ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 2013 ΘΕΜΑ Α.1.1 Γ Λυκείου Θεωρητική Κατεύθυνση ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α) σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 89 : «Σε κάποιες εκλογικές περιφέρειες στις 8 Αυγούστου 1910 έθεσαν υποψηφιότητα σοσιαλιστές και για πρώτη φορά εμφανίστηκε η σοσιαλδημοκρατική «Κοινωνιολογική Εταιρεία». και σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 93 : «Τα αριστερά κόμματα να ιδρύσουν κόμμα.» Β) σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 89 : «Πριν από τις ακτήμονες.» Γ) σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 160 : «Για να βοηθήσει Πληθυσμών.» και «Η προσωρινή ενδιαφερομένων.» ΘΕΜΑ Α.1.2. Α) σχολ. εγχειρίδιο, σελ.116 : «Για τις προσφυγικές κράτους.» Β) σχολ. εγχειρίδιο, σελ.54 : «Οι πιο σημαντικές δικτατορίας» Γ) σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 219-220 : «Η ευτυχής κυβέρνησης.» ΘΕΜΑ Α.1.3 1. v 2. vi 3. ii 4. vii 5. xi 6. iv 7. ix 8. x 1
ΘΕΜΑ Α.2.1 σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 89-90 : «Οι εκσυγχρονιστές Εθνοσυνέλευσης» και σελ. 91-92 : «Όσον αφορά κόμμα» ΘΕΜΑ Α.2.2 σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 154 : «Η ΕΑΠ προέλευσης.» και σελ. 166 «Ο πληθυσμός αυτά.» ΘΕΜΑ Β1. α) Μετά τη λήξη του μικρασιατικού πολέμου τον Αύγουστο του 1922 χιλιάδες Έλληνες κάτοικοι της Τουρκίας, εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους ακολουθώντας την άτακτη φυγή του ελληνικού στρατού. Λίγο καιρό αργότερα,η μετακίνηση αυτή επισφραγίστηκε με τη συμφωνία της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης, καθώς στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη ειρήνης της Λοζάνης. Έξι μήνες πριν, στις 30 Ιανουαρίου 1923, είχε υπογραφεί η ελληνοτουρκική Σύμβαση, η οποία ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας. (σχολ.εγχειρίδιο, σελ.149). Όπως προκύπτει από το πρώτο απόσπασμα, η ελληνοτουρκική ανταλλαγή αποτελούσε ιδέα του Βενιζέλου που είχε προταθεί στους Τούρκους για πρώτη φορά το 1914, όταν οι Νεότουρκοι εξεδίωξαν τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μ.Ασίας. Ωστόσο, τότε το σχέδιο αυτό δεν είχε εφαρμοστεί λόγω της εισόδου της Τουρκίας στον Α Παγκόσμιο πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1914. Μετά, την ήττα όμως του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, η ανταλλαγή των πληθυσμών που βρίσκονταν στις δύο πλευρές του Αιγαίου φάνταζε ως μοναδική λύση για την παύση των εχθροπραξιών και την αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από την ανταλλαγή αυτή εξαιρέθηκαν μόνο οι Έλληνες Ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου 2
και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (σχολ. εγχειρίδιο, σελ.150) Μάλιστα, η ανταλλαγή αυτή θα ίσχυε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από τη μέρα που κηρύχθηκε ο Α Βαλκανικός πόλεμος (18 Οκτωβρίου 1912) και μέχρι το 1925.Πρόκειται λοιπόν για μια συμφωνία που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα διέγραψε τις ζωές, τις περιουσίες και τον πολιτισμό 1.290.000 ανθρώπων που κατοικούσαν στην Μ.Ασία, τον Πόντο, την Καππαδοκία και αλλού. Συγκεκριμένα, η ανταλλαγή ίσχυε τόσο γι αυτούς που παρέμειναν στις εστίες τους μετά την λήξη του μικρασιατικού πολέμου, που ανέρχονταν σε 189.916 πρόσφυγες, όσο και για εκείνους που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα, δηλαδή 1.100.000 Έλληνες Ορθόδοξοι που βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα από το 1922. Όπως προκύπτει από τους αριθμούς των Ελλήνων, οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει βίαια την πατρίδα τους πριν την υπογραφή της Σύμβασης, όταν η κεμαλική κυβέρνηση επιχειρούσε την πλήρη εκκαθάριση της περιοχής της από τα ξένα στοιχεία, τους Έλληνες και τους Αρμένιους. Ο όρος αυτός ίσχυε αντίστοιχα και για τους μουσουλμάνους της Ελλάδας, εφόσον 125.000 επέστρεψαν στην Τουρκία πριν την υπογραφή της Σύμβασης και 355.635 αργότερα. Όπως άλλωστε γνωρίζουμε, συνολικά το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες (ανάμεσα τους και 50.000 Αρμένιοι). Περίπου 200.000 Έλληνες παρέμεναν στην Καππαδοκία και γενικότερα στην Κεντρική και Νότια Μικρά Ασία. Αυτοί μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα το 1924 και το 1925 με τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής.(σχολ.εγχειρίδιο, σελ.146). Βέβαια, παρατηρούμε αναντιστοιχία των αριθμών των ανταλλαξίμων μεταξύ της ιστορικής αφήγησης και του παραθέματος, εφόσον οι πρώτες απογραφές των προσφύγων δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και συχνά οι αριθμοί αυτών παρουσιάζουν διακυμάνσεις. Όσον αφορά τα δικαιώματα των προσφύγων, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ειρήνης της Λωζάννης οι ανταλλάξιμοι θα απέβαλαν την παλιά ιθαγένεια και θα αποκτούσαν την ιθαγένεια της χώρας στην οποία θα εγκαθίσταντο. Ακόμα, είχαν δικαίωμα να μεταφέρουν την κινητή περιουσία τους, ενώ είχαν δικαίωμα να 3
πάρουν από το κράτος στο οποίο μετανάστευαν ως αποζημίωση περιουσία ίσης αξίας με την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειπαν φεύγοντας. Τέλος, θα διευκολύνονταν στη μετακίνηση τους από τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής. Εν κατακλείδι, η συμφωνία αυτή για ανταλλαγή πληθυσμών διέφερε από τις προηγούμενες. Καθιέρωνε για πρώτη φορά τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών και είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, ενώ οι μέχρι τότε συμφωνίες προέβλεπαν εθελοντική μετανάστευση κατοίκων κάποιων επίμαχων περιοχών.(σχολ.εγχειρίδιο, σελ. 150-151) β) Η αντίδραση των Ελλήνων Ορθοδόξων,που είχαν παραμείνει στην Τουρκία μετά το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας, ήταν έντονη. Μόλις ανακοινώθηκε η οριστική και μαζική μετακίνησή τους στην Ελλάδα,με οργή και αγανάκτηση στράφηκαν εναντίον των ηγετών των δύο κρατών. Σύμφωνα με το απόσπασμα του Ν. Καζαντζάκη, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τη φράση «ανάθεμα στους αίτιους!», απευθύνουν το δριμύ «κατηγορώ» τους στις πολεμικές αλλά και μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις για τους λανθασμένους χειρισμούς, τα μεγαλεπήβολα σχέδια που έφεραν μόνο όλεθρο, αλλά και στις τουρκικές κυβερνήσεις που δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν ποτέ την ισχυρή ελληνική παρουσία στη Μ.Ασία και την Αν. Θράκη. Θρήνος ξέσπασε ταυτόχρονα, αφού με πολύ παραστατικό τρόπο περιγράφεται ο πόνος του ξενιτεμού τους. Θεωρώντας τους εαυτούς τους αυτόχθονες στη γη που κατοικούσαν, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να μυρίσουν, να νιώσουν, να φιλήσουν το πάτριο έδαφος, να το πάρουν μαζί τους στη νέα πατρίδα που ήταν αναγκασμένοι να πάνε. Αλλά και οι Έλληνες που βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα, πριν την υπογραφή της Σύμβασης αντέδρασαν έντονα, όταν ανακοινώθηκε η υπογραφή της. Σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας συγκρότησαν συλλαλητήρια, διατρανώνοντας την απόφαση τους να εμποδίσουν την εφαρμογή της. Η πραγματικότητα όμως, όπως είχε διαμορφωθεί μετά την έξοδο χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους και την άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί την επιστροφή τους, ανάγκασε την ελληνική αντιπροσωπεία να συμφωνήσει. Εξάλλου η υπογραφή 4
της Σύμβασης υποβοηθούσε τις βλέψεις των ηγετών των δύο χωρών (Βενιζέλου και Κεμάλ) για τη διασφάλιση και αναγνώριση των συνόρων τους, την επίτευξη ομοιογένειας και την απρόσκοπτη ενασχόληση με την εσωτερική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη. Σύμφωνη ήταν και η Κοινωνία των Εθνών. Οι πρόσφυγες έμειναν με την πικρία ότι το δίκαιο και τα συμφέροντα τους θυσιάστηκαν στο βωμό των συμφερόντων του ελληνικού κράτους. (σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 151) ΘΕΜΑ Β.2. Ο 20ος αιώνας βρήκε τον Ελληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής στον οικονομικό και τον πνευματικό τομέα. Ωστόσο, η πολιτική που εφάρμοσαν οι νεοτουρκικές κυβερνήσεις απέναντι των Ελλήνων ήταν εξαιρετικά εχθρική και περιελάμβανε δυσμενή οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα. Η πολιτική αυτή οδήγησε τους Ποντίους στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.