3 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΕΦΤΕΙ Της Αλεξάνδρας Τσιλιμπάρη ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εκείνη η νύχτα ήταν από τις πιο ζεστές του καλοκαιριού, αλλά, ένα αντιδραστικό αεράκι, τα έβαζε με τη θερμοκρασία και δρόσιζε λίγο. Ο Κώστας συνήθως, άφηνε ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού, μέχρι αργά το βράδυ. Λάτρευε τις καλοκαιρινές νύχτες και τούτη ήταν πανέμορφη. Οι κουρτίνες μετακινούνταν από το αεράκι κι ένα κομμάτι του ουρανού φαινόταν, γεμάτο αστέρια. Ο κήπος του, ήταν πνιγμένος στα λουλούδια, αλλά και οι πίνακες ζωγραφικής που είχε στο σπίτι, πρόδιδαν την αγάπη του για τη φύση. Είχε βάψει τους τοίχους με τέτοια αρμονία χρωμάτων, που έδιναν την αίσθηση τεράστιων πασπαρτού, επιλεγμένων, να πλαισιώνουν τους πίνακες φωτίζοντας αρμονικά τα ζωγραφικά θέματα, κομμάτια από τη φύση. Ο Κώστας ήθελε να βλέπει χρώματα και φως, δεν τον ενδιέφερε να αποδίδεται ακριβώς η πραγματικότητα, όπως έλεγε, απλά ένιωθε γαλήνη στα χρώματα που έβγαζε το φως της μέρας, καθόλου καλά δεν τα πήγαινε με το σκοτάδι. Σ αυτό το σπίτι, νόμιζες πως είχε εγκατασταθεί η φύση, μόνο που ήταν σιωπηλή, με μια σιωπή, επίμονη, σαν τη μοναξιά κάποιου απρόσιτου κάστρου, που φαινόταν να έχει κτίσει ο Κώστας, γύρω από το εγώ του, μια μοναξιά, που αν τη ζωγράφιζες, θα είχε μόνο χρώματα του Φθινοπώρου. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, άλλαξε τις συνθήκες στο δωμάτιο. Όλα πήραν ζωή εκεί μέσα, λες κι άρχισε πάλι, να χτυπάει η καρδιά τους. Το καναρίνι, από την κουζίνα, άρχισε να κελαηδάει έντονα, λες κι ήθελε να κομματιάσει το χώρο σε μικρούς διαπεραστικούς ήχους, άλλωστε το συνήθιζε, κάθε φορά που άκουγε θορύβους. Ο Κώστας, καθισμένος στην αναπηρική του καρέκλα, μπροστά στην μπαλκονόπορτα, στράφηκε προς το μέρος που ήταν το τραπεζάκι με το τηλέφωνο. Οι ρόδες της έτριξαν ανατριχιαστικά στο ξύλινο πάτωμα. «ναι;» «Κώστα εσύ;» «ναι, ποιος είναι;» «η Κατερίνα..» Έμεινε για λίγο ακίνητος κρατώντας το ακουστικό. «Κώστα σε παρακαλώ, μην κλείσεις, μίλησέ μου» άκουσε παρακλητική τη γυναικεία φωνή. Έμεινε για λίγο σιωπηλός, κι ύστερα, με σφιγμένα χείλη, έβαλε το ακουστικό στη θέση του χωρίς να απαντήσει. Κύλισε την καρέκλα του προς την κουζίνα. Οι ρόδες της έτριξαν στο ξύλινο πάτωμα εντονότερα. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει, μέχρι που σταμάτησε, σταμάτησε να κελαηδάει και το καναρίνι κι η σιωπή, στρογγυλοκάθισε πάλι στο δωμάτιο, τόσο κτητική. Πλησίασε τον πάγκο δίπλα στο ψυγείο. Εκεί είχε την καφετιέρα, τα φίλτρα, τη ζάχαρη, δύο κουταλάκια του γλυκού, μια κούπα, ζωγραφισμένη με ένα ηλιοβασίλεμα σε μια ερημική παραλία, τις χαρτοπετσέτες, ένα μεγάλο ποτήρι νερού και μια τηλεφωνική συσκευή, χαλασμένη-δεν την είχε επισκευάσει ακόμη, από αμέλεια-, κι ο καφές στο ψυγείο για να διατηρείται η μυρωδιά του.
