ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ

Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Το παραμύθι της αγάπης

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»


Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.


Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

1 Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο Θεσσαλονίκης «Μανόλης Ανδρόνικος» Διαγωνισμός Γρίφων Μάιος 2012

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Κατανόηση προφορικού λόγου

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Το βιβλίο αυτό ανήκει στην:...

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Εργασία του Θοδωρή Μάρκου Α 3 Γυμνασίου. στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα. «ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ» της Μαρίας Παπαγιάννη

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Τίτλος Η αγάπη άργησε μια μέρα. Εργασία της μαθήτριας Ισμήνης-Σωτηρίας Βαλμά

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Ώρες με τη μητέρα μου

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Modern Greek Beginners

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

μέρα, σύντομα δε θα μπορούσε πια να σωθεί από βέβαιο αφανισμό, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Ωκεανού.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Transcript:

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ

Σειρά: ΒΛΕΜΜΑΤΑ Υπεύθυνος σειράς: Μισέλ Φάις ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ «Τρεις νύχτες και ένας νεκρός» Copyright Νένη Ευθυμιάδη και Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, 2005 Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Λελούδη Παραγωγή: ΜΙΝΩΑΣ Α.Ε.Ε. 1η έκδοση: Σεπτέμβριος 2005 Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ Τ.Θ. 504 88,141 10 Ν. Ηράκλειο, ΑΘΗΝΑ τηλ.: 210 27 11 222 -fax:210 27 11 056 www.minoas.gr e-mail: info@minoas.gr ISBN 960-699-194-6

ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ εκδόσεις

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΛΙΜΟΥΖΙΝΑ ΕΣΤΕΛΝΕ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ ανοιχτόχρωμες καθώς γλιστρούσε διακριτικά στο δρόμο. Τα τζάμια της, σε απαλό φιμέ, προστάτευαν με τρυφερότητα το μελαγχολικό περιεχόμενο: το φέρετρο, το πτώμα. Παρά την αισθητική τελειότητα, οι διαβάτες έστρεφαν αλλού το βλέμμα τους και τα αυτοκίνητα φρέναραν απότομα ή εξαφανίζονταν με ταχύτητες απαγορευμένες. Μόνο ο κύριος Ξέρξης στάθηκε ακίνητος και παρακολούθησε το θέαμα με θαυμασμό, ίσως και σεβασμό, μέχρι να σβήσει στα βάθη της ασφάλτου. Άλλος στη θέση του θα ψιθύριζε βρισιές ή θα έβλεπε ελαττώματα που δεν υπήρχαν - οι άνθρωποι εξολοθρεύουν στις συνειδήσεις τους όλους τους ανταγωνιστές, για να διατηρούν το μικρόκοσμο τους σε ηρεμία. Ο κύριος Ξέρξης δεν είχε ταλέντο στην ψευδαίσθηση. Αποτιμούσε την πραγματικότητα με ρεαλισμό και τη δεχόταν απλά και φυσικά, σαν να έπινε τον πρωινό καφέ του. Και όμως! Από τη στιγμή που στην παράλληλη λεωφόρο άνοιξε το γραφείο κηδειών «Γαλήνη»,το δικό του έσβησε. Δεν υπολογίστηκε το παρελθόν, αφού

10 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ την επιχείρηση ίδρυσε πριν εβδομήντα χρόνια ο παππούς του. Δεν μέτρησαν ούτε το παρόν και η εμπιστοσύνη που είχε κερδίσει ο ίδιος. Επί δεκαετίες οι κάτοικοι του ανθηρού προαστίου θεωρούσαν το γραφείο τελετών «Ξέρξης και Σία» τόπο οικείο και φιλικό,προέκταση του σπιτιού τους, αλλά από τα εγκαίνια της «Γαλήνης» το καινούριο τούς μαγνήτισε, πόλος μεθυστικός. Η φύση των ανθρώπων είναι προδοτική, ο κύριος Ξέρξης το γνώριζε, αλλά η στροφή τους δεν πήγαζε από τις σκοτεινές σχισμές του ψυχισμού. Οφειλόταν στις λαμπερές όψεις της προόδου. Γιατί η «Γαλήνη», σε τρία μόλις χρόνια, ανανέωσε τόσο μαγευτικά τις διαδικασίες των κηδειών, ώστε έγινε περιζήτητη στην Αττική και ήδη άνοιγε υποκαταστήματα στην επαρχία. Υπό άλλες συνθήκες ο κύριος Ξέρξης θα χειροκροτούσε τον αντίπαλο και θα του ανέθετε προκαταβολικά και τη δική του κηδεία. Είχε όμως υποχρεώσεις, σύζυγο και παιδιά, και έπρεπε να υπερασπισθεί τη δουλειά του με κάθε θυσία -αυτή προμήθευε την Τίνα με ρούχα άψογα κάθε σεζόν, αυτή έστελνε γενναιόδωρα τσεκ στους δυο του γιους, που σπούδαζαν στο Τορόντο. Έτσι, ανίκανος για οπισθοχώρηση ή φυγή, έμενε αιχμάλωτος σε μάταιους αγώνες. Και καμιά φορά ονειρευόταν τη ζωή του αλλού ή αλλιώς και έπλεε σε ηδονικά «αν» και «ίσως»...

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 11 Αν είχε ακολουθήσει τις νεανικές κλίσεις του, θα χάριζε ακόμη με το φλάουτο εύθραυστους ήχους σε ορχήστρες. Αν είχε αμφισβητήσει την άκαμπτη πίστη της Τίνας σε γάμους και παιδιά, τώρα, πουλί ελεύθερο, θα πετούσε. Και, αν ήταν γιος ανυπότακτος, θα περιφρονούσε τις πιέσεις του πατέρα του για βοήθεια στο γραφείο κηδειών και θα έμενε με τη γυναίκα του και τα δυο μωρά για πάντα στην Κολωνία. Ίσως όμως... Ίσως μια επιδημία επίμονη πρόσφερε στο γραφείο του τεράστια ποσά, ίσως το λόττο τον διάλεγε κάποια στιγμή, ίσως μια μυστηριακή εύνοια του χτυπούσε την πόρτα. Μέχρι τότε θα έκανε το καθήκον του. Θα περίμενε στο γραφείο του καρτερικά και θα οδηγούσε σώματα στις τελευταίες τους κατοικίες. Βέβαια, ως πότε θα υπήρχαν πελάτες; Τα τελευταία χρόνια μειώνονταν ραγδαία. Το περασμένο τρίμηνο δεν ανέλαβε παρά πέντε κηδείες, όλες από το άσυλο της περιοχής, που αδιαφορούσε για τα μεγαλεία της «Γαλήνης». Και ο λογιστής προέβλεπε πως το λουκέτο ήταν θέμα χρόνου -το έλλειμμα αυξανόταν, τρύπα καταστροφική. Τις εποχές του ήπιου πανικού ο κύριος Ξέρξης είχε ένα στήριγμα από μέταλλο. Την Τίνα. Δεν ανήκε στις συζύγους-παράσιτα, εκείνες που ασχολούνται με την αφ' υψηλού επίβλεψη του σπιτιού και στους συζύγους προσφέρουν μόνο αιτήματα και οδηγίες. Εργαζόταν στο γραφείο τελετών και αυτή και μάλι

12 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ στα από την αρχή, τότε που το ισόγειο του διώροφου πλημμύριζε από πελατεία, ενώ παράλληλα, στο επάνω διαμέρισμα, στην κατοικία τους, εκείνη μεγάλωνε τα δυο μικρά, διασπασμένη μεταξύ μητρότητας και πτωμάτων. Γιατί, παρόλο που δεν είχε φοιτήσει σε ειδική σχολή, ανέλαβε την περιποίηση των νεκρών και με τον καιρό οι γνώσεις της εξελίχθηκαν τόσο, ώστε οι νέοι ζητούσαν να μαθητεύσουν δίπλα της, και στο εργαστήριο της συνωστίζονταν άμισθοι βοηθοί. Και όμως! Όταν τη γνώρισε στη Γερμανία, ανέμελη σπουδάστρια της Σχολής Καλών Τεχνών με καβαλέτο και πινέλο, δεν φαντάστηκε πως, πέρα από τα καστανά μαλλιά, τα πράσινα μάτια και τη μυρωδιά αρωματισμένου σαπουνιού, διέθετε εργατικότητα και πειθαρχία. Υπήρξε κόρη ενός Βαυαρέζου αξιωματικού που κάποια στιγμή έπαιξε στο πόκερ την περιουσία του και έπειτα αυτοκτόνησε μπροστά στην έκπληκτη σύζυγο και στην οκτάχρονη Τίνα. Η χήρα Μπόρμαν, ελληνικής καταγωγής, δεν θρήνησε. Θύμωσε με τον πεθαμένο, δεν πρόφερε το όνομα του ποτέ πια και συνέχισε τη ζωή με την ακρωτηριασμένη σύνταξη του, την προβληματική διεύθυνση ενός κέτερινγκ και τη μικρή Κριστίνε που βιάστηκε να μετονομάσει σε Τίνα, για να την απομακρύνει από πάθη πατρικά. Χάρηκε που η κόρη της συνδέθηκε με έναν Έλληνα μουσικό, το Μάριο Ξέρξη, και στο γάμο τους χόρεψε με ευλυγισία έφηβης. Έπειτα τους πα

