......
O δάσκαλος με το βιολί και το αστέρι
Σελιδοποίηση: Kωνσταντίνα Eλαιοτριβάρη Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος 1991 ΘETH XOPTIATH & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ.A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A.B.E.E. H παρούσα 28η έκδοση, Φεβρουάριος 2009 Λάµπρου Κατσώνη 271 & Γεωργίου Παπανδρέου - Άγιοι Ανάργυροι, Τ.Κ. 13562 Τηλ.: 210 2693800-4 Fax: 210 2693806-7 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 - Αθήνα, Τ.Κ. 10681 Τηλ.: 210 3837667, 210 3837540 Fax: 210 3837066 e-mail agyra@agyra.gr www.agyra.gr ISBN: 978-960-234-038-7 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οποιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
ΘETH XOPTIATH O δάσκαλος με το βιολί και το αστέρι A Bραβείο Kύκλου Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου Eικόνες: Tζώρτζης Παρμενίδης
Στο σπίτι του παππού Aπό την πρώτη τάξη του Δημοτικού ήταν σαν να μην πέρασα και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, γιατί λίγες φορές πήγα στο σχολείο. Ήταν τότε που πήγαμε στο σπίτι του παππού, όταν πέθανε ο μπαμπάς μου κι η μαμά μάς πήρε, την αδερφή μου τη Λιλή κι εμένα, και πήγαμε να μείνουμε για έξι μήνες στους γονείς της. O παππούς ο Xρήστος και η γιαγιά η Πελαγία είχαν ένα σπίτι κοντά στην εξοχή και θαρρείς χάρηκα που θα πηγαίναμε εκεί, γιατί δεν ήθελα να μένω στο σπίτι μας που ήταν γεμάτο μαύρα τούλια στους καθρέφτες και στα πολύφωτα και που του κρέμονταν μαύρες βελούδινες κορδέλες από τον μπουφέ. Tότε, όταν είχε πεθάνει κάποιος, ήταν η αλλόκοτη συνήθεια να ντύνουν στα μαύρα ακόμα και τα σπίτια. Kι η μαμά, που ήταν νέα σαν μικρή κοπέλα και τόσο όμορφη, φορούσε πάντα μαύρα ρούχα κι όλο έκλαιγε κι όταν έβγαινε έξω έβαζε ένα μαύρο καπέλο με μια μαύρη σάρπα που κρεμόταν ως τα παπούτσια της. Kι ενώ όλα αυτά τα μαύρα, ακόμα και τα μαντιλάκια μας με το μαύρο φιτίλι, το φώναζαν ότι κάποιος είχε πεθάνει, οι δικοί μας 9
ΘETH XOPTIATH έλεγαν σε μας τα παιδιά, πως ο μπαμπάς μας έφυγε στην Aμερική, κι ας τον ονόμαζαν στις κουβέντες τους «μακαρίτη» ή «συγχωρεμένο». Kι εμείς κάναμε πως πιστεύαμε το παραμύθι για την Aμερική, ενώ καταλαβαίναμε τα περισσότερα και τα πιο φαρμακερά. Όμως το σπίτι του παππού είχε έναν κήπο πλημμύρα στα τριαντάφυλλα κι είχε δρομάκια στρωμένα με πετρόβολα ανάμεσα στα λουλουδιασμένα παρτέρια και μια βρύση που το νερό έβγαινε από το στόμα του λιονταριού κι έτρεχε σε μια γούρνα κι εμείς βάζαμε χάρτινες βαρκούλες, που τις φυσούσαμε μ όλη μας τη δύναμη, κι όλη μας η χαρά ήταν ένα ταξίδι μερικές πιθαμές. H πίσω πλευρά του σπιτιού έβλεπε σε μια αυλή στολισμένη με οπωροφόρα δέντρα: βερικοκιές, καϊσιές, κερασιές, αχλαδιές, βυσσινιές είχε και μια κληματαριά και στη σκιά της ήταν ένα πηγάδι με μια κλειδαριά στο σκέπασμά του. Tα καλοκαίρια ο παππούς έβαζε στον κουβά του πηγαδιού μποτίλιες με νερό, κανένα καρπούζι ή πεπόνι και τα κατέβαζε βαθιά μες στο πηγάδι, για να πάρουν απ τη δροσιά της γης. H μαμά έβγαινε στην πίσω αυλή και τριγύριζε χωρίς να φοράει εκείνο το μαύρο καπέλο και καμιά φορά χαμογελούσε. Kαι γύρω να φτερουγάει μια άνοιξη, να θέλεις να πετάξεις σαν πουλί, να λαλήσεις ένα τραγούδι για τα χαμομήλια, που ήταν σαν να είχε γυρίσει τ απάνω κάτω ο ουρανός, να χύθηκαν τ αστράκια του κι η γη ν αστροβολάει χαμομήλια! O παππούς είχε φυτέψει μπροστά στο σπίτι τέσσερα πλατανάκια που γρήγορα ξεπετάχτηκαν κι έγιναν δέντρα, 10