Σήμερα είπε να φτιάξει περισσότερο καφέ γιατί δεν έβλεπε να κοιμάται νωρίς με τέτοια ζέστη. Άλλωστε του άρεσε να φτιάχνει γαλλικό καφέ, ο θόρυβος της καφετιέρας του θύμιζε πως ζει, έτσι έλεγε πάντα. Τέτοια ζέστη έκανε κι εκείνη τη νύχτα που τη γνώρισε στο θέατρο. Ανέβαζαν μια μουσική παράσταση. Ο Κώστας ήταν ηθοποιός και χορευτής με ιδιαίτερες ικανότητες σε ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Εκείνη τη στιγμή έκανε πρόβα σ ένα χορευτικό νούμερο, όταν άνοιξε η πόρτα της πλατείας και μπήκε μια κοπέλα. «θα πρέπει να μην πρόλαβε τη χθεσινή οντισιόν» σκέφθηκε ο Κώστας, και πρόσεξε το καλλίγραμμο σώμα της, μέσα από το ανάλαφρο σκούρο πράσινο φόρεμα, που την άγγιζε διακριτικά. Περπατούσε σχεδόν χορεύοντας και τα μακριά καστανά μαλλιά της, έπεφταν στους ώμους της με μια κίνηση, λες και ξεδίπλωνες μετάξι. Ο Κώστας τελείωσε την πρόβα του και τραβήχτηκε στις κουίντες. «Δείξε μας τη δουλειά σου Κατερίνα» άκουσε τον σκηνοθέτη να την προσφωνεί από την πλατεία, και θυμήθηκε τη δική του αγωνία λίγα χρόνια πριν, όταν ερχόταν η σειρά του να δείξει τι μπορούσε να κάνει, πάνω στη σκηνή. Κατέβηκε και αυτός στην πλατεία. Η Κατερίνα φόρεσε τα παπούτσια του φλαμένγκο, μάζεψε τα μαλλιά της, έβαλε το cd με τη μουσική, που είχε φέρει μαζί της, κι ανέβηκε στη σκηνή. Άρχισε να κινείται αισθησιακά, παρασύροντας το κορμί της μαζί με τα βιολιά, το πιάνο και το φλάουτο, λες κι ήταν κύμα σε ταραγμένη θάλασσα, δέντρο που λύγιζε απ το φύσημα του αέρα, γλιστρούσε στη σκηνή λες και φορούσε παγοπέδιλα. Μία εβδομάδα αργότερα, ο σκηνοθέτης, της τηλεφώνησε για τη συνεργασία. Η μυρωδιά του φρέσκου καφέ τον γύρισε στο τώρα. Γέμισε την κούπα του και ήπιε μια γουλιά, το βλέμμα του χάθηκε στον κήπο. Μετά το ατύχημα, έμεινε με τη μητέρα του στο πατρικό του, εκείνη στο πάνω διαμέρισμα κι αυτός στο κάτω. Τον πατέρα του τον έχασε ξαφνικά, ένα μεσημέρι, από «σύνδρομο αιφνιδίου θανάτου» όπως είπαν οι γιατροί. Ο Κώστας τότε πήγαινε ακόμη γυμνάσιο και αυτός ο θάνατος τον σημάδεψε για τα καλά. Ήταν εκείνη η ιδιαίτερη σχέση που είχε μαζί του, η τόσο αισιόδοξη και δημιουργική, κι εκείνο που του έλεγε πάντα για την αξία που έχουν τα μικρά πράγματα. Ένα κενό ασυμπλήρωτο έμεινε μέσα του. Με τη μητέρα του, δεν τα πήγαινε καλά, τα νεύρα της είχαν κλονισθεί σοβαρά, αλλά μάλλον, ποτέ δεν τα πήγε καλά μαζί της, σκεφτόταν με πίκρα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Πρεμιέρα, η μεγάλη βραδιά της παράστασης. Ο Κώστας στο καμαρίνι του, μόλις είχε τελειώσει το μακιγιάζ και ψιθύριζε λίγο τα λόγια του ρόλου του, σε λίγο θα έβγαινε στη σκηνή. Η Κατερίνα άνοιξε την πόρτα και μπήκε σα σίφουνας. «Έχω τρακ πάντα έχω τρακ στις πρεμιέρες» του είπε και τον κοίταξε