ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ 2011 Τίτλος Μελέτης Χαρτογράφηση του γλωσσικού προφίλ των ελληνόφωνων ατόμων στο Φάσμα Αυτιστικών Διαταραχών Επιστημονικά Υπεύθυνος & Φορέας Αρχόντω Τερζή, ΤΕΙ Πατρών Μέλη Ομάδας & Φορέας Θεόδωρος Μαρίνης, University of Reading Κωνσταντίνος Φρανσίς, Πανεπιστήμιο Αθηνών Αγγελική Κωτσοπούλου, ΤΕΙ Πατρών Δεκέμβριος 2011
Περίληψη Οι μελέτες της γραμματικής των ατόμων με αυτισμό είναι πολύ πρόσφατες, έχουν εστιάσει κυρίως στη Αγγλική και συνήθως σε άτομα από διάφορα σημεία του αυτιστικού φάσματος. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τις γραμματικές ικανότητες των ελληνόφωνων ατόμων στο φάσμα του αυτισμού. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 20 παιδιά ηλικίας 5-8 ετών (μέση ηλικία: 6 έτη, 8 μήνες), με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας και φυσιολογικούς δείκτες λεκτικής και μη λεκτικής νοημοσύνης, έτσι ώστε τα τυχόν γλωσσικά ελλείμματα να μπορούν να αποδοθούν στον αυτισμό. Για κάθε παιδί με αυτισμό μελετήθηκε επίσης ένα παιδί τυπικής ανάπτυξης, ηλικίας 5-8 ετών (μέση ηλικία ομάδας ελέγχου: 6 έτη, 9 μήνες), με τους ίδιους λεκτικούς και μη λεκτικούς δείκτες. Αξιολογήθηκε η κατανόηση της αναφοράς των αντωνυμιών (ισχυρών αδύναμων/κλιτικών τύπων, καθώς και αυτοπαθών) και της μη ενεργητικής ρηματικής μορφολογίας (παθητική και αυτοπαθής ερμηνεία). Βρέθηκε ότι τα παιδιά με αυτισμό δεν διέφεραν από τα φυσικά αναπτυσσόμενα παιδιά παρά μόνο ως προς την αναφορά των κλιτικών αντωνυμιών, γεγονός που καθιστά τις κλιτικές αντωνυμίες ευαίσθητη περιοχή για τον αυτισμό στην Ελληνική, και πιθανώς διαγλωσσικά. Τέλος, και οι δύο ομάδες είχαν αρκετά χαμηλή απόδοση στα παθητικά ρήματα, αλλά όχι στα αυτοπαθή, παρότι οι δύο τύποι έχουν την ίδια μορφολογία στην Ελληνική. Abstract Research on the grammar of autism is very recent, has mainly focused on English, and has usually involved individuals from various points in the autism spectrum. The main objective of the present study was to investigate the grammatical abilities of Greek-speaking individuals with autism. Our sample consisted of 20 children, age 5-8 (mean age: 6 years, 8 months), with high functioning autism and normal verbal and non-verbal abilities. In this way, the linguistic deficits can be attributed more safely to autism. Each child with autism was matched with a typically developing child, age 5-8 (mean age: 6 years, 9 months), on verbal and non-verbal scores. We studied children s comprehension of pronominal reference (both strong and clitic personal pronouns, as well as reflexives) and non-active morphology (with passive and reflexive interpretation). It was found that children with autism did not differ from typically developing children except from reference of pronominal clitics. Clitics are thus rendered a vulnerable domain for Greek-speaking individuals with autism, and perhaps also crosslinguistically. Finally, both groups of children had low performance on passive (but not on reflexive) verbs, despite the fact that they involve the same morphology in Greek.
