντος, μή πώς με προϊδὼν ἠὲ προδαεὶς ἀλέηται ἀργαλέος γάρ τ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι. ὣς ἐφάμην, ἡ δ αὐτίκ ἀμείβετο δῖα θεάων [ τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.] ἦμος δ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ, τῆμος ἄρ ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς πνοιῇ ὕπο ζεφύροιο, μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς, ἐκ δ ἐλθὼν κοιμᾶται ὑπὸ σπέεσι γλαφυροῖσιν ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι, νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, 380. πεδάᾳ ἔδησε: betekenis nagenoeg gelijk, maar tempus niet. 381. νόστον: object van εἰπέ in 379. 384. πωλεῖταί: komt dikwijls. 388. λοχησάμενος λελαβέσθαι: vanuit een hinderlaag vangen ; λελαβέσθαι is de enige geredupliceerde aoristusvorm van λαμβάνω. 395. λόχον: hier de verblijfplaats. 396. ἀλέηται: ἀλέομαι - ontwijken, uit de weg gaan. 400. μέσον οὐρανὸν: het midden van de hemel. 402. μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς: schuil gaand in donkere branding ; φρίξ - ruigte, rimpeling. 404. νέποδες: - kinderen, neven (?). καλῆς ἁλοσύδνης: van de schone uit de zee gebo-

1 9 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 4 0 5 4 2 9 ἁθρόαι εὕδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι, 405 πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν. ἔνθα σ ἐγὼν ἀγαγοῦσα ἅμ ἠόϊ φαινομένηφιν εὐνάσω ἑξείης σὺ δ ἐῢ κρίνασθαι ἑταίρους τρεῖς, οἵ τοι παρὰ νηυσὶν ἐϋσσέλμοισιν ἄριστοι. πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος. 410 φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν αὐτὰρ ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται ἠδὲ ἴδηται, λέξεται ἐν μέσσῃσι, νομεὺς ὣς πώεσι μήλων. τὸν μὲν ἐπὴν δὴ πρῶτα κατευνηθέντα ἴδησθε, καὶ τότ ἔπειθ ὕμιν μελέτω κάρτος τε βίη τε, 415 αὖθι δ ἔχειν μεμαῶτα, καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι. πάντα δὲ γινόμενος πειρήσεται, ὅσσ ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίνονται καὶ ὕδωρ καὶ θεσπιδαὲς πῦρ ὑμεῖς δ ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε πιέζειν. ἀλλ ὅτε κεν δή σ αὐτὸς ἀνείρηται ἐπέεσσι, 420 τοῖος ἐών, οἷόν κε κατευνηθέντα ἴδηαι, καὶ τότε δὴ σχέσθαι τε βίης λῦσαί τε γέροντα, ἥρως, εἴρεσθαι δέ, θεῶν ὅς τίς σε χαλέπτει, νόστον θ, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα. ὣς εἰποῦσ ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα 425 αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας, ὅθ ἕστασαν ἐν ψαμάθοισιν, ἤϊα πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι. αὐτὰρ ἐπεί ῥ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, δόρπον θ ὁπλισάμεσθ ἐπί τ ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ, rene ; het epitheton wordt gebruikt bij Thetis en bij Amphitrite. 408. ἑξείης: naast elkaar, sc. met de robben en met de drie makkers die hij zelf mag kiezen. 410. ὀλοφώϊα: - bedrieglijke, listige streken (zou je niet verwachten van een γέρων ἅλιος νημερτής. 411. ἔπεισιν: loopt naar ze toe ; komt terug als ἐπῴχετο in vs. 451. 412. πεμπάσσεται: heeft geteld (met vijf vingers). 423. ἥρως: vocativus. χαλέπτει: in moeilijkheden brengt ; cf. χαλεπαίνω - boos zijn, te keer gaan. 427. ἤϊα: ging ik ; cf. ἤϊα proviand in vs. 363

