171 η ἀκτινοβολιἀ τῶν ἑλληνικῶν δικἀιικῶν ιδἑῶν κἀι θἑσμῶν στο ἑὐρῶπἀϊκο στἑρἑῶμἀ μἀριἀνοὐ δ. κἀρἀση Ἕνας ἀπὸ τοὺς λάτρεις τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ Nietzsche, λέει στὴν Γέννηση τῆς τραγωδίας ὅτι τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα «γεννήθηκε ὅπως τὰ τριαντάφυλλα ξεπετιοῦνται μέσα ἀπὸ τὸν ἀγκαθωτὸ θάμνο». Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα, γεννήθηκε καὶ τὸ δίκαιο τὸ δίκαιο ὄχι ὅπως τὸ ἐννοοῦμε σήμερα, ὡς νομικὴ ἐπιστήμη, ἀλλὰ ὡς ἰδέα τοῦ δικαίου. οἱ Ἕλληνες δὲν ἀνέπτυξαν νομικὴ ἐπιστήμη μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια. Ἄσκησαν τὴν νομικὴ σκέψη μὲ ἕναν τρόπο ποὺ προσιδίαζε στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἰδιοσυγκρασία τους ἀλλὰ καὶ στὶς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς τους. τὸ πνεῦμα τους στρεφόταν ὄχι πρὸς τὸ μερικὸ καὶ τὸ εἰδικὸ ἀλλὰ πρὸς τὸ γενικὸ καὶ τὸ καθολικό, στρεφόταν πρὸς τὴν θεωρία (ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς δικῆς μας «ἰσχνῆς» θεωρίας ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς θεωρητικῆς ἐνατένισης τοῦ κόσμου στὴν καθολικὴ ἀλληλεξάρτηση τῶν μερῶν του ἕως τὰ ἔσχατα αἴτια τῆς ὕπαρξής του). νομικὴ ἐπιστήμη δὲν ἀνέπτυξαν οὔτε οἱ ρωμαῖοι. Ἡ συμβολὴ τῶν ρωμαίων συνίσταται στὴν ἐπινόηση τῆς τεχνικῆς καὶ ὄχι τῆς ἐπιστήμης τοῦ δικαίου. Ἡ συστηματικὴ νομικὴ ἐπιστήμη, ποὺ στηρίζεται στὴν νομικὴ κατασκευή, εἶναι δημιούργημα μόλις τοῦ 11ου αἰ., ὅταν μὲ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ πανδέκτη χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ συστηματικὴ μέθοδος κατανοήσεως τῆς ἰουστινιάνειας νομοθεσίας ὡς ratio scripta. Ἡ συμβολὴ τῶν Ἑλλήνων στὸ δίκαιο συνίσταται στὸ ὅτι καλλιέργησαν τὴν δικαιικὴ συνείδηση. Ἡ καλλιέργεια αὐτὴ ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὴ ποὺ κατόρθωσαν νὰ περάσουν τὸ δίκαιο ἀπὸ τὴν διονυσιακὴ μέθη τοῦ μύθου στὴν ἀπολλώνεια ὀμορφιὰ τοῦ λόγου. τὸ πέρασμα «ἀπὸ τὸν μύθο στὸν λόγο» (αὐτὸ τὸ μέγα καὶ πρῶτο «ἑλληνικὸ θαῦμα») συνετελέσθη καὶ στὸ πεδίο τοῦ δικαίου, ὅπου ἐκδηλώνεται ὡς μετάβαση ἀπὸ τὸ ἄλογο στὸ ἔλλογο στοιχεῖο τοῦ δικαίου. πῶς πραγματοποιήθηκε ἡ μετάβαση αὐτή;
172 οι πολιτιστικἑσ ριζἑσ τησ ἑὐρῶπησ πρὶν μποῦμε στὸ ἐρώτημα αὐτό, πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι μετάβαση ἀπὸ τὸν μύθο στὸν λόγο δὲν σημαίνει ἐξαφάνιση τοῦ μύθου (μύθος καὶ λόγος εἶναι μόνιμα στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, συνυφασμένα μὲ τὴν ἱστορικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου). μύθος καὶ λόγος, σὰν ἕνα ἀρχαῖο ζεῦγος παλαιστῶν, συμπλέκονται καὶ ἀναμετριοῦνται διαρκῶς, καὶ στὶς μὲν ἀρχαιότερες περιόδους ἀναδεικνύεται νικητὴς ὁ μύθος, στὴν δὲ τελευταία περίοδο τῆς κλασικῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ὁ λόγος, χωρὶς ὅμως οὔτε στὴν μία οὔτε στὴν ἄλλη περίπτωση νὰ ἐξαφανίζεται τὸ ἀντίθετο στοιχεῖο. μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν μύθο στὸν λόγο τοῦ δικαίου πραγματοποιεῖται σὲ δύο παράλληλα ἐπίπεδα: στὸ ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν καὶ στὸ ἐπίπεδο τῶν θεσμῶν. στὸ ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν, ἡ δικαιικὴ συνείδηση στρέφει τὴν προσοχή της πρὸς τὴν ἰδέα τοῦ δικαίου, τὴν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ συλλάβει τόσο μὲ τὶς ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὴν ποιητικὴ φαντασία, ὅσο καὶ μὲ τὶς ἔλλογες, δηλαδὴ μὲ τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμό. ι. Ἡ ποιητικὴ φαντασία ἀνέδειξε τρεῖς θεμελιακὲς ἔννοιες δικαιοσύνης: τὴν ὀντολογική, τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν τραγικὴ ἔννοια. καὶ οἱ τρεῖς κινοῦνται στὸν χῶρο τοῦ μύθου. Ἡ ὀντολογικὴ ἔννοια ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν θέμιδα. Ἡ θέμις, κυρίαρχη μορφὴ στὸν Ὅμηρο (Ἰλιάδα), εἶναι ἡ προσωποποιημένη ἰδέα τῆς ὑπέρτατης δικαιοσύνης, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν θεϊκὴ καὶ ἐγκόσμια τάξη ἡ τάξη αὐτὴ καθ ἑαυτήν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἠθική της ποιότητα. Ἡ ἠθικὴ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν δίκη. Ἡ δίκη, κόρη τῆς θέμιδας (μαζὶ μὲ τὴν ἑὐνομία καὶ τὴν ἑἰρήνη), κυρίαρχη μορφὴ στὸν Ἡσίοδο, εἶναι ἡ προσωποποιημένη μορφὴ τῆς ἠθικῆς δικαιοσύνης. Ἡ δικαιοσύνη τρέπεται τώρα πρὸς τὴν ἠθική της φάση ὁ κόσμος διασπᾶται σὲ ἕνα βασίλειο τοῦ «ἑἶναι» καὶ σὲ ἕνα βασίλειο τοῦ «δέοντος». Ἡ ὀντολογικὴ καὶ ἠθικὴ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης ἐνυπάρχει καὶ στοὺς τραγικούς. Ἀλλὰ ἐδῶ κυρίαρχη εἶναι μιὰ ἄλλη ἰδέα: τῆς τραγικῆς δικαιοσύνης. μὲ τὸν ἀἰσχύλο καὶ τὸν σοφοκλῆ εἰσάγεται ὁ δυαδισμὸς θείας καὶ ἀνθρώπινης δικαιοσύνης καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπεροχῆς τοῦ θεϊκοῦ δικαίου, ἐνῶ μὲ τὸν ἑὐριπίδη ἡ σύγκρουση μετα-
η ἀκτινοβολιἀ τῶν ἑλληνικῶν δικἀιικῶν ιδἑῶν κἀι θἑσμῶν 173 φέρεται σὲ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο. Ἡ σύγκρουση θείου καὶ ἀνθρώπινου δικαίου μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ «Ὕβρη». Ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει κατὰ τοῦ θεοῦ, ὅταν μέσα στὴν μέθη τῆς ἀλαζονείας ξεπερνᾶ τὰ ὅρια ποὺ τοῦ ἔχουν ὁρισθεῖ καὶ ὁ ὑβριστὴς προκαλεῖ τότε τὴν μήνιν τῶν θεῶν ἡ νέμεσις καὶ ἡ Ἄτη θὰ ἐπιφέρουν τὴν συντριβή του. στοὺς «πέρσες» τοῦ ἀἰσχύλου, ἡ προπέτεια τοῦ Ξέρξη νὰ δέσει στὶς τεράστιες ἁλυσίδες του τὸν Ἑλλήσποντο, θέλοντας νὰ μετατρέψει τὴν θάλασσα σὲ στεριά, κλονίζει τὴν τάξη τοῦ κόσμου καὶ τιμωρεῖται μὲ τὴν συντριπτικὴ ἥττα τῶν περσῶν στὴν