1. Εισαγωγή Ο αυτισμός είναι μια σύνθετη νευροαναπτυξιακή διαταραχή που ορίζεται με βάση συμπτώματα σε τρεις τομείς της συμπεριφοράς: κοινωνική συμπεριφορά, επικοινωνία και περιορισμένα/επαναληπτικά ενδιαφέροντα και δραστηριότητες (Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, 1994, βλέπε επίσης Francis 2005). Σχετικά με τη γλώσσα των ατόμων στο φάσμα του αυτισμού, η κοινή αντίληψη μέχρι πρόσφατα ήταν ότι η πραγματολογία και η προσωδία της είναι ελλειμματικές, αλλά η γραμματική (μορφολογία και σύνταξη) ακολουθεί, αν και με πιο αργό ρυθμό ίσως, την ίδια πορεία με αυτή της τυπικά αναπτυσσόμενης γλώσσας (Tager-Flusberg 1981, μεταξύ άλλων). Πρόσφατες μελέτες ατόμων με αυτισμό και μητρική γλώσσα την Αγγλική έδειξαν όμως ότι έχουν χαμηλότερη απόδοση σε ορισμένες περιοχές της γραμματικής (λειτουργικές κατηγορίες, μορφολογία χρόνου) από τους τυπικά αναπτυσσόμενους πληθυσμούς (Kjelgaard κ.α. 2001, Roberts κ.α. 2004). Επίσης, περισσότερο εστιασμένες μελέτες βρήκαν ότι Αγγλόφωνα παιδιά με αυτισμό υστερούν ως προς την κατανόηση των αυτοπαθών αντωνυμιών, περιοχή η οποία δεν έχει βρεθεί ποτέ ως τώρα να είναι ελλειμματική σε περιπτώσεις γλωσσικών διαταραχών ούτε να αναπτύσσεται αργά στην παιδική γλώσσα (Perovic κ.α., υπό δημοσίευση). Η συγκεκριμένη μελέτη ήταν ένα από τα κύρια ερεθίσματα για τη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας ακριβώς επειδή ανακάλυψε προβλήματα σε τομέα της γλώσσας που δεν είχε βρεθεί ελλειμματικός ως τώρα, και άρα υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες να συνδέεται με τον αυτισμό. Επιπλέον, η σχέση της αυτοπάθειας στην Ελληνική εκφράζεται με δύο τρόπους: είτε με
αυτοπαθείς αντωνυμίες, είτε με αυτοπαθή ρήματα, και έτσι θα μπορούσε να διερευνηθεί κατά πόσο και οι δύο εκφάνσεις ήταν ελλειμματικές. Δύο είναι τα κοινά χαρακτηριστικά των (ομολογουμένως λιγοστών) μελετών που έχουν διεξαχθεί μέχρι τώρα επί των γραμματικών ικανοτήτων των ατόμων με αυτισμό: α) περιλαμβάνουν συνήθως ανομοιογενείς ομάδες του φάσματος, με συνέπεια να μην είναι ξεκάθαρο αν τα προβλήματα που εμφανίζονται απορρέουν από τον αυτισμό και μόνο. β) έχουν μελετήσει κυρίως άτομα με μητρική γλώσσα την Αγγλική, με αποτέλεσμα κάποιοι από τους τομείς που έχουν μελετηθεί να μην υφίστανται σε άλλες γλώσσες, ή να είναι αρκετά διαφορετικοί, ή, από την άλλη πλευρά, η Αγγλική να μην έχει τους γραμματικούς τομείς ή φαινόμενα που εμφανίζονται ευάλωτοι σε περιπτώσεις διαταραχών σε άλλες γλώσσες. Η μελέτη που παρουσιάζεται εδώ φιλοδοξεί να συμβάλει στην κάλυψη αυτών των κενών. Αυτό επειδή α) εστιάζει στη γλωσσική συμπεριφορά ατόμων με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας και υψηλών λεκτικών και μη λεκτικών ικανοτήτων, έτσι όπως προκύπτει από τις σχετικές δοκιμασίες αξιολόγησης. Με αυτά τα στενά κριτήρια εισόδου ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες ώστε τα τυχόν γλωσσικά προβλήματα που διαπιστωθούν να οφείλονται σε παράγοντες άλλους από τον αυτισμό, όπως για παράδειγμα, σε κάποιο συνυπάρχον γλωσσικό ή γνωστικό έλλειμμα. Επιπλέον, εστιάζει σε γλώσσα άλλη από την Αγγλική, έτσι ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο τα ελλείμματα που εντοπίστηκαν στην Αγγλική χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη γλώσσα και μόνο ή είναι χαρακτηριστικά του αυτισμού διαγλωσσικά. Στην περίπτωση που συμβαίνει το πρώτο,
ποιες είναι οι περιοχές της γραμματικές που πιθανώς εμφανίζονται ελλειμματικές στην Ελληνική, ή και σε άλλες γλώσσες με παρόμοια χαρακτηριστικά; Επειδή πρόκειται για την πρώτη εκτεταμένη μελέτη ελληνόφωνων ατόμων με αυτισμό, εστιάσαμε σε τομείς της γραμματικής που υφίστανται και έχουν μελετηθεί επαρκώς στην Ελληνική (Varlokosta 1999, Wexler & Terzi 2002, Driva & Terzi 2008) και επιπλέον είναι γνωστό ότι ή παρουσιάζουν ελλείμματα σε γλωσσικές διαταραχές ή αναπτύσσονται αργότερα στην τυπικά Ελληνική ή και διαγλωσσικά (Chien & Wexler 1990, Baauw κ.α.1997, Tsimpli 2006, Conroy κ.α. 2009, Chondrogianni & Marinis 2010, Stavrakaki & van der Lely 2010). Ως εκ τούτου, οι τομείς της γραμματικής που μελετήσαμε λαμβάνοντας υπόψη τους παραπάνω παράγοντες ήταν η κατανόηση της αναφοράς των αντωνυμιών και η κατανόηση των ρημάτων με μη ενεργητική μορφολογία. 2. Μεθοδολογία Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 20 παιδιά με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, ηλικίας 5;1-8;11 ετών (μέση ηλικία: 6;8), τα οποία είχαν διαγνωστεί για αυτισμό με DSM-IV-TR (APA 1994) και ADOS (Lord κ.α. 2000). Κάθε παιδί αντιστοιχήθηκε με ένα παιδί τυπικής γλωσσικής και γνωστικής ανάπτυξης ως προς το επίπεδο του λεξιλογίου, απόκλιση +/-5, μέγιστο σκορ 204 (το τεστ λεξιλογίου ήταν βασισμένο στο PPVT). Η ηλικία των παιδιών τυπικής ανάπτυξης ήταν από 5;6-8 έτη (μέση ηλικία: 6;9). Όλα τα παιδιά είχαν σκορ μεγαλύτερο από 80 στο τεστ μη λεκτικών ικανοτήτων Raven.