O ΔAΣKAΛOΣ ME TO BIOΛI KAI TO AΣTEPI γιατί κάθε μέρα που πότιζε με το λάστιχο τα λουλούδια, έριχνε νερό και σ εκείνα. Mια μέρα που ο ήλιος ήταν στα χρυσά του κέφια, είχαν ξεχυθεί εκεί γύρω γύφτισσες φανταχτερές, για να μαζέψουν χαμομήλια, και μια παρέα μικρά γυφταρέλια, σαν είδαν τον παππού με το λάστιχο, του ζήτησαν να τα καταβρέξει για να δροσιστούν! Eχ, τι χάζι ήταν εκείνο που τα κάναμε στο ξεφάντωμά τους! Kάτω απ τα παιχνίδια του νερού που έκανε ο παππούς με το λάστιχο, τα γυφταρέλια ξυπόλυτα, μ ανοιχτά χέρια σαν να προσκαλούσαν τον ήλιο στον τρεμουλιαστό χορό τους, τράνταζαν το κορμί τους και τραγουδούσαν: Όοοοψααα! Όοοοψααα! Όοοοψααα για τον ήλιο! Όοοοψααα για τα χαμομήλια! Όοοοψααα για τη χαρά της ζωής! Kι εγώ τότε πώς λαχτάρησα να ήμουν σαν κι εκείνα και να χορεύω ξυπόλυτη στα χαμομήλια, ξέσκεπη στον ήλιο, και να σμίγω τους παλμούς μου με τους παλμούς των τζιτζικιών, των αστεριών, σε μια κίνηση, σ ένα χορό με τα πουλιά, με τα φύλλα, με τα κύματα, με τον αγέρα. Kι ίσως να ήταν από τότε που καρφώθηκε μέσα μου σαν μαχαίρι η επιθυμία να γίνω χορεύτρια. Δεν έγινα χορεύτρια, όμως ο νους μου όλο σαν να χορεύει, κι όλο χοροπηδώ στον αγέρα κι όταν κολυμπώ, θαρρώ χορεύω με τη θάλασσα και με τον ουρανό. O παππούς ο Xρήστος, παλιός μακεδονομάχος, αν και ήταν λεβεντιά ακόμα, είχε τραβηχτεί από τη δουλειά του 11
ΘETH XOPTIATH που ήταν το εμπόριο και καταγινόταν πια μόνο με τα λουλούδια, τα δέντρα και τα μικροκαβγαδάκια του με τη γιαγιά την Πελαγία, που την φώναζε Πελαγή. Mια φορά όμως που προσπαθούσε να την πείσει ότι εκείνος μπορούσε να κάνει καλύτερο σιμιγδαλίσιο χαλβά από εκείνη, η γιαγιά τού έδειξε την κουζίνα μ εκείνο το μαλακό, το μπαμπακένιο της ύφος αλλά και το περήφανο μαζί, και του είπε: Δεν μας κάνεις, μπρε Xρήστο, ένα χαλβαδάκι να μας γλυκάνεις, μια που το κάνεις τόσο ωραίο κι είναι και τα παιδιά εδώ να τα κεράσουμε! Aλλά κάποιος δαίμονας έβαλε την ουρά του κι ο παππούς αντί να μετρήσει τέσσερα ποτήρια νερό, μπερδεύτηκε κι έβαλε οχτώ, κι ο χαλβάς έγινε χαλβαδόσουπα. O παππούς εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του κι εμείς τρώγαμε το χαλβά πασπαλισμένο με κανέλα, πολλά γέλια και πειράγματα: Παππού, παππού, το χαλβά θα τον πιούμε στο ποτήρι ή στο φλιτζάνι; Παππού, σε ποιο μπουκάλι να βάλουμε το χαλβά που θα περισσέψει; E, πρόσεχε, σου στάζει ο χαλβάς! Kι εσύ μη ρουφάς το χαλβά σου, δεν είναι ευγενικό! Aχ, ακόμα μια γουλιά χαλβά, σας παρακαλώ! Όμως ο παππούς ήταν μάστορας σπουδαίος στα λουλούδια του κι είχε τα ωραιότερα τριαντάφυλλα στη γειτονιά. Όταν ήταν στον κήπο, για να μην κρυώνει η φαλάκρα του, φορούσε ένα σκούφο που τον έλεγε «το κιουλιάφι μου». Kι εμείς τα ζούζουλα, όπως μας έλεγε, τα μεγαλύτερά 12
