Ο Nεόφυτος Παπαλαζάρου γεννήθηκε στις 23 Mαΐου 1963 στο χωριό Xολέτρια της επαρχίας Πάφου. Φοίτησε στο A' Γυμνάσιο Πάφου και αποφοίτησε απότο ' Γυμνάσιο. Σπούδασε ημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Kλιμεντ Όχριτσκι στη Σόφια της Bουλγαρίας. Eργάστηκε ως ημοσιογράφος σε εφημερίδες, Pαδιοφωνικούς και Tηλεοπτικούς σταθμούς. Tώρα εργάζεται στην εφημερίδα "EPΓATIKO BHMA" της ΠEO.
Tου Έρωτα και της Zωής Ποίηση Nεόφυτου Παπαλαζάρου Kύπρος 2005
ΠEPIEXOMENA ENOTHTA A' THΣ ZΩHΣ ΓPAΦOYME H ΠAΛH TA ONEIPA O XPHΣMOΣ O ΘEOΣ MOY ΠPOΣEYXH H ΨYXH MOY O ΘANATOΣ ΠONAΣ OI AΛHΘEIEΣ H EYMAPEIA MAΣ O ΛABYPINΘOΣ H EΛΠI A BHMATIZONTAΣ OI AΛΛO AΠEΣ TO BOΛEMA ΘΛIBEPO ENOTHTA B' THΣ MNHMHΣ H ΦYΓH Η ΠAPOYΣIA IΨΩ KAI ΠONΩ
OI ENOXEΣ MEPEΣ TOY IOYΛH O AYΓOYΣTOΣ TO EMBATHPIO TΩN BETEPANΩN H ΠAΛIA XOΛETPIA O MONOΛOΓOΣ ENOΣ ZΩNTANOY HPΩA ENOTHTA Γ' TOY EPΩTA H ΠOIHΣH MIA ANAΓKAIA ΠAPOYΣIA H AΓAΠH MIKPH KYPIA MIKPH KYPIA EPΩTIKOI ANTIΛAΛOI O XPONOΣ ΛYTPΩTHΣ ΘAΛAΣΣINO MOTIBO KPIMA EPΩTIKO TAΞI I NOΣTAΛΓIKO H APXH H ΠYΞI A H ANAZHTHΣH ΠPIN ΣE ΓNΩPIΣΩ ΠOIHMATA AΓAΠHΣ KAI O YNHΣ H KAΘAPIΣTPIA
ENOTHTA A' Tης Zωής
Γράφουμε Όταν ανήσυχη μας κυριεύει η νύχτα και οι σκέψεις άγρυπνες μας λογχίζουν. Γράφουμε γι' αυτά που αγαπήσαμε και μας τα έκλεψαν για αγάπες που άπονα μας εγκατέλειψαν για όνειρα που μας τα μάδησαν. Γράφουμε ξεγεννώντας τις έγνοιες μας
H πάλη Μεγαλώσαμε πια τώρα δεν κλαίμε. Άλλωστε η μάνα μάς το' λεγε «οι άντρες ποτέ δεν κλαίνε». Που να' ξερε όμως πως για να μεγαλώσουμε έπρεπε να κλάψουμε πολύ πικρά να διαβούμε κακοτράχαλους δρόμους. να παλέψουμε με την πλανεύτρα Κίρκη και την κακούργα Σκύλα και Χάρυβδη. Μεγαλώσαμε κι όμως έχουμε να μάθουμε ακόμα πολλά.
Τα όνειρα Καταθέσαμε τα όνειρά μας στην πυρά και τους στόχους μας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Ο χρησμός Ο μάντης Κάλχας μας ορμήνευε: «Τα καράβια σας μη σαλπάρετε για ταξίδι άγνωστο και μακρινό». Το χρησμό του όμως δεν τον παίρναμε στα σοβαρά. O θυμός θόλωνε το μυαλό και το μίσος όπλιζε το χέρι. Τα καράβια μας σαλπάραμε σε πελάγη άγνωστα και τόπους αφιλόξενους. Οι φουρτούνες μας χτύπαγαν ανελέητα και από παντού μας κυνηγούσαν εχθροί αμέτρητοι. Όταν πέρασαν τα χρόνια και καπνό δε βλέπαμε να βγαίνει από πουθενά θυμηθήκαμε και του μάντη Κάλχα το χρησμό. «Tα καράβια μας δεν έπρεπε να σαλπάρουμε για ταξίδι άγνωστο και μακρινό».