Οι δύο ομάδες αξιολογήθηκαν από τον ίδιο ερευνητή με τις παρακάτω δοκιμασίες γενικών γλωσσικών ικανοτήτων κατ αρχάς: α) παραγωγή μορφοσύνταξης, τεστ DVIQ (Stavrakaki & Tsimpli 2000), β) πραγματολογία, τεστ βασισμένο στο DELV (Seymour κ.α. 2005). γ) επίπεδο λεκτικών ικανοτήτων (λεξιλογίου), τεστ βασισμένο στο PPVT (Dunn and Dunn 1997) δ) επίπεδο μη λεκτικών ικανοτήτων, Raven s Coloured Progressive matrices (Raven, 1998). Οι τομείς της γραμματικής στων οποίων την κατανόηση εστιάσαμε στη συνέχεια ήταν: α) η ερμηνεία των αντωνυμιών (ισχυροί/πλήρεις τύποι προσωπικών αντωνυμιών, αδύναμοι/κλιτικοί τύποι προσωπικών αντωνυμιών, αυτοπαθείς αντωνυμίες) β) η μη ενεργητική μορφολογία του ρήματος (αυτοπαθής και παθητική ερμηνεία). Ως εκ τούτου μελετήθηκε η κατανόηση των παρακάτω ειδών προτάσεων (στις οποίες θα αναφερόμαστε ως συνθήκες εφεξής): 1. Ο Γιάννης είδε αυτόν 2. Ο Γιάννης τον είδε 3. Ο Γιάννης ζωγραφίζει τον εαυτό του 4. Ο Γιάννης πλένεται 5. Ο Γιάννης σπρώχνεται Εξετάστηκαν επίσης και αυτοπαθή ρήματα που μπορούν να έχουν και παθητική ερμηνεία, δηλαδή, προτάσεις όπως: 6. Ο Γιάννης πλένεται,
στις οποίες η μόνη επιλογή που δόθηκε στους εξεταζόμενους ήταν η παθητική ερμηνεία. Ο τρόπος αξιολόγησης ήταν αυτός της επιλογής εικόνων. Τρεις εικόνες συνόδευαν την κάθε πρόταση και παρουσιάζονταν στην οθόνη υπολογιστή ενώ ακουγόταν ταυτόχρονα μαγνητοφωνημένη η πρόταση την οποία το παιδί έπρεπε να αντιστοιχήσει σε μία από τις τρεις εικόνες. Για τους σκοπούς της έρευνας δημιουργήθηκαν 6 διαφορετικές προτάσεις για κάθε συνθήκη, άρα, 36 προτάσεις συνολικά. Δημιουργήθηκαν επίσης 3 εικόνες για την κάθε πρόταση, συνεπώς ένα σύνολο 108 εικόνων. Τα πρόσωπα των εικόνων ήταν τα μέλη μιας οικογένειας, 12 στο σύνολο, 6 άνδρες (3 ενήλικες μπαμπάς, παππούς, θείος και 3 αγόρια Πέτρος, Κώστας, Γιώργος) και 6 γυναίκες (3 ενήλικες μαμά, γιαγιά, νονά και 3 κορίτσια Καίτη, Μαρία, Ελένη). Κατά τη διάρκεια χορήγησης της δοκιμασίας, βρισκόταν διαρκώς δίπλα στα παιδιά μια εικόνα που περιελάμβανε όλα τα πρόσωπα που συμμετείχαν, με σημειωμένα τα ονόματά τους. Επιπλέον, πριν από την επίδειξη κάθε τριάδας εικόνων ο εξεταστής επαναλάμβανε στα παιδιά τα ονόματα των ατόμων που συμμετείχαν στο σετ. Το σύνολο των δοκιμασιών χορηγήθηκε στο κάθε παιδί σε δύο συναντήσεις, (συνεδρίες) διάρκειας περίπου μιας ώρας η κάθε μία.. 3. Αποτελέσματα Ως προς τις γενικές γλωσσικές ικανότητες, οι δύο ομάδες της μελέτης δεν διέφεραν σημαντικά παρά μόνο ως προς τις πραγματολογικές ικανότητες: σε αυτές, τα παιδιά με αυτισμό βρέθηκε να υστερούν σημαντικά σε σχέση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά (t(38)=2.674, p=0.01). Ως προς τις
μορφοσυντακτικές ικανότητες, τα παιδιά με αυτισμό βρέθηκαν να υστερούν ελαφρώς συγκριτικά με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, αλλά όχι σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο (t (38)=1.809, p=0.078). Στους ειδικούς τομείς της γραμματικής που μελετήσαμε με τα έξι είδη προτάσεων που παραθέσαμε πιο πάνω, τα παιδιά με αυτισμό βρέθηκε να διαφέρουν από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά μόνο ως προς το ένα είδος προσωπικών αντωνυμιών, τους αδύναμους τύπους (κλιτικά). Επιπλέον, σε όλες τις συνθήκες που εξετάσαμε, και οι δύο ομάδες είχαν αρκετά υψηλή επίδοση, με εξαίρεση τις παθητικές προτάσεις, δηλαδή, αυτές της συνθήκης 5 παραπάνω. Πιο αναλυτικά, τα παιδιά με αυτισμό έδωσαν σωστές απαντήσεις στην κατανόηση των ισχυρών τύπων αντωνυμιών σε ποσοστό 94,9%, ήξεραν δηλαδή, ότι σε μια πρόταση όπως Ο Γιάννης είδε αυτόν η αντωνυμία αυτόν δεν πρέπει να αναφέρεται