4 3 0 4 5 6 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 0 430 435 440 445 450 455 δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης. ἦμος δ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, καὶ τότε δὴ παρὰ θῖνα θαλάσσης εὐρυπόροιο ἤϊα, πολλὰ θεοὺς γουνούμενος αὐτὰρ ἑταίρους τρεῖς ἄγον, οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ ἰθύν. Τόφρα δ ἄρ ἥ γ ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα κόλπον τέσσαρα φωκάων ἐκ πόντου δέρματ ἔνεικε πάντα δ ἔσαν νεόδαρτα δόλον δ ἐπεμήδετο πατρί. εὐνὰς δ ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ ἁλίῃσιν ἧστο μένουσ ἡμεῖς δὲ μάλα σχεδὸν ἤλθομεν αὐτῆς ἑξείης δ εὔνησε, βάλεν δ ἐπὶ δέρμα ἑκάστῳ. ἔνθα κεν αἰνότατος λόχος ἔπλετο τεῖρε γὰρ αἰνῶς φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή τίς γάρ κ εἰναλίῳ παρὰ κήτεϊ κοιμηθείη; ἀλλ αὐτὴ ἐσάωσε καὶ ἐφράσατο μέγ ὄνειαρ ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε φέρουσα ἡδὺ μάλα πνείουσαν, ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν. πᾶσαν δ ἠοίην μένομεν τετληότι θυμῷ φῶκαι δ ἐξ ἁλὸς ἦλθον ἀολλέες. αἱ μὲν ἔπειτα ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης ἔνδιος δ ὁ γέρων ἦλθ ἐξ ἁλός, εὗρε δὲ φώκας ζατρεφέας, πάσας δ ἄρ ἐπῴχετο, λέκτο δ ἀριθμόν. ἐν δ ἡμέας πρώτους λέγε κήτεσιν, οὐδέ τι θυμῷ ὠΐσθη δόλον εἶναι ἔπειτα δὲ λέκτο καὶ αὐτός. ἡμεῖς δὲ ἰάχοντες ἐπεσσύμεθ, ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν οὐδ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης, ἀλλ ἦ τοι πρώτιστα λέων γένετ ἠϋγένειος, 438. διαγλάψασ : διαγλάφω - uithollen. 440. δέρμα: sc. φωκάων. 450. ἔνδιος: in de middag (2 x). 451. λέκτο: telde ; van λέγω, waarbij aor. med. ἐλέγμην naast ἐλεξάμην; dezelfde aoristi bij λέχω, zie vs. 453. 452. κήτεσιν: τὸ κῆτος - holte, monster. 453. λέκτο: ging liggen nu aor. v. λέχω. 456. ἠϋγένειος: met flinke baard, alleen van leeuwen (4 x).

2 1 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 4 5 7 4 8 0 αὐτὰρ ἔπειτα δράκων καὶ πάρδαλις ἠδὲ μέγας σῦς [γίνετο δ ὑγρὸν ὕδωρ καὶ δένδρεον ὑψιπέτηλον.] ἡμεῖς δ ἀστεμφέως ἔχομεν τετληότι θυμῷ. ἀλλ ὅτε δή ῥ ἀνίαζ ὁ γέρων ὀλοφώϊα εἰδώς, 460 καὶ τότε δή μ ἐπέεσσιν ἀνειρόμενος προσέειπε τίς νύ τοι, Ἀτρέος υἱέ, θεῶν συμφράσσατο βουλάς, ὄφρα μ ἕλοις ἀέκοντα λοχησάμενος; τέο σε χρή; ὣς ἔφατ, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον οἶσθα, γέρον τί με ταῦτα παρατροπέων ἐρεείνεις; 465 ὡς δὴ δήθ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκομαι, οὐδέ τι τέκμωρ εὑρέμεναι δύναμαι, μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦτορ. ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν, ὅς τίς μ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου, νόστον θ, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα. 470 ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ αὐτίκ ἀμειβόμενος προσέειπεν ἀλλὰ μάλ ὤφελλες Διί τ ἄλλοισίν τε θεοῖσι ῥέξας ἱερὰ κάλ ἀναβαινέμεν, ὄφρα τάχιστα σὴν ἐς πατρίδ ἵκοιο πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον. οὐ γάρ τοι πρὶν μοῖρα φίλους τ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι 475 οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, πρίν γ ὅτ ἂν Αἰγύπτοιο, διιπετέος ποταμοῖο, αὖτις ὕδωρ ἔλθῃς ῥέξῃς θ ἱερὰς ἑκατόμβας ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι καὶ τότε τοι δώσουσιν ὁδὸν θεοί, ἣν σὺ μενοινᾷς. 480 457. πάρδαλις: - panter (in de Od. alleen hier). 459. ἀστεμφέως: adv. bij ἀστεμφής - onwrikbaar (3 x). τετληότι θυμῷ: standvastig, geduldig ; het verbum τλῆναι dulden, doorstaan heeft alleen enkele aoristus- en perfectumvormen. 460. ὅτε δή ῥ ἀνίαζ : toen hij er genoeg van kreeg, hierbij ὀλοφώϊα εἰδώς. ἀνίαζ : ἀνιάζω - tr. ergeren, intr. zich ergeren. 463. λοχησάμενος: vanuit een hinderlaag ; λοχάω / λοχάομαι - in een hinderlaag gaan liggen. 465. παρατροπέων: met een afleidingsmanoeuvre. 467. μινύθει: zie vs. 374. 473. ἀναβαινέμεν: scheep gaan ; elders ook aan land gaan. 477. διιπετέος: διιπετής door regen gevoed.

