ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε να μας συμβούν δε μας συμβαίνουν ή, αντίθετα, αν αυτά που μας συμβαίνουν είναι γιατί εμείς τα προκαλούμε; Γιατί εμείς κάναμε ή δεν κάναμε τις σωστές επιλογές; Άλλοι λένε ότι η ευτυχία μας εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Αν ένα ποτήρι νερό είναι μισό, πώς το βλέπουμε; Mισοάδειο ή μισογεμάτο; Άραγε, το τιμόνι της ζωής το κρατάμε στα χέρια μας εμείς οι ίδιοι ή ένα αόρατο τρίτο χέρι το στρίβει εκεί που θέλει εκείνο; Και τι γίνεται με όλα εκείνα που θάβουμε μέσα μας, όλα αυτά τα ανικανοποίητα θέλω... δεν μπορώ... Τι γίνεται όταν τα δικά μας θέλω είναι τα δεν μπορώ των άλλων; Σ αυτή την περίπτωση, ποιος φταίει για τα στραβά και τ ανάποδα που ίσως προκύψουν από ένα απλό «ναι» ή «όχι»; Τελικά, είμαστε ή δεν είμαστε υπεύθυνοι για τα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας; Ιδού η απορία... 7 lathos onoma007s184.indd 7
ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΑ... ΤΥΦΛΑ! 8 Οι δυο φίλες έτρεχαν σαν τρελές να κάνουν τα ψώνια τους. «Αχ, αυτός ο καιρός! Να μην είναι ποτέ με το μέρος μας; Τι κακό κι αυτό!» Η Μιλένα, χαϊδευτικά Μάνια, προσπαθούσε ν ανοίξει την πιο τρελή και παράξενη ομπρέλα, μια ζεβρέ ομπρέλα που το χερούλι της είχε ολόκληρη την προτομή του ζώου! Μα κι αυτοί οι κατασκευαστές, τι σκέφτονται όταν κατασκευάζουν τέτοια πράγματα, για καλό τα κάνουν; Η ομπρέλα κόλλησε στα υποτιθέμενα δόντια της ζέβρας! «Έλεος, ρε Μάνια, κι εσύ! Ομπρέλα σου είπαμε να αγοράσεις. Για τη βροχή προορίζονται, ξέρεις, αυτά τα πράγματα, όχι για βιτρίνες. Μου πήρες ολόκληρη προτομή και τη μοστράρεις κιόλας!» «Τι να κάνω, Χριστίνα μου, φταίω; Δε φτάνει που είναι μεγάλη και μπορούμε να μπούμε και οι δυο μέσα, παραπονιέσαι κι από πάνω». «Ναι, καλά τώρα, κούκλα μου, αν δεν ήμασταν στην πόλη αλλά σε δάσος, θα έκαναν πολλή χαρά οι κυνηγοί νομίlathos onoma007s184.indd 8
ΛΑΘΟΣ ΟΝΟΜΑ ζοντας ότι βρήκαν ένα σπάνιο ζώο. Φοράς και την ίδια μπλούζα... Μια χαρά θήραμα θα έβρισκαν!» «Πάντα υπερβολική, ρε Χριστίνα. Αφού ξέρεις ότι μου αρέσουν τα ασυνήθιστα και παράξενα πράγματα. Τα συνηθισμένα τα βρίσκω πολύ μπανάλ!» «Τώρα θα σε μάθω; Μια ζωή ανώμαλη είσαι, τίποτα νορμάλ δε σ αρέσει». «Όλο γκρινιάζεις, αλλά ποτέ δε μου χαλάς χατίρι, γλυκιά μου, παραδέξου το», γέλασε η Μιλένα. «Ε, ξέρεις τι λένε. Στον τρελό δεν πρέπει να λες ποτέ όχι!» έβαλε αμέσως τα γέλια η Χριστίνα και τραβήχτηκε μακριά από τη φίλη της, που ήταν έτοιμη να χειροδικήσει παιχνιδιάρικα! «Άσε τα λόγια και μπες κάτω από την ομπρέλα προτού χαλάσουν τα μαλλιά σου ευτυχώς, το ζωοειδές ομπρελίδιο τους έκανε την τιμή να λειτουργήσει κι έλα να μπούμε σ αυτό το