ΚΑΠΝΙΣΜΑ Το κάπνισµα είναι µια µορφή «φαρµακολογικής» εξάρτησης. Μόνο το 2% από τους καπνιστές είναι περιστασιακοί. Οι περισσότεροι είναι συστηµατικοί που σπάνια µπορούν να περάσουν 2 ώρες χωρίς τσιγάρο.
ΚΑΠΝΙΣΜΑ Δεν χρειάζεται καµιά ιδιαίτερη ψυχολογική ή κοινωνική συνθήκη για να αποκτήσει και το πιο καλά ισορροπηµένο άτοµο εξάρτηση από το κάπνισµα.
ΚΑΠΝΙΣΜΑ Από τα παιδιά που έχουν καπνίσει >2 τσιγάρα, <20% δεν έγιναν τακτικοί καπνιστές.
ΚΑΠΝΙΣΜΑ Σήµερα, όχι µόνο καπνίζουν περισσότερες γυναίκες, αλλά συνεχώς καπνίζουν περισσότερο και αρχίζουν το κάπνισµα σε µικρότερη ηλικία. Σε πολλές χώρες οι γυναίκες έχουν πλέον τις ίδιες καπνιστικές συνήθειες µε τους άνδρες.
ΚΑΠΝΙΣΜΑ Με δεδοµένο ότι µόνο 1 στους 4 που έχουν προσπαθήσει να κόψουν το κάπνισµα, το έχουν πετύχει, προκύπτει ότι η εξάρτηση απ αυτό είναι πολύ έντονη. Εποµένως, το κάπνισµα προκαλεί εξάρτηση και βλάβη της υγείας, και επειδή είναι πολύ διαδεδοµένο, αποτελεί το σηµαντικότερο πρόβληµα δηµόσιας υγείας στις περισσότερες χώρες του κόσµου.
ΚΑΠΝΙΣΜΑ Η εξάρτηση ερµηνεύει τη δυσκολία διακοπής του µε ποικίλες τεχνικές όπως ο υπνωτισµός, ο βελονισµός, η οµαδική ψυχοθεραπεία και η θεραπεία υποκατάστασης µε νικοτίνη (κατά την οποία γίνεται λήψη νικοτίνης µε φαρµακευτικά προϊόντα όπως τσίχλες, αυτοκόλλητα, ταµπλέτες κ.λπ.). Υποστηρίζεται ότι η τελευταία είναι αποτελεσµατικότερη από τη χρήση placebo (Eisenberg et al 2008). Eisenberg MJ, Filion KB, Yavin D, Bélisle P, Mottillo S, Joseph L, Gervais A, O'Loughlin J, Paradis G, Rinfret S, Pilote L. Pharmacotherapies for smoking cessation: a meta-analysis of randomized controlled trials. CMAJ 2008, 179:135-44.
Tο κάπνισµα ενοχοποιείται για σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο αυτόµατων αποβολών, υπολειπόµενη ανάπτυξη των εµβρύων (Detmar et al 2008), προωρότητα, χαµηλό βάρος γέννησης, αιφνίδιο νεογνικό θάνατο (Duroseau & Blakemore 2002, Kochenour 1996), για πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα και προδροµικό πλακούντα. Detmar J, Rennie MY, Whiteley KJ, Qu D, Taniuchi Y, Shang X, Casper RF, Adamson SL, Sled JG, Jurisicova A. Fetal growth restriction triggered by polycyclic aromatic hydrocarbons is associated with altered placental vasculature and AhRdependent changes in cell death. Am J Physiol Endocrinol Metab 2008, 295:E519-30. Duroseau P, Blakemore K. Preconception counseling and prenatal care. In: The Johns Hopkins Manual of Gynecology and Obstetrics. Bankowski BJ, Hearne AE, Lambrou NC, Fox HE, Wallach EE. Philadelphia, Lippincott Williams & Wilkins 2002. Kochenour NK. Normal Pregnancy and Prenatal Care. In: Danforth s Handbook of Obstetrics and Gynecology. Philadelphia, Lippincott-Raven 1996.
Πολύ πρόσφατα στοιχεία έδειξαν αντίστροφη σχέση µεταξύ της καπνιστικής συµπεριφοράς στη διάρκεια της κύησης και του µήκους του νεογνού κατά τη γέννηση, µε µικρότερο µήκος στις ενεργείς καπνίστριες συγκριτικά µε τις παθητικές καπνίστριες µητέρες (Titova et al 2012). Titova OE, Ayvazova EA, Bichkaeva FA, Brooks SJ, Chumakova GN, Schiöth HB, Benedict C. The influence of active and passive smoking during pregnancy on umbilical cord blood levels of vitamins A and E and neonatal anthropometric indices. Br J Nutr 2012 Jan 3:1-5 (Epub ahead of print).