4 8 1 5 0 6 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 2 485 490 495 500 505 ὣς ἔφατ, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, οὕνεκά μ αὖτις ἄνωγεν ἐπ ἠεροειδέα πόντον Αἴγυπτόνδ ἰέναι, δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε. ἀλλὰ καὶ ὧς μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπον ταῦτα μὲν οὕτω δὴ τελέω, γέρον, ὡς σὺ κελεύεις. ἀλλ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, ἢ πάντες σὺν νηυσὶν ἀπήμονες ἦλθον Ἀχαιοί, οὓς Νέστωρ καὶ ἐγὼ λίπομεν Τροίηθεν ἰόντες, ἦέ τις ὤλετ ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ἧς ἐπὶ νηὸς ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσεν. ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ αὐτίκ ἀμειβόμενος προσέειπεν Ἀτρεΐδη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τί σε χρὴ ἴδμεναι, οὐδὲ δαῆναι ἐμὸν νόον οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπεί κ ἐῢ πάντα πύθηαι. πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο ἀρχοὶ δ αὖ δύο μοῦνοι Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων ἐν νόστῳ ἀπόλοντο μάχῃ δέ τε καὶ σὺ παρῆσθα. εἷς δ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ. Αἴας μὲν μετὰ νηυσὶ δάμη δολιχηρέτμοισι Γυρῇσίν μιν πρῶτα Ποσειδάων ἐπέλασσε πέτρῃσιν μεγάλῃσι καὶ ἐξεσάωσε θαλάσσης καί νύ κεν ἔκφυγε κῆρα, καὶ ἐχθόμενός περ Ἀθήνῃ, εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε καὶ μέγ ἀάσθη φῆ ῥ ἀέκητι θεῶν φυγέειν μέγα λαῖτμα θαλάσσης. τοῦ δὲ Ποσειδάων μεγάλ ἔκλυεν αὐδήσαντος αὐτίκ ἔπειτα τρίαιναν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν 489. ἀδευκέϊ: ἀδευκής - niets ontziend, medogenloos. 490. ἐπεὶ: nadat, dat hier in concessieve richting gaat. τολύπευσεν: τολυπεύω - doorstaan. 495. δάμεν: aor. pass. 3de pers. plur. v. δάμνήμι. 496. ἀρχοὶ δ αὖ δύο μοῦνοι: de kleine Aiax en Agamemnon. 497. μάχῃ δέ τε καὶ σὺ παρῆσθα: m.a.w. daarover hoef ik jou niets te vertellen. 503. ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε: wat hij zei staat in het volgende vers.