στο Γιάννη, ενώ τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά έδωσαν σωστές απαντήσεις σε αυτή τη συνθήκη στο 93,3% των προτάσεων. Στις κλιτικές αντωνυμίες όμως, τα παιδιά με αυτισμό έδωσαν σωστές απαντήσεις σε ποσοστό 88,3%, σε αντίθεση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά που απάντησαν σωστά σε ποσοστό 99,2%. Στις αυτοπαθείς αντωνυμίες, τα παιδιά με αυτισμό απάντησαν σωστά στο 97,5% των προτάσεων, ενώ τα τυπικά αναπτυσσόμενα σε ποσοστό 99,2%. Όσον αφορά τη μη ενεργητική μορφολογία, βρέθηκε ότι τα παιδιά με αυτισμό κατανοούν τα αυτοπαθή ρήματα σε ποσοστό 96,7%, ενώ τα τυπικά αναπτυσσόμενα σε ποσοστό 99,2%. Στις παθητικές προτάσεις και οι δύο ομάδες παιδιών είχαν πολύ πιο χαμηλή απόδοση από όλες τις άλλες συνθήκες, με τη διαφορά τους να μην είναι στατιστικά σημαντική όμως. Συγκεκριμένα, σε αυτό το είδος των προτάσεων τα παιδιά με αυτισμό
απάντησαν σωστά σε ποσοστό 66,6%, ενώ τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά σε ποσοστό 70%. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή όμως ήταν η απόδοση των παιδιών στη συνθήκη 6, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν αυτοπαθή ρήματα, δίνοντας στα παιδιά παθητική ερμηνεία ως τη μόνη σωστή επιλογή, δίνοντας δηλαδή τις ίδιες δυνατότητες επιλογής όπως με τα παθητικά ρήματα. Στην περίπτωση αυτή τα παιδιά με αυτισμό απάντησαν σωστά στο 93,3% των προτάσεων, ενώ τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά στο 95%. 4. Συζήτηση - συμπεράσματα Μελετήσαμε τη γλωσσική συμπεριφορά ελληνόφωνων παιδιών με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας ως προς μια σειρά γραμματικών φαινομένων που έχει βρεθεί ότι, είτε παρουσιάζουν προβλήματα σε άτομα με αυτισμό και μητρική γλώσσα την Αγγλική, είτε εμφανίζονται ελλειμματικά σε άτομα με γλωσσικές διαταραχές και μητρική γλώσσα την Ελληνική, είτε αναπτύσσονται αργά στην τυπική παιδική γλώσσα. 4.1 Αντωνυμίες Σε αντίθεση με πρόσφατα ευρήματα από την Αγγλική, (Perovic κ.α., υπό δημοσίευση), σύμφωνα με τα οποία τα παιδιά με αυτισμό βρέθηκε να έχουν ιδιαίτερα χαμηλή απόδοση στην ερμηνεία των αυτοπαθών αντωνυμιών, τα παιδιά με μητρική γλώσσα την Ελληνική βρέθηκε να έχουν απόδοση οροφής στη συγκεκριμένη συνθήκη (συνθήκη 3). Υπενθυμίζουμε ότι η παραπάνω μελέτη αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά κίνητρα για τη δική μας μελέτη. Θεωρούμε ότι τα διαφορετικά αποτελέσματα μεταξύ των δύο μελετών ως προς την συμπεριφορά των ατόμων με αυτισμό στον τομέα των αυτοπαθών αντωνυμιών μπορεί να οφείλεται σε τουλάχιστον τρεις παράγοντες:
α) στο δείγμα των Perovic κ.α., το οποίο είχε συμπεριλάβει άτομα από όλο το αυτιστικό φάσμα, σε αντίθεση με το δείγμα της παρούσας μελέτης, στο οποίο συμμετείχαν μόνο άτομα υψηλής λειτουργικότητας. β) στις προτάσεις που χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω έρευνα, π.χ.: Lisa s mom is pointing to herself, στις οποίες η αναφορά της αντωνυμίας βρισκόταν μέσα σε σύνθετη ονοματική φράση και πιθανώς να έκανε την κατανόησή της δυσκολότερη. Αναγνωρίζουμε βέβαια το γεγονός ότι αυτό το σκεπτικό δεν μπορεί να εξηγήσει την καλύτερη απόδοση των Αγγλόφωνων παιδιών στις προσωπικές αντωνυμίες. γ) στο γεγονός ότι οι αυτοπαθείς αντωνυμίες της Ελληνικής είναι σημαντικά διαφορές από αυτές της Αγγλικής, με αποτέλεσμα οι πρώτες να μην αποτελούν ιδιαίτερα ευάλωτο τομέα της γλώσσας σε περιπτώσεις ατόμων με γλωσσικά ελλείμματα (βλέπε Anagnostopoulou & Everaert 1999, Spathas 2010 για λεπτομερείς συντακτικές αναλύσεις των αυτοπαθών αντωνυμιών της Ελληνικής και σύγκριση με αυτές της Αγγλικής). Σε