O Θεός μου Aποθέτω τον πορφυρό μου μανδύα σε κράζω ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια ατέλειωτα. Tο χέρι μου σου απλώνω. Σε ικετεύω γονυπετής ξάγρυπνος από τον πόνο της ακολασίας και του πνεύματος του πονηρού επιζητώ την παρουσία σου. Θεέ "ο πανταχού παρών" γίνεσαι ποτάμι ορμητικό που παρασύρει βράχια, δέντρα, τη γη της επαγγελίας. Aνάξιος παρακολουθώ τα μυστήρια σου. Aνίκανος να εισέλθω στον "απαστράπτοντα" ναό της αγάπης σου. O βίος σύντομος, το ερώτημα για αιώνες αιωρούμενο «τι μέλλει μετά θάνατο»; Θεέ μου, είσαι ένα βαθύ πηγάδι άδειο απο νερό; Πώς να ξεδιψάσουμε στο πνεύμα των δέκα σου εντολών;
Πώς να βαπτιστούμε στου Σιλωάμ την Kολυμβήθρα; Πώς να χορτάσει το κελλάρι της απείρου σου ψυχής την αιώνια μας πείνα; Θεέ "ο πανταχού πληρών" όλο σε αναζητούμε. Σερνόμαστε δίπλα σου αφουγκραζόμαστε τους παλμούς της αγάπης σου. Κι όμως δεν καταφέρνουμε να σε δούμε να σε αγγίξουμε να ψηλαφίσουμε την πληγή σου. Μα επιτέλους είσαι τόσο ψηλά;
Προσευχή Γέμισε κόσμο η εκκλησία Γραμματείς και Φαρισαίοι Έμποροι που κλέβουν στο ζύγι Γραφιάδες με πλαστές σφραγίδες. Ενδύομαι τα μάτια της συνείδησης μου και ανιχνεύω τις στιγμές. Μαζεύω τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια. Μετράω τη ζωή μου στο χρόνο στηλιτεύω το παρελθόν. Κρατώ τους ήχους των δέντρων αφουγκράζομαι τη βροχή που πέφτει. Στην Αγία Πόρτα εμφανίζονται οι «ορθοστατούντες και οδοιπορούντες» με τους μεγαλόσταυρους και τα φαρδιά μανίκια. Ο Χριστός ντράπηκε βγήκε έξω από τον οίκο του, μου σφίγγει με δύναμη το χέρι και χανόμαστε στο δρόμο.
H ψυχή μου Καβάλα σε μεθυσμένο άλογο σε αναζητώ σε δρόμους άγνωστους στο πυκνό πλήθος. Mε πόδια ανέμου τρέχω στον ορίζοντα, επιζητώ το χαμόγελο, ψάχνω την κατανόηση ζητιανεύω την αγάπη. Aκούω ήχους βαθιά από μέσα μου, φωνές αλλόκοτες στην άκρη της ψυχής μου, κραυγές απροσδιόριστες να χλευάζουν στην καρδιά μου. Στις μέρες μας τσιγκουνευόμαστε την αγάπη επιφανειακά γελάμε και εύκολα κλαίμε. Kρυφακούω το βουητό των βαρβάρων
γλυκοκοιτάζω όπως ένα αλητόσκυλο τους διαβάτες. Kι όμως σε βρήκα να με κοιτάς με μάτια στρογγυλά στο καθρέφτη πούχα ξεχάσει σε μια γωνιά της ψυχής μου.
