Η βροχή που έπεφτε ήταν πολ δυνατή. Λες κι ο Θε ς είχε αποφασίσει να κρεµάσει µια νερένια κουρτίνα απ τον ουραν µια κουρτίνα που, αντίθετα µε τις κανονικές, δεν µπορο σες να την παραµερίσεις για να δεις τι υπάρχει πίσω της. Αναγκαστικά λοιπ ν βλέπαµε τα πάντα να παραµορφώνονται απ τα µικροσκοπικά καλειδοσκ πια της µαγικής εκείνης βροχής. Μάλλον λοιπ ν αυτ ς ήταν ο λ γος που κανένας µας δεν τον είδε να πέφτει: µας είχε εµποδίσει η βροχή. Κανένας µας, εκτ ς απ τη Ραλλο. Μ νο εκείνη τον είχε δει, την αλήθεια πρέπει να την πο µε! Αλλά η Ραλλο ήταν πολ συνεσταλµένο παιδί απ τη φ ση της και µιλο σε ελάχιστα ή και καθ λου. Έτσι και µεις ήµασταν συνηθισµένοι να µην της πολυδίνουµε σηµασία. ταν λοιπ ν γ ρισε και µε τα µεγάλα της µάτια µάς κοίταξε πολ προσεκτικά και πολ σοβαρά είπε «Μ λις είδα έναν άγγ...γγελο να π πέφτει στη γη. Τον π παρέσυρε η βροχή µάλλον», εµείς ίσα που της ρίξαµε µια φευγαλέα µατιά και µετά γυρίσαµε, αφηρηµένοι, ο καθένας µας στο δικ του κοµµάτι τζάµι, για να µη χάσουµε το µέτρηµα στις σταγ νες. Αυτ ήταν το παιχνίδι που παίζαµε περιµένοντας να κοπάσει η µπ ρα: µετρο σαµε τις σταγ νες της βροχής. Τι άλλο µπορο σαµε να κάνουµε άλλωστε; Ο δάσκαλος 13
µας το είχε ξεκαθαρίσει: µπάλα στην τάξη ο τε κατά διάνοια. Kαι η αυλή µας, ως συνήθως, ήταν λίµνη. Κι έτσι κι εµείς, αφο είχαµε παίξει κρεµάλα, είχαµε πει διάφορα ανέκδοτα, κι αφο είχαµε πειράξει χίλιες φορές και βάλε τον Τ το για το καπέλο του, για τη σκισµένη του σάκα, για το θείο του τον απατεώνα κι αφο αυτ ς µας είχε βρίσει χίλιες φορές και βάλε, µας είχε βγάλει άλλες τ σες τη γλώσσα κι είχε απειλήσει, δείχνοντάς µας τις γροθιές του, τι θα µας έριχνε στο χώµα να φάµε λάσπη, είχαµε πια βαρεθεί και καθ µασταν κατσουφιασµένοι µε κολληµένες τις µ τες µας στα τζάµια να χαζε ουµε τη νερένια κουρτίνα. Τ τε κάποιος είχε µια πολ καλή ιδέα, νοµίζω πως ήταν ο Ματία αλλά, τώρα που το σκέφτοµαι καλ τερα, δ σκολο να ήταν αυτ ς, γιατί λο βλακείες λέει! Η ιδέα ήταν να µετράει ο καθένας µας π σες στάλες έπεφταν στο τζάµι που είχε µπροστά του. ποιος µάζευε τις περισσ τερες στο τζάµι του, θα ήταν ο νικητής. Αρχικά µας είχε αρέσει πολ η ιδέα κι είχαµε πέσει µε τα µο τρα στο µέτρηµα. Εκατ. Εκατ ν µία. Εκατ ν είκοσι. ιακ σιες. Σιγά, ρε. Π τε έφτασες στο διακ σια! Έφτασα. Ψε τη! Ποιον είπες ψε τη, ρε; Εκατ ν πενήντα έξι! Εσένα είπα ψε τη, ρε απατεώνα. 14