κάθε περίπτωση, η παρούσα έρευνα καταδεικνύει ότι ο τομέας των αυτοπαθών αντωνυμιών δεν φαίνεται να παρουσιάζει προβλήματα για τη γλώσσα των ελληνόφωνων με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας και άρα δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω. Ωστόσο, εντοπίστηκε σημαντική απόκλιση της ομάδας με αυτισμό από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά στη δοκιμασία κατανόησης της αναφοράς των κλιτικών αντωνυμιών. Δηλαδή, τα παιδιά με αυτισμό έδειξαν αδυναμία κατανόησης του ότι σε προτάσεις όπως Ο Γιάννης τον είδε η κλιτική αντωνυμία τον πρέπει να αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο άλλο από το Γιάννη. Παρότι η απόδοσή τους ήταν αρκετά υψηλή (88,3% σωστές απαντήσεις), το γεγονός ότι α) η απόδοση των τυπικά
αναπτυσσόμενων παιδιών στην ίδια συνθήκη ήταν 99,2% και β) τα παιδιά με αυτισμό του δείγματός μας ήταν υψηλής λειτουργικότητας με υψηλούς δείκτες τόσο λεκτικών όσο και μη λεκτικών ικανοτήτων, αξίζει να σταθούμε με ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το αποτέλεσμα. Πρώτα απ όλα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η περιοχή των κλιτικών αντωνυμιών έχει βρεθεί να είναι ευάλωτη με διάφορους τρόπους για τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ), όσον αφορά τις γλώσσες που έχουν κλιτικές αντωνυμίες πάντα, όπως, για παράδειγμα, η Ελληνική (Tsimpli & Stavrakaki, 1999; Mastropavlou, 2006; Varlokosta, 2000; Smith, 2009; Stavrakaki & van der Lely, 2010, Chondrogianni κ.α. 2010). Το γεγονός αυτό κάνει το εύρημά μας ακόμη πιο βάσιμο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις κλιτικές αντωνυμίες σε προβληματική περιοχή της γραμματικής για την Ελληνική γλώσσα σε περιπτώσεις γλωσσικών διαταραχών (ή, γενικότερα, διαταραχών με επίπτωση στη γλώσσα).. Για όλους τους παραπάνω λόγους λοιπόν αξίζει να αναζητήσουμε με προσοχή τις αιτίες που οδηγούν σε αυτή τη συμπεριφορά, τουλάχιστον στον πληθυσμό που μελετήσαμε. Θεωρούμε ότι για την αδυναμία των παιδιών με αυτισμό ως προς τις κλιτικές αντωνυμίες μπορεί να ευθύνονται δύο παράγοντες: πρώτον, είναι δυνατόν η αδυναμία να προέρχεται από το γεγονός ότι τα παιδιά με αυτισμό κάνουν μικρότερη χρήση κλιτικών αντωνυμιών απ ότι οι τυπικά αναπτυσσόμενοι πληθυσμοί. Το γεγονός αυτό μας έχει αναφερθεί ανεκδοτικά από τους λογοπαθολόγους που είχαν επαφή με τα παιδιά που αξιολογήσαμε. Μας αναφέρθηκε συγκεκριμένα ότι αυτά τα παιδιά παράγουν είτε τις πλήρεις αντωνυμίες, είτε τις πλήρεις
ονοματικές φράσεις σε περιπτώσεις που οι τυπικοί πληθυσμοί (πρέπει να) χρησιμοποιούν κλιτικές αντωνυμίες. Δεύτερος παράγοντας που πιθανώς να εμπλέκεται στη χαμηλότερη απόδοση των παιδιών με αυτισμό ως προς τις κλιτικές αντωνυμίες είναι ότι δεν έχουν πλήρη γνώση της μορφολογίας της πτώσης, κυρίως στην περίπτωση των άρθρων (αλλά και πιθανώς και των ομόηχων κλιτικών αντωνυμιών). Στο συμπέρασμα αυτό μας οδήγησαν τα λάθη των παιδιών: σε 10 από τα 14 λάθη που έκαναν συνολικά επέλεξαν την ερμηνεία (και αντίστοιχη εικόνα) σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο της πρότασης δεχόταν την ενέργεια του ρήματος από κάποιο άλλο άτομο. Μια τέτοια ερμηνεία όμως θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα του ότι κατανοούσαν μια πρόταση της συνθήκης 2, όπως η (7) παρακάτω, σαν να είναι η (8): (7) Η μαμά την πλένει (8) Τη μαμά την πλένει. Έχουμε ήδη ετοιμάσει νέα πειράματα για τη διερεύνηση αυτών των δύο υποθέσεων, ήτοι, πειράματα που μελετούν τα ίδια παιδιά και των δύο ομάδων που συμμετείχαν στην έρευνα ως προς την παραγωγή κλιτικών αντωνυμιών και την αναγνώριση της κατάλληλης πτώσης των άρθρων. Όποιος παράγοντας και να εμπλέκεται όμως, η έρευνα που διεξήχθη μέχρι τώρα αναδεικνύει την περιοχή των κλιτικών αντωνυμιών ως ιδιαίτερα ευάλωτη και στην περίπτωση ατόμων με αυτισμό και μάλιστα υψηλής λειτουργικότητας. 4.2 Μη ενεργητική μορφολογία ρήματος Εκτός από τον τομέα της αναφοράς των αντωνυμιών, η έρευνά μας μελέτησε και την κατανόηση της μη ενεργητικής μορφολογίας του ρήματος. Η μη ενεργητική μορφολογία στην Ελληνική χρησιμοποιείται από