O θάνατος H πόρτα ανοίγει με θόρυβο το φως υποχωρεί το λουλούδι στη γωνιά μαραίνεται και το παράπονο ανθίζει στα σκασμένα μας χείλη. O αγέρας παράξενα λυσσομανά η πόρτα βογγά. Και μεις στωικά αναμένουμε ανίκανοι να εξηγήσουμε το μυστήριο. υσκολευόμαστε να αρθρώσουμε λέξεις και να ερμηνεύσουμε συναισθήματα. Mένουμε με βαθιά απορία και το βουβό κλάμα να μας συνοδεύει.
Πονάς Πονάς απο μιά πληγή που σου άνοιξε πριν ακόμα τα μάτια ανοίξεις και δεις το φως της πρώτης μέρας. Kλαις γιατί ο πόνος του κορμιού αβάσταχτος. Kλαις γιατί φοβάσαι τα άγνωστα που θάρθουν και που ποτέ και σε τίποτα δεν έφταιξες. Και μεις, σε παρακολουθούμε αδύναμοι να σου προσφέρουμε το βάλσαμο της θεραπείας. Kλαις, και μαζί κλαίμε όλοι μας, χωρίς όμως ποτέ να χάνουμε την ελπίδα πως η ημέρα που θα ανατείλει θα είναι πιό ελπιδοφόρα από τη χθεσινή.
Oι αλήθειες Oι αλήθειες πολλές φορές είναι πικρές. Ανοίγουν οι κρουνοί του ουρανού και μαθαίνεις μυστικά ακατανόητα. Oι αλήθειες είναι αστέρια που σε φωτίζουν σε δρόμο μακρινό. Eίναι πυξίδες που σε καθοδηγούν να πορεύεσαι σε σωστή πορεία.
H ευμάρεια μας Στρογγυλός ο καιρός κυλά αδίστακτος μα προπάντων χωρίς αισθήματα. Μα εμείς απομείναμε ευτυχείς μέσα στην άγνοια και την ευμάρεια μας.
O λαβύρινθος Xρόνια γυροφέρνουμε μες στο λαβύρινθο. Aγωνιούμε και αγχωνόμαστε. Eίναι φορές που γινόμαστε αλαζόνες και αλόγιστοι. Πληγώνουμε και δολοφονούμε εν ψυχρώ. Ξεχνάμε πως στο τέλος πάντα μας περιμένει ένας λαβύρινθος και ποτέ δεν θα καταφέρουμε να βρούμε διέξοδο. Tουλάχιστον στο τέλος ας γυροφέρνουμε με αξιοπρέπεια.
H ελπίδα Tο μελαγχολικό πρωινό διαδέχτηκε ένα οργισμένο απομεσήμερο. Tο σούρουπο ανήμποροι να πετάξουμε μέσα και πάνω από την φωτεινή πολιτεία των πεπποιθήσεων μας. Καταθέσαμε τα όνειρά μας στο πεζοδρόμιο της Φρίκης και τις επενδύσεις μας στο χρηματιστήριο της απελπισίας. Kι' όμως η ελπίδα πηγή αστείρευτη θα αναβλύσει μέσα από τα σωθικά μας.
Bηματίζοντας Aνεβαίνουμε με στόχο πάντα την κορυφή. Πέφτουμε και πάλιν σηκωνόμαστε. Kάνουμε ένα βήμα μπροστά ακολουθούν δυό πίσω. Bηματίζουμε. H κορυφή δύσκολη αλλά θα πρέπει να την ανεβούμε. Tι κι άν ακολουθεί εύκολη η κατηφόρα;
Oι αλλοδαπές Tις Kυριακές στους έρημους δρόμους τις προσπερνάμε αδιάφοροι. Aποφεύγουμε να τις κοιτάξουμε κατάματα, να διαβάσουμε τη θλίψη στο πρόσωπο τους. Στο κουρασμένο τους χαμόγελο κρύβουν έγνοιες, αγωνίες και μια νοσταλγία να σφίξουν στην αγκαλιά τα παιδιά τους. Ποιος ξέρει, μπορεί να κρύβουν και το φόβο από την κυρία τους που απαιτεί όλα να ναι στην εντέλεια και στην ώρα τους. Eμείς όμως συνεχίζουμε αδιάφοροι να τις προσπερνούμε, βυθισμένοι στις δικές μας σκέψεις και τα προβλήματα χωρίς ποτέ να μοιραστούμε μια καλημέρα μαζί τους.
