ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ;
τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ποια είναι η σχέση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα, για να είναι αληθείς και να αποτελούν γνώση;
Μέχρι τον Χέγκελ (19 ος αι.) η έννοια της αλήθειας αντιμετωπιζόταν σε μεταφυσικο-θρησκευτικό επίπεδο: Η αλήθεια είναι ΜΙΑ, αιώνια και αμετάβλητη, ο ίδιος ο ΘΕΟΣ που κατέχει την ΓΝΩΣΗ, και εμείς συμμετέχουμε σε αυτήν στο πλαίσιο του «κατ εικόνα» και «καθ ομοίωση». Πρβλ. Θεωρία Ιδεών του Πλάτωνα & τα Καθόλου του Αριστοτέλη.
Αν, τώρα, θελήσουμε, πέρα από την καθαρή θεωρία, να εξετάσουμε την αλήθεια στο πλαίσιο της καθημερινής μας ζωής, θα πρέπει αναγκαστικά να μιλήσουμε για αληθείς ή μη προτάσεις ή συλλογισμούς.
Κατ αρχάς, ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, ούτε αληθινά ούτε ψεύτικα: όταν λέμε ότι ένας πίνακας είναι αληθινός, εννοούμε ότι είναι αυθεντικός και όχι πλαστός, όταν λέμε ότι ο μουσακάς είναι αληθινός, εννοούμε ότι είναι ο παραδοσιακός μουσακάς και όχι παραλλαγή του. Μόνο οι σκέψεις μας ή οι προτάσεις μας για τα πράγματα είναι αληθείς ή ψευδείς. Οι άνθρωποι μόνο λένε αλήθεια ή ψέμα.
Αλλά δεν μπορούν όλες οι προτάσεις να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς. Έτσι, προσταγές, ευχές, ερωτήσεις, παρακλήσεις κτλ. δεν επιδέχονται τον χαρακτηρισμό αληθείς ή ψευδείς. Νομίζετε ότι μπορούμε να πούμε ότι είναι αληθείς ή ψευδείς οι προτάσεις: Κώστα, έλα εδώ γρήγορα! ή άραγε πήγε η Μαρία στον κινηματογράφο χθες; ; Μόνο, λοιπόν, οι προτάσεις που δηλώνουν κάτι, οι προτάσεις, δηλ, που μας λένε πώς είναι μια κατάσταση πραγμάτων (γνώμες, πεποιθήσεις, θεωρίες, περιγραφές) μπορούν να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς.
Ενώ όλες οι γνώσεις είναι αληθείς, υπάρχουν αλήθειες που δεν είναι γνώσεις. Η πρόταση ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας είναι μια αληθής πρόταση. Εγώ όμως μπορεί να μην το γνωρίζω και να νομίζω ότι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας είναι ο Παρνασσός, οπότε η κρίση μου ο Παρνασσός είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας για μένα - και για όσους άλλους δεν γνωρίζουν και καταφέρω να τους πείσω - είναι αληθής.
ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΤΑΥΤΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ, γιατί τότε πάρα πολλές αλήθειες - ως προς την πεποίθηση του Υποκειμένου - που δεν είναι γνώσεις θα έμεναν απέξω. Πολλές φορές λέμε: Είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η αλήθεια, αλλά δεν μπορώ να στο αποδείξω συνεχίζεται
Εκτός, βέβαια, Από την ΑΛΗΘΕΙΑ ως ΟΥΣΙΑ, όπως είδαμε στην αρχή.
Ο Σωκράτης υπήρξε το παράδειγμα του φιλοσόφου που προσπάθησε, με την ελεγκτική του μέθοδο, να καταδείξει ότι είναι δυνατόν να έχει κανείς την απόλυτη βεβαιότητα ότι μια πεποίθησή του είναι αληθής και συγχρόνως να πλανάται πλάνην οικτράν.
Στην Απολογία του αναφέρει ότι, για να ελέγξει τον χρησμό του μαντείου, που έλεγε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος σοφότερος από αυτόν, πήγε σε κάποιον πολιτικό τον οποίο θεωρούσαν όλοι σοφό. Ενώ λοιπόν τον εξέταζε με τις ερωτήσεις του, διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο άνθρωπος αυτός, παρ όλο που θεωρούνταν από τους άλλους, αλλά και από τον εαυτό του, ότι ήταν σοφός, εντούτοις δεν ήταν. Όταν μάλιστα προσπάθησε να του το πει, το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τον άλλον και αρκετούς από το ακροατήριο να τον μισήσουν. Επιστρέφοντας σκεφτόμουν μόνος μου κι έλεγα: απ αυτόν τον άνθρωπο είμαι σοφότερος, διότι, παρ όλο που κανείς μας δεν ξέρει σχεδόν τίποτα, αυτός νομίζει ότι ξέρει πολλά και σπουδαία, εγώ όμως δεν ξέρω, αλλά και δε νομίζω ότι ξέρω [...] Έπειτα πήγα και σε άλλον απ αυτούς που θεωρούνταν σοφοί. Έφυγα με την ίδια εντύπωση και απέκτησα το μίσος αυτού και πολλών άλλων.
Ο Ντεκάρτ (αρχές 17 ου αιώνα) είναι ένας καθαρόαιμος ορθολογιστής, ιδρυτής της φιλοσοφίας των νεότερων χρόνων. Ο Ντεκάρτ δήλωσε εξ αρχής ότι δεν πρέπει να θεωρούμε τίποτε αληθινό, αν δεν το έχουμε γνωρίσει με σιγουριά και σαφήνεια ως αληθινό. Για να το κατορθώσουμε αυτό θα πρέπει να σπάσουμε ένα σύνθετο πρόβλημα σε πολλά απλούστερα μέρη και να αρχίσουμε από την πιο απλή και εύκολη σκέψη (μαθηματική μέθοδος στην φιλοσοφία).