μια σειρά ρημάτων με διαφορετική ερμηνεία, ήτοι, παθητική, αυτοπαθή, αλληλοπαθή, αναιτιατική, εργαστική (Alexiadou &.Anagnostopoulou. 2004, Alexiadou κ.α. 2008). Επικεντρωθήκαμε στις δύο πρώτες ερμηνείες, δηλαδή, παθητική και αυτοπαθή επειδή: α) θέλαμε να συγκρίνουμε την απόδοση στα αυτοπαθή ρήματα με την απόδοση στις αυτοπαθείς αντωνυμίες και β) οι παθητικές προτάσεις είναι γνωστές για την αργή κατάκτησή τους από τα ελληνόφωνα παιδιά με τυπική γλωσσική ανάπτυξη. Τα ευρήματά μας από αυτόν τον τομέα, όπως διαφαίνεται από το εδάφιο 3, δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την ομάδα με αυτισμό, αφού σε καμία από τις τρεις συνθήκες των ρημάτων (συνθήκες 4, 5 και 6) δεν διαφέρει σημαντικά από την τυπικά αναπτυσσόμενη ομάδα. Επιπλέον, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η σύγκριση αυτοπαθών ρημάτων με δομές που χρησιμοποιούν αυτοπαθείς αντωνυμίες (συνθήκες 3 και 4), αφού τα παιδιά βρέθηκε να έχουν ιδιαίτερα καλή απόδοση στις αυτοπαθείς αντωνυμίες, αντίθετα με το ότι περίμενε ίσως κανείς βασιζόμενος στα ευρήματα από την Αγγλική. Τα ευρήματα της έρευνάς μας από τη ρηματική περιοχή έχουν όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της τυπικής γλωσσικής εξέλιξης, τόσο από θεωρητική σκοπιά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όσο και από εφαρμοσμένη, όπως θα δούμε στο εδάφιο 5. Πρώτα απ όλα, σε μια σειρά από μελέτες κατάκτησης της Ελληνικής, οι οποίες έχουν γίνει γνωστές και στη διεθνή βιβλιογραφία, υποστηρίζεται ότι, για μια σειρά από λόγους, η παθητική δομή κατακτάται αρκετά αργά από τα παιδιά με τυπική γλωσσική εξέλιξη (Wexler & Terzi 2002, Driva & Terzi 2008). Η παρούσα έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτά τα ευρήματα, αφού και μέχρι την ηλικία των 6 ετών η ομάδα ελέγχου της έρευνάς μας έδωσε σωστές απαντήσεις μόνο
στο 70% των περιπτώσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τις υπόλοιπες συνθήκες της έρευνας, στις οποίες οι σωστές απαντήσεις ξεπερνούν το 90%, και μάλιστα σε μερικές κατά πολύ. Ενδιαφέρον έχει επίσης από θεωρητική σκοπιά το ότι τα αυτοπαθή ρήματα έχουν κατακτηθεί σε ποσοστά αρκετά υψηλότερα από το 90%, παρότι η δημιουργία τους κάνει χρήση της ίδιας μορφολογίας με τα παθητικά (δηλαδή, της ίδιας ακριβώς ρηματικής κατάληξης). Αυτό το εύρημα είναι εξαιρετικής σημασίας για τις συντακτικές αναλύσεις των συγκεκριμένων ρηματικών δομών, και στηρίζει την άποψη ότι τα αυτοπαθή ρήματα παρά τις φαινομενικές τους ομοιότητες με τα παθητικά/αναιτιατικά, έχουν συντακτική δομή θεμελιωδώς διαφορετική από αυτά (Papangeli 2004, αλλά βλέπε Embick 2004). Τέλος, εξαιρετικό είναι το εύρημα ότι όταν τα ίδια ακριβώς αυτοπαθή ρήματα χρησιμοποιούνται με παθητική ερμηνεία όπως αυτή υποδεικνύεται από τις εικόνες της δοκιμασίας, φαίνεται ότι τα παιδιά είναι σε θέση να αναγνωρίσουν την παθητική ερμηνεία σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά απ ότι στις αμιγώς παθητικές προτάσεις (95% και 70% αντίστοιχα). Αυτό το εύρημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την πληρέστερη κατανόηση της συντακτικής δομής των αυτοπαθών ρημάτων (σε αντιδιαστολή με άλλους τύπους που χρησιμοποιούν την ίδια ρηματική μορφολογία), και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη θεωρητική γλωσσολογία. 5. Εφαρμογή των ευρημάτων - προτάσεις για Λογοθεραπεία Ανεξάρτητα από τον παράγοντα στον οποίον μπορεί να οφείλεται η χαμηλότερη απόδοση των παιδιών με αυτισμό στην κατανόηση της