σαλαμίνα. Ὅμως ἡ τραγικὴ σύγκρουση εἶναι ἐγκατεστημένη ἀκόμη πιὸ βαθιά, στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν ὁποία ἐκβάλλει καὶ ἡ τραγωδία τοῦ δικαίου. πρόκειται γιὰ τὴν «τραγικὴ ἐνοχή». Ἡ «τραγικὴ ἐνοχὴ» ὁρίζεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν «ἠθικὴ ἐνοχή». «Ἠθικὴ ἐνοχὴ» εἶναι ἡ ἐνοχὴ ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ ὑπαίτια παράβαση ἠθικῆς ὑποχρεώσεως. «τραγικὴ ἐνοχὴ» εἶναι ἡ ἐνοχὴ χωρὶς πταῖσμα, γιὰ τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει κανέναν, καὶ στὴν ὁποία ὁ τραγικὸς ἥρωας περιπίπτει ἀναπότρεπτα, ἀκόμη καὶ ἂν ἐπιλέγει τὴν συγκριτικὰ «καλύτερη συμπεριφορά» (δὲν πηγαίνει ἐκεῖνος στὴν ἐνοχή, ἀλλὰ ἡ ἐνοχὴ ἔρχεται σὲ αὐτόν!). Ἡ τραγικὴ ἐνοχὴ ἐμφανίζεται εἴτε ὡς «τραγικὴ κατάσταση» εἴτε ὡς «τραγικὸ δίλημμα». κορυφαῖο παράδειγμα τοῦ πρώτου εἴδους ἐνοχῆς εἶναι ὁ «οἰδίπους τύραννος» τοῦ σοφοκλέους, καὶ τοῦ δευτέρου εἴδους ἡ «Ὀρέστεια» τοῦ ἀἰσχύλου. Ὁ οἰδίπους τιμωρεῖται χωρὶς νὰ εὐθύνεται προσωπικὰ γιὰ τὰ κρίματά του. Ἔγινε πατροκτόνος καὶ αἱμομίκτης ἀλλὰ χωρὶς νὰ φταίει σὲ τίποτε προσωπικά. Ἀπεναντίας, ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν κριματίσει. ἀἰτία τῆς συμφορᾶς δὲν εἶναι ἕνα «ἀδίκημα» ἀλλὰ μιὰ «ἁμαρτία», δηλαδὴ ἡ ἄγνοια τῶν συνθηκῶν τῆς πράξεως. Ὁ οἰδίπους δρᾶ μέσα σὲ ἕναν χῶρο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει. Ἡ ὑποκειμενικὴ ἐνοχὴ εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ ἐν τούτοις ὁ πόνος συντριπτικός. τὸ ρῆγμα εἶναι βαθὺ καὶ ἀγεφύρωτο. Ὅσο μικρότερη εἶναι ἡ ἐνοχὴ τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ πόνος. Ἡ «τραγικὴ κατάσταση» ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς ἴδιας τῆς πράξεως καὶ ἀνήκει στοὺς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. διαφορετικὴ ἡ περίπτωση τοῦ Ὀρέστη στὴν αἰσχυλικὴ «Ὀρέστεια». Ὁ Ὀρέστης σκοτώνει τὴν μητέρα του, ὄχι ὅπως ὁ οἰδίπους τὸν πατέρα του, ἐν ἀγνοίᾳ. Γνωρίζει ὅτι σκοτώνει τὴν μητέρα του. τὴν σκοτώνει γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν δολοφονία τοῦ πατέρα του, ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀπόλλωνα. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐνεργοῦσε διαφορετικά, θὰ εἶχε παραβεῖ τὴν θεϊκὴ προσταγὴ καὶ δὲν θὰ ἀπέφευγε
174 οι πολιτιστικἑσ ριζἑσ τησ ἑὐρῶπησ τὶς συνέπειες τῆς παραβάσεως («τραγικὸ δίλημμα»). Ὁ Ὀρέστης, μετὰ ἀπὸ φοβερὴ καταδίωξη τῶν Ἐρινύων, τελικὰ ἀπαλλάσσεται, ἔστω μὲ ἰσοψηφία, γιατὶ δὲν καταλογίσθηκε σὲ αὐτὸν ἡ πράξη ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἀποφύγει. οἱ μύθοι ὁμιλοῦν ὑπαινικτικά. ἑἴμαστε τάχα ἕνα παιχνίδι στὰ χέρια τῶν θεῶν, ἢ ἐκφράζουμε μιὰ ποιότητα; τὸ τραγικὸ δράμα μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ σφαῖρες τοῦ λογικοῦ, τῆς τάξης καὶ τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης εἶναι τρομακτικὰ πεπερασμένες, καὶ ὅτι καμμιὰ πρόοδος δὲν κατορθώνει νὰ μεταθέσει τὰ περιορισμένα τους ὅρια. οἱ τρεῖς αὐτὲς ἔννοιες δικαιοσύνης ὀντολογική, ἠθικὴ καὶ τραγικὴ δὲν χάθηκαν μέσα στὰ βάθη τοῦ μύθου. Ἀλλὰ πέρασαν τὴν πύλη τῆς ἱστορίας, διήνυσαν αἰῶνες καὶ ἔφθασαν ἕως τὶς ἡμέρες μας, γιατὶ καὶ στὴν σύγχρονη φιλοσοφία τοῦ δικαίου γίνεται λόγος γιὰ ὀντολογικὴ θεμελίωση τοῦ δικαίου, γιὰ ἠθικὴ θεμελίωση, ἀλλὰ καὶ γιὰ τραγικὴ σύλληψη τῆς δικαιοσύνης εἴτε στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀντινομιῶν τοῦ δικαίου εἴτε στὸ βαθύτερο στρῶμα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως, ἐκεῖ ὅπου τὸ δίκαιο διαδραματίζεται πίσω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ κάτω ἀπὸ τὰ μάτια ἑνὸς ἀόρατου θεοῦ. ιι. περνᾶμε τώρα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ποιητικῆς φαντασίας στὸν χῶρο τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Ὁ φιλοσοφικὸς στοχασμὸς ἀνέδειξε περισσότερες ἔννοιες δικαιοσύνης: τὴν μαθηματικὴ ἔννοια, ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τοὺς πυθαγορείους τὴν διαλεκτικὴ ἔννοια, ποὺ ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὸν Ἡράκλειτο τὶς σοφιστικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸ φυσικὸ δίκαιο τὴν πλατωνική, τὴν ἀριστοτελικὴ καὶ τὴν στωικὴ ἔννοια. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἔννοιες δὲν ἀπωλέσθησαν, ἀλλά, ὅπως οἱ ἀντίστοιχες ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ μύθου, ὡς περιούσιοι καρποί, παρέμειναν νωποὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ δημιούργησαν παράδοση στὸν νεώτερο νομικὸ πολιτισμό. στοὺς πυθαγορείους ὀφείλεται ἡ μαθηματικὴ σύλληψη τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀριθμητικῆς ἀναλογίας («ἀντιπεπονθός»), ποὺ θεμελιώνεται στὴν κανονικότητα, τὴν τάξη καὶ τὴν ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει στὸν φυσικὸ κόσμο καὶ μεταφέρεται στὸν κόσμο τῆς κοινωνίας π.χ. τὸ κακὸ τῆς ἀδικίας ἀνταποδίδεται ἀναλογικῶς μὲ τὸ κακὸ τῆς ποινῆς. στὸν Ἡράκλειτο, ποὺ εἰσήγαγε τὴν διαλεκτικὴ ἀρχὴ τῆς ἁρμονίας τῶν ἀντιθέτων, ἀνάγονται οἱ θεωρίες (ἐγελιανὲς - νεοεγελιανές, μαρξιστικὲς - νεομαρξιστικὲς) γιὰ τὴν διαλεκτικὴ θεμελίωση καὶ λειτουργία τοῦ δικαίου.
η ἀκτινοβολιἀ τῶν ἑλληνικῶν δικἀιικῶν ιδἑῶν κἀι θἑσμῶν 175 στοὺς σοφιστὲς ὀφείλεται ἡ θέση τοῦ κεντρικότερου ἴσως προβλήματος τῆς φιλοσοφίας τοῦ δικαίου: Ἡ διάκριση φυσικοῦ καὶ θετικοῦ δικαίου (στοὺς νέους Χρόνους πρῶτος ξαναθέτει τὸ πρόβλημα τοῦ φυσικοῦ δικαίου, ἀναγόμενος στὴν ἀρχαία παράδοση, ὁ Hugo Grotius, 1583-1645), καθὼς καὶ οἱ εἰδικότερες ἀπόψεις γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ φυσικοῦ δικαίου ὡς τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυροτέρου (καλλικλῆς, κριτίας ἴσως καὶ θρασύμαχος), ἢ ἀντιθέτως τοῦ ἀσθενεστέρου (λυκόφρων, Ἀλκιδάμας, Φαλέας), μὲ ἰσχυρὲς ἀπηχήσεις στὴν νεώτερη φιλοσοφία (Hobbes καὶ Nietzsche ἀφ ἑνός, καὶ θεωρίες τοῦ κοινωνικοῦ συμβολαίου ἀφ ἑτέρου). πλάτων καὶ Ἀριστοτέλης εἶναι οἱ κυριαρχοῦσες φυσιογνωμίες τῆς παγκόσμιας φιλοσοφίας. Ἀπὸ τὸν πλάτωνα πηγάζουν οἱ βασικότερες κατευθύνσεις τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Ὁ πλάτων, μὲ τὴν σύλληψη τῆς ἰδεατῆς πολιτείας του τὴν ὁποία οἰκοδομεῖ στὴν ἰδέα τῆς δικαιοσύνης, ἐνέπνευσε τὸ ὅραμα γιὰ μιὰ καλύτερη κοινωνία ἀνθρώπων, τὴν ἀτέρμονη ἀναζήτηση τῆς οὐτοπίας, ὅπως στὰ ἔργα τοῦ ἀὐγουστίνου (πολιτεία τοῦ θεοῦ, 413-428), τοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ πλήθωνος, τοῦ Thomas More (οὐτοπία, 1516), τοῦ Montaigne (Γιὰ τοὺς κανίβαλους, 1580), τοῦ Tommaso Campanella (πολιτεία τοῦ Ἡ - λίου, 1625), τοῦ Francis Bacon (νέα Ἀτλαντίδα, 1624-29) καὶ ἄλλων. σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ἐπίδραση τῆς πλησιέστερης στὴν πραγματικότητα πολιτείας τῶν νόμων. Ἀπὸ ἐδῶ ἐμπνεύστηκε, π.χ., καὶ ὁ Montesquieu τὸ ἔργο του τὸ πνεῦμα τῶν νόμων. Ὁ Ἀριστοτέλης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λογική του, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν βάση καὶ τῆς νομικῆς λογικῆς, συνέβαλε καὶ στὴν θεωρία τοῦ δικαίου, ἰδίως μὲ τὸ μνημειῶδες ἑ κεφάλαιο τῶν Ἠθικῶν νικομαχείων, ὅπου μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ διάσημη διάκριση τῆς δικαιοσύνης σὲ διανεμητικὴ καὶ διορθωτική, καὶ τοῦ δικαίου σὲ νόμιμο καὶ ἐπιεικές, καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς ἐπιείκειας ὡς «ἐπανορθώματος νόμου» (Ἠθ. νικ. 1137 b 26), ποὺ δίνει τὴν λύση στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, τὴν λύση ποὺ θὰ ἔδινε ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης ἂν ἦταν ἐκεῖ παρὼν καὶ εἶχε ὑπ ὄψιν τὰ συγκεκριμένα περιστατικά («ὃ κἂν ὁ νομοθέτης αὐτὸς ἂν εἶπεν ἐκεῖ παρών, καὶ εἰ ᾔδει, ἐνομοθέτησεν», Ἠθ. νικ. 1137 b 27). Ἐπ αὐτῶν, καίριες εἶναι οἱ συμβολὲς τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ κ. κωνσταντίνου δεσποτόπουλου. Ἡ μέση στοά, μὲ ἀρχηγέτη τὸν παναίτιο τὸν ρόδιο, συνέβαλε καθοριστικὰ στὴν διαμόρφωση τοῦ πνεύματος τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου μέσω τῆς ἰδέας τῆς humanitas, τὴν ὁποία ὁ παναίτιος διέπλασε στὸ πλαίσιο τῆς σωκρατικῆς καὶ πλατωνικῆς παραδόσεως. Ἡ ἐπίδραση