κατάστημα. Έχει τέλεια συνολάκια». «Νορμάλ;» Με τη ματιά που της έριξε η Μιλένα, η Χριστίνα κατάλαβε αμέσως ότι δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της. «Να δούμε τι θα αντικρίσουμε πάλι!» ψιθύρισε χαμογελώντας. Η Μιλένα είχε έναν τύπο εντελώς δικό της, ένα στιλ που δύσκολα αντιγράφεται. Παρά τα πειράγματα που της έκανε συνέχεια η Χριστίνα, κατά βάθος της άρεσε πάρα πολύ το ξεχωριστό γούστο της. Είχε τη μοναδική ικανότητα να ξετρυπώνει με απαράμιλλη μαεστρία τα πιο παράξενα πράγματα και να 9 lathos onoma007s184.indd 9
ΕΜΙΛΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ τα συνδυάζει τέλεια. Μπορούσε να φορέσει το πιο σκισμένο τζιν παντελόνι με την πιο επίσημη μπλούζα και να δείχνει μοντελάκι, ενώ, αν το φορούσε κάποια άλλη, θα έφριττες... Η νονά της την είχε βαφτίσει Μιλένα. Παράξενο όνομα, η μαμά της ήθελε να την ονομάσει Έμυ από τη γιαγιά, λόγω, όμως, αρκετών προβλημάτων που είχε στην εγκυμοσύνη, την έταξε στον Άγιο Κωνσταντίνο και στην Αγία Ελένη. Αν ήταν κόρη να την ονομάσει Ελένη κι αν ήταν αγόρι Κωνσταντίνο. Τελικά, την απόφαση την πήρε η νονά. Για να μην κακοκαρδίσουν και τη γιαγιά, το συνδύασαν και τη βάφτισαν Αιμιλία-Ελένη αλλά από μωρό τη φώναζαν Μιλένα. Η Άρτεμη, μωράκι ακόμα, τη φώναζε «Μάνια», αντί «μάνα». Το έλεγε τόσο γλυκά και ναζιάρικα, που όλοι είχαν ξετρελαθεί κι από τότε τη φώναζαν Μάνια. Της ταίριαζε περισσότερο. Μπαίνοντας στο κατάστημα, προσπάθησαν ν ακουμπήσουν το «ζώο» κάπου χαμηλά, μη βγάλει το μάτι καμιάς πελάτισσας και τρέχουνε. Ποιας πελάτισσας, δηλαδή, υπήρχαν άλλες τρελές να βγούνε με τέτοιο καιρό για ψώνια; Όλο ταλαιπωρία σήμερα: η ομπρέλα, ο καιρός, όλα! Λες και έπρεπε ο Θεός να ρίξει όλο το νερό σε μια μέρα. Άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού! Η Χριστίνα θυμήθηκε τι της είπε ο Παύλος: «Μωράκι μου, μη βγεις με τέτοιο καιρό. Θα ρίξει καρεκλοπόδαρα!» Αλλά πού αυτή! Να χαλάσει το χατίρι της φιλενάδας της; Αδυναμίες είναι αυτές! Είχε ένα ξαφνικό πάρτι και ήθελε επειγόντως κάτι καινούριο να φορέσει. «Καλώς τις κούκλες! Δε φοβηθήκατε τον καιρό, βλέπω. 10 lathos onoma007s184.indd 10
ΛΑΘΟΣ ΟΝΟΜΑ Χαμός έξω, ε;» τις καλωσόρισε η κομψή υπάλληλος του καταστήματος. «Μια χαρά βροχούλα ρίχνει, με την ομπρέλα της Μάνιας... κανένα πρόβλημα», σχολίασε η Χριστίνα γελώντας. «Ρε Χριστίνα, για έλα να δεις», δεν έχασε καθόλου χρόνο η Μιλένα. «Νουμεράκι δε βρίσκω ακόμα, αλλά βρήκα, βρήκα! Είδες που είμαι τυχερή;» «Τυχερή ναι, σοβαρή, όμως...» «Τη σοβαρότητα τη μετράς με το ύφασμα εσύ; Δεν είναι τέλειο αυτό; Μίνι φούστα είναι...» «Αυτό είναι μίνι, ρε Μάνια, ή ό,τι έχει απομείνει;» «Άρχισες τις υπερβολές πάλι; Άμα κάτι