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 13 ραχώρησε το μικρό της διαμέρισμα και κατέφυγε στην Ολλανδία. Έντεκα μήνες αργότερα βρέθηκε πνιγμένη από εμετό σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, με ταπετσαρίες ποτισμένες από τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Η Τίνα έκλαψε, εξαφάνισε όλα τα ποτά από το σπίτι, ακόμη και την αθώα μπίρα που έπινε ο Μάριος ως τονωτικό, και στο τέλος του ζήτησε να ξεχάσει τον ερωτά του για τη μαριχουάνα - δεν την έπειθαν οι θεωρίες πως με το στριφτό οι αισθήσεις απλώνουν και οι νότες του φλάουτου ακολουθούν δρόμους μαγευτικούς. Η μαριχουάνα συνεχίστηκε για λίγα χρόνια ακόμη, απλώς μακριά από το σπίτι και τα μωρά - σε καμαρίνια μουσικών, σε συντροφιές συναδέλφων, σε νυχτερινά μπαρ. Διακόπηκε με τη μετανάστευση στην Αθήνα - όχι ακαριαία, βαθμιαία, καθώς η οικογενειακή επιχείρηση περνούσε στα χέρια του ολοκληρωτικά. Δεν του έλειψε το απαλό ναρκωτικό του Μάριου Ξέρξη. Καθημερινά ναρκωνόταν από τα πρόσωπα των νεκρών και ψηλάφιζε κατανυκτικά τα όρια ενός άλλου κόσμου. Και απομακρυνόταν από τις κλίμακες του φλάουτου και μεταφυτευόταν ασυναίσθητα στα αχανή πλήθη των μεσοαστών. Κύλησε μια εικοσαετία ηρεμίας που θύμιζε εκείνη των ακίνητων πελατών. Τα δυο αγόρια έφυγαν για τον Καναδά, η Τίνα διόρθωσε τα σπασμένα της ελληνικά, ο ίδιος κέρδιζε πολλά λεφτά -η οικογένεια ευ

14 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ ημερούσε. Ώσπου άνοιξε η «Γαλήνη» και οι ισορροπίες κλονίστηκαν. Η κυρία Τίνα Ξέρξη-Μπόρμαν, εκπαιδευμένη στις τραγωδίες, δεν ταράχτηκε. Πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα αντιμετώπιζαν τον ανταγωνιστή ως σωστοί επαγγελματίες. Και προχώρησε στην πρακτική. Άλλαξε τις φωτεινές πινακίδες του γραφείου, τους έδωσε μια λάμψη διακριτική, έβαψε τους εσωτερικούς χώρους στους τόνους του σομόν, τύπωσε καινούριες κάρτες που έστειλε με κούριερ σε νοσοκομεία, γηροκομεία, ιδρύματα ψυχοπαθών. Και, αφού δεν ήταν δυνατό να στείλει τα διαφημιστικά της επιχείρησης σε ευτυχισμένους ιδιώτες, έγινε ζωντανή διαφήμιση η ίδια και ρίχτηκε στην κοινωνική ζωή. Παρέτεινε την παραμονή της στα σούπερ μάρκετ της περιοχής για να χαιρετά γνωστούς, δεν ξεχνούσε τις γιορτές φίλων, ανταποκρινόταν πρόθυμα σε κάποιες προσκλήσεις τυπικές. Ώσπου αντιλήφθηκε πως η παρουσία της περισσότερο έβλαπτε παρά ωφελούσε. Στις «τυχαίες συναντήσεις», παρόλο που η ίδια έτεινε εγκάρδια το χέρι για χαιρετισμό, παρόλο που οι άλλοι, αντανακλαστικά, πρότειναν το δικό τους, την τελευταία στιγμή κάτι θυμόντουσαν. Τότε το χέρι τους αποτραβιόταν, αρπαζόταν από μια τσάντα, μια ομπρέλα, μια σακούλα πλαστική, και στο δικό της δεν έφτανε ποτέ -στρατιώτης σε άτακτη υποχώρηση. Βέβαια, κανένας δεν αγγίζει παλάμες που περιποι

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 15 ούνται νεκρούς, αλλά ξεχνιέται η δύναμη των αντισηπτικών; Πάλι, ίσως ενοχλούσε και η απλή γειτνίαση της σάρκας της με τους πεθαμένους, γεγονός κουτό, γιατί και ποιος τους αποφεύγει; Και παραπέρα... Όποτε τηλεφωνούσε σε γενέθλια και γιορτές, οι ευχές της για «Χρόνια πολλά» δεν γίνονταν πιστευτές και το τηλέφωνο έκλεινε με τον απόηχο ενός άδικου τρόμου. Ούτε στις συγκεντρώσεις ένιωθε ευπρόσδεκτη. Τα γλυκά της έμεναν ανέγγιχτα, αν και αγοράζονταν από γνωστά ζαχαροπλαστεία, και ένιωθε απέραντη μοναξιά, γιατί στους κύκλους της ευθυμίας δεν υπήρχε χώρος γι' αυτήν και, όποτε τον διεκδικούσε, τα χαμόγελα εξαφανίζονταν. Δεν επέμενε στην κοινωνικότητα η Τίνα Ξέρξη- Μπόρμαν. Γνώριζε πως οι προκαταλήψεις έχουν δύναμη απέραντη, ίση με εκείνη του θανάτου. Περιορίστηκε στο σπίτι και στο άδειο γραφείο κηδειών, και ζήλευε τον άντρα της που βρήκε θαυμαστή διέξοδο στο ψάρεμα, αφού τις Κυριακές μάζευε δολοφονικά σύνεργα και έτρεχε με το αυτοκίνητο σε θάλασσες σιωπηλές. Στην πραγματικότητα, δεν δολοφονούσε ψάρια ο Μάριος Ξέρξης. Έριχνε τις πετονιές του χωρίς δολώματα, αναταράζοντας λάσπες και φύκια. Όμως χαλάρωνε. Για λίγες ώρες απορροφούνταν από τον μακρινό ορίζοντα και ξεχνούσε την καταστροφή. Και στο δρόμο της επιστροφής ονειρευόταν ένα μεγάλο θαύμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ «ΓΑΛΗΝΗ» δεν πανηγύριζαν για την επιτυχία τους στην Ελλάδα. Τη θεωρούσαν δεδομένη. Ωστόσο, όποτε από τα γραφεία της Ευρώπης δέχονταν επαίνους, ανακουφίζονταν - μισούσαν τον εφιάλτη της ανεργίας. Και για ανεργία συχνά μιλούσαν κάποιοι συνάδελφοι της Αμερικής. Οι ίδιοι φέρθηκαν σοφά. Πριν επεκτείνουν τις δουλειές τους στην Ελλάδα, έστειλαν ειδικούς σε όλα τα νεκροταφεία της χώρας, πληροφορήθηκαν ήθη και έθιμα, μελέτησαν ψυχολογίες, συνέταξαν εκθέσεις για τα κεντρικά. Και μόλις συμπληρώθηκε ο φάκελος «Greece» οργανώθηκαν και έκαναν τα εγκαίνια. Εκτός από τις άρτιες εγκαταστάσεις, τις πολυτελείς νεκροφόρες και τους καταπραϋντικούς χώρους υποδοχής, η «Γαλήνη» σε τίποτα δεν διέφερε από ένα συνηθισμένο γραφείο κηδειών. Όμως, μια διεισδυτική ματιά θα έπειθε για το αντίθετο. Τα επιτελικά στελέχη της «Γαλήνης» είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο σατανικό και στις μεσογειακές χώρες φρόντιζαν μεν τους πεθαμένους αλλά περισσότερο τους ζωντανούς. Για παράδειγμα, ποτέ δεν απέκτησαν περιποιητή

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 17 πτωμάτων τόσο άξιο όσο την κυρία Ξέρξη-Μπόρμαν της παράλληλης λεωφόρου. Η γυναίκα αυτή παρέδινε στους τάφους πτώματα ευχάριστα, έτοιμα να σηκωθούν και να ψιθυρίσουν στους μαυροφορεμένους ξεχασμένα αστεία. Αντιθέτως, οι δικοί τους μακιγιέρ έστελναν στο χώμα καρικατούρες, μορφές αγνώριστες από χρώματα πλαστά και χτενίσματα εκκεντρικά, που όμως κανείς δεν διέκρινε. Γιατί οι άνθρωποι βλέπουν ό,τι ποθούν, σπάνια ό,τι υπάρχει, και στις κηδείες οι συγγενείς ξεχνούν τα μάτια τους, χρησιμοποιούν την εξωραϊσμένη μνήμη, οι φίλοι τις παλιές κουβέντες ή τους ακυρωμένους ανταγωνισμούς, οι απλοί γνώριμοι τη βαθιά αδιαφορία. Και όλα κυλούν θαυμάσια και το κόστος για το μακιγιάζ μικραίνει. Το δεύτερο τρικ ήταν τα μαραμένα λουλούδια. Στα φέρετρα δεν χρησιμοποιούσαν άνθη φρέσκα, με απαλές μυρωδιές, όπως έκανε το ανόητο γραφείο «Ξέρξης και Σία», με την προσκόλληση σε ήθη παλιά. Νόμος της επιχείρησης ήταν τριαντάφυλλα μαραμένα, που ξεφλουδίζονταν επιδέξια, ώστε να φαίνεται μόνο ο εσωτερικός βολβός τους, και ας φάνταζαν μικρά. Γιατί, ποιος κοιτά το στόλισμα της εκκλησίας; Κανείς! Όλοι βυθίζονται σε τεχνητή κατάνυξη από τους ανατριχιαστικούς ψαλμούς των παπάδων και μετρούν τα δάκρυα των συγγενών, αποτιμώντας την πικρία... Ακόμη, πόσα δευτερόλεπτα διατίθενται για το άνοιγμα της κάσας πριν από την ταφή; Ελάχιστα,

18 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ και τότε όλοι γίνονται σαδομαζοχιστές, ταυτίζονται με το πτώμα και, στη χειρότερη περίπτωση, παρατηρούν την ποσότητα των λουλουδιών, ποτέ την ποιότητα τους. Και τα έξοδα του νεκρικού στολισμού γίνονταν σχεδόν μηδενικά. Όσο για τα φέρετρα... Αν και στις ειδικές αίθουσες παρατάσσονταν κάσες με άπειρες ποικιλίες ξύλου μασίφ και εσωτερικά μετάξια, αν και οι συγγενείς τις διάλεγαν σχολαστικά, σαν να ήταν οι κούνιες των νεογέννητων μωρών τους, εκείνες έμεναν στις περίοπτες θέσεις τους παντοτινά. Βαθιά, στα υπόγεια, υπήρχαν αντίγραφα-μαϊμούδες από μελαμίνη και φτηνό σατέν, και ποτέ κανείς δεν πρόσεξε την αντικατάσταση, παρόλο που ο ελληνικός ήλιος ήταν προδοτικός τις περισσότερες ημέρες του χρόνου. Αρκούσε η γνώση πως τα στενόμακρα κουτιά προέρχονταν από τη «Γαλήνη» για να υποδηλωθεί μια αξία αναμφισβήτητη. Όμως, για τα παραπλανητικά φέρετρα εισέπρατταν από τρεις έως και πενήντα χιλιάδες ευρώ ανά τεμάχιο, ενώ δεν ξόδευαν παρά τριάντα έως διακόσια για το καθένα. Οι υπεύθυνοι του γραφείου κηδειών «Γαλήνη» δεν ντρέπονταν για τις «απάτες» τους. Αντίθετα, ένιωθαν υπερήφανοι που με τη δραστική μείωση των εξόδων βοηθούσαν γενναιόδωρα τους ζωντανούς. Ειδικά προγράμματα προέβλεπαν τη συμμετοχή στο πένθος εκπαιδευμένων υπαλλήλων της «Γαλή