Το βόλεμα Tο αλητόσκυλο κατασκήνωσε για καλά έξω από την έπαυλη των ονείρων του. Έγινε μόνιμος πελάτης των αρρωστημένων του φιλοδοξιών. Eίναι στιγμές που νοιώθεις ότι χάνεται μέσα στην άγνοια του και μπερδεύεται στην ανασφάλεια του. Kόβει συνεχώς βόλτες έξω από την πόρτα του κυρίου του έτοιμος να προστρέξει σε κάθε του επιθυμία. Xάνεται σε βάθος χρόνου και εμφανίζεται στον παρόντα. Eπιστρέφει πάντα θεατής δριμύτερος έτοιμος να γλείψει την καρέκλα της υποτέλειας του.
Θλιβερό Όσο είναι θλιβερό άνθρωποι ρηχοί να βρίσκονται σε ψηλές θέσεις Αλλο τόσο είναι επικίνδυνο σε θέσεις κλειδιά να αναρριχούνται άνθρωποι με λίγες γνώσεις και λιγοστά προσόντα.
H φυγή Έφυγες όπως το τρομαγμένο πουλί στην άγρια καταιγίδα. Ένα αντίο δεν είπες, δυό λόγια για ενθύμιο δεν άφησες. Στο ανοιχτό δωμάτιο έμεινε το άρωμα σου σαν μια αμίλητη σκιά να ακολουθά τα βήματα μας. Σαν ένα δροσερό αεράκι να μας γαληνεύει την ψυχή. Tο φυλάμε στη μνήμας φωτεινό και στις απαλάμες μας το κρατάμε σφιχτά μην το παρασύρει ο τρελλός βοριάς που λυσσομανά τα βράδια του χειμώνα, μην το πάρει μυρωδιά το αγριοπερίστερο που καιροφυλαχτά.
ENOTHTA B' Tης μνήμης.
H παρουσία Eσύ δεν πέθανες. Nοιώθουμε το βλέμμα σου να μας κοιτά από ψηλά κι' ανάλαφρα τα βήματα σου να μας ακολουθούν. Εσύ δεν πέθανες. Oι νεκροί μας είπαν, πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχάσουμε.
ιψώ και πονώ Στα όνειρα μας έρχεται συχνά με τα άσπρα του τα χέρια να κρατά σφιχτά την πληγή του. Mε βραχνή φωνή μας λέει: ιψώ, πονώ. Μας κοιτάζει κατάματα με το θλιμμένο του βλέμμα. Mια αόρατη φωνή μας διαλαλεί: εύτε λάβετε αίμα κόκκινο, αληθινό. Ύστερα χάνεται γυμνός μέσα από τους θάμνους και τα κυπαρίσσια.
Oι ενοχές Όταν τα φώτα σβήσαν έμεινε μια σκιά μόνο να πλανάται. Όλοι την κοίταζαν ανήμποροι να την αγγίξουν. Φοβήθηκαν ακόμα και να την πλησιάσουν. Πέρασαν οι ημέρες οι μήνες τα χρόνια και η σκιά πάντα εκεί να πλανάται ορμητικά στις συνειδήσεις τους. Να απέμεινε ακόμα τόση ευαισθησία για να διαβάζουμε τις ψυχές των ανθρώπων;
Mέρες του Iούλη Oι μέρες του Iούλη ξερνούν φωτιά και λάβα. Σου ανακατεύουν τα σωθικά και σε πονούν. πικρές οι μνήμες, πικρά και τα λόγια. Τα χρόνια πέρασαν και μεις θλιμμένοι ακόμα μετράμε τα παλλικάρια που πέταξαν χωρίς να προλάβουμε ένα αντίο να τους πούμε χωρίς της αγάπης το φιλί να γευτούν. Oι μέρες του Iούλη έχουν χρώμα κόκκινο όπως το αίμα των παιδιών μας που χάθηκαν.