«Όταν ονειρευόμαστε», έλεγε ο Ντεκάρτ, «νομίζουμε ότι ζούμε κάτι αληθινό». Άρα ακόμα και όταν νομίζουμε ότι δεν ονειρευόμαστε, αλλά ζούμε στην πραγματική ζωή, είναι η ιδιότητά μας ως σκεπτόμενων όντων που μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι αυτή είναι η πραγματική ζωή, χωρίς, ωστόσο, να μπορούμε να το αποδείξουμε. Θα μπορούσε κάλλιστα αυτή η πραγματική ζωή μας να είναι ένα όνειρο, να μην είναι κατ ουσίαν αληθινή, απλώς να νομίζουμε ότι είναι!
Ο Ντεκάρτ, υποστήριξε ότι η μόνη απόλυτα βέβαιη πρόταση - και άρα αληθής- για την οποία είναι αδύνατον κανείς να αμφιβάλλει είναι: σκέφτομαι, άρα υπάρχω (cogito ergo sum). Ο άνθρωπος, δηλαδή, δεν είναι απλώς μια σκεπτόμενη συνείδηση, αλλά ακριβώς αυτή η σκεπτόμενη συνείδησή του είναι πολύ πιο αληθινή από τον φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει, ο οποίος δεν θα ήταν αληθινός αν δεν υπήρχε η ανθρώπινη συνείδηση να τον αντιληφθεί ως βέβαιο και προφανή!
Ο Χέγκελ τοποθετεί την ανθρώπινη συνείδηση σε στάση διαλεκτική απέναντι στην πραγματικότητα. Το ανθρώπινο πνεύμα μονίμως κινείται από την ΘΕΣΗ στην ΑΡΣΗ και στην ΣΥΝΘΕΣΗ ( ), για να σταθεί, όμως, λίγο εκεί, προτού ξεκινήσει μια νέα πορεία προς μια νέα άρση και μια νέα σύνθεση. Με αυτόν τον τρόπο η επιστήμη και ο πολιτισμός εξελίσσονται!
Αν το περιεχόμενο μιας πρότασης που εκφράζει κάποια πεποίθησή μας, αντιστοιχεί πλήρως στη φύση των πραγμάτων και στις μεταξύ τους σχέσεις, τότε η πρόταση είναι αληθής, διαφορετικά είναι ψευδής. Η άποψη αυτή συμφωνεί με ρεαλιστικές αντιλήψεις που δέχονται την αυθυπαρξία της πραγματικότητας και την καθοριστική συμβολή της στη γνωστική διαδικασία.
«Αλήθεια είναι η πιστή αντανάκλαση της πραγματικότητας στην ανθρώπινη σκέψη και η συνακόλουθη ταύτιση σκέψης και πραγματικότητας. Ολοκληρωμένη, άρα πλήρης αντικειμενική αλήθεια είναι η προσέγγιση και η γνώση αυτής της πραγματικότητας. Ωστόσο, επειδή το πλησίασμα συντελείται σταδιακά, κυρίως μέσω της επιστήμης, κάθε επιστημονική γνωστική κατάκτηση είναι και μια επιμέρους αλήθεια, ένα κομμάτι του συνολικού πάζλ της αλήθειας του κόσμου.»
Αυτή η σχέση «νόησης-πραγματικότητας» δημιουργεί αρκετά προβλήματα, καθώς υπάρχουν και εξω-λογικές δυνάμεις της συνείδησης (η ενόραση, η φαντασία, το συναίσθημα), που υπαγορεύουν, πολλές φορές, μια διαφορετική σύλληψη της πραγματικότητας, καθαρά ατομική.
Η θεωρία της συνοχής προσπαθεί να ορίσει την αλήθεια ανεξάρτητα από την γνώση της πραγματικότητας: Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, εφόσον για ένα συγκεκριμένο θέμα διατυπώνεται ένα σύστημα ερμηνευτικών προτάσεων που δεν παρουσιάζουν αποκλίσεις ή αντιφάσεις μεταξύ τους, αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από αυστηρή λογική συνοχή και συνάφεια, τότε αυτές οι προτάσεις αληθεύουν, τουλάχιστον για το άτομο που τις εκφέρει και για την χρονική περίσταση που τις εκφέρει.
Σύμφωνα με αυτούς, κριτήριο της αλήθειας είναι η πρακτική ωφέλεια, ενώ αληθές είναι ό,τι προάγει τον άνθρωπο εξυπηρετώντας τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά του.
Είδαμε ότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε μια καθολική θεωρία για την αλήθεια, που να μας δίνει ικανοποιητικά κριτήρια για όλες τις περιπτώσεις προτάσεων. Παρ όλα αυτά όμως τα διάφορα κριτήρια δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Μπορούμε να φθάσουμε σε πολύ καλύτερα αποτελέσματα εφαρμόζοντας δύο ή και περισσότερα κριτήρια μαζί. Έτσι, για παράδειγμα: θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο της αντιστοιχίας για εμπειρικές προτάσεις, που στηρίζονται στα δεδομένα των αισθήσεων και στην παρατήρηση, και το κριτήριο της συνοχής για άλλες, πρόσθετες προτάσεις, που παράγονται από τις εμπειρικές ή που μπορεί να ερμηνεύουν ή να δίνουν εξηγήσεις.