Εκατ ν εξήντα εφτά! Σκάστε γιατί µε µπερδε ετε! Εσ να σκάσεις! Ίσως να ήταν η βροχή κι η µελαγχολία Τετρακ σιες! ίσως η πείνα κι η ανία Πεντακ σιες! πάντως για ώρα πολλή καθ µασταν µε τις µ τες κολληµένες στο τζάµι και µετρο σαµε αδιάκοπα. Εφτακ σιες! Ουφ! Είχαµε συµφωνήσει να µη µετράµε δυνατά παρά µ νο ταν φτάναµε στις εκατοντάδες. Κι είχαµε σιωπηλά αποδεχτεί τι θα ήµασταν τίµιοι κι ειλικρινείς. Χίλιες! Ναι, καλά. Σε πιστέψαµε τώρα! Αλήθεια λέω. Άσε, ρε!,τι και να λέτε εσείς, εγώ νίκησα! Ποιος το λέει; Εγώ το λέω. Αφο είπαµε ποιος φτάσει πρώτος στα χίλια. Π τε το παµε; Εγώ δε θυµάµαι κάτι τέτοιο. Α, ρε, ζαβολιάρη. Σε άλλη περίπτωση θα είχαµε πιαστεί στα χέρια, αλλά ήταν ακριβώς εκείνη τη στιγµή που η Ραλλο είπε θλιµµένα, αλλά πολ σοβαρά, την καταπληκτική κι απίστευτη φράση που, πως αποδείχτηκε αργ τερα, έµελλε ν αλλάξει τη ζωή µου τι δηλαδή είχε δει έναν άγγελο να πέφτει στη γη παρασυρµένο απ τη βροχή. 15
Θυµάµαι πολ καλά τι την είχαµε κοιτάξει προβλη- µατισµένοι, αλλά µ νο για λίγα δευτερ λεπτα δεν της δίναµε ποτέ παραπάνω σηµασία. Αµέσως µετά γυρίσαµε και πάλι στο µέτρηµα εµείς δεν είχαµε δει τίποτα τέτοιο! Τι µετράµε; Βαρέθηκα. Κι εγώ βαρέθηκα. Αφο, είπαµε, νίκησα. Έφτασα στα χίλια. λο κάτι τέτοια φανταστικά βρίσκεις και λες! Αλήθεια λέω. Π τε, ρε, έφτασες κι λας στο χίλια; Έφτασα. Ας έφτανες κι εσ. Εγώ, πάλι, λέω πως δεν υπάρχουν άγγελοι. Αν θες να σου αστράψω καµία τ τε να δεις αγγελάκια! Αν υπάρχουν, τ τε σίγουρα έχουν κάτσει γ ρω γ ρω στα σ ννεφα και κάνουν διαγωνισµ κατουρήµατος, είπε τ τε πολ σοβαρά ο µικρο λης Έντι µε τη µ τη κολληµένη στο τζάµι κοιτάζοντας τον ουραν µα τι περί- µενε να δει αυτ το παιδί; Βέβαια, για να πω λη την αλήθεια, ο τε µεις είχαµε αντισταθεί στον πειρασµ και ρίξαµε µια κλεφτή µατιά προς τα πάνω, κι αµέσως µετά αρχίσαµε να χαχανίζουµε και να λέµε τι «Aυτ ς ο Έντι µερικές φορές έχει απίστευτες ιδέες, πο τα βρίσκει και τα λέει;». Η Ραλλο δεν είπε τίποτε άλλο. Μ νο εκείνη τη φράση τις δ ο φράσεις, για την ακρίβεια κι απλά συνέχιζε να κοιτάζει έξω, προσπαθώντας να δει πέρα απ τη νερένια κουρτίνα. Εµείς τ τε αρχίσαµε να ψάχνουµε κάποιο άλλο παι- 16