176 οι πολιτιστικἑσ ριζἑσ τησ ἑὐρῶπησ αὐτὴ ἐκφράζεται γλαφυρὰ στὸν ὁρισμὸ τοῦ δικαίου ἀπὸ τὸν κέλσο, ποὺ ἀναφέρει ὁ οὐλπιανὸς στὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου βιβλίου τῶν πανδεκτῶν (D. 1,1,1 pr.): «ius est ars boni et aequi» («ἔστι γὰρ νόμος τέχνη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἴσου», ὅπως ἀποδόθηκε στὰ βασ. 2,1,1). Ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν περνᾶμε τώρα στὸ ἐπίπεδο τῶν θεσμῶν. Ἡ λέξη «θεσμὸς» προέρχεται ἀπὸ τὸ τίθημι καί, ὡς οὐσιαστικὸ παράγωγο ἀπὸ ρῆμα μὲ παραγωγικὴ κατάληξη (σ)μός, σημαίνει τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας, τὸ τεθειμένον. σημειωτέον ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ὁμιλοῦν γιὰ θεσμοὺς καὶ ὄχι γιὰ δικαίωμα τὸ δικαίωμα εἶναι νεώτερη «ἀνακάλυψη» (ποὺ ὡς δημόσιο δικαίωμα ὀφείλεται στὸν ἀγγλογαλλικὸ διαφωτισμὸ καὶ ὡς ἰδιωτικὸ δικαίωμα στὸν γερμανὸ Windscheid). οἱ θεσμοὶ κάνουν τὴν πρώτη ἐμφάνισή τους στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν κλοπὴ τῆς «φωτιᾶς» ἀπὸ τοὺς θεούς, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Ἡσίοδος στὸ 11ο κεφάλαιο τῆς θεογονίας του καὶ ὁ ἀἰσχύλος στὸν προμηθέα δεσμώτη. μὲ τοὺς θεσμοὺς ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν χώρα τῶν κυκλώπων καὶ εἰσέρχεται στὸν κόσμο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. μέτρο τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι τὸ δίκαιο τὸ δίκαιο τῶν θεσμῶν. τὸ πρῶτο παράδειγμα θεσμοῦ στοὺς Ἕλληνες εἶναι ὁ γάμος ὁ γάμος ὡς ἡ ἀρχέγονη τάξη τοῦ βίου, ἡ κυψέλη τῆς ὅλης ἀνθρώπινης συμβιώσεως καὶ κοινωνικῆς ὀργανώσεως. δότειρα καὶ προστάτιδα τοῦ γάμου καὶ τῆς γυναίκας, θεὰ τῆς γῆς, τῆς γεωργίας καὶ τῆς γονιμότητας εἶναι ἡ «θεσμοφόρος» δήμητρα. δύο εἶναι οἱ πηγὲς (λόγοι ἰσχύος) τοῦ θεσμοῦ: τὸ ἔθιμο καὶ ὁ νόμος. τὸ ἔθιμο εἶναι ἔκφραση τῆς μυθικῆς σκέψεως ὁ νόμος ἔκφραση τῆς λογικῆς σκέψεως. Ἡ σχέση ἐθίμου καὶ νόμου εἶναι ἄρα σχέση μύθου καὶ λόγου. Ἡ ἱστορία τοῦ δικαίου κινεῖται καὶ ἐδῶ ὅπως στὸ πεδίο τῶν ἰδεῶν σταδιακὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἀπὸ τὸν μύθο στὸν λόγο, ἀπὸ τὸ ἔθιμο στὸν νόμο. ι. τὸ ἔθιμο εἶναι ἡ κύρια πηγὴ τοῦ δικαίου κατὰ τὶς τρεῖς πρῶτες περιόδους τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ δικαίου. κατὰ τὴν πρώτη περίοδο (ποὺ περιλαμβάνει κυρίως τὴν μυκηναϊκὴ ἐποχὴ) πηγὴ τοῦ ἐθιμικοῦ δικαίου εἶναι ἡ δίκη, μὲ τὴν ὁποία ὁ βασιλεὺς (θεσμοπόλος, δικασπόλος) ἀπονέμει δικαιοσύνη μὲ βάση τὶς ἐντολὲς τῆς θέμιδος, τὶς περίφημες «θέμιστες», δηλαδὴ τὸν ἱερὸ κώδικα ποὺ περιέχει τοὺς θεμελιακοὺς κανόνες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της
η ἀκτινοβολιἀ τῶν ἑλληνικῶν δικἀιικῶν ιδἑῶν κἀι θἑσμῶν 177 (θρησκευτική, πολιτική, νομική). Ἀργότερα ἡ δίκη ἀποκτᾶ τὴν μορφὴ διαιτησίας, ποὺ ἦταν θεσμὸς προαιρετικός. κατὰ τὴν δεύτερη περίοδο τοῦ ἑλληνικοῦ δικαίου (ἀπὸ τὸ ἔτος 800 μέχρι τὸ 650 π.