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 19 νης». Κάποιος άντρας κατάλληλος θα παρηγορούσε τη χήρα πριν από την ταφή, κατά τη διάρκεια της, αλλά και αργότερα, μέχρι να συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος. Παραλλήλως θα τη βοηθούσε και σε όλα τα πρακτικά - θα της προμήθευε δικηγόρους για τα κληρονομικά, φοροτεχνικούς για τα συνταξιοδοτικά, στοργικά τηλεφωνήματα για την άκρατη θλίψη. Την ίδια μέθοδο ακολουθούσαν δραστήριες γυναίκες για τους χήρους, μητρικές φιγούρες για τα ορφανά, τρυφερά άτομα για τους απομονωμένους κάθε ηλικίας. Και η μετάβαση από την παρουσία του νεκρού στην απουσία του γινόταν μαλακά, σχεδόν χαϊδευτικά -κατόρθωμα δύσκολο, γιατί στην Ελλάδα βασιλεύει η επιπολαιότητα και οι άνθρωποι δεν προετοιμάζονται για το μαύρο μέλλον, εμμένουν σε οράματα φωτεινά. Το πολυάριθμο προσωπικό που αναλάμβανε τους πενθούντες στοίχιζε από ελάχιστα έως καθόλου. Οι περισσότεροι πληρώνονταν από τρίτους ως μεσολαβητές -έπαιρναν ποσοστά από το δικηγόρο, το φοροτεχνικό, το γιατρό ή τον ψυχολόγο που προμήθευαν-και απλώς για τα τηλεφωνήματα ή τις επισκέψεις στους θρηνούντες χρησιμοποιούσαν τα μέσα της εταιρείας. Κάποιοι μάλιστα μάθαιναν τους ρόλους τους τόσο καλά, ώστε τους έπαιζαν και εκτός κηδειών, γενικώς για τη δυστυχία. Τα αποτελέσματα ήταν γι' αυτούς τόσο προσοδοφόρα, ώστε συχνά γίνονταν μόνιμοι προστάτες των πελατών και διοικούσαν επι

20 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ χειρήσεις που χήρευαν, εκποιούσαν τεράστιες περιουσίες, ρύθμιζαν οικογενειακές διενέξεις, ως αμειβόμενοι διαιτητές. Και η φήμη της «Γαλήνης» απλωνόταν στην Ελλάδα όχι μόνο ως γραφείο κηδειών αλλά και ως γραφείο ζωής για τους θλιμμένους. Ωστόσο, κάποια στελέχη ανησυχούσαν. «Κυριαρχία» δεν σημαίνει πως απουσιάζουν οι ανταγωνιστές ή πως η παράδοση κατέθεσε τα όπλα. Και δεν ήθελαν να βλέπουν τα άλλα γραφεία τελετών με λουκέτα ταπεινωτικά ή σε διαδικασίες πτώχευσης. Γνώριζαν πως οι εχθροί μετά την ήττα γίνονται επικίνδυνοι -φίδια έτοιμα να δαγκώσουν. Προτιμούσαν τις προτάσεις εξαγοράς. Γιατί οι εξαγορασμένοι γίνονταν αιώνιοι σύμμαχοι τους. Το γραφείο «Ξέρξης και Σία» δεν σκέφθηκαν να το αγοράσουν. Δεν ήταν ανταγωνιστικό, υπήρχε για να υπάρχει ή για να φωσφορίζουν οι πινακίδες του, και τα χρήματα δεν πρέπει να επενδύονται στο μηδέν. Έτσι, παρόλο που κάποιοι υπεύθυνοι διέκριναν τα μάτια του κυρίου Ξέρξη να στυλώνονται επάνω τους με ικεσία, δεν έδιναν σημασία. Ο τύπος σε λίγο θα έκλεινε το μαγαζί, και μάλιστα χωρίς συνέπειες τραγικές, γιατί οι εγκαταστάσεις του ήταν ιδιόκτητες και θα μπορούσε να τις πουλήσει ή να τις νοικιάσει. Με άλλα λόγια, ο κύριος Ξέρξης δεν θα γινόταν ποτέ το φίδι που θα επιτεθεί.

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 21 Η κυρία Ξέρξη-Μπόρμαν όμως; Η γυναίκα με τα επιδέξια δάχτυλα και το σκοτεινό βλέμμα που έμοιαζε να αντικρίζει νυχτερίδες ή άλλα εφιαλτικά πτηνά; Η γυναίκα αυτή είχε πάθος με τη δουλειά - πάθος που απασχόλησε τη συνεδρία ενός διοικητικού συμβουλίου και προκάλεσε απροσδόκητες συγκρούσεις. Κάποιοι πίστευαν πως το γραφείο «Ξέρξης και Σία» έπρεπε να αποκτηθεί με οποιοδήποτε ποσό, για να εξημερωθεί το άγριο ύφος της Γερμανίδας, άλλοι εισηγήθηκαν την πρόσληψη της περιποιήτριας νεκρών στη «Γαλήνη» με τεράστιο μισθό, και μερικοί ευφάνταστοι πρότειναν την απαγωγή της και την απελευθέρωση της στα σύνορα της Τουρκίας ή της Βουλγαρίας -έτσι, για εκφοβισμό. Τελικά, νίκησε η ψυχραιμία και αποφασίστηκε να αφεθεί η κατάσταση στην τύχη της. Και μόνο ο γηραιότερος του συμβουλίου, ο Αγάπιος Δήμας, έφυγε με βήματα αργά και λόγια αμείλικτα: «Όσο υπάρχει η γυναίκα αυτή, εμείς κινδυνεύουμε». Όλοι γέλασαν, απέδωσαν την προφητεία του στην προχωρημένη ηλικία και τον επόμενο μήνα από τα κεντρικά της Ευρώπης τού υπεβλήθη η παράκληση να παραιτηθεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΜΑΝΤΕΥΑΝ ΣΩΣΤΑ ΟΙ ΥΠΕΎΘΥΝΟΙ της «Γαλήνης». Ο Μάριος Ξέρξης ποθούσε να πουλήσει την επιχείρηση του ειδικά σε αυτούς -η αισθητική δεν του επέτρεπε ανάξιους διαδόχους. Τις νύχτες περπατούσε στην παράλληλη λεωφόρο με βήματα δειλά και εξέταζε τα γραφεία του αντιπάλου. Θαύμαζε τους ιδανικούς συνδυασμούς των παστέλ χρωμάτων, τις εκθαμβωτικές λιμουζίνες στο γκαράζ, τους φιλόξενους φωτισμούς, και μύριζε τα αρώματα που ανάδιναν τα απολυμαντικά. Ύστερα ονειρευόταν... Αν πουλούσε το γραφείο του, μαζί και ολόκληρο το κτίριο, θα σωζόταν. Θα αγόραζε ένα διαμέρισμα στην περιοχή, θα επένδυε έξυπνα τα υπόλοιπα χρήματα και τότε η Τίνα και ο ίδιος θα περπατούσαν σε ακρογιαλιές χωρίς προβλήματα. Θα άντεχε όμως να «σωθεί» εις βάρος του μέλλοντος; Οι γιοι του ίσως δεν γύριζαν ποτέ από τον Καναδά, όμως συχνά του έλεγαν: «Πατέρα, το κτίριο με τους πεθαμένους είναι ιδανικό για ντισκοτέκ. Θα μας το χαρίσεις κάποια μέρα;». Ενδεχομένως αστειεύονταν, αλλά ο ίδιος, όταν έφευγε από τον κόσμο, έπρε

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 23 πε κάτι να τους αφήσει για να τον θυμούνται. Ακόμη και αν το γραφείο κηδειών δεν μεταμορφωνόταν σε πολύχρωμη ντισκοτέκ με έξαλλη μουσική, θα μπορούσε να γίνει πολυκατάστημα ή σούπερ μάρκετ και να τροφοδοτεί τα παιδιά του με ένα εισόδημα σταθερό. Ας μην το χρειάζονταν εκείνα, ας είχαν γίνει Κροίσοι πέρα από τον Ατλαντικό. Οι προσφορές δεν αποτιμώνται μόνο με τη λογική της ανάγκης... Και, το σπουδαιότερο, ήθελε να «σωθεί» εις βάρος του παρελθόντος; Όταν ήταν μικρός και μεγάλωνε αθόρυβα, με συντροφιά την αδελφή του τη Μάρη, το κτίριο έμοιαζε μαγικό. Γιατί οι δυο τους δεν έμεναν ακίνητοι στον επάνω όροφο, όπως πρόσταζαν οι γονείς. Ανέβαιναν και στην ταράτσα και παρατηρούσαν τα σμήνη πουλιών στους ουρανούς ή, όποτε έβρεχε, κρύβονταν στο δώμα και έπαιζαν αναβάτες και αλογάκια. Ήταν ένα παιχνίδι διασκεδαστικό που, δυστυχώς, προκαλούσε εντάσεις, γιατί η Μάρη δεν δεχόταν εύκολα να γίνεται τετράποδο και να καλπάζει με παλάμες και γόνατα σε βρόμικα πλακάκια, και ο ίδιος, ως άλογο, δεν άντεχε να την αισθάνεται στη ράχη του να σφυρίζει, μιμούμενη μαστίγια φανταστικά, ή να του τραβάει τα αυτιά, θεωρώντας πως κρατούσε γκέμια. Και κάποιες νύχτες οι δυο τους κατέβαιναν ακροπατώντας στους απαγορευμένους χώρους. Περνούσαν αόρατοι από τα γραφεία και την αίθουσα υποδοχής, φροντίζοντας να μην ταράξουν τον υπάλ