Το κάπνισµα της µητέρας στη διάρκεια της κύησης είναι ένας ισχυρός δοσοεξαρτώµενος παράγοντας κινδύνου για χαµηλό βάρος γέννησης. Αυξάνει επίσης τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού (<37 εβδοµάδες κύησης), αν και φάνηκε να επηρεάζει περισσότερο την εµβρυϊκή ανάπτυξη παρά τη διάρκεια της κύησης). Suzuki K, Tanaka T, Kondo N, Minai J, Sato M, Yamagata Z. Is maternal smoking during early pregnancy a risk factor for all low birth weight infants? J Epidemiol 2008, 18:89-96.
Η αυξηµένη πιθανότητα πρόωρου τοκετού (ΠΤ) ενδεχοµένως να σχετίζεται µε τις επιπλοκές µε τις οποίες συνδέεται το κάπνισµα, όπως η πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα και η υπολειπόµενη ανάπτυξη του εµβρύου (και ιατρογενή πρόκληση ΠΤ). Φάνηκε, όµως, ότι υπάρχει και άµεση σχέση του καπνίσµατος µε την έναρξη του ΠΤ. Preterm labor. UpToDate 2013.
Ωστόσο, πρέπει να σηµειωθεί ότι το 40% όλων των περιπτώσεων χαµηλού βάρους γέννησης συµβαίνει λόγω κληρονοµικών παραγόντων και το 60% λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων, µεταξύ των οποίων το κάπνισµα στα αρχικά στάδια της κύησης είναι ένας κύριος παράγοντας. Suzuki et al. Is Maternal Smoking during Early Pregnancy a Risk Factor for All Low Birth Weight Infants? Journal of Epidemiology 2008, 18:89-96.
Τα παιδιά µε υπολειπόµενη ανάπτυξη βρίσκονται σε αυξηµένο κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιων παθήσεων κατά την ενήλικο ζωή, όπως υπέρταση, διαβήτη τύπου 2 και στεφανιαία καρδιακή νόσο. Suzuki K, Tanaka T, Kondo N, Minai J, Sato M, Yamagata Z. Is maternal smoking during early pregnancy a risk factor for all low birth weight infants? J Epidemiol 2008, 18:89-96.
Μεµονωµένες µελέτες έδειξαν απουσία σχέσης καπνίσµατος και µικρού βάρους γέννησης! (Driul et al 2008) αλλά αυτό το συµπέρασµα έρχεται σε αντίθεση µε σχεδόν το σύνολο της βιβλιογραφίας. Driul L, Londero AP, Della Martina M, Papadakis C, Campana C, Pontello D, Citossi A, Marchesoni D. [Intrauterine growth restriction and pregnancy outcome]. Minerva Ginecol. 2008, 60:231-8.
Επίσης, το κάπνισµα της µητέρας δεν φάνηκε να ενοχοποιείται για αύξηση των λοιµώξεων του αναπνευστικού στη νεογνική περίοδο. Duijts L, Jaddoe VW, Hofman A, Steegers EA, Mackenbach JP, de Jongste JC, Moll HA. Maternal smoking in prenatal and early postnatal life and the risk of respiratory tract infections in infancy. The Generation R study. Eur J Epidemiol. 2008, 23:547-55.
Οι βλαπτικοί παράγοντες που κυρίως ενοχοποιούνται για τις δυσµενείς επιδράσεις του καπνίσµατος είναι το µονοξείδιο του άνθρακα και η νικοτίνη (Duroseau & Blakemore 2002).
Η νικοτίνη προκαλεί σπασµό των αρτηριών, περιλαµβάνοντας εκείνες που στέλνουν αίµα στον πλακούντα. Αυτό ελαττώνει την εµβρυϊκή οξυγόνωση και την προµήθεια θρεπτικών ουσιών, που µπορεί να συνεπάγονται υπολειπόµενης ανάπτυξης έµβρυα.
Υπάρχουν επίσης σαφείς ενδείξεις ότι η νικοτίνη έχει άµεση δυσµενή επίδραση στα αναπτυσσόµενα νευρικά κύτταρα. Στα ζώα, ακόµα και µικρές δόσεις νικοτίνης που ενίενται στη µητέρα στη διάρκεια της κύησης είχαν ως αποτέλεσµα διαµαρτίες του εγκεφάλου, κακή λειτουργικότητα και προβλήµατα µάθησης.