με τα μάτια της που έλαμπαν, ακόμη και λυπημένα. Ο Κώστας θαύμασε το κορμί της μέσα από το φόρεμα εποχής. «Τις άλλες μέρες δηλαδή, δεν έχεις;», της είπε χαμογελώντας πονηρά. «απλά ξέρεις καλά να ενσωματώνεις το άγχος σου στους ρόλους, εκείνη τη στιγμή που ανοίγει η αυλαία και παρασύρεσαι στη μαγεία του κοινού». «εντάξει, το ξέρω εσύ όμως ξέχασες πως, σήμερα είναι για μας μια ξεχωριστή βραδιά» του είπε παραπονιάρικα. Ο Κώστας όντως το είχε ξεχάσει, έκλειναν ένα χρόνο από τότε που γνωρίστηκαν. Είχαν αφήσει τον εαυτό τους απροστάτευτο απ αυτόν τον πονηρούλη θεό, κι
εκείνος, απτόητος, τους είχε ταράξει με τα απανωτά του βέλη,-που τα βρήκε στην εποχή μας!-την τράβηξε απότομα στην αγκαλιά του και τη φίλησε, μ ένα ατέλειωτο φιλί γεμάτο πούδρα και make-up, ώσπου χτύπησε το τρίτο κουδούνι, η παράσταση άρχιζε. Διόρθωσαν το μακιγιάζ τους, συγκεντρώθηκαν και βγήκαν στη σκηνή. Το έργο ήταν μια ιστορία αγάπης ενός ταχυδακτυλουργού και μιας χορεύτριας στη μακρινή Βραζιλία του 1920. Οι αυστηρών αρχών συγγενείς του ζευγαριού, εμπόδιζαν με κάθε τρόπο τη σχέση τους αλλά στο τέλος, δεν κατάφεραν οι ίδιοι να τους χωρίσουν. Το έκανε η μοίρα. Η ιστορία έλεγε πως η μοίρα είναι πιο δυνατή αλλά πάντα για κάποιο λόγο. Έτσι λοιπόν, η κοπέλα αρρώστησε και πέθανε. Ο νεαρός τρελάθηκε, κι από τότε έβλεπε συνέχεια ένα όραμα. Χόρευαν λέει, οι δυο τους πάνω σε μια παγωμένη λίμνη και γύρω τους δέντρα, σαν ψηλές σκοτεινές σκιές που έπαιρναν ζωή και τους απειλούσαν. Μια βάρκα, ίσα- ίσα που φαινόταν στην άκρη της λίμνης, κι εκείνοι χόρευαν στην αχλή του τοπίου, σαν φωτεινά ξωτικά, προσπαθώντας να φθάσουν τη βάρκα για να ξεφύγουν, αλλά ποτέ δεν την έφθαναν. Στάθηκαν αντικριστά, απόλυτα συγκεντρωμένοι κι αφέθηκαν στη μαγεία ενός βραζιλιάνικου ταγκό. Έλεγες πως δεν πατούσαν στο έδαφος. Ο ένας ήταν η συνέχεια του άλλου, λες κι είχαν δημιουργήσει μια παραίσθηση της αύρας τους σε κάθε μεριά της σκηνής, κι αν θα μπορούσε η στιγμή να παγώσει, μπορεί και να έβλεπες πίνακα ζωγραφικής μεγάλου καλλιτέχνη. Ολόκληρο το θέατρο σείστηκε από τα χειροκροτήματα, όταν τέλειωσαν. Η αυλαία έπεσε, κι οι δυο τους έμειναν στο παρασκήνιο, παγιδευμένοι από την ίδια τους τη μοίρα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Πάνε τρία χρόνια από εκείνη τη βραδιά, κι ήταν αχώριστοι, αντιμετώπιζαν την καθημερινότητά τους με χιούμορ. «Υπάρχουν ακόμη τέτοια ζευγάρια;» αναρωτιόνταν όσοι τους έβλεπαν. Εκείνη τη χρονιά, σκέφτηκαν να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, πιο πολύ για τους δικούς τους, κι οι δυο τους δεν πίστευαν σε χαρτιά και συμβόλαια, σαν υπήρχε αυτή η ολοκλήρωση μεταξύ τους. Αύγουστος ήταν, κι είχαν πάει διακοπές στην Κέρκυρα. Κολυμπούσαν με τις