24 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ ληλο της βραδινής βάρδιας, τον αιωνίως κοιμισμένο, έπειτα προχωρούσαν στα εκθετήρια, στα εργαστήρια και στα κρυφά ψυγεία... Λοιπόν, δεν άφηναν φέρετρο αδοκίμαστο, ξάπλωναν σε όλα, άλλοτε μπρούμυτα, άλλοτε ανάσκελα, συχνά και στο πλάι. Και, όπως ήταν μικρόσωμοι, δεν παρέλειπαν να χωθούν στην ίδια κάσα και οι δυο, εμπειρία δυσάρεστη, γιατί η Μάρη τον έσπρωχνε προς το κάθετο ξύλο και του προκαλούσε μελανιές στα γόνατα, στους ώμους, στους αγκώνες, κάποτε και στο μέτωπο, χαρίζοντας του ένα μπλάβο σημάδι που κατέστρεψε την αθωότητα του προσώπου του και έδωσε έδαφος για αυστηρές ανακρίσεις. Επίσης, συχνά έχαναν την επιδεξιότητα και έριχναν καπάκια στο πάτωμα με θόρυβο και τότε έτρεχαν στο πρώτο φέρετρο και κρύβονταν με την αναπνοή κομμένη. Ο υπάλληλος ξυπνούσε από το λήθαργο, αλλά δεν αποφάσιζε τον έλεγχο. Γνώριζε πως οι νεκροί ήταν ακίνδυνοι και πως οι κλέφτες δεν ενδιαφέρονταν για τα κιβώτια του θανάτου -είχαν προκαταλήψεις. Μα κάποτε συνέβη το μοιραίο. Κρυμμένοι σε μια κάσα αποκοιμήθηκαν και τα χαράματα ανακαλύφθηκαν από την καθαρίστρια που φρόντιζε τους χώρους. Ο Μάριος πάγωσε, η Μάρη δεν ταράχτηκε καθόλου. Είπε στην έκπληκτη γυναίκα πως, αν σιωπούσε, θα της χάριζε τον κουμπαρά της, και πως, αν τους μαρτυρούσε, θα ορκιζόταν ότι στο φέρετρο τους έκλεισε αυτή. Δεν θα την πίστευαν, αλλά θα χό

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 25 ρευαν σε αμφιβολίες, άρα εκείνη τι προτιμούσε; Τα χρήματα ή την απόλυση; Η καθαρίστρια ψιθύρισε λόγια ακατάληπτα, όπως: «Μεγάλη γλώσσα για μικρό παιδί» ή «τερατάκια» ή «βλαμμένα, σας γράφω στα παλιά παπούτσια μου», και ούτε τον κουμπαρά της Μάρης δέχτηκε ούτε καταδέχτηκε την προδοσία. Τα εργαστήρια δεν τα πλησίαζαν, παρόλο που ήταν συνήθως άδεια. Οι νεκροί μεταφέρονταν από τα νοσοκομεία λίγες ώρες πριν από την ταφή, για να γίνουν ωραίοι, και οι γέροντες που πέθαιναν στα σπίτια τους κρύβονταν μυστικά σε ψυγεία και περίμεναν το πρωί. Και τα δυο ανήλικα δείλιαζαν, γιατί ναι μεν οι γονείς βεβαίωναν πως όσοι ξεκινούν το ταξίδι για τους ουρανούς γίνονται αγγελούδια, αλλά ίσως τα λόγια τους ήταν παραπλανητικά, όπως όταν διηγούνταν πως τα μωρά προέρχονται από το ξεφύλλισμα των ρόδων ή πως κόκκινοι δράκοι μαζεύουν τα απείθαρχα παιδιά. Και αν τα κλειστά μάτια των πεθαμένων ξαφνικά άνοιγαν και πρόβαλλαν νύχια αρπακτικά; Έτσι, ελάχιστες φορές μπήκαν στους απαγορευμένους χώρους, και μάλιστα μετά από διαδικασίες εξαντλητικές, γιατί και οι δυο αρνιόνταν να ανοίξουν τη βαριά πόρτα, και έριχναν κορόνα ή γράμματα για να διαλέξουν το δράστη. Ο Μάριος ποτέ δεν καταλάβαινε ποιος κέρδιζε με το νόμισμα. Όποτε τύχαιναν γράμματα, η Μάρη τον πρόσταζε να πιάσει το χερούλι της πόρτας αυτός, ως νικημένος, αλλά το ίδιο τού

26 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ έλεγε και όποτε τύχαινε κορόνα, το ίδιο ισχυρίστηκε και τη σπάνια στιγμή που το στρογγυλό μέταλλο στάθηκε όρθιο, σε ισορροπία παράδοξη και μοναδική. Δεν υπάκουε ο μικρός αδελφός, προτιμούσε τα χτυπήματα που έτρωγε στο σβέρκο, απλώς λυπόταν που δεν ήταν μεγαλύτερος - ποια άδικη μοίρα τον καταδίκασε να έχει κατά τρία χρόνια γηραιότερη αδελφή; Κάποτε η Μάρη άνοιξε την πόρτα μόνη, ίσως επειδή προηγουμένως ήπιε τα υπολείμματα ενός ποτηριού με κρασί. Ο ίδιος έτρεμε έξω από τον απολυμασμένο χώρο, αλλά άκουσε τη φωνή της σε παράγγελμα: «Έλα να δεις...». Τόλμησε, και βρήκε τη Μάρη επάνω από ένα ανοιγμένο συρτάρι, τριάντα πόντους επάνω από το έδαφος. Πλησίασε με αβέβαια βήματα, ώσπου αντίκρισε μια μύτη γαμψή και ένα μέτωπο χωρίς ρυτίδες, πλαισιωμένο από μαλλιά λευκά. Γοητεύτηκε από το θέαμα. Οι γέροι που γνώριζε έβηχαν, έφτυναν, ανάσαιναν δύσοσμα και βαριά, ενώ ο παππούς στο συρτάρι έδειχνε εξευγενισμένος. «Είναι όμορφος» ψιθύρισε στη Μάρη, γιατί πραγματικά τον έβρισκε λιγότερο αηδιαστικό από τους ζωντανούς, και εκείνη του απάντησε σατανικά: «Αφού σου αρέσει, φίλησε τον». Τον φίλησε και, παρόλο που τα χείλη του πάγωσαν, όπως στα πρώτα καλοκαιρινά μπάνια, έφυγε ειρηνικά και αργότερα αποκοιμήθηκε με όνειρα σε απέραντα λιβάδια. Μετά την εμπειρία αυ

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 27 τή, νεκρούς απέφευγε να αγγίζει - θα κατέστρεφε εκείνη την αίσθηση, τη μοναδική. Αν, λοιπόν, πουλούσε το κτίριο, οι παιδικές του αναμνήσεις θα χάνονταν και άλλη πηγή τους δεν θα έβρισκε. Οι γονείς του πέθαναν από καιρό -τους οργάνωσε τις λαμπρότερες κηδείες-, η Μάρη παντρεύτηκε έναν Καναδό και ζούσε μόνιμα στο Τορόντο. Επικοινωνούσαν σχεδόν καθημερινά, της είχε εμπιστευτεί τους δυο του γιους, και εκείνη του έδινε αναφορές για την πρόοδο τους. Αλλά την έβλεπε τόσο σπάνια. Και, το χειρότερο, όποτε τη συναντούσε, του έλειπαν τόσο το παιδικό χτύπημα στο σβέρκο και το τράβηγμα των αυτιών... Φαίνεται πως έλειπε και σε εκείνη, γιατί τον αγκάλιαζε τρυφερά και του έλεγε: «Ο Μάριος, ο μικρούλης μου αδελφός», παρόλο που ήταν πια μεσήλικας κανονικός, με στρογγυλή κοιλιά και ατιμωτική αρχή φαλάκρας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η TINA ΞΈΡΞΗ-ΜΠΟΡΜΑΝ αποχαιρέτισε το λογιστή και έριξε αμήχανες ματιές στο χώρο. Αν ό,τι μόλις πληροφορήθηκε ήταν σωστό, το γραφείο θα έκλεινε σε δυο ή τρεις μήνες, γιατί η στήλη των εξόδων μεγάλωνε αδιάντροπα, γελοιοποιώντας την ατροφική των εσόδων. Η ιδέα της καταστροφής την τάραζε, γιατί καταστροφές είχε ζήσει ήδη δυο φορές, την πρώτη με τη χρεοκοπία και την αυτοκτονία του πατέρα της, του Πέτερ Μπόρμαν, τη δεύτερη με τον εξευτελιστικό θάνατο της μητέρας της, η οποία, εκτός από μεθυσμένους εμετούς, άφησε και μια σειρά ακάλυπτων επιταγών που εξόφλησε η ίδια. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να συζητήσει με τον άντρα της για το πρόβλημα ψύχραιμα και αντικειμενικά. Ο Μάριος δεν ήθελε να ακούσει λέξη για την πώληση του διώροφου κτιρίου. Όποτε ένας αδιάκριτος γείτονας ή κάποιος απλήρωτος προμηθευτής τού έθιγε το θέμα, εκείνος ψιθύριζε λόγια παράξενα για την αδελφή του, για χρόνια παιδικά, για φέρετρακρυψώνες, ακόμη και για μια ντισκοτέκ πολύχρωμη που στο απώτερο μέλλον θα αντικαθιστούσε το γρα