Επειδή το µονοξείδιο του άνθρακα υποκαθιστά το οξυγόνο στο αίµα στη διάρκεια του καπνίσµατος, τα έµβρυα µπορεί να προσπαθούν να αντεπεξέλθουν σε αυτή την έλλειψη µε την παραγωγή επιπλέον ερυθροκυττάρων για τη µεταφορά περισσότερου οξυγόνου. Σε µερικές περιπτώσεις, αυτή η υπερπαραγωγή ερυθροκυττάρων µπορεί να διακόψει την αιµατική παροχή σε ζωτικά όργανα, µε µοιραία αποτελέσµατα (στη διάρκεια της κύησης και µετά τον τοκετό).
Η διακοπή του καπνίσµατος στη διάρκεια της κύησης βελτιώνει το βάρος γέννησης του νεογνού, ιδιαίτερα αν η διακοπή γίνει πριν από τις 16 εβδοµάδες της κύησης.
Υπολογίστηκε ότι αν όλες οι γυναίκες σταµατούσαν να καπνίζουν, θα γινόταν ελάττωση των εµβρυϊκών και νεογνικών θανάτων κατά 10% (Duroseau & Blakemore 2002).
Στην Αγγλία, το µήνυµα στα πακέτα των τσιγάρων είναι σαφές «Smoking kills».
Aπό την αρχή της κύησης, εποµένως, συνιστάται στην έγκυο να αποφεύγει το κάπνισµα ή τουλάχιστον να το περιορίσει στο ελάχιστο.
ΑΛΚΟΟΛ Το βασικό συστατικό όλων των οινοπνευµατωδών ποτών είναι η αιθυλική αλκοόλη (ή αιθανόλη) που αποτελεί προϊόν αλκοολικής ζύµωσης των υδατανθράκων. Η αιθυλική αλκοόλη είναι ένα από τα ισχυρότερα γνωστά τερατογόνα. Η περιεκτικότητα οινοπνεύµατος σε συνηθισµένα ποτά του τόπου µας είναι: µπύρα ~4-5 g%, κρασί ~12 g%, τσίπουρο 30 g%, whisky 40 g%.
Αλκοολισµός είναι η «καταναγκαστική» τακτική χρήση του αλκοόλ, µε συµπτώµατα στέρησης όταν σταµατά η κατανάλωση. Το άτοµο που είναι εξαρτηµένο από το αλκοόλ νιώθει µια ακατανίκητη παρόρµηση να πιει, δίνει σ αυτή του την επιθυµία σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα σε σχέση µε οτιδήποτε άλλο στην ζωή του.
Μέθη Τη φάση διέγερσης ακολουθούν κινητικές διαταραχές, δυσαρθρία και µυϊκή υποτονία που µπορεί να καταλήξει σε πλήρη αδράνεια. Η µέθη χαρακτηρίζεται από ευφορία και υποκειµενικό αίσθηµα αύξησης της δυναµικότητας. Ακολουθεί ασυναρτησία του λόγου. Η µέθη µπορεί να καταλήξει σε κώµα. Η αµνησία είναι εξαιρετικά συχνή. Ο αλκοολικός χαρακτηρίζεται από ακρισία, αµνησία, αβουλία, κυνισµό και αδιαφορία. Πολλά από τα «αδικαιολόγητα» και αποτρόπαια εγκλήµατα έγιναν από αλκοολικούς.
Κύρια επίδραση του οινοπνεύµατος είναι η καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήµατος, η µείωση του συντονισµού των κινήσεων και η αύξηση του χρόνου αντίδρασης του πότη. Μερικές φορές, το οινόπνευµα προκαλεί κάποια ευχάριστη άρση των αναστολών και η κρίση µπορεί να είναι µειωµένη, γι αυτό είναι επικίνδυνη η οδήγηση ή η χρήση µηχανηµάτων.
-Το οινόπνευµα προκαλεί αγγειοδιαστολή των αγγείων του δέρµατος. Παρότι αυτή η αυξηµένη ροή αίµατος, µπορεί να κάνει αυτούς που έχουν καταναλώσει αλκοόλ να νιώθουν ότι είναι ζεστοί, στην πραγµατικότητα το σώµα έχει απώλεια θερµότητας. -Επίσης, προκαλεί αυξηµένη διούρηση και πιθανόν ο πότης να νιώθει αφυδατωµένος. -Το ποτό αυξάνει συνήθως τη σεξουαλική επιθυµία, αλλά στον άνδρα ελαττώνεται η ικανότητα διατήρησης της στύσης.