2 3 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 5 0 7 5 3 1 ἤλασε Γυραίην πέτρην, ἀπὸ δ ἔσχισεν αὐτήν καὶ τὸ μὲν αὐτόθι μεῖνε, τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ, τῷ ῥ Αἴας τὸ πρῶτον ἐφεζόμενος μέγ ἀάσθη τὸν δ ἐφόρει κατὰ πόντον ἀπείρονα κυμαίνοντα. 510 [ὣς ὁ μὲν ἔνθ ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ.] σὸς δέ που ἔκφυγε κῆρας ἀδελφεὸς ἠδ ὑπάλυξεν ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι σάωσε δὲ πότνια Ἥρη. ἀλλ ὅτε δὴ τάχ ἔμελλε Μαλειάων ὄρος αἰπὺ ἵξεσθαι, τότε δή μιν ἀναρπάξασα θύελλα 515 πόντον ἐπ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα, ἀγροῦ ἐπ ἐσχατιήν, ὅθι δώματα ναῖε Θυέστης τὸ πρίν, ἀτὰρ τότ ἔναιε Θυεστιάδης Αἴγισθος. ἀλλ ὅτε δὴ καὶ κεῖθεν ἐφαίνετο νόστος ἀπήμων, ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, καὶ οἴκαδ ἵκοντο, 520 ἦ τοι ὁ μὲν χαίρων ἐπεβήσετο πατρίδος αἴης, καὶ κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα πολλὰ δ ἀπ αὐτοῦ δάκρυα θερμὰ χέοντ, ἐπεὶ ἀσπασίως ἴδε γαῖαν. τὸν δ ἄρ ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε σκοπός, ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος δολόμητις ἄγων, ὑπὸ δ ἔσχετο μισθὸν 525 χρυσοῦ δοιὰ τάλαντα φύλασσε δ ὅ γ εἰς ἐνιαυτόν, μή ἑ λάθοι παριών, μνήσαιτο δὲ θούριδος ἀλκῆς. βῆ δ ἴμεν ἀγγελέων πρὸς δώματα ποιμένι λαῶν. αὐτίκα δ Αἴγισθος δολίην ἐφράσσατο τέχνην κρινάμενος κατὰ δῆμον ἐείκοσι φῶτας ἀρίστους 530 εἷσε λόχον, ἑτέρωθι δ ἀνώγει δαῖτα πένεσθαι 508. τρύφος: τὸ τρύφος - brokstuk. 510. κατὰ πόντον: some distance seems to be implied, zegt West niet zonder understatement. 515. ἵξεσθαι: = ἵκεσθαι. 522. κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα: sicut papa J.P. II. 523. ἀσπασίως: tot zijn vreugde. 524. καθεῖσεν: causatieve aoristus bij καθίζω - gaan zitten. 525. ὑπὸ δ ἔσχετο: beloofde. 526. εἰς ἐνιαυτόν: een heel jaar lang ; dat was genoeg, want dat de val van Troje in het tiende jaar zou zijn stond vast en was bekend. 527. λάθοι παριών μνήσαιτο: ook van μνήσαιτο is Agamemnon subject. 531. εἷσε: zie aant. vs. 524.

5 3 2 5 5 6 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 4 535 540 545 550 555 αὐτὰρ ὁ βῆ καλέων Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν, ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν, ἀεικέα μερμηρίζων. τὸν δ οὐκ εἰδότ ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνε δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ. οὐδέ τις Ἀτρεΐδεω ἑτάρων λίπεθ, οἵ οἱ ἕποντο, οὐδέ τις Αἰγίσθου, ἀλλ ἔκταθεν ἐν μεγάροισιν. ὣς ἔφατ, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, κλαῖον δ ἐν ψαμάθοισι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ ἤθελ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο. αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τε κορέσθην, δὴ τότε με προσέειπε γέρων ἅλιος νημερτής μηκέτι, Ἀτρέος υἱέ, πολὺν χρόνον ἀσκελὲς οὕτω κλαῖ, ἐπεὶ οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν ἀλλὰ τάχιστα πείρα, ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι. ἢ γάρ μιν ζωόν γε κιχήσεαι, ἤ κεν Ὀρέστης κτεῖνεν ὑποφθάμενος σὺ δέ κεν τάφου ἀντιβολήσαις. ὣς ἔφατ, αὐτὰρ ἐμοὶ κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ αὖτις ἐνὶ στήθεσσι καὶ ἀχνυμένῳ περ ἰάνθη, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων τούτους μὲν δὴ οἶδα σὺ δὲ τρίτον ἄνδρ ὀνόμαζε, ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ [ἠὲ θανών ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι. ] ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ αὐτίκ ἀμειβόμενος προσέειπεν υἱὸς Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκία ναίων τὸν δ ἴδον ἐν νήσῳ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντα, 535. δειπνίσσας: δειπνίζω - een maaltijd geven, onthalen (2 x); δειπνέω - een maaltijd gebruiken. κατέκτανε: gnomische aoristus. 537. ἔκταθεν: cf. δάμεν in vs 495. 541. κλαίων τε κυλινδόμενός: dat bij het tonen van emotie enige terughoudendheid past, was niet de norm. 543. ἀσκελὲς: onbedaarlijk ; de α is geen α-privans. 544. ἄνυσίν: voltooiing, resultaat (2 x). δήομεν: δήω - vinden, praes. met fut.-betekenis. 546. μιν ζωόν: sc. Aegisthus. 547. σὺ δέ κεν τάφου ἀντιβολήσαις: ironisch. 549. ἰάνθη: ἰαίνω - verkwikken. 556. θαλερὸν: eig. bloeiend, hier overvloedig o.i.d.