ώρες, στα παγωμένα νερά της Παλαιοκαστρίτσας και δεν έλεγαν να βγουν, ο ήλιος έκαιγε θανάσιμα. Ξαφνικά, βλέπουν από μακριά, ένα ταχύπλοο, να κατευθύνεται προς την ακτίνα που κολυμπούσαν. Ο Κώστας άρχισε να κολυμπάει γρήγορα, τραβώντας την Κατερίνα από το μπράτσο. Δεν είχε φοβηθεί, πίστευε πως το σκάφος, ήταν αρκετά μακριά τους και προλάβαιναν να απομακρυνθούν, εκείνο όμως πλησίαζε επικίνδυνα. Κανείς δε μπορούσε να φανταστεί πως, ο οδηγός του είχε χάσει τις αισθήσεις του, όλα έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Έπεσε πάνω τους ακυβέρνητο, ύστερα πετάχτηκε στον αέρα και κομματιάστηκε πάνω στα βράχια. Πήρε φωτιά και τα φλεγόμενα κομμάτια του, πετάχτηκαν μέχρι την παραλία. Τρεις άνθρωποι που κολυμπούσαν κοντά στο σημείο της σύγκρουσης, τραυματίστηκαν. Οι ναυαγοσώστες βούτηξαν αμέσως και τους μάζεψαν. Η φωτιά έσβησε στα γαλαζοπράσινα νερά μαζί με τα ερωτηματικά όσων παρακολούθησαν το ατύχημα. Το νοσοκομειακό, τους μετέφερε σε μια κοντινή κλινική στη χώρα. Η Κατερίνα, τη γλίτωσε φθηνά με μια διάσειση κι ένα κάταγμα στο χέρι. Στάθηκε τυχερή γιατί το σκάφος χτύπησε πρώτα τον Κώστα, κι εκείνος έπεσε πάνω της, βουλιάζοντας το σώμα της στο νερό, όμως έχασε τα πόδια του. Τρεις μήνες έμεινε στην εντατική κι άλλους τρεις στο νοσοκομείο μέχρι ν αναρρώσει. Η
Κατερίνα ήταν δίπλα του, καθημερινά, ώρες ατέλειωτες, βουβή, σκοτεινή, κι εκείνος το ίδιο, τι να έλεγαν, κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο πολύ πνιγόταν από κείνη τη σιωπή τους, μια σιωπή καμωμένη από χιλιάδες λέξεις, ήχους, αισθήσεις κι ανομολόγητα συναισθήματα που έβραζαν σε ένα ερμητικά κλειστό καζάνι. Διέξοδος πουθενά, σιγά-σιγά, οι επισκέψεις της αραίωσαν, ώσπου, μια μέρα, δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο νοσοκομείο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ακίνητος μπροστά στη μπαλκονόπορτα, με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, τρόμαξε καθώς χτύπησε το τηλέφωνο. Για λίγο, πάγωσε, σκέφθηκε να μη το σηκώσει, μα η προσμονή στο πίσω μέρος του μυαλού του, τον έσπρωξε προς το τραπεζάκι του τηλεφώνου. Οι ρόδες της αναπηρικής του καρέκλας, έτριξαν πάλι ανατριχιαστικά στο ξύλινο πάτωμα. «ναι» «Κώστα καλησπέρα ο Δημήτρης είμαι μη κλείσεις σε παρακαλώ, θα σου εξηγήσω μη κλείσεις Κώστα, αν με ακούσεις θα καταλάβεις πες μου, είσαι καλά;» «Έχεις να με πάρεις τηλέφωνο έξη μήνες και θυμήθηκες τώρα να με ρωτήσεις τι κάνω;» «Συγνώμη Κώστα, έχεις δίκιο, τι να πω. Έλλειπα με τη Μαρία Θεσσαλονίκη δεν πάει καλά, έχουμε πολλές δυσκολίες, αλλά καλύτερα να σου τα πω από κοντά. Έχω ανάγκη να σε δω, μου έχεις λείψει όμως πολλά λέμε λοιπόν, έρχομαι τώρα, τώρα ή ποτέ, αν δεν έρθω τώρα μπορεί κάτι να γίνει πάλι