ερμηνείας των κλιτικών αντωνυμιών, η παρούσα μελέτη έδειξε ότι πρόκειται για ευάλωτη περιοχή της γλώσσας στον αυτισμό, ακόμη και όταν πρόκειται για άτομα υψηλής λειτουργικότητας, όπως αυτά που συμμετείχαν στη μελέτη. Ως εκ τούτου, αποτελεί περιοχή που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη προσοχή από τη λογοθεραπεία. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα εύλογο να υποθέσει κανείς ότι μπορεί να αποτελεί ευάλωτη περιοχή της γραμματικής και σε άλλες γλώσσες που χρησιμοποιούν κλιτικά. Συνεπώς, μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός τόσο για θεραπεία όσο και για περαιτέρω έρευνα στον αυτισμό και σε άλλες γλώσσες (δεδομένης μάλιστα της έλλειψης πληροφοριών σχετικά με τη γραμματική στον αυτισμό από γλώσσες εκτός από την Αγγλική). Ένα άλλο σημείο το οποίο αξίζει να σχολιάσουμε είναι το ότι επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά, ότι οι παθητικές προτάσεις αναπτύσσονται αρκετά αργά στην Ελληνική, ακόμη και στους τυπικούς πληθυσμούς. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να ανησυχεί τους θεραπευτές αν η πλήρης κατάκτησή τους δεν έχει ολοκληρωθεί ούτε μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Από την άλλη πλευρά, σε περίπτωση που η κατανόηση των παθητικών προτάσεων θεωρείται ιδιαίτερα ελλιπής ή υστερεί, θα μπορούσε να βοηθήσει με πρωτότυπο τρόπο η χρήση αυτοπαθών ρημάτων για την εκπαίδευσή τους, (χρησιμοποιώντας ως μέσο εκπαίδευσης αυτοπαθή ρήματα με παθητική ερμηνεία-απεικόνιση). Τέλος, η απόδοση των παιδιών στα δύο (ή τρία) αυτά είδη ερμηνείας ρημάτων με μη ενεργητική μορφολογία, θα πρέπει να χρησιμεύει ως οδηγός και στη δημιουργία κριτηρίων αξιολόγησης και εκτίμησης των γενικών μορφο-συντακτικών ικανοτήτων της Ελληνικής, με τη λογική ότι η μη ενεργητική μορφολογία
δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχει τον ίδιο βαθμό δυσκολίας σε όλες της τις ερμηνείες της. 5. Συνέχεια της έρευνας Αναφέραμε ήδη στο εδάφιο 4.1 ότι έχουμε αρχίσει να ερευνούμε τα πιθανά αίτια του ελλείμματος των παιδιών με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας ως προς την κατανόηση της αναφοράς των κλιτικών αντωνυμιών. Για το σκοπό αυτό χορηγούμε δύο δοκιμασίες που αντιστοιχούν στις δύο υποθέσεις που έχουμε κάνει για τους λόγους του ελλείμματος: α) δοκιμασία παραγωγής κλιτικών αντωνυμιών β) δοκιμασία αναγνώρισης της μορφολογίας πτώσης του άρθρου Αφού ολοκληρωθεί η συλλογή των παραπάνω δεδομένων, έχουμε σκοπό να χορηγήσουμε το σύνολο των δοκιμασιών και σε πληθυσμούς σε σοβαρότερα στάδια του αυτιστικού φάσματος. Ευχαριστίες Ευχαριστούμε το Κοινωφελές Ίδρυμα Λάτση, με τη χρηματοδότηση του οποίου κατέστη εφικτή η παρούσα μελέτη. Ευχαριστούμε τις κλινικές που μας επέτρεψαν την πρόσβαση στα παιδιά με αυτισμό, και τους δασκάλους του 19 ου Δημοτικού Σχολείου και του 42 ου Νηπιαγωγείου Πατρών για την πρόσβαση στα παιδιά της ομάδας ελέγχου. Ευχαριστούμε θερμά τα παιδιά και τους γονείς τους για την ενθουσιώδη συμμετοχή τους στην έρευνά μας. Τέλος, ευχαριστούμε τη Δήμητρα Μπάφα για τη συλλογή των δεδομένων και τη Σόφι Μηλιοπούλου για τα σκίτσα. Τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις βαρύνουν αποκλειστικά εμάς τους ίδιους.