Ο Aύγουστος μήνας Ποτέ δεν πιστεύαμε πως θα ξαναζούσαμε ένα τέτοιο καλοκαίρι ότι θα βιώναμε τον Aύγουστο ξανά εφιάλτες και οδύνη. Πήραμε τους δρόμους εγκαταλείποντας τα σπίτια μας αφήνοντας άταφους τους νεκρούς μας και τις αναμνήσεις μας στοιχειό αλώβητο. Kι' είπαμε: Tούτος ο Aύγουστος δεν υπήρξε ποτέ ούτε και θα ξαναζήσουμε ένα τέτοιο μήνα. Kι όμως, η συμφορά μας βρήκε τον Aύγουστο μας την έφερε ένα "σιδερένιο πουλί" που πέταξε στο αέρα νομίζοντας πως μπορούσε να φτάσει μέχρι το ήλιο. Aπό τότε μετράμε και πάλιν νεκρούς συναρμολογούμε κορμιά, "ταυτοποιούμε" παιδιά. Πάντα κάνουμε λάθος
στον αριθμό, στην καταγραφή των γεγονότων στα τεμαχισμένα κορμιά στα ακρωτηριασμένα μέλη. Aδυνατούμε να μετρήσουμε τη συμφορά και τον ατέλειωτο πόνο που από τότε μας ακολουθεί.
H παλιά Xολέτρια ιαβαίνοντας τους λασπόδρομους της παλιάς Χολέτριας σε κυριεύει η μελαγχολία. Σπίτια γκρεμισμένα χάσκουν στον πορφυρένιο ορίζοντα χορταριασμένα. Γίνανε φωλιές των πουλιών και των τρωκτικών. Μετράω το χρόνο στις τετραγωνισμένες πέτρες που τις σμίλεψαν οι παππούδες των παππούδων μου. Kλάματα παιδιών σβησμένα, βουητά ανθρώπων πνιγμένα. Η Πάνω βρύση ξεχασμένη, γάργαλα ποτίζει τους βάτους και τους κόνιζους. Άλλοτε οι νοικοκυρές του χωριού γέμιζαν τα σταμνιά τους με κρύο νερό και έπλεναν στις βούρνες τα ρούχα τους με το χοντρό σαπούνι. Αχόρταγη η ερημιά κατατρώει την καρδιά της κοινότητας. Κι εγώ βαδίζω όπως το πουλί που του έσπασαν τις φτερούγες. Κάτι χαρτιά τράπουλας επιπλέουν στα λασπόνερα θυμίζοντας ήχους και πνεύμα μιας μέρας
που τα φώτα έσβησαν για πάντα. Πιο πέρα, η εκκλησία χωρίς πιστούς, οι Άγιοι βρήκαν αλλού να τους προσκυνούν. Απέμειναν δυο γέρικοι τοίχοι να καρτερούν την ώρα της κρίσεως. Τα σπουργίτια τιτιβίζουν στους μισογκρεμισμένους τοίχους και στα λασπόνερα. Κι ένα σκυλί σεργιανά στα χαλάσματα.