Χρόνιες επιπτώσεις -Δεδοµένου ότι το οινόπνευµα περιέχει πολλές θερµίδες, οι τακτικοί πότες συχνά παίρνουν βάρος. -Το οινόπνευµα καταστρέφει τα περισσότερα συστήµατα και αποτελεί µείζον αίτιο ηπατοπάθειας (3 τύποι ηπατικής νόσου: λιπώδης εκφύλιση του ήπατος, αλκοολική ηπατίτιδα και κίρρωση). -Τέλος, η κατανάλωση οινοπνευµατωδών σε τακτική βάση µπορεί να καταστρέψει κάθε είδους ανθρώπινες σχέσεις και προκαλεί µεγάλο στρες και εντάσεις στην οικογένεια του αλκοολικού ατόµου.
Οι Ethen και συνεργάτες (2009), δηµοσιεύοντας στοιχεία από την Εθνική Μελέτη Πρόληψης των Συγγενών Ανωµαλιών, ανέφεραν ότι το 30 τοις εκατό των γυναικών αναφέρουν κατανάλωση αλκοόλ στη διάρκεια της κύησης. Αυτό το ποσοστό είναι περίπου τριπλάσιο από εκείνο που βρέθηκε από την ανάλυση στοιχείων του 2002 από τα Κέντρα για τον Έλεγχο και την Πρόληψη των Νόσων (Centers for Disease Control and Prevention) (2004). Ethen MK, Ramadhani TA, Scheuerle AE, Canfield MA, Wyszynski DF, Druschel CM, Romitti PA; National Birth Defects Prevention Study. Alcohol consumption by women before and during pregnancy. Matern Child Health J 2009, 13:274-85. Centers for Disease Control and Prevention (CDC). Alcohol consumption among women who are pregnant or who might become pregnant--united States, 2002. MMWR Morb Mortal Wkly Rep 2004, 53:1178-81.
Η µεγάλη κατανάλωση οινοπνεύµατος ελαττώνει τη γονιµότητα και είναι επικίνδυνη σε περίοδο εγκυµοσύνης. Μία έγκυος που καταναλώνει πάνω από 1 µονάδα αλκοόλ την ηµέρα στα πρώτα στάδια της κύησης µπορεί να προκαλέσει βλάβη στο έµβρυο.
Η αιθανόλη διέρχεται ελεύθερα από τον πλακούντα και τον εµβρυϊκό αιµατο-εγκεφαλικό φραγµό.
Η αιθανόλη είναι ένα γνωστό τερατογόνο και η εµβρυϊκή της τοξικότητα είναι δοσοεξαρτώµενη.
Tο αλκοόλ είναι µια από τις συχνότερες µη γενετικές αιτίες διανοητικής καθυστέρησης όπως και η κύρια αιτία συγγενών διαµαρτιών στις ΗΠΑ που µπορούν να προληφθούν. Cunningham FG, Leveno KJ, Bloom SL, Hauth JC, Rouse DJ, Spong CY. Teratology and Medications That Affect the Fetus. In: Williams Obstetrics, New York, The McGraw-Hill Companies 2010.
Ο µεγαλύτερος κίνδυνος παρατηρείται στη διάρκεια του πρώτου τριµήνου αλλά επηρεασµός της ανάπτυξης του εµβρυϊκού εγκεφάλου συµβαίνει σε όλη τη διάρκεια της κύησης.
Η µεγάλη κατανάλωση οινοπνευµατωδών ποτών (οκτώ συνηθισµένα ποτά την ηµέρα) προκαλεί χαρακτηριστικό σύνδροµο (εµβρυϊκό αλκοολικό σύνδροµο-fetal Alcohol Syndrome-FAS).
Η περιοχή κάτω από τη µύτη µέχρι το άνω χείλος δεν έχει φυσιολογική εµφάνιση και είναι επίπεδη.
Στο εµβρυϊκό αλκοολικό σύνδροµο, το µέγεθος του κεφαλιού είναι κάτω από τη 10η εκατοστιαία θέση.
Ο επιπολασµός του FAS εκτιµήθηκε σε 0,5 to 2 περιπτώσεις σε κάθε 1.000 γεννήσεις στις ΗΠΑ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και 1990 (May & Gossage 2001). Ωστόσο, από περιορισµένα στοιχεία της Αυστραλίας, το FAS εκτιµήθηκε ότι βρίσκεται σε µικρότερο ποσοστό (<0,015/1000). May PA, Gossage JP. Estimating the prevalence of fetal alcohol syndrome. A summary. Alcohol Res Health 2001, 25:159-67. Allen K, Riley M, Goldfeld S, Halliday J. Estimating the prevalence of fetal alcohol syndrome in Victoria using routinely collected administrative data. Aust N Z J Public Health 2007, 31:62-6.
Τα άτοµα που εκτέθηκαν προγεννητικά σε µεγάλη ποσότητα αλκοόλ µπορεί να έχουν καθυστέρηση της ανάπτυξης (κατά την εµβρυϊκή ζωή, µετά από τον τοκετό ή και τα δύο-fas), ανωµαλίες (της µεσότητας) του προσώπου (FAS), και ανατοµικέςλειτουργικές ανωµαλίες του κεντρικού νευρικού συστήµατος (FAS) του εµβρύου. Μπορεί επίσης να υπάρχουν ανωµαλίες των αρθρώσεων και της καρδιάς όπως και ανωµαλίες από τα νεφρά, τα µάτια και τα αυτιά.
Το πλήρες φάσµα των ανωµαλιών από το αλκοόλ (Fetal alcohol spectrum) είναι ένας όρος «οµπρέλλα» που περιλαµβάνει το πλήρες φάσµα της προγεννητικής βλάβης από το αλκοόλ (που µπορεί να µην αντιστοιχεί στα κριτήρια για το εµβρυϊκό αλκοολικό σύνδροµο). Cunningham FG, Leveno KJ, Bloom SL, Hauth JC, Rouse DJ, Spong CY. Teratology and Medications That Affect the Fetus. In: Williams Obstetrics, New York, The McGraw-Hill Companies 2010.
Αναλυτικότερα: Καρδιά Έλλειψη µεσοκολπικού ή µεσοκοιλιακού διαφράγµατος, µετάθεση µεγάλων αγγείων, άλλες καρδιακές ανωµαλίες
Ουροποιητικό σύστηµα Απλαστικοί ή υποπλαστικοί νεφροί, δυσπλαστικοί νεφροί, πεταλοειδής νεφρός, διπλασιασµός ουρητήρα
Μάτια Στραβισµός, ανωµαλίες των αγγείων του αµφιβληστροειδούς, υποπλασία του οπτικού νεύρου
Αυτιά Ανατοµική ή νευροαισθητική απώλεια της ακοής
Να σηµειωθεί ότι τα παιδιά µε υπολειπόµενη ανάπτυξη βρίσκονται σε αυξηµένο κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιων παθήσεων κατά την ενήλικο ζωή, όπως υπέρταση, διαβήτη τύπου 2 και στεφανιαία καρδιακή νόσο (Suzuki et al 2008). Suzuki et al. Is Maternal Smoking during Early Pregnancy a Risk Factor for All Low Birth Weight Infants? Journal of Epidemiology 2008, 18:89-96.
Μεµονωµένες µελέτες έδειξαν απουσία σχέσης κατανάλωσης αλκοόλ και υπολειπόµενης ανάπτυξης! (Driul et al 2008) αλλά αυτό το συµπέρασµα έρχεται σε αντίθεση µε εκτεταµένη βιβλιογραφία Driul L, et al. Intrauterine growth restriction and pregnancy outcome. Minerva Ginecol 2008; 60:231-8.
Η µεγάλη κατανάλωση οινοπνεύµατος µπορεί, επίσης, να ευθύνεται για τον θάνατο της µητέρας και του νεογέννητου (Ηaessler & Rosenthal 2003).
Δεν έχει καθοριστεί µε ακρίβεια η µικρότερη ασφαλής δόση αλκοόλ για το έµβρυο και η κατανάλωση οινοπνεύµατος συστήνεται, γενικά, να αποφεύγεται στη διάρκεια της κύησης (Duroseau & Blakemore 2002).
Η έκθεση του εµβρύου στο αλκοόλ µπορεί να µετρηθεί και µε ανάλυση του µηκωνίου. Garcia-Algar, et al. Alarming prevalence of fetal alcohol exposure in a Mediterranean city. Ther Drug Monit 2008; 30:249-54.
Η λήψη εθισµογόνων ουσιών αντενδείκνυται στη διάρκεια της κύησης, όπως και εκτός κύησης, για λόγους ιατρικούς και "κοσµοθεωρητικούς".
Η κοκαΐνη, το crack (παράγωγο της κοκαΐνης), η ηρωίνη (αλλά πιθανόν και η αγωγή µε υποκατάστατα, όπως η µεθαδόνη) µπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήµατα στη µητέρα και στο έµβρυο-νεογνό.
Κοκαΐνη Δυστυχώς, σε αναπτυγµένες χώρες του κόσµου, η χρήση της κοκαΐνης είναι πολύ δηµοφιλής λόγω εύκολης προσπέλασης και σχετικά χαµηλού κόστους.
Κοκαΐνη Η κοκαΐνη προέρχεται από την πολτοποίηση των φύλλων του φυτού ερυθρόξυλο κόκα.
Κοκαΐνη Η κοκαΐνη µπορεί να προκαλέσει έντονη αγγειοσυστολή που να οδηγήσει σε κακοήθη υπέρταση, καρδιακή ισχαιµία και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Κοκαΐνη Μπορεί επίσης να έχει άµεση καρδιοτοξική δράση και να οδηγήσει σε αιφνίδιο θάνατο (Duroseau & Blakemore 2002).