και άκου φίλε φτιάξε εκείνο τον ωραίο καφέ που κάνεις, άντε, σε μία ώρα θα είμαι εκεί». «έτοιμος είναι, ψιθύρισε ο Κώστας, λες και το ήξερα κι έφτιαξα παραπάνω» Δεν είχε μέσα του θυμό για τον Δημήτρη, ήταν ο κολλητός του φίλος κι ήξερε τα προβλήματα που είχε με τη γυναίκα του τελευταία, άλλωστε, όλο αυτό τον καιρό, τον είχαν κατασπαράξει τα δικά του, αυτό το θέατρο που έπαιζε για ν αντέχει την κάθε μέρα που ερχόταν, ενώ περίμενε τη νύχτα, που μόνο αυτή κατάφερνε να τον ταξιδεύει στη λήθη των ονείρων που κατασκεύαζε, για να φεύγει μακριά απ τη θλίψη, το κενό, μακριά, σε μυθικά ερωτικά ηλιοβασιλέματα, σε μενεξεδένιους παφλασμούς των κυμάτων. Χρωμάτιζε τις μέρες του με το βερνίκι της ψευδαίσθησης, σταγόνα-σταγόνα, όπως έλεγε, για να μη τελειώσει, «να γινόταν αυτή τη σταγόνα να την έριχνα στη θάλασσα να μη στεγνώσει», μουρμούριζε, κι άλλοτε προσγειωνόταν απ το ψεύτικο σύννεφό του, στο σκληρό, ξύλινο πάτωμα της αποδοχής, σκληρότερο απ το θόρυβο της αναπηρικής του καρέκλας. Όμως, δεν είχε πια θυμό για κανέναν, για τίποτα. Η ώρα δεν περνούσε. Το βλέμμα του έπεσε στην τράπουλα, που είχε πάντα στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Την πήρε στα χέρια του κι άρχισε να την ανακατεύει. Τα χαρτιά άνοιγαν λες κι ήταν ακορντεόν κι έμεναν μαγικά στον αέρα, μέχρι που τα έκλεινε και πάλι στα χέρια του. Τα χώριζε σε ομάδες, τα εξαφάνιζε, κι ύστερα τα έβγαζε από την τσέπη της ρόμπας του ή τα μανίκια του. Χαμογέλασε. Γύρισε μερικά χρόνια πίσω, στο θέατρο, κάτω από τα φώτα της σκηνής, εκεί που όλα μεγεθύνονται κι αλλάζουν μορφές, εκεί που τα αντικείμενα παίρνουν ψυχή, κι ο ηθοποιός γητευτής τους. Δεν περνούσε η ώρα. Ήξερε πως αν άφηνε το φόβο του να μεγαλώσει, θα γινόταν πανικός, ήταν όμως έντονος, ανεξήγητος, απρόβλεπτος, πως θα τον άντεχε!
Άφησε την τράπουλα στη θέση της και κύλησε την καρέκλα του προς το μπαλκόνι. Κοίταξε τον ουρανό κι έμπλεξε τις σκέψεις του με τ αστέρια. Θα πρέπει να είχε χαλαρώσει πολύ, γιατί πετάχτηκε από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Θα πρέπει να βρισκόταν πολύ ώρα έτσι χαμένος στο χώρο και στο χρόνο, όπως έκανε πάντα, σήμερα όμως, ο χρόνος ήταν γι αυτόν ένας άγνωστος, ή μάλλον, ήθελε να μη τον γνωρίζει, γιατί ήξερε, πως αν του έδινε σημασία, θα ήταν ο μόνος σ αυτό το δωμάτιο, που θα τον βασάνιζε, μετρώντας αδυσώπητα τις στιγμές του. Σήκωσε το τηλέφωνο. «ναι» «Αγόρι μου πως είσαι; Έφαγες; Έχεις χαιρετίσματα από την κ. Κλεοπάτρα, είπε να έρθεις κι εσύ ένα βράδυ εδώ στο σπίτι της να παίξουμε χαρτιά, να βγεις κι εσύ λίγο έξω, σήμερα το βράδυ λέω να κοιμηθώ εδώ, δεν σε πειράζει, έ, αν θέλεις κάτι» Απομάκρυνε το ακουστικό από το αυτί του και άφησε τη μητέρα του να μιλάει χωρίς