ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ ΔΕΚ 2014 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Β1 ΟΜΑΔΑ Β ΜΕΡΟΣ Α : ΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ Το μοιρολόγι της φώκιας Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη 1 από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη 2 ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην 3 του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη. Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα 4. Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της. Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής. 1 γοητεύτηκε 2 γιαγιά 3 βραδινό φως, μούχρωμα 4 περίπου
Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι. Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της. Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός. Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της. Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής 5 εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής: Αυτή ήτον η Ακριβούλα η εγγόνα της γρια-λούκαινας. Φύκια 'ναι τα στεφάνια της, κοχύλια τα προικιά της... κι η γριά ακόμη μοιρολογά τα γεννοβόλια της τα παλιά. Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: Α1. Να αναφέρετε πέντε (5) διαφορετικά στοιχεία που οδηγούν στο θανάσιμο ατύχημα της Ακριβούλας. (10 μον) η αθωότητα (=απειρία στην αντίληψη του κινδύνου) της παιδικής ηλικίας μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της η παγίδα του τοπίου: τα δύο μονοπάτια Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον η παγίδα του ερωτικού σκιρτήματος: η γοητεία του βοσκού και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί η παγίδα του χρόνου: η απουσία φωτός Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. η παγίδα της θορυβώδους χαράς της ζωής που αγνοεί τον θάνατο: το τραγούδι του βοσκού Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή / θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού 5 βαθύς γνώστης
Β1. «Ο Παπαδιαμάντης έχει μια βαθιά επίγνωση του πόνου της ζωής - την οποία και χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη στα διηγήματά τους - αλλά και την ικανότητα του συγγραφέα-ανθρωπιστή να «ξεγλυκαίνει» αυτόν τον πόνο, ώστε να προσφέρει στους αναγνώστες του την κάθαρση. Να εντοπίσετε (10 μον) δύο (2) διαφορετικά σημεία στο κείμενο που σας δίδεται στα οποία φαίνεται να «ξεγλυκαίνεται» ο πόνος από τον θάνατο της Ακριβούλας και να τα σχολιάσετε (10 μον). 1. Εσχατολογική προέκταση στο καθημερινό δράμα. Κάτω από την απλοϊκή, την κατανυκτική, την χριστιανική, την ποιητική επιφάνεια, υπάρχει κάτι το δαιμονικό και το αβυσσαλέο, που ρυθμίζει τις σχέσεις και τις τύχες των προσώπων. Το κακό εμφανίζεται με ποικίλες μορφές και δηλητηριάζει τα πάντα. Αυτός ο κανόνας ισχύει για όλους μας. Ο μόνος τρόπος εξαγνισμού είναι η επιστροφή στις παιδικές αναμνήσεις, στην φύση του νησιού, στις αγνές και παρθενικές καταστάσεις που ζουν τα παιδιά μέσα της, μπολιασμένα από την ομορφιά και την αθωότητά της, πριν μολυνθούν ακόμα από την ενήλικη ζωή. στο Κοχύλι, όπου πνίγηκε η Ακριβούλα