Κοκαΐνη H κοκαΐνη έχει ισχυρότερη θανατηφόρο δράση από την ηρωίνη και καταστροφικές συνέπειες για το έµβρυο (Beckman et al 2002).
Κοκαΐνη Η χρήση κοκαΐνης στη διάρκεια της κύησης µπορεί να συνεπάγεται αυτόµατη έκτρωση, εµβρυϊκό θάνατο, πρόωρη ρήξη των υµένων, πρόωρο τοκετό, ενδοµήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, χρώση του αµνιακού υγρού µε µηκώνιο και αποκόλληση του πλακούντα (λόγω της οξείας υπέρτασης και της αύξησης της συσταλτικότητας του µυοµητρίου που προκαλεί η κοκαϊνη). Η αγγειοσυστολή που προκαλείται στον πλακούντα ελαττώνει την αιµατική ροή στο έµβρυο προκαλώντας εµβρυϊκή υποξία.
Κοκαΐνη Οι τερατογόνες (;) επιδράσεις της επηρεάζουν τη µεσοδερµατική ανάπτυξη (λόγω της εµβρυϊκής υποξίας και των αγγειακών διαταραχών).
Κοκαΐνη Έτσι, η κοκαΐνη θεωρήθηκε τερατογόνος και η χρήση της έχει συσχετιστεί µε εµβρυϊκά εγκεφαλικά έµφρακτα, µικροκεφαλία, υποπλαστικές ανωµαλίες ανάπτυξης των άκρων, ανωµαλίες του ουρογεννητικού συστήµατος του εµβρύου, ατρησία εντέρου και νεκρωτική εντεροκολίτιδα ( κάποιες διαταραχές, περιλαµβανόµενων εκείνων που είναι γραµµένες µε magenta, µπορεί να είναι δευτεροπαθείς λόγω του αγγειόσπασµου που προκαλεί η κοκαΐνη).
Κοκαΐνη Οι ανωµαλίες της ουρογεννητικής οδού και του νευρικού σωλήνα προκαλούνται στις πρώτες 5 εβδοµάδες της κύησης.
Κοκαΐνη Η έκθεση του εµβρύου στην κοκαϊνη µπορεί να εκτιµηθεί και µε ανάλυση του µηκωνίου. Garcia-Algar O, Kulaga V, Gareri J, Koren G, Vall O, Zuccaro P, Pacifici R, Pichini S. Alarming prevalence of fetal alcohol exposure in a Mediterranean city. Ther Drug Monit 2008, 30:249-54.
Κοκαΐνη Τα νεογνά που γεννήθηκαν από µητέρες που έκαναν χρήση κοκαΐνης παρουσιάζουν νευρολογικές ανωµαλίες, διαταραχές προσανατολισµού και κινητικές διαταραχές (Duroseau & Blakemore 2002)
Κοκαΐνη Τα νεογνά τα οποία εκτέθηκαν ενδοµητρίως σε κοκαΐνη, όπως και κατά τον θηλασµό, µπορεί να είναι ληθαργικά, αδιάφορα σε ερεθίσµατα και αποδιοργανωµένα (όσον αφορά τη σίτιση και τον ύπνο) ενώ µπορεί να παρουσιάσουν το σύνδροµο του αιφνίδιου θανάτου.
Κοκαΐνη Μακροπρόθεσµα, οι απόγονοι των µητέρων που τη χρησιµοποιούν παρουσιάζουν συχνά ψυχοκινητικές διαταραχές.
Ωστόσο, τα προηγούµενα, σχετικά µε τις επιδράσεις της κοκαΐνης, αµφισβητήθηκαν έντονα και θεωρήθηκε ότι µπορεί να είναι συνέπειες παράλληλης χρήσης άλλων βλαπτικών παραγόντων, όπως του αλκοόλ και του καπνίσµατος (Frank et al 2001).
Το κρακ είναι µια µορφή κοκαΐνης που µπορεί να καπνιστεί. Η χρήση του κρακ γίνεται µε εισπνοή του καπνού του µετά από θέρµανση. Επηρεάζει τη χηµεία του εγκεφάλου προκαλώντας ευφορία, υπερβολική αυτοπεποίθηση, αυξηµένη ενεργητικότητα, απώλεια της όρεξης, αϋπνία και ενδεχοµένως παράνοια (που υποχωρεί µετά τη χρήση). Ωστόσο, οι δυσµενείς επιδράσεις του στο έµβρυο-νεογνό ( crack baby ) αµφισβητήθηκαν έντονα.