2 5 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 5 5 7 5 8 2 νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ ἴσχει ὁ δ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι, οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ εὐρέα νῶτα θαλάσσης. 560 σοὶ δ οὐ θέσφατόν ἐστι, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε, Ἄργει ἐν ἱπποβότῳ θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν, ἀλλά σ ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ πείρατα γαίης ἀθάνατοι πέμψουσιν, ὅθι ξανθὸς Ῥαδάμανθυς, τῇ περ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν 565 οὐ νιφετός, οὔτ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ ὄμβρος, ἀλλ αἰεὶ ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους, οὕνεκ ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι. ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα, 570 αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἅμ ἀντιθέοισ ἑτάροισιν ἤϊα, πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι. αὐτὰρ ἐπεί ῥ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν, δόρπον θ ὁπλισάμεσθ ἐπί τ ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ, δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης. 575 ἦμος δ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, νῆας μὲν πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν, ἐν δ ἱστοὺς τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηυσὶν ἐΐσῃς ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῖσι καθῖζον, ἑξῆς δ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς. 580 ἂψ δ εἰς Αἰγύπτοιο, διιπετέος ποταμοῖο, στῆσα νέας καὶ ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας. 561. σοὶ δ οὐ θέσφατόν ἐστι: met deze woorden is Proteus al weer van het onderwerp Odysseus afgestapt 567. ἀήτας: ἀήτη - wind, windvlaag. 568. ἀναψύχειν: inf. finalis. 569. σφιν: wat hun (sc. de goden) betreft. 572. πόρφυρε: deinde, was onrustig. 578. ἱστοὺς: masten, in elk schip één. νηυσὶν ἐΐσῃς: symmetrisch gebouwde schepen. 581. διιπετέος: zie vs. 477.

5 8 3 6 0 5 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 6 585 590 595 600 605 αὐτὰρ ἐπεὶ κατέπαυσα θεῶν χόλον αἰὲν ἐόντων, χεῦ Ἀγαμέμνονι τύμβον, ἵν ἄσβεστον κλέος εἴη. ταῦτα τελευτήσας νεόμην, ἔδοσαν δέ μοι οὖρον ἀθάνατοι, τοί μ ὦκα φίλην ἐς πατρίδ ἔπεμψαν. Ἀλλ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν, ὄφρα κεν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται καὶ τότε σ εὖ πέμψω, δώσω δέ τοι ἀγλαὰ δῶρα, τρεῖς ἵππους καὶ δίφρον ἐΰξοον αὐτὰρ ἔπειτα δώσω καλὸν ἄλεισον, ἵνα σπένδῃσθα θεοῖσιν ἀθανάτοισ ἐμέθεν μεμνημένος ἤματα πάντα.» Τὸν δ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα «Ἀτρεΐδη, μὴ δή με πολὺν χρόνον ἐνθάδ ἔρυκε. καὶ γάρ κ εἰς ἐνιαυτὸν ἐγὼ παρὰ σοί γ ἀνεχοίμην ἥμενος, οὐδέ κέ μ οἴκου ἕλοι πόθος οὐδὲ τοκήων αἰνῶς γὰρ μύθοισιν ἔπεσσί τε σοῖσιν ἀκούων τέρπομαι ἀλλ ἤδη μοι ἀνιάζουσιν ἑταῖροι ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ σὺ δέ με χρόνον ἐνθάδ ἐρύκεις. δῶρον δ, ὅττι κέ μοι δώῃς, κειμήλιον ἔστω ἵππους δ εἰς Ἰθάκην οὐκ ἄξομαι, ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ ἐνθάδε λείψω ἄγαλμα σὺ γὰρ πεδίοιο ἀνάσσεις εὐρέος, ᾧ ἔνι μὲν λωτὸς πολύς, ἐν δὲ κύπειρον πυροί τε ζειαί τε ἰδ εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν. ἐν δ Ἰθάκῃ οὔτ ἂρ δρόμοι εὐρέες οὔτε τι λειμών 587. ἀλλ ἄγε νῦν: Menelaus heeft zijn nostos verteld en went zich weer tot zijn gast Telemachus. 