σου ταιριάζει το φοράς και άμα έχεις ωραία πόδια τα δείχνεις. Πες της τα κι εσύ, Σοφία μου», απευθύνθηκε στην υπάλληλο η Μιλένα. «Ναι, έχεις δίκιο», συνέχισε ακάθεκτη η Χριστίνα. «Ο Στάθης σου γλέντια που θα κάνει! Τι να κάνει κι αυτός μαζί σου, το συνήθισε ο άνθρωπος. Μπορεί να κάνει διαφορετικά; Ευτυχώς που δεν υπάρχει περίπτωση να σε δει η πεθερά σου! Ξεμπερδέψαμε από την έγνοια της κυρα-μαρίκας, ο Θεός να την αναπαύσει». Αχ, η κυρία Μαρίκα! Με τον καημό της μετάλλαξης της νύφης της πήγε! Όσο ζούσε, βίωναν ένα δράμα. Μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, παλαιών αρχών, μην έβλεπε τη Μιλένα με κοντά ρούχα ή εξαντρίκ ντύσιμο. Στη Μιλένα, από την άλλη, άρεσαν τα όχι και τόσο κλασικά κομμάτια. Προτιμούσε να ντύνεται τελείως ανάλαφρα, μέχρι πολύ ανάλαφρα, με σκισμένα τζιν... 11 lathos onoma007s184.indd 11
ΕΜΙΛΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ Μια φορά που έτυχε να φιλοξενήσει την πεθερά της στο σπίτι τους, είχε αφήσει πάνω στο κρεβάτι της ένα καινούριο παντελόνι σκισμένο, που το πλήρωσε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό, και η καημένη η κυρία Μαρίκα πήγε και το μπάλωσε. Παραλίγο συγκοπή θα πάθαινε η Μιλένα. Μιλάμε για την περίπτωση! Καημό το είχε ν αλλάξει στιλ η νύφη της, ν αλλάξει χρώμα στο μαλλί, να το κάνει μαύρο, ρε παιδάκι μου, φυσιολογικό χρώμα, έλεγε και ξανάλεγε. «Καλά, υπάρχει καμιά που το βάφει μαύρο τώρα πια;» αναρωτιόταν η Μιλένα. Δεν το χώνευε καθόλου η κυρα- Μαρίκα το πλατινέ ξανθό. Γενικώς, θα ήταν ικανοποιημένη αν η νύφη της γινόταν κάποια άλλη... Μόνο τον Φουστάνο που δε φώναξε. Κι όλο μέσα στο παράπονο, μουρμούριζε: «Στάθη μου, καμάρι μου, εσύ γιατρός πράμα... Πες της να ντύνεται λιγάκι πιο σοβαρά!» Και ο Στάθης γελώντας της έλεγε: «Δεν είναι τα ράσα που κάνουν τον παπά, μανούλα μου, εγώ αγαπώ τη γυναίκα μου όπως είναι και μου αρέσει όπως ντύνεται». Ανταπαντούσε η κυρα-μαρίκα με το αυστηρό ύφος της: «Ντύνεται ή ξεντύνεται; Η γυναίκα του Καίσαρα δε φτάνει μόνο να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται». Στο μυαλό της Χριστίνας ήρθαν όλα αυτά και δεν πρόσεξε πόσο εκνευρίστηκε η Μιλένα που δεν της έδινε την απαιτούμενη σημασία. 12 lathos onoma007s184.indd 12
ΛΑΘΟΣ ΟΝΟΜΑ «Καλά, ρε εσύ Χριστίνα, θα προσγειωθείς καμιά φορά και θα μου απαντήσεις στην ερώτηση που σου έκανα; Πού ταξιδεύεις;» «Εδώ είμαι, για λέγε». «Εσύ γενικώς ταξιδεύεις... Θυμήθηκες και την κυρία Μαρίκα τώρα, η οποία, Χριστινάκι μου, παρεμπιπτόντως, θα έκανε πολλή χαρά να είχε εσένα για νύφη της. Τι κοπέλα σοβαρή και μετρημένη, Στάθη μου... έλεγε και ξανάλεγε». «Τι θυμάσαι κι εσύ τώρα! Έλεος, αφού δεν είχε τον Θεό της η