Μεγάλη κατηγορία ουσιών µε ενδεχόµενη εξαρτησιογόνο δράση και κατά την κύηση είναι τα οπιούχα. Τα οπιούχα είναι ναρκωτικά φάρµακα για την αντιµετώπιση του πόνου.
Στις φυσικές οπιούχες ουσίες ανήκουν τα αλκαλοειδή που λαµβάνονται από τη ρητίνη της παπαρούνας οπίου (συµπεριλαµβανοµένης της µορφίνης και της κωδεΐνης), οι ηµισυνθετικές οπιούχες ουσίες που δηµιουργούνται από τα φυσικά οπιούχα (όπως η ηρωίνη), τα πλήρως συνθετικά οπιούχα (όπως η φαιντανύλη-fentanyl, η πεθιδίνη και η µεθαδόνη) και τα ενδογενή οπιούχα που παράγονται στο σώµα, όπως οι ενδορφίνες.
Η χρήση οπιούχων κατά την κύηση σχετίστηκε µε προεκλαµψία, ανησυχητικά ευρήµατα της κατάστασης του εµβρύου, πέρασµα µηκωνίου, αιµορραγία του τρίτου τριµήνου, αυξηµένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, χαµηλό βάρος γέννησης, περιγεννητική θνησιµότητα (Chang 2011) και, ενδεχοµένως, νεογνικές λοιµώξεις. Δυστυχώς, η διακοπή της χρήσης από τη µητέρα µπορεί να προκαλέσει στερητικό σύνδροµο (µε ρινόρροια, χασµουρητό, διάρροια, µυαλγία κ.λπ.) µε σοβαρές συνέπειες τόσο για την ίδια όσο και για το έµβρυο-νεογνό. Chang G. Substance use in pregnancy. UptoDate. February 2011.
Επίσης, µερικά οπιούχα έχουν συσχετιστεί µε αυξηµένο κίνδυνο ανωµαλιών της συµπεριφοράς των απογόνων πειραµατόζωων που είχαν εκτεθεί σε αυτά (Nelson et al 1996, Nelson et al 1997).
Η ηρωίνη προκαλεί µεγάλη ψυχολογική και σωµατική εξάρτηση. Σε υπερβολική δόση µπορεί το άτοµο να εµφανίσει καταστολή της αναπνοής, καρδιακή αρρυθµία, πνευµονικό οίδηµα, κωµατώδη κατάσταση και µπορεί να συνεπάγεται τον θάνατο.
Λόγω των συνηθειών των χρηστών που περιλαµβάνει και την κοινή χρήση σύριγγας, υπάρχει παράλληλα κίνδυνος λοίµωξης από αιµατογενώς µεταδιδόµενες ασθένειες, όπως ηπατίτιδα Β και C, HIV λοίµωξη-aids και τέτανο. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος επιµολύνσεων µε συνέπεια αποστήµατα και/ή σηψαιµία.
Η µορφίνη είναι ένα ισχυρό αναλγητικό µε ισχυρή ηρεµιστική δράση και υψηλό κίνδυνο εξάρτησης. Η χορήγηση µορφίνης (και άλλων οπιούχων, όπως η πεθιδίνη και η κωδεΐνη) στη διάρκεια του τοκετού σχετίζεται µε αναπνευστική καταστολή του νεογνού. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται αντιµετώπιση από οµάδα εξειδικευµένου προσωπικού.
Η κωδεΐνη είναι παράγωγο της µορφίνης µε πιο περιορισµένη αναλγητική και ηρεµιστική δράση από τη µορφίνη. Η κωδεΐνη είναι διαθέσιµη µόνη της (κυρίως ως αντιβηχικό) ή σε συνδυασµό µε παρακεταµόλη ή ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ως αναλγητικό).
Η χρήση κωδεΐνης στη διάρκεια της κύησης είναι πιθανό να σχετίζεται µε εγκεφαλικό επεισόδιο του νεογνού (Reynolds et al 2007).
Και η κωδεΐνη µπορεί να προκαλέσει εξάρτηση και κάποιες γυναίκες µπορεί να τη χρησιµοποιούν ως υποκατάστατο της ηρωίνης.
Η πεθιδίνη θεωρείται ότι έχει ασύγκριτη σπασµοαναλγητική δράση στη διάρκεια του τοκετού και είναι το αναλγητικό εκλογής κατά τον τοκετό. Αναφέρεται ότι η πεθιδίνη δεν ελαττώνει τις συστολές του µυοµητρίου (αν και υποστηρίχτηκε και το αντίθετο), δεν παρατείνει τον τοκετό, και δεν αυξάνει τη σοβαρότητα της αιµορραγίας ή την παλινδρόµηση της µήτρας µετά τον τοκετό.