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 29 φείο κηδειών. Και ο συνομιλητής τρόμαζε με το παραλήρημα και αντιδρούσε με τη σιωπή ή την απομάκρυνση. Η κυρία Ξέρξη δεν κατανοούσε τη λογική του συζύγου της. Να περίμενε ένα θαύμα; Να φανταζόταν πως οι διευθυντές της «Γαλήνης» θα του έδιναν πολλά λεφτά για να βάλει λουκέτο, όπως έκαναν με τόσους άλλους; Ναι, όμως οι άλλοι είχαν επιχειρήσεις υγιείς, και κανένας λογικός άνθρωπος δεν πληρώνει ψόφιους σκύλους. Διότι ψόφιος σκύλος έγινε το μαγαζί, με φέρετρα αζήτητα, το εργαστήριο σκονισμένο, τα σύνεργα της καλυμμένα με σκουριά. Και την κατάπτωση την έβλεπε ο Μάριος. Γιατί, λοιπόν, δεν την αντιμετώπιζε με σθένος; Σε τελευταία ανάλυση, τι θα πάθαιναν αν τα πουλούσαν όλα και ξεκινούσαν νέα ζωή στο Τορόντο, με τη γλυκιά παρουσία των δυο τους γιων; Η Τίνα Ξέρξη-Μπόρμαν κάθισε στην πολυθρόνα πίσω από το γραφείο και ονειρεύτηκε. Είδε την οικογένεια της στον Καναδά, ενωμένη πάλι, το Μάριο να καπνίζει πούρα, την ίδια να κεντά, τους γιους να ακμάζουν, να παντρεύονται, να αποκτούν παιδιά... Βέβαια, πάντοτε θα της έλειπαν οι χρυσές εποχές. Τότε που οι νεκροί στοιβάζονταν, ουρές, στα υπόγεια και η ίδια φρόντιζε για την έκφραση τους. Δεν ήταν εύκολη προσπάθεια, έπρεπε να καλύπτει την αγωνία που αποτυπωνόταν γύρω από το στόμα ή στις άκρες των

30 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ ματιών, τη θλίψη των παρειών και του μετώπου. Χαλάρωνε μόνο με τα πρόσωπα των ηλικιωμένων -είχαν μια εξάντληση ηδονική. Καθώς οι αναμνήσεις από το ένδοξο παρελθόν την παρέσυραν, δεν πρόσεξε πως η πόρτα του γραφείου άνοιγε και πως πλησίαζε ένας άντρας. Τον αντιλήφθηκε μόνον όταν εκείνος έσκυψε στο γραφείο της, σωστό αρπακτικό. Τρόμαξε. Ήταν ένας άντρας χωρίς πρόσωπο, το εξασθενημένο φως της ημέρας φανέρωνε μόνο περιγράμματα και σκιές. Ωστόσο μύρισε την άριστη ποιότητα του μάλλινου κοστουμιού του και μέντα ακριβή στη ρυθμική του αναπνοή. «Θα ήθελα τον κύριο Ξέρξη» άκουσε τη φωνή του, πολιτισμένη και ευγενική, φωνή ανθρώπου που ελέγχει πάθη. Του είπε ότι ο κύριος Ξέρξης απουσίαζε, αλλά μπορούσε να απευθυνθεί στην ίδια, ήταν γυναίκα και συνεργάτιδα του. Έπειτα εκμαίευσε σε χαμηλούς τόνους: «Συνέβη το μοιραίο σε κάποιο δικό σας;». Ο άντρας δίστασε: «Όχι ακριβώς, περίπου, ίσως...». Αυτή δεν ήταν απάντηση ανθρώπου σοβαρού. Υπήρχε πεθαμένος ή όχι; Ό,τι βρίσκεται στον πλανήτη βάλλεται από τη σχετικότητα, αλλά ο θάνατος ποτέ. Πάλι, μήπως η ίδια βιαζόταν; Μήπως ο άνθρωπος αυτός, προνοητικός, είχε κάποια μητέρα ετοιμοθάνα

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 31 τη και επιθυμούσε μια τελετή λαμπρή, με τελετουργικά ασυνήθιστα και σχεδιασμούς ειδικούς; «Θέλετε να μου πείτε τι ακριβώς ζητάτε;» επέμεινε, αν και κάποιο ένστικτο την πρόσταζε να σωπάσει. «Προτιμώ να μιλήσω με τον κύριο Ξέρξη». Δεν της άρεσε η φράση του. Ήταν προσβλητική. Αποφάσισε να τον διώξει με αοριστίες του τύπου «Περάστε αργότερα» ή «Βρίσκεται σε ταξίδι» ή «Για σήμερα έκλεισε το μαγαζί», αλλά θυμήθηκε το απελπισμένο βλέμμα του λογιστή. Οι καιροί δεν προσφέρονταν για υπερηφάνειες. «Έρχεται αμέσως» ψιθύρισε ταπεινά, παρόλο που ο Μάριος ίσως καθυστερούσε αιώνες. Την ίδια στιγμή η κεντρική πόρτα άνοιγε και ο σύζυγος της προχωρούσε με έκπληξη και βήματα γοργά. «Σας αφήνω μόνους» είπε η κυρία Τίνα Ξέρξη- Μπόρμαν με ανακούφιση και έτρεξε στον επάνω όροφο. Πρόσεξε πως το ρολόι της τραπεζαρίας έδειχνε πέντε και είκοσι, από τα παράθυρα διέκρινε την αρχή της νύχτας. Υπολόγισε πως, αν ο άγνωστος έδινε μια παραγγελία μεγάλη -αφού για κηδείες ήρθε, δεν επισκεπτόταν γραφείο τουρισμού-, αν, για παράδειγμα, συγγενείς ή συνάδελφοι του διαμελίστηκαν σε πολύνεκρο αυτοκινητικό, τότε η ίδια θα ξενυχτούσε - οι σκοτωμένοι από ατυχήματα απαιτούν προσπάθεια

32 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ διπλή. Και, φυσικά, δεν θα έκανε προχειρότητες - πασαλείμματα με έντονα χρώματα και παχιά μεϊκάπ, εκείνα που προτιμούσαν οι μακιγιέρ της «Γαλήνης». Θα δούλευε στα πτώματα με συνέπεια, αψηφώντας την κούραση και την πίεση του χρόνου. Στην ανάγκη, θα φώναζε τους παλιούς της βοηθούς. Παρά τους κλυδωνισμούς της επιχείρησης, θα έρχονταν πρόθυμα -πάντα τη θεωρούσαν αυθεντία. Και, όπως η εργατικότητα στηρίζεται στην οικονομία δυνάμεων, αλλιώς χάνει τις μάχες, η Τίνα Ξέρξη- Μπόρμαν έγειρε στον καναπέ και αποκοιμήθηκε. Το άμεσο μέλλον την ήθελε ακμαία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΘΥΜΌΤΑΝ ΠΩΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΧΟΥΆΝΑ Ο κόσμος γινόταν όμορφος και πλατύς, με διλήμματα ακυρωμένα. Σκεφτόταν πως με το φλάουτο διέσχιζε τα όρια του σύμπαντος και αναζητούσε διαστάσεις άλλες. Παραδεχόταν πως και με τους νεκρούς δεν ένιωθε άσχημα, θεωρούσε σπουδαίες τις στιγμές όπου οι υπάρξεις κλείνουν απαλά τους κύκλους τους, και ο ίδιος, σοβαρός και υπεύθυνος, διευκόλυνε τον τελευταίο ασπασμό του σώματος με τον μελαγχολικό αέρα. Πλησίαζε πέντε το πρωί και ο Μάριος Ξέρξης καθόταν ακόμη στο γραφείο του, αν και ο επισκέπτης δεν τον απασχόλησε παρά τρία τέταρτα το πολύ. Όλες αυτές τις ώρες η Τίνα δεν κατέβηκε από το διαμέρισμα να τον βρει -να υπέθετε πως βρισκόταν με τον άγνωστο ακόμη; Του άρεσε η διακριτικότητα της, την ερωτεύτηκε γι' αυτήν, αλλά καμιά φορά υποδήλωνε την απόσταση ή το υψωμένο τείχος. Τώρα χρειαζόταν μια Τίνα αδιάκριτη και διεκδικητική, που θα ερχόταν στο γραφείο έξαλλη και θα ρωτούσε: «Γιατί δεν ανεβαίνεις επάνω; Δεν πείνασες; Δεν θα κοιμηθείς;». Μια Τίνα που θα προχωρούσε ευθέως στο ζητούμενο: «Τι σε ήθελε ο τύπος;».

34 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ Θα της απαντούσε; Ίσως τον έπιανε εξομολογητική διάθεση και της περιέγραφε με λεπτομέρειες τα πάντα, ίσως εφεύρισκε ένα ψέμα, ίσως σώπαινε. Πάντως, ό,τι και αν έκανε, θα αντιμετώπιζε και θύελλες οργής, γιατί είχε τραβήξει από το συρτάρι του ένα μπουκάλι ουίσκι, το άδειασε τις ώρες της μοναξιάς του, και τώρα ξεκινούσε το δεύτερο, χωρίς αναστολή. Η πρόταση του άγνωστου παρέπεμπε σε θρίλερ. Δεν του ζήτησε να αναλάβει την κηδεία της μητέρας του ή του μεγάλου αδελφού του ή κάποιας θείας του με Αλτσχάιμερ. Αντίθετα, του είπε με φυσικότητα απέραντη: «Θέλω να με θάψετε εσείς!». Στο λαμπρό παρελθόν ο Μάριος Ξέρξης λέξεις ανάλογες άκουγε συχνά από γέροντες και γερόντισσες που τον γνώριζαν από παιδί και τον τροφοδοτούσαν με καραμέλες. Τώρα το αίτημα έμοιαζε παράλογο, ο άγνωστος δεν είχε ξεπεράσει τα σαράντα πέντε, και στην ηλικία αυτή οι άντρες σκέφτονται σεξουαλικά όργια και απογειώσεις επαγγελματικές. «Να σας θάψω;» γέλασε. «Εσείς θα ζήσετε περισσότερο από εμένα!» Και αμέσως κατάλαβε το λάθος του. Γιατί; Σπάνια αρρώστιες ύπουλες τρυπώνουν σε οργανισμούς νεανικούς; Λίγες φορές είχε θάψει παιδάκια έντεκα ετών ή εφήβους στην αρχή της λάμψης; Περιεργάστηκε τον άγνωστο με τους άτακτους παλμούς της καρδιάς που εμφανίζονται στις δραματικές ειδήσεις.