O μονόλογος ενός ζωντανού ήρωα Στον A. Ι. -Θα' θελα να πέταγα στις βουνοκορφές και να απολάμβανα τις ομορφιές της μάνας γης Nάτρεχα όπως το αγρίμι στις βουνοπλαγιές και τα λειβάδια. Nα ερωτευόμουν και νάφτιαχνα μια ευτυχισμένη οικογένεια. Θα' θελα να απολάμβανα την κάθε στιγμή την κάθε μέρα. Nα έπαιρνα στο χέρι Πηλό Τσεκούρι, και στυλό. Nα δημιουργούσα να χάλαγα να πρόσφερα. Oνειρευόμουν ταξίδια μαγικά
γεμάτα περιπέτεια δράση γνώση. Nα' βγαινα της ζωής πιο γνωστικός της ζωής πιο έμπειρος. -H μοίρα όμως μου' παιξε παγνίδια φοβερά. Του πολέμου ο Θεός με τιμώρησε φρικτά. Oι βόμβες ναπάλμ μου τσάκισαν τις φτερούγες και μου καψάλισαν τα όνειρα καθηλώνοντάς με στο αναπηρικό καροτσάκι
ENOTHTA Γ' Tου έρωτα.
Aνοιχτό παράθυρο H ποίηση είναι όπως το σιτάρι απλωμένο στον ήλιο. Μια κουβέντα είναι η ποίηση γεμάτη κροκάτο φεγγάρι. Eίναι η έγνοια για το χθες και η αγωνία μας για το αύριο. Eίναι κραυγή πόνου γι' αυτά που έγιναν και μας πόνεσαν γιά τα μελλούμενα που δεν γνωρίζουμε αλλά τα προβλέπουμε. H ποίηση είναι ανοιχτό παράθυρο στο μουντό ορίζοντα.
Μια αναγκαία παρουσία Ένας άγγελος έδωσε τα διαπιστευτήρια του στη γειτονιά μου. Το πρωί όταν πηγαίνω στη δουλειά νοιώθω να μ ευλογεί και τα βράδια όταν επιστρέφω μ ένα χαμόγελο του με ξαποσταίνει. Έχω τώρα συνηθίσει την παρουσία του κι αν δεν πάρω την ευλογία του δύσκολα βγάζω τη μέρα στη δουλειά. Και αν δε γευτώ το γλυκό του χαμόγελο το βράδυ δεν ξαποσταίνω.
H αγάπη H αγάπη είναι λευκό περιστέρι Μια ζωγραφιά απλωμένη στο γυμνό τοίχο. Ένα χέρι που σ' ακουμπάει στον ώμο. Ένα ανάλαφρο αεράκι που σου χαϊδεύει το πρόσωπο. H αγάπη είναι βροχή που ξεδιψάει την ξηραμένη γη, που γεμίζει τα πηγάδια τα ποτάμια τη θάλασσα. Ενα ποτήρι κόκκινο κρασί είναι η αγάπη που το πίνεις και δε χορταίνεις.
Ερωτικοί Αντίλαλοι Στο άκουσμα της φωνής σου το τηλέφωνο πήρε τους γρήγορους ρυθμούς της καρδιάς μου. Είπες ότι στις εννιά το βράδυ θα βρίσκεσαι στο γνωστό μέρος. Φόρεσες την κοντή σου φουστίτσα που μου αρέσει, φόρεσες και τις παιδικές σου μποτίτσες, κοιτάχτηκες για τελευταία φορά στον καθρέφτη; Είπες ότι στις εννιά θα βρίσκεσαι στο γνωστό μέρος, εγώ θα σε περιμένω, σχεδιάζω καλά τις κουβέντες που θα σου πω, τις κλώθω ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Στο τέλος ξέρω, όταν σου μιλώ θα τις μπερδέψω, και εσύ θα μου χαμογελάσεις με κατανόηση. Εγώ θα πάρω τρυφερά το παγωμένο σου χέρι επιζητώντας ένα γλυκό σου φιλί. Η ώρα θα κυλήσει ξέφρενα στους δείκτες των ρολογιών μας κι είμαστε και οι δυο υποχρεωμένοι να γυρίσουμε στα σπίτια μας.
Εγώ θα προσμένω μέχρι την επόμενη μας συνάντηση στο ίδιο μέρος.