έπαιζαν τα μαγκόπαιδα του χωριού ο βοσκός αδιαφορεί για το πένθιμο του χώρου η Ακριβούλα παγιδεύεται και οδηγείται στον θάνατο από την πρώτη εμπειρία του ερωτικού θαυμασμού 2. Εσχατολογική υπέρβαση του θανάτου ως μόνιμου, φυσικού ρυθμού της ζωής. Ο μηχανισμός της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη, στα βαθύτερα στρώματά της, λειτουργεί κατά τρόπο ανάλογο με την ποίηση. Μια μακρόσυρτη ελεγεία θανάτου συνυφαίνεται με την ομορφιά της φύσης και την θεία φύση του έρωτα. Πίσω από τις απλές ιστορίες του κρύβεται το αιώνιο ζητήματα της τραγικότητας της ύπαρξης σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ομορφιά της ζωής. Η ζωή και ο θάνατος στον Παπαδιαμάντη βρίσκονται παντού δίπλα-δίπλα, συνυφαίνονται σε ένα γαϊτανάκι και το πέρασμα από την μία κατάσταση στην άλλη είναι «μία στιγμούλα» και μόνο. Η ανατριχιαστική αυτή αίσθηση της «στιγμούλας» δεν αναιρείται ακόμα και όταν η θεία Πρόνοια επεμβαίνει την τελευταία στιγμή για να σώσει την κατάσταση. Άλλωστε δεν επεμβαίνει πάντα. Ο θάνατος καραδοκεί και η ζωή συνεχίζεται. το μοιρολόγι της Ακριβούλας το κάνει μια φώκια ο βοσκός εξακολουθεί να παίζει τον χαρούμενο σκοπό του γενικά η ζωή εξακολουθεί να κινείται, με τις χαρές και τις λύπες της, παρά τους θανάτους και οι άνθρωποι φαίνονται να έχουν μια μοναδική ικανότητα - την οποία έχει αναγάγει σε ΑΡΕΤΗ κάθε θρησκεία: την καρτερικότητα απέναντι στο τραγικό δράμα της ύπαρξης. 3. Εκτενείς λυρικές περιγραφές της φύσης Ο Παπαδιαμάντης είναι συγγραφέας του ανοιχτού χώρου, με την έννοια ότι τα δρώμενά του τοποθετούνται και εξελίσσονται όχι μέσα σε κλειστά δωμάτια, όπως στον Βιζυηνό, αλλά στον ανοιχτό χώρο, στην φύση. Ο Παπαδιαμάντης αντιλαμβάνεται αισθησιακά τον κόσμο και έτσι τον περιγράφει: σε κάθε στιγμή ομολογεί, εγκωμιάζει, εκθειάζει τα επίγεια αγαθά αφήνοντας να φανεί η απόλαυση των αισθήσεων. Αυτό το κάνει μέσα από αλλεπάλληλες εικόνες, μέσα από τις οποίες φαίνεται ο ψυχικός αναβρασμός, η χαρά και η ευφροσύνη του, η ανάγκη του για αισθησιακή ηδονή. Δεν είναι, όμως, απλός θεατής του κόσμου δια των αισθήσεων, αλλά μυστικός δημιουργός: αποκαλύπτει ό,τι ένας κοινός θεατής δεν συλλαμβάνει, ακόμα και στο πιο ασήμαντο. Η σχέση του Παπαδιαμάντη με την φύση δεν είναι μονάχα αισθητική αλλά κυρίως ηθική: φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα, αλλά και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. η ομορφιά της εικόνας της γολέτας αποκρύπτει την θανάσιμη παγίδευση
ΜΕΡΟΣ Β : ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Για τα ονόματα (απόσπασμα) [ ]Κατά την Σύναξιν του Αγ. Ιωάννου, την επαύριον των Φώτων, εώρταζεν, ως είπομεν, και ο καπετάν Γιάννης ο Τζαφέρης, μαζί με όλους τους άλλους Γιάννηδες. Υπήρχον δε πολλοί εις το χωρίον. Σχεδόν πάσα τρίτη οικία είχεν ένα Γιάννην τους οποίους ήξευρον ακριβώς όλους, και είχον τον κατάλογον, οι δύο πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας και ο Πέτρος ο Γύφταρος, αμφότεροι βαστάζοι 6 της αγοράς. Εδέχετο δε εξαιρετικώς κατ εκείνην την ημέραν η Διαμαντηρείζαινα όλους τους επισκέπτας, όλον το χωρίον, σχεδόν χωρίς να μορφάζη 