592. μεμνημένος ἤματα πάντα: hiermee eindigt Menelaus zijn relaas. Hij is vanaf vs. 333, 259 verzen lang alleen aan het woord geweest, dat is, afgezien van het verhaal van Odysseus aan de Phaeaken, waarop Menelaus verhaal praeludieert, de langste monoloog in de Odyssee. 600. κειμήλιον: kleinood, kostbaar voorwerp. 603. κύπειρον: - cypergras (2 x). 604. πυροί τε ζειαί τε: tarwe en spelt εὐρυφυὲς: met breed uitstaande aren. κρῖ λευκόν: witte gerst, altijd in deze combi.

2 7 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 6 0 6 6 3 0 αἰγίβοτος, καὶ μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο. οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ εὐλείμων, αἵ θ ἁλὶ κεκλίαται Ἰθάκη δέ τε καὶ περὶ πασέων.» Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος, χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ ἔφατ ἔκ τ ὀνόμαζεν 610 «Αἵματός εἰς ἀγαθοῖο, φίλον τέκος, οἷ ἀγορεύεις τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω δύναμαι γάρ. δώρων δ, ὅσσ ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται, δώσω, ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστι. δώσω τοι κρητῆρα τετυγμένον ἀργύρεος δὲ 615 ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ἔργον δ Ἡφαίστοιο πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως, Σιδονίων βασιλεύς, ὅθ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε κεῖσέ με νοστήσαντα τεῒν δ ἐθέλω τόδ ὀπάσσαι.» Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, 620 δαιτυμόνες δ ἐς δώματ ἴσαν θείου βασιλῆος. οἱ δ ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ εὐήνορα οἶνον σῖτον δέ σφ ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι ἔπεμπον. Ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο, μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο 625 δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες, ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος, ὕβριν ἔχοντες. Ἀντίνοος δὲ καθῆστο καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής, ἀρχοὶ μνηστήρων, ἀρετῇ δ ἔσαν ἔξοχ ἄριστοι. τοῖς δ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἐγγύθεν ἐλθὼν 630 606. ἐπήρατος ἱπποβότοιο: lieflijker dan land dat geschikt is voor paarden. 610. κατέρεξεν: καταῤῥεζω - strelen. 612. ταῦτα μεταστήσω: ik zal dat verwisselen, ik zal je iets anders ervoor in de plaats geven. 616. χρυσῷ δ ἐπὶ χείλεα κεκράανται: de randen zijn afgewerkt met goud. 617. πόρεν: hij gaf ; verbum defectivum. 621. δαιτυμόνες: - disgenoten, gasten. 623. καλλικρήδεμνοι: - met mooie hoofddoeken. 625. μνηστῆρες δὲ πάροιθεν: ineens zijn we weer terug op Ithaka. 626. αἰγανέῃσιν ἱέντες: met jachtsprieten werpend.