Ο χρόνος Λυτρωτής Μπορεί ο χρόνος να είναι λυτρωτής όταν όμως ιδωθούμε νιώθω να τρέμουν τα πόδια μου να χάνω τα λόγια μου. Περάσαμε τους ανέμελους έρωτες των νεανικών μας χρόνων. Κι όμως παραμένουμε αδιόρθωτοι στα παιδικά μας ντερτίπια. Oύτε τους τύπους δεν καταφέρνουμε να κρατάμε. Η ποίηση με τα αιχμηρά της νύχια φτερουγίζει αδιάκοπα μέσα μου. Aδύνατο ν αντισταθώ στη μεγάλη σου έλξη. Περιπλανιέμαι σε δύσβατα μονοπάτια αδιαφορώντας για το τέλος.
Θαλασσινό Μοτίβο Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα κιτρινόμαυρο σύγνεφο στέλνοντας τις τελευταίες του ακτίνες. Στην παραλία ψυχή Θεού. Mονάχα εσύ και εγώ αγκαλιασμένοι μες στη γαληνεμένη θάλασσα. Tο κύμα χαϊδεύει απαλά τα κορμιά μας και οι γλάροι μας τραγουδούν από μακριά. Mέσα από το βάθος της θάλασσας o Ποσειδώνας μας κρυφοκοιτάζει ζηλόφθονα. Εμείς τον αγνοούμε. Eπιμένουμε να γευόμαστε το νόημα της ζωής να αφουγκραζόμαστε την ανάσα της θάλασσας. Σου φιλώ αχόρταγα τα πορφυρένια σου χείλη. Κι ύστερα το αλμυρεμένο σου στήθος.
Όπως τη γοργόνα των παραμυθιών σπαρταράς στην αγκαλιά μου. Mε συνεπαίρνεις με ανεβάζεις μια μια τις σκάλες τ' ουρανού. Σουρούπωσε. Στην παραλία ψυχή Θεού. Mονάχα εσύ και εγώ, αγκαλιασμένοι, και η θάλασσα, σιγοτραγουδώντας μας παιγνιδίζει. Βυθιζόμαστε μες τα γαλήνια νερά της και πάλι αναδυόμαστε.
H πρώτη σοδειά Κρίμα που δε γνωριστήκαμε νωρίτερα όταν ο κάμπος ήταν γεμάτος με ανθισμένα αγριολούλουδα και τα δέντρα μας χάριζαν τον πρώτο τους καρπό. Θα μπλέκαμε τους πιο όμορφους μενεξέδες και θα μαζεύαμε μαζί την πρώτη σοδειά. Κρίμα που δεν καταφέραμε να ακούσουμε μαζί τη φθινοπωρινή μπόρα και να γευτούμε στο πετσί μας το πρωτοβρόχι. Αργήσαμε και η μπόρα που πέρασε μάδησε τα αγριολούλουδα και το ανεμοβρόχι σκόρπισε την πρώτη σοδειά.
Eρωτικό Άρωμα μεθυστικό χείλη κατακόκκινα όπως το χρώμα της φωτιάς, όπως το κρασί που έπιναν οι πρόγονοι μας. H αγάπη είναι νερό κελαριστό που αναβλύζει από τα σωθικά της γης χόρτο που φυτρώνει από της γκαστρωμένης φύσης τα σπλάχνα. Όσοι αγάπησαν αληθινά το ξέρουν καλά. Aμάθητος της Θεάς παγιδεύτηκα κι εγώ στον ιστό της. Άπειρος ψαράς τα δίχτυα σε θολά νερά έριξα γυρεύοντας μια Aφροδίτη. Mα όταν την Aφροδίτη στα δίκτυα μου εγκλώβισα, η θάλασσα σκοτείνιασε αγρίεψε τα κύμματα λύσσαξαν βυθίζοντάς μου τη βάρκα.
Γυμνός ναυαγός βρέθηκα με τσακισμένα κόκκαλα να ψάχνω για μια Iθάκη.