Βιβλιογραφία Alexiadou, A., & E. Anagnostopoulou. 2004. Voice Morphology and the causative-inchoative Alternation: Evidence for a Non-Unified Structural Analysis of Unaccusatives. In A. Alexiadou, E. Anagnostopoulou and M. Everaert (eds.) The Unaccusativity Puzzle. Explorations in the Syntax-Lexicon Interface, Oxford University Press, 114-136. Alexiadou, A., E. Anagnostopoulou & F. Schäfer. 2006. The properties of anticausatives crosslinguistically. In M. Frascarelli (ed.) Phases of Interpretation, Berlin/New York: Mouton de Gruyter, 187-211. Anagnostopoulou, E. & M. Everaert. 1999. Towards a more complete typology of anaphoric expressions. Linguistic Inquiry 30: 97-118. Baauw, S., M. Escobar & W. Philip.1997. A Delay of Principle B Effect in Spanish Speaking Children: The role of Lexical Feature Acquisition. In A. Sorace, C. Heycock & R. Shillcock (Eds.), Proceedings of the GALA 97 Conference on Language Acquisition, 16-21. University of Edinburgh. Chien, Y-C. and K. Wexler. 1990. Children s knowledge of locality conditions in binding as evidence for the modularity of syntax and pragmatics. Language Acquisition 1: 225-295. Chondrogianni, V., Th. Marinis & S. Edwards. 2010. On-line processing of articles and pronouns by Greek successive bilingual children: similar or different from children with SLI? In: Proceedings of BUCLD 34. Driva, E. & A. Terzi. 2008. Children s Passives and the Theory of Grammar. In A. Gavarró & M.J. Freitas (eds.) Generative Approaches to Language Acquisition 2007, Cambridge Scholar Publishers, 189-200. Dunn, L. M. & L. M. Dunn. 1997. Peabody Picture Vocabulary Test. Third Edition. Circle Pines, MN: American Guidance Service. Embick, D. 2004. Uncaccusative Syntax and Verbal Alternations. In A. Alexiadou, E. Anagnostopoulou and M. Everaert (eds.) The Unaccusativity Puzzle. Explorations in the Syntax-Lexicon Interface, Oxford University Press, 137-158. Kjelgaard, M. & H. Tager-Flusberg. 2001. An investigation of language impairment and autism: implications for genetic subgroups. Language and Cognitive Processes 16: 287-308. Lord, C. et al. 2000. The autism diagnostic observation schedule-generic : a standard measure of social and communication deficits associated with the spectrum of autism. Journal of Autism and Developmental Disorders 30: 205-223. Mastropavlou, M. 2006. The Role of Phonological Salience and Feature Interpretability in the Grammar of Typically Developing and Language Impaired Children. Ph. D. Dissertation, University of Thessaloniki. Papangeli, D. 2004. The Morphosyntax of Argument Realization: Greek Argument Structure and the Lexicon-Syntax Interface. Ph.D. Dissertation, University of Utrecht. Raven, J. C. 1998. The Coloured Progressive Matrices. Oxford: OUP. Roberts, J. A., M. L. Rice & H. Tager-Flusberg. 2004. Tense marking in children with autism. Applied Psycholinguistics 25: 429-448.
Seymour, H., T. Roeper, J. de Villiers & P. de Villiers. 2005. Diagnostic Evaluation of Language Variation (DELV TM ) Norm Referenced. San Antonio: Harcourt Assessment. Smith, N. 2009. Morphosyntactic skills and phonological short-term memory in Greek preschool children with specific language impairment. Ph.D. Dissertation, University of Reading. Spathas, G. 2010. Focus in Anaphora. Ph.D. Dissertation, University of Utrecht. Stavrakaki, S. & H. van der Lely. 2010. Production and Comprehension of pronouns by Greek children with specific language impairment. British Journal of Developmental Psychology 28: 189-216. Stavrakaki, S. & I. M. Tsimpli, 2000. Diagnostic Verbal IQ Test for Greek preschool and school age children: standardization, statistical analysis, psychometric properties. Proceedings of the 8th Symposium of the Panhellenic Association of Logopedists, Athens: Ellinika Grammata, 95-106. Terzi, A. & K. Wexler. 2002. 'A-Chains and S-Homophones in Children's Grammar: Evidence from Greek Passives.' Proceedings of North Eastern Linguistic Society 32: 519-537. Tsimpli, I. M. 2006. The acquisition of voice and transitivity alternations in Greek as native and second language. In S. Unsworth, T. Parodi, A. Sorace, and M. Young-Scholten (eds.), Paths of Development in L1 and L2 acquisition: In honor of Bonnie D. Schwartz. Amsterdam: John Benjamins, 15 55. Tuger-Flusberg, H. 1981. On the nature of linguistic functioning in early infantile autism. Journal of Autism and Developmental Disorders 11: 45-56. Varlokosta, S. 1999/2000. Lack of clitic pronoun distinctions in the acquisition of principle B in child Greek. In Proceedings of the 24th Boston University Conference on Language Development, Somerville, MA: Cascadilla Press, 738-748.