παύσεις, όπως συνήθιζε. Μετά το ατύχημά του είχε χειροτερέψει. Στην αρχή, δεν έβγαινε έξω από το σπίτι, αργότερα, γύρισε σε μια κατάσταση παλιμπαιδισμού, μια ελαφρότητα, λες κι ο μηχανισμός που προκαλεί τα συναισθήματα, την προστάτευε, για να απομυθοποιεί τον πόνο, να ταξιδεύει σ ένα κόσμο φανταστικό και να μην υποφέρει τόσο, μόνο που τώρα υπέφερε ο Κώστας. Μισούσε εκείνο το επιτηδευμένο χαμόγελό της που έδειχνε με κακή υποκριτική, πως είχε ξεπεράσει το πρόβλημά της αναπηρίας του. Έβλεπε πίσω από το άδειο της βλέμμα και την πολυλογία, τα κρυμμένα της συναισθήματα, κι αυτό τον σκότωνε. Προτιμούσε ν ακούει τον ανατριχιαστικό θόρυβο που έκαναν οι ρόδες της αναπηρικής του καρέκλας στο ξύλινο πάτωμα. «Εντάξει εντάξει, πρέπει να κλείσω» τη διέκοψε μετά από λίγο, πιάνοντας το κεφάλι του. Ο χώρος πνίγηκε πάλι στη σιωπή. Είχε αφήσει την καφετιέρα στην αναμονή για να μείνει ζεστός ο καφές. «..ωραίο σκηνικό» μουρμούρισε, «όταν έρθει ο Δημήτρης, θα πιούμε καφέ κάτω από τα αστέρια όπου να είναι έρχεται» Ο Δημήτρης όμως αργούσε κι ο χρόνος, είχε φορέσει το κακό του πρόσωπο, κι έκοβε τις στιγμές του Κώστα, αργά-αργά, σε μικρά κομμάτια. Ένιωσε το λαιμό του να ξεραίνεται. Πήρε το ποτήρι με το νερό που είχε αφήσει δίπλα στο τηλέφωνο και ήπιε μια γουλιά. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Το σήκωσε. «ναι!» «Κώστα, ο Δημήτρης είμαι» «Δεν ήξερα ότι θέλεις τρεις ώρες να έρθεις από τα Πατήσια στην Κηφισιά!» τον έκοψε απότομα. «Κώστα δεν θα έρθω. Η Μαρία δεν είναι καλά δεν μπορώ να την αφήσω συγνώμη φίλε μου πρέπει να φύγουμε αύριο για Θεσσαλονίκη για κάτι χαρτιά, όταν γυρίσω θα έρθω να σε δω. Συγνώμη Κώστα, υπομονή είσαι δυνατός εσύ τα λέμε» Έβαλε το ακουστικό στη θέση του. Κοίταξε το ρολόι του, σπάνια το κοίταζε. Έδειχνε δώδεκα και μισή μετά τα μεσάνυκτα μία και τέταρτο δύο δύο και μισή τρεις Ένιωσε να γλιστράει μαζί της, σε μια παγωμένη λίμνη. Τα δέντρα γύρω τους, ντυμένα με ομίχλη, είχαν πλέξει με τα κλαδιά τους έναν αδιαπέραστο κλοιό. Είχαν παρασυρθεί σ ένα χορό γεμάτο αισθήσεις κι η νύχτα με το μαύρο της πέπλο, είχε βυθίσει όλα τα ζωντανά πλάσματα, σ έναν ατέλειωτο, γαλήνιο ύπνο.
Μόνο οι δυο τους κινούνταν ξέφρενα πάνω στη λίμνη, κι έμοιαζαν φωτεινοί, εξαϋλωμένοι άγγελοι που κατέβηκαν στη γη μόνο γι αυτό το χορό. Το ρολόι του έδειξε τέσσερις τα ξημερώματα. Άνοιξε αργά ένα μικρό συρτάρι στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. Μέσα υπήρχαν παυσίπονα και ένα κουτί με ηρεμιστικά. «Έχει πανσέληνο απόψε κι είν ωραία είναι αλλιώτικη η σιωπή χωρίς παρέα» ακουγόταν το τραγούδι της Χαρούλας από τη διπλανή πολυκατοικία, κι οι κουρτίνες έκοβαν στη μέση το φεγγάρι. Ακριβώς, εκείνη τη στιγμή, φάνηκε ένα αστέρι να πέφτει