6 3 1 6 5 0 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 2 8 635 640 645 650 Ἀντίνοον μύθοισιν ἀνειρόμενος προσέειπεν «Ἀντίνο, ἤ ῥά τι ἴδμεν ἐνὶ φρεσὶν ἦε καὶ οὐκί, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος; νῆά μοι οἴχετ ἄγων ἐμὲ δὲ χρεὼ γίνεται αὐτῆς Ἤλιδ ἐς εὐρύχορον διαβήμεναι, ἔνθα μοι ἵπποι δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ ἡμίονοι ταλαεργοὶ ἀδμῆτες τῶν κέν τιν ἐλασσάμενος δαμασαίμην.» Ὣς ἔφαθ, οἱ δ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον οὐ γὰρ ἔφαντο ἐς Πύλον οἴχεσθαι Νηλήϊον, ἀλλά που αὐτοῦ ἀγρῶν ἢ μήλοισι παρέμμεναι ἠὲ συβώτῃ. Τὸν δ αὖτ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός «Νημερτές μοι ἔνισπε πότ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ κοῦροι ἕποντ ; Ἰθάκης ἐξαίρετοι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ θῆτές τε δμῶές τε; δύναιτό κε καὶ τὸ τελέσσαι. καί μοι τοῦτ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ ἐῢ εἰδῶ, ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν, ἦε ἑκών οἱ δῶκας, ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ.» Τὸν δ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα «Αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα τί κεν ῥέξειε καὶ ἄλλος, ὁππότ ἀνὴρ τοιοῦτος, ἔχων μελεδήματα θυμῷ, 634. ἐμὲ δὲ χρεὼ γίνεται αὐτῆς: Noemon had zijn schip aan Telemachus ter beschikking gesteld, maar was zelf niet meegegaan. 635. εὐρύχορον: met ruime dansplaatsen pleegt men te vertalen, maar misschien met ruime steden. 636. ὑπὸ: de muilezels drinken nog melk bij de merries; ze zijn verwekt door ezels. ταλαεργοὶ: ταλαεργός - bestand tegen arbeid. 637. ἀδμῆτες: ἀδμής - ongetemd; = ἄδμητος. ἐλασσάμενος δαμασαίμην: zou ik graag weg willen drijven en temmen. 639. οἴχεσθαι: het subject Telemachus wordt niet genoemd. Νηλήϊον: Pylus is de stad van Neleus, de vader van Nestor. που αὐτοῦ ἀγρῶν: ergens, ginds, op het land. 646. ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα: de syntaxis is obscure, zegt Stanford, maar zijn opmerking dat AHC ἀέκοντος opvat als a kind of genitive absolute is niet juist. AHC spreekt van een ablativischer Genetiv onder verwijzing naar A 430. Od. δ 646 kan niet zonder kennis van dat Iliasvers gedicht zijn. 650. μελεδήματα: - zorgen.

2 9 Ο ΔΥ Σ Σ Ε Ι Α Σ Δ 6 5 1 6 6 4 αἰτίζῃ; χαλεπόν κεν ἀνήνασθαι δόσιν εἴη. κοῦροι δ, οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ ἡμέας, οἵ οἱ ἕποντ ἐν δ ἀρχὸν ἐγὼ βαίνοντ ἐνόησα Μέντορα ἠὲ θεόν, τῷ δ αὐτῷ πάντα ἐῴκει. ἀλλὰ τὸ θαυμάζω ἴδον ἐνθάδε Μέντορα δῖον 655 χθιζὸν ὑπηοῖον. τότε δ ἔμβη νηῒ Πύλονδε.» Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς δώματα πατρός, τοῖσιν δ ἀμφοτέροισιν ἀγάσσατο θυμὸς ἀγήνωρ. μνηστῆρας δ ἄμυδις κάθισαν καὶ παῦσαν ἀέθλων. τοῖσιν δ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός, 660 ἀχνύμενος μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντ, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην «Ὢ πόποι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως ἐτελέσθη Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι. 659 μνηστῆρας edd. : μνηστῆρες codd. 652. ἀριστεύουσι μεθ ἡμέας: μετά betekent hier vrijwel zeker niet onder (doorgaans met dativus), maar na ; de vrijers vinden zichzelf het puikje van de zalm. 653. οἳ οἵ οἱ: οἳ is pron. relat., οἵ is pron. demonstr. οἱ is pron. pers. 653. ἐν βαίνοντ : tmesis; cf. vs. 656. 