ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ και άλλες ιστορίες Διηγήματα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Copyright Τασούλα Τσιλιμένη Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με ο- ποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιον δήποτε τρόπο αναπα ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειο - θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα 210-330.12.08 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6270-1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Το κουμπί... 9 Το ποτάμι... 13 Το σπίτι... 25 Τον έφαγε το άτιμο!... 29 Τα κάλαντα στο κουτί του «Καλγκόν»... 33 Η αντάρα... 39 Η αποκαθήλωση... 49 Ο λύκος... 55 Το κερί... 65 Τα κουλούρια του Χαρίλαου... 75 Το δαχτυλίδι... 87 Ο Νταμίλης... 95 Λάστιχο και καμένη ζάχαρη... 109 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... 115 ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ... 117 7
Το κουμπί ΤΗΝ ΚΟΙΤΑγΑ που ήταν ξαπλωμένη με τα χέρια της διπλωμένα στο στήθος, ν αγγίζουν το τρίτο κουμπί του ταγέρ της σε χρώμα κυπαρισσί. Το είχε ράψει στην Αγγέλα πριν από σαράντα χρόνια. Τότε είχε κιλά παραπανίσια που προσπαθούσε να τα μαζέψει σε κορσέδες και τέτοια. Ήταν το αγαπημένο της, αλλά δεν φορέθηκε πολύ. Το κρατούσε για καλό, για ειδικές επίσημες περιπτώσεις, που όλο και περιορίζονταν, όσο τα χρόνια περνούσαν. Κρεμασμένο στην καρυδένια ντουλάπα, τυλιγμένο σε άσπρο σεντόνι, σαβανωμένο λες, περίμενε αναπνέοντας χειμώνα καλοκαίρι ναφθαλίνη. Πάντα κρατούσε κάτι από τη μυρωδιά της ναφθαλίνης, όσο κι αν το άπλωνε στον ήλιο κάθε άνοιξη. Είκοσι χρόνια μετά, στο πέτο είχε ράψει μια καρφίτσα. Επίχρυση η βάση με ένα στεφάνι λουλουδιών από πέτρες, σε χρώμα μπορντό βαθύ. Της άρεσε αυτή η αντίθεση. Δεν το μεταποίησε ποτέ. Τώρα, είκοσι κιλά πιο αδύνατη και πολύ κοντύτερη, έπλεε στο ταγέρ. Ούτε που γίνεται αντιληπτή αυτή η διαφορά έτσι όπως είναι ξαπλωμένη. Όσο την κοιτώ, νομί- 9
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ ζω ότι τα δάχτυλα χαϊδεύουν τα κουμπιά, μεγάλα και ντυμένα με το ίδιο ύφασμα. Έτσι τα χάιδευε και τότε. Ήταν Καθαρά Δευτέρα και πήγαμε με άλλα δυο ζευγάρια φίλων και γειτόνων εκδρομή στο Μακρυχώρι, για να δούμε τον αποκριάτικο γάμο που διοργάνωνε ο πολιτιστικός σύλλογος λόγω της ημέρας. Λιγοστές οι έξοδοί τους, και έτσι φόρεσε το καινούργιο ταγέρ για πρώτη φορά. Είχε πιασμένα τα μαλλιά της ψηλά, όπως πάντα, και στ αυτιά της τα χρυσά σκουλαρίκια πάλλονταν σε κάθε της κίνηση. Ήταν τόσο χαρούμενη! Όλο γελούσε, θυμάμαι. Οι άλλοι νόμιζαν ότι ήταν από τα αστεία και τα χωρατά της Θεανώς. Όμως, εγώ και ο πατέρας μου ξέραμε ότι ήταν το καινούργιο ταγέρ που φορούσε. Χρόνια το είχε στο μυαλό της, κι όλο το ανέβαλλε. Δύσκολα χρόνια, τρία παιδιά, φτωχό μεροκάματο, προσπαθούσαν όπως και όλοι στη γειτονιά να ριζώσουν μετανάστες στην ίδια τους τη χώρα. Δεκαετία του 