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 35 «Δεν θα πεθάνω» εξήγησε ήσυχα ο άγνωστος «απλώς πρέπει να ταφώ». 0 Μάριος Ξέρξης έψαχνε τους τοίχους του γραφείου του, μήπως και είχαν μετακινηθεί, υποψιαζόταν ότι αντιμετώπιζε έναν επικίνδυνο σχιζοφρενή, ώσπου άκουσε τους κρότους της χαριστικής βολής: «Θέλω να με θάψετε ζωντανό και να με ξεθάψετε την τρίτη νύχτα». Ζήτησε συγγνώμη από τον άντρα, τράβηξε το ουίσκι από το συρτάρι του, κατευθύνθηκε στο εκθετήριο με τα φέρετρα. Ρούφηξε άπληστα και επέστρεψε τόσο δυνατός, ώστε ενώθηκε με το παλιό του κύρος. «Κοιτάξτε» είπε με ύφος επαγγελματικό «λέτε πως δεν θα πεθάνετε, απλώς θα ταφείτε ζωντανός για δυο νύχτες, που σημαίνουν αντιστοίχως και δυόμισι ή τρεις ημέρες. Λοιπόν, σας πληροφορώ ότι ζητάτε πράγματα αδύνατα. Η ταφή χωρίς πιστοποιητικό θανάτου απαγορεύεται, δεν ζούμε σε απομακρυσμένες ζούγκλες...». «Πιστοποιητικό θανάτου έχω εξασφαλίσει» έκανε ο άντρας ψυχρά. 0 Μάριος Ξέρξης νοστάλγησε λίγη σούπα καυτή, γιατί ήταν Ιανουάριος και το κρύο στο γραφείο του μαστίγωνε - καλοριφέρ σπάνια χρησιμοποιούσε. Ύστερα ψιθύρισε με ειλικρίνεια: «Δεν καταλαβαίνω».

36 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ «Επιθυμώ να θεωρηθώ απ' όλους νεκρός και ν' αρχίσω νέα ζωή» εξήγησε ο άγνωστος με απλότητα, σαν να μιλούσε για τη βόλτα που θα έκανε στο πάρκο. 0 κύριος Ξέρξης χάθηκε σε ρίγη συγκίνησης. Το ίδιο ακριβώς δεν ποθούν κρυφά οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη; Τη ριζική αλλαγή, χωρίς το κόστος των αποχαιρετισμών; Μήπως έπρεπε να υποκλιθεί στον άγνωστο για την τόλμη; «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω» έκανε σεμνά, αν και καταλάβαινε πια θαυμάσια, απλώς ένιωθε αναγνώστης αστυνομικού μυθιστορήματος και βιαζόταν να περάσει στην επόμενη σελίδα. Τρία λεπτά, μόνο τρία λεπτά χρειάστηκαν στον άγνωστο για να του εκθέσει το σχέδιο. Θα «πέθαινε» με τη βοήθεια κάποιου φίλου του γιατρού και από το γραφείο «Ξέρξης και Σία» χρειαζόταν ελάχιστα πράγματα. Ένα φέρετρο γεμάτο τρύπες αόρατες και ανοίγματα στη μαρμάρινη κρύπτη του οικογενειακού τάφου του, ώστε να παίρνει αέρα. Ακόμη, μια διακριτική επέμβαση την τρίτη νύχτα, ώστε να βγει από τον τάφο ζωντανός. Αργότερα και την αποκατάσταση του μαρμάρου, αφού τη διάρρηξη δεν έπρεπε να την υποψιαστεί κανείς στον αιώνα των αιώνων... 0 Μάριος Ξέρξης θύμωσε: «Ακούστε, παρόλο που μιλάμε για οικογενειακό τάφο, κάποια στιγμή τα οστά μεταφέρονται στο μετωπικό οστεοφυλάκιο, για να πάρουν τη σειρά τους

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 37 και άλλοι. Αργά ή γρήγορα ο σκελετός σας δεν θα βρίσκεται πουθενά και θα κυνηγάνε εμένα». Και μιλούσε σοβαρά, σαν να ήταν κλεισμένη η συμφωνία τους, ενώ χανόταν στους ατμούς του ουίσκι αδιάντροπα και είχε πλαστό ενδιαφέρον. «Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος» τον καθησύχασε ο άγνωστος. «Ο οικογενειακός τάφος μου έχει οκτώ θέσεις, τέσσερις δεξιά, τέσσερις αριστερά, και όλες είναι άδειες. Τον αγόρασα πρόσφατα». «Και αν οι γονείς σας, τα αδέλφια σας, η γυναίκα σας, τα παιδιά σας...» «Δεν έχω παρά μια γυναίκα και δυο μικρά παιδιά. Ώσπου να μεταφερθώ στο οστεοφυλάκιο, θα έχουν περάσει ογδόντα χρόνια και σε ογδόντα χρόνια δεν θα κινδυνεύετε ούτε εσείς ούτε εγώ». 0 Μάριος Ξέρξης έκανε σύντομους μαθηματικούς υπολογισμούς και βρήκε πως ο άγνωστος είχε δίκιο. Σε ογδόντα χρόνια δεν θα ζούσε κανείς από τους δυο, όσες προόδους και αν έκανε η ιατρική. Άρα, από την πλευρά αυτή, κίνδυνος δεν υπήρχε. «Ανακεφαλαιώνω» συνέχισε ο άγνωστος. «Από εσάς ζητώ μόνο αέρα και μια ασφαλή εκταφή. Τα υπόλοιπα τα έχω αναλάβει εγώ. Αναρωτηθείτε μόνο αν σας χρειάζονται δυο εκατομμύρια ευρώ. Γιατί τόσα θα σας δώσω ως αμοιβή». 0 κύριος Ξέρξης δεν συγκρατήθηκε. Ρούφηξε άπληστα το ουίσκι του, παρόλο που απέναντι καθόταν ο

38 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ πελάτης. Μετά ελίχθηκε στους ρυθμούς της πανουργίας: «Και πότε θα πάρω τα ευρώ;». Δεν πίστευε στην ερώτηση. Έψαχνε τη λογική του αντιπάλου. Γιατί, αν άκουγε «Τα χρήματα θα τα πάρεις μετά τη δουλειά», θα θεωρούσε τον άγνωστο απατεώνα. Μετά τη δουλειά εκείνος θα ήταν νομίμως πεθαμένος, εντός του τάφου ή εκτός, και ο Μάριος Ξέρξης, ακάλυπτος εντελώς - έρμαιο των περιπλοκών και της αστυνομίας. Η μόνη υγιής απάντηση θα ήταν: «Μισά μπροστά, μισά μετά τη δουλειά», έτσι γίνονται οι έντιμες απάτες. «Θα δώσω όλα τα χρήματα προκαταβολικά. Μια μέρα πριν από το θάνατο μου» έκανε ο άγνωστος με ευθύτητα προσκόπου. Ο κύριος Ξέρξης αποσβολώθηκε. Απάτη και γενναιοδωρία βαδίζουν ποτέ μαζί; Μήπως προϋποθέτουν η μια την άλλη; Παρατήρησε τον άντρα που σηκωνόταν, άκουσε και το τελεσίγραφο: «Σήμερα έχουμε δεκαπέντε Ιανουαρίου. Σε δώδεκα μέρες περιμένω απάντηση. Και, αν δεχτείτε, υπολογίστε ως ημέρα ταφής την εικοστή τρίτη Φεβρουαρίου». Δεν τον άφησε να απομακρυνθεί, αν και στις κινήσεις του διέκρινε ανυπομονησία. Ήπιε μια ακόμη γουλιά ουίσκι και προσπάθησε να λύσει το σταυρόλεξο με εκμαιεύσεις. «Δεν σας συμφέρει να μου δώσετε όλα τα χρήματα

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 39 προκαταβολικά. Και αν σας αφήσω να πεθάνετε στην κρύπτη;» 0 άγνωστος ανασήκωσε τους ώμους του: «Γιατί να το κάνετε; Δεν έχετε συμφέρον από το θάνατο μου...». Ύστερα τον πλησίασε. Τόσο, ώστε ο Μάριος Ξέρξης ένιωσε την καθαρή αναπνοή του να ενώνεται με τη δική του, την αλλοιωμένη από το αλκοόλ: «Τι νομίζετε, κύριε Ξέρξη; Δεν έλεγξα την εντιμότητα σας; Ασχολήθηκα πολύ με εσάς...». Πρόσθεσε μια ευγενική «καληνύχτα» και έφυγε μεγαλόπρεπα. Και ο Μάριος Ξέρξης χώθηκε στην πολυθρόνα του βαθιά και αποχαιρέτισε το δύσκολο σταυρόλεξο χωρίς λύπη. Ώσπου κάτι θυμήθηκε. Έτρεξε στην εξώπορτα, διέκρινε τον άγνωστο να στρίβει δεξιά στη λεωφόρο, τον ακολούθησε με βάδισμα που θύμιζε αθλητή, τον πρόλαβε κοντά στην καινούρια μπυραρία. Φρόντισε να μιλήσει με φωνή σιγανή, ώστε να μην ακουστούν τα λόγια του ούτε από τις λεύκες του πεζοδρομίου: «Γιατί να μείνετε σε έναν τάφο τόσο πολύ; Θα πλήξετε. Γιατί να μη σας βγάλω το ίδιο βράδυ, παρά να περιμένω ως την τρίτη νύχτα;». 0 άντρας ένωσε τα φρύδια με δυσαρέσκεια. Δεν του άρεσε η ερώτηση, αλλά, καθώς ήταν εύλογη, απάντησε με την ίδια ευθύτητα, την προσκοπική, που παρέλυε τους αντιπάλους:

40 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ «Πιστεύω πως τις δυο πρώτες νύχτες θα ξενυχτά στο μνήμα η γυναίκα μου, και ας το απαγορεύει η διεύθυνση του νεκροταφείου. Το ίδιο έκανε και για τη μητέρα της και για την αδελφή της». Έπειτα σχημάτισε ρυάκια αγανάκτησης στο μέτωπο: «Όλοι οι άνθρωποι κατασκευάζουν προσωπικά έθιμα. Γιατί απορείτε;».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΩΣ ΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΤΟ ΠΡΩΙ ο Μάριος Ξέρξης είχε ξεχάσει τον άγνωστο. Αποφάσισε πως ήταν τρελός ή βαλτός - ίσως κάποιος φίλος ή εχθρός του έκανε μακάβρια φάρσα. Και με τη βοήθεια του ουίσκι πέρασε στο όνειρο των δύο εκατομμυρίων ευρώ, που αιφνιδίως έμοιαζε απτό, και ας βασιζόταν στο ψέμα. Λοιπόν, με δυο εκατομμύρια ευρώ θα κλείδωνε σπίτι και γραφείο, θα έπαιρνε την Τίνα και οι δυο τους θα μετανάστευαν σε νησιά εξωτικά. Θα αγόραζαν ένα μπαγκαλόου και θα χαίρονταν ήλιο, θάλασσα και νύχτες παραμυθιών. Τα καλοκαίρια θα δέχονταν την επίσκεψη των δυο τους γιων και της Μάρης, το Πάσχα θα πετούσαν ως το Τορόντο οι ίδιοι, για ψώνια και επαφή με τον πολιτισμό, και τα Χριστούγεννα θα επέστρεφαν για τρεις εβδομάδες στην Αθήνα -το κτίριο δεν έπρεπε να ερειπωθεί και οι παλιοί φίλοι θα χρειάζονταν την περιοδική τους παρουσία. Και όμως! Παρά την οικονομική άνεση, δεν θα γινόταν ο κυνηγός της καλοζωίας. Από τη Γερμανία είχε μεταφέρει το φλάουτο και δέκα κούτες νότες που θα ταξίδευαν μαζί τους στα νησιά και θα του θύμιζαν