χνίδι, γιατί είχαµε αποφασίσει τι το παιχνίδι µε τις σταγ νες της βροχής ήταν τελικά µια πολ µεγάλη βλακεία και τώρα που το σκέφτοµαι, σίγουρα ο Ματία το είχε προτείνει, γιατί αυτ ς ήταν που έλεγε τις µεγαλ τερες βλακείες απ λους µας. Πάνω στην ώρα που ήµασταν έτοιµοι να πλακωθο µε απ βαρεµάρα, αλλά βαρι µασταν ακ µη κι αυτ να κάνουµε, τ σο πολ ταλαιπωρη- µένοι αισθαν µασταν, µπήκε ξαφνικά στην τάξη ο δάσκαλος και µας είπε τι η βροχή είχε ηρεµήσει κάπως και µπορο σαµε να φ γουµε προσεκτικά έτσι κι αλλιώς, έµοιαζε τι δεν πρ κειται να ανοίξει ποτέ ο καιρ ς! Ντυθήκαµε σιωπηλά, ήµασταν λοι σαν υπνωτισµένοι, λες κι η µονοτονία της βροχής είχε µπει µέσα µας ακ µη κι ο δάσκαλος το πρ σεξε γιατί είπε «Αν είναι έτσι, ας βρέχει συχν τερα», αλλά σίγουρα δεν το εννοο σε επειδή ήξερε τι η βροχή στα µέρη µας ήταν ένα πράγµα πολ σπάνιο. Μ νο η Ραλλο κι ο Έντι δεν είχαν κουνηθεί εκατοστ και στέκονταν ακ µη µπροστά στο παράθυρο η Ραλλο κοιτο σε πέρα µακριά κατά τα χωράφια κι ο Έντι τον ουραν. Ο Τ το, που τ ση ώρα το ς παρατηρο σε, φ ρεσε στραβά το καπέλο του, πήγε δίπλα τους, κι αφο έριξε απ µια αδιάφορη µατιά πρώτα στη Ραλλο και µετά στον Έντι, γ ρισε το ίδιο αδιάφορα προς το παράθυρο και µε ιδιαίτερη έµφαση, σαν να έλεγε κάτι πολ σοφ, είπε: Ω, ρε µάγκα µου! Αυτ κι αν είναι κατο ρηµα! Η Ραλλο γ ρισε και τον κοίταξε µε εκείνο το γνωστ της ήρεµο και µ νιµα απορηµένο, υγρ βλέµµα αλλά για 17
µια φορά ακ µη δεν είπε λέξη! Ο Τ το τής έσκασε ένα µισοκακ µοιρο χαµ γελο και, χτυπώντας το γείσο απ το καπέλο του σε ένδειξη χαιρετισµο, φορτώθηκε τη σκισµένη του σάκα κι έκανε µεταβολή προς την π ρτα. Ω, ρε µάγκα µου αν είναι λέει! είπε τ τε ο Έντι κι έσκασε στα γέλια. Στη συνέχεια πετάχτηκε σαν ελατήριο και µε µια κίνηση-αστραπή έβαλε το µπουφάν του, το σκο φο του και, περνώντας το λουρί της τσάντας του στον αριστερ του ώµο, βγήκε τρέχοντας στο διάδροµο παριστάνοντας το αυτοκίνητο που γκαζώνει: «Βουµ, βουµ, Ββββββββουουουουµµµµµµ». Πάντα έτσι έκανε ο Έντι και πια το είχαµε συνηθίσει. ε µας έκανε καµία εντ πωση. Έντι, πρ σεξε µη γλιστρήσεις, σε παρακαλώ πολ, φώναξε ο δάσκαλος, αλλά ο Έντι ήταν ήδη στην άλλη άκρη του διαδρ µου και στοίχηµα τι δεν είχε ακο σει λέξη. Ο δάσκαλος έβγαλε ένα βαθ αναστεναγµ κι αµέσως µετά γ ρισε στη Ραλλο : Άντε, κορίτσι µου, ντ σου κι εσ, είπε σχεδ ν ξέπνοα. Έχεις δρ µο µπροστά σου. Έχεις οµπρέλα τουλάχιστον; Η Ραλλο σήκωσε τους ώµους, σαν να ήθελε να πει «πο να τη βρω εγώ την οµπρέλα;». Ο δάσκαλος άφησε έναν ακ µη βαθ αναστεναγµ. Έµοιαζε τ σο ανήµπορος.τ τε γ ρισε προς τη µεριά µου: Θα µου κάνεις τη χάρη, Σέργιε, να πάτε µαζί στα σπίτια σας; Κοντά δε µένετε; Να την προσέχεις γιατί βρέχει και Άφησε τη φράση του µισοτελειωµένη. Φαιν ταν ακ - µη πιο ανήµπορος. 18