60 και τα γύρω χωριά τάιζαν με μεγάλες μπουκιές την πόλη. Τα βράδια όλοι κοιμόνταν με το ίδιο όνειρο: ένα ανθρώπινο παρόν για αυτούς, ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Γι αυτό και η παρέα είχε δέσει τόσο. Δέσαμε κι εμείς τα παιδιά, συνομήλικα τα περισσότερα. Μαζί φεύγαμε για το σχολείο, μαζί τριγυρνούσαμε στις αλάνες, μαζί περιμέναμε τον παγωτατζή τα καυτά απογεύματα του καλοκαιριού. Οι γυναίκες μόλις είχαν αφήσει τους άντρες στην ταβέρνα. Έφερναν τις τελευταίες γύρες σε ένα ζεϊμπέκικο της ε- ποχής. Εμείς, τα παιδιά, άλλοτε βγαίναμε και γυρνοβολάγαμε στους πάγκους με τα παιχνίδια, άλλοτε μέναμε κρεμασμένα στο τζουκμπόξ. Θαυμάζαμε και απορούσαμε με 10
ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ τον μαγικό τρόπο που το δισκάκι αυτόματα, λες κι από ένα αόρατο χέρι οδηγημένο, άρχιζε να παίζει. Η Θεανώ, η Κυρατσώ και η μάνα μου διέσχιζαν το δρόμο για να πάνε στην πλατεία ώστε να πιάσουν καλή θέση πριν αρχίσουν τα καρναβαλικά δρώμενα. Γελούσαν και περπατούσαν γρήγορα, με τις γόβες τους να τρυπούν το φρεσκοβρεγμένο χώμα Φλεβάρης, βλέπεις, ακόμα. Και ξαφνικά κανείς δεν κατάλαβε πώς, η μάνα μου έπεσε. Ο πατέρας μου, που εκείνη την ώρα έβγαινε με τους άλλους απ την ταβέρνα, έτρεξε να τη σηκώσει. Μαζί και οι άλλοι. Ένας κύκλος σχηματίστηκε γύρω της κι εγώ δεν μπορούσα να τη δω. Έτρεξα κοντά τους. Την είχαν σηκώσει. Η Κυρατσώ τής τίναζε τη φούστα, η Θεανώ την πλάτη κι ο πατέρας μου σκυμμένος ρωτούσε και ξαναρωτούσε: «Χτύπησες, Στέλλα; Χτύπησες; Πού χτύπησες;» και φυσούσε τα γόνατά της. Μικρά ρυάκια από αίμα έτρεχαν και στο καλσόν έχασκαν μεγάλες τρύπες σαν τις σκασμένες φούσκες της μαστίχας μας. Κρύος ιδρώτας με έπιασε και μου ρθε μια αναγούλα. Ενώ οι άλλοι προσπαθούσαν να δουν αν και πόσο χτύπησε, η μάνα μου χλομή ψηλάφιζε τα κουμπιά στο σακάκι του ταγέρ. Ο κυρ Φόρης σήκωσε το χέρι κι έδειξε ένα συρματόπλεγμα που ή- ταν απλωμένο στο πεζοδρόμιο, απομεινάρι των έργων που έκαναν τις προηγούμενες μέρες στην πλατεία στο κεφαλοχώρι εν όψει της ημέρας. Ένας μορφασμός σχηματίστηκε στο πρόσωπό της κι εγώ ένιωσα ξανά αναγούλα από φόβο ότι πονούσε. Το αίμα τώρα, μαύρο και πηχτό, κυλούσε παράλληλα με το πράσινο ποταμάκι του φλεβίτη της προς τους αστραγάλους. Με κόπο έκρυψε ένα δάκρυ όταν είδε 11
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ την ορφανή κουμπότρυπα στο σακάκι. Δίπλα της ένα σκισιματάκι λεπτό σαν ρωγμή παρθενικού υμένα. Ο πατέρας μου τη χάιδεψε στα μαλλιά ψιθυρίζοντας: «Μη στενοχωριέσαι! Η Αγγέλα είναι πρώτη στο μαντάρισμα». Όλη την υπόλοιπη μέρα είχε το χέρι της στην κουμπότρυπα. Τη χάιδευε, νομίζω, παρά την έκρυβε. Κι αναζητούσε το κουμπί που δεν βρέθηκε, όσο κι αν ψάξαμε. Έτσι και τώρα που την κοιτάζω να φοράει το ίδιο ταγέρ, ξαπλωμένη με σταυρωμένα και δεμένα με άσπρη κορδέλα τα οστέινα χεράκια της, νομίζω ότι, όπως τότε, χαϊδεύει ή αναζητά το χαμένο εκείνο κουμπί. 12