42 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ την αρχή του... Τις επιδόσεις της άνθησης δεν θα τις έφτανε ποτέ, ωστόσο, αναζητώντας τη χαμένη τεχνική, θα τοποθετούσε την ύπαρξη του ολόκληρη σε νέες παραμέτρους. Και, άθελα, θα αντιλαμβανόταν καλύτερα το πέταγμα του πουλιού, τη δηλητηριώδη άμυνα του φιδιού, το φορτίο της χελώνας. Θα διέκρινε και άλλα, πολλά. Τις άπειρες όψεις της Τίνας, που τα τελευταία είκοσι χρόνια χλόμιασαν κάτω από τις σκιές πτωμάτων, της Τίνας που βαθμιαία θα μεταμορφωνόταν από τον κόκκινο ήλιο, το πράσινο νερό, τη βλάστηση με τις ηδονικές μυρωδιές και τις διακριτικές θωπείες. Και δεν απέκλειε να την έβλεπε κάποια μέρα με καβαλέτο, μουσαμά και άπειρα χρώματα στο χέρι, να ζωγραφίζει διάττοντες που κλυδωνίζονταν απαλά, αδιάφοροι για τον προορισμό τους. Βέβαια, διάττοντες είναι και οι άνθρωποι, το αποδεικνύουν τη στιγμή του τέλους, αλλά δεν αδιαφορούν για τον προορισμό τους, και τυραννιούνται άσκοπα με πρακτικές που τους υπαγόρευσαν μισαλλόδοξες κοινωνίες. Σε κάθε νεκρό που μετέφεραν στο γραφείο του ο ίδιος διέκρινε την παγωμένη απορία: «Γιατί όλα αυτά;» και την ασθενική μετάνοια: «Νόμιζα πως η ζωή μου ήταν υπόθεση σοβαρή. Τι ανοησία!». Ώσπου το όνειρο των δυο εκατομμυρίων ευρώ βυθίστηκε σε έλη και ο Μάριος Ξέρξης έμεινε μόνος, με την αόριστη ευφορία του αλκοόλ. Και εκτοξευόταν

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 43 σε σκηνές εποχών διαφορετικών, σε ένα υπέροχο σόλο που προκάλεσε κάποτε συγκίνηση σε κοινό και συναδέλφους, σε ευφάνταστα παιχνίδια με συμμαθητές, στο θυμό της μητέρας του όταν της ανήγγειλε πως φεύγει για τη Γερμανία. Και οι ώρες κυλούσαν αδιάντροπα και η εξάντληση τον αγκάλιασε σφιχτά. Δοκίμαζε να συρθεί στον επάνω όροφο, όταν το τηλέφωνο χτύπησε. Πρόσεξε πως οι δείκτες του ρολογιού, οι αβέβαιοι, μάλλον έδειχναν πέντε και δέκα και απάντησε μεταμφιέζοντας τη μέθη του σε χαύνωση ύπνου. Ήταν η διευθύντρια του ασύλου. Του ανακοίνωσε πως ένας από τους γέροντες της πέθανε στο νοσοκομείο της περιοχής, έπειτα άφησε την αγωνία της να ξεσπάσει: «Φοβάμαι πως πτώματα θα έχουμε πολλά τις επόμενες ημέρες. Οι μισοί τρόφιμοι μου δηλητηριάστηκαν από χαλασμένες κονσέρβες, θα κάνω μήνυση στην εταιρεία κατασκευής». Τέλος, συμπλήρωσε βιαστική: «Όπως πάντα, θέλω κηδείες απλές και φτηνές. Ας ξεχάσει το μακιγιάζ η γυναίκα σου. Τα φέρετρα δεν θα ανοίξουν!». Χωρίς το ουίσκι, θα της έλεγε να μην ανησυχεί, θα φρόντιζε για όλα. Τώρα ο πελάτης του ασύλου τον ενοχλούσε, τον προσγείωνε στις πεδιάδες μιας καθημερινότητας βαριάς. «Θα στείλω να τον πάρουν» είπε στη διευθύντρια άτονα.

44 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ Και βασανίστηκε με ατζέντες και αριθμούς, γιατί η μνήμη του είχε διαλυθεί και δεν θυμόταν ποιοι ήταν οι μεταφορείς και ποιος ο οδηγός της νεκροφόρας. Πλησίαζε έξι το πρωί όταν ανέβηκε στο διαμέρισμα. Αντίκρισε ένα θέαμα που τον δόνησε -το ουίσκι εξατμίστηκε αστραπιαία. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και η γυναίκα του κοιμόταν χωρίς σκεπάσματα στον διπλανό καναπέ. Ένιωσε απαίσια. Την κάλυψε με ένα πάπλωμα, τη θαύμασε στη στάση αυτή, τη συγκινητική. Ύστερα πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε δυνατό καφέ, τον ήπιε μονομιάς και, περπατώντας με βήμα σχεδόν σταθερό, κάθισε δίπλα της. Της χάιδεψε τα μαλλιά -την αγαπούσε- και της ψιθύρισε: «Έχουμε δουλειά...». Γιατί ναι μεν η διευθύντρια του ασύλου πάντοτε πρόσταζε να παραλειφθεί η διαδικασία του μακιγιάζ, υπονοώντας πως δεν την ενδιέφερε ούτε η καθαριότητα των νεκρών -και ποιος θα ασχοληθεί μαζί τους, τα σκουλήκια;-, αλλά η Τίνα ήταν κατηγορηματική. «Ας μην πληρώσει» έλεγε «εγώ πτώματα βρομερά δεν παραδίνω». 0 Μάριος Ξέρξης δεν της θύμιζε ότι τα πτώματα δεν παραδίνονται πουθενά, ότι σφραγίζονται οριστικά σε υγρό χώμα, γιατί γνώριζε τις απόψεις της. Η μορφή των νεκρών ήταν αυτοσκοπός, δεν είχε σημασία που θεατές δεν θα υπήρχαν. Και θα κοπίαζε για τους γέροντες του ασύλου, σαν να ήταν υπουργοί νάρκισσοι και δεσποτικοί, που θα επιβάλ

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 45 λονταν σε υποτελείς ακόμη και με την όψη του θανάτου... Η Τίνα άνοιξε τα μάτια, διέκρινε το Μάριο και ρώτησε απότομα: «Σου έδωσε δουλειά εκείνος ο άντρας;». Της εξήγησε πως όχι, ανέλαβε έναν ακόμη τρόφιμο του ασύλου, και έστρεψε τη συζήτηση στα διαδικαστικά, στο πτώμα που σε λίγο θα έφτανε, στην ώρα της ταφής, στο μέλλον που υποσχόταν χρώματα αισιόδοξα, αφού στο άσυλο παρουσιάστηκαν δηλητηριάσεις. Εκείνη κοιτούσε επίμονα το απείραχτο σερβίτσιο στο τραπέζι, ώσπου τον διέκοψε: «Τότε; Τι ήθελε από σένα ο άγνωστος;». 0 Μάριος Ξέρξης πάγωσε. Δεν σκόπευε να μεταφέρει στη γυναίκα του τη σκηνή μιας φάρσας, αλλά η σκέψη του βραδυπορούσε, έξυπνη δικαιολογία δεν έβρισκε. «Δεν ήθελε τίποτα» απάντησε κάποτε. «Ενδιαφερόταν για τα ακίνητα της περιοχής. Μας μπέρδεψε, φαίνεται, με μεσιτικό γραφείο». «Και ως τώρα μιλούσατε για ακίνητα;» έκανε η Τίνα ήπια, χωρίς ίχνος ειρωνείας. «Όχι βέβαια, εκείνος έφυγε αμέσως, εγώ κοιτούσα τα λογιστικά». Τα ρουθούνια της Τίνας άνοιξαν και έκλεισαν γρήγορα, ρουθούνια λαγωνικού που οσφραίνεται θήρα

46 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ μα. Και, όπως ανακάλυψε τις αναθυμιάσεις του ουίσκι να αναμειγνύονται με φρέσκο καφέ, έκρυψε την ανησυχία της και πρότεινε: «Κοιμήσου, είσαι κουρασμένος, θα παραλάβω το γεροντάκι εγώ». Και, καθώς παρακολουθούσε τη γυρτή φιγούρα του συζύγου της να απομακρύνεται, θυμήθηκε τον αλκοολισμό της μητέρας της και τυλίχτηκε με το πάπλωμα σφιχτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Το ΣΚΆΝΔΑΛΟ ΞΕΣΠΑΣΕ ΟΡΜΗΤΙΚΌ, λάβα ηφαιστείου. Το ογδόντα τοις εκατό των τροφίμων του ασύλου τα επόμενα εικοσιτετράωρα πέθανε με σπασμούς και αφρούς κίτρινους. Αιτία των δηλητηριάσεων δεν ήταν οι κονσέρβες, όπως ισχυριζόταν η διευθύντρια, αλλά το γεγονός ότι οι κονσέρβες αυτές βγήκαν από μια εγκαταλειμμένη αποθήκη και χρησιμοποιήθηκαν, παρόλο που είχαν λήξει πριν από εννέα χρόνια. Επενέβησαν εισαγγελείς, η διευθύντρια προφυλακίστηκε, οι ζωντανοί γέροντες μεταφέρθηκαν σε άλλα ιδρύματα της χώρας και οι νεκροψίες έστελναν στο γραφείο «Ξέρξης και Σία» πτώματα ντροπής. Για ένα διάστημα ο Μάριος και η Τίνα Ξέρξη έζησαν στους ρυθμούς της παλιάς δόξας. Κάλεσαν εσπευσμένα τους βοηθούς περιποίησης «σωμάτων», συνεργάστηκαν με πέντε πρακτορεία για λιμουζίνες, πολλαπλασίασαν τους μεταφορείς στα νεκροταφεία -οι μηχανισμοί θανάτου βρέθηκαν σε άνθηση μαγευτική. Το ζευγάρι χαιρόταν με την ετοιμότητα του γραφείου του, γιατί δεν ήταν αυτονόητη -η τελευταία τριετία, με τους αργούς ρυθμούς, τους έδειχνε σχεδόν