654. ἠὲ θεόν: dit onthutsende feit wordt geheel terloops medegedeeld en door niemand serieus genomen, ook niet door degene die het zegt. De fatale afloop wordt door de vrijers zelf aangeduid terwijl ze er tegelijk volkomen blind voor blijven. Tragische ironie is een van de sterke punten van de Odyssee. τῷ δ αὐτῷ: op hem zelf, op niemand anders dan hem ; de man die als ἀρχός ( bevelhebber, kapitein ) aan boord ging leek sprekend. Op Mentor of op een god? πάντα: in alles, in alle opzichten ; acc. adverbialis of respectus. 656. ὑπηοῖον: vroeg in de morgen. 658. τοῖσιν δ ἀμφοτέροισιν: Antinous en Eurymachus. ἀγάσσατο: ontstak in woede, v. ἄγαμαι - erg vinden, erg goed of erg fout. 659. ἄμυδις: - tezamen, bijeen. κάθισαν παῦσαν: hysteronproteron. 661. φρένες: traditioneel opgevat als middenrif, maar longen is wrsch. een juistere weergave. In hoeverre hier een fysiologisch of een psychologisch beeld wordt gebruikt is onzeker. ἀμφιμέλαιναι: aan weerskanten donker ; proleptisch. 663. ἐτελέσθη Τηλεμάχῳ: in π 346-7 τετέλεσται Τηλεμάχῳ; bij een perf. pass. is een dat. auct. normaal, bij andere tijden een stuk minder.

6 6 5 6 8 5 Ο Μ Η Ρ Ο Υ 3 0 665 670 675 680 685 εἰ τοσσῶνδ ἀέκητι νέος πάϊς οἴχεται αὔτως, νῆα ἐρυσσάμενος κρίνας τ ἀνὰ δῆμον ἀρίστους, ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι ἀλλά οἱ αὐτῷ Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι. ἀλλ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ ἑταίρους, ὄφρα μιν αὖτις ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης, ὡς ἂν ἐπισμυγερῶς ναυτίλεται εἵνεκα πατρός.» Ὣς ἔφαθ, οἱ δ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ ἐκέλευον αὐτίκ ἔπειτ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος. Οὐδ ἄρα Πηνελόπεια πολὺν χρόνον ἦεν ἄπυστος μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον. κῆρυξ γάρ οἱ ἔειπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλὰς αὐλῆς ἐκτὸς ἐών οἱ δ ἔνδοθι μῆτιν ὕφαινον. βῆ δ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα Πηνελοπείῃ τὸν δὲ κατ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια «Κῆρυξ, τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες ἀγαυοί; ἦ εἰπέμεναι δμῳῇσιν Ὀδυσσῆος θείοιο ἔργων παύσασθαι, σφίσι δ αὐτοῖς δαῖτα πένεσθαι; μὴ μνηστεύσαντες μηδ ἄλλοθ ὁμιλήσαντες ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν 667. καὶ προτέρω: ook verder, voortaan. 671. πορθμῷ: πορθμός - zeeëngte (2 x). παιπαλοέσσης: παιπαλόεις - ruw, rotsachtig. 672. ἐπισμυγερῶς: - jammerlijk, ellendig (2 x). 674. δόμον εἰς: d.w.z. naar binnen; ze waren al bij het huis. 676. βυσσοδόμευον: in stilte beramen. 680. κατ οὐδοῦ: elders meestal ὑπὲρ οὐδόν; ὁ οὐδός - drempel; niet te verwarren met τὸ οὖδας - vloer, bodem. 683. ἔργων παύσασθαι: behalve een paleis was het huis van Odysseus ook de werkplaats van een kleine gemeenschap die geheel in de eigen behoeften voorzag: kleding, voeding (brood, vlees, kaas, olie). Niets hoefde men elders te kopen, muntgeld bestond niet eens. 684. μὴ μνηστεύσαντες: zonder ooit nog te vrijen. ἄλλοτε hoort bij beide participia en is altijd temporeel een andere keer ; strict genomen kan ἄλλοθ ook staan voor ἄλλοθι. μηδ ἄλλοθ ὁμιλήσαντες: en zonder hier ooit nog te verkeren.