Ωστόσο, υποστηρίχτηκε ότι η συστηµατική χορήγηση πεθιδίνης (και άλλων οπιοειδών) δεν έχει αναλγητική δράση στον πόνο του τοκετού, αλλά χρησιµεύει κυρίως ως ηρεµιστικό της µητέρας.
Η φαιντανύλη µπορεί να χορηγηθεί µε διαφόρους τρόπους ως αναλγητικό (όπως διαδερµικά, ενδοφλέβια, επισκληρίδια και από το στόµα). Η φαιντανύλη χρησιµοποιείται και στη µαιευτική. Στις περισσότερες µελέτες, δεν παρατηρήθηκε αναπνευστική καταστολή του νεογνού ή δυσµενής επηρεασµός του Apgar σκορ µετά από χορήγηση του φαρµάκου στη µητέρα.
Η ναλοξόνη µπορεί να αναστρέψει την αναπνευστική καταστολή των οπιούχων. Στα παιδιά των οποίων οι µητέρες χρησιµοποιούσαν οπιούχα στη διάρκεια της κύησης µπορεί να προκαλέσει συµπτώµατα στέρησης.
Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η κωδεΐνη, η πεθιδίνη, η µορφίνη, η φαιντανύλη και η ναλοξόνη (που ανταγωνίζεται τα οπιούχα) αυξάνουν τη συχνότητα των συγγενών διαµαρτιών στον άνθρωπο (αν και έχει παρατηρηθεί τερατογόνος δράση της µορφίνης σε ζώα). Ιατράκης Γ. Κύηση Υψηλού Κινδύνου. Αθήνα, Εκδόσεις «Δεσµός» 2012.
Το ίδιο ισχύει για τη µεθαδόνη (που είναι διαθέσιµη σε ενέσιµη µορφή, στοµατικό διάλυµα και δισκίο). Ωστόσο, µε τη µεθαδόνη διαπιστώθηκε µεγαλύτερη συχνότητα µη αντιδρώντων NST και µεγαλύτερο µεσοδιάστηµα µέχρι την επίτευξη αντιδρώντος NST. Seligman NS, Weiner SM, Berghella V. Methadone maintenance therapy during pregnancy. UptoDate. February 2011.
Eρωτηµατικά υπάρχουν για τη λήψη µαριχουάνας.
Το ενεργό συστατικό της είναι η τετραϋδροκαναβινόλη.
Καναβοειδείς µεταβολίτες µπορεί να ανιχνεύονται στα ούρα των χρηστών για ηµέρες έως εβδοµάδες µετά τη χρήση, δηλαδή για χρονικό διάστηµα πολύ µεγαλύτερο από εκείνο του οινοπνεύµατος και των περισσότερων απαγορευµένων ουσιών.
Η παρουσία αυτών των µεταβολιτών στα ούρα µπορεί να προσδιορίσει τις ασθενείς που είναι πιθανό να χρησιµοποιούν αυτές και άλλες απαγορευµένες ουσίες (Duroseau & Blakemore 2002).
Η µαριχουάνα δεν έχει σαφείς τερατογόνες επιδράσεις, αλλά έχει υποστηριχτεί κάποια ασθενής και ασταθής σχέση µε τον πρόωρο τοκετό, την ενδοµήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης και τη νευροαναπτυξιακή καθυστέρηση. Ιατράκης Γ (Μετάφραση-Επιµέλεια-Σχόλια). Τερατολογία. Στο: Αλγόριθµοι στη Μαιευτική: Αντιµετώπιση και Τεκµηρίωση των Norwitz ER, Belfort MA, Saade GR, Miller H. Αθήνα, Εκδόσεις Παρισιάνος 2011.
Η συνέχιση της κατάχρησης εθισµογόνων ουσιών κατά τη διάρκεια της κύησης είναι επικίνδυνη για το έµβρυο, αλλά & η απότοµη διακοπή τους µπορεί να προκαλέσει σύνδροµο στέρησης στην έγκυο & στο έµβρυο, µε συχνή συνέπεια τον ενδοµήτριο θάνατο, µετά από µια περίοδο υπερδραστηριότητας του εµβρύου.
Οι ουσίες αυτές έχουν επίσης ενοχοποιηθεί για αυτόµατες εκτρώσεις, πρώιµη ρήξη των υµένων, πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα, πρόωρο τοκετό, οξύ τοκετό, έµβρυα υπολειπόµενου βάρους κ.λπ.
Φυσικά, άσχετα από τις φαρµακολογικές παρενέργειες αυτών των ουσιών, η χρήση τους είναι καθολικά απαράδεκτη.