(σχολ. εγχειριδιο, σελ.2248-249) Πολλοί ήταν οι αγώνες που έγιναν σε διπλωματικό επίπεδο από τους πρωτεργάτες Έλληνες της Διασποράς για την υλοποίηση του σχεδίου. Πολλές ήταν και οι διώξεις που υπέστησαν χιλιάδες Έλληνες του Πόντου από τους Νεότουρκους οι οποίες τους ανάγκασαν να πάρουν το δρόμο της φυγής προς τη Ρωσία το 1917. Έτσι σε διαδοχικά συνέδρια των Ποντίων προβαλλόταν το αίτημά τους για ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Στο συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1918 οι Έλληνες του Πόντου προσπάθησαν να γνωστοποιήσουν τις εθνικές τους διεκδικήσεις βασίζοντας την επιχειρηματολογία τους στα μέσα εξόντωσης που χρησιμοποιούσαν σε βάρος τους οι Τούρκοι και ζητούσαν τον επαναπατρισμό των εκτοπισμένων και των προσφύγων. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν αρχικά σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων.(σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 250). Ήδη πριν το τέλος του πολέμου το 5
Σεπτέμβριο του 1918 συμφωνούσε με το αίτημα των τελευταίων για την επιστροφή των εκτοπισμένων και την αποκατάστασή τους, ενώ παράλληλα διεκδικούσε περιοχές με έντονο το ελληνικό στοιχείο, εφόσον διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Διαφορετικά πρότεινε αυτονομία. Στο συνέδριο Ειρήνης όμως στο Παρίσι ο Ελ. Βενιζέλος πιέστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων αλλά συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία.(σχολ.εγχειρίδιο, σελ. 250-251) Η πρόταση του πρωθυπουργού της Ελλάδας προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στους Έλληνες του Πόντου, γεγονός που ο ίδιος γνώριζε καλά όπως φαίνεται στο δεύτερο παράθεμα. Κατανοούσε επίσης πως δεν μπορούσε να καταστήσει αρεστή σε αυτούς μία λύση που απεχθάνονταν και απεύχονταν. Στην προσπάθειά του να εξηγήσει στο τηλεγράφημα που έστειλε από το Παρίσι στις 21/1/1919 τους λόγους που τον οδήγησαν στο να μη συμπεριλάβει τον Πόντο στις ελληνικές διεκδικήσεις ανέφερε πως, καθώς δεν υπήρχε καμία ελπίδα αναγνώρισης ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους από την κακώς διακείμενη προς τους Ποντίους απεσταλμένους Συνδιάσκεψη, οι εναπομείνασες λύσεις ήταν δύο: ή να παρέμενε ο Πόντος στο Τουρκικό κράτος με την προοπτική της μελλοντικής ενσωμάτωσης στην Ελλάδα ή να υπαχθεί στο αρμενικό κράτος. Η πρώτη λύση, κατά το Βενιζέλο, αν και σύμφωνη με μεγαλεπήβολη πολιτική, περιείχε τον κίνδυνο να χαθούν τόποι και άνθρωποι αν οι Τούρκοι ακολουθούσαν τακτική εκτουρκισμού των χριστιανών. Η δεύτερη λύση προκρινόταν ως πιο συμφέρουσα: στο προτεινόμενο ποντοαρμενικό κράτος οι Πόντιοι μαζί με τους Έλληνες της Καππαδοκίας και της Κιλικίας θα είχαν σπουδαιότατο ρόλο ενώ θα διατηρούσαν την αυτονομία τους. Οι Πόντιοι που, όπως προαναφέρθηκε, απογοητεύτηκαν από τη στάση του Βενιζέλου, κινητοποιήθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν σε συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Μπακού, στο Κρασνοντάρ, στο Βατούμ και στη Μασσαλία. Πολλά ποντιακά σωματεία έστειλαν τηλεγράφημα στο Παρίσι για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό, τον οποίο επισκέφτηκε μάλιστα τον Απρίλιο του 6
1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Μετά τη διεξοδική ενημέρωση που έλαβε ο Έλληνας πρωθυπουργός από το Χρύσανθο για το Ποντιακό Ζήτημα, αποφάσισε να ενισχύσει τις προσπάθειες των Ποντίων και έδωσε την έγκρισή του στο μητροπολίτη να συνεχίσει την προσπάθεια ενημέρωσης όλων των πολιτικών που έλαβαν μέρος στη Συνδιάσκεψη. Ο πρόεδρος Ουίλσον των Η.Π.Α. ήταν μεταξύ των ηγετών που υποστήριξαν τις θέσεις των Ποντίων.(σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 251) Η λύση που τελικά επικράτησε ήταν ανάμεσα στις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και της επιθυμίας εξελικτικά των Ποντίων: Δημιουργία Ποντοαρμενικής Συνομοσπονδίας ή Ποντοαρμενικό Κράτος που εγκρίθηκε μεν από τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 αλλά δε λειτούργησε ποτέ αφού το διέλυσαν τα στρατεύματα του Κεμάλ. Η ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ένα όνειρο και το τέλος της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων ήταν εξαιρετικά τραγικό αφού σταμάτησε βίαια με την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών που όρισε η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.(σχολ. εγχειρίδιο, σελ. 253) 7