γυναίκα... Άκου να με λέει εμένα σοβαρή! Σοβαροφανή ναι, σοβαρή, όμως; Πού το είδε;» γέλασε η Χριστίνα. «Τέλος πάντων! Να την πάρω τη φουστίτσα ή όχι; Δε βρίσκω τίποτ άλλο, εκτός από αυτό το ωραιότατο τζιν παντελόνι. Τι λες;» «Ένα ωραιότατο παντελόνι τζιν, κατακομμένο, θες να πεις!» «Αυτά μου αρέσουν εμένα, καλή μου, εσύ μην τα φοράς...» «Μπράβο, ρε! Και πολύ καλή τιμή! Τι να σου πω, κάθε σκίσιμο και ευρώ... Κι έχει και πολλά σκισίματα το άτιμο...» «Θα το δοκιμάσω, λέγε ό,τι θες εσύ...» της έκλεισε πονηρά το μάτι. «Ωραία! Βιάσου... μην το χάσεις, γιατί θα βρεθούν πολλοί τρελοί να το αγοράσουν», επέμενε να την πειράζει η Χριστίνα. Η Μιλένα, όμως, ακάθεκτη και σταθερή, μπήκε στο δοκιμαστήριο. 13 lathos onoma007s184.indd 13
ΕΜΙΛΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ Ρωτάει τη γνώμη σου και μετά κάνει το εντελώς αντίθετο απ αυτό που της λες. Δε βιάζομαι εγώ, σκέφτηκε η Χριστίνα και βολεύτηκε σε μια αναπαυτική γούνινη πολυθρόνα. Βρέχει κιόλας, ας κάνει όση ώρα θέλει. Με το που βγήκε η Μιλένα να της δείξει το παντελόνι ο Θεός να το κάνει παντελόνι, δηλαδή, εμφανίστηκε μια εκθαμβωτική λάμψη, ακούστηκε μια δυνατή βροντή και έγινε μπλακ άουτ. «Φτου! Όλα σήμερα θα μας συμβούν; Ρε Μάνια, πού είσαι;» «Εδώ είμαι, δε βλέπω τίποτα». «Ούτε κι εγώ βλέπω...» «Ναι; Κι εγώ νόμιζα ότι, ως σοφή κουκουβάγια, θα είχες το χάρισμα να βλέπεις μέσα στο σκοτάδι», την πείραξε η Μιλένα. «Αστειάκια, αστειάκια; Και μετά σου λένε το κάπνισμα δεν είναι χρήσιμο... Αν κάπνιζα, θα είχα έναν αναπτήρα για τις δύσκολες ώρες». «Ενώ εγώ που καπνίζω, θα σου κρατώ τον αναπτήρα αναμμένο σαν να είμαστε σε συναυλία...» «Μάνια, μ εκνευρίζεις! Δε σε βλέπω κιόλας...» «Καλά, σου προκαλεί ηρεμία να με βλέπεις; Αφού το παντελόνι που φορώ σου σηκώνει την τρίχα κάγκελο! Χριστίνα, λες να είναι σημαδιακό; Λες να έγινε αυτό σαν να μας λένε πάρτε τα ρούχα και φύγετε ; Σκέψου το, ούτε ο συναγερμός θα χτυπήσει χωρίς ρεύμα...» «Πρώτον, σύνελθε, δεύτερον, σύνελθε και τρίτον... σύνελθε! Έλεος!» 14 lathos onoma007s184.indd 14
ΛΑΘΟΣ ΟΝΟΜΑ «Άντε, βρε! Για πλάκα το λέω...» έσκασε στα γέλια. «Χαρές που θα κάνουν οι αστυνομικοί στο τμήμα με το παντελόνι που φοράς! Καλά, το να έκοβες το συναγερμό από το παντελόνι δε θα ήταν πρόβλημα. Μια τρύπα παραπάνω δε θα το χαλάσει». «Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, είδες; Μια χαρά βολεύει!» «Μάνια, σε καλό σου...» ξέσπασε και η Χριστίνα στα γέλια. «Μου κάνεις την υπεράνω, αλλά οι πλακίτσες σ αρέσουν». «Εσύ, γλυκιά μου, να λερώσεις την υπόληψή σου για ένα παντελόνι των εκατό ευρώ; Εσύ, γυναίκα ιατρού; Ποτέ!» συνέχισε η Χριστίνα γελώντας με την απίθανη ιστορία που