Αυτ ήταν! Εκείνη η κίνηση του δασκάλου, να γυρίσει προς το µέρος µου δηλαδή, κι εκείνες οι φράσεις του ήταν που τα αλλάξανε λα. Εκείνη η κίνηση κι εκείνες οι φράσεις νοµίζω τι ήταν η αρχή για σα απίστευτα µου συνέβησαν µετά. εν ξέρω αν το έχετε σκεφτεί κι εσείς υπάρχουν κάποια πολ απλά πράγµατα στη ζωή µας, τ σο µικρά και ασήµαντα, που µως µπορεί να την αλλάξουν για πάντα. Έτσι συνέβηκε και κείνη τη µέρα. Αν ο δάσκαλος δε µου είχε ζητήσει να γυρίσω µε τη Ραλλο στο σπίτι, τίποτε απ λα σα έζησα δε θα τα είχα ζήσει. Σιγά εγώ µην είχα σκεφτεί ποτέ να γυρίσω παρέα µε τη Ραλλο! Καταρχήν ήταν κορίτσι και κατά δε τερον ήταν µικρ τερή µου. Η Ραλλο, χωρίς καµία εµφανή αντίδραση απ τη µεριά της για το αν συµφωνο σε ή διαφωνο σε µε το δάσκαλο, φ ρεσε το πανωφ ρι της. Ήταν ένα φθαρµένο παλτ σε ποντικί χρώµα, τουλάχιστον ένα νο µερο µεγαλ τερο: τα µανίκια του κάλυπταν τα χέρια της και το στρίφωµά του έφτανε µέχρι και πιο κάτω απ τους αστραγάλους της, σχεδ ν το πατο σε µου θ µιζε το µανδ α που κάποτε είχα δει σε µια εικ να να φοράει ένας βασιλιάς: ήταν τ σο µακρ ς που χρειαζ ταν τουλάχιστον ένας ακ λουθος να τον κρατάει ώστε ο βασιλιάς να µπορεί να περπατάει ή ακ µη και να κάτσει. Αυτ σκεφτ µουν και φαντάστηκα τον εαυτ µου ως ακ λουθο της Ραλλο ς να της κρατάω το παλτ για να µην το πατήσει και πέσει. Στη σκέψη αυτή χαµογέλασα ειρωνικά. Αλλά το µ νο που είπα ήταν: Άντε, µικρή. Μη µας πιάσει κι η ν χτα. 19
Πήραµε τις σάκες µας και βγήκαµε απ την τάξη. Ο δάσκαλος µας ξεπροβ δισε σιωπηλ ς ως την εξώπορτα. Λίγο πριν βγο µε στην αυλή του σχολείου, µας φώναξε: Παιδιά Να µου υποσχεθείτε τι θα προσέχετε. Θα προσέχετε τους εαυτο ς σας κι ο ένας τον άλλο! Κι εγώ κι η Ραλλο γυρίσαµε και τον κοιτάξαµε λίγο πριν µπο µε στη βάρκα µε την οποία θα διασχίζαµε την αυλή. Κουνήσαµε καταφατικά το κεφάλι και κείνος σήκωσε το χέρι να µας αποχαιρετήσει, λες και φε γαµε ταξίδι. Τι περίεργο! Λες κι ήξερε τι δε θα βλεπ µασταν ποτέ ξανά ŒÓ ÁfiÚÈ appleúô ˆÚ ÂÈ ÁÚ ÁÔÚ. ºÔÚ ÂÈ Ó ÌappleÔ Ê ÓØ Ó ÌappleÔ Ê Ó ÎfiÎÎÈÓÔ Ì ÎÔ ÎÔ Ï. ÈÔ apple Ûˆ Ó ÎÔ- Ú ÙÛÈ ÎÔÏÔ ıâ. Ô Ì ÎÚ ÙË apple ÏÙfi, Û Ó ÓÂÈÎfi, Ó apple ÏÙfi Û appleôóùèî ÚÒÌ, Û ÚÓÂÙ È ÛÙÈ Ï ÛappleÂ. ÙÔ ÎÂÊ ÏÈ ÙÔ ÚÔ ÛÎÔ Ê ÙË ÊÙ ÓÂÈ Û Â fió ÛÙ Ì - ÙÈ ÙË. apple ÙÔ ÛÎÔ Ê ÎÚ ÌÔÓÙ È appleôï ڈ̠ÍÂıˆ- ÚÈ ÛÌ Ó ÎÔÚ ÏÂ, appleô apple ÊÙÔ Ó Á Úˆ Á Úˆ apple Óˆ ÛÙ Ì ÏÏÈ ÙË. ŒÓ ÁfiÚÈ ÎÈ Ó ÎÔÚ ÙÛÈ appleâúapple Ù ÓÂ Û Ó Ó ÚËÌÔ ÚfiÌÔ Ô apple È È Ê ÓÔ Ó apple Ûˆ ÙÔ Ó ÌÈÎÚfi Û ÔÏÂ Ô ÛÙË Ì ÛË ÙÔ appleô ıâó. 20