48 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ παραιτημένους. Και ήλπιζαν πως η επίδειξη της ικανότητας τους θα λειτουργούσε διαφημιστικά και πως η επαγγελματική πορεία τους θα συναντούσε τους παλιούς δρόμους. Η ελπίδα είναι το όπλο της απογοήτευσης. Κατά βάθος γνώριζαν και οι δυο πως η «Γαλήνη» τους είχε οριστικά εξοντώσει και πως οι εκπρόσωποι της απλώς δεν δέχτηκαν να κηδέψουν τους νεκρούς του ασύλου, παρόλο που τους ζητήθηκε πιεστικά από την Επιτροπή Διάλυσης του Ιδρύματος. Οι λόγοι της άρνησης ήταν πολλοί. Πρώτον, σε καμία περίπτωση δεν θα μείωναν τις τιμές τους, ακόμη και για κηδείες μαζικές. Δεύτερον, η κύρια λειτουργία της εταιρείας τους, η προστασία των οικείων, θα αποδεικνυόταν άχρηστη, αφού οι γέροντες ως «οικείους» είχαν μόνο κατσαρίδες, ψείρες και ποντικούς. Και, τρίτον, δεν σκόπευαν να λερώσουν την εικόνα τους με εξαθλιωμένα άσυλα, γιατί πρόβαλαν την αίγλη της ευμάρειας και απόκρουαν την άποψη της μετά θάνατο εξίσωσης των ανθρώπων. Δέκα ημέρες μετά το σκάνδαλο η ερημιά βασίλευε ξανά στο γραφείο «Ξέρξης και Σία» και το ζευγάρι περιφερόταν στους άδειους χώρους μελαγχολικά. Εκείνη απέφευγε να πλησιάζει στο εργαστήριο -η απουσία νεκρών τη σκότωνε-, εκείνος έκανε βόλτες στις αίθουσες με τα φέρετρα και ψιθύριζε λόγια πικρά στην παιδική οπτασία της Μάρης. Και τις νύχτες,

ΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ 49 ρουφώντας ανόρεχτα τη σούπα τους, παραδέχονταν πως το φωτεινό διάλειμμα είχε τελειώσει. Μόλις το Σάββατο συνήλθαν ελαφρά. Εκείνη ανήγγειλε πως την επομένη θα επισκεπτόταν κάποιους γείτονες που σταδιακά την είχαν αποσυνδέσει από οσμές θανάτου -αλήθεια, θα τη συνόδευε ο Μάριος;-, εκείνος αρνήθηκε, θα πήγαινε για ψάρεμα, και ας ήταν το κρύο τσουχτερό, θα φορούσε ένα μπουφάν αδιαπέραστο, αγορασμένο τις καλές μέρες. Και από τα χαράματα της Κυριακής βρέθηκε στις στροφές της Αναβύσσου, λικνίζοντας σε βούρκους το καλάμι του. Ήταν κουτή εξόρμηση, σύννεφα κάλυπταν τον ορίζοντα, σε λίγο η βροχή θα ξεσπούσε. Αλλά οι μηχανικές κινήσεις τον ανακούφιζαν και, μερικές στιγμές, σχημάτιζε με νοερό φλάουτο βουβές νότες. Και, καθώς οι πρώτες σταγόνες τού χτύπησαν βίαια το πρόσωπο και καθώς τα γάντια και η κουκούλα του δεν αρκούσαν για προστασία, άρχισε να μαζεύει τα σύνεργα δίβουλος όσο ποτέ -τον γοήτευε η αγριεμένη θάλασσα, μήπως έπρεπε να μείνει; Τότε άκουσε τις λέξεις που ο αέρας μετέφερε επιθετικά: «Οι δώδεκα μέρες πέρασαν!». Στράφηκε τρομαγμένος και αντίκρισε έναν άντρα με κίτρινο αδιάβροχο και χέρια χωμένα στις τσέπες. Δεν τον αναγνώρισε εύκολα, η βροχή παραμόρφωνε πρόσωπα. Άλλωστε, η συνάντηση τους στο γραφείο έμοιαζε μακρινή - είχε μεσολαβήσει ο πανικός με τις

50 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ κηδείες του ασύλου. Σκέφτηκε πως όταν η τρέλα επιμένει όλα είναι πιθανά... Ο άγνωστος μπορούσε να τραβήξει ένα περίστροφο και να του ρίξει μια σφαίρα στο μέτωπο ή να βγάλει από την τσέπη το σουγιά και να τον μαχαιρώσει ή, το πιθανότερο, να τον σπρώξει με δύναμη στο νερό, έτσι όπως στεκόταν όρθιος, στην κορυφή του βράχου. Και λοιπόν; Θα δοκίμαζε δυσάρεστη αίσθηση, αλλά ήταν ήδη βρεμένος. «Δεν σας περίμενα» είπε στον τρελό προσεκτικά. «Το φαντάζομαι» απάντησε εκείνος. «Πιστέψατε πως είμαι τρελός ή βαλτός, έτσι δεν είναι;» «Όχι, αντίθετα, εγώ...» «Δεν με ενδιαφέρει ό,τι και αν πιστέψατε. Αρκεί να κάνετε αυτό που ζητάω». Ο Μάριος Ξέρξης σάστισε. Μιλούν τόσο αποφασιστικά οι διαταραγμένοι και οι τρελοί; Ή μήπως κυρίως αυτοί γίνονται δυναμικοί και κάνουν γροθιά τις επιθυμίες; Ο άντρας έδειξε πέρα από τη λεωφόρο, τα εστιατόρια που ματαίως προετοιμάζονταν για τους επισκέπτες του μεσημεριού: «Σε κάποιο από αυτά θα κουβεντιάσουμε καλύτερα». Ο κύριος Ξέρξης περιεργάστηκε τα μαύρα σύννεφα και έκανε απρόθυμα: «Καλά...».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΤΟΝ ΕΙΧΕ ΑΝΑΖΗΤΉΣΕΙ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΈΣ στο κινητό και ο ίδιος της απαντούσε με μισόλογα. Τις πρωινές ώρες, λίγο πριν από το ξέσπασμα της καταιγίδας, της είπε πως ψάρευε και πως αισθανόταν καλά, το μεσημέρι τη βεβαίωσε πως όχι, δεν ξέχασε τη διεύθυνση του σπιτιού, περίμενε να στεγνώσουν οι δρόμοι, το απόγευμα την καθησύχασε, ναι, γνώριζε πως σκοτείνιαζε, αλλά του έσκασε ένα λάστιχο και τοποθετούσε καινούριο. Δεν του άρεσαν τα ψέματα, κυρίως όταν απευθύνονταν στην Τίνα, αλλά πώς να απαρνηθεί την ωραιότερη μέρα της ζωής του; Γιατί ο άγνωστος με την παράδοξη πρόταση δεν ήταν ούτε τρελός ούτε βαλτός. Ήταν ένας μεγάλος χιουμορίστας! Τη στιγμή που άρχιζαν τα ασύμμετρα τόξα των αστραπών και οι βροντές της παραφωνίας, εκείνος τον παρέσυρε στο πιο συμπαθητικό εστιατόριο της λεωφόρου, του πρόσφερε ορεκτικά, κρασί και φρέσκα ψάρια και επανέλαβε το μακάβριο αίτημα με τρόπο τόσο διασκεδαστικό, ώστε και οι δυο γελούσαν και ανάγκαζαν τους έκπληκτους σερβιτόρους να γελούν και αυτοί - η χαρά είναι μεταδοτική, όπως

52 ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ άλλωστε και η φυματίωση και, η λύπη. «Τους τάφους δεν πρέπει να τους βλέπουμε μόνο ως τάφους, αλλά και ως καταφύγια» ψιθύριζε ο άγνωστος και ο Μάριος Ξέρξης ενθουσιαζόταν, γιατί άκουγε μια αλήθεια σημαντική, που ο ίδιος δεν τολμούσε να κλείσει σε λέξεις. Ωστόσο, άπειρες φορές σε νεκροταφεία είχε ανακαλύψει λαθρομετανάστες ή άστεγους. Στην αρχή, τυπικός, ειδοποιούσε τους φύλακες για την ιεροσυλία, αλλά στη συνέχεια προσποιούνταν πως δεν διέκρινε τίποτα, και μάλιστα με συνείδηση ήσυχη - αλίμονο αν προστατεύονται οι νεκροί και εκδιώκονται από τη γη οι ζωντανοί. Καλή η προκατάληψη, αλλά να μη φτάνει στη θηριωδία... Την εποχή εκείνη δοκίμασε και τον υπερβάλλοντα ζήλο. Αγόραζε από τον μόνιμο προμηθευτή του κόλλυβα και κέικ χωρίς μνημόσυνα και τα ακουμπούσε στις φωλιές των κατατρεγμένων. Δυστυχώς, έμεναν απείραχτα, γιατί οι δυστυχισμένοι υποψιάζονταν ότι θα τους δηλητηρίαζε σαν σκυλιά. Άλλαξε αμέσως τακτική. Γέμιζε ένα μεγάλο καλάθι με τρόφιμα και, λίγο πριν από το σούρουπο, στεκόταν σε ένα ευδιάκριτο σημείο και έτρωγε το πρώτο σάντουιτς επιδεικτικά. Έπειτα ακουμπούσε το καλάθι του σε κάποιο μάρμαρο και στην επόμενη επίσκεψη το έβρισκε, επιτέλους, άδειο. Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή ο Μάριος Ξέρξης είχε συνηθίσει να βλέπει τους τάφους και ως καταφύ