Ο YΣΣEAΣ EΛYTHΣ (1911-1996) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1979 Ο καηµός του θανάτου τόσο µε πυρπόλησε, που η λάµψη µου επέστρεψε στον ήλιο. Κείνος µε πέµπει τώρα µέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος, Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είµαι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, Χειµώνα ελάχιστε, Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς Και στη νύχτα µέσα των αφρόνων µ ένα µικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόµιµο του Ανέλπιστου. «Λακωνικoν»
Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ (1888-1965) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1948 Γύρω απ το συντριβάνι της που τρέχει µε τη φωνή ανθρώπου που πονεί είναι λουλούδια που κανείς δεν έχει ξαναδεί. Με µυρωδιά σιχαµερή και πέταλα που στάζουν φαρµάκι. Φυτρώνουν απ τα µέλη των νεκρών. Ποτέ να µην ξανάρθουµε εδώ. Πάνθηρες λιάζονται στη βρύση. Το δάσος σκοτεινιάζει πιο πέρα. Στις σκάλες του κήπου στριφογυρίζει ο πύθωνας. Παγόνια περπατούν αργά κι επίσηµα. Και µας κοιτούν µε µάτια ανθρώπων που είχαµε γνωρίσει. «Το Παλaτι της Κiρκης» Μτφ. Πάτροκλος Γιατράς
ΓIΩPΓOΣ ΣEΦEPHΣ (1900-1971) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1963 Στο στήθος µου η πληγή ανοίγει πάλι όταν χαµηλώνουν τ άστρα και συγγενεύουν µε το κορµί µου όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλµατα των ανθρώπων. Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν µέσα στα χρόνια ως πού θα µε παρασύρουν; Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα µπορέσει να την εξαντλήσει; Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι δεµένη πάνω στο βράχο που έγινε µε τον πόνο δικός µου, βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη µαύρη γαλήνη των πεθαµένων κι έπειτα τα χαµόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλµάτων. «Ανδροµεδα», Μυθιστορηµα, k
ΜΩΡΙΣ ΜΑΙΤΕΡΛΙΝΚ (1862-1949) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1911 Κύριε, την άθλια µου γνωρίζεις µοίρα! Κοίταξε τι σου φέρνω από δω κάτου, Σου φέρνω από της γης τ άνθη τα στείρα, Κι ήλιο σου φέρνω σε στιγµή θανάτου. Την τόση κούρασή µου κοίτα επίσης, Την µαύρη αυγή, το σβησµένο φεγγάρι, Έλα τη µοναξιά µου να γεµίσεις Με τη δική σου δόξα και τη χάρη. Κάµε ν ανοίξει ο δρόµος σου µπροστά µου, Φώτισε, Κύριε, την ψυχή που σιγολυώνει, Γιατί έχω τόση θλίψη, που η χαρά µου Mοιάζει σαν χλόη που σκέπασε το χιόνι. «eηση» Μτφ. Μηνάς ηµάκης
ΕΟΥΤΖΕΝΙΟ ΜΟΝΤΑΛΕ (1896-1981) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1975 [...] εν θυµάσαι άλλες µέρες κρατάνε τη θύµησή σου µια κλωστή όλο και µακραίνει. Κρατώ ακόµη µιαν άκρη της. Όµως το σπίτι φεύγει µακριά και στη στέγη καπνισµένη η ανεµοδούρα αλύπητα στριφογυρνά. Κρατώ µιαν άκρη της µα εσύ µένεις µονάχη δίχως ανάσα εδώ στα σκοτεινά. Α, ο µακρινός ορίζοντας, εκεί που ανάβει καµιά φορά το φως κάποιας φρεγάτας! Το πέρασµα είναι εδώ; Χτυπάει ακόµα πάνω στα βράχια το νερό και σπάει. Συ δεν θυµάσαι της βραδιάς µου αυτής το σπίτι κι εγώ δεν ξέρω ούτε ποιος µένει ούτε ποιος πάει. «Το Σπiτι των Tελωνηδων» Μτφ. Ανδρέας Ανανιάδης
ΧΟΥΑΝ ΡΑΜΟΝ ΧΙΜΕΝΕΘ (1881-1958) Nοµπελ Λογοτεχνιασ 1956 Κάποτε νοιώθω καθώς το ρόδο που θάµαι µια µέρα, καθώς το φτερό που θάµαι µια µέρα. Και µε τυλίγει ένα άρωµα, ξένο και δικό µου, δικό µου κι ενός ρόδου και µε περισυλλέγει µια περιπλάνηση ξένη και δική µου δική µου κι ενός πουλιού. Τραγούδα, τραγούδα, φωνή µου! γιατί όσο υπάρχει ένα πράγµα που δεν το είπες εσύ δεν είπες τίποτα! «Ποiηση» Μτφ. Τάκης Βαρβιτσιώτης