Il Giro di Vite di Benjamin Britten Lorenzo Mariani, regista Ελπίζω ότι το κοινό φεύγει από αυτή την παράσταση με μια σειρά αμφιβολιών πάνω στη φύση των πραγμάτων. Ελπίζω να ταράσσονται από αυτό που βλέπουν κι ελπίζω αυτό να προκαλεί μια ενόχληση. Αυτή είναι μια ιστορία που πρέπει να μας ταρακουνά, να μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τους εαυτούς μας, αν αυτό που βλέπουμε κι αντιλαμβανόμαστε είναι αληθινό, για το πόσο μεγάλο είναι το άγνωστο. Αν βγαίνοντας από το θέατρο θέσουμε αυτά τα ερωτήματα απορώντας για το πόσα μυστήρια υπάρχουν στην ύπαρξή μας, τότε εγώ θα έχω καταφέρει να φέρω εις πέρας την αποστολή μου. Η επιλογή του Benjamin Britten έγινε για να βάλουμε στη σκηνή τα φαντάσματα. Η πρόκληση του σκηνοθέτη είναι να τα βάλει στη σκηνή με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πειστικά. Τα πνεύματα αποτελούν μέρος της ανάγκης να φανταζόμαστε κάτι, όμως στο κείμενο του Henry James παραμένει η αμφιβολία αν είναι προϊόν της φαντασίας. Στο έργο, από επιλογή του Benjamin Britten, δεν είναι μόνο η οικοδιδάσκαλος του σπιτιού που βλέπει τα παιδιά. Πιστεύω ότι τα πνεύματα είναι μια ασυναίσθητη ανάγκη του καθενός από εμάς, μια εκ νέου
επεξεργασία πραγμάτων που δε μπορούμε να αποδεχτούμε στη ζωή μας. Ένας εφιάλτης μπορεί να γίνει ένα φάντασμα, όπως το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ εμφανίζεται μόνο στον Άμλετ: γιατί ο γιος με κάποιο τρόπο πρέπει να εξορκίσει την παρουσία του γονέα στη ζωή του. Σ αυτό το έργο τόσο η οικοδιδάσκαλος όσο και τα παιδιά έχουν κάποιες διαταραχές κι αυτές οι διαταραχές προκαλούν την παρουσία των φαντασμάτων. Εν τέλει, κατά τη γνώμη μου, το να βάλουμε στη σκηνή τα φαντάσματα περισσότερο από επιλογή είναι πρόκληση, μέσω της παρουσίας τους περνάνε οι διαταραχές των χαρακτήρων. Τα δύο παιδιά, πρωταγωνιστές του έργου, δηλαδή ο Miles (Charlie Manton) κι η Flora (Beatrice Weiss) είναι δύο πραγματικοί επαγγελματίες κι εγώ τους αντιμετώπισα ως δύο νέους ηθοποιούς, δύο ενήλικες. Έπρεπε να τους αφήσω να είναι αυθόρμητοι, δουλειά που έπρεπε να γίνει με προσοχή: αλίμονο αν γίνονταν υπερβολικά καλοί, έπρεπε να παραμείνουν παιδιά.
Μια όπερα, ιδιαίτερα τον εικοστό αιώνα, όμως όλες οι όπερες του Giuseppe Verdi, τα τέσσερα χτυπήματα που προετοιμάζουν την είσοδο της Eleonora στο Il Trovatore περιγράφουν μια πολύ συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, πλήρη από ψυχολογική ένταση. Η μουσική στην όπερα είναι πάντα πολύ αφηγηματική. Η μουσική υποδεικνύει. Αν είσαι λοιπόν σκηνοθέτης, σκηνογράφος πρέπει να ακολουθείς τις υποδείξεις της μουσικής. Η δική μου επιλογή, σε συνεργεία με τον σκηνογράφο και με τον light designer ήταν να επιδιώξω το μυστήριο διαμέσου του χρώματος, διαμέσου της ξεθωριασμένης ποιότητας του φωτός, δίνοντας ένα κινηματογραφικό ύφος συνέχειας των σκηνών, όπως σε ένα μυθιστόρημα ή σε μια ταινία. Κατά βάθος αυτός ο τρόπος αφήγησης του Henry James επιλέγει ένα ασυνείδητο, εικονικό ρεύμα που πρέπει να υπάρχει και στις σκηνογραφίες. Αν αυτή η δουλειά γίνει πολύ ρεαλιστική δε λειτουργεί: η επιλογή αφορά ένα κόσμο που περνά από μια πραγματική κατάσταση σε μια ονειρική. Ένας εφιάλτης, μια αγωνία. Ο Henry James κι ο Benjamin Britten μιλούν συχνά για λαβύρινθο κι η σκηνή έχει ακριβώς αυτό το νόημα. Μια μεταφορά για όλα τις ανθρώπινες υπάρξεις, ο καθένας από εμάς χάνεται στο δικό του λαβύρινθο
Δε ξέρω αν αφιερώσω όλη τη ζωή μου στην τέχνη, αλλά σίγουρα κάνω τη δουλειά μου με μεγάλο πάθος και με μια μεγάλη δόση ταπεινότητας. Είμαι από αυτούς που πάντοτε αγαπούσαν την υποκριτική. Η μουσική είναι μέρος της οικογένειας μου, ο πατέρας μου ήταν τραγουδιστής, μεγάλωσα σε ένα χώρο όπου αγαπούσαν πολύ την όπερα, αυτό που ήθελα πραγματικά ήταν να δουλέψω σ αυτό το χώρο. Αγαπώ το θέατρο, τη μουσική, να βρίσκομαι με κόσμο. Ήταν μια φυσική επιλογή που όμως έκανα με μεγάλη ταπεινότητα. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι αυτοί που δημιουργούν πράγματα, εγώ αφιερώνομαι στην αφήγηση ιστοριών, ατμοσφαιρών δημιουργημένων από άλλους.
Για να εκφράσω την άποψή μου για το πώς κανείς φτάνει να κάνει καλά τη δουλειά του στο χώρο της τέχνης εγώ αναφέρω πάντοτε μια φράση του Charlie Parker ο οποίος δεν ήταν λυρικός αοιδός ή διευθυντής ορχήστρας αλλά ένας μεγάλος καλλιτέχνης: Πρώτα μάθε μουσική, έπειτα ένα μουσικό όργανο, μετά ξέχνα τα και τα δύο μια άρχισε να παίζεις μουσική. Αν κάποιος θέλει να γίνει σκηνοθέτης, το πιο σημαντικό είναι να αφιερωθεί σε ένα επάγγελμα, να καταλάβει πώς ράβεται ένα κουστούμι, πώς κατευθύνεται ένας προβολέας, πώς παίζεται το πιάνο, πώς στήνεται μια σκηνή. Πρέπει κανείς να είναι ταπεινός, να κάνει εξάσκηση κι έπειτα να αρχίσει να καταλαβαίνει πώς φαντάζεται την παράστασή του, να μελετήσει, να διαβάσει, να καταλάβει τι έχει να πει, αν αγαπά τα άτομα, τον κόσμο του θεάματος. Πρώτα πρέπει να μάθει και μετά να κάνει. Ελπίζω ο κόσμος που είδε την παράσταση να βγει από το θέατρο με αμφιβολίες, το κοινό να ταραχθεί από αυτή την ιστορία που αφηγείται το άγνωστο βάζοντας τους εαυτούς μας μπροστά σε όλα αυτά που δε γνωρίζουμε και κυρίως μπροστά σε μας τους ίδιους. Μια σύγκριση μεταξύ πραγματικότητας και του εσωτερικού μας κόσμου.