έπλασαν. «Λοιπόν, το παντελόνι μου άρεσε πολύ, θέλω μια μπλουζίτσα, όμως, να το συνδυάσω...» «Μέσα στα σκοτάδια, χριστιανή μου, εσύ θες να ταιριάξεις και μπλούζα; Θεέ μου, τι αμαρτίες πληρώνω;» «Ναι, θέλω. Δε θα έχουμε χρόνο να πάμε αλλού με αυτή τη βροχή». Η Μιλένα περιπλανιόταν στα σκοτάδια κι έψαχνε τα ρούχα. Να βγουν ήταν δύσκολο, γιατί το μαγαζί είχε σκαλιά και θα γκρεμοτσακίζονταν. Κι ενώ η Μιλένα έκανε πρακτική στο τυφλό σύστημα αγορών, η Χριστίνα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με την ηλεκτρική διακοπή. «Σου σάλεψε, βρε, ποιος ψωνίζει στα σκοτάδια; Μέχρι και 15 lathos onoma007s184.indd 15
ΕΜΙΛΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ δουλειές τη νύχτα κανείς δεν κάνει... Δεν άκουσες που λένε ότι τις δουλειές της νύχτας τις βλέπει η μέρα και γελάει;» «Εγώ το απόλαυσα, πάντως! Άσε, γλυκιά μου, μου μπαίνουν κάτι ιδέες...» «Αυτές οι ιδέες σου είναι που με φοβίζουν! Για λέγε...» Η Σοφία, η πωλήτρια, ακούγοντας από την αρχή τις κουβέντες τους, σκεφτόταν πόσο ωραία θα ήταν αν όλες οι πελάτισές της είχαν τέτοια τρέλα. Την ψυχαγωγούσαν αυτές οι δύο όταν έμπαιναν στο κατάστημά της. Το απολάμβανε, δίχως άλλο. «Θα πρέπει, ίσως, να ενημερώσουμε τις φίλες μας να ζήσουν, έστω για μια φορά, την εμπειρία της αγοράς με κλειστά τα φώτα». «Ο κάθε τρελός στην τρέλα του... Καλά, πόση ώρα θα κάνουν;» Τελικά, η Σοφία κατάφερε να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη και εκείνος έθεσε σε λειτουργία τη γεννήτρια ρεύματος που είχε για ώρα ανάγκης. Όλοι ενθουσιάστηκαν που είδαν το φώς το αληθινό, εκτός από τη Μιλένα... Ήθελε να τελειώσει και master στο τυφλό σύστημα, δεν της έφτανε το απλό δίπλωμα! Τελικά, συμβιβάστηκε κι εκείνη με την πραγματικότητα. Ήταν ενθουσιασμένη με τα ψώνια που είχε κάνει στα τυφλά και δεν παρέλειψε να τ αγοράσει όλα και να ευχαριστήσει τη Σοφία για τα υπέροχα κομμάτια που βρήκε στο μαγαζί της. Από δω και πέρα, όπου πηγαίνει, θα ζητάει να της κλείνουν τα φώτα. Το σκοτάδι την κάνει να συγκεντρώνεται... 16 lathos onoma007s184.indd 16
ΛΑΘΟΣ ΟΝΟΜΑ «Θα τις συμβουλέψω όλες να ψωνίζουν με κλειστά φώτα, για να έχουν οι αγορές τους μεγαλύτερη επιτυχία. Η προσπάθεια να καταλάβεις τι αγοράζεις σε ωθεί σε βαθύτερη εξερεύνηση και ανακατεύεις το κατάστημα όσο θέλεις, αφού η πωλήτρια σε ευγνωμονεί που δε σηκώθηκες να φύγεις, μια και δε βλέπεις την τύφλα σου, και σου συγχωρεί κάθε ανακάτεμα, λέγοντας και ευχαριστώ από πάνω!» Η Χριστίνα λίγο έλειψε να πάθει κρίση. «Παραδίδω τα όπλα, κούκλα μου! Ναι, πράγματι, όλα τα βρήκες στο σκοτάδι, όση ώρα είχε φως δεν έβρισκες τίποτα... Πάντα το έλεγα ότι είσαι ανάποδη». 17 lathos onoma007s184.indd 17