7. Την ημέραν εκείνην έκαμνε θυσίαν το κάτω πάτωμα της οικίας της. Είχεν όμως ιδιαιτέραν υπηρεσίαν διωργανωμένην εις την αυλήν, ένδοθεν της αυλόπορτας, δια τα ξυπόλυτα και τους μάγκες της αγοράς, τους οποίους εφίλευεν 8 εκεί διά χειρός της μητρός της ή της αδελφής της, χωρίς να τους επιτρέπη να εισέλθωσιν εις την οικίαν. Μίαν χρονιάν, πριν έλθωσιν ακόμη αι μεγάλαι εορταί του χειμώνος, οι δύο ειρημένοι 9 πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας, κι ο Πέτρος ο Γύφταρος, διαβολική συνεργία, είχαν μαλώσει μεταξύ των. Κατά τ άλλα έτη συνήθιζον οι δύο να πηγαίνουν «κονσέρβα», ως έλεγαν, δηλ. ως δύο συμπλέοντα πλοία, να φέρουν γύραν εις όλας τας οικίας όσαι εώρταζον, και του Αγ. Νικολάου, και του Αγ. Ιωάννου, και τας άλλας εορτάς, τας εχούσας πολλά ονόματα. Οι δύο αχώριστοι φίλοι, ο εις στολισμένος τα εορτάσιμα, ο έτερος με τα μόνα ενδύματα του ο πρώτος φέρων εις τους πρησμένους πόδας του πατημένα πέδιλα, ο δεύτερος ανυπόδητος, άρχιζαν το πρωί, απολείτουργα, την περιοδείαν των από την μίαν άκρην της κωμοπόλεως εις την άλλην. Μίαν φοράν, ο Πέτρος ο Γύφταρος, με ελαφρότητα κάπως, είχεν ειπεί αυθαδώς ότι «σηκώνουν τα υψώματα» 10 οι δύο τους. Ακούσας την ασεβή παρωδίαν 11 ο Αντώνης Μαραγκάκης ο νωματάρχης, Κρης την πατρίδα, τους εφίμωσε με την επιφώνησιν: «Ψώματα! ψώματα!», δηλ. «ψέματα! ψέματα!» και έκτοτε ο Γύφταρος δεν ετόλμησε πλέον να το ξαναπεί. Ως τόσον εξηκολούθουν πάντοτε την περιοδείαν των ανά τας οικίας. Αλλού τους εφίλευον τηγανίτες ή λουκουμάδες, σπανιώτερον μισό χαμαλί (μικρόν τρίγωνον γλύκισμα), συνηθέστερον λουκούμι ή μόνον στραγάλια, από τα οποία εγέμιζαν τους κόλπους των. Σχεδόν εις όλα τα σπίτια τους εκερνούσαν ροσόλι 12 ή μαστίχαν ή εντοπίαν εκ στεμφύλων ρακήν.[ ] (1902) 6 βαστάζος : αχθοφόρος, χαμάλης 7 χωρίς να κάνει μορφασμούς, να στραβομουτσουνιάζει 8 φιλεύω: προσφέρω κάτι ως κέρασμα, κερνώ 9 για τους οποίους είχε μιλήσει παραπάνω 10 ύψωμα: το αντίδωρο από το κέντρο του πρόσφορου, που έχει τη σφραγίδα με το Σταυρό «σηκώνουν τα υψώματα»: πρόκειται για θρησκευτική τελετή κατά την οποία όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή προσκαλούν τον ιερέα για να ευλογήσει λίγο σιτάρι που θα το βάλουν μαζί με αυτό που θα σπείρουν, ώστε να έχουν καλή σοδειά. 11 ασεβής παρωδία (εδώ): απομίμηση της θρησκευτικής τελετής με σκωπτική ή κωμική διάθεση 12 λικέρ με άρωμα τριαντάφυλλου
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση. (10 μονάδες) ο καπετάν Γιάννης ο Τζαφέρης ο Αποστόλης ο Καλούμας ο Πέτρος ο Γύφταρος η Διαμαντηρείζαινα ο Αντώνης Μαραγκάκης η μητέρα της Διαμαντηρείζαινας η αδελφή της Διαμαντηρείζαινας τα ξυπόλητα παιδιά οι μάγκες της αγοράς καπετάνιος - προύχοντας βαστάζος - φτωχός φίλοι βαστάζος - φτωχός η γυναίκα του καπετάνιου ο νωματάρχης γυναίκα νοικοκυρά συγγενής βοηθός στο γιορτινό τραπέζι γυναίκα νοικοκυρά συγγενής βοηθός στο γιορτινό τραπέζι φτωχοί φτωχοί Β1. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα κράμα από λόγια και λαϊκά στοιχεία. Να βρείτε στο παραπάνω κείμενο πέντε (5) λέξεις της δημοτικής και πέντε (5) λέξεις της καθαρεύουσας. (10 μονάδες)