ΘETH XOPTIATH του εγγόνια, η Zιζίκα, ο Tάκης, η Λιλή κι εγώ, όλο σοφιζόμασταν ζαβολιές να του κάνουμε με το κιουλιάφι του πότε του το κρύβαμε πότε του περνούσαμε λουλούδια, πότε του κολλούσαμε καμιά κολτσίδα και μια μέρα τού βάλαμε έναν μπούμπουρα. Στο σπίτι του παππού έμαθα τα πρώτα παιχνίδια με πολλά παιδιά, εξαδερφάκια και γειτονόπουλα, που μαζευόμασταν ένα τσούρμο ολόκληρο και παίζαμε παιχνίδια της παρέας και της αυλής: «Nταν νταν τα καράβια», «H μικρή Eλένη κάθεται και κλαίει», «Tο μαντιλάκι πέρασε κι η κόρη το γυρεύει», «Δεν περνάς, κυρα-mαρία», «Πινακωτή, πινακωτή», «Kούκου του Γιαννάκη» κι ακόμα πόσα... Aλλά κι όταν μέναμε μέσα στο σπίτι, χαιρόμασταν τους θησαυρούς που έκρυβαν τα συρτάρια και τα ντουλάπια της γιαγιάς μέσα σε κουτιά και μπογαλάκια. Tρελαινόμασταν να πασπατεύουμε, να χαρχαλεύουμε εκείνους τους σωρούς τα κουμπιά: γυναικεία, ανδρικά, στρατιωτικά από πολλούς πολέμους παράταιρα μανικετόκουμπα, μισοχαλασμένες πόρπες, καρφίτσες και πιάστρες από γραβάτες, μπαλένες από κορσέδες και κάτι σιρίτια, κομμάτια δαντέλες και φανταχτερά κουρέλια που πλούταιναν τα κουκλόπανά μας και τα προικιά από τις κούκλες μας. Kι όταν άνοιγε τις απόκριες εκείνο το παράξενο κουτί με τα φτερά, τα ψεύτικα λουλούδια και τα μπιχλιμπίδια από παλιά καπέλα της γιαγιάς, ήταν σαν να μας έπαιρνε μαζί του κάποιος παραμυθάνεμος. Aλλά το πιο όμορφο κι αγαπημένο απ όλα ήταν το ατλαζένιο νυφικό φουστάνι της γιαγιάς, που η Λιλή και η Zιζίκα πρόλαβαν να το σύρουν για να μασκαρευτούν και να καμαρώνουν σαν κυρίες του παλιού καιρού. 14
O ΔAΣKAΛOΣ ME TO BIOΛI KAI TO AΣTEPI Όμως το σχολείο μας ήταν πια πολύ μακριά από το σπίτι του παππού κι έπρεπε να παίρνουμε το λεωφορείο κι εγώ που ήμουν η πιο μικρή κι αρρώσταινα εύκολα, πήγαινα αραιά και πού. Mου καλοάρεσε να μένω συντροφιά με τη μαμά, να χουχουλιάζομαι στην αγκαλιά της και να προφταίνω τα μάτια της να μη στάξουν, κάνοντας μαϊμουδίστικα καμώματα. Kι όσο για γράμματα, ήξερα αρκετά, γιατί παρακολουθούσα κατά γράμμα τη Λιλή που πήγαινε τρίτη τάξη κι όλο άρπαχνα κάτι. Όμως τα πιο πολλά μού τα μάθαινε η Zούκα, η εξαδέρφη της μαμάς, που φοιτούσε στην Παιδαγωγική Aκαδημία κι έμενε συχνά μαζί μας για να μας συντροφεύει. Tότε σε μας κανένας δεν γελούσε κι όταν ερχόταν η Zούκα με τη ζωντάνια και το γέλιο της με μαγνήτιζε και κολλούσα απάνω της να πάρω αυτό που μου έλειπε κι εκείνη ήθελε να παίζει μαζί μου, της ταίριαζε πιο πολύ μια παρέα που μπορούσε να κουβεντιάσει με γέλια παρά με λόγια. Tην αγαπούσα τόσο πολύ τη Zούκα που τη φώναζα «μικρή μαμά» δεν την άφηνα ήσυχη ούτε στον ύπνο χωνόμουν στο κρεβάτι της να την τσιγκλίσω, να βρούμε δικά μας παιχνίδια και να κάνουμε τα γέλια λόγια. Kι ένα βράδυ που έφαγα πολύ καρπούζι, δεν κρατήθηκα και... δεν έφτανε που ξυπνήσαμε κι οι δυο μας στάζοντας απ την κορφή ως τα νύχια, αλλά η Zούκα με παρηγορούσε κι από πάνω, γιατί από την ντροπή μου έσταζα και δάκρυα, κι ως το τέλος κολυμπούσαμε στα γέλια. Έτσι, λίγο από τη Λιλή και περισσότερο από τη Zούκα, έμαθα όσα έπρεπε, κι η πρώτη τάξη πέρασε χωρίς να μ αφήσει σχεδόν τίποτα, κι ήταν σαν να πήγαινα για πρώτη φορά στο σχολείο στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού. 15