χ., περίοδος τῆς ἀριστοκρατίας), πηγὴ τοῦ ἐθιμικοῦ δικαίου ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ δίκη ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ περιεχόμενο. δίκη δὲν εἶναι πλέον ἡ ἐλεύθερη ἀπόφαση τοῦ βασιλέως ἢ ἡ ἑκούσια διαιτησία εἶναι ἡ δικαστικὴ ἀπόφαση ποὺ ἐκδίδεται ἀπὸ δημόσια ἀρχή, τοὺς ἄρχοντες (δηλαδὴ τὴν νέα τάξη τῆς ἀριστοκρατίας τοῦ γένους ποὺ ἀντικατέστησε τὸν βασιλέα) καὶ γίνεται ἐξαναγκαστὴ μὲ πολιτειακὴ δύναμη. Ἡ διαιτητικὴ δικαιοσύνη ἀρχίζει δειλὰ νὰ μεταβάλλεται σὲ ὑποχρεωτική ἡ ἰδιωτικὴ δικαιοσύνη σὲ κρατική. κατὰ τὴν ἑπόμενη τρίτη ἱστορικὴ περίοδο (ἀπὸ τὸ ἔτος 600 περίπου μέχρι τὸ 508 π.χ.), ποὺ εἶναι ἡ περίοδος τῶν «θεσμοθετῶν», τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο ὑποχωρεῖ σταδιακὰ ὑπὲρ τῶν κωδικοποιήσεων. Ἀναφέρουμε τὸν κώδικα τοῦ ζαλεύκου, τὸν κώδικα τοῦ Χαρώνδα, τὸν περίφημο κώδικα τῆς Γόρτυνος στὴν κρήτη καὶ τοὺς κώδικες τοῦ δράκωνος (621/20) καὶ τοῦ σόλωνος (594/3) στὴν Ἀθήνα. ιι. τὸ μεγάλο ἅλμα ἐπιτελέσθηκε κατὰ τὴν τέταρτη καὶ τελευταία περίοδο τοῦ ἑλληνικοῦ δικαίου (ἀπὸ τὸ ἔτος 508 μέχρι τὸ 146 π.χ.), ὁπότε σημειώνεται μετάβαση ἀπὸ τὸ ἔθιμο στὸν νόμο. Ὁ παλαιὸς θεσμὸς μεταβάλλεται σὲ ἕναν νέο θεσμό, ποὺ ἔχει ὡς πηγή του ὄχι πλέον τὸ (ἄγραφο) κωδικοποιημένο ἔθιμο ἀλλὰ ἕναν ἄλλο πρωτόγνωρο κανόνα δικαίου, τὸν νόμο, ὁ ὁποῖος προβλέπει καὶ ρυθμίζει μὲ σαφήνεια τὴν ὀργάνωση καὶ λειτουργία τοῦ νέου θεσμοῦ. Ἡ λέξη «νόμος» (ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ «νέμω») ὑπῆρχε ἤδη μὲ διαφορετικὲς χρήσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κανόνα δικαίου χρησιμοποιεῖται γιὰ πρώτη φορὰ στὸ σύνταγμα τοῦ κλεισθένη (507/506). Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν μία δικαιικὴ φάση στὴν ἄλλη εἶναι ποιοτική. Ὁ νόμος «θρονιάζεται τώρα στὴν θέση τοῦ βασιλιᾶ στὸ κέντρο τῆς πόλης!». ἑἶναι ὁ νόμος τῆς κλασικῆς πόλεως, τῆς δημοκρατικῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ σημάδεψε τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς στὴν ἱστορία τοῦ δικαίου καὶ χαρακτηρίζει τὴν κατοπινὴ ἱστορικὴ ἐξέλιξη μέχρι σήμερα. τὰ βασικά του χαρακτηριστικὰ συμπίπτουν σχεδὸν μὲ ἐκεῖνα τοῦ σύγχρονου νόμου, καὶ εἶναι τὰ ἑξῆς: Ὁ νόμος εἶναι γραπτός, ἂν καὶ στὴν ἀρχὴ δήλωνε χωρὶς διάκριση τόσο τὸ γραπτὸ-νομοθετημένο δίκαιο («νόμος γεγραμμένος») ὅσο καὶ τὸ ἄγραφο-ἐθιμικὸ δίκαιο («νόμος ἄγραφος»). Ἀποκτᾶ γενικὴ καὶ ἀφηρημένη διατύπωση, ὥστε νὰ καταλαμβάνει πε-
178 οι πολιτιστικἑσ ριζἑσ τησ ἑὐρῶπησ ρισσότερες ἀτομικὲς περιπτώσεις, ἀλλὰ οἱ διάφοροι νόμοι δὲν ἐμφανίζουν συνοχὴ καὶ ἑνότητα. ἑἶναι ὄχι ἀριστοκρατικὸς ἀλλὰ δημοκρατικός, διότι δὲν εἶναι γνωστὸς μόνον στοὺς ἄρχοντες ποὺ τὸν κληρονόμησαν ἀπὸ τοὺς θεούς, ἀλλὰ σὲ ὅλους, ἀνήκει σὲ ὅλους, καὶ γιὰ νὰ ἰσχύσει πρέπει νὰ ψηφισθεῖ μὲ μιὰ ὁρισμένη διαδικασία ἀπὸ τὸν λαό. ἑἶναι «πολιτικός» («νόμος τῆς πόλεως»), διότι ἰσχύει μόνον γιὰ τοὺς πολίτες τῆς πόλεως καὶ ὄχι γιὰ ὅλους τοὺς κατοίκους της, ὄχι γιὰ τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους. ἑἶναι ὁ μέσος ὅρος, τὸ κοινὸ μέτρο, ποὺ ἐξυπηρετεῖ καλύτερα τὸ γενικὸ (κοινὸ) συμφέρον, παρέχει τὸν μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ ἰσότητας, ἐξασφαλίζει τὴν ἐλευθερία τοῦ πολίτη, ἀλλὰ καὶ ἀντιτίθεται στὶς ὑπερβολές της καὶ συγκρατεῖ τὰ ἀτομικὰ καὶ συλλογικὰ πάθη. Ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπινο ἔργο δὲν εἶναι αἰώνιος καὶ ἀπαραβίαστος παρὰ ταῦτα, ὅμως, εἶναι δεσμευτικὸς ὡς ἔκφραση τῆς θελήσεως τῆς δημοκρατικῆς πόλεως. Ἀνοίγει στὴν δημοκρατία τὶς πύλες της, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως τὴν ρίχνει στὰ δεσμά της. ἑἶναι «πανίσχυρος», ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν καταλύσει ὁ λαὸς ἀλλὰ ποτὲ νὰ τὸν παραβιάσει ὁ μεμονωμένος πολίτης. τὴν πόλη κυβερνοῦν ὄχι «νόμοι», ἀλλὰ ὁ νόμος, δηλαδὴ ἡ πολιτειακὴ σκέψη, ὁ «νοῦς» (Ἀναξαγόρας), ὡς ἡ ἔκφραση τῆς ἰδέας τοῦ δικαίου. Ὁ πινδαρικὸς λόγος γίνεται ἀλήθεια μὲ ἕνα βαθύτερο νόημα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἐπινόησε ὁ ἴδιος ὁ ποιητής: «νόμος ὁ πάντων βασιλεύς». οἱ ἐπιδράσεις εἶναι καθολικὲς καὶ ἐπηρεάζουν σχεδὸν ὅλους τοὺς μεταγενέστερους θεσμούς. περιοριζόμαστε ὅμως ἐδῶ μόνον στὶς πηγές. οἱ πηγὲς τοῦ δικαίου τῶν θεσμῶν ποὺ ἀνέβλυσαν ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔγιναν νερομάνες καὶ γονιμοποίησαν τὸ ἔδαφος ὁλόκληρου τοῦ εὐρωπαϊκοῦ δικαίου. Ἔθιμο καὶ νόμος μπορεῖ νὰ ἄλλαξαν περιεχόμενο ἀλλὰ παρέμειναν οἱ πηγὲς τῶν θεσμῶν. καὶ μεταξύ τους ἀναμετριοῦνται τὸ ἴδιο, ὅπως στὴν ἀρχαία ἐποχή. νικητὴς ἀναδεικνύεται ὁ νόμος, ἀλλὰ χωρὶς τὸ ἔθιμο νὰ ἐξαφανίζεται. τὸ ἄλογο στοιχεῖο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ εἶναι ἡ ποιητική του πνοή, ἡ ποιητικὴ διάσταση τοῦ δικαίου ποὺ τόσο ὡραῖα συνέλαβε ὁ P. Calamandrei: «στὴν Ἑλλάδα ἀκόμη καὶ οἱ νομικοὶ θεσμοὶ ἐξιδανικεύονται μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα ποίησης βρίσκουν στὴν ἱστορία περιπτώσεις ποὺ μετατρέπουν τὸ ὅποιο δικαστηριακὸ γίγνεσθαι σὲ ὑψηλῆς ποιότητας ἀνθρώπινα δράματα. δὲν μποροῦμε νὰ λησμονοῦμε ὅτι τὶς μυθικὲς ἀπαρχὲς τοῦ Ἀρείου πάγου ὁ ἀἰσχύλος τὶς θεώρησε ἄξιες νὰ ὑμνηθοῦν, καὶ ὅτι στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας βρίσκεται μία δίκη στὴν ὁποία ἕνας
η ἀκτινοβολιἀ τῶν ἑλληνικῶν δικἀιικῶν ιδἑῶν κἀι θἑσμῶν 179 ἀθῶος ὀρθώνει τὸ ἀνάστημά του γιὰ νὰ ὑπερασπίσει τὴν ἁγιότητα μιᾶς ἀποφάσεως αὐτῆς ἀκριβῶς ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε ἀδίκως στὸν θάνατο». ἀὐτὴ ἡ ποιητικὴ διάσταση χάθηκε. Ἀλλὰ ἄφησε πίσω της μιὰ λάμψη ποὺ μὲ ἄλλους πολλοὺς τρόπους ἀκτινοβολεῖ καὶ σήμερα στὸ εὐρωπαϊκὸ στερέωμα. τὸ τριαντάφυλλο, ποὺ ὁ Nietzsche ἔβλεπε νὰ «ξεπετιέται μέσα ἀπὸ τὸν ἀγκαθωτὸ θάμνο», δὲν ἦταν ἕνα κοινὸ τριαντάφυλλο ἦταν ἑκατόφυλλο.