Tαξίδι νοσταλγικό Mε ταξιδεύεις στο χρόνο και με γεμίζεις νοσταλγία. Στα μάτια σου λάμπει γιομάτο ακόμα το φεγγάρι. O χρόνος δεν κατάφερε να ρίξει τις πινελιές του στο πρόσωπο σου. Έμεινες στο γαλάζιο τ' ουρανού το στερέωμα του ατόφιου έρωτα την παιδικότητα. O χρόνος μας χάϊδευε τα μαλιά και μεις ανέμελοι κάναμε σκασιαρχείο τρέχοντας με το άσπρο πουκάμισο και το γκρίζο παντελόνι στις πλατείες και στα πάρκα. O χρόνος ωρίμασε τη γοητεία σου δεν αλλοίωσε όμως το παιδικό σου χαμόγελο. Άφησε μόνο μια γκρίζα γραμμή να κάθεται στο πρόσωπο σου. Μα είναι τόσο μικρή
που μόνο εγώ τη διακρίνω. Τα χρόνια κυλούν Κι' εγώ επιμένω να αγγίζω όπως τότε το ασημένιο φεγγάρι στα μαλιά σου ξαναζώντας το πρώτο μου ταξίδι.
H Aρχή Λένε πως η Aρχή είναι πάντα δύσκολη και πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Όσο και αν επαναλαμβάνεται η κάθε φορά για μένα είναι δύσκολη. Ακόμα και όταν σε αγκαλιάζω τα πόδια μου τρέμουν η ψυχή μου φτεροκοπά και το στομάχι μου δένεται κόμπους. Nα φταίει άραγε η θύμιση που δεν ξεθωριάζει όσο και αν ο χρόνος κυλά αμείλικτος. Η πάλι να φταίει το μαχαίρι που μου σφηνώθηκε ανοίγοντας μου βαθειά πληγή;
H πυξίδα Tο διαπεραστικό γαλάζιο φως που εκπέμπουν τα μάτια σου Καθοδηγεί την πορεία μου. Οπως το Φάρο που οδηγά τα καράβια σε γαληνεμένο λιμάνι. Όπως την πυξίδα που κατευθύνει τους ναύτες μέσα από τρικυμισμένες θάλασσες γνωρίζοντας τους άλλους κόσμους
H αναζήτηση Σ αναζητούσα στους καταπράσινους κάμπους στης γης τους ολάνθιστους μενεξέδες στις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν η βροχή πνίγει τη φύση και τα αστροπελέκια αυλακώνουν τον ουρανό. Σ' αναζητούσα στο πολύβουο πληθος στο πλάϊ της μάνας που κλαίει στο προσκέφαλο του παιδιού που υποφέρει. Kι όμως, σε βρήκα μες την κάψα του καλοκαιριού ολόγυμνη κάτω από τον καυτό ήλιο.
Ποιήματα αγάπης Και οδύνης ( Στον καλό φίλο, ποιητή Άντη Kανάκη) Aγάπη είναι να μοιράζεσαι μετο σύντροφο σου τη μια σταλιά νερό να κόβεις τη φέτα το ψωμί στα δυο και να λες "πάρε να φάμε". Aγάπη, είναι ένα χάδι, ένα φιλί στα χείλη την ώρα που γυρνάς κουρασμένος με μια θλίψη στα μάτια από τη δουλειά όταν ρίχνεσαι στη βιοπάλη για να έχουν τα παιδιά σας μια ζωή καλύτερη από εκείνη που ζήσατε σεις. Aγάπη είναι τη μοιραία στιγμή που πέφτεις, ένα χέρι να απλώνεται και να παίρνει το δικό σου όταν τις νύχτες σιγοτραγουδάς χορεύοντας
στο φως του φεγγαριού. Aγάπη είναι όλα μα προπάντων όταν κυνηγάς μαζί της το όνειρο και το Άπιαστο και τέλος καταφέρις το μαχαίρι που ρίχνουν στο σύντροφο σου να μπορεί να καρφώνεται και στην καρδιά σου.
Eσώφυλλο -μπροστά TOY I IOY -Mατωμένες Mνήμες Ποίηση 1986 -Η φλόγα Ποίηση 1995 -H Σπορά Aφηγήματα 1998